Ἄννα Ἀφεντουλίδου: 7 twitter ἱστορίες

.

Ἄν­να Ἀ­φεν­του­λί­δου

 

7 t­w­i­t­t­er-ἱ­στο­ρί­ες

(μὲ πί­να­κες τοῦ E­g­on S­c­h­i­e­le)

 

[Οἱ “κα­νό­νες” τῆς κα­τα­μέ­τρη­σής τους εἶ­ναι οἱ ἑ­ξῆς:
1. με­τροῦν ἐ­ξί­σου γράμ­μα­τα, ἀ­ριθ­μοί, κε­νὰ καὶ ση­μεῖ­α στί­ξης.
2. ὁ τί­τλος δὲν προ­σμε­τρᾶ­ται στὸ “σῶ­μα” τοῦ κει­μέ­νου.
3. με­τὰ ἀ­πὸ ση­μεῖ­α στί­ξης, δὲν ἀ­φή­νου­με κε­νό.
4. ἂν στὸ τέ­λος τοῦ κει­μέ­νου, τὸ ση­μεῖ­ο στί­ξης εἶ­ναι ἡ τε­λεί­α, δὲν ση­μει­ώ­νε­ται καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν προ­σμε­τρᾶ­ται.]

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Δι­ά­σω­σις

 

ΣΑΝ τὸ πι­α­σμέ­νο ἀ­γρί­μι πά­λευ­ε νὰ πά­ρει ἀ­νά­σα καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἄγ­γιγ­μα ἦ­ταν μιὰ ἐλ­πί­δα ὅ­τι μπο­ροῦ­σε,ἐ­πι­τέ­λους,κά­πως νὰ  ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ                                                                   

                                               

01-Diasosis 

 

Πορ­νι­κόν

 

ΑΡΠΑΖΟΤΑΝ ἀ­π’ τὰ ξέ­να κορ­μιὰ σὰν ἀ­π’ τὰ κάγ­κε­λα τοῦ κε­λιοῦ πρὶν τὴν ἐ­κτέ­λε­ση.Στρο­βι­λι­ζό­ταν στὴ δί­νη τους ὅ­πως ἄλ­λοι σνι­φά­ρουν βεν­ζί­νη   

 

02-Pornikon 

 

Λό­γιον

 

ΤΟΥ ἄ­ρε­σε νὰ τὴν βλέ­πει μὲ ἄλ­λες.­Ὕ­στε­ρα ἔ­γρα­φε ὣς τὸ πρω­ί.Με­τὰ ἀ­πὸ και­ρὸ αὐ­το­κτό­νη­σε.Καὶ ὅ­μως.Τὸν εἶ­χε ἀ­γα­πή­σει

 

03-Logion 

 

Τε­λε­ο­λο­γι­κόν

 

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ἀ­κί­νη­το στὴν ἄ­κρη.Τζά­μι χα­ρα­κω­μέ­νο ἀ­πὸ βρο­χή.Δά­χτυ­λα τρέ­χουν στὶς σκι­ὲς τῆς σάρ­κας χω­ρὶς ἐ­πι­στρο­φή.Ὅ,τι τρα­γού­δη­σε ἔ­χει τε­λει­ώ­σει

 

04-Teleologikon         

 

Λά­χε­σις

 

ΞΟΔΕΨΕ μι­σὴ ζω­ὴ ἀ­γνο­ών­τας ἐ­κεί­νη τὴν αἴ­σθη­ση.Θὰ ξο­δέ­ψει ἄλ­λη μι­σὴ ἀ­να­ζη­τών­τάς την σ’ αὐ­τὸ ποὺ ἄλ­λοι λέ­νε τυ­χαῖ­ο,ἐ­νῶ εἶ­ναι ἁ­πλὰ τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτo

                  

Z 035 

 

Μνή­σθη­τε

 

ΑΝΑΚΑΤΕΨΕ χλω­ρί­νη καὶ A­q­ua f­o­r­te.Τὸ ἤ­πι­ε.Ἀ­νά­στρο­φα κύ­λι­σε τὸ αἷ­μα καὶ δι­έ­λυ­σε τὸν δυ­να­τὸ μῦν τῆς γλώσ­σας.Ἀ­να­στα­σί­α, φώ­να­ξα.Δὲν ἤ­σουν πιὰ ἐ­κεῖ

            

06-Mnisthite 

 

Ὑ­στε­ρο­φη­μι­κόν

 

ΤΟ ΚΑΠΑΚΙ τὸ σφρά­γι­σαν.Για­τί ὅ­λοι θὰ ἔ­βλε­παν τὰ δι­α­λυ­μέ­να μέ­λη.Ὅ­λοι θὰ κα­τα­λά­βαι­ναν καὶ δὲν ἔ­πρε­πε.Ἀ­νοῖξ­τε το!Δῶ­στε πί­σω τὸν θά­να­τό μου

 

07-Ysterofimikon 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἄννα Ἀφε­ντου­λί­δου (Θεσ­σαλο­νί­κη). Σπού­δα­σε Με­σαιω­νικὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νικὴ Λο­γο­τε­χνί­α, μὲ εἰδί­κευ­ση στὴ Γε­νικὴ Συ­γκρι­τικὴ Γραμ­μα­το­λο­γί­α, στὸ ΑΠΘ. Ἔχει πα­ρα­κο­λου­θή­σει Σε­μι­νά­ρια Δη­μι­ου­ρ­γικὴς Γραφῆς στὸ Ἐθνικὸ Κέ­ντρο Βι­βλί­ου καὶ στὴ Δη­μο­τικὴ Βι­βλι­ο­θή­κη Πρέ­βε­ζας. Ἔχει ἐκδώ­σει μιὰ ποι­η­τικὴ συλ­λογὴ μὲ τί­τλο Ἐλλεῖπον Ση­μεῖο (ἐκδ. Παν­δώ­ρα, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Ἄννα Ἀφεντουλίδου: Ἱστορία μὲ 13ο Φεγγάρι

 

Afentoulidou,Anna-IstoriaMe13oFeggari-Eikona-01

 

Ἄννα Ἀφεντουλίδου

 

Ἱστορία μὲ 13ο Φεγγάρι

 

H-Itta-Somata ΜΗΤΕΡΑ μὲ εἶχε κουβαλήσει σὲ αὐτὴν τὴν ἀηδία, ἄδεια παραλία. Χωρὶς παιχνίδια.

Ἔβγαινα καὶ μάζευα φύκια καὶ ψόφια στρείδια.

      Τὸ ὡραῖο, ἕνας δράκος κοιμόταν στὴν θάλασσα καὶ τοὺς ἔλεγα συνεχῶς Σσς.

      Ἀλλὰ ἐκείνη δὲν μ’ ἄκουγε.

      Τῆς ἄρεσες ποὺ ἡλιοκαμένος, μόνο μὲ σόρτς, τῆς μιλοῦσες γλυκά. Ἤσουν μορφωμένος καὶ ἤξερες νὰ περιμένεις.

      Ἐγὼ κρυβόμουν πίσω ἀπ’ τὶς γρίλλιες καὶ σᾶς ἄκουγα.

      Ὅταν μαγείρευε μιὰ χοντρὴ γυναίκα καὶ ἐπλένε τὰ ροῦχα, κοίταζα τὶς ἱδρωμένες της μασχάλες.

      Τὸ 13ο φεγγάρι θὰ ἦταν πολὺ φωτεινὸ στὰ κεφάλια σας, ἀλλὰ ἐκείνη εἶχε αἷμα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κολυμπήσει. Κοιμήθηκε νωρίς.

 

      Καθόσουν στὸν βράχο καὶ ἔπινες. Μύριζες ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ὅπως ὁ πατέρας μου, καφενεῖο.

      Σὲ πλησίασα, ἔκαιγαν τὰ μάγουλα.

      Τί θέλεις, μικρή;

      Ἔπεσα στὸ νερὸ μὲ τὰ ροῦχα. Φώναξες, ἀλλὰ ὄχι δυνατά.

      Βγῆκα ἀμέσως καὶ ἔβγαλα τὸ βρεγμένο μου φόρεμα. Τὰ μάτια σου γυάλισαν ὅπως ἡ θάλασσα.

      Θὰ κρυώσεις.

      Σὲ πλησίασα. Ἔτρεμα.

      Ἔβγαλες τὰ φύκια ἀπ’ τὸ στῆθος.

      Πήγαινε.

      Ὄχι.

      Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὰ κοχύλια μου, εἶπα.

      Πίσω ἀπ’ τὸ σπίτι σὲ μιὰ στοίβα καμένα ἔβγαλα τὸ τενεκεδένιο κουτί.

      Εἶναι ὅλα σπασμένα, εἶπες.

      Ἀκριβῶς. Αὐτὰ δὲν τὰ θέλει κανείς.

      Λαχάνιασες.

      Ἀκούμπησα πάνω σου, ὅπως ἐκείνη.

      Ἔβαλα τὸ δάχτυλό σου στὸ στόμα μου.

      Μετὰ γέμισα ἄμμο. Ἤσουν βαρύς. δὲν μποροῦσα νὰ πάρω ἀνάσα. δάγκωσα τὰ χείλη. Μάτωσα.

      Ὄχι, ὄχι, ἔλεγες.

      Ἀλλὰ δὲν μποροῦσες νὰ ξεκολλήσεις.

      Τόσο μορφωμένος καὶ ἀκόμα δὲν εἶχες μάθει.

      Κανεὶς δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τέτοιο φεγγάρι.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἄννα Ἀφε­ντου­λί­δου (Θεσ­σαλο­νί­κη). Σπού­δα­σε Με­σαιω­νικὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νικὴ Λο­γο­τε­χνί­α, μὲ εἰδί­κευ­ση στὴ Γε­νικὴ Συ­γκρι­τικὴ Γραμ­μα­το­λο­γί­α, στὸ ΑΠΘ. Ἔχει πα­ρα­κο­λου­θή­σει Σε­μι­νά­ρια Δη­μι­ου­ρ­γικὴς Γραφῆς στὸ Ἐθνικὸ Κέ­ντρο Βι­βλί­ου καὶ στὴ Δη­μο­τικὴ Βι­βλι­ο­θή­κη Πρέ­βε­ζας. Ἔχει ἐκδώ­σει μιὰ ποι­η­τικὴ συλ­λογὴ μὲ τί­τλο Ἐλλεῖπον Ση­μεῖο (ἐκδ. Παν­δώ­ρα, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Ἄννα Ἀφεντουλίδου: Μούσα

 

 

Ἄννα Ἀφεντουλίδου

                                          

Μού­σα

 

Ε ΚΑΛΟΥΣΕ καὶ μὲ κα­λοῦ­σε ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ μὲ τὴν χα­μη­λό­φω­νη, σχε­δὸν με­λω­δι­κὴ φω­νή του τό­σο ἐ­πί­μο­να καὶ τρυ­φε­ρά, σχε­δὸν βα­σα­νι­στι­κά. Ὥ­σπου τὰ κα­τά­φε­ρε νὰ μὲ βγά­λει ἀ­πὸ τὴ χρό­νιά μου νάρ­κη, ἀ­πὸ ἕ­ναν διὰ βί­ου, μοῦ φαι­νό­ταν, λή­θαρ­γο.

       Βα­θυ­πρά­σι­να στο­χα­στι­κὰ μά­τια, μαῦ­ρα σγου­ρὰ μαλ­λιά. Λε­πτά, κα­τά­λευ­κα δά­χτυ­λα. Εἶ­χε τὴ συ­νή­θεια νὰ τυ­λί­γει ἀρ­γὰ μιὰ μπού­κλα στὸ δεί­χτη του, κα­θὼς μι­λοῦ­σε, μὲ τὸ βλέμ­μα χα­μέ­νο κά­που μα­κριά.

       Ἕ­νας ποι­η­τὴς ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦ­σε μί­αν ἐ­πί­μο­νη ἔμ­πνευ­ση. Σὲ τέ­τοι­ους χα­λε­ποὺς και­ρούς. Με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια. Ἕ­να μι­κρὸ θαῦ­μα ζω­ῆς.

 

       Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ μ’ ἔ­πει­σε ν’ ἀγ­γί­ξω τὰ χεί­λη του· ὤ, πό­σο χρό­νια εἶ­χα νὰ τὸ νι­ώ­σω!

       Αὐ­τὸς γεύ­τη­κε τὰ μι­κρὰ μυ­στι­κὰ τῆς τέ­χνης καὶ τῆς ἀ­γά­πης κι ἐ­γὼ ἀ­πέ­κτη­σα κά­τι, ποὺ ἔ­χον­τας πά­ρει ἀ­πό­φα­ση πὼς κα­νεὶς δὲν θὰ ζη­τοῦ­σε, εἶ­χα πέ­σει σὲ ἀ­πό­γνω­ση.

       Δὲν μοῦ ζή­τη­σε πο­τὲ ξα­νὰ τί­πο­τα, πά­ρεξ ἐ­κεῖ­νο τὸ πρῶ­το φι­λί, ποὺ εἶ­χε ἀ­κού­σει πὼς θὰ τοῦ χά­ρι­ζε τὸ τα­λέν­το, ποὺ τοῦ χρω­στοῦ­σε ἡ μοί­ρα.

 

       Μό­νο κά­θε δεύ­τε­ρη μέ­ρα τοῦ ἀλ­λά­ζω τώ­ρα νε­ρὸ μὴ χά­σει τὸ χρῶ­μα του. Καὶ ποῦ καὶ ποῦ τοῦ ρί­χνω μιὰ μύ­γα μὴν πέ­σει σὲ ἀ­χρη­στί­α ἡ πο­λύ­τι­μη γλώσ­σα του.

 

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἄννα Ἀφε­ντου­λί­δου (Θεσ­σαλο­νί­κη). Σπού­δα­σε Με­σαιω­νικὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νικὴ Λο­γο­τε­χνί­α, μὲ εἰδί­κευ­ση στὴ Γε­νικὴ Συ­γκρι­τικὴ Γραμ­μα­το­λο­γί­α, στὸ ΑΠΘ. Ἔχει πα­ρα­κο­λου­θή­σει Σε­μι­νά­ρια Δη­μι­ου­ρ­γικὴς Γραφῆς στὸ Ἐθνικὸ Κέ­ντρο Βι­βλί­ου καὶ στὴ Δη­μο­τικὴ Βι­βλι­ο­θή­κη Πρέ­βε­ζας. Ἔχει ἐκδώ­σει μιὰ ποι­η­τικὴ συλ­λογὴ μὲ τί­τλο Ἐλλεῖπον Ση­μεῖο (ἐκδ. Παν­δώ­ρα, Ἀ­θή­να, 2010).