Μιχαὴλ Βέσιμ (Михаил Вешим): Ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ


besimmichail-iepochitoutherismou-eikona-01


Μι­χα­ὴλ Βέ­σιμ (Михаил Вешим)


Ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ θε­ρι­σμοῦ

(По жътва)

[2004]


[Ὁ ἀ­να­γνώ­στης τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας θὰ κα­τα­νο­ή­σει κα­λύ­τε­ρα τὸ μπον­ζά­ι ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ, ἂν δι­α­βά­σει προ­η­γου­μέ­νως τὸ πα­σί­γνω­στο στὴν Βουλ­γα­ρί­α ὁ­μώ­νυ­μο πε­ζὸ (1904) τοῦ Ἐ­λὶν Πε­λὶν ποὺ δη­μο­σι­εύ­σα­με χθές. Γραμ­μέ­νο ἑ­κα­τὸ χρό­νια με­τὰ (2004) ἀ­πὸ τὸ πε­ζὸ τοῦ δι­ά­ση­μου συμ­πα­τρι­ώ­τη του, καὶ πά­νω στὸ χνά­ρι του, «Ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ θε­ρι­σμοῦ» τοῦ Μι­χα­ὴλ Βέ­σιμ ἔρ­χε­ται νὰ σα­τυ­ρί­σει τὰ ἤ­θη μιᾶς με­ρί­δας τῆς νε­ο­λαί­ας, δι­α­βρω­μέ­νης ἀ­πὸ τὴν μου­σι­κὴ ὑ­πο­κου­λτού­ρα τῆς Δύ­σης καὶ τὰ ναρ­κω­τι­κά, στὴν με­τα“κομ­μου­νι­στι­κὴ” κα­πι­τα­λι­στι­κὴ πιὰ Βουλ­γα­ρί­α. Σ.Τ.Ε.]


d-delta-somataΥΝΑΤΟ ΘΕΡΙΣΜΑ πέ­φτει μέ­σα στὰ κλὰμπ τοῦ φαρ­δύ­καμ­που τῆς Σό­φιας. Ἀ­πὸ ἄ­κρη σὲ ἄ­κρη, μέ­χρι ποὺ φτά­νει τὸ μά­τι ἀν­θρώ­που, κου­νι­οῦν­ται χρυ­σὰ στά­χια κά­να­βης καὶ κου­ρα­σμέ­νοι ἐρ­γά­τες δι­α­κρί­νον­ται ἐ­κεῖ στὰ ἄ­γρια χα­ρά­μα­τα. Ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες ἕ­να φο­βε­ρὸ καύ­σω­να στὸ sound. Τὰ φω­τει­νὰ ἐ­φὲ λάμ­πουν ἄ­γρια καὶ ἀ­νε­λέ­η­τα, ἀλ­λὰ οἱ καυ­τές τους ἀ­κτί­νες δὲν δι­ώ­χνουν ἀ­πὸ τὰ χω­ρά­φια τοῦ κλὰμπ τοὺς ἐρ­γα­τι­κοὺς νέ­ους. Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­κού­ρα­στα θε­ρί­ζουν ἐ­κεῖ καὶ συγ­κεν­τρώ­νουν χρυ­σὰ δε­μά­τια ἰν­δι­κῆς κά­να­βης. Ἱ­δρώ­τας τρέ­χει ἀ­πὸ τὰ μέ­τω­πά τους, ἡ ψυ­χὴ μέ­νει χω­ρὶς δύ­να­μη, μὰ δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­παυ­λα. Πε­ρι­μέ­νει ἡ ὥ­ρι­μη κά­να­βη.

       Καὶ νά σ’ αὐ­τὴν τὴν σκλη­ρὴ ἐ­πο­χή, κά­τω ἀ­πὸ τὴν καυ­τὴ κό­λα­ση τῶν προ­βο­λέ­ων ἠ­χοῦν οἱ ρυθ­μοὶ τοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος «Με­τρό­πο­λη» καὶ ρέ­ουν σὲ techno-κύ­μα­τα μέ­χρι τὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν προ­σευ­χὴ εὐ­χα­ρι­στί­ας. Ση­κώ­νον­ται κά­που ἀ­πὸ τὴν γω­νί­α δυ­να­τοὶ κρό­τοι καὶ ντε­σιμ­πὲλ καὶ δυ­να­μω­μέ­νο μέ­σα ἀ­πὸ χι­λιά­δες βάτ, ὑ­ψώ­νε­ται ἕ­να τρα­γού­δι νέ­ο, ἀ­νέ­με­λο, φαρ­δὺ-πλα­τὺ σὰν τὸν κάμ­πο, ἱ­ε­ρὸ σὰν τὸν ἔ­ρω­τα.

       Ὁ Ντὶ Τζέ­ι Νι­κό­λα Ἔ­ϊ ἀ­φή­νει τὸ βα­ρὺ δε­μά­τι κά­να­βης καὶ γιὰ κάμ­πο­ση ὥ­ρα ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν θέ­ση του. Ὕ­στε­ρα χα­μο­γε­λα­στὸς πα­ρα­τη­ρεῖ τὴν γριά του μη­τέ­ρα καὶ τὴν μι­κρή του ἀ­δελ­φού­λα νὰ κου­νι­οῦν­ται μό­νες στὴν πί­στα. Ἡ ἀ­δελ­φή του κα­τα­πί­νει ἕ­να χά­πι ἔκ­στα­ση καὶ χα­ρού­με­να τὸν πει­ρά­ζει:

       «Ἀ­δελ­φέ, μέ­σα ἀ­π’ αὐ­τὲς ἐ­δῶ τὶς τε­χνο­λο­γί­ες, δὲν μπο­ρεῖς ν’ ἀ­να­γνω­ρί­σεις τὴν φω­νὴ τῆς Πέν­κα!»

       «Τὴν πιά­νω, ἀλ­λὰ ἀ­δύ­να­τη… Ὅ­ταν μι­ξα­ρι­στεῖ στὸν ὑ­πο­λο­γι­στὴ καὶ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἠ­χεῖα­, ἡ vocal χά­νε­ται!», ἀ­παν­τᾶ ὁ Ντὶ Τζέ­ι Νι­κό­λα Ἔ­ϊ, καὶ συμ­πλη­ρώ­νει:

       «Μη­τέ­ρα, γιὰ κά­τσε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖς καὶ νὰ τοὺς ἀ­κού­σεις! Ἂν πιά­σεις τὴν vocal τῆς Πέν­κα μέ­σα σ’ αὐ­τὸ τὸ πα­τιρ­ντί, νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι πράγ­μα­τι θὰ γί­νει νύ­φη σου!»

       Ση­κώ­νε­ται ὄρ­θια ἡ γριά του μη­τέ­ρα, πί­νει τὸ λε­ξο­τα­νίλ της, τοῦ χα­μο­γε­λᾶ μὲ ἀ­γά­πη, κα­θὼς κου­νι­έ­ται στοὺς ξέ­φρε­νους ρυθ­μοὺς τῆς μου­σι­κῆς:

       «Ἂν ἐ­σὺ δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζεις τὴν φω­νή της, ἐ­γὼ θὰ τὴν κα­τα­λά­βω;»

       «Ἂν τραγουδοῦσε μό­νη της, πέ­ρα ἀ­πὸ θά­λασ­σες, θὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζα. Ἀλ­λὰ μὲ τὸ “Με­τρό­πο­λη”… ἀ­κό­μη κι ἕ­νας ἔμ­πει­ρος Ντὶ Τζέ­ι σὰν κι ἐ­μέ­να δυ­σκο­λεύ­ε­ται.»

       Ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο σε­πα­ρὲ ἄ­ξαφ­να κα­τα­φτά­νει ἕ­να “φτι­αγ­μέ­νο” ξυ­πό­λυ­το πι­τσι­ρί­κι καὶ φο­βι­σμέ­νο ἀ­να­κοι­νώ­νει, ὅ­τι ἡ Πέν­κα ἔ­χει λι­πο­θυ­μή­σει ἀ­πὸ ὑ­περ­βο­λι­κὴ δό­ση.

       Ἡ ἄ­σχη­μη εἴ­δη­ση με­τα­δό­θη­κε στό­μα μὲ στό­μα σ’ ὅ­λο τὸν κάμ­πο τοῦ κλάμπ. Ἔ­τρε­ξε ὁ Ντὶ Τζέ­ι Νι­κό­λα Ἔϊ τρε­λα­μέ­νος, σὲ ἀ­πόγνω­ση, μέ­ρια­ζε τὸν κό­σμο καὶ ἔ­πε­σε δί­πλα ἀ­πὸ τὸ ἄ­ψυ­χο σῶ­μα τῆς κο­πέ­λας.

       «Πέν­κα, χα­ρά μου, techno-χα­ρά μου, τρα­γού­δι μου techno!», πνί­γε­ται ἡ φω­νή του μέ­σα σὲ λυγ­μούς, ἐ­πί­σης σὲ στὺλ techno.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο βρά­δυ τὰ φῶ­τα συ­νέ­χι­σαν νὰ καῖ­νε ἀ­νε­λέ­η­τα καὶ τὰ ὄρ­γα­να τοῦ «Με­τρό­πο­λη» κρο­τοῦ­σαν ξα­νὰ μέ­χρι τὸν Θε­ό. Ἀλ­λὰ μέ­σα στὰ χω­ρά­φια τοῦ κλάμπ, γε­μά­τα κά­να­βη, δὲν ὑ­πῆρ­χαν ἐρ­γά­τες. Τὰ στά­χια καί­γον­ταν καὶ ἔ­πε­φταν μο­να­χι­κά.

       Ὁ κάμ­πος μὲ τὴν ἰν­δι­κὴ κά­να­βη γι­όρ­τα­ζε βα­ριὰ γι­ορ­τή.

       Κή­δευ­αν τὴν Πέν­κα, τὸ μα­νε­κέν.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἱ­στο­σε­λί­δα http://www.litclub.bg/library/nbpr/veshim/po_zhutva.html.

mihail-veshim-02

Μι­χα­ὴλ Βέ­σιμ (Михаил Вешим) (ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Μιχαὴλ Γκε­όρ­γκι­εφ Μί­σεβ [Ми­ха­ил Ге­ор­ги­ев Ми­шев]) (Σό­φια Βουλ­γα­ρί­ας, 1960). Βούλ­γα­ρος συγ­γρα­φέ­ας, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος, γιὸς τοῦ συγ­γρα­φέα Γκε­όρ­γκι Μί­σεβ. Σπού­δα­σε Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἀρ­χι­συν­τά­κτης τῆς σα­τι­ρι­κῆς ἐ­φη­με­ρί­δας Στάρ­σελ. Ὁ Μι­χα­ὴλ Βέ­σιμ συμ­με­τέ­χει μὲ δι­κά του χι­ου­μο­ρι­στι­κὰ δι­η­γή­μα­τα στὴν Ἀν­θο­λο­γί­α ἀ­πὸ τὸ παγ­κό­σμιο χι­οῦ­μορ, δί­πλα στὸν Μὰρκ Του­έ­ιν καὶ τὸν Γούν­τι Ἄλ­λεν. Τὸ βι­βλί­ο του Ὁ Ἄγ­γλος γεί­το­νας γνω­ρί­ζει με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α. Ἀ­να­μέ­νε­ται ἡ ἔκ­δο­σή του καὶ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, σὲ με­τά­φρα­ση τῆς Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκι­ό­λα.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκιόλα (Ντού­πνι­τσα, Βουλ­γα­ρί­α, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κά, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το ξέ­νων γλωσ­σῶν τῆς Σό­φιας καὶ ζεῖ στὴν Ἑλ­λά­δα. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑ­νὸς κο­ρι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντουμ­πά­ρο­βα. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἔχει μεταφράσει πεζὰ τοῦ Νικόλα Ράντεφ καὶ τοῦ Βέσελ Τσάνκοφ.

Εἰ­κό­να: φω­το­γρα­φί­α τοῦ Μι­χα­ὴλ Βέ­σιμ – εἰ­ρω­νι­κή, γιὰ μᾶς, τοῦ ‘με­γα­λο­ϊ­δε­α­τι­σμοῦ’ τοῦ Τύ­που ὡς τέ­ταρ­της ἐ­ξου­σί­ας.


 

Ἐλὶν Πελίν (Елин Пелин): Ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ


pelinelin-iepochitoutherismou-eikona-03


Ἐ­λὶν Πε­λίν (Елин Пелин)

Ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ θε­ρι­σμοῦ

(По жътва)

[1904]


03-SigmaΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ του ἔ­χει φτά­σει ὁ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὸς θε­ρι­σμὸς τῶν σι­τη­ρῶν στὸν φαρ­δύ­καμ­πο τῆς Σό­φιας. Ἀ­πὸ ἄ­κρη σὲ ἄ­κρη, μέ­χρι ποὺ φτά­νει τὸ μά­τι ἀν­θρώ­που, κυ­μα­τί­ζουν χρυ­σὰ στα­ρέ­νια στά­χια καὶ ἀ­πο­κα­μω­μέ­νοι ἐρ­γά­τες φαί­νον­ται ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὰ ἄ­γρια χα­ρά­μα­τα. Ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες ἕ­ναν φο­βε­ρὸ καύ­σω­να. Ἕ­νας γα­λά­ζιος οὐ­ρα­νὸς ἔ­χει συρ­ρι­κνω­θεῖ πά­νω ἀ­πὸ τὴν γῆ καὶ ρί­χνει φω­τιὰ καὶ λαύ­ρα. Πά­νω ἀ­πὸ τὸν κάμ­πο τρέ­μει μιὰ ὁ­μί­χλη, σκέ­τη κό­λα­ση. Ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να δά­ση κου­ρα­σμέ­να μπλα­βί­ζουν, σὰν νὰ πε­ρι­μέ­νουν πό­τε ὁ κάμ­πος θὰ φουν­τώ­σει στὶς φλό­γες. Τὰ που­λιὰ ἔ­χουν ἀ­πο­δρά­σει μα­κριά, πέ­ρα στὰ ἀ­νή­λια­στα λαγ­κά­δια καὶ οὔ­τε οἱ φω­νές τους ἀ­κού­γον­ται. Μο­νά­χα κά­που-κά­που ἄ­κου­γε­ται τὸ γουρ­γού­ρι­σμα ἀ­γρι­ο­πε­ρί­στε­ρου στὰ φύλ­λα δρο­σε­ρῆς ἀ­γρι­α­χλα­διᾶς. Ἡ ζέ­στη δυ­σβά­στα­κτη καὶ ἀ­πο­πνι­κτι­κή.

       Πά­νω στὸν οὐ­ρά­νιο θό­λο ὁ ἥ­λιος ἔ­χει στα­μα­τή­σει φλε­γό­με­νος καὶ ἀ­νε­λέ­η­τος, ἀλ­λὰ οἱ καυ­τές του ἀ­κτί­νες δὲν πτο­οῦν τοὺς ἐρ­γα­τι­κοὺς χω­ρι­κούς. Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­κού­ρα­στα θε­ρί­ζουν καὶ συγ­κεν­τρώ­νουν τὰ χρυ­σὰ δε­μά­τια. Ἱ­δρώ­τας τρέ­χει ἀ­πὸ τὰ κού­τε­λά τους, ἡ ψυ­χὴ μέ­νει χω­ρὶς δύ­να­μη, μὰ δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­παυ­λα. Τὸ ὥ­ρι­μο σι­τά­ρι δὲν πε­ρι­μέ­νει.

       Φέ­τος ὁ Κύ­ριος εὐ­λό­γη­σε τὰ χω­ρά­φια καὶ δὲν ἔ­στει­λε οὔ­τε χα­λά­ζια, οὔ­τε ἀ­κρί­δες στοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, βα­σα­νι­σμέ­νους χω­ρι­κούς. Τοὺς ἔ­δω­σε εὐ­ερ­γε­τι­κὲς βρο­χὲς τὸν Μά­ϊ­ο καὶ δὲν θέ­λη­σε νὰ τοὺς στε­ρή­σει τὴν ὀ­νει­ρε­μέ­νη ἐλ­πί­δα γιὰ πλού­σια σο­δειά. Τί λό­για ἁ­γνά, τί προ­σευ­χὲς ἀ­πο­σπά­στη­καν ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­μέ­νες ψυ­χὲς τῶν χω­ρι­κῶν:

       «Ὁ Κύ­ριος μᾶς βο­η­θά­ει! Ἂς δου­λέ­ψου­με, ἂς δου­λέ­ψου­με!»

       Καὶ νά, σ’ αὐ­τὴν τὴν σκλη­ρὴ ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου καὶ κά­τω ἀ­πὸ τὴν καυ­τὴ κό­λα­ση τοῦ ἥ­λιου, πά­νω ἀ­πὸ τὸν φαρ­δύ­καμ­πο ἠ­χοῦν τρα­γού­δια καὶ ρέ­ουν πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν προ­σευ­χὴ εὐ­χα­ρι­στί­ας. Φω­νὲς κο­ρι­τσι­ῶν ὑ­ψώ­νουν ἕ­να τρα­γού­δι νέ­ο, ἀ­νέ­με­λο, φαρ­δὺ-πλα­τὺ σὰν τὸν κάμ­πο, ἱ­ε­ρὸ σὰν τὸν ἔ­ρω­τα.

       Ὁ λε­βέν­της Νι­κό­λας συ­χνὰ-πυ­κνὰ ἀ­φή­νει κά­τω το βα­ρὺ δε­μά­τι καὶ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται. Ὕ­στε­ρα χα­μο­γε­λα­στὸς πα­ρα­τη­ρεῖ τὴν γριά του μη­τέ­ρα καὶ τὴν μι­κρή του ἀ­δελ­φού­λα πῶς θε­ρί­ζουν τὰ στά­χια μό­νες. Ἡ ἀ­δελ­φή του γυ­ρί­ζει πρὸς τὴν με­ριά του καὶ πο­νη­ρὰ τὸν πει­ρά­ζει:

       «Ἀ­δελ­φέ, δὲν μπο­ρεῖς ν’ ἀ­να­γνω­ρί­σεις τὴν φω­νὴ τῆς Πέν­κα!»

       Καὶ τὸ ἡ­λι­ο­κα­μέ­νο της προ­σω­πά­κι λάμ­πει ἀ­πὸ τὸ χα­μό­γε­λο.

       «Τὴν πιά­νω, ἀλ­λὰ ἀ­δύ­να­μη… ἀ­να­μι­γνύ­ε­ται μὲ τὶς ἄλ­λες καὶ χά­νε­ται!», ἀ­παν­τᾶ ὁ Νι­κό­λας καὶ συμ­πλη­ρώ­νει:

       «Μη­τέ­ρα, γιὰ κά­τσε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖς καὶ νὰ τὶς ἀ­κού­σεις! Ἂν πιά­σεις τὴν φω­νὴ τῆς Πέν­κα, νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι πράγ­μα­τι θὰ γί­νει νύ­φη σου!»

       Ἰσιώνει τὴν πλά­τη ἡ γριά του μη­τέ­ρα, τοῦ χα­μο­γε­λά­ει μὲ ἀ­γά­πη καὶ σκύ­βον­τας μὲ τὸ δρε­πά­νι, τοῦ λέ­ει:

       «Ἂν ἐ­σὺ δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζεις τὴν φω­νή της, ἐ­γὼ θὰ τὴν κα­τα­λά­βω;»

       «Ἂν τρα­γου­δοῦσε μό­νη της, πέ­ρα ἀ­πὸ θά­λασ­σες, θὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζα!»

       Ἄ­ξαφ­να τὸ τρα­γού­δι τῶν κο­ρι­τσι­ῶν σώ­πα­σε καὶ ὁ κάμ­πος ἡ­σύ­χα­σε. Καὶ νά, ἀ­πὸ κά­που μα­κριὰ ὑ­ψώ­θη­κε μιὰ μο­να­χι­κὴ φω­νή, ψη­λὴ καὶ κου­δου­νι­στή. Στὴν ἀρ­χὴ τρε­μά­με­νη καὶ ἀ­νά­λα­φρη, ἀλ­λὰ σι­γὰ-σι­γὰ δυ­νά­μω­σε καὶ ἁ­πλώ­θη­κε δρι­μύ­τε­ρη πά­νω ἀ­πὸ τὸν κάμ­πο. Ὁ Νι­κό­λας ἀ­μό­λη­σε τὸ δε­μά­τι καὶ χτύ­πη­σε τὶς πα­λά­μες του.

       «Ὁ­ρί­στε, εἶ­ναι ἐ­κεί­νη!»

       Κι ἔ­μει­νε νὰ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται.

       Τὸ τρα­γού­δι πλάταινε, νέ­ο καὶ ἀ­νέ­με­λο, κα­θα­ρὸ σὰν πη­γή, γε­μά­το ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ ἐλ­πί­δα. Ἐ­κεῖ­νο ἔ­φτια­χνε μπου­κέ­τα ἀ­πὸ γλυ­κό­λο­γα καὶ τὰ ἔ­στελ­νε μὲ ἀ­γά­πη σὲ κά­ποι­ον κά­που. Τὴν μιὰ τα­ραγ­μέ­να χα­νό­ταν, τὴν ἄλ­λη ὑ­ψω­νό­ταν θαρ­ρα­λέ­α, σὰν νὰ πά­λευ­ε μὲ κά­ποι­ο με­γά­λο κα­η­μό, μὲ κά­ποι­α μο­χθη­ρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α, μὰ ὕ­στε­ρα νι­κη­φό­ρα ἀ­πο­κο­ρυ­φω­νό­ταν, ρέ­ον­τας ὁρ­μη­τι­κὰ καὶ ὑ­πε­ρή­φα­να.

       Δὲν κρα­τή­θη­κε ὁ Νι­κό­λας, στά­θη­κε στὴν μέ­ση του χω­ρα­φιοῦ καὶ ἀ­να­φώ­νη­σε:

       «Ἔ­ε­ε-ἔ­εχ!»

       Ἠ­χη­ρά, ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­τι­κὰ γέ­λια τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν ἀ­πὸ τὰ κον­τι­νὰ χω­ρά­φια.

       Τὰ χρυ­σὰ στά­χια τα­ρά­χτη­καν ἐ­λα­φριὰ καὶ σι­γο­ψι­θύ­ρι­σαν χα­ρού­με­να.

       Τὸν ἄ­κου­σε ἡ Πέν­κα ἀ­πὸ μα­κριὰ ποὺ ἦ­ταν καὶ τοῦ ἔ­στει­λε ἕ­να τρα­γού­δι ἐ­ρω­τι­κό, ὅ­λο νο­ή­μα­τα.

       Πά­νω ἀ­πὸ τὸν φαρ­δύ­καμ­πο, λὲς καὶ μ’ ἕ­ναν σταυ­ρὸ στὸ χέ­ρι, ἄ­νοι­ξε τὰ φτε­ρά της ἡ ἐλ­πί­δα, ἀ­κο­λου­θού­με­νη ἀ­πὸ τὴν χα­ρά.

       Πῆ­ραν τὰ πά­νω τους οἱ κου­ρα­σμέ­νες ψυ­χὲς καὶ ὁ κάμ­πος σεί­σθη­κε ἀ­πὸ τρα­γού­δια καὶ γέ­λια.

       Ἀλ­λὰ ἄ­ξαφ­να, ἀ­πὸ ἕ­να μα­κρι­νὸ χω­ρά­φι κα­τέ­φτα­σε ἕ­να ξυ­πό­λυ­το πι­τσι­ρί­κι καὶ φο­βι­σμέ­νο ἀ­να­κοί­νω­σε, ὅ­τι ἡ Πέν­κα εἶχε λι­πο­θυ­μή­σει.

       Ἡ ἄ­σχη­μη αὐ­τὴ εἴ­δη­ση με­τα­δό­θη­κε στό­μα μὲ στό­μα σ’ ὅ­λο τὸν κάμ­πο.

       «Ἡ Πέν­κα κα­τέρ­ρευ­σε ἀ­πὸ τὴν ζέ­στη!»

       «Θε­ὲ καὶ Κύ­ρι­ε!»

       «Καὶ ἄλ­λο θύ­μα!»

       Οὔ­τε θε­ο­μη­νί­α δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χτυ­πή­σει τό­σο βα­ριὰ τὶς ψυ­χὲς τῶν χω­ρι­κῶν.

       Πέ­τα­ξαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὰ κο­φτε­ρὰ δρε­πά­νια καὶ κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἀ­πὸ τρό­μο καὶ θλί­ψη, ἔ­τρε­χαν πρὸς τὸ χω­ρά­φι τῆς Πέν­κα.

       «Ἂς εἶ­ναι ψέ­μα, Κύ­ρι­ε!»

       Καὶ γυ­ναῖ­κες, καὶ κο­ρί­τσια, καὶ ἄν­δρες, καὶ μη­τέ­ρες συγ­κεν­τρώ­θη­καν ἔν­τρο­μοι στὸ χω­ρά­φι της.

       Δί­πλα σ΄ ἕ­να χρυ­σα­φέ­νιο δε­μά­τι εἶ­χε πέ­σει ἀ­νά­σκε­λα, σὰν πυ­ρο­βο­λη­μέ­νη, ἡ Πέν­κα – τὸ κα­μά­ρι τοῦ χω­ριοῦ. Τὸ λευ­κό της μαν­τί­λι σκέ­πα­ζε τὰ μά­τια της, γιὰ νὰ σκιά­σει τὸ ὡ­ραῖ­ο της πρό­σω­πο. Τὰ πυ­κνά της μα­τό­κλα­δα – κλει­σμέ­να γιὰ πάν­τα. Ἀ­πὸ τὰ μι­σά­νοι­χτά της χεί­λη εἶ­χε τρέ­ξει μιὰ ἄ­λι­κη στά­λα αἵ­μα­τος, χρω­μα­τί­ζον­τας τὸν λευ­κό της λαι­μό. Τὸ ἕ­να της χέ­ρι ἀ­κό­μη κρα­τοῦ­σε τὸ κο­φτε­ρὸ δρε­πά­νι, ἐ­νῶ στὸ ἄλ­λο βα­στοῦ­σε τὰ κομ­μέ­να στά­χια.

       Τὸ κο­ρί­τσι εἶ­χε πά­θει θερ­μο­πλη­ξί­α.

       Ἔ­τρε­ξε ὁ Νι­κό­λας τρε­λα­μέ­νος, σὲ ἀπόγνωση, μέ­ρια­ζε τὸν κό­σμο κι ἔ­πε­σε δί­πλα ἀ­πὸ τὸ ἄ­ψυ­χο σῶ­μα τῆς κο­πέ­λας.

       «Πέν­κα, χα­ρά μου, Πέν­κα, τρα­γού­δι μου!», πνί­γη­κε ἡ φω­νή του μέ­σα σὲ λυγ­μούς.

       Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα ὁ ἥ­λιος καὶ πά­λι ἔ­και­γε ἀ­νε­λέ­η­τα, ἀλ­λὰ στὰ χω­ρά­φια δὲν ὑ­πῆρ­χαν ἐρ­γά­τες. Τὰ στά­χια καί­γον­ταν κι ἔ­πε­φταν μο­να­χι­κά.

       Ὁ κάμ­πος γι­όρ­τα­ζε βα­ριὰ γι­ορ­τή.

       Κή­δευ­αν τὴν Πέν­κα.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἱ­στό­το­πος: Виртуална библиотека за българска литература – Словото (Βουλ­γα­ρι­κὴ εἰ­κο­νι­κὴ βι­βλι­ο­θή­κη «Σλό­βο­το»:

http://www.slovo.bg/showbio.php3?ID=85)

καὶ

https://chitanka.info/text/5293  .

pelin_elin

­λὶν Πε­λίν (Елин Пелин) (ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Ντη­μή­ταρ Ἰ­βά­νωφ Στο­γιά­νωφ [Димитър Иванов Стоянов]) (Μπάϊλοβο, 1877 – Σόφια, 1949). Βούλ­γα­ρος συγ­γρα­φέ­ας, “ζω­γρά­φος” καὶ ὑ­μνη­τὴς τοῦ βουλ­γα­ρι­κοῦ χω­ριοῦ, κο­σμα­γά­πη­τος δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, μὲ πη­γὴ ἔμ­πνευ­σης τὴ ζω­ὴ τῶν συγ­χω­ρια­νῶν του ἀ­πὸ τὸ Μπά­ϊ­λο­βο τῆς Βουλ­γα­ρί­ας. Ἀ­πὸ τὰ ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἔρ­γα τοῦ συγ­γρα­φέ­α εἶ­ναι τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Γῆ καὶ γε­νιὰ τῶν Γε­ρα­κά­δων. Ἔρ­γα τοῦ Ἐ­λὶν Πε­λὶν εἶ­ναι με­τα­φρα­σμέ­να σὲ 40 ξέ­νες γλῶσ­σες.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα (Ντού­πνι­τσα, Βουλ­γα­ρί­α, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κά, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το ξέ­νων γλωσ­σῶν τῆς Σό­φιας καὶ ζεῖ στὴν Ἑλ­λά­δα. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑ­νὸς κο­ρι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντουμ­πά­ρο­βα. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἔχει μεταφράσει πεζὰ τοῦ Νικόλα Ράντεφ καὶ τοῦ Βέσελ Τσάνκοφ.


Νικόλα Ράντεφ (Никола Радев): Μεγάλο ψυγεῖο

 

 

Νικόλα Ράντεφ (Никола Радев)

 

Μεγάλο ψυγεῖο

(Голям хладилник)

 

ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς τους ἀ­πὸ τὸ Ἐλ­σίν­κι, ὁ τσούκ­τσα(1) καὶ ἡ γυ­ναί­κα του ἔ­χουν ἀ­ρά­ξει στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο «Ρω­σί­α», μό­νο δυ­ὸ βή­μα­τα ἀ­πὸ τὸ Κεν­τρι­κὸ Κρα­τι­κὸ Πο­λυ­κα­τά­στη­μα, τὸ πρώ­ην ἀ­νά­κτο­ρο ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὸ Κρεμ­λί­νο.

       Ἔ­χον­τας γευ­θεῖ τὶς ἀ­νέ­σεις τῆς Εὐ­ρώ­πης, τὸ ζευ­γά­ρι ἀ­πὸ τὴν Τσου­κότ­κα ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ συν­δυά­σει τὸ τερ­πνὸν με­τὰ τοῦ ὠ­φε­λί­μου. Τὸ πο­λυ­κα­τά­στη­μα βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴ μύ­τη τους καὶ οἱ δυ­ό τους ξε­κι­νᾶ­νε νὰ ἀ­γο­ρά­σουν ἕ­να ψυ­γεῖ­ο, ποὺ θὰ τὸ πά­ρουν μα­ζί τους, γιὰ νὰ τὸ πᾶ­νε στὴν τούν­δρα, ἀ­φοῦ πρῶ­τα το ἀ­νε­βά­σουν σὲ ἀ­ε­ρο­πλά­νο, τρέ­νο, σχε­δί­α καὶ ἕλ­κη­θρο.

       Πέ­ρα-δῶ­θε στοὺς δι­α­δρό­μους, πά­νω-κά­τω στοὺς ὀ­ρό­φους, γύ­ρω-γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ σιν­τρι­βά­νια μὲ τοὺς μι­κροὺς μαρ­μά­ρι­νους Ἔ­ρω­τες, ἐ­πι­τέ­λους τὸ ζευ­γά­ρι φτά­νει στὰ ψυ­γεῖ­α. Ἀ­πὸ τὰ μι­κρὰ «Μο­ρόζ­κο» μέ­χρι τὰ με­γά­λα «Ζὶλ» καὶ «Νέ­βα» μὲ τοὺς δι­πλοὺς κα­τα­ψύ­κτες.

       Ὁ τσούκ­τσα τὰ κοι­τά­ζει, βά­ζει τὸ κε­φά­λι του μέ­σα στὰ ψυ­γεῖ­α, ὕ­στε­ρα χώ­νει κε­φά­λι καὶ ἡ γυ­ναί­κα του. Οἱ πω­λή­τρι­ες τοὺς τρι­γυρ­νᾶ­νε, προ­σπα­θοῦν νὰ τοὺς πιά­σουν κου­βέν­τα, ἀλ­λὰ ὁ τσούκ­τσα ξέ­ρει μο­νά­χα ἕ­να πράγ­μα:

      — «Με­γα­λύ­τε­ρο! Με­γα­λύ­τε­ρο!»

      Τὰ κο­ρί­τσια ἀ­πο­ροῦν, κα­λοῦν τὸν προ­ϊ­στά­με­νο τῆς ἀ­πο­θή­κης.

       «Πε­ρὶ τί­νος πρό­κει­ται;» – ρω­τᾶ αὐ­στη­ρὰ ὁ προ­ϊ­στά­με­νος. Ἐ­κεῖ­νος δὲν ἔ­χει δι­α­βά­σει τὸ Χάρ­τη τῶν ἀν­θρω­πί­νων δι­και­ω­μά­των, ἐ­πει­δὴ ἁ­πλού­στα­τα δὲν τὸν ἔ­χουν δη­μο­σι­εύ­σει στὴν Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση. Ἀλ­λὰ καὶ γιὰ ποι­ὰ δι­και­ώ­μα­τα θὰ τοῦ μι­λά­ει αὐ­τὸς ἐ­δῶ, ὁ χα­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν Τσου­κότ­κα, ὅ­ταν ἤ­δη ἐ­πὶ δύο ὧ­ρες τοὺς φαρ­μα­κώ­νει τὴν ζω­ὴ μὲ τὰ λό­για «με­γα­λύ­τε­ρο καὶ με­γα­λύ­τε­ρο!»

       Δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρο! Ὁ προ­ϊ­στά­με­νος κα­τευ­θεῖ­αν πο­δο­πα­τά­ει τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που:

       «Ρέ, ἐ­σὺ ζεῖς στὴν ἄ­κρη τοῦ κό­σμου, μέ­σα στὴν τούν­δρα. Τί στὸ κα­λὸ τὸ θέ­λεις τὸ ψυ­γεῖ­ο;»

       «Ἄ-α-α…» —κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι ὁ τσούκ­τσα—. «Οἱ θερ­μο­κρα­σί­ες ἔ­ξω εἶ­ναι μεῖ­ον 70, μέ­σα στὴν σκη­νὴ μεῖ­ον 30, καὶ στὸ ψυ­γεῖ­ο μεῖ­ον 4. Μπαί­νεις μέ­σα, ζε­σταί­νε­σαι.»

 

(1) Ὁ κά­τοικος τῆς Τσου­κότ­κα. Αὐτό­νο­μος θύ­λα­κας στὴν βο­ρειο­α­ντο­λικὴ ἐσχα­τιὰ τῆς Ρωσί­ας.

 

 

Πηγή: Ἱ­στό­το­πος: Българска виртуална библиотека «Словото» (Βουλ­γάρι­κη εἰ­κο­νι­κὴ βι­βλιο­θή­κη «Σλό­βο­το»).

 

Νι­κό­λα Ράν­τεφ (Никола Радев) (Λέφ­σκι, Βουλ­γα­ρί­α, 1940). Σπού­δα­σε στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Λο­γο­τε­χνί­ας «Μα­ξὶμ Γκόρ­κι» στὴ Μό­σχα. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε στὸ Πο­λε­μι­κὸ Ναυ­τι­κὸ καὶ ὕ­στε­ρα σὰν πρῶ­τος βο­η­θὸς κυ­βερ­νή­τη στὸ Βουλ­γά­ρι­κο στό­λο τῆς Μαύ­ρης Θά­λασ­σας. Ὑ­πῆρ­ξε ἐκ­δό­της καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔ­χει συγ­γρά­ψει δε­κα­τέσ­σ­ε­ρα βι­βλί­α, με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ρώ­σι­κα, γερ­μα­νι­κὰ καὶ οὐγ­γρι­κά. Εἶ­ναι κά­το­χός του δι­ε­θνοῦς βρα­βεί­ου λο­γο­τε­χνί­ας «Μι­χα­ὴλ Σο­λό­χωφ».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκι­ό­λα (Ντούπ­νι­τσα, Βουλ­γα­ρία, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Ξέ­νων Γλωσ­σῶν στὴν Σό­φια καὶ ζεῖ στὴν Ἑλλά­δα. Ἔχει με­τα­φρά­σει ἐπί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑνὸς κορι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντου­μπά­ρο­βα (Χα­ρα­μά­δα, 2008).

 

Βέσελ Τσανκόφ (Весел Цанков): Βλέπω φάντασμα, γλιτώνω μὲ τρομάρα

 

 

Βέσελ Τσανκόφ (Весел Цанков)

 

Βλέπω φάντασμα, γλιτώνω μὲ τρομάρα

(Виждам призрак, отървавам се с уплаха)

 

ΑΦΝΙΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ἐμ­φα­νί­στη­κε ἕ­να φάν­τα­σμα. Ἔ­τσι, στὰ κα­λὰ κα­θού­με­να. Καὶ νὰ πεῖς ὅ­τι κα­τοι­κῶ σὲ κά­ποι­ο παμ­πά­λαι­ο σπί­τι, κά­τι σὰν κά­στρο ἢ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο μο­να­στή­ρι. Ὄ­χι, μέ­νω σ’ ἕ­να ἁ­πλὸ λα­ϊ­κό, προ­κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο δι­α­μέ­ρι­σμα.

       Ἐμ­φα­νί­στη­κε ἔ­τσι ξαφ­νι­κά. Ὅ­μως, τώ­ρα ποὺ τὸ σκέ­φτο­μαι, δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου ξαφ­νι­κά, ἁ­πλῶς ἐ­γὼ δὲν εἶ­χα προ­σέ­ξει ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τί γι­νό­ταν προ­σπερ­νών­τας ἀ­δι­ά­φο­ρα τὰ φαν­τά­σμα­τα, μὴ δί­νον­τας ση­μα­σί­α στοὺς πε­ρί­ερ­γους θο­ρύ­βους, στὰ μυ­στη­ρι­ώ­δη ἴ­χνη καὶ τοὺς ἀ­να­στε­ναγ­μοὺς τὴ νύ­χτα. Καὶ ἄ­ξαφ­να, ὄ­πα! Ὅ­πως πή­γαι­να ἀ­πὸ τὸ μπά­νιο στὸ δω­μά­τιο, ἀ­πέ­ναν­τί μου πή­δη­ξε ἕ­να φάν­τα­σμα, μὲ χαι­ρέ­τη­σε νευ­ρι­κὰ καὶ ἄρ­χι­σε νὰ μὲ κοι­τᾶ στὰ μά­τια σὰν κα­λὸ παι­δὶ τὴ μα­μά του.

      Ἀ­πὸ ποῦ, ἄ­ρα­γε, μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ φάν­τα­σμα στὸν τό­πο μας; Κοί­τα, στὴν Εὐ­ρώ­πη τὰ φαν­τά­σμα­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο. Ἀρ­κεῖ μο­νά­χα νὰ θυ­μη­θοῦ­με: «Ἕ­να φάν­τα­σμα πλα­νι­έ­ται στὴν Εὐ­ρώ­πη – τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Κο­μμου­νι­σμοῦ.»

       Ἔ, πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν, πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν… βρῆ­κε ἐ­πι­τέ­λους τὴ γα­λή­νη του. Πέ­τα­ξε ἐ­κεῖ, ὅ­που τὰ φαν­τά­σμα­τα βρί­σκουν τὴν ἡ­συ­χί­α τους καὶ πι­στεύ­ω πὼς ἔ­φυ­γε μὲ ἀ­να­κού­φι­ση, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς πα­ρα­μεί­να­με ἐ­δῶ. Πῶς σ’ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες νὰ μὴν κά­νει τὴν ἐμ­φά­νι­σή του τὸ ἑ­πό­με­νο φάν­τα­σμα, ὅ­ταν ἐ­δῶ τὸ ἔ­δα­φος εἶ­ναι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νο; Ἐ­ὰν εἶ­σαι φάν­τα­σμα, ξε­κί­να καὶ ἔ­λα νὰ πε­ρι­πλα­νι­έ­σαι ἐ­δῶ, στὰ ἕ­τοι­μα!

       Τώ­ρα οἱ ὑ­λι­στὲς θὰ μοῦ ποῦ­νε: «Ἄιν­τε, φτά­νει μὲ τὶς κου­τα­μά­ρες, πῶς καὶ ἀ­πὸ τὸ τί­πο­τα θὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ κά­τι;» Καὶ θὰ σοῦ μι­λᾶ­νε πε­ρὶ ἐ­κτο­πλά­σμα­τος, πε­ρὶ δι­ά­θλα­σης τοῦ φω­τὸς καὶ τα­λαν­τώ­σε­ων τοῦ χω­ρο­χρό­νου.

       Μό­νο ποὺ οἱ ὑ­λι­στὲς πρέ­πει νὰ μεί­νουν ἥ­συ­χοι. Τὰ φαν­τά­σμα­τα στὸν τό­πο μας δὲν ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸ που­θε­νά. Γιὰ νὰ σκε­φτοῦ­με λι­γά­κι! Ὅ­λες οἱ ἀ­νεκ­πλή­ρω­τες ὑ­πο­σχέ­σεις πλα­νι­οῦν­ται ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ πε­ρι­μέ­νουν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους. Καὶ γιὰ πο­λὺ και­ρὸ ἀ­κό­μα θὰ πε­ρι­μέ­νουν, καὶ γιὰ πο­λὺ και­ρὸ ἀ­κό­μα θὰ πε­ρι­πλα­νι­οῦν­ται πρὶν βροῦν τὴ γα­λή­νη τους, ἐ­πει­δὴ ἐ­κεῖ­νες δὲν εἶ­ναι τὸ φάν­τα­σμα τοῦ λόρ­δου Ἄρ­θουρ ποὺ πρέ­πει νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ γιὰ τὴν τι­μὴ τῆς λαί­δη Τζέ­ϊν. Αὐ­τὸ εἶ­ναι παι­χνι­δά­κι μπρο­στὰ στὸ φάν­τα­σμα τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων, δο­σμέ­νων σὲ κά­ποι­ες ἀ­πὸ τὶς πο­λυ­ά­ριθ­μες προ­ε­κλο­γι­κές μας ἐκ­στρα­τεῖ­ες· δη­λα­δή, οἱ συν­τά­ξεις νὰ γί­νουν χί­λια δο­λά­ρια, οἱ μι­σθοὶ ὅ­σα γου­στά­ρου­με καὶ μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο νὰ λαμ­βά­νου­με δω­ρε­ὰν καὶ ἀ­πὸ μιὰ βαμ­βα­κε­ρὴ βρά­κα.

       Τὸ ὑ­περ­φυ­σι­κὸ στὸν τό­πο μας βρί­σκε­ται ἀ­κό­μη καὶ στοὺς ψη­λό­τε­ρους κρα­τι­κοὺς ὀ­ρό­φους. Κά­θε μιὰ και­νούρ­για κυ­βέρ­νη­ση ἀ­να­κα­λύ­πτει καὶ ἀ­πὸ ἕ­να σκε­λε­τὸ στὴν ντου­λά­πα, πα­ρα­τη­μέ­νο ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὴν προ­η­γού­με­νη. Καὶ ἀ­μέ­σως με­τὰ τε­λεῖ τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴ τε­λε­τὴ «σκέ­πα­σε μὲ στά­χτη, ρί­ξε νε­ρό», τε­λε­τή, ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει τὸ γρά­ψι­μο ἑ­νὸς λευ­κοῦ βι­βλί­ου γιὰ τὰ κα­τορ­θώ­μα­τα τῶν προ­η­γου­μέ­νων καὶ τὸ ἄ­νοιγ­μα τῆς σαμ­πά­νιας γιὰ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες τῶν νῦν.

       Καὶ ρω­τῶ: πῶς σ’ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες νὰ μὴν ἐμ­φα­νι­στεῖ φάν­τα­σμα καὶ στὸ δι­κό μου τὸ σπί­τι;

       Ἀ­μέ­σως ἀν­τέ­δρα­σα:

       «Ὤ, πνεῦ­μα» —τοῦ λέ­ω— «γύρ­να στὸ σκο­τει­νό σου βα­σί­λει­ο!»

       Καὶ τὸ πνεῦ­μα γουρ­λώ­νει τὰ μά­τια καὶ τσι­ρί­ζει:

       «Ρέ, γεί­το­να, δὲν μὲ γνώ­ρι­σες;» – καὶ μοῦ ἔ­δει­ξε κά­τι κλει­διά. — «Πάρ’ τα, τὰ εἶ­χες ξε­χά­σει ἀ­πέ­ξω, στὴν πόρ­τα.»

       Ρέ, τί μπέρ­δε­μα! Πράγ­μα­τι ἦ­ταν ὁ γεί­το­νας, ὅ­μως πῶς νὰ τὸν γνω­ρί­σει κα­νείς, ἀ­φοῦ ἀ­π’ αὐ­τὴν τὴν ἔ­ρη­μη οἰ­κο­νο­μί­α ἔ­χω σβή­σει τὰ φῶ­τα παν­τοῦ. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἴ­διος ὁ γεί­το­νας, ἀ­φοῦ ζεῖ μὲ τὴν μι­κρή του σύν­τα­ξη, ἔ­χει γί­νει πε­τσὶ καὶ κό­κα­λο, ἔ­χει γί­νει σχε­δὸν δι­ά­φα­νος…

       Ἔ, λά­θος – συ­γνώ­μη. Ἀλ­λὰ ὅ­λα τα ὑ­πό­λοι­πα, ποὺ σᾶς εἶ­πα, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια.

 

 

 

Πη­γή: Ἱ­στό­το­πος: С­т­р­а­н­и­ц­а­та на х­у­м­о­р­и­с­та В­е­с­ел Ц­а­н­к­ов. (Ἡ ἱ­στο­σε­λί­δα τοῦ χι­ου­μο­ρί­στα Βέ­σελ Τσαν­κόφ).

 

Βέ­σελ Τσαν­κόφ (В­е­с­ел Ц­а­н­к­ов) (Σό­φια, 27 Ἰ­ου­λί­ου 1963). Εἶ­ναι ρα­δι­ο­φω­νι­κὸς πα­ρα­γω­γός, σε­να­ρι­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας θε­α­τρι­κῶν ἔρ­γων, φαν­τα­στι­κῶν καὶ χι­ου­μο­ρι­στι­κῶν δι­η­γη­μά­των. Τὸ 2005 ἐκ­δό­θη­κε τὸ πρῶ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, τὸ «Εἰ­κο­νο­κύτ­τα­ρο».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκι­ό­λα (Ντούπ­νι­τσα, Βουλ­γα­ρία, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Ξέ­νων Γλωσ­σῶν στὴν Σό­φια καὶ ζεῖ στὴν Ἑλλά­δα. Ἔχει με­τα­φρά­σει ἐπί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑνὸς κορι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντου­μπά­ρο­βα (Χα­ρα­μά­δα, 2008).

 

Εἰκόνα: Ὁ συγγραφέας Βέσελ Τσανκόφ.

 

Νικόλα Ράντεφ (Никола Радев): Σύζυγος καὶ ἐρωμένη

Νι­κό­λα Ράν­τεφ (Никола Радев)

 

Σύ­ζυ­γος καὶ ἐ­ρω­μέ­νη

(Съпруга и любовница)

 

ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΟΜΙΜΗ ΣΥΖΥΓΟΣ ΜΟΥ καὶ ἡ λο­γο­τε­χνί­α ἡ ἐ­ρω­μέ­νη μου», λέ­ει ὁ Τσέ­χωφ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Κι ἔ­τσι ὅ­πως συμ­βαί­νει καὶ στὴ ζω­ή, οἱ ἔν­τι­μοι ἄν­δρες φέ­ρον­ται στὴ σύ­ζυ­γο μὲ σε­βα­σμό, ἐ­νῶ μὲ τὴν ἐ­ρω­μέ­νη ζοῦν.

       Ἡ ζω­ὴ του πο­τὲ δὲν ὑ­πῆρ­ξε εὔ­κο­λη. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος συ­νέ­χεια νὰ βγά­ζει χρή­μα­τα. Βρέ­ξει, χι­ο­νί­σει – σ’ ἐ­κεῖ­νον πρέ­πει νὰ στά­ξει. Ἀ­πὸ τὰ βι­βλί­α του ζοῦν οἱ γο­νεῖς του καὶ τὰ τέσ­σε­ρα ἀ­δέλ­φια του. Σ’ ἕ­να γράμ­μα πρὸς τὸ φί­λο καὶ ἐκ­δό­τη του, τὸν Ἀ­λε­ξέ­ι Σου­βό­ριν, ὁ Τσέ­χωφ γρά­φει: «Τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι πιὸ βα­ρε­τὸ καὶ ἀν­τι­ποι­η­τι­κό, νὰ τὸ ποῦ­με ἔ­τσι, ἀ­πὸ τὴν πε­ζὴ κα­θη­με­ρι­νὴ μά­χη γιὰ τὴν ἐ­πι­βί­ω­ση, ἡ ὁ­ποί­α μᾶς στε­ρεῖ τὴ χα­ρὰ τῆς ζω­ῆς καὶ φέρ­νει τὴν ἀ­πά­θεια.»

       Ἐ­κεῖ­νος δὲν ἐ­πι­τρέ­πει στὸν ἑ­αυ­τό του αὐ­τὴ τὴν πο­λυ­τέ­λεια, τὴν ἀ­πά­θεια.

       Στὰ εἴ­κο­σι ἕ­ξι του λέ­ει: «Νω­ρί­τε­ρα, ὅ­ταν δὲ γνώ­ρι­ζα, ὅ­τι μὲ δι­α­βά­ζουν καὶ μὲ κρί­νουν, ἔ­γρα­φα ἀ­νέ­με­λα, λὲς καὶ ἔ­τρω­γα πι­ρο­σκί. Τώ­ρα γρά­φω καὶ φο­βᾶ­μαι.»

       Ἕ­να χρό­νο ἀρ­γό­τε­ρα: «Τὰ μι­κρὰ πό­στα στὴ λο­γο­τε­χνί­α εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἀ­πα­ραί­τη­τα, ὅ­πως καὶ στὸ στρα­τό.» Ἀ­κό­μα: «… Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄν­θρω­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­ρί­ζουν τὴ λά­σπη τῆς ζω­ῆς, τό­σο πιὸ κα­θα­ροὶ γί­νον­ται.»

       Αὐ­τό, βέ­βαι­α, τὸ εἶ­πε γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του τὴν ἴ­δια χρο­νιά, ποὺ ἔ­γρα­ψε ἑ­ξήν­τα πέν­τε δι­η­γή­μα­τα. Κά­θε πέν­τε ἡ­μέ­ρες καὶ ἕ­να δι­ή­γη­μα. Ὁ αὐ­το­σαρ­κα­σμός του εἶ­ναι εἰ­ρω­νεί­α πρὸς τοὺς ἄλ­λους: «Οἱ συγ­γρα­φεῖς εἶ­ναι ζη­λι­ά­ρη­δες σὰν τὰ πε­ρι­στέ­ρια.» Καί: «Ὅ­ταν τὰ ἀ­φεν­τι­κὰ ἀ­που­σιά­ζουν, ὁ ὑ­πη­ρέ­της ξε­να­γεῖ τοὺς κα­λε­σμέ­νους στὰ δω­μά­τιά τους.» Γιὰ νὰ βά­λει τά­ξη στὴν κοι­νω­νί­α, ὁ Τσέ­χωφ λέ­ει τὴν ἑ­ξῆς φρά­ση: «Τὸ για­τρὸ κα­λέ­στε καὶ τὸ νο­σο­κό­μο φω­νάξ­τε!»

       Καὶ δέ­κα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἤ­δη ἔ­χει λά­βει τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τοῦ κό­σμου, ὅ­ταν βρί­σκε­ται στὴν ἀκ­μὴ τῆς δό­ξας του: «Ἐ­γὼ εἶ­μαι πο­λὺ ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νος, ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νος μέ­χρι τὸ λαι­μό: γρά­φω καὶ σβή­νω, γρά­φω καὶ σβή­νω.»

       «Ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω γρά­ψει, θὰ ξε­χα­στοῦν ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κα­μιὰ δε­κα­ριὰ χρό­νια.» Αὐ­τὰ τὰ λό­για ἐ­κεῖ­νος τὰ ξε­στο­μί­ζει με­ρι­κὰ χρό­νια πρὶν ἀ­πὸ τὸ θά­να­τό του, ὅ­ταν ἀρ­­νή­θη­κε τὸ ἐ­πί­τι­μο ἀ­ξί­ω­μα τοῦ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοῦ. Καὶ πό­σους κλα­σι­κοὺς ἐν ζω­ῇ γνω­ρί­ζου­με ἐ­μεῖς, κα­λέ μου ἀ­να­γνώ­στη! Περ­νᾶ­με τὴ ζω­ή μας ἀ­νά­με­σα σὲ γί­γαν­τες ἀ­πὸ ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­α καὶ ἄ­νω. Γί­γαν­τες τῆς σκέ­ψε­ως, ποὺ εἶ­ναι βα­ρε­τοὶ στοὺς συ­ζύ­γους καὶ στὰ παι­διά τους, στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες τους, ἐ­ὰν ὑ­πάρ­χουν. Καὶ μο­νά­χα οἱ πραγ­μα­τι­κὰ τα­λαν­τοῦ­χοι ἄν­θρω­ποι ἀμ­φι­βάλ­λουν κά­που-κά­που γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό τους. Μὲ σα­τα­νι­κὸ γέ­λιο ὁ Στα­νισ­λὰβ Σι­βρί­γι­εφ ἔ­λε­γε: «Αὐ­τὸς ὁ γα­μη­μέ­νος κό­σμος δὲν πα­ρέ­μει­νε γιὰ πάν­τα τοῦ Βα­για­ζίτ, δι­κός μας θὰ πα­ρα­μεί­νει;»

       Μιὰ ἀ­πὸ τὶς πιὸ θλι­βε­ρὲς καὶ σω­στὲς δι­α­πι­στώ­σεις γιὰ μᾶς τοὺς ἀ­να­το­λι­κοὺς ὀρ­θο­δό­ξους ἀ­νή­κει στὸν Τσέ­χωφ: «Πα­ρά­ξε­νο πράγ­μα εἶ­ναι ὁ Ρῶ­σος ἄν­θρω­πος! Μέ­σα του, ὅ­πως καὶ στὸ κό­σκι­νο, τί­πο­τα δὲν πα­ρα­μέ­νει!» Καὶ ἀ­κό­μα: «… Ὁ τί­μιος ἄν­θρω­πος εἶ­ναι κά­τι σὰν τὸν κα­πνο­δο­χο­κα­θα­ρι­στή, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο οἱ νταν­τά­δες φο­βί­ζουν τὰ μι­κρὰ παι­διά.» Ἂς μὴ μι­λᾶ­με γιὰ τὴ σλά­βι­κη τεμ­πε­λιά!

       Σὰν παι­δὶ κο­λυμ­πά­ει σὲ μιὰ λί­μνη καὶ πα­θαί­νει κρυ­ο­λό­γη­μα. Ὕ­στε­ρα ὁ ψη­λὸς πυ­ρε­τὸς καί­ει τοὺς πνεύ­μο­νές του. Νὰ εἶ­σαι για­τρὸς καὶ νὰ πά­σχεις ἀ­πὸ ἀ­νί­α­τη ἀρ­ρώ­στια, εἶ­ναι σὰν νὰ ζοῦν σκύ­λος καὶ γά­τα μέ­σα στὸ ἴ­διο κα­λύ­βι. Νὰ νι­ώ­θεις ὅ­λη τὴν ὥ­ρα τὸ θά­να­το νὰ ἀ­να­σαί­νει στὸ σβέρ­κο σου. Νὰ εἶ­σαι νέ­ος καὶ νὰ τὸν δέ­χε­σαι σὰν κά­τι ἀ­να­πό­φευ­κτο, ὅ­ταν ἔ­χεις συμ­φυ­ὲς μὲ τὴν ὕ­παρ­ξή σου τὸ αἴ­σθη­μα τῆς ἀ­θα­να­σί­ας. Ἐ­κεῖ­νος γνώ­ρι­ζε ὅ­τι οἱ πνεύ­μο­νές του κα­ταρ­ρέ­ουν.

       Ἂν καὶ σπά­νια, ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἔμ­παι­νε στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τὸ βρο­χε­ρὸ ἀ­πό­γευ­μα τῆς 28ης Μαρ­τί­ου τοῦ 1897 ὁ Τολ­στό­ι τὸν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται στὴν κλι­νι­κή. Τό­τε ὁ Τσέ­χωφ εἶ­ναι τριά­ντα ἑ­πτὰ ἐ­τῶν, ὁ Τολ­στό­ι ἑ­ξήν­τα ἐν­νέ­α. Ἦρ­θε ὁ κό­μης ἐ­πί­σκε­ψη, ἔ­κα­τσε δί­πλα στὸ κρε­βά­τι τοῦ τα­λαί­πω­ρου ἀ­πὸ τὶς αἱ­μορ­ρα­γί­ες Τσέ­χωφ καὶ ἐ­πὶ δύο ὧ­ρες, χω­ρὶς νὰ πά­ρει ἀ­νά­σα, τοῦ μι­λοῦ­σε γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, γιὰ τὸ πό­σο ἄρ­ρω­στος εἶ­ναι καὶ τὸ πό­σο φο­βᾶ­ται τὸν θά­να­το!

 

 

Πηγή: Ἱ­στό­το­πος: Българска виртуална библиотека «Словото» (Βουλ­γάρι­κη εἰ­κο­νι­κὴ βι­βλιο­θή­κη «Σλό­βο­το»).

 

Νι­κό­λα Ράν­τεφ (Никола Радев) (Λέφ­σκι, Βουλ­γα­ρί­α, 1940). Σπού­δα­σε στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Λο­γο­τε­χνί­ας «Μα­ξὶμ Γκόρ­κι» στὴ Μό­σχα. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε στὸ Πο­λε­μι­κὸ Ναυ­τι­κὸ καὶ ὕ­στε­ρα σὰν πρῶ­τος βο­η­θὸς κυ­βερ­νή­τη στὸ Βουλ­γά­ρι­κο στό­λο τῆς Μαύ­ρης Θά­λασ­σας. Ὑ­πῆρ­ξε ἐκ­δό­της καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔ­χει συγ­γρά­ψει δε­κα­τέσ­σ­ε­ρα βι­βλί­α, με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ρώ­σι­κα, γερ­μα­νι­κὰ καὶ οὐγ­γρι­κά. Εἶ­ναι κά­το­χός του δι­ε­θνοῦς βρα­βεί­ου λο­γο­τε­χνί­ας «Μι­χα­ὴλ Σο­λό­χωφ».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκι­ό­λα (Ντούπ­νι­τσα, Βουλ­γα­ρία, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Ξέ­νων Γλωσ­σῶν στὴν Σό­φια καὶ ζεῖ στὴν Ἑλλά­δα. Ἔχει με­τα­φρά­σει ἐπί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑνὸς κορι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντου­μπά­ρο­βα (Χα­ρα­μά­δα, 2008).

 

Εἰκό­να: Ὁ Ἄντον Τσέ­χωφ μὲ τὸν Λέ­ον Τολστό­ι στὴν Γιάλ­τα (1900).

 

Βέσελ Τσανκόφ (Весел Цанков): Τὰ πράγματα βελτιώνονται

 

 

 

Βέσελ Τσανκόφ (Весел Цанков)

 

Τὰ πράγματα βελτιώνονται

(Нещата се оправят)

 

ΠΩΣ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ στὸν δρό­μο, ξαφ­νι­κὰ μοῦ κόλ­λη­σε ἕ­νας τύ­πος.

«Χαί­ρε­ται! Ἐ­γὼ εἶ­μαι τὸ προ­σω­πι­κό σας κι­νη­τὸ τη­λέ­φω­νο, συγ­χα­ρη­τή­ρια!»

       «Ρέ, εἶ­σαι τρε­λός;­!­», τοῦ ἔ­κο­ψα τὴ φό­ρα.

       «Ὄ­χι, ἄ­νερ­γος. Δη­λα­δή, ἤ­μουν ἄ­νερ­γος, ἀλ­λὰ ὄ­χι πιά – ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐρ­γα­σί­ας ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ ἐ­ξον­τώ­σουν τὴν ἀ­νερ­γί­α μὲ τὸν ἑ­ξῆς τρό­πο: δί­πλα σὲ κά­θε ἐρ­γα­ζό­με­νο πο­λί­τη το­πο­θε­τοῦν ἕ­ναν ἄ­νερ­γο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἄ­νερ­γος θὰ ἐρ­γα­στεῖ ὡς κι­νη­τὸ τη­λέ­φω­νο.»

       «Καὶ πῶς θὰ ἐρ­γα­στεῖ­τε ὡς κι­νη­τὸ τη­λέ­φω­νο;­!»

       «Δὲν ἔ­χε­τε κὰν δο­κι­μά­σει, ἀλ­λὰ ἤ­δη εἶ­στε ἀρ­νη­τι­κὸς στὴν πρω­το­βου­λί­α αὐ­τή!»

       «Ὡ­ραῖ­α, ρέ, γιὰ συν­δέ­στε με μὲ τὸ μπα­τζα­νά­κη μου!»

       «Ἔ­γι­νε!» —ὁ ἄλ­λος βυ­θί­στη­κε μέ­σα στὸν ἑ­αυ­τό του, ὕ­στε­ρα ἔ­σκου­ξε με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ εἶ­πε: — «Ἐμ­πρός;»

       «Ἐμ­πρός, μπα­τζα­νά­κη, ἐ­σὺ εἶ­σαι;­!» – δὲν πί­στευ­α στ’ ἀ­φτιά μου.

       «Ἐ­γὼ εἶ­μαι, ἐ­γώ. Πῶς εἶ­σαι, μπα­τζα­νά­κη;»

       «Κα­λά, ἐ­σύ;»

       «Μπόμ­πα! Ἄιν­τε τώ­ρα, τσά­ο, ἔ­χω δου­λειά!»

       «Τσά­ο, μπα­τζα­νά­κη… Μὰ ἐ­σεῖς στ’ ἀ­λή­θεια λει­τουρ­γεῖ­τε!» – πα­ρα­δέ­χτη­κα ἐ­γώ.

       «Ἐ­νῶ ἐ­σεῖς δὲ μὲ πι­στεύ­α­τε! Λει­τουρ­γῶ, καὶ γι’ αὐ­τὸ θὰ μὲ πλη­ρώ­νε­τε».

       «Ἄ, ἤρ­θα­τε στὰ λό­για μου!»

      «Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ­τε, τὸ πά­γιο εἶ­ναι δε­κα­πέν­τε λέ­βα σὺν τὴν ἀ­ξί­α τῶν συ­νο­μι­λι­ῶν. Ἐ­ὰν μὲ χρη­σι­μο­ποι­ή­σε­τε λο­γι­κά, θὰ σᾶς κο­στί­ζω γύ­ρω στὰ ἑ­κα­τὸ λέ­βα τὸ μή­να. Τζάμ­πα πράγ­μα, ἀλ­λὰ τί ἄ­νε­ση, ἔ! Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ συ­νο­μι­λί­ες, μέ­σῳ ἐ­μοῦ μπο­ρεῖ­τε νὰ στέλ­νε­τε καὶ γρα­πτὰ μη­νύ­μα­τα, νά – μ’ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν κι­μω­λία τὰ γρά­φε­τε στὴν ἄ­σφαλ­το καὶ ἐ­γὼ τὰ με­τα­δί­δω. Λει­τουρ­γῶ καὶ σὰν ξυ­πνη­τή­ρι. Παί­ζω εἴ­κο­σι παι­χνί­δια, ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τὰ τὸ σκά­κι, τὸ τά­βλι καὶ τὴ “μα­κριὰ γα­ϊ­δού­ρα”. Ἄ, μιὰ στιγ­μή…» —ἐ­κεῖ­νος ἔ­βη­ξε καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τρα­γου­δᾶ:— «Σ’ αὐ­τὸ τὸ πα­λιὸ τρα­πέ­ζι­ι­ι…»

       «Τί γί­νε­ται;­!»

       «Ἔ­χε­τε ἕ­να μή­νυ­μα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­βάν, “πε­ρί­με­νε σταθ­μὸ τὴν Τρί­τη”, σᾶς ἔ­χει στεί­λει καὶ φω­το­γρα­φί­α, νά ‘την – εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιος Παν­τε­λε­ή­μο­νας…» —καὶ ὁ ἄλ­λος ξα­νάρ­χι­σε νὰ τρα­γου­δᾶ: — «Σ’ αὐ­τὸ τὸ πα­λιὸ τρα­πέ­ζι­ι­ι…»

       «Για­τί τρα­γου­δᾶ­τε;­!»

       «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἦ­χος, ὅ­ταν ἔ­χε­τε S­MS. Ὅ­ταν λαμ­βά­νε­τε κλή­ση, τρα­γου­δά­ω “Τὰ λευ­κὰ μο­να­στή­ρια“. Βε­βαί­ως, μπο­ρεῖ­τε ν’ ἀλ­λά­ξε­τε τὶς με­λω­δί­ες, ἔ­χω καὶ σι­ω­πη­λὴ λει­τουρ­γί­α».

       «Τό­τε, ἐ­νερ­γο­ποι­ῆ­στε τὴ σι­ω­πη­λὴ καὶ ἀ­φῆ­στε με στὴν ἡ­συ­χί­α μου» – εἶ­πα καὶ συ­νε­χί­σα­με τὸν δρό­μο μας σι­ω­πη­λά.

       Ἄ­ξαφ­να, ὁ ἄλ­λος μὲ ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τοὺς ὤ­μους καὶ ἄρ­χι­σε νὰ μὲ τα­ρα­κου­νᾶ.

       «Βο­ή­θεια!» – ἔ­κρα­ξα.

       «Ἤ­ρε­μα, αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α δό­νη­σης, σᾶς ζη­τᾶ­νε.»

       «Ποι­ὸς μὲ ζη­τᾶ;»

       «Χαί­ρε­τε, σᾶς τη­λε­φω­νοῦ­με ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐρ­γα­σί­ας.»

       «Καὶ τί θέ­λε­τε;»

       «Ὤ, τί­πο­τα τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο, ἁ­πλὰ θέ­λου­με νὰ σᾶς συγ­χα­ροῦ­με γιὰ τὸ και­νούρ­γιο σας ἀ­πό­κτη­μα. Ἐν τῷ με­τα­ξύ, ποι­ά εἶ­ναι ἡ στά­ση σας ἀ­πέ­ναν­τι στὸ πρό­βλη­μα μὲ τὰ ἄ­στε­γα σκυ­λιὰ καὶ πό­τε μπο­ρεῖ­τε νὰ πα­ρα­λά­βε­τε τὴ δι­κή σας προ­σω­πι­κὴ ἀ­γέ­λη;»

       Ἄ­κου­σα ἕ­να γαύ­γι­σμα. Γύ­ρι­σα. Ξω­πί­σω μου βρί­σκον­ταν κα­μιὰ δε­κα­ριὰ κο­πρό­σκυ­λα. Τὸ «κι­νη­τό» μου πῆ­γε δί­πλα στὸ σκυ­λὶ ποὺ γαύ­γι­σε καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τοῦ ξύ­νει τὰ ἀ­φτιά. Ἐ­κεῖ­νο σώ­πα­σε, ἐ­νῶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα ἔ­κα­τσαν στὰ πί­σω τους πό­δια καὶ μὲ κοί­τα­ζαν στὰ μά­τια. Ἔ­κα­τσα ὀ­κλα­δὸν κι ἐ­γώ, γύ­ρι­σα τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἀ­πὸ τὸ λαι­μό μου βγῆ­κε ἕ­να οὐρ­λια­χτό, σὰν ἐ­κεῖ­να ποὺ τὰ πε­ρι­γρά­φουν στὰ βι­βλί­α…

 

 

Πη­γή: Ἱ­στό­το­πος: С­т­р­а­н­и­ц­а­та на х­у­м­о­р­и­с­та В­е­с­ел Ц­а­н­к­ов. (Ἡ ἱ­στο­σε­λί­δα τοῦ χι­ου­μο­ρί­στα Βέ­σελ Τσαν­κόφ).

 

Βέ­σελ Τσαν­κόφ (В­е­с­ел Ц­а­н­к­ов) (Σό­φια, 27 Ἰ­ου­λί­ου 1963). Εἶ­ναι ρα­δι­ο­φω­νι­κὸς πα­ρα­γω­γός, σε­να­ρι­ο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας θε­α­τρι­κῶν ἔρ­γων, φαν­τα­στι­κῶν καὶ χι­ου­μο­ρι­στι­κῶν δι­η­γη­μά­των. Τὸ 2005 ἐκ­δό­θη­κε τὸ πρῶ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, τὸ «Εἰ­κο­νο­κύτ­τα­ρο».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκι­ό­λα (Ντούπ­νι­τσα, Βουλ­γα­ρία, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Ξέ­νων Γλωσ­σῶν στὴν Σό­φια καὶ ζεῖ στὴν Ἑλλά­δα. Ἔχει με­τα­φρά­σει ἐπί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑνὸς κορι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντου­μπά­ρο­βα (Χα­ρα­μά­δα, 2008).

 

Νικόλα Ράντεφ (Никола Радев): Αὐτὴ δὲν εἶναι Ἐκείνη

 

 

 

Νι­κό­λα Ράν­τεφ (Никола Радев)

 

Αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ­κεί­νη

(Тази не е Оная)

 

ΑΙ Ο ΤΟΛΣΤΟΪ δὲν ἔ­πι­νε καὶ πά­λι δὲν ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος… Τά­χα μου κό­μης, ἀλ­λὰ ντυ­νό­ταν σὰν μου­ζί­κος. Βαμ­βα­κε­ρὴ που­κα­μί­σα, στὴ μέ­ση σχοι­νί. Μπό­τες. Ἀλ­λὰ στὰ νιά­τα του ὑ­πῆρ­ξε κομ­ψός. Ἦ­ταν τριά­ντα τεσ­σά­ρων, ὅ­ταν παν­τρεύ­τη­κε τὴ δε­κα­ο­κτά­χρο­νη Σο­φί­α Ἀν­τρέ­γι­εβ­να Μπέρς, κό­ρη για­τροῦ. Ἑ­τοί­μα­σαν ἕ­να γά­μο κα­θὼς πρέ­πει. Λάμ­ψη καὶ μαρ­μά­ρι­να σκα­λο­πά­τια, καὶ «Μνόγ­κα­για λέ­τα»(1)… Καὶ ἀ­μέ­σως με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη νύ­χτα τοῦ γά­μου ὁ δι­κός μας ἄν­θρω­πος πα­ρά­τη­σε τὸ κρε­βά­τι, κλεί­στη­κε στὸ γρα­φεῖ­ο καὶ ἔ­γρα­ψε στὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό του: «Αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι Ἐ­κεί­νη»! Χορ­τά­το τὸ σκυ­λί…

       Ἀλ­λὰ καὶ ἡ σύ­ζυ­γος δὲν ἔ­μει­νε πί­σω. Κα­τευ­θεῖ­αν τοῦ «ξή­λω­σε τὴ φό­δρα»: «Ἐ­κεῖ­νος μοῦ εἶ­ναι ἀν­τι­πα­θη­τι­κὸς μαζὶ μὲ τὸ λα­ό του!»

       Ἀ­πὸ τὰ δε­κα­ο­κτώ του χρό­νια ὁ Τολ­στό­ι ἔ­γρα­φε τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό του. Βρέ­ξει, χι­ο­νί­σει ἐ­κεῖ­νος κα­τέ­γρα­φε λε­πτο­με­ρῶς τὶς ἐμ­πει­ρί­ες του γιὰ ἑ­ξήν­τα χρό­νια. Συγ­κεν­τρω­μέ­νες τώ­ρα, με­τρᾶ­νε δε­κα­τρεῖς ὁ­λό­κλη­ρους τό­μους. Πό­σα σκάν­τα­λα, πό­σες ὑ­στε­ρι­κὲς καὶ τρα­γι­κὲς σκη­νὲς τοῦ εἶ­χε προ­κα­λέ­σει αὐ­τό, δὲ λέ­γε­ται! Δι­ό­τι, πό­τε κρυ­φά, πό­τε φα­νε­ρά, πό­τε μὲ τὴν δι­κή του πα­ρό­τρυν­ση, ἡ Σο­φί­α Ἀν­τρέ­γι­εβ­να τὸ δι­ά­βα­ζε τα­κτι­κά. Καὶ πα­ρό­λο ποὺ ἀν­τέ­γρα­φε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὰ βι­βλί­α του, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο αὐ­τὸ τὸ ξε­φύλ­λι­ζε μὲ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον… Ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἡ βα­σι­κὴ πρω­τα­γω­νί­στρια.

       Στὰ ἑ­ξήν­τα ἑ­πτά του ὁ Τολ­στό­ι ἔ­γρα­ψε: «Σή­με­ρα πά­λι αὔ­τω­σα τὴ Μά­σα. Στὸν ἄν­δρα της χά­ρι­σα ἕ­να ἄ­λο­γο.»

       Καὶ τί ἔ­γι­νε; Μή­πως τῆς ἔ­βγα­λε κα­νέ­να μά­τι; Καὶ ἡ Μά­σα χα­ρού­με­νη καὶ ὁ ἄν­δρας της μὲ ἄ­λο­γο. Τό­σο πο­λὺ εἶ­χε χα­λα­ρώ­σει ὁ κό­μης…

       Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Τολ­στό­ι ἀ­φο­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α σὰν αἱ­ρε­τι­κὸς καὶ ὑ­πη­ρέ­της τοῦ ἀ­κα­τα­νό­μα­στου. Ἡ αἰ­τί­α, βέ­βαι­α, δὲν ἦ­ταν ἡ Μά­σα.

      Μὲ τὶς ὧ­ρες κα­θό­μουν δί­πλα στὸν τά­φο του, στὴν Γι­άσ­να­για Πο­λιά­να. Μι­κρὸ ἀ­νά­χω­μα, χω­ρὶς σταυ­ρό. Ἦ­ταν ἕ­να ὄ­μορ­φο, σπα­ρα­ξι­κάρ­διο μέ­χρι δα­κρύ­ων Φθι­νό­πω­ρο.

       Στὴν ἀρ­χὴ τοῦ 1908 ὁ Ἔν­τι­σον, ὁ ἐ­φευ­ρέ­της, τοῦ ἔ­στει­λε ἕ­να φω­νό­γρα­φο καὶ ὁ Τολ­στό­ι βάλ­θη­κε νὰ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἕ­να γράμ­μα πρὸς τὴν κου­νιά­δα του, τὴν Τα­τιά­να Ἀν­τρέ­γι­εβ­να Κου­σμίν­σκα­για. Ζω­η­ρὴ ὀ­μορ­φού­λα θὰ ἦ­ταν ἡ κου­νιά­δα, ἀ­φοῦ, ὅ­ταν ὁ κό­μης πε­ρί­γρα­φε τὴ Να­τά­σα Ρο­στόφ, σκε­φτό­ταν ἐ­κεί­νη…

       Χά­ρη στὸν προ­φέ­σο­ρα Μπέρ­στα­ϊν ἔ­χου­με γιὰ πάν­τα τὴν ἠ­χο­γρα­φη­μέ­νη σὲ πλά­κα γραμ­μό­φω­νου φω­νὴ τοῦ Τολ­στό­ι. Γέ­ρι­κοι ἀ­έ­ρη­δες ἀ­να­σαί­νουν στὴ βρα­χνή του ὁ­μι­λί­α: «Σή­με­ρα ὄρ­γω­να, δού­λε­ψα πο­λὺ καὶ δὲν νι­ώ­θω τό­σο ὑ­γι­ής.» Ὥ­στε ὄρ­γω­νες. Ρέ, τὸ ὄρ­γω­μα ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ γυ­μνα­στι­κή, ἀλ­λὰ τί νὰ πεῖς… Θὰ εἶχε «ὀρ­γώ­σει» κά­ποι­ο ξέ­νο χω­ρά­φι… Οἱ δη­μι­ουρ­γί­ες του με­τρᾶ­νε ἐ­νε­νήν­τα τό­μους. Δε­κα­πέν­τε χρό­νια πρὶν ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό του ὁ Τολ­στό­ι ἔ­γρα­ψε στὸν Τσέρ­τκωφ: «Βα­ρέ­θη­κα καὶ τὸ δι­κό μου γρά­ψι­μο.»

       Βέ­βαι­α, ἔ­λε­γε ψέ­μα­τα.

       Αὐ­τὸ ἐ­δῶ ἀ­κού­γε­ται σὰν ἀ­νέκ­δο­το, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι. Στὸ σι­δη­ρο­δρο­μι­κὸ σταθ­μὸ τῆς Τού­λα κά­ποι­α κυ­ρί­α πέ­ρα­σε τὸν Τολ­στό­ι γιὰ ἀ­χθο­φό­ρο καὶ τὸν ἔ­βα­λε νὰ τὶς κου­βα­λή­σει τὶς ἀ­πο­σκευ­ές. Ἐ­κεῖ­νος τὶς κου­βά­λη­σε μέ­χρι τὸ κου­πὲ καὶ ἡ κυ­ρί­α τοῦ ἔ­δω­σε μπουρ­μπου­άρ.

       Οἱ ἐ­πι­βά­τες τρι­γύ­ρω εἶ­χαν μεί­νει ἐμ­βρόν­τη­τοι. Αὐ­τὸς ἐ­δῶ εἶ­ναι ὁ κό­μης Λέ­ων Νι­κο­λά­γι­ε­βιτς Τολ­στό­ι, ὁ με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας! Ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος χαι­ρό­ταν ποὺ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ὴ του εἶ­χε κερ­δί­σει χρή­μα­τα μὲ τί­μια δου­λειά. Φυ­σι­κά, καὶ ἡ κυ­ρί­α ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη. Ἐ­κεί­νη εἶ­χε φου­σκώ­σει ἀ­πὸ τὴ χα­ρά, ποὺ πρό­σθε­σε ἕ­να τέ­τοι­ο γε­γο­νὸς στὸ βι­ο­γρα­φι­κό της.

       Ὁ κό­μης μι­λοῦ­σε ἄ­νε­τα ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά. Διά­βα­ζε στὰ ἰ­τα­λι­κά, πο­λω­νι­κά, τσέ­χι­κα, σέρ­βι­κα. Γνώ­ρι­ζε ἑλ­λη­νι­κά, λα­τι­νι­κά, οὐ­κρα­νι­κά, τα­τα­ρι­κά. Μά­θαι­νε ἐ­βρα­ϊ­κά, τούρ­κι­κα, βουλ­γά­ρι­κα.

       Στὸν Κρι­μα­ϊ­κὸ πό­λε­μο κου­μάν­τα­ρε ἕ­να λό­χο. Ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πὸ τὸ μέ­τω­πο μὲ κα­πέ­λο γε­μά­το με­τάλ­λια γιὰ τὴν ἀν­δρεί­α του. Ὕ­στε­ρα γιὰ με­ρι­κοὺς μῆ­νες περιπλα­νι­ό­ταν στὴν Εὐ­ρώ­πη. Καὶ ἄ­ρα­ξε στὸν Χέρ­τσεν(2), στὸ Λον­δί­νο.

 

(1) Στμ. Παλαιοσλάβικη ἔκφραση ποὺ λέγεται σὲ γάμους καὶ σὲ ἄλλες ἐπίσημες ἐκδηλώσεις, «Χρόνια πολλά».

(2) Στἐ. Πρό­κει­ται γιὰ τὸν δυ­τικό­φι­λο Ρῶσο συγ­γραφέ­α Ἀλεξάν­δρ Χέρ­τσεν (1812-1870). Στὸ διά­στη­μα 1852-1864 ζοῦσε στὸ Λον­δί­νο. Γιὰ τὸν ἴδιο ὁ Τολ­στόι δή­λω­νε πὼς δὲν εἶχε ποτέ του συ­να­ντή­σει ἄλλον ἄνθρω­πο μ’ ἕναν «τό­σο σπά­νιο συν­δυασμὸ σπιν­θη­ροβό­λου εὐφυΐας καὶ βά­θους».              

 

 

Πηγή: Ἱ­στό­το­πος: Българска виртуална библиотека «Словото» (Βουλ­γάρι­κη εἰ­κο­νι­κὴ βι­βλιο­θή­κη «Σλό­βο­το»).

 

Νι­κό­λα Ράν­τεφ (Никола Радев) (Λέφ­σκι, Βουλ­γα­ρί­α, 1940). Σπού­δα­σε στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Λο­γο­τε­χνί­ας «Μα­ξὶμ Γκόρ­κι» στὴ Μό­σχα. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε στὸ Πο­λε­μι­κὸ Ναυ­τι­κὸ καὶ ὕ­στε­ρα σὰν πρῶ­τος βο­η­θὸς κυ­βερ­νή­τη στὸ Βουλ­γά­ρι­κο στό­λο τῆς Μαύ­ρης Θά­λασ­σας. Ὑ­πῆρ­ξε ἐκ­δό­της καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔ­χει συγ­γρά­ψει δε­κα­τέσ­σ­ε­ρα βι­βλί­α, με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ρώ­σι­κα, γερ­μα­νι­κὰ καὶ οὐγ­γρι­κά. Εἶ­ναι κά­το­χός του δι­ε­θνοῦς βρα­βεί­ου λο­γο­τε­χνί­ας «Μι­χα­ὴλ Σο­λό­χωφ».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα-Γκι­ό­λα (Ντούπ­νι­τσα, Βουλ­γα­ρία, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Ξέ­νων Γλωσ­σῶν στὴν Σό­φια καὶ ζεῖ στὴν Ἑλλά­δα. Ἔχει με­τα­φρά­σει ἐπί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑνὸς κορι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντου­μπά­ρο­βα (Χα­ρα­μά­δα, 2008).

 

Εἰκό­να: Ὁ Christopher Plummer  καὶ ἡ Helen Miller στοὺς ρό­λους τοῦ Λέ­ον Τολ­στό­ι καὶ τῆς γυ­ναί­κας του Σοφί­ας στὴν ταινί­α Τε­λευ­ταῖος σταθ­μός.