Φούλα Λαμπελέ: Λουστρίνια καὶ σπίρτα


Φού­λα Λαμ­πε­λέ


Λου­στρί­νια καὶ σπίρ­τα


ΟΥΣΤΡΙΝΙΑ», μουρ­μού­ρι­σε μ’ ἕ­να λο­ξὸ χα­μό­γε­λο στὴ φω­το­γρα­φί­α τοῦ Φρὲντ Ἀ­στέρ, ποὺ τὸν ἔ­δει­χνε νὰ χο­ρεύ­ει φο­ρών­τας τὰ πε­ρί­φη­μα λου­στρί­νια του.

        «Σή­με­ρα θὰ φο­ροῦ­σε αὐ­τά», ἔ­λε­γε ἡ λε­ζάν­τα κά­τω ἀ­π’ τὸ πα­πού­τσι ποὺ δι­α­φή­μι­ζε τὸ πε­ρι­ο­δι­κό.

        Τὸ δω­μά­τιο τοῦ ἐγ­γο­νοῦ του ξε­χεί­λι­ζε ἀ­πὸ πε­ρι­ο­δι­κὰ ποὺ δι­α­φή­μι­ζαν μη­χα­νά­κια, αὐ­το­κί­νη­τα, σιν­τί, ντι­βιν­τὶ καὶ πλῆ­θος ἄλ­λα πράγ­μα­τα γνω­στῆς καὶ ἄ­γνω­στης χρή­σης. Συ­νη­θι­σμέ­νο δω­μά­τιο δε­κα­πεν­τά­χρο­νου ἀ­γο­ριοῦ. Ἀ­συ­νή­θι­στο ἦ­ταν μό­νο τὸ με­γά­λο σπιρ­τό­κου­το πά­νω στὸ γρα­φεῖ­ο του, μιὰ ἀν­τί­κα χρυ­σο­βαμμέ­νη καὶ δι­α­κο­σμη­μέ­νη μὲ κόκ­κι­να τρι­αν­τά­φυλ­λα. Σπιρ­τό­κου­το;

        Ξαφ­νι­κά τὸ θυ­μή­θη­κε.

        «Τὸ κέρ­δι­σα στὴ λο­τα­ρί­α», τοὺς εἶ­χε πεῖ ὁ ἑ­φτά­χρο­νος τό­τε ἐγ­γο­νός του, δεί­χνον­τας μὲ πε­ρη­φά­νια τὸ ἄ­δει­ο κου­τί.

        «Ἄ­δει­ο;» «Ὄ­χι. Εἶ­χε μέ­σα σπίρ­τα.»

        «Καὶ τί τὰ ‘­κα­νες;»

        «Τὰ πέ­τα­ξα.»

        «Τρε­λά­θη­κες; ἀ­γα­νά­κτη­σε ἡ μη­τέ­ρα του… Πε­τᾶς τὰ σπίρ­τα καὶ κρα­τᾶς τὸ ἄ­δει­ο κου­τί; Για­τί τὰ πέ­τα­ξες;»

        «Για­τί ἂν δὲν πε­τοῦ­σα τὰ σπίρ­τα, θὰ μοῦ τὸ παίρ­να­τε ἐ­σεῖς τὸ κου­τί.»

        Θὰ τοῦ τό ‘­παιρ­ναν. Τὴ μι­κρὴ ἄ­χρη­στη ἀρ­χον­τιά. Τὴν κρυ­φὴ χα­ρά του.

        Τὰ λου­στρί­νια ποὺ ἐ­κεῖ­νος ἀ­γό­ρα­σε κρυ­φά, γιὰ νὰ τὰ φο­ρέ­σει μιὰ μό­νο φο­ρά, ὅ­ταν ἦ­ταν κι αὐ­τὸς δε­κα­πέν­τε χρο­νῶ, τά ‘­κρυψε κι αὐ­τός.

        Ἔ­ρι­ξε ἄλ­λη μιὰ μα­τιὰ στὴ φω­το­γρα­φί­α τοῦ Φρὲντ Ἀ­στὲρ καὶ βγῆ­κε ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιο. Στὸ πρό­σω­πό του εἶ­χε μεί­νει κά­τι ἀ­πὸ τὴ γυ­α­λά­δα μιᾶς μυ­στι­κῆς ὀ­μορ­φιᾶς.



Πη­γή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἄγγε­λοι εἶναι τί ξέρουν αὐτοί (ἐκδ. Νησίδες).

Φού­λα Λαμ­πε­λέ ([Θεσ­σα­λο­νί­κη]1926-2010). Δι­ή­γη­μα, νου­βέ­λα, μυ­θι­στό­ρη­μα, παι­δι­κό, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε ἰ­α­τρι­κὴ στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἐλ­βε­τί­α καὶ ἔ­ζη­σε στὴ Ζυ­ρί­χη ὅ­που ἐρ­γά­στη­κε ὡς για­τρὸς μέ­χρι τὸ 1996. Ἦ­ταν μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Ἐλ­βε­τῶν Λο­γο­τε­χνῶν καὶ τὰ πρῶ­τα της δι­η­γή­μα­τα δη­μο­σι­εύ­τη­καν ἀρ­χι­κὰ στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα. Στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που ἔ­ζη­σε ἀ­πὸ τὸ 1996 καὶ με­τά, εἶ­χε συ­νερ­γα­στεῖ μὲ τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά: Νέ­α Πο­ρεί­αΤο­μέςἘν­τευ­κτή­ριοἩ Λέ­ξηΠά­ρο­δοςΠόρ­φυ­ρας, κ.ἄ.


Φούλα Λαμπελέ: Ἡ γυαλάδα

Lampele,Foula-IGyalada-Eikona-02


Φούλα Λαμπελέ


Ἡ γυαλάδα

 

01-DeltaΕΝ ΗΘΕΛΕ νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θή­σει ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ.

— Ἔ­χεις ἀ­γο­ρα­φο­βί­α, εἶ­πε κά­ποι­ος.

— Θὲς νὰ πεῖς τσιγ­κου­νιά;

         Ἡ κο­πέ­λα, ποὺ ἄ­κου­γε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴ λέ­ξη, τὴν συν­δύ­α­σε μὲ τὶς ἀ­κρι­βὲς τι­μὲς τῶν κέν­τρων στὰ ὁ­ποῖ­α πή­γαι­νε ἡ ὑ­πό­λοι­πη πα­ρέ­α. Οἱ ἄλ­λοι γέ­λα­σαν.

         — Δὲν τσιγ­κου­νεύ­ο­μαι. Ἁ­πλῶς δὲν μ’ ἀ­ρέ­σουν τὰ ψεύ­τι­κα καὶ τὸ στρι­μω­ξί­δι.

         Ἡ συ­ζή­τη­ση γι­νό­ταν στὸ σπί­τι του. Ἔ­βα­λε οὐ­ί­σκι στὰ πο­τή­ρια τους, «ἕ­να γιὰ τὸν δρό­μο», καὶ τοὺς ξε­προ­βό­δι­σε ὣς τὴν πόρ­τα. Ἐ­κεῖ­νος δὲν ἄγ­γι­ζε τὸ οὐ­ί­σκι. Μέ­σα ἔ­και­γαν ὅ­λα τά φῶ­τα καὶ μύ­ρι­ζε βα­ριά. Ἄ­δεια­σε τὰ στα­χτο­δο­χεῖ­α, ἄ­νοι­ξε τὸ πα­ρά­θυ­ρο κι ἔ­σβη­σε τὰ φῶ­τα στὸν δι­ά­δρο­μο καὶ στὸ κα­θι­στι­κό, ἐ­κτὸς ἀ­π’ τὴ λάμ­πα ποὺ ἔ­και­γε πά­νω ἀ­π’ τὸ με­σια­νὸ τρα­πέ­ζι ποὺ γυ­ά­λι­ζε σὰν με­τά­ξι, ἀ­λέ­κια­στο ὅ,τι κι ἂν εἶ­χαν ἀ­κουμ­πή­σει πά­νω του.

         «Δὲν μ’ ἀ­ρέ­σουν οἱ ψεύ­τι­κες ξαν­θές. Ὅ­λες ἴ­δι­ες», μουρ­μού­ρι­σε. Σκε­φτό­ταν τὰ κα­στα­νὰ κο­ρί­τσια τοῦ πα­λιοῦ και­ροῦ, ποὺ τὸ κα­θά­ριο βλέμ­μα τους ἔ­φεγ­γε πά­νω στὸ στα­ρέ­νιο δέρ­μα εἴ­κο­σι χρό­νια πιὸ πρίν. Σ’ ἐ­κεῖ­νες μπο­ροῦ­σες ν’ ἀ­νοί­ξεις τὴν καρ­διά σου. Στὶς ὁ­μοι­ό­μορ­φες ξαν­θι­ές, τί νὰ πεῖς; Ὁ­μοι­ό­μορ­φα καὶ κοι­νό­το­πα.

         Περ­νών­τας δί­πλα ἀ­π’ τὸ τρα­πέ­ζι, ἔ­συ­ρε ἀ­πά­νω του τὰ δάχτυ­λά του, γιὰ νὰ χα­ρεῖ τὴν ἁ­φὴ τοῦ λεί­ου ξύ­λου.

         «Μὰ τί βερ­νί­κι βά­ζεις;» εἶ­χε ρω­τή­σει τὸν τε­χνί­τη ποὺ τὸ δού­λευ­ε.

         «Ἔ­λα νὰ δεῖς.»

         Τὸ βερ­νί­κι ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νο, ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως τὸ ἔ­στρω­νε ψι­λὸ-ψι­λὸ πά­νω στὴν ἐ­πι­φά­νεια ποὺ εἶ­χε ξύ­σει μὲ τὸ γυ­α­λό­χαρ­το, γιὰ νὰ βγά­λει τὸ πε­ρίσ­σευ­μα τῆς πρώ­της στρώ­σης.

         «Θὰ τὸ κά­νω πέν­τε-ἕ­ξι φο­ρὲς ἀ­κό­μα, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ γυ­α­λά­δα μέ­σα καὶ νὰ γί­νει ἕ­να μὲ τὸ ξύ­λο. Ὕ­στε­ρα πιά, δὲν πα­θαί­νει τί­πο­τα.»

         «Δὲν μ’ ἀ­ρέ­σουν τὰ ψεύ­τι­κα», εἶ­χε πεῖ. «Θέ­λει δου­λειὰ ἡ γυ­α­λά­δα, γιὰ νὰ μπεῖ μέ­σα στὸ ξύ­λο», μουρ­μού­ρι­σε μα­ζεύ­ον­τας τὰ πο­τή­ρια τοῦ οὐ­ί­σκι.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι, τί ξέ­ρουν; (ἐκδ. Νη­σί­δες).


Φού­λα Λαμ­πε­λὲ (Θεσ­σα­λο­νί­κη) Σπού­δα­σε ἰ­α­τρι­κὴ στὸ Α.Π.Θ. καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς για­τρὸς στὴ Ζυ­ρί­χη. Ὑ­πῆρ­ξε μέ­λος στὴν Ἑ­ται­ρεί­α Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Νέ­α Πο­ρεί­α, Το­μές, Ἐν­τευ­κτή­ριο.


Φούλα Λαμπελέ: Τὸ δέρμα τοῦ φιδιοῦ

P1220199


 

Φού­λα Λαμ­πε­λέ


Τὸ δέρ­μα τοῦ φι­διοῦ

 

06-Delta-Chronica_Polonorum_DΕΝ ΕΙΝΑΙ φί­δι. Εἶ­ναι μό­νο το δέρ­μα του, ποὺ τὸ ἔ­βγα­λε για­τί τοῦ στέ­νε­ψε.

     Ἡ Τί­νη στρογ­γυ­λεύ­ει τὰ πεν­τά­χρο­να μαῦ­ρα μά­τια της. «Ὤ­ω­ω­ω!» Κοι­τά­ζει τὰ ἀ­δύ­να­τα μπρα­τσά­κια, ποὺ τὸ δέρ­μα τοὺς εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­νύ­παρ­κτο ἀ­πὸ τὴν τό­ση ἀ­σπρά­δα καὶ δι­α­φά­νεια, καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ τὸ ἀ­να­ση­κώ­σει μὲ τὸ δε­ξὶ χε­ρά­κι. «Δὲν βγαί­νει.»

        — Δὲν εἶ­σαι φί­δι, κο­ρι­τσά­κι μου, λέ­ει ἡ Μη­τέ­ρα. Τὰ κο­ρί­τσια με­γα­λώ­νουν μα­ζὶ μὲ τὸ δέρ­μα τους. Δὲν τὸ βγά­ζουν πο­τέ. Μὴ φο­βᾶ­σαι.


 

        «Τὸ βγά­ζουν», σκέ­φτε­ται ἡ Βα­λεν­τί­νη, «… καὶ ὄ­χι μό­νο μιὰ φο­ρά.» Κοι­τά­ζει τὰ χέ­ρια της. Τὸ δέρ­μα ἀ­να­ση­κώ­νε­ται ὅ­ταν τὸ πιά­νουν ἐ­λα­φρὰ τὰ ἑ­ξην­τά­χρο­να δά­χτυ­λα. Κι ὅ­μως, τώ­ρα ποὺ θά ‘­βγαι­νε εὔ­κο­λα, χω­ρὶς νὰ πο­νέ­σει, τώ­ρα προ­σπα­θεῖ νὰ τὸ στε­νέ­ψει, τρα­βών­τας το κρυ­φὰ ἀ­π’ τὴ μέ­σα με­ριά.


 


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι, τί ξέ­ρουν αὐ­τοί (ἐκδ. Νη­σί­δες,2006).

Φού­λα Λαμ­πε­λέ ([Θεσ­σα­λο­νί­κη]1926-2010). Δι­ή­γη­μα, νου­βέ­λα, μυ­θι­στό­ρη­μα, παι­δι­κό, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε ἰ­α­τρι­κὴ στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἐλ­βε­τί­α καὶ ἔ­ζη­σε στὴ Ζυ­ρί­χη ὅ­που ἐρ­γά­στη­κε ὡς για­τρὸς μέ­χρι τὸ 1996. Ἦ­ταν μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Ἐλ­βε­τῶν Λο­γο­τε­χνῶν καὶ τὰ πρῶ­τα της δι­η­γή­μα­τα δη­μο­σι­εύ­τη­καν ἀρ­χι­κὰ στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα. Στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που ἔ­ζη­σε ἀ­πὸ τὸ 1996 καὶ με­τά, εἶ­χε συ­νερ­γα­στεῖ μὲ τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά: Νέ­α Πο­ρεί­α, Το­μές, Ἐν­τευ­κτή­ριο, Ἡ Λέ­ξη, Πά­ρο­δος, Πόρ­φυ­ρας, κ.