Βολφντίτριχ Σνοῦρε (Wolfdietrich Schnurre)
Φυγή
(Auf der Flucht)
Α ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ εἶχαν μεγαλώσει κι εἶχε γεράσει. Τῆς γυναίκας τῆς ἔπεφτε πιὰ μεγάλος. Κι ἦταν καὶ τὸ παιδὶ μαζί τους, νεογέννητο. Πεινοῦσε κι ἔκλαιγε διαρκῶς. Κι ἡ γυναίκα πεινοῦσε. Παρέμενε, ὅμως, ἤρεμη κι ὅταν ἐκεῖνος τὴν κοιτοῦσε, χαμογελοῦσε, ἢ τοὐλάχιστον προσπαθοῦσε νὰ χαμογελάσει.
Κι ὁ ἄντρας πεινοῦσε. Δὲν ἤξεραν ποῦ πήγαιναν. Ἤξεραν μόνο ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν στὴν πατρίδα, εἶχε καταστραφεῖ. Ἔτρεχαν μέσα στὸ δάσος, ἀνάμεσα στὰ πεῦκα. Καὶ τ’ ἄκουγαν νὰ θροΐζουν. Κατὰ τὰ ἄλλα ἡσυχία. Βατόμουρα ἢ μανιτάρια δὲν ὑπῆρχαν. Τὰ εἶχε κάψει ὁ ἥλιος. Οἱ ἡλιαχτίδες τρεμόπαιζαν πάνω ἀπ’ τὰ μονοπάτια. Μόλις ποὺ φυσοῦσε ἕνα ἐλαφρὸ ἀεράκι. Ὅ,τι πρέπει γιὰ τὰ γεράκια. Ζαρκάδια καὶ λαγοὶ κείτονταν μέσα στὴ φτέρη, ξέπνοα.
«Ἀντέχεις;» ρώτησε ὁ ἄντρας.
Ἡ γυναίκα δὲν σάλεψε καθόλου. «Ὄχι» εἶπε.
Κάθισαν. Τὰ πεῦκα εἶχαν καλυφθεῖ ἀπὸ κάμπιες ποὺ σέρνονταν ἀργὰ ἀργὰ στοὺς κορμούς τους. Ὅταν δὲν φυσοῦσε μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀκούσει τὸν ἐλαφρὸ ψίθυρο ἀπ’ τὶς πευκοβελόνες. Φύλλα θρόϊζαν κι ἔπεφταν μαζὶ μὲ κοπριὰ σὰν βροχή.
«Μαυροπούλια», εἶπε ὁ ἄντρας, «ρημάζουν τὸ δάσος».
«Ποῦ εἶναι τὰ ἄλλα πουλιά;» ρώτησε ἡ γυναίκα.
«Δὲν ξέρω», ἀπάντησε ὁ ἄντρας, «νομίζω ὅτι δὲν ὑπάρχουν πιὰ πουλιά».
Ἡ γυναίκα ἔβαλε τὸ παιδὶ νὰ βυζάξει. Ἀλλὰ τὸ στῆθος δὲν εἶχε γάλα. Καὶ τὸ παιδὶ ξανάρχισε νὰ κλαίει. Ὁ ἄντρας ξεροκατάπιε. Καὶ καθὼς τὸ παιδὶ κόντευε νὰ σκάσει ἀπ’ τὸ κλάμα, σηκώθηκε ὄρθιος.
«Ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε» εἶπε.
«Ὄχι» ἀποκρίθηκε ἐκείνη. Προσπάθησε νὰ τοῦ χαμογελάσει, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε.
«Πάω νὰ φέρω κάτι νὰ φᾶμε» εἶπε ὁ ἄντρας.
«Ἀπὸ ποῦ;» ρώτησε ἐκείνη.
«Ἄσ’ το σὲ μένα» τῆς εἶπε.
Κι ἔφυγε. Περπάτησε μέσα στὸ δάσος ποὺ ψυχορραγοῦσε. Χάραζε σημάδια στὰ δέντρα. Ἔφτασε σ’ ἕνα ἀμμῶδες αὐλάκι. Κάποτε ἦταν ρυάκι. Κι ἔτρεχε σ’ ἕνα μαῦρο τοπίο, γεμάτο σκόνη. Κάποτε ἦταν λιβάδι. Δυὸ ὧρες ἔτρεχε. Ἔπειτα ἄρχιζε ἕνας χερσότοπος, σὰν ἔρημος. Πάνω σ’ ἕνα βράχο κείτονταν ξεραμένη μιὰ ὀχιά. Ἀνάμεσα στὰ σκονισμένα χορτάρια τοῦ κάμπου. Ἔπειτα βρέθηκε, ἀναπάντεχα, σ’ ἕναν ἀγρό. Κι ἀπὸ ’κεῖ σ’ ἕνα χωριό, πεθαμένο.
Κάθισε πάνω σ’ ἕνα σίδερο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ δένουν τὰ κάρα. Τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἐνῶ κοιμόταν ἔπεσε. Ὅταν ξύπνησε, διψοῦσε. Ὁ οὐρανίσκος του ἔκαιγε. Σηκώθηκε, μπῆκε τρικλίζοντας σ’ ἕνα σπίτι. Μὲς στὸ σπίτι ἐρημιά. Κάποιος εἶχε βγάλει ἔξω τὸ συρτάρι τοῦ τραπεζιοῦ καὶ τώρα ἔχασκε στὸ δάπεδο. Οἱ κατσαρόλες ρημαδιό. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ παράθυρα. Πάνω στὸν πάγκο ἕνα μαντίλι. Μὲς στὸ μαντίλι δεμένη μισὴ φραντζόλα ψωμί. Ξερό.
Ὁ ἄντρας τὸ πῆρε κι ἔφυγε. Στὰ ἄλλα σπίτια δὲν βρῆκε τίποτα. Οὔτε κἂν νερό. Στὸ πηγάδι ψοφίμι. Δὲν τολμοῦσε νὰ κόψει οὔτε ἕνα κομματάκι ἀπὸ τὸ ψωμί. Ἤθελε νὰ τὸ κρατήσει γιὰ τὴ γυναίκα. Ἴχνη ἀπὸ σοδειὰ δὲν ἔβρισκε. Οὔτε ζῶα ὑπῆρχαν πιά. Μόνο μερικὲς ψόφιες γάτες καὶ χῆνες. Ἁπλῶς ὑπῆρχαν.
Μιὰ καταιγίδα πλανιόταν στὸν ἀέρα.Στὸ χωράφι πάτησε μιὰ σαύρα ποὺ σάπιζε μὲς στὴ σκόνη. Βροντοῦσε. Μπροστὰ ἀπ’ τὸ δάσος εἶχαν σταθεῖ νέφη ἄνθρακα. Προχώρησε μὲ τὸ κεφάλι κατεβασμένο. Κρατοῦσε τὸ ψωμὶ κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη. Τὰ γένια του ἔσταζαν ἱδρώτα. Τὰ πέλματα τῶν ποδιῶν του ἔκαιγαν. Τάχυνε τὸ βῆμα του. Μισόκλεισε τὰ μάτια. Κοίταξε πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ οὐρανὸς πνιγηρὸς ἀπὸ τὶς θειώδεις ἀναθυμιάσεις. Ἄστραφτε. Μαῦρα σύννεφα πλησίαζαν. Ὁ ἥλιος ἐξαφανιζόταν σιγὰ σιγά.
Ὁ ἄντρας τάχυνε ἀκόμη περισσότερο τὸ βῆμα του. Ἔχωσε τὸ ψωμὶ μέσα ἀπὸ τὸ γιακὰ τοῦ πουκαμίσου στὸν κόρφο του, συγκρατώντας το μὲ τοὺς ἀγκῶνες. Ἦρθε ἕνας δυνατὸς ἀέρας. Πέφταν σταγόνες. Χοροπηδοῦσαν σὰν μπιζέλια πάνω στὸ ξερὸ ἔδαφος. Ὁ ἄντρας ἔτρεχε. Τὸ ψωμί, σκεφτόταν, τὸ ψωμί. Ἀλλὰ ἡ βροχὴ ἦταν πιὸ γρήγορη ἀπ’ αὐτόν. Ἦταν ἀκόμα μακριὰ ἀπὸ τὸ δάσος, ὡστόσο τὸν πλησίαζε.
Ἀστραπὲς ἔσκιζαν τὸν οὐρανό. Ψιχάλιζε. Ὁ ἄντρας ἔσφιξε μὲ τὰ χέρια τὸ ψωμὶ πάνω στὸ στῆθος του. Κολλοῦσε. Ἔτρεχε σὰν κυνηγημένος. Ἀλλὰ ἡ βροχὴ δυνάμωνε. Τὸ δάσος μπροστὰ καὶ τὸ χωριὸ πίσω, ἄφαντα. Οἱ ἀναθυμιάσεις ἀνέμιζαν σὰν σημαῖες πάνω ἀπὸ τὸ χέρσο κάμπο. Τὰ ρυάκια αὐλάκωναν τὴν ἄμμο. Ἔμεινε ἀκίνητος. Λαχανιασμένος. Ἔγειρε τὸ σῶμα του πρὸς τὰ μπρός. Τὸ ψωμὶ κρεμόταν μέσα στὸ πουκάμισό του, κάτω ἀπ’ τὸ στῆθος του. Δὲν τολμοῦσε νὰ τὸ ἀγγίξει. Ἦταν μαλακό, θρυμματιζόταν καὶ τὰ ψίχουλα ἔπεφταν στὸ χῶμα. Σκεφτόταν τὴ γυναίκα, τὸ παιδί. Ἔσφιξε τὰ δόντια. Λύγισε τὰ χέρια. Κόλλησε τοὺς βραχίονες μὲ δύναμη πάνω στὸ σῶμα. Ἔτσι σκέφτηκε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ προστατεύσει καλύτερα τὸ ψωμί.
«Νὰ γείρω ἀπὸ πάνω του» σκέφτηκε. «Νὰ δημιουργήσω κάτι σὰν στέγαστρο μὲ τὸ στῆθος μου. Δὲν πρέπει νὰ μοῦ τὸ διαλύσει ἡ βροχή. Δὲν πρέπει.» Τὰ γόνατά του λύγισαν. Ἔγειρε τὸ κορμὶ πάνω στὰ γόνατα.
Ἡ βροχὴ βούιζε γύρω του. Οὔτε στὰ δέκα βήματα δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ διακρίνει μπροστά του. Ἔβαλε τὰ χέρια του πίσω στὴν πλάτη. Μετὰ ἔγειρε τὸ μέτωπο πρὸς τὴν ἄμμο. Ἔβλεπε τὸν κόρφο του μέσα ἀπὸ τὸ γιακά. Ἔβλεπε τὸ ψωμί, ἦταν λεκιασμένο, διαλυόταν. Ἔμοιαζε σὰν σφουγγάρι.
«Θὰ περιμένω» σκέφτηκε ὁ ἄντρας. «Θὰ περιμένω μέχρι νὰ περάσει ἡ καταιγίδα.» Τὸ ἤξερε. Ἔλεγε ψέματα, οὔτε πέντε λεπτὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κρατήσει τὸ ψωμὶ ἀκέραιο. Ἔπειτα θὰ διαλυόταν, θὰ ἐξαφανιζόταν μπροστὰ στὰ μάτια του. Ἔβλεπε τὴ βροχὴ νὰ πεταρίζει γύρω του. Ἀκόμα καὶ κάτω ἀπὸ τὶς μασχάλες εἶχε καταφέρει νὰ τρυπώσει. Ἕνας χείμαρρος ἀπὸ σταγόνες μούσκεψε τὸ ψωμί, γλίστρησε μέσα του, τὸ ροκάνισε. Οἱ σταγόνες ποὺ ἔπεφταν κάτω ἦταν θολές ἀπὸ τὰ ψίχουλα. Τὸ ψωμί, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχε φουσκώσει, τώρα ὁλοένα καὶ λιγόστευε. Κομμάτι κομμάτι διαλυόταν.
Τότε συνέλαβε τὴν ἰδέα: Τό ‘φερε ἀπὸ ‘δῶ, τό ‘φερε ἀπὸ ‘κεῖ, ἦταν τώρα στὸ χέρι του νὰ ἐπιλέξει. Ἢ νὰ τὸ ἀφήσει νὰ διαλυθεῖ ἢ νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος: Σκέφτηκε: «Ἂν δὲν τὸ φάω, θὰ διαλυθεῖ, θὰ παραμείνω ἐξαντλημένος καὶ θὰ γίνουμε κι οἱ τρεῖς τροφὴ γιὰ τὰ σκυλιά. Ἂν πάλι τὸ φάω, θὰ μπορέσω τοὐλάχιστον ἐγὼ νὰ κρατήσω κάποιες δυνάμεις.»
Τὸ εἶπε φωναχτά, ἔπρεπε νὰ τὸ πεῖ φωναχτά. Ἐξαιτίας τῶν ἄλλων φωνῶν ποὺ ἀκούγονταν μέσα του, τῶν σιγανῶν. Δὲν κοίταζε τὸν οὐρανό, ποὺ ξάνοιγε στὰ δυτικά. Δὲν ἔδινε σημασία στὴ βροχή, ποὺ κόπαζε. Κοίταζε τὸ ψωμί. Πείνα, σκεφτόταν, πείνα. Πείνα. Καί: Ψωμί, σκεφτόταν, ψωμί. Καὶ τότε τὸ ἔκανε. Τὸ ἔπιασε μὲ τὰ δυό του χέρια. Τὸ ἔσφιξε σὰν μπάλα. Τὸ ζούληξε γιὰ νὰ βγεῖ τὸ νερό. Τὸ δάγκωσε βαθιά, τὸ κατάπιε, τὸ καταβρόχθισε. Πέφτοντας στὰ γόνατα, ἀδράχνοντάς το, σὰν ἕνα κτῆνος. Ὥσπου τὸ ἀποτελείωσε.
Ἔμπηγε τὰ δάχτυλά του στὴ χέρσα γῆ, στὴ μουσκεμένη ἄμμο. Κρατοῦσε τὰ μάτια του κλειστά. Τότε λιποθύμησε. Οἱ ὦμοι του κύρτωσαν. Ὅταν συνῆλθε, σηκώθηκε τρικλίζοντας, μὲ τὴν αἴσθηση τῆς ἄμμου ἀνάμεσα στὰ δόντια του.
Σκούπισε τὰ μάτια του. Τὰ ἀνοιγόκλεισε. Κοίταξε πρὸς τὸν οὐρανό. Μιὰ ἀχτίδα φωτὸς διαπέρασε τὸ γκρίζο. Οἱ βρόχινες σημαῖες εἶχαν διαλυθεῖ στὸν ἀέρα. Λίγες σταγόνες ἀκόμη, κι ἡ καταιγίδα εἶχε πιὰ περάσει.
Φωτεινὸ γαλάζιο. Ἡ ὑγρασία ἐξατμιζόταν. Ὁ ἄντρας συνέχισε τὸ δρόμο του παραπατώντας. Οἱ καρποὶ τῶν χεριῶν του αἰωροῦνταν πάνω στοὺς γοφούς του. Τὸ πηγούνι του εἶχε βυθιστεῖ στὸ στῆθος. Στὸ τέρμα τοῦ δάσους ἔγειρε πάνω σ’ ἕνα πεῦκο. Ἀπὸ μακριὰ μποροῦσε κανεὶς ν’ ἀκούσει τὸ τιτίβισμα τοῦ σπίνου καθὼς καλοῦσε τὴ βροχή. Καὶ τοὺς κοφτοὺς κρωγμοὺς τοῦ κούκου. Ὁ ἄντρας ἀναζήτησε τὰ σημάδια πάνω στὰ δέντρα. Ψηλαφώντας τα πῆρε τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Πάνω στὶς φτέρες καὶ στὰ βάτα λαμπύριζαν οἱ σταγόνες. Ἡ ὑγρασία καὶ οἱ ἀναθυμιάσεις ἔκαναν τὴν ἀτμόσφαιρα ἀποπνικτική.
Μόνο τὰ μαυροπούλια εἶχαν ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὴν καταιγίδα. Περιπλανῶνταν πιὸ γρήγορα ἀνάμεσα στοὺς κορμούς. Ὁ ἄντρας σταματοῦσε κατὰ διαστήματα. Ἔνιωθε πιὸ ἀδύνατος ἀπ’ ὅ,τι στὸν πηγαιμό. Ἡ καρδιά του, τὰ πνευμόνια του τὸν ταλαιπωροῦσαν. Κι οἱ φωνές. Αὐτὲς οἱ φωνὲς πάνω ἀπ’ ὅλα.
Ἔτρεξε ἀκόμη τρεῖς ὧρες, μαζὶ μὲ τὶς στάσεις ποὺ ἔκανε γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Καὶ τότε τὴν εἶδε νὰ κάθεται. Εἶχε γείρει τὸ κορμί της σ’ ἕνα πεῦκο, τὸ παιδὶ ἦταν ξαπλωμένο στὴν ποδιά της. Προχώρησε πρὸς τὸ μέρος της. Ἐκείνη χαμογέλασε.
«Ἐπιτέλους ἦρθες.»
«Δὲν βρῆκα τίποτα» εἶπε ὁ ἄντρας. Κάθισε.
«Δὲν πειράζει» ἀποκρίθηκε ἐκείνη. Γύρισε τὸ πρόσωπό της ἀπὸ τὴν ἄλλη.
«Πόσο γκρίζαρε ξαφνικά» σκέφτηκε ὁ ἄντρας.
«Χάλια φαίνεσαι» εἶπε ἡ γυναίκα. «Προσπάθησε νὰ κοιμηθεῖς λιγάκι.» Ξάπλωσε.
«Τί ἔπαθε τὸ παιδί, γιατί εἶναι τόσο ἥσυχο;»
«Εἶναι κουρασμένο» εἶπε ἡ γυναίκα.
Ὁ ἄντρας ἀνέπνεε πάλι κανονικά.
«Κοιμᾶσαι;» ρώτησε ἡ γυναίκα.
Ὁ ἄντρας σώπαινε. Τώρα μόνο τὰ μαυροπούλια φτερούγιζαν τριγύρω.
Ὅταν ξύπνησε, εἶχε κι ἐκείνη ξαπλώσει καὶ κοίταζε τὸν οὐρανό. Τὸ παιδὶ κείτονταν δίπλα της, τὸ εἶχε τυλίξει μέσα στὴν μπλούζα της.
«Τί συμβαίνει;» ρώτησε ὁ ἄντρας
Ἡ γυναίκα δὲν σάλεψε. «Πέθανε» εἶπε.
Ὁ ἄντρας πετάχτηκε πάνω.
«Πέθανε;», φώναξε, «πέθανε;»
«Πέθανε ἐνῶ κοιμόσουν» ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα.
«Γιατί δὲν μὲ ξύπνησες;»
«Γιατί νὰ σὲ ξυπνήσω;» ρώτησε ἡ γυναίκα.
Πηγή: Texte und Materialien für den Unterricht. Deutsche Kurzgeschichten
Βολφντίτριχ Σνοῦρε (Wolfdietrich Schnurre) (22 Αὐγούστου 1920, Φραγκφούρτη ἂμ Μάιν-9 Ἰουνίου 1989, Κίελο). Ὁ Σνοῦρε ὑπῆρξε σημαντικὸς λογοτέχνης τῆς μεταπολεμικῆς Δυτικῆς Γερμανίας. Μεγάλωσε στὴ Φραγκφούρτη καὶ τὸ 1928 μετακόμισε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του στὸ Βερολίνο, ὅπου φοίτησε ἀρχικὰ σὲ ἕνα σοσιαλιστικὸ σχολεῖο καὶ ἐν συνεχεία στὸ γυμνάσιο. Στὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατετάγη ὡς ἐθελοντὴς στὸ στρατό. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1945 κατέφυγε στὴ Βεστφαλία καὶ ἐπέστρεψε στὸ Βερολίνο μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Στὴν ἀρχὴ ἔζησε στὸ Ἀνατολικὸ Βερολίνο, ἀλλὰ τὸ 1946 μετακόμισε στὸ Δυτικό. Τὰ ἑπόμενα χρόνια ἐργάστηκε ὡς κριτικὸς θεάτρου καὶ κινηματογράφου σὲ ἐφημερίδες. Ὑπῆρξε ἱδρυτικὸ μέλος τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Gruppe 47. Ἦταν ἐπίσης μέλος τῆς ἕνωσης λογοτεχνῶν PEN στὴ Ὁμοσπονδιακὴ Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποχώρησε τὸ 1961. Τὸ 1959 ὁ Σνοῦρε ἔγινε μέλος τῆς Γερμανικῆς Ἀκαδημίας Γλώσσας καὶ Ποίησης στὸ Ντάρμστατ. Τὸ 1964 προσβλήθηκε ἀπὸ σοβαρὴ μορφὴ πολυνευρίτιδας. Τὸ 1965 ἡ πρώτη του σύζυγος, Εὔα, αὐτοκτόνησε. Τὸ 1996 παντρεύτηκε τὴ γραφίστρια Μαρίνα, μαζὶ μὲ τὴν ὁποία υἱοθέτησαν ἕνα γιό. Πέθανε στὸ Κίελο σὲ ἡλικία 68 ἐτῶν. Ὁ Σνοῦρε τιμήθηκε, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὸ Βραβεῖο Νέας Γενιᾶς, τὸ Βραβεῖο Fontane τῆς πόλης τοῦ Βερολίνου (1958), τὸ Βραβεῖο Immermann (1959), τὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας Georg Marckensen (1962), τὸν Ὁμοσπονδιακὸ Σταυρὸ τῆς Ἀξίας (1981), τὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας τῆς Κολωνίας (1982), τὸ βραβεῖο Γκέοργκ Μπύχνερ (1983) καὶ τὸ Βραβεῖο Πολιτισμοῦ τῆς πόλης τοῦ Κιέλου (1989). Ἐκτὸς ἀπὸ πολλὲς μικρὲς ἱστορίες ἔγραψε καὶ μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικὰ ἔργα καὶ ἔργα γιὰ ραδιόφωνο καθὼς καὶ παιδικὰ βιβλία.
Εὐαγγελία Δάλκου (Τρίπολη, 1979). Σπούδασε Κλασικὴ Φιλολογία στὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ τὸ 2007 ὁλοκλήρωσε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴ Θεωρία τῆς Μετάφρασης στὸ Ἰόνιο Πανεπιστήμιο, μὲ ὑποτροφία τοῦ ΙΚΥ. Ἐργάζεται ὡς διορθώτρια-ἐπιμελήτρια.
Filed under: Γερμανικά,Δάλκου Ευαγγελία,Ιστορία,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Ψυχογραφία,Schnurre Wolfdietrich | Tagged: Γερμανικό διήγημα,Ευαγγελία Δάλκου,Λογοτεχνία,Wolfdietrich Schnurre | Τὰ σχόλια στὸ Βολφντίτριχ Σνοῦρε (Wolfdietrich Schnurre): Φυγή ἔχουν κλείσει