Βολφντίτριχ Σνοῦρε (Wolfdietrich Schnurre): Φυγή

 

 

Βολφντίτριχ Σνοῦρε (Wolfdietrich Schnurre)

 

Φυ­γή

(Auf der Flucht)

 

Α ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ εἶ­χαν με­γα­λώ­σει κι εἶ­χε γε­ρά­σει. Τῆς γυ­ναί­κας τῆς ἔ­πε­φτε πιὰ με­γά­λος. Κι ἦ­ταν καὶ τὸ παι­δὶ μα­ζί τους, νε­ο­γέν­νη­το. Πει­νοῦ­σε κι ἔ­κλαι­γε δια­ρκῶς. Κι ἡ γυ­ναί­κα πει­νοῦ­σε. Πα­ρέ­με­νε, ὅ­μως, ἤ­ρε­μη κι ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος τὴν κοι­τοῦ­σε, χα­μο­γε­λοῦ­σε, ἢ τοὐ­λά­χι­στον προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χα­μο­γε­λά­σει.

       Κι ὁ ἄν­τρας πει­νοῦ­σε. Δὲν ἤ­ξε­ραν ποῦ πή­γαι­ναν. Ἤ­ξε­ραν μό­νο ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ μεί­νουν στὴν πα­τρί­δα, εἶ­χε κα­τα­στρα­φεῖ.  Ἔ­τρε­χαν μέ­σα στὸ δά­σος, ἀ­νά­με­σα στὰ πεῦ­κα. Καὶ τ’ ἄ­κου­γαν νὰ θρο­ΐ­ζουν. Κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἡ­συ­χί­α. Βα­τό­μου­ρα ἢ μα­νι­τά­ρια δὲν ὑ­πῆρ­χαν. Τὰ εἶ­χε κά­ψει ὁ ἥ­λιος. Οἱ ἡ­λι­α­χτί­δες τρε­μό­παι­ζαν πά­νω ἀ­π’ τὰ μο­νο­πά­τια.  Μό­λις ποὺ φυ­σοῦ­σε ἕ­να ἐ­λα­φρὸ ἀ­ε­ρά­κι. Ὅ,τι πρέ­πει γιὰ τὰ γε­ρά­κια. Ζαρ­κά­δια καὶ λα­γοὶ κεί­τον­ταν μέ­σα στὴ φτέ­ρη, ξέ­πνο­α.

      «Ἀν­τέ­χεις;» ρώ­τη­σε ὁ ἄν­τρας.

      Ἡ γυ­ναί­κα δὲν σά­λε­ψε κα­θό­λου. «Ὄ­χι» εἶ­πε.

      Κά­θι­σαν. Τὰ πεῦ­κα εἶ­χαν κα­λυ­φθεῖ ἀ­πὸ κάμ­πι­ες ποὺ σέρ­νον­ταν ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ στοὺς κορ­μούς τους. Ὅ­ταν δὲν φυ­σοῦ­σε μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ ἀ­κού­σει τὸν ἐ­λα­φρὸ ψί­θυ­ρο ἀ­π’ τὶς  πευ­κο­βε­λό­νες. Φύλ­λα θρό­ϊ­ζαν κι ἔ­πε­φταν μα­ζὶ μὲ κο­πριὰ σὰν βρο­χή.

      «Μαυ­ρο­πού­λια», εἶ­πε ὁ ἄν­τρας, «ρη­μά­ζουν τὸ δά­σος».

      «Ποῦ εἶ­ναι τὰ ἄλ­λα που­λιά;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

      «Δὲν ξέ­ρω», ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἄν­τρας, «νο­μί­ζω ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χουν πιὰ που­λιά».

      Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βα­λε τὸ παι­δὶ νὰ βυ­ζά­ξει. Ἀλ­λὰ τὸ στῆ­θος δὲν εἶ­χε γά­λα. Καὶ τὸ παι­δὶ ξα­νάρ­χι­σε νὰ κλαί­ει. Ὁ ἄν­τρας ξε­ρο­κα­τά­πι­ε. Καὶ κα­θὼς τὸ παι­δὶ κόν­τευ­ε νὰ σκά­σει ἀ­π’ τὸ κλά­μα, ση­κώ­θη­κε ὄρ­θιος.

      «Ἔ­τσι δὲν μπο­ροῦ­με νὰ συ­νε­χί­σου­με» εἶ­πε.

      «Ὄ­χι» ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεί­νη. Προ­σπά­θη­σε νὰ τοῦ χα­μο­γε­λά­σει, ἀλ­λὰ δὲν τὰ κα­τά­φε­ρε.

      «Πά­ω νὰ φέ­ρω κά­τι νὰ φᾶ­με» εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

      «Ἀ­πὸ ποῦ;» ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη.

      «Ἄ­σ’ το σὲ μέ­να» τῆς εἶ­πε.

      Κι ἔ­φυ­γε. Περ­πά­τη­σε μέ­σα στὸ δά­σος ποὺ ψυ­χορ­ρα­γοῦ­σε.  Χά­ρα­ζε ση­μά­δια στὰ δέν­τρα. Ἔ­φτα­σε σ’ ἕ­να ἀμ­μῶ­δες αὐ­λά­κι. Κά­πο­τε ἦ­ταν ρυά­κι. Κι ἔ­τρε­χε σ’ ἕ­να μαῦ­ρο το­πί­ο, γε­μά­το σκό­νη. Κά­πο­τε ἦ­ταν λι­βά­δι. Δυ­ὸ ὧ­ρες ἔ­τρε­χε. Ἔ­πει­τα ἄρ­χι­ζε ἕ­νας χερ­σό­το­πος, σὰν ἔ­ρη­μος. Πά­νω σ’ ἕ­να βρά­χο κεί­τον­ταν ξε­ρα­μέ­νη μιὰ ὀ­χιά.  Ἀ­νά­με­σα στὰ σκο­νι­σμέ­να χορ­τά­ρια τοῦ κάμ­που. Ἔ­πει­τα βρέ­θη­κε, ἀ­να­πάν­τε­χα, σ’ ἕ­ναν ἀ­γρό. Κι ἀ­πὸ ’­κεῖ σ’ ἕ­να χω­ριό, πε­θα­μέ­νο.

      Κά­θι­σε πά­νω σ’ ἕ­να σί­δε­ρο, ἀ­π’ αὐ­τὰ ποὺ δέ­νουν τὰ κά­ρα. Τὸν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος. Ἐ­νῶ κοι­μό­ταν ἔ­πε­σε. Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε, δι­ψοῦ­σε. Ὁ οὐ­ρα­νί­σκος του ἔ­και­γε. Ση­κώ­θη­κε, μπῆ­κε τρι­κλί­ζον­τας σ’ ἕ­να σπί­τι. Μὲς στὸ σπί­τι ἐ­ρη­μιά. Κά­ποι­ος εἶ­χε βγά­λει ἔ­ξω τὸ συρ­τά­ρι τοῦ τρα­πε­ζιοῦ καὶ τώ­ρα ἔ­χα­σκε στὸ δά­πε­δο. Οἱ κα­τσα­ρό­λες ρη­μα­διό. Τὸ ἴ­διο καὶ τὰ πα­ρά­θυ­ρα. Πά­νω στὸν πάγ­κο ἕ­να μαν­τί­λι. Μὲς στὸ μαν­τί­λι δε­μέ­νη μι­σὴ φραν­τζό­λα ψω­μί. Ξε­ρό.

      Ὁ ἄν­τρας τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε. Στὰ ἄλ­λα σπί­τια δὲν βρῆ­κε τί­πο­τα. Οὔ­τε κἂν νε­ρό. Στὸ πη­γά­δι ψο­φί­μι. Δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ κό­ψει οὔ­τε ἕ­να κομ­μα­τά­κι ἀ­πὸ τὸ ψω­μί. Ἤ­θε­λε νὰ τὸ κρα­τή­σει γιὰ τὴ γυ­ναί­κα. Ἴ­χνη ἀ­πὸ σο­δειὰ δὲν ἔ­βρι­σκε. Οὔ­τε ζῶ­α ὑ­πῆρ­χαν πιά. Μό­νο με­ρι­κὲς ψό­φι­ες γά­τες καὶ χῆ­νες. Ἁ­πλῶς ὑ­πῆρ­χαν.

      Μιὰ κα­ται­γί­δα πλα­νι­ό­ταν στὸν ἀ­έ­ρα.Στὸ χω­ρά­φι πά­τη­σε μιὰ σαύ­ρα ποὺ σά­πι­ζε μὲς στὴ σκό­νη. Βρον­τοῦ­σε. Μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ δά­σος εἶ­χαν στα­θεῖ νέ­φη ἄν­θρα­κα. Προ­χώ­ρη­σε μὲ τὸ κε­φά­λι κα­τε­βα­σμέ­νο. Κρα­τοῦ­σε τὸ ψω­μὶ κά­τω ἀ­πὸ τὴ μα­σχά­λη. Τὰ γέ­νια του ἔ­στα­ζαν ἱ­δρώ­τα. Τὰ πέλ­μα­τα τῶν πο­δι­ῶν του ἔ­και­γαν.  Τά­χυ­νε τὸ βῆ­μα του. Μι­σό­κλει­σε τὰ μά­τια.  Κοί­τα­ξε πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ οὐ­ρα­νὸς πνι­γη­ρὸς ἀ­πὸ τὶς θει­ώ­δεις ἀ­να­θυ­μιά­σεις. Ἄ­στρα­φτε. Μαῦ­ρα σύν­νε­φα πλη­σί­α­ζαν. Ὁ ἥ­λιος ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν σι­γὰ σι­γά.

      Ὁ ἄν­τρας τά­χυ­νε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸ βῆ­μα του. Ἔ­χω­σε τὸ ψω­μὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ για­κὰ τοῦ που­κα­μί­σου στὸν κόρ­φο του, συγ­κρα­τών­τας το μὲ τοὺς ἀγ­κῶ­νες. Ἦρ­θε ἕ­νας δυ­να­τὸς ἀ­έ­ρας.  Πέ­φταν στα­γό­νες. Χο­ρο­πη­δοῦ­σαν σὰν μπι­ζέ­λια πά­νω στὸ ξε­ρὸ ἔ­δα­φος. Ὁ ἄν­τρας ἔ­τρε­χε. Τὸ ψω­μί, σκε­φτό­ταν, τὸ ψω­μί. Ἀλ­λὰ ἡ βρο­χὴ ἦ­ταν πιὸ γρή­γο­ρη ἀ­π’ αὐ­τόν.  Ἦ­ταν ἀ­κό­μα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ δά­σος, ὡ­στό­σο τὸν πλη­σί­α­ζε.

      Ἀ­στρα­πὲς ἔ­σκι­ζαν τὸν οὐ­ρα­νό. Ψι­χά­λι­ζε. Ὁ ἄν­τρας ἔ­σφι­ξε μὲ τὰ χέ­ρια τὸ ψω­μὶ πά­νω στὸ στῆ­θος του. Κολ­λοῦ­σε. Ἔ­τρε­χε σὰν κυ­νη­γη­μέ­νος. Ἀλ­λὰ ἡ βρο­χὴ δυ­νά­μω­νε. Τὸ δά­σος μπρο­στὰ καὶ τὸ χω­ριὸ πί­σω, ἄ­φαν­τα. Οἱ ἀ­να­θυ­μιά­σεις ἀ­νέ­μι­ζαν σὰν ση­μαῖ­ες πά­νω ἀ­πὸ τὸ χέρ­σο κάμ­πο. Τὰ ρυά­κια αὐ­λά­κω­ναν τὴν ἄμ­μο. Ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τος. Λα­χα­νι­α­σμέ­νος. Ἔ­γει­ρε τὸ σῶ­μα του πρὸς τὰ μπρός. Τὸ ψω­μὶ κρε­μό­ταν μέ­σα στὸ που­κά­μι­σό του, κά­τω ἀ­π’ τὸ στῆ­θος του. Δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὸ ἀγ­γί­ξει. Ἦ­ταν μα­λα­κό, θρυμ­μα­τι­ζό­ταν καὶ τὰ ψί­χου­λα ἔ­πε­φταν στὸ χῶ­μα. Σκε­φτό­ταν τὴ γυ­ναί­κα, τὸ παι­δί. Ἔ­σφι­ξε τὰ δόν­τια. Λύ­γι­σε τὰ χέ­ρια. Κόλ­λη­σε τοὺς βρα­χί­ο­νες μὲ δύ­να­μη πά­νω στὸ σῶ­μα. Ἔ­τσι σκέ­φτη­κε ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ προ­στα­τεύ­σει κα­λύ­τε­ρα τὸ ψω­μί.

      «Νὰ γεί­ρω ἀ­πὸ πά­νω του» σκέ­φτη­κε. «Νὰ δη­μι­ουρ­γή­σω κά­τι σὰν στέ­γα­στρο μὲ τὸ στῆ­θος μου. Δὲν πρέ­πει νὰ μοῦ τὸ δι­α­λύ­σει ἡ βρο­χή. Δὲν πρέ­πει.» Τὰ γό­να­τά του λύ­γι­σαν. Ἔ­γει­ρε τὸ κορ­μὶ πά­νω στὰ γό­να­τα.

      Ἡ βρο­χὴ βού­ι­ζε γύ­ρω του. Οὔ­τε στὰ δέ­κα βή­μα­τα δὲν μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ δι­α­κρί­νει μπρο­στά του. Ἔ­βα­λε τὰ χέ­ρια του πί­σω στὴν πλά­τη. Με­τὰ ἔ­γει­ρε τὸ μέ­τω­πο πρὸς τὴν ἄμ­μο. Ἔ­βλε­πε τὸν κόρ­φο του μέ­σα ἀ­πὸ τὸ για­κά. Ἔ­βλε­πε τὸ ψω­μί, ἦ­ταν λε­κι­α­σμέ­νο, δι­α­λυ­ό­ταν. Ἔ­μοια­ζε σὰν σφουγ­γά­ρι.

      «Θὰ πε­ρι­μέ­νω» σκέ­φτη­κε ὁ ἄν­τρας.   «Θὰ πε­ρι­μέ­νω μέ­χρι νὰ πε­ρά­σει ἡ κα­ται­γί­δα.» Τὸ ἤ­ξε­ρε. Ἔ­λε­γε ψέ­μα­τα, οὔ­τε πέν­τε λε­πτὰ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κρα­τή­σει τὸ ψω­μὶ ἀ­κέ­ραι­ο. Ἔ­πει­τα θὰ δι­α­λυ­ό­ταν, θὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν μπρο­στὰ στὰ μά­τια του. Ἔ­βλε­πε τὴ βρο­χὴ νὰ πε­τα­ρί­ζει γύ­ρω του. Ἀ­κό­μα καὶ κά­τω ἀ­πὸ τὶς μα­σχά­λες εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει νὰ τρυ­πώ­σει. Ἕ­νας χεί­μαρ­ρος ἀ­πὸ στα­γό­νες μού­σκε­ψε τὸ ψω­μί, γλί­στρη­σε μέ­σα του, τὸ ρο­κά­νι­σε. Οἱ στα­γό­νες ποὺ ἔ­πε­φταν κά­τω ἦ­ταν θο­λές ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα. Τὸ ψω­μί, ποὺ πρὶν ἀ­πὸ λί­γο εἶ­χε φου­σκώ­σει, τώ­ρα ὁ­λο­έ­να καὶ λι­γό­στευ­ε. Κομ­μά­τι κομ­μά­τι δι­α­λυ­ό­ταν.

      Τό­τε συ­νέ­λα­βε τὴν ἰ­δέ­α: Τό ‘φε­ρε ἀ­πὸ ‘δῶ, τό ‘φε­ρε ἀ­πὸ ‘κεῖ,  ἦ­ταν τώ­ρα στὸ χέ­ρι του νὰ ἐ­πι­λέ­ξει. Ἢ νὰ τὸ ἀ­φή­σει νὰ δι­α­λυ­θεῖ ἢ νὰ τὸ φά­ει ὁ ἴ­διος: Σκέ­φτη­κε: «Ἂν δὲν τὸ φά­ω, θὰ δι­α­λυ­θεῖ, θὰ πα­ρα­μεί­νω ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος καὶ θὰ γί­νου­με κι οἱ τρεῖς τρο­φὴ γιὰ τὰ σκυ­λιά. Ἂν πά­λι τὸ φά­ω, θὰ μπο­ρέ­σω τοὐ­λά­χι­στον ἐ­γὼ νὰ κρα­τή­σω κά­ποι­ες δυ­νά­μεις.»

      Τὸ εἶ­πε φω­να­χτά, ἔ­πρε­πε νὰ τὸ πεῖ φω­να­χτά. Ἐ­ξαι­τί­ας τῶν ἄλ­λων φω­νῶν ποὺ ἀ­κού­γον­ταν μέ­σα του, τῶν σι­γα­νῶν. Δὲν κοί­τα­ζε τὸν οὐ­ρα­νό, ποὺ ξά­νοι­γε στὰ δυ­τι­κά. Δὲν ἔ­δι­νε ση­μα­σί­α στὴ βρο­χή, ποὺ κό­πα­ζε. Κοί­τα­ζε τὸ ψω­μί. Πεί­να, σκε­φτό­ταν, πεί­να. Πεί­να. Καί: Ψω­μί, σκε­φτό­ταν, ψω­μί.  Καὶ τό­τε τὸ ἔ­κα­νε. Τὸ ἔ­πια­σε μὲ τὰ δυ­ό του χέ­ρια. Τὸ ἔ­σφι­ξε σὰν μπά­λα. Τὸ ζού­λη­ξε γιὰ νὰ βγεῖ τὸ νε­ρό. Τὸ δάγ­κω­σε βα­θιά, τὸ κα­τά­πι­ε, τὸ κα­τα­βρό­χθι­σε.  Πέ­φτον­τας στὰ γό­να­τα, ἀ­δρά­χνον­τάς το, σὰν ἕ­να κτῆ­νος. Ὥ­σπου τὸ ἀ­πο­τε­λεί­ω­σε.

      Ἔμ­πη­γε τὰ δά­χτυ­λά του στὴ χέρ­σα γῆ, στὴ μου­σκε­μέ­νη ἄμ­μο. Κρα­τοῦ­σε τὰ μά­τια του κλει­στά. Τό­τε λι­πο­θύ­μη­σε. Οἱ ὦ­μοι του κύρ­τω­σαν. Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε, ση­κώ­θη­κε τρι­κλί­ζον­τας, μὲ τὴν αἴ­σθη­ση τῆς ἄμ­μου ἀ­νά­με­σα στὰ δόν­τια του.

      Σκού­πι­σε τὰ μά­τια του. Τὰ ἀ­νοι­γό­κλει­σε. Κοί­τα­ξε πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό. Μιὰ ἀ­χτί­δα φω­τὸς δι­α­πέ­ρα­σε τὸ γκρί­ζο. Οἱ βρό­χι­νες ση­μαῖ­ες εἶ­χαν δι­α­λυ­θεῖ στὸν ἀ­έ­ρα. Λί­γες στα­γό­νες ἀ­κό­μη, κι ἡ κα­ται­γί­δα εἶ­χε πιὰ πε­ρά­σει.

      Φω­τει­νὸ γα­λά­ζιο. Ἡ ὑ­γρα­σί­α ἐ­ξα­τμι­ζό­ταν. Ὁ ἄν­τρας συ­νέ­χι­σε τὸ δρό­μο του πα­ρα­πα­τών­τας. Οἱ καρ­ποὶ τῶν χε­ρι­ῶν του αἰ­ω­ροῦν­ταν πά­νω στοὺς γο­φούς του. Τὸ πη­γού­νι του εἶ­χε βυ­θι­στεῖ στὸ στῆ­θος. Στὸ τέρ­μα τοῦ δά­σους ἔ­γει­ρε πά­νω σ’ ἕ­να πεῦ­κο. Ἀ­πὸ μα­κριὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς ν’ ἀ­κού­σει τὸ τι­τί­βι­σμα τοῦ σπί­νου κα­θὼς κα­λοῦ­σε τὴ βρο­χή. Καὶ τοὺς κο­φτοὺς κρωγ­μοὺς τοῦ κού­κου.  Ὁ ἄν­τρας ἀ­να­ζή­τη­σε τὰ ση­μά­δια πά­νω στὰ δέν­τρα. Ψη­λα­φών­τας τα πῆ­ρε τὸ δρό­μο τοῦ γυ­ρι­σμοῦ. Πά­νω στὶς φτέ­ρες καὶ στὰ βά­τα λαμ­πύ­ρι­ζαν οἱ στα­γό­νες. Ἡ ὑ­γρα­σί­α καὶ οἱ ἀ­να­θυ­μιά­σεις ἔ­κα­ναν τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα ἀ­πο­πνι­κτι­κή.

      Μό­νο τὰ μαυ­ρο­πού­λια εἶ­χαν ὠ­φε­λη­θεῖ ἀ­πὸ τὴν κα­ται­γί­δα. Πε­ρι­πλα­νῶν­ταν πιὸ γρή­γο­ρα ἀ­νά­με­σα στοὺς κορ­μούς. Ὁ ἄν­τρας στα­μα­τοῦ­σε κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα. Ἔ­νι­ω­θε πιὸ ἀ­δύ­να­τος ἀ­π’ ὅ,τι στὸν πη­γαι­μό. Ἡ καρ­διά του, τὰ πνευ­μό­νια του τὸν τα­λαι­πω­ροῦ­σαν. Κι οἱ φω­νές. Αὐ­τὲς οἱ φω­νὲς πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα.

      Ἔ­τρε­ξε ἀ­κό­μη τρεῖς ὧ­ρες, μα­ζὶ μὲ τὶς στά­σεις ποὺ ἔ­κα­νε γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ. Καὶ τό­τε τὴν εἶ­δε νὰ κά­θε­ται. Εἶ­χε γεί­ρει τὸ κορ­μί της σ’ ἕ­να πεῦ­κο, τὸ παι­δὶ ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νο στὴν πο­διά της. Προ­χώ­ρη­σε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἐ­κεί­νη χα­μο­γέ­λα­σε.

      «Ἐ­πι­τέ­λους ἦρ­θες.»

      «Δὲν βρῆ­κα τί­πο­τα» εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Κά­θι­σε.

      «Δὲν πει­ρά­ζει»  ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεί­νη. Γύ­ρι­σε τὸ πρό­σω­πό της ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη.

      «Πό­σο γκρί­ζα­ρε ξαφ­νι­κά» σκέ­φτη­κε ὁ ἄν­τρας.

      «Χά­λια φαί­νε­σαι» εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. «Προ­σπά­θη­σε νὰ κοι­μη­θεῖς λι­γά­κι.» Ξά­πλω­σε.

      «Τί ἔ­πα­θε τὸ παι­δί, για­τί εἶ­ναι τό­σο ἥ­συ­χο;­»

      «Εἶ­ναι κου­ρα­σμέ­νο» εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα.

      Ὁ ἄν­τρας ἀ­νέ­πνε­ε πά­λι κα­νο­νι­κά.

      «Κοι­μᾶ­σαι;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

      Ὁ ἄν­τρας σώ­παι­νε. Τώ­ρα μό­νο τὰ μαυ­ρο­πού­λια φτε­ρού­γι­ζαν τρι­γύ­ρω.

      Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε, εἶ­χε κι ἐ­κεί­νη ξα­πλώ­σει καὶ κοί­τα­ζε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὸ παι­δὶ κεί­τον­ταν δί­πλα της, τὸ εἶ­χε τυ­λί­ξει μέ­σα στὴν μπλού­ζα της.

      «Τί συμ­βαί­νει;» ρώ­τη­σε ὁ ἄν­τρας

      Ἡ γυ­ναί­κα δὲν σά­λε­ψε. «Πέ­θα­νε» εἶ­πε.

      Ὁ ἄν­τρας πε­τά­χτη­κε πά­νω.

      «Πέ­θα­νε;­», φώ­να­ξε,  «πέ­θα­νε;»

      «Πέ­θα­νε ἐ­νῶ κοι­μό­σουν» ἀ­πο­κρί­θη­κε ἡ γυ­ναί­κα.

      «Για­τί δὲν μὲ ξύ­πνη­σες;»

      «Για­τί νὰ σὲ ξυ­πνή­σω;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

 

 

 Πη­γή: T­e­x­te u­nd M­a­t­e­r­i­a­l­i­en f­ür d­en U­n­t­e­r­r­i­c­ht. D­e­u­t­s­c­he K­u­r­z­g­e­s­c­h­i­c­h­t­en 

 

 Βολφντίτριχ Σνοῦρε (Wolfdietrich Schnurre) (22 Αὐ­γού­στου 1920, Φραγκ­φούρ­τη ἂμ Μά­ιν-9 Ἰ­ου­νί­ου 1989, Κί­ε­λο). Ὁ Σνοῦ­ρε ὑ­πῆρ­ξε ση­μαν­τι­κὸς λο­γο­τέ­χνης τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Δυ­τι­κῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­γά­λω­σε στὴ Φραγκ­φούρ­τη καὶ τὸ 1928 με­τα­κό­μι­σε μα­ζὶ μὲ τὸν πα­τέ­ρα του στὸ Βε­ρο­λί­νο, ὅ­που φοί­τη­σε ἀρ­χι­κὰ σὲ ἕ­να σο­σι­α­λι­στι­κὸ σχο­λεῖ­ο καὶ ἐν συ­νε­χεί­α στὸ γυ­μνά­σιο. Στὴ διά­ρκεια τοῦ Β’ Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου κα­τε­τά­γη ὡς ἐ­θε­λον­τὴς στὸ στρα­τό. Τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 1945 κα­τέ­φυ­γε στὴ Βε­στφα­λί­α καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ Βε­ρο­λί­νο με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ πο­λέ­μου. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­ζη­σε στὸ Ἀ­να­το­λι­κὸ Βε­ρο­λί­νο, ἀλ­λὰ τὸ 1946 με­τα­κό­μι­σε στὸ Δυ­τι­κό. Τὰ ἑ­πό­με­να χρό­νια ἐρ­γά­στη­κε ὡς κρι­τι­κὸς θε­ά­τρου καὶ κι­νη­μα­το­γρά­φου σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Ὑ­πῆρ­ξε ἱ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος τοῦ Φι­λο­λο­γι­κοῦ Συλ­λό­γου G­r­u­p­pe 47. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης μέ­λος τῆς ἕ­νω­σης λο­γο­τε­χνῶν P­EN στὴ Ὁ­μο­σπον­δια­κὴ Δη­μο­κρα­τί­α τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­χώ­ρη­σε τὸ 1961. Τὸ 1959 ὁ Σνοῦ­ρε ἔ­γι­νε μέ­λος τῆς Γερ­μα­νι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Γλώσ­σας καὶ Ποί­η­σης στὸ Ντάρ­μστατ. Τὸ 1964 προ­σβλή­θη­κε ἀ­πὸ σο­βα­ρὴ μορ­φὴ πο­λυ­νευ­ρί­τι­δας. Τὸ 1965 ἡ πρώ­τη του σύ­ζυ­γος, Εὔ­α, αὐ­το­κτό­νη­σε. Τὸ 1996 παν­τρεύ­τη­κε τὴ γρα­φί­στρια Μα­ρί­να, μα­ζὶ μὲ τὴν ὁ­ποί­α υἱ­ο­θέ­τη­σαν ἕ­να γιό. Πέ­θα­νε στὸ Κί­ε­λο σὲ ἡ­λι­κί­α 68 ἐ­τῶν. Ὁ Σνοῦ­ρε τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο Νέ­ας Γε­νιᾶς, τὸ Βρα­βεῖ­ο F­o­n­t­a­ne τῆς πό­λης τοῦ Βε­ρο­λί­νου (1958), τὸ Βρα­βεῖ­ο I­m­mer­mann (1959), τὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας G­e­o­rg M­a­r­c­k­e­n­s­en (1962), τὸν Ὁ­μο­σπον­δια­κὸ Σταυ­ρὸ τῆς Ἀ­ξί­ας (1981), τὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κο­λω­νί­ας (1982), τὸ βρα­βεῖ­ο Γκέ­οργκ Μπύ­χνερ (1983) καὶ τὸ Βρα­βεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς πό­λης τοῦ Κι­έ­λου (1989). Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ πολ­λὲς μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες ἔ­γρα­ψε καὶ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, ποι­ή­μα­τα, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ἔρ­γα γιὰ ρα­δι­ό­φω­νο κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ βι­βλί­α.

 

Εὐ­αγ­γε­λί­α Δάλ­κου (Τρί­πο­λη, 1979). Σπού­δα­σε Κλα­σι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Ἐ­θνι­κὸ καὶ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ τὸ 2007 ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Θε­ω­ρί­α τῆς Με­τά­φρα­σης στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο, μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ Ι­ΚΥ. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­ορ­θώ­τρια-ἐ­πι­με­λή­τρια.