Ρέι Μπράντμπερι (Ray Bradbury)
Θὰ σὲ δῶ ποτέ
(Ι see you never)
Ο ΣΙΓΑΝΟ χτύπημα ἀκούστηκε στὴν πόρτα τῆς κουζίνας, καὶ ὅταν τὴν ἄνοιξε ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν, στὴν πίσω βεράντα ἦταν ὁ καλύτερος νοικάρης της, ὁ κύριος Ραμίρεζ, καὶ δύο ἀστυνομικοί, ἕνας σὲ κάθε πλευρά του. Ὁ κύριος Ραμίρεζ ἔστεκε ἐκεῖ, περιστοιχισμένος καὶ μικρός.
«Κύριε Ραμίρεζ!» εἶπε ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν.
Ὁ κύριος Ραμίρεζ ἦταν συντετριμμένος. Ἔδειχνε ἀνίκανος νὰ βρεῖ τὰ λόγια γιὰ νὰ τῆς ἐξηγήσει.
Εἶχε φτάσει στὸν ξενώνα τῆς κυρίας Ὀ’Μπράιαν πάνω ἀπὸ δύο χρόνια νωρίτερα κι ἀπὸ τότε ἔμενε ἐκεῖ. Εἶχε πάει μὲ τὸ λεωφορεῖο ἀπὸ τὴν Πόλη τοῦ Μεξικοῦ μέχρι τὸ Σὰν Ντιέγκο κι ὕστερα ἦρθε βορειότερα στὸ Λὸς Ἄντζελες. Ἐκεῖ εἶχε βρεῖ τὸ καθαρὸ δωματιάκι, μὲ γυαλισμένο γαλάζιο λινόλεουμ στὸ πάτωμα καὶ φωτογραφίες καὶ ἡμερολόγια πάνω στὴ λουλουδάτη ταπετσαρία τῶν τοίχων, καὶ τὴν κυρία Ὀ’Μπράιαν, μιὰ αὐστηρὴ ἀλλὰ καλόκαρδη οἰκοδέσποινα. Στὴ διάρκεια τοῦ πολέμου δούλευε στὸ ἐργοστάσιο ἀεροπλάνων κι ἔφτιαχνε ἐξαρτήματα γιὰ τὰ ἀεροπλάνα ποὺ ἔφευγαν γιὰ κάπου ἀλλοῦ, κι ἀκόμα καὶ τώρα, μετὰ τὸν πόλεμο, ἦταν ἀκόμα στὴν ἴδια δουλειά. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔβγαζε καλὰ λεφτά. Ἔβαζε στὴν ἄκρη μερικά, καὶ μεθοῦσε μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα – ἕνα προνόμιο πού, ὅπως πίστευε ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν, ἄξιζε σὲ κάθε καλὸ ἐργαζόμενο, χωρὶς ἀμφιβολία καὶ χωρὶς ἐπιπλήξεις.
Μέσα στὴν κουζίνα τῆς κυρίας Ὀ’Μπράιαν, στὸν φοῦρνο ψήνονταν πίτες. Σύντομα οἱ πίτες θὰ ἔβγαιναν μὲ ὄψη σὰν τοῦ κυρίου Ραμίρεζ – καφετιά, στιλπνὴ καὶ τραγανή, μὲ σχισμὲς στὴν ἐπιφάνειά τους γιὰ νὰ βγεῖ ὁ ἀέρας, σὰν τὶς σχισμὲς τῶν μαύρων ματιῶν τοῦ κυρίου Ραμίρεζ. Ἡ κουζίνα μύριζε ὡραῖα. Οἱ ἀστυνομικοὶ ἔγερναν μπροστά, σαγηνεμένοι ἀπὸ τὴ μυρωδιά. Ὁ κύριος Ραμίρεζ κοίταζε τὰ πόδια του, λὲς καὶ αὐτὰ τὸν εἶχαν βάλει σ’ αὐτὸν τὸν μπελά.
«Τί ἔγινε, κύριε Ραμίρεζ;» ρώτησε ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν.
Πίσω ἀπὸ τὴν κυρία Ὀ’Μπράιαν, ὅταν σήκωσε τὰ μάτια του, ὁ κύριος Ραμίρεζ εἶδε τὸ μακρὺ τραπέζι στρωμένο μ’ ἕνα καθαρὸ λευκὸ τραπεζομάντιλο καὶ μιὰ πιατέλα, δροσερά, ἀστραφτερὰ ποτήρια, μιὰ κανάτα μὲ νερὸ καὶ παγάκια νὰ ἐπιπλέουν, μιὰ γαβάθα μὲ φρέσκια πατατοσαλάτα κι ἄλλη μιὰ μὲ μπανάνες καὶ πορτοκάλια, κομμένα σὲ μικρούς, ζαχαρωμένους κύβους. Σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι κάθονταν τὰ παιδιὰ τῆς κυρίας Ὀ’Μπράιαν – οἱ τρεῖς ἐνήλικοι γιοί της, τρώγοντας καὶ κουβεντιάζοντας, καὶ οἱ δυὸ νεότερες κόρες της, μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στοὺς ἀστυνομικοὺς καθὼς ἔτρωγαν.
«Εἶμαι ἐδῶ τριάντα μῆνες», εἶπε ὁ κύριος Ραμίρεζ ἥσυχα, κοιτάζοντας τὰ στρουμπουλὰ χέρια τῆς κυρίας Ὀ’Μπράιαν.
«Ἕξι μῆνες παραπάνω ἀπ’ ὅσο πρέπει», εἶπε ὁ ἕνας ἀστυνομικός. «Εἶχε μόνο προσωρινὴ βίζα. Τώρα τὸ ἀντιληφθήκαμε καὶ ψάξαμε νὰ τὸν βροῦμε.»
Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξή του, ὁ κύριος Ραμίρεζ ἀγόρασε ἕνα ραδιόφωνο γιὰ τὸ δωματιάκι του· τὰ βράδια τὸ ἔβαζε πολὺ δυνατὰ καὶ τὸ εὐχαριστιόταν. Ἀγόρασε κι ἕνα ρολόι χειρὸς καὶ τὸ εὐχαριστήθηκε κι αὐτό. Καὶ πολλὲς βραδιὲς περιδιάβαινε στοὺς σιωπηλοὺς δρόμους καὶ κοίταζε τὰ φανταχτερὰ ροῦχα στὶς βιτρίνες κι ἀγόραζε μερικά, κι ἔβλεπε τὰ κοσμήματα κι ἀγόραζε μερικὰ γιὰ τὶς λιγοστὲς φιλενάδες του. Καὶ πήγαινε στὸν κινηματογράφο πέντε φορὲς τὴν ἑβδομάδα μία περίοδο. Μιὰ ἐποχή, ἐπίσης, πήγαινε βόλτα μὲ τὸ τρὰμ —ὅλη νύχτα μερικὲς φορές— μυρίζοντας τὸν ἠλεκτρισμό, μὲ τὰ μαῦρα μάτια του νὰ κινοῦνται πάνω στὶς διαφημίσεις, νιώθοντας τοὺς τροχοὺς νὰ μουγκρίζουν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, παρακολουθώντας τὰ κοιμισμένα μικρὰ σπίτια καὶ τὰ μεγάλα ξενοδοχεῖα νὰ γλιστροῦν μπροστά του. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτό, εἶχε πάει σὲ μεγάλα ἑστιατόρια, ἀπολαμβάνοντας δεῖπνα μὲ πολλὰ πιάτα, καὶ στὴν ὄπερα καὶ στὸ θέατρο. Καὶ εἶχε ἀγοράσει ἕνα αὐτοκίνητο, ποὺ ἀργότερα, ὅταν ξέχασε νὰ τὸ πληρώσει, εἶχε ἔρθει νὰ τὸ πάρει ὀργισμένος ὁ ἀντιπρόσωπος μπροστὰ ἀπὸ τὸν ξενώνα.
«Ἦρθα λοιπόν», εἶπε τώρα ὁ κύριος Ραμίρεζ, «νὰ σᾶς πῶ ὅτι πρέπει ν’ ἀφήσω τὸ δωμάτιό μου, κυρία Ὀ’Μπράιαν. Ἦρθα νὰ πάρω τὰ μπαγάζια μου καὶ τὰ ροῦχα μου καὶ νὰ πάω μαζὶ μ’ αὐτοὺς τοὺς ἄντρες.»
«Πίσω στὸ Μεξικό;»
«Ναί. Στὸ Λάγκος. Μιὰ μικρὴ πόλη βόρεια ἀπὸ τὴν Πόλη τοῦ Μεξικοῦ.»
«Λυπᾶμαι, κύριε Ραμίρεζ.»
«Τὰ μάζεψα», εἶπε βραχνὰ ὁ κύριος Ραμίρεζ, ἀνοιγοκλείνοντας γοργὰ τὰ μαῦρα του μάτια καὶ κουνώντας ἀμήχανα τὰ χέρια του μπροστά του. Οἱ ἀστυνομικοὶ δὲν τὸν ἄγγιζαν. Δὲν ἦταν ἀνάγκη.
«Ὁρίστε τὸ κλειδί, κυρία Ὀ’Μπράιαν» εἶπε ὁ κύριος Ραμίρεζ. «Πῆρα τὴν τσάντα μου ἤδη.»
Ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν, γιὰ πρώτη φορά, πρόσεξε μιὰ βαλίτσα ποὺ ἔστεκε πίσω του στὴ βεράντα.
Ὁ κύριος Ραμίρεζ κοίταξε πάλι μέσα στὴν πελώρια κουζίνα, τὰ ἀσημένια μαχαιροπίρουνα καὶ τοὺς νέους ἀνθρώπους ποὺ ἔτρωγαν καὶ τὸ γυαλισμένο πάτωμα ποὺ ἔλαμπε. Γύρισε καὶ κοίταξε γιὰ λίγο τὴ διπλανὴ πολυκατοικία, τρεῖς ὀρόφους ψηλὴ καὶ ὄμορφη. Κοίταξε τὰ μπαλκόνια καὶ τὶς ἐξόδους κινδύνου καὶ τὶς σκάλες ἀπὸ πίσω, τὶς ἁπλωμένες μπουγάδες ποὺ πλατάγιζαν στὸν ἄνεμο.
«Ἤσουν καλὸς νοικάρης», εἶπε ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν.
«Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, κυρία Ὀ’Μπράιαν» εἶπε ἐκεῖνος σιγανά. Ἔκλεισε τὰ μάτια του.
Ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν ἔστεκε κρατώντας τὴν πόρτα μισάνοιχτη. Ἕνας ἀπὸ τοὺς γιούς της, πίσω της, εἶπε ὅτι τὸ βραδινό της κρύωνε, ἀλλὰ ἐκείνη κούνησε τὸ κεφάλι ἀρνητικὰ πρὸς τὸ μέρος του καὶ στράφηκε ξανὰ στὸν κύριο Ραμίρεζ. Θυμήθηκε μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε ἐπισκεφτεῖ κάποιες παραμεθόριες κωμοπόλεις τοῦ Μεξικοῦ – τὶς πολὺ ζεστὲς μέρες, τὰ ἀτέλειωτα τριζόνια ποὺ πηδοῦσαν κι ἔπεφταν ἢ κείτονταν νεκρὰ καὶ εὔθραυστα σὰν τὰ ποῦρα στὶς βιτρίνες, καὶ τὰ κανάλια ποὺ διοχέτευαν τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ στὰ χωράφια, τοὺς χωματόδρομους, τὸ καψαλισμένο τοπίο. Θυμήθηκε τὶς σιωπηλὲς πόλεις, τὴ χλιαρὴ μπίρα, τὰ καυτερά, πηχτὰ φαγητὰ κάθε μέρα. Θυμήθηκε τὰ ἀργά, νωθρὰ ἄλογα καὶ τοὺς στεγνωμένους λαγοὺς στὸν δρόμο. Θυμήθηκε τὰ σιδερένια βουνὰ καὶ τὶς σκονισμένες κοιλάδες καὶ τὶς παραλίες τοῦ ὠκεανοῦ ποὺ ἐκτείνονταν ἑκατοντάδες μίλια βουβὲς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἦχο τῶν κυμάτων – οὔτε αὐτοκίνητα, οὔτε κτήρια, τίποτα.
«Λυπᾶμαι πολύ, κύριε Ραμίρεζ», εἶπε.
«Δὲν θέλω νὰ γυρίσω πίσω, κυρία Ὀ’Μπράιαν», εἶπε ἀδύναμα. «Μ’ ἀρέσει ἐδῶ, θέλω νὰ μείνω ἐδῶ. Δούλεψα, ἔχω λεφτά. Καλὸς φαίνομαι, ἔτσι; Καὶ δὲν θέλω νὰ γυρίσω πίσω!»
«Λυπᾶμαι, κύριε Ραμίρεζ» εἶπε ἐκείνη. «Μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ κάνω κάτι.»
«Κυρία Ὀ’Μπράιαν;» φώναξε ξαφνικά, ἐνῶ δάκρυα κυλοῦσαν ἀπὸ τὰ βλέφαρά του. Ἅπλωσε τὰ χέρια του κι ἔπιασε τὸ δικό της φλογερά, κουνώντας το, σφίγγοντάς το, κρατώντάς το. «Κυρία Ὀ’Μπράιαν, θὰ σὲ δῶ ποτέ, θὰ σὲ δῶ ποτέ!»
Οἱ ἀστυνομικοὶ χαμογέλασαν, ἀλλὰ ὁ κύριος Ραμίρεζ δὲν τὸ πρόσεξε, καὶ πολὺ σύντομα ἔπαψαν νὰ χαμογελοῦν.
«Ἀντίο, κυρία Ὀ’Μπράιαν. Ἤσουν καλὴ μαζί μου. Ὤ, ἀντίο, κυρία Ὀ’Μπράιαν. Θὰ σὲ δῶ ποτέ!»
Οἱ ἀστυνομικοὶ περίμεναν τὸν κύριο Ραμίρεζ νὰ γυρίσει, νὰ πάρει τὴ βαλίτσα του καὶ νὰ ξεκινήσει. Τότε τὸν ἀκολούθησαν, ἀφοῦ χαιρέτησαν τὴν κυρία Ὀ’Μπράιαν ἀγγίζοντας τὰ πηλήκιά τους. Τοὺς εἶδε νὰ κατεβαίνουν τὰ σκαλιὰ τῆς βεράντας. Ἔπειτα ἔκλεισε ἥσυχα τὴν πόρτα καὶ γύρισε ἀργὰ στὴ θέση της στὸ τραπέζι. Τράβηξε τὴν καρέκλα της καὶ κάθισε. Πῆρε τὸ καλογυαλισμένο μαχαίρι καὶ τὸ πιρούνι καὶ ξανάρχισε τὴν μπριζόλα της.
«Βιάσου, μάνα», εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς γιούς. «Θὰ κρυώσει.»
Ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν ἔβαλε μία μπουκιὰ στὸ στόμα της καὶ τὴ μάσησε πολλὴ ὥρα, ἀργά· ἔπειτα κοίταξε τὴν κλειστὴ πόρτα. Ἄφησε τὸ μαχαίρι καὶ τὸ πιρούνι της.
«Τί τρέχει, μάνα;» ρώτησε ὁ γιός της.
«Τώρα τὸ κατάλαβα», εἶπε ἡ κυρία Ὀ’Μπράιαν —σκέπασε μὲ τὸ χέρι τὸ πρόσωπό της— «ὅτι δὲν θὰ ξαναδῶ ποτὲ τὸν κύριο Ραμίρεζ.»
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories,Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986.
Ρέι Μπράντμπερι (Ray Bradbury). (Ἰλινόις, 1920). Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους συγγραφεῖς ἐπιστημονικῆς φαντασίας καὶ μυστηρίου, ἐνῶ ἔχει ἐπηρεάσει πολλοὺς νεότερους συγγραφεῖς. Διασημότερα ἔργα του εἶναι τὰ The Martian Chronicles καὶ τὸ Fahrenheit 451, ποὺ ἔγινε ταινία ἀπὸ τὸν Φρανσουὰ Τρυφό. Πολλὲς ἄλλες ἱστορίες του ἔχουν μεταφερθεῖ στὸν κινηματογράφο. Σήμερα, ζεῖ στὸ Λὸς Ἄντζελες.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Νίκος Μανουσάκης (Ἡράκλειο Κρήτης, 1963). Γεννήθηκε καὶ γαλουχήθηκε στὴν Κρήτη, μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα καὶ ζεῖ στὰ Τρίκαλα. Μεταφράζει κυρίως λογοτεχνία, μὲ προτίμηση στὴν ἐπιστημονικὴ φαντασία, καὶ ὑποτιτλίζει ταινίες.
Filed under: Bradbury Ray,Αγγλικά,Αισθήματα-Πάθη,Μανουσάκης Νίκος,Ξένοι-Ξενιτειά,Ρεαλισμός,Ψυχογραφία | Tagged: Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Νίκος Μανουσάκης,Ray Bradbury | Τὰ σχόλια στὸ Ρέι Μπράντμπερι (Ray Bradbury): Θὰ σὲ δῶ ποτέ ἔχουν κλείσει