Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς: Τὸ Δῶ­ρο


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς


Τὸ Δῶ­ρο


Δευ­τέ­ρα, Τρί­τη, Τε­τρά­δη, Πέ­φτη, Πα­ρα­σκευ­ή,

Σαβ­βά­το καὶ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ ἡ­μέ­ρα


ΛΛΟΣ ΚΑΝΕΙΣ ἀ­π’ τοὺς δι­κούς μου δὲν τὴν εἶ­χε δεῖ. Θά ‘χαν πε­ρά­σει κα­μιὰ δε­κα­ριὰ μέ­ρες, μπο­ρεῖ καὶ πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν κη­δεί­α της – ὄ­χι πά­νω ἀ­πὸ σα­ράν­τα, τό­σο χρει­ά­ζον­ται οἱ ψυ­χὲς νὰ κά­νουν τὶς βόλ­τες τους, πρὶν πᾶ­νε ὅ­που εἶ­ναι νὰ πᾶ­νε…- ἐ­γὼ θά ‘μουν ἀ­κό­μα μα­θη­τὴς τοῦ δη­μο­τι­κοῦ καὶ μιὰ νύ­χτα ἦρ­θε καὶ μ’ ἐ­πι­σκέ­φτη­κε. Στε­κό­ταν στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα, οὔ­τε εἶ­χα δεῖ πῶς μπῆ­κε, σή­κω­σε τὰ μά­τια καὶ μὲ κοί­τα­ξε. Ὄ­μορ­φη, ντυ­μέ­νη τὰ κα­λά της, τὰ μαλ­λιὰ στὸ σιν­τε­φέ­νιο της κε­φά­λι στὴν ἐν­τέ­λεια χω­ρι­σμέ­να ἀ­κρι­βῶς στὴ μέ­ση νὰ μὴν ξε­φεύ­γει τρί­χα, ζά­χα­ρη καὶ λε­μό­νι τὸ μυ­στι­κό της. Κι ἕ­να μαν­τή­λι νὰ πέ­φτει πί­σω στὸν αὐ­χέ­να. Τὴν πε­ρί­με­να στὸ πλα­τύ­σκα­λο, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ μας, μᾶς χώ­ρι­ζαν φαρ­διὰ σκα­λιὰ μαρ­μά­ρι­να. Πῆ­ρε ν’ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­νά­λα­φρη σὰ νὰ τὰ πη­δοῦ­σε πέν­τε πέν­τε κι οὔ­τε ποὺ φαί­νον­ταν τὰ πό­δια της νὰ ἀγ­γί­ζουν χά­μω.

        Ἀρ­χόν­τισ­σα. Ἔ­τσι τὴ λέ­γα­νε ὅ­λοι, ἔ­τσι τὴ θυ­μοῦν­ταν. Τὸ ἴ­διο κι ἐ­γὼ σὲ μέ­ρες γι­ορ­τι­νὲς κι ὅ­ταν ἑ­τοι­μα­ζό­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια νὰ πά­ει στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Σπά­νιο πράγ­μα νὰ τὴ δεῖ κα­νεὶς νὰ τρι­γυρ­νά­ει στὰ σο­κά­κια τοῦ χω­ριοῦ, ἐ­κτὸς κι ἂν ἔ­τρε­χε με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, χα­ρὰ ἢ λύ­πη. Ὅ­μως στὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς Πα­να­γί­ας στὴν πλα­τεί­α ἔ­σερ­νε πρώ­τη τὸν κα­λα­μα­τια­νό, «στὴν κεν­τη­μέ­νη σου πο­διά, μώ­ρ’ βλά­χα», τ’ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, τὸ πα­ράγ­γελ­νε νὰ τὸ βα­ρέ­σει τὸ κλα­ρί­νο, στὸν ἑ­αυ­τό της δῶ­ρο μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο, πή­γαι­νε μπρο­στὰ σὰ βάρ­κα σὲ νε­ρὰ γα­λη­νε­μέ­να μ’ ἐ­κεί­νη τὴ σε­μνὴ τὴ πε­ρη­φά­νια ἀλ­λο­τι­νοῦ και­ροῦ, ποὺ ὅ­πως καὶ νὰ τὴν πεῖς τὴ λέ­ξη, δὲν τὴν πιά­νεις· πάν­τα θὰ σοῦ ξε­φεύ­γει.

         Ἔ­φτα­νε πιὰ στὴ μέ­ση της με­γά­λης σκά­λας. Κι ἐρ­χό­ταν. Οὔ­τε καὶ δῶ στὸν ὕ­πνο μοῦ χα­μο­γε­λοῦ­σε. Μό­νο ποὺ στύ­λω­νε τὰ μά­τια σο­βα­ρὴ κι ἀ­νέ­βαι­νε. Κι ἐ­γὼ τὴν πε­ρί­με­να. Σὰ μου­σα­φί­ρη.

        Σὰν κα­τε­βαί­να­με στὸ χω­ριό, ὅ,τι γλυ­κὰ κι ἂν τῆς πη­γαί­να­με, τὰ πιὸ πολ­λά τα ἔ­κρυ­βε μπᾶς καὶ πε­ρά­σει κα­τα­λα­χά­ρης* ἔ­λε­γε, νά ‘χει νὰ τὸν φι­λέ­ψει, κι ἂς ἦ­ταν γλυ­κα­τζοῦ. Τὰ βρί­σκα­με ξε­ρὰ με­τὰ ἀ­πὸ μῆ­νες στὸ ψυ­γεῖ­ο, οἱ δι­κοί μου τὴ μα­λώ­να­νε, για­τί δὲν τά ‘τρωγε καὶ νά, χα­λά­σαν πιά, μὰ ἐ­κεί­νη πά­λι ἔ­κα­νε τὰ δι­κά της σὰν παίρ­να­με ξα­νὰ τὸ γυ­ρι­σμὸ γιὰ τὴν Ἀ­θή­να. Τῆς Γι­ωρ­γού­λας λέ­γαν τὰ παι­διὰ κι ὄ­χι τοῦ Χρή­στου, μοῦ ‘λέ­γε ἡ μά­να μου, κι ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε κι ἐ­κεί­νη νύ­φη στὸ χω­ριό, τὴν ἔ­πι­α­ναν ἀ­πὸ κον­τὰ καὶ τῆς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­ον­ταν, στὴν Κα­το­χὴ ἡ πε­θε­ρά σου ἔ­σω­σε τὰ παι­διά μας. Φόρ­τω­νε νύ­χτα τὸ γα­ϊ­δού­ρι καὶ πού­λα­γε χα­ρά­μα­τα τὸ γά­λα στὴν πο­λι­τεί­α, κι ὅ­σους ἤ­ξε­ρε πὼς δὲν εἶ­χαν νὰ τῆς δώ­σουν, ἄ­φη­νε ἀ­πέ­ξω ὅ­σο χρει­ά­ζον­ταν κι ἔ­φευ­γε, προ­τοῦ ν’ ἀ­νοί­ξουν οἱ νοι­κο­κυ­ραῖ­οι καὶ ντρα­ποῦ­νε…

        Μ’ ἔ­φτα­σε ἡ για­γιὰ στὸ κε­φα­λό­σκα­λο, ἔ­λυ­σε ἀ­ε­ρι­κὸ τὸν κόμ­πο ἀ­π’ τὸ μαν­τή­λι, τὸ τρά­βη­ξε καὶ τ’ ἄ­φη­σε νὰ πέ­σει στὰ δυ­ό μου χέ­ρια τ’ ἁ­πλω­μέ­να. Ἔ­μει­να νὰ τὸ κοι­τά­ζω, μαῦ­ρο μὲ πορ­το­κα­λὶ καὶ ρὸζ τρι­αν­τά­φυλ­λα μέ­σα ἀ­πὸ φύλ­λα πρά­σι­να. Καὶ τώ­ρα ἀ­κό­μα, ἂν μὲ ρω­τᾶς, τὸ βλέ­πω ὁ­λο­ζών­τα­να μπρο­στά μου. Μοῦ εἶ­παν κα­τό­πιν πῶς εἶ­χε στ΄ ἀ­λή­θεια ἕ­να μαν­τή­λι ὁ­λό­ι­διο. Γύ­ρι­σε καὶ κα­τέ­βη­κε τὴ σκά­λα χω­ρὶς νὰ πεῖ μιὰ λέ­ξη, τὸ χεί­λι της νὰ σπά­σει, ἴ­δια πά­χνη πρω­ϊ­νὴ μπαμ­πά­κι. Χά­θη­κε. Κι ἀ­πὸ τό­τε, κα­νεὶς δὲν τὴν ξα­νά­δε.

 
*καταλαχάρης: ξένος, περαστικός.

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς. Γεν­νή­θη­κε στὴ Μελ­βούρ­νη τῆς Αὐ­στρα­λί­ας καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που καὶ ζεῖ. Σπούδασε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στήμιο Κρή­της, πα­ράλ­λη­λα έκανε σπου­δὲς στὸ τρα­γού­δι καὶ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Μου­σι­κῆς. Ἐρ­γά­στη­κε στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση ὡς κα­θη­γη­τὴς φι­λό­λο­γος. Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ) ἐ­νῶ κεί­με­να καὶ θε­α­τρι­κά του ἔρ­γα ἔ­χουν ἀ­νέ­βει σὲ θε­α­τρι­κὲς καὶ μου­σι­κὲς σκη­νὲς τῆς Ἀ­θή­νας. Θε­α­τρι­κά του ἔ­χουν δι­α­κρι­θεῖ στοὺς Δι­α­γω­νι­σμοὺς Θε­α­τρι­κοῦ Ἔρ­γου τῆς Ἕ­νω­σης Σε­να­ρι­ο­γρά­φων Ἑλ­λά­δας («Τὸ Κου­τὶ» Α΄ βρα­βεῖ­ο 2018, «Μιὰ Σχε­δὸν Ἀ­λη­θι­νὴ Ἱ­στο­ρί­α» Ἔ­παι­νος 2017). Ὡς ἑρ­μη­νευ­τὴς συμ­με­τεῖ­χε στὸν δί­σκο (EP) Ὁ Κῆ­πος ποὺ Ἔ­σβη­σε κι Ἐ­χά­θη, σὲ ποί­η­ση Να­πο­λέ­ον­τος Λα­πα­θιώ­τη καὶ μου­σι­κὴ σύν­θε­ση Anastazios.


			

Ἀλέξανδρος Βαλκανᾶς: Σκηνὴ ἀποχωρισμοῦ


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς


Σκη­νὴ ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ


ΟΥ ΕΙΧΑΝ ΠΕΙ ΟΤΙ σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ ση­μεῖ­ο γι­νό­ταν ἡ συ­ναλ­λα­γή. Τὸ ἀ­κούμ­πη­σε στὸ παγ­κά­κι κι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια δὲν τὸ ἀ­κούμ­πη­σε, τὸ πέ­τα­ξε, ὄ­χι ἀ­πὸ με­γά­λο ὕ­ψος, πάν­τως τὸ πέ­τα­ξε. Ἔ­κα­νε δέ­κα εἴ­κο­σι βή­μα­τα, στά­θη­κε, γύ­ρι­σε πί­σω νὰ κοι­τά­ξει. Τὸ βι­βλί­ο τοῦ φά­νη­κε σο­κα­ρι­σμέ­νο, ὅ­λο ἕ­να πα­ρά­πο­νο γι’ αὐ­τὴν τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη. Τὸ εἶ­χε σκε­φτεῖ και­ρὸ πρὶν πά­ρει τὴν ἀ­πό­φα­ση, ἔ­πρε­πε νὰ στε­ρη­θεῖ κά­τι πο­λύ­τι­μο, μιὰ προ­σφο­ρὰ στὴ θά­λασ­σα τοῦ κό­σμου. Μιὰ ρι­πὴ ἀ­νέ­μου τὸ ξε­φύλ­λι­σε, τὸ ἐμ­προ­σθό­φυλ­λο καὶ λί­γες ἀ­κό­μα σε­λί­δες. Ἀ­πο­ρί­α. Ἔ­κλει­σε πά­λι. Στὴν τρί­τη σε­λί­δα ἦ­ταν ἡ ἀ­φι­έ­ρω­ση μὲ μπλὲ με­λά­νι ἀ­πὸ τὸ φι­λό­λο­γό του. Τοῦ εὐ­χό­ταν μί­α ζω­ὴ γε­μά­τη πε­ρι­πέ­τει­ες, εἶ­χε ὑ­πο­γρά­ψει μὲ με­γά­λα γράμ­μα­τα: ὁ Δά­σκα­λός σου. Ἕ­νας πε­ρα­στι­κὸς στα­μά­τη­σε, ἔ­σκυ­ψε, χά­ζευ­ε τὸν τί­τλο. Συ­νέ­χι­σε τὸν δρό­μο του.

        Ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ παγ­κά­κι. Στρι­μώ­χτη­κε δί­πλα στὸ βι­βλί­ο, τὰ πό­δια ἑ­νω­μέ­να καὶ τὰ χέ­ρια ἀ­νά­με­σα. Δί­στα­σε μί­α στιγ­μή, τὸ πῆ­ρε καὶ τὸ ἀ­κούμ­πη­σε πά­νω στὸν γο­φό του. Ἔ­νι­ω­σε τὴ ζε­στα­σιά του νὰ δι­α­περ­νᾶ τὸ ὕ­φα­σμα τοῦ παν­τε­λο­νιοῦ, μιὰ δι­ά­χυ­ση στὸ δέρ­μα. Ἀ­πο­πλά­νη­ση. Δὲν ἤ­τα­νε ἀ­γνώ­μων, εἶ­χε γί­νει ἀ­φορ­μὴ ν’ ἀ­νοί­ξει μί­α πόρ­τα στὴ ζω­ή, τοῦ ἔ­δει­ξε ἕ­ναν τρό­πο νὰ ἀ­κουμ­πᾶ τὰ πράγ­μα­τα: δυ­ὸ δό­σεις γλύ­κας, ἴ­σες δό­σεις πό­νου. Τὸ ἔ­σπρω­ξε μὲ τὴν ἀ­νά­πο­δη τῆς πα­λά­μης σὰν ἀ­πὸ ἔγ­καυ­μα. Ἐ­κεῖ­νο χο­ρο­πή­δη­σε στὸ παγ­κά­κι, λί­γο καὶ θὰ ‘πέ­φτε. Ση­κώ­θη­κε, τά­χυ­νε τὸ βῆ­μα. Ἄλ­λο καὶ τοῦ­το…, ἄ­κου­γε τσι­ρί­δες, ἤ­θε­λε νὰ κλεί­σει μὲ τὰ χέ­ρια του τ’ αὐ­τιά. «Δὲν τὸ πι­στεύ­ω!» —αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲ γύ­ρι­ζε μὲ τί­πο­τα— «Αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο δὲν ὑ­πάρ­χει, εἶ­ναι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νο. Δὲν φαν­τά­ζε­σαι πό­σο και­ρὸ τὸ ψά­χνω!». Ἡ φω­νὴ ἐ­κτό­ξευ­ε βεγ­γα­λι­κά.

     Ἔ­φτα­σε στὸ ἁ­μά­ξι, ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα καὶ χώ­θη­κε μέ­σα. Γυα­λιὰ ἡ­λί­ου κι ἕ­να γκρι­ζο­μάλ­λι­κο κε­φά­λι εἰ­σέ­βα­λαν στὸν μπρο­στι­νὸ κα­θρέ­φτη. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἦ­ταν ἕ­τοι­μος νὰ βά­λει μπρός, δύ­ο κο­ρί­τσια ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κα περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ δί­πλα του. Ἡ με­λα­χρι­νὴ μὲ τὴν μπλὲ τού­φα κρα­τοῦ­σε μί­α με­γά­λη ὑ­φα­σμα­τέ­νια τσάν­τα. Τὸ βι­βλί­ο του ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν κυ­μα­τι­στὴ κί­νη­ση τῶν ἐ­φη­βι­κῶν βη­μά­των. Στὴν πά­νω γω­νί­α τὸ με­γά­λο «Ὁ» τοῦ τί­τλου, τὸ μι­σό, τοῦ ἔ­κλει­νε τὸ μά­τι.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νάς. Γεν­νή­θη­κε στὴ Μελ­βούρ­νη τῆς Αὐ­στρα­λί­ας καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που καὶ ζεῖ. Σπούδασε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στήμιο Κρή­της, πα­ράλ­λη­λα έκανε σπου­δὲς στὸ τρα­γού­δι καὶ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Μου­σι­κῆς. Ἐρ­γά­στη­κε στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση ὡς κα­θη­γη­τὴς φι­λό­λο­γος. Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ) ἐ­νῶ κεί­με­να καὶ θε­α­τρι­κά του ἔρ­γα ἔ­χουν ἀ­νέ­βει σὲ θε­α­τρι­κὲς καὶ μου­σι­κὲς σκη­νὲς τῆς Ἀ­θή­νας. Θε­α­τρι­κά του ἔ­χουν δι­α­κρι­θεῖ στοὺς Δι­α­γω­νι­σμοὺς Θε­α­τρι­κοῦ Ἔρ­γου τῆς Ἕ­νω­σης Σε­να­ρι­ο­γρά­φων Ἑλ­λά­δας («Τὸ Κου­τὶ» Α΄ βρα­βεῖ­ο 2018, «Μιὰ Σχε­δὸν Ἀ­λη­θι­νὴ Ἱ­στο­ρί­α» Ἔ­παι­νος 2017). Ὡς ἑρ­μη­νευ­τὴς συμ­με­τεῖ­χε στὸν δί­σκο (EP) Ὁ Κῆ­πος ποὺ Ἔ­σβη­σε κι Ἐ­χά­θη, σὲ ποί­η­ση Να­πο­λέ­ον­τος Λα­πα­θιώ­τη καὶ μου­σι­κὴ σύν­θε­ση Anastazios.


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς: Κάδος ἀπορριμμάτων



Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς


Κά­δος ἀ­πορ­ριμ­μά­των


ΤΑΝ ΕΝΑΣ ΚΑΔΟΣ κα­κο­πα­θη­μέ­νος. Μὲ τὸ κα­πά­κι του θε­ό­στρα­βο λὲς κι εἶ­χε πε­ρά­σει πά­ρε­ση, τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του νὰ χά­σκει γκρί­ζο, βρό­μι­κο καὶ ἄ­δει­ο, ἢ μὲ κά­ποι­ες ἐ­λά­χι­στες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ἀ­νά­ξι­ες προ­σο­χῆς. Τὸ πέ­δι­λό του κι αὐ­τὸ ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νο συ­νέ­βα­λε στὴν ὅ­λη κλι­νι­κὴ εἰ­κό­να ἀ­σθε­νοῦς σὲ ὁ­ρια­κὴ κα­τά­στα­ση. Οἱ γεί­το­νες, ἐμ­φα­νῶς, δὲν τὸν προ­τι­μοῦ­σαν. Εἶ­χαν ἄλ­λους πιὸ ἀ­γα­πη­μέ­νους. Σὲ αὐ­τὸν κα­τέ­φευ­γαν μο­νά­χα σ’ ἔ­κτα­κτες πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­πως στὰ πολ­λὰ τὰ κρύ­α καὶ τὶς δυ­να­τὲς μπό­ρες, πε­τά­γον­ταν ἀ­λα­φι­α­σμέ­νοι, σή­κω­ναν τὸ κα­πά­κι του μὲ σι­χα­σιὰ —σὰ νὰ μὴν ἤ­θε­λαν νὰ τοὺς πά­ρει εἴ­δη­ση κα­νέ­νας πὼς εἴ­χα­νε πά­ρε δῶ­σε μ’ αὐ­τόν —κι ἔ­τρε­χαν πί­σω γραμ­μὴ στὰ σπί­τια τους. Ἀ­κό­μα κι αὐ­τοὶ οἱ ὑ­πάλ­λη­λοι τῆς Κα­θα­ρι­ό­τη­τας ἦ­ταν φο­ρὲς ποὺ τὸν προ­σπερ­νοῦ­σαν, μό­λις κα­τα­δε­χό­με­νοι μι­σὴ μα­τιὰ συγ­κα­τά­βα­σης καὶ οἴ­κτου. «Λί­γα τα ψω­μιά σου», ἔ­λε­γαν ἀ­πὸ μέ­σα τους. «Στὴν ἑ­πό­με­νη ἀ­να­νέ­ω­ση τοῦ στό­λου, θὰ γί­νεις κι ἐ­σὺ αὐ­τὸ ποὺ τρῶς: Σκου­πί­δι.» Ὁ γέ­ρο-Κά­δος τὰ ἤ­ξε­ρε ὅ­λα αὐ­τά. Εἶ­χε γί­νει μὲ τὰ χρό­νια ἕ­νας σο­φός, κυ­νι­κὸς μὲ τὰ σκυ­λιά του καὶ στω­ι­κὸς μὲ τὶς γά­τες του τὶς ἀ­κρο­βά­τισ­σες. Ἀλ­λὰ κι ἐ­κεῖ­να πιὰ τὸν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἀ­ραι­ὰ καὶ ποῦ λό­γω μει­ω­μέ­νου πε­ρι­ε­χο­μέ­νου κι ἀ­νερ­γί­ας. Ὅ­μως εἶ­χε βρεῖ ἕ­να λό­γο νὰ κρα­τι­έ­ται, νὰ μὴν τὸ βά­ζει κά­τω. Ἕ­ναν ἔ­ρω­τα μυ­στι­κό. Μιὰ γριὰ φα­φού­τα σὰν κι αὐ­τὸν ποὺ περ­νοῦ­σε μὲ τὸ κα­ρο­τσά­κι τοῦ σου­περ­μάρ­κετ νὰ κρο­τα­λί­ζει φα­σα­ρι­ό­ζι­κα, κά­θε δύ­ο μὲ τρεῖς ἡ­μέ­ρες. Τὸν ἄ­νοι­γε μ’ ἕ­να ρα­βδὶ κι ἔμ­παι­νε σχε­δὸν ὁ­λό­κλη­ρη μέ­σα του, ἀ­φοῦ ὅ,τι πε­ρι­εῖ­χε ἦ­ταν ἴ­σια βα­θιὰ στὸν πά­το. Ἅ­μα ἦ­ταν νύ­χτα, τοῦ ἔ­ρι­χνε ἕ­να φα­κὸ καὶ παί­ζα­νε τὸν για­τρό, τὸν γαρ­γα­λοῦ­σε καὶ τό­τε γέ­λα­γε πο­λύ, καὶ ὅ­πως ἔ­βγα­ζε πά­λι ἔ­ξω το κε­φά­λι, μό­λις ποὺ προ­λά­βαι­νε νὰ τῆς δώ­σει ἕ­να πε­τα­χτὸ φι­λί. Τὸν παί­δευ­ε ποὺ δὲν τοῦ ἔ­δι­νε στα­θε­ρὰ ραν­τε­βού. Ποὺ δὲν τοῦ ‘χε χα­ρί­σει οὔ­τε μιὰ λέ­ξη. Ἄλ­λοι ρα­κο­συλ­λέ­κτες μο­νο­λο­γοῦ­σαν μέ­σα στοὺς κά­δους τους, ἐμ­πι­στεύ­ον­ταν τὰ πιὸ κρυ­φά τους μυ­στι­κά, τὶς πιὸ βα­θι­ὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες. Ἢ κου­βέν­τες τοῦ ἀ­έ­ρα, με­τέ­ω­ρες μπουρ­μπου­λῆ­θρες, ποὺ γέ­μι­ζαν παι­χνι­δι­ά­ρι­κα τῶν κά­δων τὸ κε­νό. Ὅ­μως ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη ὅ­λα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τ’ ἀν­τέ­ξει, καὶ τὴν ἀ­δι­α­φο­ρί­α της ἀ­κό­μη σὰν δῶ­ρο ἀ­κρι­βό. Καὶ στὶς μα­κρι­ὲς ὧ­ρες τῆς μο­να­ξιᾶς του ὅ­λο κα­θό­ταν καὶ συλ­λο­γι­ζό­ταν πὼς ἔ­τσι μᾶλ­λον πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κὴ ἀ­γά­πη. Σι­ω­πη­λή. Σι­ω­πη­λὴ κι ἀ­νεκ­πλή­ρω­τη.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς. Γεν­νή­θη­κε στὴ Μελ­βούρ­νη τῆς Αὐ­στρα­λί­ας καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που καὶ ζεῖ. Ἀ­πο­φοί­τη­σε ἀ­πὸ τὸ τμῆ­μα Ἑλ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­κο­λού­θη­σε σπου­δὲς στὸ τρα­γού­δι καὶ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Μου­σι­κῆς. Ἐρ­γά­στη­κε ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση ὡς κα­θη­γη­τὴς φι­λό­λο­γος. Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ) ἐ­νῶ κεί­με­να καὶ θε­α­τρι­κά του ἔρ­γα ἔ­χουν ἀ­νέ­βει σὲ θε­α­τρι­κὲς καὶ μου­σι­κὲς σκη­νὲς τῆς Ἀ­θή­νας. Ὡς ἑρ­μη­νευ­τὴς συμ­με­τεῖ­χε στὸν δί­σκο (EP)  Ὁ Κῆ­πος ποὺ Ἔ­σβη­σε κι Ἐ­χά­θη, σὲ ποί­η­ση Να­πο­λέ­ον­τος Λα­πα­θιώ­τη καὶ μου­σι­κὴ σύν­θε­ση Anastazios.