.
.
Κώστας Μπέης
.
Ἀνομία
(Μουζίνα, Βόρεια Ἤπειρος, Χειμώνας 1996-7)
τῆσιν δ’ Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἦρχε γόοιος
Ἕκτορος ἀνδοφόνοιο κάρη μετὰ χερὶν ἔχουσα
Ὅμηρος, Ἰλιάδος, Ω
.
να βράδυ ἔγινε ‘κει πάνω μακελειό. Χειμώνας, ἔβρεχε καὶ κάπου στὸ δρόμο τῆς Μουζίνας εἶχαν στηθεῖ γιὰ πλιάτσκο. Κατέβαινε ἕνα μερσεντές, τὸ παιδί, λένε, δὲν ἦταν κάνας-φουκαριάρης· τὸν ἤξεραν ἐκεῖ. Κατέβαινε γιὰ τὸ χωριὸ ἢ πήγαινε στὰ πεθερικὰ –εἶχε μέσα τὴν ἀρραβωνιαστικιά–, τοῦ ‘βγήκαν μπροστά. Μπορεῖ καὶ νὰ ἦταν μιλημένοι, λένε ὅτι εἶχε πολλὰ λεφτὰ μαζί του. Τὸ μέρος τὸ ‘χεις ὑπόψη σου, στροφὲς συνεχῶς καὶ δασωμένοι λόφοι, καὶ γκρεμοί. Ἐκεῖ δὲν ἔχεις ἐλπίδα. …Ξέρεις πὼς εἶν’ ὁ χειμώνας ἐκεῖ, ἅμα κλείσει τὸ βουνὸ μὲ βροχὴ δὲν ἔχει νύχτα καὶ μέρα. Θυμᾶσαι τὴν παλιὰ τὴν πιάτσα, ὅπου κάναν στάση τὰ λεωφορεῖα μὲ δυὸ τρία μαγαζιὰ καὶ τὸ χωριὸ χωμένο στὰ ρουμάνια, ἐκεῖ ἦταν κάποιοι, οἱ συνηθισμένοι πίνοντας ρακί· αὐτοὶ ἄκουσαν κι ἔκαναν φασαρία κι ἔτσι τελείωσε ὣς αὐτοῦ. Τοῦ βγῆκαν μπροστά, εἴπανε, μὲ τὰ αὐτόματα, τρεῖς. Βγῆκε τὸ παιδὶ κι ἄλλαξαν κουβέντες. Ἔτσι ἀκούστηκε, ὅτι γνωρίζονταν, ἴσως ὄχι μ’ ὅλους… πάντως ντόπιοι ἦταν, ἔτσι λένε, ὅλοι. Τί ἀπόγιναν οἱ ὑπόλοιποι δὲν ἔμαθα, χάθηκαν κόσμος τότε. Τώρα, ἢ τοῦ γύρεψαν τὴν τσάντα, ἢ τὴν εἶδαν κι αὐτὸς τοὺς τὴν ἔδωσε. Κι ἄκουσε τὸν ἕναν νὰ λέει, νὰ λένε μεταξύ τους, μπροστά του, καὶ λεφτὰ κι ἁμάξι καὶ μουνί… Ἔβγαλε τὸ πιστόλι καὶ τοῦ τὴ μέτρησε στὴ μπάλα. Ἀκούστηκαν ριπές, οἱ ἄλλοι τὸν ἔραψαν. Τότε βγῆκαν οἱ ἄλλοι ἀπ’ τὴν πιάτσα, ἀκούστηκαν φωνές, φασαρία. Λένε ὅτι ἔριξαν κι οἱ ἄλλοι ἀπὸ πάνω κι ἔτσι πῆραν τὰ λεφτὰ κι ἔφυγαν. Ἡ ἄλλη εἶχε χυθεῖ πάνω κι ἔκλαιγε, τραβοῦσε τὰ μαλλιά της
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
Κώστας Μπέης Δ(ε)ρόπολη (Ἀλβανία, 1981). Σπούδασε Κλασικὴ Φιλολογία στὰ Γιάννινα. Ἐργάζεται στὴ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση.
.
Filed under: Ελληνικά,Θάνατος,Μπέης Κώστας,Παραβατικότητα,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί | Tagged: Διήγημα,Κώστας Μπέης,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Κώστας Μπέης: Ἀνομία ἔχουν κλείσει