Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.


Ἰ­ωάν­να Φλε­ρια­νοῦ: Fathercare

 

Ἰ­ωάν­να Φλε­ρια­νοῦ


Fathercare


ΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, κά­θε­ται δί­πλα του καὶ τοῦ λέ­ει:

Κοί­τα νὰ δεῖς, δὲν θέ­λω νὰ σὲ θί­ξω, ἀλ­λὰ σὰν πα­τέ­ρας πρέ­πει νὰ στὰ πῶ:

      Εἶ­σαι βρω­μύ­λος καὶ ἀ­τη­μέ­λη­τος κι ἔ­τσι ποὺ πᾶς δὲν θὰ σταυ­ρώ­σεις γκό­με­να.

        Κι ἄς λέ­ει ἡ μά­να σου, ὅ­τι ἔ­χεις ἐ­πι­τυ­χί­ες μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες, καὶ ὅ­τι μὲ τὸ ποὺ τοὺς σκᾶς ἕ­να χα­μό­γε­λο, τὶς ρί­χνεις κα­τευ­θεί­αν. Δὲ τὴν πι­στεύ­ω μὲ τί­πο­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν εἶ­σαι καὶ πο­λὺ ὁ­μι­λη­τι­κός, δὲν τὸ ‘χεις μὲ τὴ κου­βέν­τα.

        Καὶ σ’ ἔ­χω δεῖ φί­λε. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ κρυ­φτεῖς κα­θό­λου. Ὅ­λο στὸ βυ­ζὶ τὶς κοι­τᾶς.

        Λοι­πὸν γιὰ νὰ τε­λει­ώ­νου­με: Τοὺς φί­λους σου δὲν θὰ τοὺς πει­ρά­ζει νὰ φο­ρᾶς λε­ρω­μέ­να καὶ ἱ­δρω­μέ­να μπλου­ζά­κια, ἀλ­λὰ τὰ κο­ρί­τσια ἔ­χουν ραν­τάρ, μὲ τὸ ποὺ θὰ δοῦν τέ­τοι­α ἐμ­φά­νι­ση τε­λεί­ω­σες, ἔ­χουν γί­νει κα­πνός.

        Νὰ ‘ταν ὅ­μως μό­νο αὐ­τό;  Καὶ σ’ ἄλ­λα θέ­μα­τα δὲν συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι σω­στά.  Τὸ βρί­σκεις λο­γι­κὸ ἄς ποῦ­με νὰ ξε­νυ­χτᾶς συ­νέ­χεια καὶ τὸ πρω­ὶ ν’ ἀ­ρά­ζεις καὶ  νὰ κοι­μᾶ­σαι;

        Τὸ μό­νο ποὺ φαί­νε­ται νὰ σὲ νοιά­ζει ἐ­δῶ πέ­ρα εἶ­ναι ἡ ξά­πλα καὶ τὸ φαΐ τῆς μά­να σου.

        Τί κόλ­λη­μα κι αὐ­τὸ μὲ τὸ φα­γη­τό της.

        Δὲν σὲ κα­τα­λα­βαί­νω κα­θό­λου, τοῦ εἶ­πε μὲ αὐ­στη­ρὸ ὕ­φος.

        Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως δὲν ἔ­λε­γε τί­πο­τα, μό­νο γε­λοῦ­σε.

       Τὸν κοί­τα­ζε γι’ ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­ζε νὰ γε­λά­ει.

        Τὸ γέ­λιο του ἦ­ταν με­τα­δο­τι­κό, λί­γο ἔ­λει­ψε ν’ ἀρ­χί­σει νὰ γε­λά­ει κι αὐ­τός.

        Ἐ­γὼ πάν­τως ὅ,τι εἶ­χα νὰ σοῦ πῶ, στὸ εἶ­πα.

        Κά­νε ὅ,τι νο­μί­ζεις, τοῦ λέ­ει στὸ τέ­λος.

        Ἔ­πει­τα τὸν ση­κώ­νει ἀ­πὸ τὴν κού­νια του καὶ τὸν ἀ­κουμ­πά­ει προ­σε­κτι­κὰ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς μά­νας του.


        Ἦ­ταν ὥ­ρα νὰ τὸν θη­λά­σει.



Πηγή: Πρώτη δημοσέυση.

Ιωάννα Φλε­ρια­νοῦ (Ἀ­θή­να).  Σπού­δα­σε γερ­μα­νι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὴ Γερ­μα­νί­α καὶ στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν δι­δα­κτι­κή τῆς γερ­μα­νι­κῆς γλώσ­σας στὴν Ἀ­θή­να. Ἐρ­γά­ζεται ὡς κα­θη­γή­τρια γερ­μα­νι­κῆς φι­λο­λο­γί­ας στὴν δη­μό­σια ἐκ­παί­δευ­ση.


Εἰρήνη Σκούρα: Πόσο διαρκεῖ τὸ πράσινο;


Εἰ­ρή­νη Σκού­ρα 


Πό­σο δια­ρκεῖ τὸ πρά­σι­νο;


Ε ΚΟΚΚΙΝΟ σὲ δι­ορ­θώ­νω. Χρη­σι­μο­ποι­ῶ πάν­τα στυ­λὸ δι­αρ­κεί­ας. Σβή­νω, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω, κά­νω βελ­τι­ώ­σεις. Τὸ κόκ­κι­νο εἶ­ναι γιὰ τὸ λά­θος, τὸ πρά­σι­νο γιὰ τὶς βελ­τι­ώ­σεις, τὸ κί­τρι­νο ση­μαί­νει πρέ­πει νὰ τὸ ξα­να­δῶ. Ὅ­μως, προ­σο­χή! Μπο­ρεῖ ξαφ­νι­κὰ νὰ γί­νει κι αὐ­τὸ κόκ­κι­νο. Μό­νο τὸ πρά­σι­νο νὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι.

        Τὸ ἔ­μα­θες πιά. Τὸ κόκ­κι­νο εἶ­ναι κίν­δυ­νος, μέ­νεις ἀ­κί­νη­τος. Τὸ κί­τρι­νο θέ­λει προ­σο­χή, κοι­τᾶς δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά. Πρέ­πει νὰ εἶ­σαι σύν­το­μος καὶ πάν­τα ἕ­τοι­μος, μή­πως ἀλ­λά­ξει κά­τι ξαφ­νι­κά. Μὲ τὸ πρά­σι­νο εἶ­σαι ἐν­τά­ξει. Ἀλ­λὰ καὶ πά­λι πρέ­πει νὰ μά­θεις πό­ση ὥ­ρα κρα­τά­ει.

        Λὲς Πρέ­πει νὰ φύ­γω… Ἀ­μέ­σως ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κόκ­κι­νο. Γιὰ ἔμ­φα­ση βά­ζω καὶ τρί­α θαυ­μα­στι­κά. Δὲν ξα­να­μι­λᾶς, πε­ρι­μέ­νεις. Σὲ βλέ­πω λυ­πη­μέ­νο, κά­νω τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες βελ­τι­ώ­σεις. Ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κόκ­κι­νο τὸ Λυ­πη­μέ­νος, τὸ κλεί­νω σὲ πα­ρεν­θέ­σεις γιὰ σι­γου­ριά. Γρά­φω δί­πλα μὲ πρά­σι­νο Χα­ρού­με­νος. Μιὰ χα­ρὰ ται­ριά­ζει, μιὰ μι­κρὴ ἀλ­λα­γὴ καὶ ὅ­λα φτιά­χνουν.

        Ὅ­ταν πιὰ ση­κώ­νε­σαι νὰ φύ­γεις, ὅ­λα γί­νον­ται κόκ­κι­να. Ὅ­ταν λὲς Θὰ ξα­νάρ­θω, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κί­τρι­νο. Τὸ κί­τρι­νο βα­σι­κὰ ση­μαί­νει Προ­σο­χὴ ! Τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κό. Ὅ­ταν μὲ ἀγ­κα­λιά­ζεις, ὅ­λα εἶ­ναι πρά­σι­να. Ὅ­ταν μὲ φι­λᾶς, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ πρά­σι­νο καὶ γρά­φω στὸ πε­ρι­θώ­ριο Μπρά­βο!Πο­λὺ κα­λά! Ἐν­θαρ­ρύ­νω τὴ σω­στὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

        Χρη­σι­μο­ποι­ῶ πάν­τα στυ­λὸ δι­αρ­κεί­ας.Τὸ μό­νο ποὺ δὲν ξέ­ρω εἶ­ναι πό­σο δια­ρκεῖ τὸ πρά­σι­νο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰ­ρή­νη Σκού­ρα (Ἀ­θή­να). Σπού­δα­σε ἑλ­λη­νι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας. Ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ δι­δα­κτο­ρι­κὴ δι­α­τρι­βὴ μὲ θέ­μα τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὴν ἀ­γω­γὴ εἰ­ρή­νης καὶ τὰ ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς κα­θη­γή­τρια καὶ ὡς σχο­λι­κὴ σύμ­βου­λος στὴ δη­μό­σια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἄρ­θρα, με­λέ­τες καὶ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες σὲ παι­δα­γω­γι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Γρά­φει μι­κρὲς καὶ πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες κα­θὼς καὶ σε­νά­ρια γιὰ μι­κροῦ μή­κους ται­νί­ες.



		

	

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ο/Γ ΜΗΛΟΣ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 5/6)


Ο/Γ ΜΗΛΟΣ


Ε ΧΟΡΤΑΙΝΑ νὰ τὴν κοι­τά­ζω. Ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νη ἀ­νά­σκε­λα στὸ κά­θι­σμά της. Μαλ­λιὰ ξαν­θω­πά. Νύ­χια ἄ­βα­φα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ λε­πτά. Στὸ μπρά­τσο κεν­τη­μέ­νη νε­κρο­κε­φα­λή. Μέ­ση ἡ­λι­ο­κα­μέ­νη. Μά­τια μι­σό­κλει­στα, στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ ὕ­πνου. Τώ­ρα ἀ­νοί­γουν δι­ά­πλα­τα. Τὸ κά­θι­σμα πρέ­πει νὰ τὸ μοι­ρα­στεῖ. Μα­ζεύ­ει τὰ πό­δια της. Πά­ει πε­ρί­πα­το ὁ ὕ­πνος της. Καὶ μ’ ἕ­να «γα­μῶ τὶς Ἑλ­λη­νί­δες», ἂν κι Ἑλ­λη­νί­δα, ἀ­πο­χω­ρεῖ. Νέ­ες ἀ­φί­ξεις καὶ κα­τα­λή­ψεις στοῦ κα­ρα­βιοῦ τὰ πέ­ριξ. «Νὰ μὴν κά­τσω; Θὰ κά­τσω. Ὁ δι­κός σας ἂς κά­τσει ἀλ­λοῦ.» Νεῦ­ρα καὶ στὶς του­α­λέ­τες. Κύ­ριος ἀ­νύ­πο­πτος εἰ­σέρ­χε­ται στὸ γυ­ναι­κών. Κυ­ρί­α φι­λύ­πο­πτος τὸν ἀ­πω­θεῖ. Ἀν­ταλ­λα­γὴ πυ­ρῶν. Τὸ Ο/Γ ρί­χνει ἄγ­κυ­ρα στὸ νη­σί. Καὶ ὁ πό­λε­μος ποὺ ἄρ­χι­σε θὰ δι­α­κο­πεῖ.



Πη­γή: Τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ τὸ ἄ­λο­γο (Ποι­ή­μα­τα 1989-2009, Θερ­μα­ϊ­κὸς ἐκ­δό­σεις, Θεσ­σα­λο­νί­κη,  2011).

 

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).

Μᾶρκος Δραγούμης: Ἐρωτικό



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 3/6)


­ρω­τι­κό


ΑΘΩΣ τῆς κρα­τοῦ­σα τὴ σκά­λα γιὰ νὰ μὴν πέ­σει, εἶ­δα πὼς δὲν φο­ροῦ­σε κι­λό­τα. Μὲ δυ­σκο­λί­α κρα­τή­θη­κα νὰ μὴν ἁ­πλώ­σω χέ­ρι. Δώ­σα­με ραν­τε­βοὺ σ’ ἕ­να σύ­δεν­τρο στὴν ἐ­ρη­μιά. Στὸ μέ­ρος αὐ­τὸ κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν ἡ­δο­νο­βλε­ψί­ες. Τῆς πρό­τει­να νὰ πᾶ­με σι­νε­μά. Περ­πα­τή­σα­με ὣς ἐ­κεῖ ἀγ­κα­λια­στά. Κά­ποι­οι γνω­στοὶ μὲ στρα­βο­κοί­τα­ξαν. Κα­τά­λα­βε πὼς ἤ­μουν παν­τρε­μέ­νος. «Νὰ τα­ξι­δέ­ψεις μό­νος σου» μοῦ εἶ­πε. «Δὲν θ’ ἀν­τέ­ξω νὰ εἶ­μαι πό­τε μα­ζί σου καὶ πό­τε νὰ σὲ στε­ροῦ­μαι.» Κού­νη­σα τὸ κε­φά­λι μου κα­τα­φα­τι­κὰ κι ἄρ­χι­σα νὰ κλαί­ω. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ἡ φί­λη της μὲ λυ­πή­θη­κε καὶ χό­ρε­ψε μα­ζί μου γυ­μνή.


Πη­γή: Τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ τὸ ἄ­λο­γο (Ποι­ή­μα­τα 1989-2009, Θερ­μα­ϊ­κὸς ἐκ­δό­σεις, Θεσ­σα­λο­νί­κη,  2011).

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

   Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).

Θανάσης Μανιφάβας: Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος μυ­λω­νᾶς


Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας


Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος μυ­λω­νᾶς


Ε ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΟΥ στὸν ὀ­ρει­νὸ Βάλ­το, ὁ συ­νο­δός μου, μό­λις φτά­σα­με στὴν κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς λό­φου, στα­μά­τη­σε γιὰ νὰ θαυ­μά­σου­με τὴ θέ­α. Στὰ πό­δια μας ἁ­πλω­νό­ταν μιὰ γρα­φι­κό­τα­τη πο­τα­μιὰ

         — Βλέ­πεις στὸ βά­θος ἐ­κεῖ­να τὰ χα­λά­σμα­τα, εἶ­πε δεί­χνον­τας μὲ τὸ χέ­ρι του.

         Κοί­τα­ξα πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση ποὺ μοῦ ἔ­δει­χνε καὶ δι­έ­κρι­να τὰ χα­λά­σμα­τα ἑ­νὸς νε­ρό­μυ­λου, ποὺ ἀ­πὸ μα­κριὰ μαρ­τύ­ρα­γε ἐγ­κα­τά­λει­ψη.

         Αὐ­τὸς ὁ μύ­λος, συ­νέ­χι­σε, εἶ­ναι στοι­χει­ω­μέ­νος. Ἔ­χουν νὰ ποῦν πὼς τὰ βρά­δια ἀ­ε­ρι­κὰ χο­ρεύ­ουν στὰ χα­λά­σμα­τα.

         Ἀ­πὸ φό­βο μή­πως ἀρ­χί­σει κα­μιὰ ἀ­πὸ κεῖ­νες τὶς ἀ­φε­λεῖς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ φαν­τά­σμα­τα, δὲν ἔ­δω­σα ση­μα­σί­α. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως συ­νέ­χι­σε ἀ­πτό­η­τος.

         — Σ’ αὐ­τὸ τὸ μύ­λο ὁ τε­λευ­ταῖ­ος μυ­λω­νᾶς ἔ­σφα­ξε τὴ γυ­ναί­κα του.

         — Για­τί, εἶ­πα ἐ­γώ, τὸν ἀ­πα­τοῦ­σε; Ἤ­ξε­ρα πὼς ἡ πα­ρά­δο­ση θέ­λει τὶς γυ­ναῖ­κες τῶν μυ­λω­νά­δων νὰ μὴ δι­α­θέ­τουν τὴ συ­ζυ­γι­κὴ πί­στη τῆς ὁ­μη­ρι­κῆς Πη­νε­λό­πης.

         — Ναί, πρό­σθε­σε, ἀλ­λὰ πῶς κα­τά­λα­βε ὅ­τι τὸν ἀ­πα­τοῦ­σε;

         —  Πι­στεύ­ω, εἶ­πα μὲ κά­ποι­ο σαρ­κα­σμό, ὅ­τι ἕ­νας τρό­πος ὑ­πάρ­χει.

         — Ὄ­χι, εἶ­πε ὁ συ­νο­δός μου· ὁ μυ­λω­νᾶς ζοῦ­σε σὲ αὐ­τὸν τὸν μύ­λο μὲ τὴ γυ­ναί­κα του καὶ τὶς τρεῖς κό­ρες τους. Μιὰ Κυ­ρια­κὴ θὰ ρχό­τα­νε πα­πᾶς νὰ λει­τουρ­γή­σει τὸ ἐκ­κλη­σά­κι ποὺ εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τι. Οἱ κό­ρες τοῦ μυ­λω­νᾶ ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ πᾶ­νε νὰ λει­τουρ­γη­θοῦ­νε καὶ νὰ με­τα­λά­βουν. Τὸ Σάβ­βα­το τὸ βρά­δυ ὅ­μως, ἔ­ρι­ξε μιὰ φο­βε­ρὴ νε­ρο­πον­τὴ καὶ τὸ πο­τά­μι φού­σκω­σε καὶ κα­τέ­βα­σε. Τὰ κο­ρί­τσια στε­νο­χω­ρι­όν­του­σαν για­τὶ θὰ ἔ­χα­ναν τὴν ἐκ­κλη­σία. Τό­τε ὁ πα­τέ­ρας τους προ­σφέρ­θη­κε νὰ τὶς πε­ρά­σει αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ πο­τά­μι, στοὺς ὤ­μους του.

         Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε. Βρῆ­καν ἕ­να ση­μεῖ­ο ποὺ τὸ πο­τά­μι πλά­ται­νε ἀρ­κε­τά, ἄ­ρα τὸ βά­θος του ἦ­ταν μι­κρό, ἔ­παιρ­νε μί­α-μί­α τὶς κο­πέ­λες στὸν ὦ­μο καὶ τὶς περ­νοῦ­σε ἀ­πέ­ναν­τι.

         Ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ τὶς πε­ρί­με­νε νὰ γυ­ρί­σουν ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ξα­να­πέ­ρα­σαν τὸ πο­τά­μι.

         Ἡ ἀ­φή­γη­ση εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ κεν­τρί­ζει τὴν πε­ρι­έρ­γειά μου.

         — Καὶ με­τά; ρώ­τη­σα.

         — Με­τὰ γύ­ρι­σε στὸ μύ­λο καὶ ἔ­σφα­ξε τὴ γυ­ναί­κα του, για­τὶ κα­τά­λα­βε ὅ­τι τὸν ἀ­πα­τοῦ­σε.

         — Καὶ πῶς τὸ κα­τά­λα­βε;

         — Ἐ­δῶ σὲ θέ­λω· κα­τα­πῶς εἶ­πε ὁ ἴ­διος, ὅ­ταν πῆ­ρε στὸν ὦ­μο του τὴ δεύ­τε­ρη κό­ρη, ὄ­χι τὴν πρώ­τη ἢ τὴν τρί­τη, τὴν ἔ­νοι­ω­σε σὰ γυ­ναί­κα καὶ ἔ­βγα­λε τὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι δὲν ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴ σάρ­κα του.



Πη­γή: Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀ­γρι­νί­ου, 2021).

Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας (Ἀ­γρί­νιο) Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Γιὰ τὸ βι­βλί­ο του Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὰ ἑ­ξῆς: «[…] Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν εἶ­ναι μιὰ προ­σπά­θεια χαρ­το­γρά­φη­σης τῆς λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς, ὅ­πως αὐ­τὴ ἀ­να­δεί­χνε­ται ἀ­νό­θευ­τα καὶ αὐ­θόρ­μη­τα στὶς ἁ­πλὲς στιγ­μὲς τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εἶ­ναι ὅ­λες ἀ­λη­θι­νὰ πε­ρι­στα­τι­κά. […] Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἄρ­χι­σε ἡ λε­η­λα­σί­α τοῦ λα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ […] Στὸν ἑ­αυ­τό μου ἐ­πι­φυ­λάσ­σω ἕ­να ρό­λο: τοῦ ἁ­πλοῦ κα­τα­γρα­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νὰ δώ­σει στὸν ἀ­να­γνώ­στη καὶ κά­ποι­ες ἀ­πα­ραί­τη­τες γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση πλη­ρο­φο­ρί­ες, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­σκή­σεις εὐ­αι­σθη­σί­ας καὶ εὐ­και­ρί­ες γαλ­βα­νι­σμοῦ τῆς ψυ­χῆς…» (red line agrinio, 2017)

Εἰκόνα: Τὸ σχέ­διο εἶ­ναι τοῦ Δη­μή­τρη Δή­μα ἀ­πὸ τὴν πρω­τό­τυ­πη εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση γιὰ τὸ βι­βλίο (μει­κτὴ τε­χνι­κὴ, 11,5Χ16,5 ἐκ.)


		

	

Τζί­μης Πα­νού­σης: Φᾶ­τε μά­τια ψά­ρια



Τζί­μης Πα­νού­σης  (ἀφιέρωμα, 5/6) 


Φᾶ­τε μά­τια ψά­ρια


Ο ΖΕΣΤΟ  αὐ­γου­στι­ά­τι­κο βρά­δυ μὲ βρί­σκει ταμ­που­ρω­μέ­νο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὶς γρί­λι­ες ἑ­νὸς λου­τρο­καμ­πι­νὲ μιᾶς βί­λας στὴ Νέ­α Κη­φι­σιά. Τὸ ὀ­φθαλ­μο­φα­νές, ἐκ τῶν συμ­φρα­ζο­μέ­νων, τῆς ἰ­δι­ό­τη­τός μου, ἀ­πο­σα­φη­νί­ζε­ται πλή­ρως μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση στὸν ὑ­πὸ πα­ρα­τή­ρη­ση λου­τρο­καμ­πι­νὲ τῆς ἰ­δι­ο­κτή­τριας τῆς βί­λας. Προ­κε­ται πε­ρὶ γκο­με­νά­ρας, ἡ­μί­γυ­μνης, γύ­ρω στὰ τριά­ντα, μὲ τὶς βυ­ζά­ρες της ν’ ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν σὲ κά­θε της κί­νη­ση, χα­ρί­ζον­τάς μου ἕ­να θέ­α­μα ποὺ δι­και­ώ­νει ἀ­πό­λυ­τα τὴ δρά­ση τῆς συμ­πα­θοῦς τά­ξε­ως τῶν μπα­νι­στηρ­τζή­δων. Ἡ ἔ­ξα­ψή μου φτά­νει στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το ὅ­ταν ἡ γκο­με­νά­ρα, μὲ μιὰ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ κί­νη­ση, κα­τε­βά­ζει τὸ μο­να­δι­κὸ ἐ­σώ­ρου­χο ποὺ φο­ροῦ­σε ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τάς μου ἕ­να θε­σπέ­σιο καὶ ἡ­δο­νι­κὸ κω­λα­ρά­κι. Μὲ στα­θε­ρὲς κι­νή­σεις, ἡ ἀ­νυ­πο­ψί­α­στη ἰ­δι­ο­κτή­τρια ἀ­να­ση­κώ­νει τὸ κα­πά­κι τῆς του­α­λέ­τας, καὶ πρὶν προ­λά­βει κα­λὰ κα­λὰ νὰ κα­θί­σει ἀρ­χί­ζει νὰ κλά­νει, συ­νέ­χεια καὶ δυ­να­τά, ἐ­νῶ τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πλὰφ τῆς πρώ­της κου­ρά­δας ἔρ­χε­ται νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὸ ξάφ­νια­σμά μου. Ἡ μπό­χα τῆς σκα­τί­λας, ἀ­να­με­μιγ­μέ­νη μὲ τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ σκο­τω­μέ­νου αἵ­μα­τος τῆς πε­ρι­ό­δου, κα­θὼς καὶ ἡ θέ­α τῆς μα­τω­μέ­νης σερ­βι­έ­τας μπρο­στὰ στὰ πό­δια τῆς γκο­με­νά­ρας, ἔ­κα­νε ἀ­δύ­να­τη τὴ συ­νέ­χεια τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης. Κου­φά­λα δη­μι­ουρ­γέ, τὰ πάν­τα ἐν σο­φί­α ἐ­ποί­η­σες!



Πη­γή: Μι­κρο­α­στι­κὴ κα­τα­στρο­φή, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Ἀτ­τικὴ ἐ­ρυθρό­μορφη κύ­λι­κα, ποὺ ἀ­πο­δί­δε­ται στὸν ἀγ­γει­ο­γρά­φο Ἀμ­βρό­σιο, περ. 510-500 π.Χ. (Βο­στώ­νη, Μου­σεῖο Κα­λῶν Τε­χνῶν).



		

	

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων


[people walking across the Shibuya crossing in Tokyo, Japan]


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων

(Shrine of carp)


ΕΙΝΑΙ Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ, τὰ μπὰρ κλεί­νουν στὴ Σιμ­πού­για καὶ χι­λιά­δες ξε­χύ­νον­ται στοὺς δρό­μους σὰν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη, με­θυ­σμέ­νη ὀ­δον­τό­πα­στα, γε­λών­τας καὶ μι­λών­τας ἰ­α­πω­νι­κά.

       Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι φρα­κα­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ γε­μά­τα τα­ξί. Εἶ­ναι πα­σί­γνω­στο ὅ­τι πο­λὺ δύ­σκο­λα βρί­σκεις τα­ξὶ στὴ Σιμ­πού­για Πα­ρα­σκευ­ὴ ἢ Σάβ­βα­το βρά­δυ. Κά­ποι­ες φο­ρὲς δὲ εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, μό­νο το πε­πρω­μέ­νο κι ἡ θε­ϊ­κὴ πα­ρέμ­βα­ση θὰ σοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τα­ξί.

       Στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ στὴ Σιμ­πού­για στὴν καρ­διὰ τοῦ τε­ρά­στιου αὐ­τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ πάρ­τι. Δὲν καί­γο­μαι νὰ γυ­ρί­σω πί­σω, για­τί εἶ­μαι μό­νος. Μό­λις ἐ­πι­στρέ­ψω, μὲ πε­ρι­μέ­νει ἕ­να ἄ­δει­ο κρε­βά­τι στὸ δω­μά­τιο ἑ­νὸς ξε­νο­δο­χεί­ου σὰν γέ­φυ­ρα ποὺ βγά­ζει σ’ ἔ­ρη­μο κι ἀ­συν­τρό­φευ­το ὕ­πνο.

       Ἔ­τσι, στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ γα­λή­νιος σὰν μπα­νά­να, ἀ­φοῦ κά­πως ἔ­τσι μοιά­ζω, μό­νος μὴ Ἰ­ά­πω­νας σὲ πλῆ­θος Ἰ­α­πώ­νων. Ὅ­λα τὰ τα­ξὶ ποὺ περ­νοῦν στὸ πλά­ι μου εἶ­ναι γε­μά­τα κι ἔ­χει τό­ση κί­νη­ση, ποὺ μό­λις με­τὰ βί­ας κι­νοῦν­ται. Βλέ­πω μπρο­στά μου ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­δεια, ὅ­μως, ἀ­μέ­σως μό­λις ἐμ­φα­νί­ζον­ται, τὰ παίρ­νουν.

       Δὲν μὲ νοιά­ζει.

       Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι δὲν ἔ­χω νὰ πά­ω καὶ σὲ τί­πο­τα σπου­δαῖ­ο, ἀν­τί­θε­τα μ’ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς ποὺ βλέ­πω γύ­ρω μου καὶ πᾶ­νε πρὸς ἕ­να με­θυ­σμέ­νο, χα­ρού­με­νο γα­μή­σι.

       Δι­κά τους τὰ τα­ξί.

       Ἂς εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ εὐ­χή μου.

       Κά­πο­τε ἤ­μουν κι ἐ­γὼ νέ­ος.

       Τό­τε βλέ­πω ἕ­να ἄ­δει­ο τα­ξὶ νά ’ρ­χε­ται πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ γιὰ κά­ποι­ον πε­ρί­ερ­γο λό­γο ὅ­λοι οἱ ἐ­ρα­στὲς κοι­τοῦν ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη καὶ ση­κώ­νω τὸ χέ­ρι μη­χα­νι­κὰ καὶ τοῦ κά­νω νό­η­μα νὰ στα­μα­τή­σει. Δὲν τὸ κά­νω για­τὶ θέ­λω τὸ τα­ξί. Γί­νε­ται ἀ­συ­ναί­σθη­τα ἀ­πὸ συ­νή­θεια. Πο­σῶς μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει νὰ τοὺς κλέ­ψω τὸ τα­ξί.

       Μ’ ἕ­να τέ­τοι­ο νεῦ­μα, ἀ­σφα­λῶς, τὸ τα­ξὶ στα­μα­τᾶ, κι ἔ­τσι μπαί­νω μέ­σα. Καὶ ἡ κα­λο­σύ­νη ἔ­χει ὅ­ρια. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι ἰ­δι­ό­κτη­το, ἀ­φοῦ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του κα­θρε­φτί­ζε­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ κα­τό­χου καὶ φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ποὺ πη­γά­ζει ἀ­π’ τ’ ὅ­τι ἔ­χει δι­κό του τα­ξί.

       Λέ­ω στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ στὸν ὁ­δη­γὸ ποῦ πη­γαί­νω καὶ ξε­κι­νᾶ­με. Ἔκ­πλη­κτος ἀ­κό­μη ποὺ στα­μά­τη­σε τὸ τα­ξί, κά­νω ἕ­να λε­πτὸ πε­ρί­που νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω πλή­ρως τί ὑ­πάρ­χει μὲς στὸ τα­ξί. Μὲ τὸ ποὺ μπαί­νω ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι κά­τι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­συ­νή­θι­στο, πο­λὺ πέ­ρα ἀ­π’ τὶς προ­σω­πι­κὲς πι­νε­λι­ὲς ποὺ προ­σθέ­τουν στὰ τα­ξὶ οἱ τα­ξι­τζῆ­δες.

       Τό­τε, ὅ­πως λέ­νε, μοῦ ’ρ­χε­ται ἐ­πι­φοί­τη­ση μὲς στὸ κομ­φού­ζιο τοῦ κλει­σί­μα­τος τῶν μπὰρ τῆς Σιμ­πού­για καὶ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ποῦ πραγ­μα­τι­κὰ βρί­σκο­μαι. Δὲν εἶ­μαι σὲ τα­ξί. Εἶ­μαι σὲ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι γε­μά­το σκί­τσα, φω­το­γρα­φί­ες, ἀ­κό­μη καὶ πί­να­κες ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζουν κυ­πρί­νους. Στὸ πί­σω κά­θι­σμα βλέ­πω δύ­ο πί­να­κες μὲ κυ­πρί­νους μέ­σα σὲ χρυ­σὸ κά­δρο, ἕ­ναν σὲ κά­θε πόρ­τα.

       Παν­τοῦ μὲς στὸ τα­ξὶ κο­λυμ­ποῦν κυ­πρί­νοι.

       «Κυ­πρί­νοι», λέ­ω στὸν ὁ­δη­γὸ στὰ ἀγ­γλι­κά, ἐλ­πί­ζον­τας πὼς κά­τι θὰ κα­τα­λά­βει. Δὲν ξέ­ρω πῶς εἶ­ναι ὁ κυ­πρί­νος στὰ ἰ­α­πω­νι­κά.

       «Χά­ι», λέ­ει στὰ ἰ­α­πω­νι­κά, ποὺ ση­μαί­νει ναί. Τό­τε σχη­μα­τί­ζω τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς γνω­ρί­ζει πῶς λέ­νε τὸν κυ­πρί­νο ὅ­λοι οἱ λα­οὶ τῆς γῆς, ἀ­κό­μη κι οἱ Ἐ­σκι­μῶ­οι ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­θό­λου κυ­πρί­νους, μό­νο πα­γό­βου­να καὶ τὰ τοια­ῦτα. Ὁ τύ­πος γου­στά­ρει γιὰ τὰ κα­λὰ τοὺς κυ­πρί­νους.

       Τὸν κοι­τῶ προ­σε­χτι­κά.

       Εἶ­ναι εὐ­τυ­χὴς καὶ πρό­σχα­ρος.

       Θυ­μᾶ­μαι ὅ­τι στὴν Ἰ­α­πω­νί­α ὁ κυ­πρί­νος συμ­βο­λί­ζει τὴν κα­λὴ τύ­χη κι εἶ­μαι σ’ ἕ­ναν κι­νη­τὸ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων ἐ­νῶ μπαι­νο­βγαί­νω στὴν πο­λύ­βου­η ἐ­ρω­τι­κὴ λε­ω­φό­ρο των Ἰ­α­πώ­νων. Βγά­ζει νό­η­μα. Βλέ­πω νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς στὰ τα­ξὶ ὁ­λό­γυ­ρά μας στὸν δρό­μο γιὰ τὴν ἡ­δο­νὴ καὶ τὸ πά­θος.

       Πλέ­ου­με ἀ­νά­με­σά τους σὰν κα­λὴ τύ­χη.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ



Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ

(Castle of the Snow Bride)


… ὅ,τι λεί­πει ἐ­δῶ εἶ­ναι πο­λὺ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἀ­κο­λου­θεῖ, δι­ό­τι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­που­σιά­ζει εἶ­ναι τὸ φι­νά­λε μιᾶς ἰ­α­πω­νι­κῆς τσόν­τας μὲ τί­τλο Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ἡ ται­νί­α ἦ­ταν ἀ­πί­στευ­τα αἰ­σθη­σια­κή. Ἔ­πει­τα ἀ­π’ τὴν πα­ρα­κο­λού­θη­ση λί­γων μό­νο σκη­νῶν, ἡ στύ­ση μου ἔ­μοια­ζε μὲ τὴ στύ­ση ἐ­φή­βου. Ἦ­ταν φλο­γε­ρὴ καὶ ἀ­κα­νό­νι­στη, τρε­μό­παι­ζε ὅ­πως το­πί­ο στὴν καυ­τὴ ἔ­ρη­μο.

       Οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ στὴν ται­νί­α ἦ­ταν ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της ὀ­μορ­φιᾶς, χά­ρης καὶ ἡ­δο­νῆς. Ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τα ὁ­λο­έ­να πιὸ πο­λύ­πλο­κα, ὁ­λο­έ­να πιὸ εὐ­φάν­τα­στα.

       Ἡ πί­ε­ση τῆς στύ­σης μου εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο σχε­δὸν νὰ μὲ πε­τᾶ πρὸς τὰ πί­σω, κόν­τευ­α νὰ ἐ­κτο­ξευ­θῶ ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου καὶ νὰ προ­σγει­ω­θῶ στὰ γό­να­τα τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ κα­θό­ταν πί­σω μου.

       Τὸ κορ­μί μου παλ­λό­ταν ἀ­π’ τὸν ἴ­λιγ­γο τοῦ σὲξ σὰν δί­νη σὲ τρο­πι­κὴ θά­λασ­σα καὶ ὁ νοῦς μου πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν σὰν τὸ χτύ­πη­μα πόρ­τας ποὺ δὲν στα­μα­τᾶ ν’ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει.

       Ἡ ται­νί­α προ­χω­ροῦ­σε ὅ­λο καὶ βα­θύ­τε­ρα σὲ πιὸ πε­ρί­τε­χνο καὶ φαν­τα­σμα­γο­ρι­κὸ σέξ, στὸ τα­ξί­δι αὐ­τὸ μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν πλέ­ον αἰ­σθη­σια­κὴ ἐμ­πει­ρί­α πού ’­χα δεῖ ἢ φαν­τα­στεῖ πο­τέ μου. Λί­γο ἀ­κό­μη καὶ ὅ­λη ἡ προ­η­γού­με­νη ἐμ­πει­ρί­α μου στὸ σὲξ θά ’­μοια­ζε λὲς κι εἶ­χα πε­ρά­σει ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ δου­λεύ­ω λο­γι­στὴς σὲ μι­κρὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ φτιά­χνει τοῦ­βλα καὶ πον­τι­κο­πα­γί­δες σὲ μιὰ πό­λη τό­σο ζο­φε­ρὴ καὶ μο­νό­το­νη, ποὺ δὲν ἔ­χει κὰν ὄ­νο­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ζοῦν ἐ­κεῖ ὅ­λο τὸ ἀ­να­βάλ­λουν καὶ πά­νω ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ χρό­νια δὲν τὴν ὀ­νο­μα­τί­ζουν.

       «Θὰ πρέ­πει νὰ ὀ­νο­μα­τί­σου­με τὴν πό­λη αὐ­τὴ τοῦ χρό­νου», ἔ­τσι κά­πως τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν κι ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς θά ’­μοια­ζε ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ συγ­κρι­νό­με­νη μὲ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας.

       Εἶ­χαν μεί­νει ἐν­νέ­α λε­πτὰ γιὰ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας. Εἶ­χα συγ­κρα­τή­σει τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­π’ τὸ γκι­σέ. Ἡ ται­νί­α θὰ τε­λεί­ω­νε στὶς ἑ­φτὰ καὶ ἐν­νέ­α λε­πτὰ καὶ τὸ ρο­λό­ι τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­δει­χνε ἑ­φτὰ ἀ­κρι­βῶς. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ θὰ περ­νοῦ­σε στὴν ἀ­φά­νεια, θὰ γι­νό­ταν μου­σεια­κὸ εἶ­δος.

       Οἱ ἐ­ρω­τι­κὲς πε­ρι­πτύ­ξεις τῶν γυ­ναι­κῶν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου ἄρ­χι­σαν τώ­ρα νὰ με­τα­τρέ­πουν τὰ κα­θί­σμα­τα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου σὲ ἀ­τμό. Ἦ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καὶ εὐ­χά­ρι­στη ἐμ­πει­ρί­α νὰ νι­ώ­θω τὸ κά­θι­σμά μου νὰ ἐ­ξα­τμί­ζε­ται ἀ­π’ τὴν ἡ­δο­νή.

       Τό­τε συ­νέ­βη κά­τι ποὺ μ’ ἔ­κα­νε νὰ ση­κω­θῶ καὶ νὰ βγῶ στὸ φουα­γιέ. Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ση­μαν­τι­κή. Ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­φύ­γω. Ἐ­κεῖ τα πράγ­μα­τα ἄρ­χι­σαν κά­πως νὰ πε­ρι­πλέ­κον­ται μὲς στὴν ἀ­σά­φειά τους.

       Ἴ­σως ση­κώ­θη­κα νὰ πά­ρω ἀ­να­ψυ­κτι­κὸ θε­ω­ρών­τας πὼς ἔ­χω ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ τὸ κά­νω καὶ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὴν αἴ­θου­σα προ­τοῦ ἀρ­χί­σει ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νή, μπο­ρεῖ ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο νὰ μὲ σή­κω­σε ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου.

       Μπο­ρεῖ νὰ θέ­λη­σα νὰ πά­ω στὴν του­α­λέ­τα ἢ νά ’­πρε­πε νὰ δώ­σω σὲ κά­ποι­ον ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γράμ­μα κι εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με στὸ φουα­γιὲ καὶ δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α πό­τε ξε­κι­νᾶ ἡ ται­νί­α ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴν πιὸ θε­σπέ­σια ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νὴ ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

       Τέ­λος πάν­των, ἔ­κα­να αὐ­τὸ πού ’­χα νὰ κά­νω στὸ φουα­γιὲ —ὅ,τι κι ἂν ἦ­ταν— κι ἔ­τρε­ξα μὲ φό­ρα στὴν αἴ­θου­σα γιὰ νὰ δῶ τὴν αὐ­λαί­α νὰ πέ­φτει στὸ τέ­λος τῆς ται­νί­ας μὲ τὸ μα­κρι­νὸ πλά­νο ἑ­νὸς κά­στρου τὴ δύ­ση πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νου ἀ­πὸ κο­ρά­κια.

       Τὰ φῶ­τα ἄ­να­ψαν γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­λα κι ἡ αἴ­θου­σα ἦ­ταν γε­μά­τη λι­πό­θυ­μους ἄν­τρες. Ὁ­ρι­σμέ­νοι ἦ­ταν σω­ρι­α­σμέ­νοι στοὺς δι­α­δρό­μους. Ὅ­λοι τους εἶ­χαν μιὰ ἔκ­φρα­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας ζω­γρα­φι­σμέ­νη στὰ πρό­σω­πά τους, λὲς κι ὁ ἄγ­γε­λος τῆς ἡ­δο­νῆς τοὺς εἶ­χε ἀγ­γί­ξει ὅ­σο ἔ­κα­να ὅ,τι ἔ­κα­να.

       Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως τὸ ἔρ­γο θὰ παι­ζό­ταν ἄλ­λη μιὰ μέ­ρα. Πῆ­γα στὸ σπί­τι ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ζών­τας τὴν κό­λα­ση ἐ­πὶ γῆς. Ἡ νύ­χτα κύ­λη­σε σὰν πα­γω­μέ­νο νε­ρὸ ποὺ πέ­φτει στα­γό­να-στα­γό­να σὲ μιὰ πυ­ρέσ­σου­σα στύ­ση ποὺ κρά­τη­σε ὅ­λο τὸ βρά­δυ στὸν ὕ­πνο μου, πα­γι­δεύ­ον­τάς με σ’ ἕ­να κα­θε­στὼς τρο­με­ροῦ πό­νου.

       Ἡ πρώ­τη προ­βο­λὴ τοῦ Κά­στρου τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ ἦ­ταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη γιὰ τὸ με­ση­μέ­ρι στὶς δώ­δε­κα καὶ ἕ­να λε­πτό. Τὸ πρω­ῒ πέ­ρα­σε σὰν μα­ϊ­μοὺ ποὺ πα­λεύ­ει νὰ χο­ρέ­ψει στὸν πά­γο.

       Ὅ­ταν πῆ­γα στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο στὶς δώ­δε­κα πα­ρὰ τέ­ταρ­το, ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Στὴ θέ­ση του ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ πάρ­κο μὲ παι­διὰ ποὺ παί­ζουν καὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους κα­θι­σμέ­νους σὲ παγ­κά­κια νὰ δι­α­βά­ζουν.

       Ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ ρω­τή­σω γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως κα­νεὶς ἐ­κεῖ δὲν μι­λοῦ­σε ἀγ­γλι­κά. Μό­λις βρέ­θη­κε ἐ­πι­τέ­λους κά­ποι­ος ποὺ γνώ­ρι­ζε ἀγ­γλι­κά, μοῦ ’­πε μὲ ὕ­φος ἀ­πο­λο­γη­τι­κὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς του­ρί­στας ἀ­π’ τὴν Ὀ­σά­κα, ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πρώ­τη φο­ρὰ τὸ Τό­κιο καὶ δὲν ξέ­ρει τί­πο­τε γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως τὸ πάρ­κο εἶ­ναι πα­νέ­μορ­φο. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ πού ’­χε τό­σα δέν­τρα.

       Ἀρ­γό­τε­ρα συ­νάν­τη­σα ἀν­θρώ­πους μὲ κα­λὴ γνώ­ση τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου. Τοὺς ρώ­τη­σα γιὰ τὸ Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δὲν τὸ εἶ­χαν ξα­να­κού­σει πο­τέ τους καὶ μὲ ρώ­τη­σαν ἂν εἶ­μαι σί­γου­ρος γιὰ τὸν τί­τλο.

       Ναί, ἤ­μουν σί­γου­ρος. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μό­νο ἕ­να Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δυ­στυ­χῶς δὲν μπό­ρε­σαν νὰ μὲ βο­η­θή­σουν. Ἰ­δοὺ λοι­πόν: Ὅ­λα εἶ­ναι ἐ­δῶ πέ­ρ’ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ λεί­πει.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).