Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Τά­κης Σι­μώ­τας: Λοιπὸς ὁ­πλί­της


Τά­κης Σι­μώ­τας


Λοι­πός ὁ­πλί­της


Ὁ τα­χύ­τα­τος Ἀ­χιλ­λέ­ας δὲν θὰ προ­φθά­σει πο­τέ τὴν χε­λώ­να ποὺ κυ­νη­γά­ει για­τὶ, κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, θὰ πρέ­πει κά­θε φο­ρά νὰ φθά­νει πρῶ­τα στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ χε­λώ­να εἶ­χε ξε­κι­νή­σει κι ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἤ­δη φύ­γει, ἑ­φό­σον ἐν τῷ με­τα­ξύ συ­νε­χί­ζει κι αὐ­τή νὰ κι­νεῖ­ται.
Ζή­νων ὁ Έ­λε­ά­της

Ο ΑΛΦΑΜΙΤΗΣ στὴν πύ­λη μὲ κοι­τά­ζει εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

       «Τί συμ­βαί­νει φί­λε;»

       Τὴν πά­τη­σα καὶ πά­λι ὅ­πως κά­θε φο­ρά στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Βλέ­πω τὴν στά­ση νὰ πλη­σιά­ζει καὶ δὲν λέ­ω νὰ κου­νη­θῶ ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου. Σκέ­πτο­μαι πὼς ἔ­χω ἑ­κα­τό ὁ­λό­κλη­ρα μέ­τρα ἀ­κό­μα καὶ με­τά ἄλ­λα ὀ­γδόν­τα, ἄλ­λα εἴ­κο­σι, ἄλ­λα δέ­κα, ἄλ­λα πέν­τε κτλ., κτλ., μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸ ΦΣΣΣΤ τῆς πόρ­τας νὰ μὲ αἰφ­νι­διά­ζει. Καὶ ἄν­τε με­τά, ἄν δὲν εἶ­ναι ἤ­δη πο­λύ ἀρ­γά, νὰ τσα­λα­πα­τά­ω ἄ­ρον ἄ­ρον τοὺς ἐ­πι­βὰ­τες.

        Κι ὅ­μως, γιὰ ποι­ό λό­γο ὁ χῶ­ρος νὰ μὴν δι­αι­ρεῖ­ται ἐ­π’ ἄ­πει­ρον σὲ ὅ­λο καὶ πιὸ μι­κρά κομ­μα­τά­κια; Τὸ χω­ρὶς καμ­μιά δι­ά­στα­ση ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ πιὸ χον­δρο­ει­δὴς αὐ­θαι­ρε­σί­α τῆς γε­ω­με­τρί­ας. Δὲν ὑ­πάρ­χει τὲ­τοι­ο πράγ­μα μέ­σα στὸ σύμ­παν.

        …Εἶ­ναι ἡ προ­κα­τα­κλυ­σμια­ία αὐ­τα­πά­τη ποὺ μᾶς κά­νει χει­ρό­τε­ρους κι ἀ­πὸ τὸν Ζή­νω­να. Ξέ­ρου­με ὅ­τι κά­πο­τε θὰ μη­δε­νι­στεῖ ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας ποὺ μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὰ πά­σης φύ­σε­ως ἰ­κρι­ώ­μα­τα. Αὐ­τό ὅ­μως δὲν θὰ συμ­βεῖ ΤΩΡΑ, ἄ­ρα δὲ θὰ γί­νει καὶ πο­τέ ἀ­φοῦ ἡ ὕ­παρ­ξη εἶ­ναι ἕ­να τώ­ρα ποὺ τραι­νά­ρει, κι­νού­με­νη σὰν τὴ χε­λώ­να, σὰν τὸν Ἀ­χιλ­λέ­α ἤ σὰν τὸν κά­βου­ρα. Ναί· τὰ πό­δια τοῦ μελ­λο­θά­να­του ἀγ­κυ­λώ­νουν στὸ τε­λευ­ταῖ­ο βῆ­μα καὶ ὁ ὑ­πο­ψή­φιος αὐ­τό­χει­ρας ἀ­να­βάλ­λει του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὴν αὐ­το­κτο­νί­α για­τὶ κα­τὰ βά­θος, δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει πο­τέ ὅ­τι θα ’ρ­χό­ταν ἡ ὥ­ρα…

        «Μη­δέ­νι­σα τὴν ἀ­πό­στα­ση», τοῦ ἀ­παν­τά­ω καὶ τὴν στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἔ­λη­γε ἡ προ­θε­σμί­α κα­τα­τά­ξε­ως κά­νω ἀ­κό­μα ἕ­να βῆ­μα μπαί­νον­τας γιὰ τὰ κα­λὰ στὸ στρα­τό­πε­δο.



Πηγή: Λοι­πός ὁ­πλί­της (ἐκδ. Χειρόγραφα, 1991)

Τά­κης Σι­μώ­τας γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που καὶ κα­τοι­κεῖ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ δο­κί­μια Ἡ κρί­ση τῆς ἐ­πι­κῆς συ­νεί­δη­σης (Ἑ­ξάν­τας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1973), Ὁ κυ­νη­γὸς (Ἑ­ξάν­τας, Ἀ­θή­να 1982), Πε­ρὶ φαν­τα­σί­ας (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να, 2009), Ἡ­ρό­δο­τος-Θου­κυ­δί­δης: Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὡς θέ­α­μα καὶ ὡς ὄρ­γα­νο πο­λι­τι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ, (Σμί­λη, 2016), τὴ συλ­λο­γὴ ποι­η­μά­των καὶ πε­ζῶν Λοι­πὸς ὁ­πλί­της (Χει­ρό­γρα­φο, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1991) καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ὁ λάκ­κος (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να 1997). Εἶ­ναι ὁ στι­χουρ­γὸς πολ­λῶν ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν τρα­γου­δι­ῶν τοῦ Νί­κου Πα­πά­ζο­γλου (Ρα­γί­ζει ἀ­πό­ψε ἡ καρ­διά, Γι­α­γιά­κα, Βα­ριὰ βα­λί­τσα, κλπ.).


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.



		

	

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Ἕ­να πι­κρὸ τέ­λος εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο

                                         ἀ­πὸ μιὰ πί­κρα χω­ρὶς τέ­λος.

 ΓΥΝΑΙΚΑ, προ­αι­σθα­νό­με­νη τὸ μέλ­λον, δι­α­βά­ζει τὸ Χρο­νι­κὸ ἑ­νὸς προ­α­ναγ­γελ­θέν­τος θα­νά­του, ἐ­νῶ ὁ ἄν­τρας, βυ­θι­σμέ­νος στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ξέ­νου, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὰ σκο­τά­δια τῆς ὕ­παρ­ξης. Ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ δοῦν συν­τρο­φιὰ τὴν ται­νί­α Ση­μα­σί­α ἔ­χει ν’ ἀ­γα­πᾶς.

        Ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια, παν­τρε­μέ­νη μὲ κά­ποι­ον ποὺ τῆς στε­ρεῖ τὴν ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­πα­φή, συγ­χέ­ει τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ τὸ πλα­τὸ καὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ πεῖ «σ’ ἀ­γα­πῶ» στὸν παρ­τε­νέρ της ποὺ «πε­θαί­νει» στὴν ὀ­θό­νη. Ὅ­ταν ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν ἄν­τρα τοῦ ὑ­πο­κό­σμου, βι­ώ­νει τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς σκη­νὴ κα­θὼς ὁ ἐ­ρα­στὴς της ξε­ψυ­χᾶ στὴν ἀγ­κα­λιά της. Μό­νον τό­τε, κυ­ρι­ο­λε­κτοῦν στὰ χεί­λη της οἱ λέ­ξεις.

        Τὸ ἔρ­γο τε­λει­ώ­νει τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸ ζευ­γά­ρι ἐ­πι­στρέ­φει στὴ σι­ω­πή.



Πη­γή: Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη, Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, Ἄ­γρα (2023).

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις “Ἄ­γρα”. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.



		

	

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυ­ρί­α X κα­τέ­βη­κε πα­νέ­τοι­μη στὴν πα­ρα­λί­α. Ψά­θι­νη τσάν­τα, κα­πε­λά­κι, γυα­λιὰ ἡ­λί­ου, κα­ρε­κλά­κι, πε­τσε­τού­λα, ὀμ­πρε­λί­τσα, κα­φε­δά­κι, νε­ρά­κι, βι­βλί­ο. Τὸ μα­γιὸ τὸ φο­ροῦ­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       Πρῶ­τα δο­κί­μα­σε τὴν ἄμ­μο. Ζε­στὴ τό­σο ὅ­σο. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ μπρο­στά της. Ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ θά­λασ­σα συ­ναν­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ ἔ­λε­γαν ὅ­πως πάν­τα. Κου­βέν­τες σὲ μπλὲ ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ Κυ­ρί­α X χα­μο­γέ­λα­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­λα ἦ­ταν ὅ­πως ἔ­πρε­πε.

       Ἔ­στη­σε τὴν ὀμ­πρε­λί­τσα της. Πρά­σι­νη στὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­λιᾶς. Με­τὰ ξε­δί­πλω­σε τὴν κα­ρε­κλί­τσα της. Κί­τρι­νη σὰν τὸ λε­μό­νι. Τέ­λος, ἔ­στρω­σε τὴν πε­τσε­τού­λα της. Κόκ­κι­νη τῆς φω­τιᾶς. Ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­να­στε­ναγ­μὸ ἀ­πό­λαυ­σης καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τη­ρά­κι τοῦ θερ­μὸς μὲ κα­φέ. Ζε­στὸ γαλ­λι­κὸ μὲ λί­γο γά­λα. Πα­ρα­φω­νί­α, θὰ σκε­φτεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἐν μέ­σω θέ­ρους. Ὅ­μως, γοῦ­στα εἶ­ναι αὐ­τά. Πλα­τά­γι­σε ἡ­δο­νι­κὰ τὰ χεί­λη της. Ὁ κα­φὲς ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας της, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀρ­χί­σει.

       Στὴν πα­ρα­λί­α μιὰ ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια. Κό­σμος σὲ κα­λο­και­ρι­νὴ δι­ά­θε­ση. Ἁ­πλω­μέ­να κορ­μιὰ σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­χαύ­νω­σης κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, μα­μά­δες τρο­χο­νό­μοι, ἡ γνω­στὴ για­γιὰ ποὺ μά­λω­νε καὶ σή­με­ρα τὸν μα­κά­ριο κου­φὸ παπ­πού, ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ποὺ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­δι­ά­λει­πτα ἁλ­μυ­ρὲς θω­πεῖ­ες.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α τῶν εἰ­ω­θό­των, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν ψά­θι­νη τσάν­τα της τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρό. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Γαλ­λι­κὸ καὶ αὐ­τό. Ἀ­σορ­τὶ μὲ τὸν κα­φέ της. Τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette.

       Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νά­γνω­σμά της πά­ραυ­τα. Τό­σο ὥ­στε νὰ αἰφ­νι­δια­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μπα­λά­κι τοῦ τέ­νις ποὺ προ­σγει­ώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀ­πὸ ποῦ τῆς ἦρ­θε, καὶ ἀν­τί­κρι­σε ἕ­ναν νε­α­ρὸ ἄν­τρα νὰ τὴν πλη­σιά­ζει καὶ νὰ τῆς λέ­ει εὐ­γε­νι­κά: «Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη.» Πρὶν τοῦ ἀ­παν­τή­σει νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ, αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν, ἄ­κου­σε μιὰ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νή: «Ντίκ, ζε­στά­θη­κα. Θέ­λω λί­γη σαμ­πά­νια.» «Ἔρ­χο­μαι, ντάρ­λινγκ» τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεῖ­νος καὶ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἡ Κυ­ρία X δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ τοῦ ρί­ξει μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της. Ὁ Ντὶκ φο­ροῦ­σε ἕ­να θα­λασ­σὶ ὁ­λό­σω­μο μα­γιὸ μὲ ἄ­σπρες ρί­γες. Ἀ­πό­ρη­σε κι ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν «ντάρ­λινγκ», γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τί γι­νό­ταν. Τὴν εἶ­δε στὴν ἀμ­μου­διὰ νὰ τοῦ γνέ­φει μὲ νά­ζι. Κον­τὸ μαλ­λά­κι μὲ βάγκ, κορ­δέ­λα πρά­σι­νη, με­τα­ξω­τὸ φό­ρε­μα ἐ­κροὺ καὶ ξυ­πό­λυ­τη.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­κά­θι­σε νευ­ρι­κὰ στὴν πτυσ­σό­με­νη κα­ρε­κλί­τσα της. Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρα. Στὶς γει­το­νι­κὲς ὀμ­πρέ­λες ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν τά­ξη καὶ ἀ­σφά­λεια. «Τέ­λος πάν­των» μουρ­μού­ρι­σε, ἐ­νῶ ὁ ἥ­λιος δυ­νά­μω­νε καὶ ἡ θά­λασ­σα ἄρ­χι­ζε τὰ κα­λέ­σμα­τα. Ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ξα­πλώ­νει ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­σκα­γε τὸ κύ­μα.

       Αὐ­τὸ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ τὴν ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πὸ τὸ προ­σφι­λές της πλα­τσού­ρι­σμα: «Συγ­γνώ­μη, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὸ μα­γιό μου;» Ἡ Κυ­ρί­α X, πρὶν ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός τῆς ἀ­πεύ­θυ­νε τὸν λό­γο, εἶ­δε τὰ πα­πού­τσια «του», ἢ μᾶλ­λον «της». Ἄ­σπρα μπο­τά­κια μὲ ρὸζ κορ­δέ­λες. Πε­τά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον μιᾶς ὄ­μορ­φης γυ­ναί­κας μὲ θλιμ­μέ­νο χα­μό­γε­λο, ντυ­μέ­νης στὶς δαν­τέ­λες καὶ μὲ ἕ­να ὀμ­πρε­λί­νο ἀ­νοι­χτὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι. Φο­ροῦ­σε καὶ γάν­τια. Λευ­κά! «Κυ­ρί­α μου…» ψέλ­λι­σε ἔν­τρο­μη ἡ Κυ­ρί­α X καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. «Ἔμ­μα μὲ λέ­νε» τῆς ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἄ­γνω­στη καὶ ἡ Κυ­ρί­α X ἔ­νι­ω­σε μιὰ θο­λού­ρα. Πρὶν προ­λά­βει νὰ λι­πο­θυ­μή­σει, τὶς πλη­σί­α­σε ἕ­νας κύ­ριος ντυ­μέ­νος κι ἐ­κεῖ­νος στὰ λευ­κά. Κο­στού­μι λι­νό, πα­πι­γιόν, κα­πέ­λο ψά­θι­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας, μο­κα­σί­νια, μπα­στού­νι μὲ ἀ­ση­μέ­νια λα­βή.

       «Ἔμ­μα, ἀ­γα­πη­τή μου! Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη! Κι ἐ­σεῖς ἐ­δῶ;» «Ὤ! Φίλ­τα­τε Ἄ­σεν­μπαχ! Ἦρ­θα γιὰ νὰ ξε­σκά­σω λι­γά­κι. Πλήτ­τω. Πλήτ­τω ἀ­φό­ρη­τα. Ἐ­σεῖς; Πῶς καὶ ἀ­φή­σα­τε τὴ Βε­νε­τί­α;» «Πα­ρά­τα­ση ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τή μου Ἔμ­μα. Ἐ­δῶ, ξα­να­ζῶ, ὅ­πως κι ἐ­σεῖς, ἐ­ξάλ­λου.» Χα­μο­γέ­λα­σαν μὲ νό­η­μα, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σαν νω­χε­λι­κὰ τὴν Κυ­ρί­α X καὶ συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια βόλ­τα τους. Ἡ Ἔμ­μα μά­ζευ­ε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὸ δαν­τε­λέ­νιο φου­στά­νι της, ποὺ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν συ­νε­χῶς μὲ τὴν ἄμ­μο. Ἄ­βο­λο, εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ στη­ρι­ζό­ταν στὸ λευ­κό του μπα­στού­νι, ἐ­νῶ σκού­πι­ζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ κά­τα­σπρο μαν­τί­λι του.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἦ­ταν ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ βγά­λει ἄ­κρη μὲ τὰ πα­ρά­δο­ξα. Τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σε. Δι­α­κρι­τι­κά. Τοὺς εἶ­δε νὰ χα­ρι­εν­τί­ζον­ται καὶ νὰ πλη­σιά­ζουν ὁ­λο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Ντίκ. «Ἐ­λᾶ­τε, ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη σαμ­πά­νια γιὰ ὅ­λους» τοὺς φώ­να­ξε ἡ «ντάρ­λινγκ», μᾶλ­λον ἐ­λα­φρῶς με­θυ­σμέ­νη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τῆς ἔ­δι­νε καυ­τὰ φι­λιὰ στὸ στό­μα. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ δέ­χτη­καν μὲ κομ­ψὸ δι­σταγ­μὸ τὴ σαμ­πά­νια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ραν. Τὴ γεύ­τη­καν μὲ ἐμ­φα­νὴ εὐ­φο­ρί­α.

       «Στὴν ὑ­γειά μας…» εἶ­παν καὶ ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τὰ κο­λο­νά­τα πο­τή­ρια τους. Ἤ­πιαν μιὰ με­γά­λη, χορ­τα­στι­κὴ γου­λιά.

       Ξαφ­νι­κά, μιὰ δυ­να­τὴ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νὴ ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ ὀμ­πρέ­λα ἔ­μελ­λε νὰ τοὺς χα­λά­σει τὴν ἀ­πό­λαυ­ση: «Γι­αν­νά­κη­η­η, τὰ κου­βα­δά­κια σου καὶ φύ­γα­με!».

       Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» θο­ρυ­βή­θη­καν. «Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με, ἀ­γα­πη­τοί μου! Φεύ­γουν…» εἶ­παν καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ουν βι­α­στι­κά τὸ κα­λά­θι μὲ τὴ σαμ­πά­νια καὶ τὰ πο­τή­ρια. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ τοὺς κοί­τα­ξαν τρυ­φε­ρὰ καὶ μὲ κα­τα­νό­η­ση. «Φεύ­γου­με κι ἐ­μεῖς, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ ὅ­λους μας.»

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα μά­τια, αὐ­τιὰ καὶ στό­μα. «Νὰ φύ­γουν, νὰ πᾶ­νε ποῦ καὶ μὲ ποι­ούς» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε.

       Στὸ με­τα­ξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο φι­λί, τί­να­ξαν τὴν ἄμ­μο ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους καὶ χώ­θη­καν στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου Τρυ­φε­ρὴ εἶ­ναι ἡ νύ­χτα, πρὶν τὸ κλεί­σει ἡ μα­μὰ τοῦ Γι­αν­νά­κη. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ πλεύ­ρι­σε ἕ­ναν κύ­ριο στὴν ξα­πλώ­στρα ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸν Θά­να­το στὴ Βε­νε­τί­α. Ὅ­σο γιὰ τὴν Ἔμ­μα, μά­ζε­ψε τὶς δαν­τέ­λες της, ἔ­κλει­σε τὸ ὀμ­πρε­λί­νο της, ἄ­φη­σε ἕ­να βα­θὺ σκο­τει­νὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ  ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἄ­ναυ­δη, ἔ­τρε­ξε νὰ ξε­φυλ­λί­σει τὸ δι­κό της βι­βλί­ο, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ ἥ­ρω­ές της ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἀ­φοῦ σι­γου­ρεύ­τη­κε, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ ἐ­πι­στρέ­φει, γιὰ νὰ συ­νέλ­θει.

       Λί­γα βή­μα­τα πιὸ κά­τω, «σκόν­τα­ψε» στὸ λευ­κὸ μαν­τί­λι τοῦ Ἄ­σεν­μπαχ.



Πη­γή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα) Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.



		

	

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Λαθροβίωση



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Λαθροβίωση


ΠΕΡΑΣΑΝ χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε, ἀλ­λὰ ἡ εἰ­κό­να της μὲ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται συ­χνά. Ἦ­ταν τὸ πρῶ­το μου τα­ξί­δι στὴν Ἀγγλία. Σὲ μιὰ ἐ­παρ­χια­κὴ πό­λη τοῦ Νό­του, ὄ­μορ­φη, λαμ­πε­ρὴ καὶ ἀλ­λό­κο­τη μιὰ κο­πέ­λα στε­κό­ταν στὴν εἴ­σο­δο τῆς ἀ­νοι­χτῆς ἀ­γο­ρᾶς. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν ἂν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κή —πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πα πάνκ—, μαλ­λιὰ μι­σὰ μώβ, μι­σὰ πρά­σι­να, χτε­νι­σμέ­να σὰν λο­φί­ο, ροῦ­χα πα­ρά­ται­ρα, ἁ­λυ­σί­δες, πα­πού­τσια ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να.

       Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­κολ­λή­σω τὸ βλέμ­μα μου ἀ­πὸ πά­νω της. Τὴν πλη­σί­α­σα προ­σπα­θών­τας νὰ ἀρ­θρώ­σω τὰ σα­στι­σμέ­να ἀγ­γλι­κά μου:

       «Δὲν ἔ­χω δεῖ πιὸ ὄ­μορ­φο κο­ρί­τσι. Για­τί κά­νεις ὅ,τι μπο­ρεῖς γιὰ νὰ χα­λά­σεις τὸ δῶ­ρο ποὺ σοῦ ἔ­δω­σε ἡ φύ­ση;»

       «Βλέ­πεις τί­πο­τε ὄ­μορ­φο σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο; Παν­τοῦ ἀ­σχή­μια… Δὲν θέ­λω νὰ ξε­χω­ρί­ζω.»

       Καὶ ρού­φη­ξε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸ τσι­γά­ρο της.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(5/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

 

­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου

(Instrucciones para mi entierro)


ΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ προ­σευ­χὲς στὴν τα­φή μου, μό­νο οἱ ἀρ­χαῖ­οι ψαλ­μοὶ ποὺ ἐ­πι­συ­νά­πτω σὲ αὐ­τὸ τὸ γράμ­μα. Οὔτε καὶ ἱ­κε­σί­ες, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦν νὰ ἔρ­χον­ται οἱ βα­σι­λιά­δες καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς νὰ κλά­ψουν γιὰ μέ­να. Θέ­λω ἕ­να μαρ­μά­ρι­νο πάν­θε­ον, χω­ρὶς εἰ­κό­νες οὔ­τε ἐ­πι­γρα­φές, μὲ τὸν τά­φο μου στὸ κέν­τρο. Θέ­λω τρα­γού­δια ὅ­ταν φτά­νει χει­μώ­νας. Θέ­λω μυ­ρω­διὰ λι­βα­νιοῦ μὲ ἄ­ρω­μα μό­σχου. Θέ­λω δε­κα­τρί­α κε­ριὰ γύ­ρω μου, πάν­τα νὰ καῖ­νε. Θέ­λω τὶς πιὸ ὄ­μορ­φες κο­πέ­λες τοῦ να­οῦ νὰ ξε­νυ­χτοῦν τὸ φέ­ρε­τρό μου, μὲ βάρ­δι­ες γιὰ νὰ ὑ­πάρ­χει πάν­τα στὸ πάν­θε­όν μου κά­ποι­α παρ­θέ­να. Καὶ τὸ κα­πά­κι νὰ ἀ­νοί­γει ἀ­πὸ μέ­σα, γιὰ ὅ­πο­τε πει­νά­ω.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(4/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α

(Demonios en paro)

 

ΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ ὁ Πά­πας δή­λω­σε ὅ­τι ἡ Κό­λα­ση ἦ­ταν μό­νο μιὰ με­τα­φο­ρά, οἱ δαί­μο­νες ἔ­μει­ναν χω­ρὶς δου­λειὰ ἀ­νά­με­σα σὲ κα­ζά­νια καὶ τρί­αι­νες. Ἀλ­λὰ κα­θὼς οἱ δι­ά­βο­λοι ἄλ­λα θέ­μα­τα μᾶλ­λον ἔ­χουν, ἀλ­λὰ χα­ζοὶ δὲν εἶ­ναι, κα­τά­φε­ραν ὅ­λοι νὰ βροῦν δου­λειά, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας σὲ ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες. Αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς ταί­ρια­ζε ἡ δρά­ση καὶ ἡ φυ­σι­κὴ ἄ­σκη­ση ἔμ­πλε­καν μὲ τοὺς κλέ­φτες ἢ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες ἢ τοὺς ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ δο­λο­φό­νους. Ἄλ­λοι προ­τι­μοῦ­σαν νὰ παί­ζουν μὲ τὶς λέ­ξεις γιὰ νὰ τὶς με­τα­τρέ­ψουν σὲ δη­λη­τή­ρια καὶ γί­νον­ταν ἐκ­φω­νη­τὲς ρα­δι­ο­φώ­νου ἢ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἢ ἐ­ξα­πα­τοῦ­σαν γρι­οῦ­λες ἢ πα­ρί­στα­ναν τοὺς πα­πά­δες ἥ τους προ­φῆ­τες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Καί­τη Παυ­λῆ: Τὸ Πράγ­μα


Καί­τη Παυ­λῆ


Τὸ Πράγ­μα


Ι ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ κα­θι­σμέ­νοι στὴ δρο­σε­ρὴ βε­ράν­τα κι αὐ­τὸ τὸ βρά­δυ συ­ζη­τοῦ­σαν φω­νά­ζον­τας, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χαν δι­α­φω­νί­ες με­τα­ξύ τους. Ὁ κα­θέ­νας ἐ­ξέ­θε­τε τὴν ἄ­πο­ψή του σὰν νὰ ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ποὺ θὰ ἔ­σω­ζε τὸν τό­πο καὶ τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Σκέ­πα­ζαν ὁ ἕ­νας τὸ λό­γο τοῦ ἄλ­λου καὶ ἦ­ταν φα­νε­ρὸ πὼς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­κου­γαν μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸν ἑ­αυ­τό τους.

        Τὸ Πράγ­μα ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λών­τας πλη­σί­α­σε στὸ τρα­πέ­ζι κι ἀ­πό­θε­σε τὸ κέ­ρα­σμα, τσί­που­ρο καὶ με­ζε­δά­κια. Ὕ­στε­ρα ἀ­κούμ­πη­σε προ­σε­χτι­κὰ στὴν ἄ­κρη μιᾶς κα­ρέ­κλας ἕ­τοι­μο νὰ κυ­λή­σει πά­λι, ἂν χρει­ά­ζον­ταν. Οἱ ἄν­τρες ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ ζω­η­ρὴ « συ­ζή­τη­ση» χω­ρὶς νὰ τὸ προ­σέ­ξουν.

        Τὸ Πράγ­μα ξε­φύ­ση­σε σι­γα­νά, χα­λά­ρω­σε καὶ φω­τί­στη­κε μ’ ἕ­να ἁ­πα­λὸ μώβ, ἀ­νά­βον­τας τὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ φω­τά­κια.

        — Ἐ­γὼ νο­μί­ζω, εἶ­πε σι­γα­νά, πώς…

        — Πά­ψε σὺ πρό­στα­ξε μὲ δυ­να­τὴ ἐ­πι­τι­μη­τι­κὴ φω­νὴ ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν ἀ­νὴρ καὶ ἔ­τει­νε τὸ χέ­ρι του ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, σπρώ­χνον­τας πρὸς τὰ πί­σω τὸ Πράγ­μα.

        Τὸ Πράγ­μα ἔ­σβη­σε στὴ στιγ­μὴ τοὺς φω­τι­σμοὺς καὶ βυ­θί­στη­κε στὸ σκό­τος.

        Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες συ­νέ­χι­σαν τὴ συ­ζή­τη­ση. «Ἐ­γὼ τοὺς τὰ `πὰ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ ποι­ὸς μ’ ἀ­κού­ει;» ὁ ἕ­νας, «Τοὺς ἔ­δει­ξα τὸ χάρ­τη ποὺ σχε­δί­α­σα, ἀ­πὸ ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει ὁ δρό­μος. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη λύ­ση, πά­ει καὶ τέ­λει­ω­σε!» ὁ ἄλ­λος, καὶ χτύ­πη­σε μὲ δύ­να­μη τὴν πα­λά­μη του στὸ τρα­πέ­ζι. Τὰ πο­τη­ρά­κια τα­λαν­τεύ­τη­καν καὶ κου­δού­νι­σαν.

        — Ἕ­να τσι­που­ρά­κι ἀ­κό­μα; πρό­τει­νε ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν, κα­θὼς φαί­νε­ται ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της, καὶ ἔ­τει­νε πά­λι τὸ χέ­ρι πρὸς τὸ Πράγ­μα δί­νον­τας τὸ ἄ­δει­ο μπου­κά­λι. Τὸ Πράγ­μα τρε­μού­λια­σε ἐ­λα­φρὰ καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως δεί­χνον­τας εὐ­γε­νι­κὰ τὴ συμ­μόρ­φω­ση. Κύ­λη­σε πρὸς τὰ μέ­σα ἀ­θό­ρυ­βα, ὅ­πως ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λᾶ μιὰ ὑ­πο­ψί­α ὑ­γρα­σί­ας. Σὲ λί­γο ἐμ­φα­νί­στη­κε τρε­μου­λια­στὸ ἀ­πὸ ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς κρα­δα­σμοὺς καὶ ἀ­κούμ­πη­σε τὸ δί­σκο μὲ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη. Μμμ… Ω..ἐ­α μμ! ἀ­κού­στη­κε σὰν μουγ­κρη­τὸ ἡ φω­νὴ τοῦ ἄλ­λου ἄρ­ρε­νος, τοῦ ἐκ δε­ξι­ῶν. Τὸ Πράγ­μα ἀ­πο­σύρ­θη­κε γρή­γο­ρα στὰ ἐν­δό­τε­ρα σκο­τει­νι­α­σμέ­νο καὶ ἄ­η­χο.

        Κι ἐ­νῶ οἱ ἄν­δρες τρω­γό­πι­ναν, μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­κού­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὰ ἐν­δό­τε­ρα τὸν ἦ­χο τοῦ νε­ροῦ ποὺ ρέ­ει, τοὺς με­ταλ­λι­κοὺς ἤ­χους ποὺ κά­νουν με­τα­ξύ τους τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να καὶ τοὺς γυ­ά­λι­νους των πο­τη­ρι­ῶν καὶ τῶν πιά­των, εὔ­θραυ­στη σύν­θε­ση τοῦ νε­ρο­χύ­τη.

        Ὕ­στε­ρα ἐ­πι­κρά­τη­σε σι­ω­πὴ μὲ μι­κροὺς ἀ­νε­παί­σθη­τους ἤ­χους νύ­χτας κι ἔ­τσι τὸ Πράγ­μα ἀ­φοῦ τέ­λει­ω­σε καὶ κά­τι ψι­λο­δου­λει­ὲς πρό­βα­λε δι­στα­χτι­κὰ νὰ δεῖ. Ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­δεια πο­τή­ρια καὶ πιά­τα, κου­κού­τσια ἐ­λιᾶς πά­νω στὶς χαρ­το­πε­τσέ­τες, ψα­ρο­κό­κα­λα καὶ τρίμ­μα­τα γύ­ρω. Τέν­τω­σε τὸ κε­φά­λι καὶ ἀ­φουγ­κρά­στη­κε νὰ δεῖ τί ἔ­γι­ναν οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες. Βα­θὺ σκο­τά­δι ὁ­λό­γυ­ρα κεν­τη­μέ­νο μὲ μι­κρὰ φω­τά­κια στὸ βά­θος, πα­νη­γυ­ρι­κοὺς ἤ­χους τζι­τζι­κι­ῶν καὶ γρύ­λων, κο­ά­σμα­τα δι­ψα­σμέ­νων βα­τρά­χων, ποὺ καὶ ποὺ κα­μιὰ σι­γα­νὴ κρω­ξιὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἐ­νο­χλη­μέ­νο νυ­χτο­πού­λι καὶ αἴφ­νης ἡ ἀ­να­πάν­τε­χη κραυ­γὴ τοῦ ὄρ­νιου. Ἀ­πὸ μα­κριὰ ἔ­φτα­ναν σὰν μουρ­μου­ρη­τὸ φω­νὲς πολ­λῶν ἀν­δρῶν μα­ζί. Φω­νὲς κα­φε­νεί­ου.

        Τὸ Πράγ­μα κά­θι­σε σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να, τέν­τω­σε τὰ πό­δια κι ἄ­να­ψε πά­λι τὰ μώβ. Ὕ­στε­ρα προ­ση­λώ­θη­κε στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ με­ριὰ κοι­τά­ζον­τας τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ ἀ­πέ­ναν­τι. Ἡ σε­λή­νη ξε­πρό­βα­λε σὲ λί­γο ἀρ­γυ­ρή, ὁ­λό­φω­τη καὶ με­γα­λει­ώ­δης. Τὸ Πράγ­μα ἀ­να­βό­σβη­σε μ’ ἕ­να ρο­δα­λὸ φῶς καὶ ἔ­τει­νε τὰ χέ­ρια του πρὸς τὰ `κεῖ. Σὲ λί­γο μὲ κυ­μα­τι­στοὺς μου­σι­κοὺς ἤ­χους ἀ­νυ­ψώ­θη­κε σὰν νὰ `ταν δε­μέ­νο μὲ μυ­στι­κὴ κλω­στὴ μα­ζί της. Στά­λες βρο­χῆς σὰν χον­τρὰ δά­κρυ­α ἔ­πε­σαν στὸ σκο­τει­νὸ ἄ­δει­ο της βε­ράν­τας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Καί­τη Παυ­λῆ (Λέ­σβος). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, σπού­δα­σε στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων, τμῆ­μα ΜΝΕΣ, καὶ ἐρ­γά­στη­κε γιὰ πολ­λὰ χρό­νια στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὴν συλλογὴ Ἀ­νοί­γεις τὸ πα­ρά­θυ­ρο (ποίηση, ἐκδ. ΑΩ, 2019), συμ­πε­ρί­λη­ψη ποι­ή­μα­τος στὴν ἀν­θο­λο­γί­α «Τὰ ποι­ή­μα­τα τοῦ 2019» καὶ «Φύ­ση­ξε ἀ­γέ­ρας καὶ σκόρ­πι­σαν-Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες, (δι­η­γή­μα­τα, ἀ­φη­γή­σεις, ἐκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023). Το διήγημα «Παγίδα» συμπεριλήφθηκε στην συλ­λο­γι­κὴ ἔκ­δο­ση Ὁ χρό­νος ποὺ περ­νᾶ καὶ χά­νε­ται, ἔκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023.