Ἀλκιβιάδης Γιαννόπουλος
Ἡ ἀνωμαλία
ΑΠΟΙΟ περασμένο καλοκαίρι, ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ βράδυ ποὺ δόθηκε στὸ ὑπαίθριο θέατρο τοῦ Λευκοῦ Πύργου ἕνα γαλλοελληνικὸ παραμύθι μὲ μουσικὴ τοῦ Αἰμίλιου Ριάδη, ἕνας Γεωργῆς, ἕνας —δηλαδὴ— ὁποιοσδήποτε Γιωργῆς ποὺ ἀπ’ τὸ πρωὶ εἶχεν ἀνέλπιστα ἐξασφαλίσει πρόσκληση, φόρεσε μὲ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία τὸ ὁλοκαίνουργο μαῦρο του κοστούμι. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔκανε τέτοια ἐμφάνιση στὸν κόσμο. Τοῦ εἴχανε κοστίσει, τοῦτα τὰ ροῦχα, κάπου τρεῖς χιλιάδες, ποσὸ ὑπερβολικὸ γιὰ τὴν ἀντοχὴ ἑνὸς μικροϋπαλλήλου ἰδιωτικοῦ γραφείου. Ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε δύσκολα, οἰκονομώντας ἀπ’ τὴν τροφὴ ὅσα χρειαζότανε γιὰ νοίκι, καπνό, ἐφημερίδες, καφενεῖο κι ὅλα τ’ ἄλλα τὰ γνωστὰ καὶ μή, δίχως νὰ ὑπολογίζεται ἡ συντήρηση τῶν δύο συνηθισμένων φορεσιῶν του. Εἶχε μιὰ καλοκαιρινὴ ἐλαφρούτσικη, γκρίζα, καὶ μιὰ σκούρα γιὰ τὸ χειμώνα, λὲς φτιαγμένη ὅμως ἀπὸ ἀτλάζι, τόσο πολὺ γυάλιζε κι ἄστραφτε τώρα τελευταῖα.
Μολαταῦτα εἶχε κατορθώσει, ἀφήνοντας μὲ ἀνακούφιση, σὲ κάθε ἀλλαγὴ ἐποχῆς, τὴ μιὰ φορεσιὰ γιὰ τὴν ἄλλη, νὰ πιστέψει πὼς κάτι διατηροῦσε, ἐκείνη ποὺ ἔμπαινε σὲ χρήση, ἀπ’ τὴν ἀρχική της αἴγλη. Ὅταν κάποτε ἀποφάσισε νὰ συμπληρώσει τὸ ἱματιοφυλάκιό του —(σεντούκι θωρακισμένο μὲ κιτρινοπράσινα τενεκεδάκια καὶ καρφιὰ νικελωμένα)— βρῆκε πὼς ὁ κοινωνικὸς ἄνθρωπος ἀρχίζει μὲ τὴ μαύρη ἐνδυμασία, ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιὰ τὶς πιθανὲς προσκλήσεις σὲ σπίτια καθὼς πρέπει καὶ γιὰ τὶς ἐπισκέψεις ποὺ ἤτανε ὑποχρεωμένος, τὴν πρωτοχρονιὰ τουλάχιστον καὶ στὶς γιορτές τους, νὰ κάνει στοὺς δυὸ προϊσταμένους: τὸν κύριο Χ”Λάζο, ἄνθρωπο τυπικὸ ποὺ εἶχε ζήσει στὴν Εὐρώπη, καὶ τὸν κύριο Καρὸ Α.Β., πρόσωπο δίχως δράση σὲ τούτη τὴν ἱστορία.
Ὁ κύριος Χ”Λάζος ἤτανε ψηλός, λιγνός, ἀκατάδεκτος καὶ πάντοτε αὐστηρός. Λιγομίλητος, ἐκφραζόταν μονάχα μὲ τὸ βλέμμα· καὶ τὴ σκληρότητα τῆς ματιᾶς του εἶχε αἰσθανθεῖ, μύριες φορὲς πιότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὁ Γιωργῆς, ὁ ὁποιοσδήποτε Γιωργῆς μὲ τὰ χιλιοβασανισμένα ἀπὸ σιδερώματα κοστούμια του.
Ὄχι πὼς δὲν ἐργαζόταν ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες, τὶς ἰδιοτροπίες καὶ τὴν ἀπερίγραπτη σχολαστικότητα τοῦ κυρίου συνδιευθυντῆ· μὰ ἦταν ὁλοφάνερο πὼς κάποιος λόγος ὑπῆρχε γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος ἀπ’ τὸν ὑπάλληλό του ὁ βλοσυρὸς ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ζήσει στὴν Εὐρώπη. Ἕνας ἀνεπαίσθητος μορφασμός, ἕνα ἀκόμη πιὸ ἀνεπαίσθητο ἀνασήκωμα τῶν ὤμων, ἦσαν σημάδια ἀρκετὰ γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν τὶς κακές του διαθέσεις, κι ἴσως σὲ τόσον ἐκλεπτυσμένον κύριο νὰ ἦταν ὀχληρὴ ἡ παρουσία ἑνὸς ὑπαλλήλου ἀκαλαίσθητα καὶ κακομοίρικα βαλμένου. Τὸ καινούργιο κοστούμι ἐντούτοις δὲν εἶχε φτιαχτεῖ γιὰ νὰ φοριέται κάθε μέρα. Θὰ χρησίμευε στὶς κατάλληλες, καθὼς λέχθηκε, περιστάσεις, ὅπως στοὺς μαχητὲς τοῦ παλιοῦ καιροῦ χρησίμευαν τὰ λογῆς σιδηρικὰ καὶ οἱ φοβερές τους κάσκες…
Τὸ περίφημο ἐκεῖνο βράδυ ἤτανε ἥσυχο κι ἡ θάλασσα γαλήνια. Ἔξω ἀπ’ τὸ λιμάνι, πέρα, φαίνονταν σὰν μαῦροι ὄγκοι τὰ λίγα ξεχασμένα φορτηγὰ καὶ πλησιέστερα, ἀραδιασμένα κοντὰ στὴν προκυμαία, τὰ καθημερινὰ καΐκια. Ἡ μοναδικὴ ταραχὴ στὴν ἔκταση, ὅπου ἀμυδρὰ λαμπύριζαν τὰ φῶτα ἀπ’ τὶς μακρινὲς παραλίες, ἦταν τὸ πήγαινε-ἔλα τριῶν-τεσσάρων βενζινοπλοίων, ποὺ γλίστραγαν μὲ κρότους γιὰ τὴν «τουριστικὴν ἀκτή», ὅπως ὀνομάστηκαν τὰ παραθαλάσσια χωριουδάκια νοτιοανατολικὰ πρὸς τὸ Καρὰ-Μπουρνού.
Στὸν κῆπο τοῦ Λευκοῦ Πύργου τὰ καχεκτικὰ γέρικα πεῦκα, κουρασμένα τόσον καιρὸ νὰ παίζουν τὸ ρόλο τοῦ πάρκου τῆς Θεσσαλονίκης, κοιμόντουσαν ἤρεμα καὶ κάτω ἀπ’ αὐτὰ ὅπου βρίσκονταν τραπεζάκια, παρακολουθοῦσαν οἱ περίεργοι τὴν κίνηση τοῦ κόσμου, ποὺ ἀρκετὴν ὥρα προτοῦ ἀρχίσει ἡ παράσταση, γινόταν φανερὸ πὼς θὰ ἦταν σημαντικὴ ἀπόψε. Σὲ ἕνα ἄπο τὰ τραπεζάκια αὐτὰ βρέθηκε λοιπὸν μὲ δυὸ φίλους τῆς περίστασης κι ὁ ὁποιοσδήποτε Γιωργῆς μας. Ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς ἡ συζήτηση περιστράφηκε στὸ μαῦρο κοστούμι, ποὺ τὸν ἄλλαζε καταπληκτικά. Ὅλα πήγαιναν θαυμάσια: τ’ ἄσπρο σκληρὸ κολλάρο, ὁ περίφημος λαιμοδέτης καὶ τὰ ὄμορφα ἐπίχρυσα κουμπιά, ποὺ γυάλιζαν στὰ μανικέτια. Τὸ ὕφασμα τῆς φορεσιᾶς ἐγγλέζικο, ἦταν λίγο βαρὺ γιὰ τὴν ἐποχή, μά, μὲ τὴν εὐκαιρία τέτοιας καλλιτεχνικῆς βραδιᾶς καὶ τῆς διακεκριμένης μάλιστα θέσης τῆς πρόσκλησης, ἔπρεπε νὰ κρατηθοῦν οἱ τύποι. Ἀπ’ τὸ τραπεζάκι τῶν τριῶν φίλων παρακολουθοῦσες τώρα μὲ μεγάλην ἄνεση τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονταν. Ἔβλεπες καὶ σὲ βλέπανε. Κι αὐτὸ κυρίως συνέβαινε τοῦ Γιωργῆ: αἰσθανόταν πὼς τὸν βλέπανε.
Κάθε ἄνθρωπος παρατηρεῖ, μὲ ἐντονώτερη προσοχή, ἐκεῖνο ποὺ τοῦ κάνει ἐντύπωση. Τὸ πράγμα στὴν περίπτωσή του, ἦταν ἀπόλυτα δικαιολογημένο· ὁ ἴδιος συμμεριζόταν τὴ συγκίνηση, ποὺ τὸ ἄτομό του, ἔτσι συγυρισμένο, προκαλοῦσε στοὺς ἄλλους. Ἔνιωθε πὼς πρόσφερε κάτι τὸ ἀξιοσημείωτο, πὼς εἶχε ἀποκτήσει μιὰν ὑπόσταση καὶ θεωροῦσε πιὰ ὑποχρέωσή του, μιὰ ποὺ εἶχεν ἀναλάβει νὰ παρουσιάσει στὸν κόσμο ἕναν καινούργιο ἑαυτόν του, νὰ προσέχει μὴ δώσει τὴν παραμικρὴ ὑποψία πὼς δὲν ἦταν συνηθισμένος σὲ παρόμοιες ἐπιδείξεις.
Ὡστόσο ὅσοι καταφθάνανε φαίνονταν πὼς εἶχαν παρεξηγήσει τὴ σημασία τῆς «πρεμιέρας». Ἔρχονταν μὲ τὰ καθημερινά τους, ἁπλὲς θερινὲς ἐνδυμασίες, ξεσκούφωτοι πολλοί, μὲ ἕνα ὁλότελα ἐπαρχιώτικο «σὰν -φασὸν» ποὺ μαρτυροῦσε στὸ βάθος πόσο ἦταν καθυστερημένη τούτη ἡ μεγάλη πόλη τοῦ Θερμαϊκοῦ…
Ὅταν κτύπησε ἡ ὥρα, χωρίστηκε καὶ ὁ Γιωργῆς ἀπὸ τοὺς φίλους ποὺ εἶχαν ἄλλες θέσεις —μὴ ἀριθμημένες— κι ἄφησε νὰ ὁδηγηθεῖ στὴ δικιά του ἀπὸ τὸν ταξιθέτη.
Τὸ κάθισμα βρισκότανε στὴν ὄγδοη σειρά, ἀριθμὸς ἑπτά, πρὸς τὸ κέντρο. Δυὸ θέσεις ἀριστερὰ ἦσαν ἀκόμη ἄδειες καὶ στὰ δεξιὰ καθόταν ἕνας χοντρὸς μὲ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ φυσοῦσε κι ἀναστέναζε ἀπ’ τὴ ζέστη καὶ περνώντας ἀδιάκοπα στὸ μέτωπο, ποὺ ἔσταζε ἀπὸ ἱδρώτα, τὸ μαντήλι. Ὁ Γιωργῆς ὄρθιος φρόντισε νὰ τοῦ ρίξει μιὰ ματιά. Ὕστερα, ἀνάβοντας σιγὰ ἕνα τσιγάρο, ἀφιερώθηκε ἀποκλειστικὰ στὸ πλῆθος. Σχηματιζόταν ἐντός του μιὰ εἰκόνα· ἦταν ὣς τὸ πρωὶ ξεχασμένος, ἀπασχολημένος σὲ μακρινὴ χώρα μὲ ἀνιαρὴ ἐργασία σὰν τοὺς τυχάρπαστους ποὺ τρέχουν γιὰ χρυσάφι στὶς ἄκρες τῆς γῆς. Τώρα μὲ τὴν ἐπιστροφή του, βρισκότανε ἀνάμεσα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ὅμοιος μεταξὺ ὁμοίων. Συγχωροῦσε σὲ ὅλους τὴν ἐμφάνισή τους: μιὰ παρατυπία, μιὰ ἁπλὴ παρατυπία, ποὺ τὴ δικαιολογοῦσε καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ θερμοκρασία τῆς βραδιᾶς…
Μὲ τέτοιες κι ἄλλες φαντασίες, περίμενε λοιπόν, νὰ σβήσουνε τὰ φῶτα…
… Ἡ ἀρχὴ φάνηκε μαγευτική. Ἔμπαινες ἀπὸ τοὺς πρώτους ἤχους τῆς ὀρχήστρας, (τῆς ἅρπας καὶ τῶν βιολιῶν), στὸ παραμύθι. Κανένας πιὰ ψίθυρος· τὰ πάντα ἀκινητοῦσαν ὣς καὶ ὁ χοντρὸς ποὺ ἵδρωνε καὶ ποὺ εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ μαντήλι στὰ γόνατά του…
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι φτιάχνουν, στιγμὴ μὲ τὴ στιγμή, δικές τους περιοχές, δίνοντας στὸ κάθε ἀντικείμενο, στὶς κινήσεις καὶ στὰ πρόσωπα ποὺ τοὺς τριγυρίζουν, ἔννοιες καὶ μορφὲς ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ φαντασία πλασμένες. Γιατὶ ἡ φαντασία δὲν πλάθει μόνον ὄνειρα καὶ μύθους. Φτιάχνει καὶ τὴν πραγματικότητα, λιγότερο ἢ περισσότερο ἀληθινή, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ καθένα. Αὐτό, φυσικά, εἶναι ζήτημα ποὺ θέλει ξεχωριστὴν ἐξέταση· ἀλλ’ ὁπωσδήποτε ἐξηγιέται. Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλα περιστατικὰ ποὺ δὲν ἐξηγοῦνται μὲ καμιὰ λογική. Ἀναπηδᾶνε ἀπροσδόκητα, ἀπρόσκλητα ἐντελῶς. Πιθανὸ στὴ μονοτονία μιᾶς ἥσυχης ζωῆς νὰ φέρνουν ποικιλία, νὰ εἶναι σὰν κυματάκια σὲ θάλασσα ἀπελπιστικὰ ἀτάραχη. Πιθανὸν ἀκόμη νὰ εἶναι ἀπαραίτητα στὴ λύση μιᾶς μπερδεμένης θεατρικῆς ὑπόθεσης ἢ στὸ τόρνευ-μα μιᾶς ἀφήγησης, ὅπως ὁ ἀπὸ μηχανῆς θεὸς στὶς ἀρχαῖες τραγωδίες καὶ ἡ «σύμπτωση» στὰ μυθιστορήματα μὲ θέση.
Κανεὶς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ πὼς τέτοια ἀπροσδόκητα εἶναι συχνὰ ἀνεπιθύμητα τόσο στὴν ψεύτικη ὅσο καὶ στὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἁπλὴ ἀπόδειξη ἢ περίπτωση τοῦ Γιωργῆ. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ ἄδεια καθίσματα, ποὺ βρίσκονταν στὰ πλάγια του, εἶχε τοποθετήσει ὁ ἄνθρωπος τὸ καινούργιο του καπέλο, μὲ τὴν ἀπίθανη ἐλπίδα πὼς θὰ ἔμενε ἐκεῖ ἥσυχο κι ἀθῶο, ὣς τὸ τέλος τῆς παράστασης.
Ποτὲ βέβαια δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ὑποψιαστεῖ πώς, ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ κάθισμα, προοριζόταν ἀπ’ τὸ πρωί, ἀπὸ χθές, ἀπὸ πάντα, γιὰ τὸν κύριο Χ”Λάζο, τὸν πολὺ γνωστό μας κύριο Χ”Λάζο.
Ἔφτασε αὐτός, στὸ θέατρο ἀργά, μὲ θόρυβο, γελώντας καὶ συνεχίζοντας τὴν ὁμιλία μὲ ἕναν ἄλλον ποὺ τὸν συντρόφευε. Μπρὸς στὸ κάθισμά του στάθηκε καὶ πρὶν προφτάσει ὁ Γιωργῆς, ποὺ εἶχε στὸ μεταξὺ σηκωθεῖ, πῆρε τὸ καπέλο καὶ μόλις τώρα ἀναγνωρίζοντας τὸν ὑπάλληλό του, τοῦ τὸ ἔτεινε ρωτώντας:
— Δικό σας εἶναι αὐτό;
Ἡ διάρκεια τῆς στιγμῆς εἶναι ὑπόθεση ποῦ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὴ σχετικότητα. Ὅμως ξέρουμε πὼς ἀρκεῖ ν’ ἀνοιγοκλείσουμε τὰ βλέφαρα καὶ σὲ τοῦτο τὸ διάστημα νὰ ζήσουμε ἀπεριόριστο χρόνο. Ναί, ἦταν δικό του. Μὰ δὲν βρῆκε τίποτε ν’ ἀπαντήσει.
— Καθῆστε – πρόσθεσε ὁ ἄλλος.
Τότε ὅλα γύρω, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἡ μουσικὴ ὑπόκρουση, τὸ θαυμάσιο ἔργο, ἄλλαξαν. Σὰν ν’ ἀπομακρύνθηκαν, νὰ ξεχωρίστηκαν σὲ διαφορετικὸ ἐπίπεδο. Κι αὐτὸς ὁ ἴδιος, μὲ παράλογη περιβολή, ξαναγινόταν ὁ Γιωργῆς, ὁ καθημερινὸς καὶ ὁποιοσδήποτε Γιωργῆς…
Ἡ παράσταση συνεχιζόταν. Οἱ στίχοι τῶν ἠθοποιῶν ἠχοῦσαν ὅπως πρῶτα. Ὁ χοντρός, ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρά, εἶχε ξαναρχίσει τ’ ἀγκομαχητό. Καὶ πέρα ὣς πέρα, οἱ θεατές, ἦσαν στὶς θέσεις τους.
Ἐντούτοις κάποιο χάος εἶχε πραγματικὰ δημιουργηθεῖ καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν ἦσαν παρὰ σημεῖα ἀκαθόριστα, ἀστέρια μακρινά, σὲ ζοφερὸ οὐρανό.
Γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖ τὸν κύριο Χ”Λάζο… εἶχεν ἀποτραβηχτεῖ, ἀκουμπώντας ἔτσι στὸ χοντρὸν ἄνθρωπο ποὺ ἵδρωνε. Καὶ τοῦτος πάλι χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τὴν καινούργια ἐνόχληση, κινοῦσε τὸ σῶμα του δεξιὰ-ζερβά, ἀπελπισμένος. Πέρασαν μερικὰ λεπτὰ προτοῦ προσέξει ὁ χοντρὸς ποιά ἦταν ἡ ἀφορμὴ τῆς τόσης του στενοχώριας, κι ἀκριβῶς, ὅταν γυρίζοντας πρὸς τὰ ἐδῶ γιὰ νὰ τακτοποιηθεῖ εἶδε —πρώτη φορὰ ἴσως— τὸ μαυροφορεμένο νέο μὲ τὸ καπέλο στὰ χέρια ἀκίνητο, μαρμαρωμένο, μὲ τὴν περίεργη πρὸς τὸ μέρος του κλίση, ἀκούστηκε, ὁλότελα παράκαιρα, ἀδικαιολόγητα, μοναδικὸ μέσα στὴ σιγὴ τοῦ πλήθους, τὸ ἠχηρότατο γέλιο του…
Τὴν ἄλλη μέρα, μὲ τὴ συνηθισμένη θερινὴ φορεσιά, παρουσιάστηκε στὸ γραφεῖο του χλωμός, ὁ πενιχρὸς ἥρωας τούτης τῆς ἱστορίας. Εἶχε περάσει μιὰν ἀπαίσια νύχτα χωρὶς ὕπνο, δίχως στιγμὴ ἡσυχίας.
Στὸ κεφάλι του βουΐζανε ἀσυνάρτητες λέξεις. Ἐφιάλτες τὸν γκρεμίζανε ἀπὸ δυσθεώρητα ὕψη, ἀόρατα χέρια τὸν ἔπνιγαν. Κι ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ὁ κύριος Χ”Λάζος μόρφαζε μὲ τὸν πιὸ τερατώδη κι ἀνεξήγητο τρόπο. Ξυπνώντας, μιὰ ἀπερίγραπτη στενοχώρια τὸν βασάνισε σκληρότερα. Ἦταν ἡ αἴσθηση πὼς ἡ ὄμορφη, μαύρη φορεσιὰ κάτι εἶχε πάθει, κάτι εἶχε χάσει. Τὴν εἶδε, ἀνοίγοντας τὰ μάτια, ριγμένη σὲ ἕνα κάθισμα: μέσα σ’ αὐτὴν εἶχε ζήσει γιὰ λίγες στιγμὲς μιὰ φανταστικὴ ζωή… Λίγες στιγμὲς μονάχα. Κι ὄχι ὁ ἴδιος. Ἕνας ἄλλος. Ἕνα πρόσωπο, ἕνα δημιούργημα ἐντελῶς ἀπίθανο, κατασκευασμένο ἀποκλειστικὰ γιὰ νὰ στολιστεῖ μὲ τὸ μαῦρο κοστούμι. Μὰ ἔτσι ὅπως βρισκόταν τώρα τοῦτο τὸ ροῦχο —ἕνα κοινό, τέλος πάντων, μαῦρο ροῦχο,— ἔβλεπε ὁ Γιωργῆς νὰ ξεγλιστράει, νὰ χάνεται σιγὰ-σιγὰ καὶ τὸ στερνὸ ἀκόμα ἴχνος ποὺ εἶχεν ἀφήσει στὴν αἴσθησή του ἡ ἐξαίσια τοῦ κάποιου ἐκείνου ὀπτασία…
Κάθε ἱστορία πρέπει νὰ τελειώνει μὲ τὸ δικό της τρόπο. Σὰν ἀντίκρυσε λοιπὸν ὁ κύριος Χ”Λάζος τὸν ὑπάλληλό του, τὸ ἴδιο πρωινό, στὸ γραφεῖο, ἀνασήκωσε ἀνεπαίσθητα ὅπως πάντα τοὺς ὤμους, τὸν κοίταξε καλά, ὡσὰν ζητώντας, παρ’ ὅλην τὴν καθημερινή, συνηθισμένη ἐμφάνιση ἐκείνου, νὰ τὸν ἀναγνωρίσει, καὶ μὲ τὴν πιὸ ἥσυχη φωνή, τὴν πιὸ παράδοξα ἥσυχη φωνή, τοῦ εἶπε:
— Κύριε Γιωργῆ… Φοβᾶμαι πὼς βρέθηκε στὰ χαρτιά σας, κάποια ἀνωμαλία…
Πηγή: Ἀλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Κεφάλια στὴ σειρά, Ἕντεκα διηγήματα, Ἐκδόσεις Γαλαξία, Ἀθήνα, 1971 (Α’ ἔκδοση: Θεσσαλονίκη, 1934).
Ἀλκιβιάδης Γιαννόπουλος (Ἀθήνα, 1896-1981). Διήγημα, μυθιστόρημα, θέατρο, ποίηση, μετάφραση. Σημαντικὴ μορφὴ στὴν πεζογραφία τῆς γενιᾶς τοῦ ’30. Στὰ νεανικά του χρόνια ἔζησε στὴ Μασσαλία καὶ τὸ Μιλάνο. Πρωτοεμφανίστηκε τὸ 1915 μὲ φουτουριστικὰ κείμενα στὰ ἰταλικὰ περιοδικά. Τὸ 1917 διέκοψε τὶς σπουδές του στὴν Ἰταλία καὶ κατετάγη στὸν ἑλληνικὸ στρατό. Δούλεψε ὡς τραπεζικός. Στὰ γράμματα ἐμφανίστηκε τὸ 1931 ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Μακεδονικὲς Ἡμέρες. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς διηγημάτων: Ἡ ἡρωικὴ περιπέτεια (Θεσσαλονίκη, 1938), Ἡ τυφλόμυγα (Ἀθήνα, 1962), Ἡ συνέλευση (Ἀθήνα, 1981) κ.ἄ. Ἐπίσης τὸ μυθιστόρημα Ἡ σαλαμάντρα (Ἀθήνα, 1957).
Filed under: Ανατροπή,Γιαννόπουλος Αλκ.,Ελληνικά,Καθημερινά,Κοινωνικοί κώδικες,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος: Ἡ ανωμαλία ἔχουν κλείσει