Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía): Ἦ­ταν αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α ἡ πιό λυ­πη­τε­ρή δι­ή­γη­ση τοῦ κό­σμου ἤ σκέ­τη ἀ­πά­τη;



Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía[Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 2/6]


Ἦ­ταν αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α

ἡ πιό λυ­πη­τε­ρή δι­ή­γη­ση τοῦ κό­σμου

ἤ σκέ­τη ἀ­πά­τη;

 

ΝΑΣ ἀ­πό τούς χρυ­σούς κα­νό­νες τῆς συγ­γρα­φῆς μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν εἶ­ναι αὐ­τός πού δι­α­τύ­πω­σε ὁ Edgar Allan Poe ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στήν ἀ­νά­λυ­σή του γιά τό Κο­ρά­κι. Εἶ­ναι ὁ κα­νό­νας τοῦ «σὲ μιὰ μόνο ἀνάγνωση [in one sitting]». Σύμ­φω­να μ’ αὐ­τόν, τό λο­γο­τε­χνι­κό ἔρ­γο πού μπο­ρεῖ νά δι­α­βα­στεῖ μο­νο­κο­πα­νιᾶς δι­α­τη­ρεῖ τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς ζω­η­ρῆς του ἐ­ντύ­πω­σης [effect]. Ἀν­τι­θέ­τως, ἄν ὁ ἀ­να­γνώ­στης στα­μα­τᾶ τήν ἀ­νά­γνω­ση γιά νά κά­νει ἕ­να δι­ά­λειμ­μα, ἡ ἰ­σχυ­ρή ἐντύ­πω­σή της χά­νε­ται ἐ­πει­δή ὑ­πει­σέρ­χον­ται «οἱ ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ κό­σμου», μέ ἄλ­λα λό­για ἡ δι­ά­σπα­ση πού προ­κα­λεῖ ἡ πραγ­μα­τι­κή ζω­ή. Νά για­τί ἡ ἰ­δα­νι­κή μι­κρή ἱ­στο­ρί­α πρέ­πει νά εἶ­ναι ἁ­πλῆ κι ὡ­στό­σο συ­ναρ­πα­στι­κή.

       Δε­κα­ε­τί­ες με­τά τήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ δι­α­τυ­πω­μέ­νου ἀ­πό τόν Poe κα­νό­να ὁ Εrnest Hemingway προ­φα­νῶς ἐν­στερ­νι­ζό­με­νος τήν συμ­βου­λή μέ ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κό τρό­πο, δη­μι­ούρ­γη­σε μι­κρές ἱ­στο­ρί­ες σέ μιά ντόμ­πρα γλώ­σα, ἔ­τσι πού ὥς τά σή­με­ρα νά προκαλοῦν ἰ­σχυ­ρή ἐντύπωση σέ χι­λιά­δες ἀ­να­γνῶ­στες ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Πι­θα­νόν τό πιό σπου­δαῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα τῶν δε­ξι­ο­τή­των του βρί­σκε­ται στήν πλέ­ον σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α, πού θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θεῖ καί ἡ πιό τρα­γι­κή πού ἔ­γρα­ψε πο­τέ:

Πρὸς πώ­λη­ση: βρε­φι­κὰ πα­πού­τσια ἐν­τε­λῶς ἀ­φό­ρε­τα

       Νά ὅ­μως πῶς ἔ­χει τό πράγ­μα· εἶ­ναι ἡ πιό σύν­το­μη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή γρα­φή πού ἀ­πο­δί­δε­ται στόν Ηemingway. Καί τό κα­λυ­τε­ρό­τε­ρο του­ίτ τοῦ κό­σμου, δέ θά μπο­ροῦ­σε νά πλη­σιά­σει τόν τρό­πο πού τό κεί­με­νο τοῦ He­ming­way κα­τα­φέρ­νει νά δι­η­γη­θεῖ μιάν ὁ­λό­κλη­ρη ἱ­στο­ρί­α μέ­σα σέ τό­σο λί­γες λέ­ξεις. Ἐ­να­πό­κει­ται στόν ἀ­να­γνώ­στη νά συμ­πλη­ρώ­σει τά κε­νά τῆς πλο­κῆς: τί βρί­σκε­ται πί­σω ἀ­π’­ αὐ­τήν τήν ἀγ­γε­λί­α; Γιά ποι­ό λό­γο πο­τέ δέν φο­ρέ­θη­καν τά πα­πού­τσια; Πα­ρά πού δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­πάν­τη­ση, ἡ τρα­γω­δί­α εἶ­ναι πα­ρού­σα(1). Ὡ­στό­σο, τό μυ­στή­ριο πού πε­ρι­βάλ­λει τήν ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι τό­σο ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­σο καί ἡ τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν γρα­φή τοῦ κει­μέ­νου, αὐ­τή πού συ­νε­τέ­λε­σε στήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ μύ­θου γύ­ρω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α.

       Λέ­γε­ται ὅ­τι τό κεί­με­νο γρά­φτη­κε κά­που στά 1920 στό ξε­νο­δο­χεῖ­ο Algonquin τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης, ὅ­που ὁ He­ming­way καί ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς στοι­χη­μά­τι­σαν δέ­κα δολ­λά­ρια γιά τό ποι­ός τους θά μπο­ροῦ­σε νά γρά­ψει τήν πιό σύν­το­μη ἀλ­λά καί πιό συ­ναρ­πα­στι­κή ἱ­στο­ρί­α. Σύμ­φω­να μέ τά λε­γό­με­να, ὁ H. ἀ­φοῦ τήν ἔ­γρα­ψε σέ μιά χαρ­το­πε­τσέ­τα, ἄ­φη­σε τούς ἄλ­λους νά τήν δι­α­βά­σουν κα­θώς μά­ζευ­ε τά χρή­μα­τα πού εἶ­χε κερ­δί­σει. Ἄν τό πράγ­μα ἀ­λη­θεύ­ει, δέν εἶ­ναι νά ἀ­πο­ρεῖ κα­νείς μέ αὐ­τό πού σκέ­πτον­ται πολ­λοί, πώς εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἰ­δι­ο­φυΐ­ας τοῦ Ηemingway.

       Ἐν­τού­τοις, ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­χνά, ἡ ἀ­λή­θεια πί­σω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α ἐ­ξά­πτει τήν φαν­τα­σί­α λι­γό­τε­ρο, ὄν­τας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀμ­φι­λε­γό­με­νη. Πρῶ­τον, πα­ρά πού ἀ­λη­θεύ­ει πώς ἡ σύ­να­ξη ἑ­νός κύ­κλου δι­α­νο­ουμέ­νων ὄν­τως πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στό Algonquin, δέν ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­ση­μες κα­τα­γρα­φές ἤ μαρ­τυ­ρί­ες γιά τό στοί­χη­μα στό ὁ­ποῖ­ο λέ­γε­ται πώς συμ­με­τεῖ­χε ὁ He­ming­way, καί οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες μαρ­τυ­ρί­ες ἐκ­φρά­ζουν δι­α­φο­ρε­τι­κές ἐκ­δο­χές. Ἐ­πι­πλέ­ον ὑ­πάρ­χουν δυ­ό πι­θα­νές πη­γές πα­ρό­μοι­ας δο­μῆς καί πε­ρι­ε­χο­μέ­νου μέ αὐ­τό τοῦ κει­μέ­νου, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐμ­φα­νί­στη­καν πρίν ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α. Ἡ πρώ­τη προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἕ­να δο­κί­μιο τοῦ Wil­liam R. Cane στά 1917, ὅ­που γρά­φει γιά τά «Μι­κρά Πα­πού­τσια, πού Πο­τέ δέν Φο­ρέ­θη­καν»· ἔ­ξο­χος τί­τλος γιά τήν ἱ­στο­ρί­α μιᾶς γυ­ναί­κας πού ἔ­χα­σε τό παι­δί της. Ἡ ἄλ­λη μπο­ρεῖ νά ἰ­χνη­λα­τη­θεῖ πί­σω σέ μιάν ἀγ­γε­λί­α ἐ­φη­με­ρί­δας στά 1906 πού ἔ­λε­γε: «Πρός πώ­λη­ση παι­δι­κό καρ­ρό­τσι, ἀ­χρη­σι­μο­ποί­η­το παν­τε­λῶς. Ἀ­πευ­θυν­θεῖ­τε στό τά­δε γρα­φεῖο.»

       Δι­α­βά­ζον­τας αὐ­τές τίς δύ­ο πη­γές, ἡ ἱ­στο­ρί­α σα­φῶς χά­νει τήν μα­γεία της. Ὡ­στό­σο, τό πραγ­μα­τι­κό θέ­μα ἔγ­κει­ται στό γε­γο­νός πώς ὁ He­ming­way δη­μο­σι­ο­γρα­φοῦ­σε γιά πολ­λά χρό­νια, ὥ­στε ἦ­ταν ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μέ αὐ­τό τόν τύ­πο ἀγ­γε­λι­ῶν καί αὐ­τό τό ὕ­φος γρα­φῆς. Ἔ­τσι πολ­λοί λό­γιοι ἔ­φτα­σαν ν’ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται γιά τό κα­τά πό­σο αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θεῖ λο­γο­πλο­κή ἤ ἄν αὐ­τό τό ψῆγ­μα ἔ­χει κα­μιά λο­γο­τε­χνι­κή ἀ­ξί­α. Τί κά­νει τό κει­με­νά­κι τοῦ He­ming­way λο­γο­τε­χνι­κό ἀ­ρι­στούρ­γη­μα κι ὄ­χι ἁ­πλῶς μιά σύν­το­μη ἀγ­γε­λί­α; Ποι­ό εἶ­ναι τό ὅ­ριο ἀ­νά­με­σα στήν ἄν­τλη­ση ἔμ­πνευ­σης ἀ­πό τήν ἀν­τι­γρα­φή ἑ­νός κει­μέ­νου; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση σ’ αὐ­τές τίς ἐ­ρω­τή­σεις, ἄν καί ὑ­πο­κει­με­νι­κή, σχε­τί­ζε­ται μέ τήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ μύ­θου πί­σω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α.

       Ἀ­κό­μη κι ἄν δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἀ­ξι­ό­πι­στη πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν προ­έ­λευ­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἡ δι­ά­δο­σή της μα­ζί μέ τόν μύ­θο ἔ­χουν κά­τι κοι­νό: ὁ Peter Miller, ἀ­τζέν­της λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­ναι αὐ­τός πού κα­τέ­γρα­ψε τήν ἱ­στο­ρί­α στό βι­βλί­ο του: Get Published! Get Produced!: A Literary Agent’s Tips on How to Sell Your Writing [ύ­πω­σε! Μπές στήν Πα­ρα­γω­γή!: O­ἱ Συμ­βου­λές ἑ­νό­ς Ά­τζέν­τη Λο­γο­τε­χνί­ας γιά τό Πῶς νά Γί­νουν τά Γρα­φτά σου Εὐ­πώ­λη­τα.] <1991>. Γιά τήν εἰ­ρω­νεί­α τοῦ πράγ­μα­τος, ὁ Miller ἔ­γι­νε τό ζων­τα­νό πα­ρά­δειγ­μα ὅ­σων λέ­ει ὁ τί­τλος του· κα­τά­φε­ρε νά που­λή­σει τού­τη τήν ἱ­στο­ρί­α γιά τό πιό μι­κρό μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Hemingway σέ παγ­κό­σμιο ἀ­να­γνω­στι­κό κοι­νό, δί­χως στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νά ἔ­χει πη­γές ἤ ἀ­πο­δεί­ξεις πώς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή. Ποι­ός συγ­γρα­φέ­ας δέν θά ἤ­θε­λε νά ἔ­χει ἀ­τζέν­τη κά­ποι­ον σάν τόν Miller ;

       Αὐ­τές εἶ­ναι οἱ ἀ­παν­τή­σεις στό ἐ­ρώ­τη­μα πε­ρί λο­γο­κλο­πῆς καί τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ He­ming­way. Ἄν ὁ μύ­θος δέν εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει, τό­τε παύ­ει νά ὑ­πάρ­χει καί λό­γος νά κα­τη­γο­ρεῖ­ται, σω­στά; Πα­ρά ταῦ­τα, μᾶς κά­νει νά σκε­φτό­μα­στε γύ­ρω ἀ­πό τό τί θε­ω­ροῦ­με λο­γο­τε­χνί­α. Για­τί τε­λι­κά, τό κεί­με­νο, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ποι­ός τό ἔ­γρα­ψε, διαθέτει τήν ἰσχυρή ἐ­ντύ­πω­­ση πού ὁ Poe κα­θό­ρι­σε ὡς χρυ­σό κα­νό­να γιά τίς μι­κρές ἱ­στο­ρί­ες, καί ἐ­πί­σης δι­α­θέ­τει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά τρέ­φει τήν ἀ­νάγ­κη μας νά συμ­πλη­ρώ­νουμε τά κε­νά στίς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἱ­στο­ρί­ες. Τε­λι­κά, μπο­ρεῖ αὐ­τή ἡ ἱ­στο­ρί­α νά μᾶς δεί­χνει πώς δέν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κός δι­α­χω­ρι­σμός ἀ­νά­με­σα στήν λο­γο­τε­χνί­α καί τίς κα­λύ­τε­ρες ἀγ­γε­λί­ες πού ἔ­χου­με δεῖ δη­μο­σι­ευ­μέ­νες, κι ἄν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος, οὔ­τε ἀ­με­τα­κί­νη­τος εἶ­ναι οὔ­τε ὁ­ρι­στι­κός. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη πη­γή ἔμ­πνευ­σης κά­ποι­ου λο­γο­τε­χνι­κοῦ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τος θά μπο­ροῦ­σε νά βρί­σκε­ται ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά στά μά­τια μας, χω­ρίς κάν νά τό γνω­ρί­ζου­με.

 

(1) Μιά τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­νά­γνω­ση τῆς ἱ­­στο­ρί­ας πρός τήν ἀν­τί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση, μπο­ρεῖ νά δι­α­βά­σει κα­νείς στό πε­ζό τῆς Ἡ­ρῶς Νι­κο­πού­λου «Τὰ δῶ­ρα». [Σ.τ.Ἐ.]

Μιά πο­λύ ση­μαν­τι­κή ἔ­ρευ­να γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς ἱ­στο­ρί­ας, μπο­ρεῖ κα­νείς νά δι­α­βά­σει στήν ἱ­στο­σε­λί­δα Quo­te In­ve­sti­ga­tor:

https://quoteinvestigator.com/2013/01/28/baby-shoes/

(ἐδῶ με­τα­φρα­σμέ­νη στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸν Γιῶρ­γο Θε­ο­χά­ρη:

https://dimartblog.com/2015/05/31/for-sale-baby-shoes-never-worn/)

[Σ.τ.Ἐ.]

* * *

Ὁ Χέμινγουαίη καὶ ἡ παρέα του

στὸ CAFE du DOME, Παρίσι.

Ἔργο τοῦ ζωγράφου Fernando Vicente Sánchez (γ. Μαδρίτη, 1963)

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα: Culturacolectiva.com, στὶς 26.10.2017:

https://culturacolectiva.com/books/ernest-hemingway-short-story

Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía): Με­ξι­κα­νί­δα μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, με­τα­φρά­στρια καί φοι­τή­τρια MSc Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς στό Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ἐ­διμ­βούρ­γου. Πτυ­χι­οῦ­χος Ἀγ­γλι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας μέ ἐ­ξει­δί­κευ­ση στή με­τά­φρα­ση ἀ­πό τό Ἐ­θνι­κό Αὐ­τό­νο­μο Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Με­ξι­κοῦ (UNAM). Ἡ δι­α­τρι­βή της ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­κε στόν ρό­λο τῶν γυ­ναι­κῶν ὡς «ὀρ­γα­νι­κῶν καλ­λι­τε­χνῶν» στά δι­η­γή­μα­τα τῆς Anaïs Nin. Ἔ­χει εἰ­δι­κευ­τεῖ στή συγ­γρα­φή καί τήν ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α γιά ψη­φια­κά μέ­σα, ὅ­πως τό Cultura Colectiva καί τό Google Arts & Culture.

Βλ.: https://blogs.ed.ac.uk/digitalhumanities2020/authors/

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα 1: Ὑπερηχογράφημα ἐμβρύου. Εἰκαστικὸ ἔργο τῆς Laura Steerman. Ἱστοσελίδα: Quaintbaby. Ultrasound Art.

Εἰ­κό­να2: Ἔργο τοῦ ζωγράφου Fernando Vicente Sánchez (γ. Μαδρίτη, 1963).

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#20]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;


«ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΑΝ λί­γο καὶ στὸ ἄ­νοιγ­μα πρό­βα­λε μι­σὸ κί­τρι­νο φεγ­γά­ρι. Ἕ­να με­γά­λο νέ­ρι­νο αὐ­τὶ τσι­τώ­θη­κε κα­τα­με­σὶς τ’ οὐ­ρα­νοῦ νὰ ἀ­κού­σει.» Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τοῦ Ἐ.Χ. Γο­να­τά, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του Ἡ Κρύπτη (1991).

       Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της μὲ τί­τλο «Στὸ αὐ­τί» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ της Μικρο­καταρ­ρεύσεις (2017) ἡ Με­ξι­κα­νὴ Cecilia Eudave γρά­φει: «Θὰ σοῦ δι­η­γη­θῶ ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, λέ­ει. Μέ­σα του χω­ρά­ει ὅ­λη μας ἡ ἱ­στο­ρί­α […] Μπο­ρεῖς νὰ τὴν ἀ­κού­σεις μὲ τὸ κε­φά­λι ψη­λά, ἢ ἀ­κουμ­πών­τας το στὸν τοῖ­χο […] Ἐν­τά­ξει, πές την. Πλη­σιά­ζει στὸ αὐ­τί μου καὶ συ­νο­ψί­ζει τὴ ζω­ή μας σὲ μί­α λέ­ξη: μυ­θο­πλα­σί­α, ἐ­νῶ τὰ χεί­λη ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται».

       Στὴν ἴ­δια συλ­λο­γὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τί­τλο «Πι­στό­λια» ἡ­ρω­ί­δα εἶ­ναι μιὰ κα­θη­γή­τρια. Ὅ­ταν μπαί­νει στὴν τά­ξη ἀ­κουμ­πά­ει μη­χα­νι­κὰ ἐ­πά­νω στὴν ἕ­δρα τὰ βι­βλί­α, τὶς ση­μει­ώ­σεις καὶ τὸ πι­στό­λι της, ὅ­πως καὶ οἱ μα­θη­τές της στὰ θρα­νί­α τους. Στὴ διά­ρκεια τοῦ μα­θή­μα­τος συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς τὰ ὅ­πλα ἔ­χουν πλέ­ον ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὰ κι­νη­τά. Ὅ­ταν τε­λει­ώ­νει τὸ μά­θη­μα καὶ ἀ­δειά­ζει ἡ αἴ­θου­σα κα­ταρ­ρέ­ει στὴν κα­ρέ­κλα της. Ξαφ­νι­κὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι «[…] κά­που ἔ­ξω μᾶς πε­ρί­με­νε ὅ­λους μας μιὰ σφαί­ρα ἀ­δέ­σπο­τη. Ἢ στο­χευ­μέ­νη».


Ὁ «Συν­ταγ­μα­τάρ­χης»[1] (The Colonel) τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Carolyn Forché εἶ­ναι ἕ­να κεί­με­νο ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψή της τὸ 1978 στὸ ὑ­πὸ ἐμ­φύ­λιο πό­λε­μο Ἒλ Σαλ­βα­δόρ. Συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στὴν κομ­βι­κὴ πλέ­ον ἀν­θο­λο­γί­α Flash Fiction, 72 very short stories τοῦ 1992 μα­ζὶ μὲ τὸ «Κορίτσι» τῆς Jamaica Kincaid, τὴν «Ἀλληλουχία των κήπων» τοῦ Julio Cortázar, κα­θὼς καὶ μὲ ἄλ­λα κεί­με­να ἀ­να­φο­ρᾶς στὸ εἶ­δος. Ἡ Forché θέ­τει μὲ λα­κω­νι­κὸ καὶ ὀ­ξυ­δερ­κῆ τρό­πο δι­α­χρο­νι­κὰ ζη­τή­μα­τα: δρά­ση-ἀν­τί­δρα­ση, ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα, συ­νεί­δη­ση, ἀλ­λη­λεγ­γύ­η, ἐν­συ­ναί­σθη­ση, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἀ­κού­ει κα­νείς; Πα­ρό­τι θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­τα­ξι­νό­μη­το μέ­χρι σή­με­ρα στὸ ὅ­ριο ποί­η­σης-πε­ζο­γρα­φί­ας, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ στὴ θε­ω­ρί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς:

       «Ὅ,τι ἔ­χεις ἀ­κού­σει εἶ­ναι ἀ­λή­θεια. Βρέ­θη­κα στὸ σπί­τι του. Ἡ γυ­ναί­κα του ἔ­φε­ρε ἕ­να δί­σκο μὲ κα­φὲ καὶ ζά­χα­ρη. Ἡ κό­ρη του λι­μά­ρι­σε τὰ νύ­χια της, ὁ γιός του ἔ­φυ­γε γιὰ τὴ νυ­χτε­ρι­νή του ἔ­ξο­δο. Ὑ­πῆρ­χαν ἡ­με­ρή­σι­ες ἐ­φη­με­ρί­δες, κα­τοι­κί­δια σκυ­λιά, ἕ­να πι­στό­λι στὸ μα­ξι­λά­ρι πί­σω του. Τὸ φεγ­γά­ρι κρε­μά­στη­κε ἄ­δει­ο στὸ μαῦ­ρο κορ­δό­νι του ἐ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἔ­παι­ζε μιὰ ἀ­στυ­νο­μι­κὴ σει­ρά. Ἦ­ταν στὰ ἀγ­γλι­κά. Σπα­σμέ­να μπου­κά­λια ἦ­ταν χω­μέ­να μέ­σα στοὺς τοί­χους γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι γιὰ νὰ ξυ­ρί­ζουν τὶς ἐ­πι­γο­να­τί­δες ἀ­πὸ τὰ πό­δια ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που ἢ νὰ κό­βουν τὰ χέ­ρια του σὰν δαν­τέ­λα. Τὰ πα­ρά­θυ­ρα εἶ­χαν ρο­λὰ ὅ­πως οἱ κά­βες. Δει­πνή­σα­με, ἀρ­νί­σιο κα­ρέ, κα­λὸ κρα­σί, ἕ­να χρυ­σὸ κου­δού­νι βρι­σκό­ταν ἐ­πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι γιὰ νὰ εἰ­δο­ποι­οῦν τὴν ὑ­πη­ρέ­τρια. Ἡ ὑ­πη­ρέ­τρια ἔ­φε­ρε πρά­σι­να μάν­γκο, ἁ­λά­τι, κά­τι σὰν ψω­μί. Ρω­τή­θη­κα πῶς περ­νοῦ­σα στὴ χώ­ρα. Ἔ­παι­ξε μιὰ σύν­το­μη δι­α­φή­μι­ση στὰ ἱ­σπα­νι­κά. Ἡ γυ­ναί­κα του μά­ζε­ψε τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­πει­τα ξε­κί­νη­σε μιὰ ψι­λο­κου­βέν­τα γιὰ τὸ πό­σο δύ­σκο­λη εἶ­χε γί­νει ἡ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση. Ὁ πα­πα­γά­λος εἶ­πε γειά σου στὴ βε­ράν­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης τοῦ εἶ­πε νὰ τὸ βου­λώ­σει, καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι σπρώ­χνον­τάς το. Ὁ φί­λος μου μοῦ ἔ­γνε­ψε μὲ τὰ μά­τια: μὴν πεῖς τί­πο­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης ἐ­πέ­στρε­ψε μ’ ἕ­να δι­χτυ­ω­τὸ τα­γά­ρι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν γιὰ νὰ κου­βα­λοῦν τὰ πράγ­μα­τα ἀ­πὸ τὸ παν­το­πω­λεῖ­ο. Τὸ ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σε σκορ­πών­τας πολ­λὰ ἀν­θρώ­πι­να αὐ­τιὰ στὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­μοια­ζαν μὲ ἀ­πο­ξη­ρα­μέ­να ρο­δά­κι­να κομ­μέ­να στὴ μέ­ση. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος τρό­πος νὰ τὰ πε­ρι­γρά­ψω. Πῆ­ρε ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ στὰ χέ­ρια του, τὸ κού­νη­σε μπρο­στὰ στὸ πρό­σω­πό μας, τὸ πέ­τα­ξε μέ­σα σὲ ἕ­να πο­τή­ρι μὲ νε­ρό. Ἐ­κεῖ αὐ­τὸ ζων­τά­νε­ψε. Κου­ρά­στη­κα νὰ χα­ζο­λο­γά­ω εἶ­πε. Ὅ­σο γιὰ τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ κα­θε­νός, πεῖ­τε στοὺς δι­κούς σας ὅ­τι μπο­ροῦν νὰ πᾶ­νε νὰ γα­μη­θοῦ­νε. Σκόρ­πι­σε τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα μὲ τὸν πή­χη του καὶ ὕ­ψω­σε τὸ μι­σο­ά­δει­ο πο­τή­ρι του μὲ κρα­σὶ στὸν ἀ­έ­ρα. Κά­τι γιὰ τὴν ποί­η­σή σου, ἔ; εἶ­πε. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα ἔ­πι­α­σαν αὐ­τὸ τὸ ἴ­χνος στὴ φω­νή του. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα χώ­θη­καν στὸ ἔ­δα­φος.»

       Στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα κι­νεῖ­ται καὶ τὸ ποί­η­μα «Parsley» («Μα­ϊν­τα­νός») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Rita Dove. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ μα­ζι­κὴ ἐ­κτέ­λε­ση 20.000 ἀν­θρώ­πων στὴ Δο­μη­νι­κα­νὴ Δη­μο­κρα­τί­α τὴν ὁ­ποί­α δι­έ­τα­ξε τὸ 1937 ὁ ἔν­στο­λος δι­κτά­το­ρας Rafael Trujilo, ὁ ἀ­πο­κα­λού­με­νος «El General» στὸ ποί­η­μα, ἐ­πει­δὴ ὡς γαλ­λό­φω­νοι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ προ­φέ­ρουν τὸ γράμ­μα «ρ» στὴν ἱ­σπα­νι­κὴ λέ­ξη «perejil», ποὺ ση­μαί­νει μα­ϊν­τα­νός. Ὁ πα­πα­γά­λος τῆς Dove, στοὺς δύ­ο πρώ­τους στί­χους, ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­τά­ρα­χος τὰ πλού­τη στὸ πα­λά­τι, μι­μού­με­νος τὴν εὐ­φο­ρί­α τῆς ἄ­νοι­ξης μὲ τὰ κα­τα­πρά­σι­να φτε­ρά του. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ δι­ώ­κον­ται καὶ κιν­δυ­νεύ­ουν μι­μοῦν­ται τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α του κρυμ­μέ­νοι ἀ­νά­με­σα στὰ ζα­χα­ρο­κά­λα­μα γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν, πνί­γον­τας τὶς κραυ­γές τους στὴ σι­ω­πή. Στὸ ποί­η­μα Μπο­λι­βάρ τοῦ Νί­κου Ἐγ­γο­νό­που­λου οἱ πα­πα­γά­λοι στὰ νη­σιὰ τῶν κο­ραλ­λι­ῶν «ὀρ­γι­ά­ζου­νε μὲ τὶς φω­νές», ἐ­νῶ ἐ­πί­κει­ται ἡ ἀ­ναγ­γε­λί­α τοῦ φρι­χτό­τε­ρου ὅρ­κου, σκό­τους, καὶ πα­ρα­μυ­θιοῦ: ἐ­λευ­θε­ρί­α, libertad.


«Ἀ­νοί­γεις μί­α τρύ­πα. Τὴ γε­μί­ζεις μὲ κα­ρυ­κευ­μέ­νο κρέ­ας καὶ κέ­δρο καὶ με­τά­ξι. Κα­λύ­πτεις τὴν τρύ­πα καὶ πε­ρι­μέ­νεις. Ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι θὰ χρεια­στοῦν ἐν­νέ­α μῆ­νες ἀλ­λὰ κα­τα­φθά­νω στοὺς ἑ­πτά. Ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζο­μαι εἶ­μαι ἀ­νε­πτυγ­μέ­νος καὶ λα­λί­στα­τος. Μὲ κρα­τᾶς σὰν κά­ποι­ον ποὺ ἔ­φτα­σε στὸν τε­λι­κὸ τῆς ἐ­πι­στή­μης. Πε­ρι­μέ­νου­με καὶ οἱ δύ­ο τὴν πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σή μας», γρά­φει ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς Benjamin Niespodziany στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Πρῶ­τος μύ­θος»[2]Origin myth»). Ἐ­δῶ ὁ Niespodziany ἀ­φε­νὸς μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­πέμ­πει στὸ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὸ πρῶ­το κι­νοῦν, ἀ­φε­τέ­ρου μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴ λέ­ξη «μύ­θος» μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ λό­γου, τῆς μύ­η­σης, τῆς γνώ­σης, τῆς γνώ­μης ἀ­πὸ τὰ ὁ­μη­ρι­κὰ ἔ­πη, ἢ/καὶ τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ ἀ­πὸ τὸν Πίν­δα­ρο, ἢ/καὶ τῆς ὑ­παι­νι­κτι­κῆς ὑ­πό­θε­σης, τῆς πλο­κῆς ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. Μιὰ ἄλ­λη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Μιὰ Γω­νιὰ τοῦ Πο­λέ­μου»[3]One corner of the war») εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: «Ἕ­να τέ­ρας μὲ ἕ­να μα­κρὺ χέ­ρι καὶ ἕ­να κα­νο­νι­κὸ χέ­ρι ἰ­σο­πέ­δω­σε τὸ δά­σος πί­σω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι μας. Περ­πα­τή­σα­με ὅ­ταν δι­α­λύ­θη­καν τὰ σύν­νε­φα καὶ κοι­μη­θή­κα­με σὲ ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε ἡ ὥ­ρα ν’ ἀ­νοί­ξου­με τὰ μά­τια μας, βρε­θή­κα­με μέ­σα σὲ ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ ἐ­ξο­χι­κὸ κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να τρα­πέ­ζι κου­ζί­νας τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­πνε­ε κά­πο­τε ὡς δέν­τρο. Κα­θι­σμέ­νη στὸ τρα­πέ­ζι, μιὰ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας, ἀ­νά­δευ­ε τὰ βέν­θη τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σκού­πι­σες τὸν ὕ­πνο ἀ­πὸ τὰ μά­τια σου. Σκού­πι­σες τὰ φύλ­λα ἀ­πὸ τὰ πό­δια μου. Πῆ­ρες τὸ στυ­λὸ ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη στὸ στῆ­θος μου καὶ ἔ­γρα­ψες τὰ ὀ­νό­μα­τά μας στὸ πά­τω­μα ἐ­νῶ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας συ­νέ­χι­σε νὰ τρώ­ει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ζῶ­ο στὸν πλα­νή­τη.» Ὁ Ἐγ­γο­νό­που­λος στὸ «Γλωσσάριο τῶν ἀνθέων» του ἀ­νά­με­σα σὲ πό­λε­μο καὶ εἰ­ρή­νη ἐ­πι­λέ­γει ν’ ἀ­γα­πᾶ.


Τὸ φυ­τὸ βα­νί­λια ἀ­να­κα­λύ­φθη­κε στὰ μέ­σα του 16ου αἰ. ἀ­πὸ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Ἱ­σπα­νοῦ κα­τα­κτη­τῆ Hernán Cortés στὸ Νο­τι­ο­α­να­το­λι­κὸ Με­ξι­κό. Πρὶν δι­α­δο­θεῖ στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ πρὶν τὸν ἀ­φα­νι­σμὸ τῶν Ἀζ­τέ­κων οἱ τε­λευ­ταῖ­οι τὴ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γιὰ νὰ ἀ­ρω­μα­τί­ζουν τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο τους ἀ­φέ­ψη­μα, τὸ σο­κό­α­τλ (xocóatl). Ἡ λέ­ξη «βα­νί­λια» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ «vainilla», δη­λα­δὴ «μι­κρὴ θή­κη» κα­θὼς στὰ ἱ­σπα­νι­κὰ «vaina» ση­μαί­νει «θή­κη», ἀλ­λὰ ἡ ρί­ζα της εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ λα­τι­νι­κὸ «vagina» ποὺ ση­μαί­νει «ὁ κόλ­πος τῆς γυ­ναί­κας».

       Τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 2020 βα­θύ­τε­ρες ἀνασκαφὲς στὴν Πό­λη τοῦ Με­ξι­κὸ ἀ­πο­κά­λυ­ψαν κι ἄλ­λο τμῆ­μα ἀ­πὸ τὸ Huei Tzompantli Tower τῶν Ἀζ­τέ­κων, τὸ ἐ­πι­βλη­τι­κὸ τεῖ­χος μὲ κρα­νί­α, μνη­μεῖ­ο τῶν Πο­λέ­μων τῶν Λου­λου­δι­ῶν (Las guerras floridas) ποὺ λάμ­βα­ναν χώ­ρα με­τα­ξύ των Ἀζ­τέ­κων καὶ τῶν ἐ­χθρῶν τους τὸν 15ο αἰ., πρὶν τὴν ἄ­φι­ξη τῶν Ἱ­σπα­νῶν. Τέ­τοι­α τεί­χη ἔ­στη­ναν παν­τοῦ, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «Tzompantli»[4], γιὰ ἐκ­φο­βι­σμό. Κρα­νί­α συγ­κέν­τρω­ναν καὶ ἀ­πὸ τὶς ἀν­θρω­πο­θυ­σί­ες ποὺ ἔ­κα­ναν, ὅ­πως καὶ οἱ Μά­για, γιὰ τὴ λα­τρεί­α στοὺς θε­οὺς τοῦ Ἥ­λιου ἢ τοῦ Πο­λέ­μου.

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1880 ὁ Βρε­τα­νὸς ἐ­φευ­ρέ­της Sir Hiram Stevens Maxim κα­το­χύ­ρω­σε τὸ δί­πλω­μα εὑ­ρε­σι­τε­χνί­ας γιὰ τὸ πο­λυ­βό­λο Maxim, τὸ ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε μα­ζι­κὰ στοὺς παγ­κο­σμί­ους πο­λέ­μους ἀ­φαι­ρών­τας τὴ ζω­ὴ ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἀν­θρώ­πων. Μέ­χρι νὰ τὸ τε­λει­ο­ποι­ή­σει, ὅ­μως, ὁ Maxim εἶ­χε σχε­δὸν κου­φα­θεῖ. Ἕ­να ὀ­ξύ­μω­ρο ποὺ ἀ­πο­τύ­πω­σε ὁ Βρε­τα­νὸς Leslie Ward στὸ σκίτσο τοῦ Maxim μὲ ἕ­ναν καρ­χα­ρί­α στὸ φόν­το ποὺ δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὸ Vanity Fair τὸ 1904. Δύ­ο ἐ­πι­πλέ­ον πα­ρά­δο­ξα εἶ­ναι, πρῶ­το ὅ­τι ὁ γιὸς τοῦ Maxim ἐ­φηῦ­ρε τὸν σι­γα­στή­ρα, ἂν καὶ πο­λὺ ἀρ­γὰ πιὰ γιὰ τὸν πα­τέ­ρα του, καὶ δεύ­τε­ρο ὅ­τι ὁ Maxim ἔ­γι­νε ἀρ­χι­κὰ γνω­στὸς χά­ρη στὴν ἐ­φεύ­ρε­ση μιᾶς συ­σκευ­ῆς εἰ­σπνο­ῆς ἀ­τμοῦ γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση ἀ­να­πνευ­στι­κῶν προ­βλη­μά­των, γνω­στῆς τό­τε ὡς ἡ με­γα­λύ­τε­ρη «Πί­πα τῆς Εἰ­ρή­νης». Σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἡ Μέλ­πω Ἀ­ξι­ώ­τη, πι­θα­νῶς νὰ ση­μεί­ω­νε: «Τὸ ντου­φέ­κι τὸν ἄν­θρω­πο τὸν κα­ταν­τεῖ, λοι­πόν, θη­ρί­ο.»

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1890 ὁ δη­μι­ουρ­γὸς τῆς πρώ­της ἔκ­δο­σης τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ πί­να­κα τῶν χη­μι­κῶν στοι­χεί­ων, ὁ Ρῶ­σος Ντμίτρι Ἰ­βάνο­βιτς Με­ντε­λέ­γιεφ, ὁ­ρι­στι­κο­ποί­η­σε τὸ μεῖγ­μα νε­ροῦ καὶ ἀλ­κο­ὸλ στὴν ἀ­κρι­βῆ ἀ­να­λο­γί­α τῶν 40 ἀλ­κο­ο­λι­κῶν βαθ­μῶν. Ἕ­να μεῖγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ταν ἀ­πὸ τὸν 8ο αἰ. στὴν Πο­λω­νί­α γιὰ τὸ γνω­στὸ πο­τὸ στὴν πο­λω­νι­κὴ Κρα­κο­βί­α τὸν 16ο αἰ. ὡς «κρα­σὶ τῶν σπό­ρων» ἢ «καυ­τὸ νε­ρό». Ὁ Μεν­τε­λέ­γι­εφ τὸ ὀ­νό­μα­σε «βότ­κα», ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «voda», δη­λα­δὴ «νε­ρὸ» στὰ ρω­σι­κά, προ­σθέ­τον­τας τὸ k ποὺ προσ­δί­δει ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὴ ση­μα­σί­α, ὁ­πό­τε προ­έ­κυ­ψε ἡ βότ­κα: τὸ νε­ρά­κι, μιὰ ἀ­θώ­α λέ­ξη συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴ ζω­ή. Ἡ ἐ­πι­βλα­βὴς ὑ­ψη­λὴ πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα τῆς ἀλ­κο­ό­λης ἀ­πο­σι­ω­πή­θη­κε.

       Στὴν ἀ­φρι­κα­νι­κὴ φυ­λὴ τῶν Τόν­γκα στὴ ση­με­ρι­νὴ Ζάμ­πια, ὑ­πάρ­χει μιὰ ἀρ­χαί­α παροιμία ποὺ συ­ναν­τᾶ­με σὲ πολ­λὲς κουλ­τοῦ­ρες: «Ἂν χυ­θεῖ τὸ νε­ρὸ δὲν ξα­να­μα­ζεύ­ε­ται», ἀλ­λὰ καὶ μί­α ἄλ­λη, «Ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πο­λε­μι­κὸ χο­ρό». Ἡ σάμ­πα, μὲ τὰ κο­φτά, ζω­η­ρὰ βή­μα­τά της τὸν 19ο αἰ. δή­λω­νε τὴ μου­σι­κὴ τῶν ἀ­φρι­κα­νῶν δού­λων. Τὴ χό­ρευ­αν ἀ­κό­μα καὶ ἁ­λυσ­σο­δε­μέ­νοι, ἐ­πὶ τό­που, κα­θὼς ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νὰ κά­νουν με­γά­λα βή­μα­τα ὅ­πως στὸ βι­εν­νέ­ζι­κο βάλς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­έ­δω­σε ὁ Να­πο­λέ­ον­τας στὴ Γαλ­λί­α στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ. Στὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ σάμ­πα οἱ κά­θε­τες χο­ρευ­τι­κὲς κι­νή­σεις κα­λοῦ­σαν σὲ συμ­με­το­χὴ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σῶ­μα, ἀ­κό­μα καὶ τὸ βλέμ­μα, τοὺς μύ­ες καὶ τὶς ἐκ­φρά­σεις τοῦ προ­σώ­που, με­τα­δί­δον­τας ἕ­ναν ἄ­η­χο κώ­δι­κα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας.

       Στὸ δι­ή­γη­μα «Ἡ Με­γά­λη Σι­γὴ» («The Great silence») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας Ted Chiang, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μὲ τί­τλο Ἐκπνοή, ἀ­φη­γη­τὴς εἶ­ναι ἕ­νας πα­πα­γά­λος μὲ φι­λο­σο­φι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις, ποὺ ἀμ­φι­βάλ­λει γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη εὐ­φυί­α. Δὲν κα­τα­νο­εῖ για­τί δὲν ἐ­ξε­ρευ­νοῦν τὴ μα­κραί­ω­νη σχέ­ση ἀν­θρώ­πων καὶ πα­πα­γά­λων· για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ψά­χνουν ἄλ­λες μορ­φὲς νο­ή­μο­νος ζω­ῆς στὸ δι­ά­στη­μα, ἢ στή­νουν ἀ­νι­χνευ­τές, αὐ­τὰ τὰ τε­ρά­στια με­ταλ­λι­κὰ αὐ­τιὰ ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ. Ὅ­πως ἀ­πο­φαί­νε­ται, με­τὰ ἀ­πὸ τό­σες ἄ­καρ­πες ἀν­θρώ­πι­νες προ­σπά­θει­ες μᾶλ­λον ἰ­σχύ­ει τὸ παράδοξο τοῦ Fermi, ἐ­νῶ ἡ δι­ε­ρεύ­νη­ση τῶν ἐγ­κε­φα­λι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν τῶν πα­πα­γά­λων θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­παν­τή­σει σὲ πολ­λὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἶ­δους. Ἡ μέ­θε­ξη τοῦ ἀ­φη­γη­τῆ-πα­πα­γά­λου μὲ πολ­λὰ φι­λο­σο­φι­κὰ ρεύ­μα­τα, κο­ρυ­φώ­νε­ται στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ δι­α­τεί­νε­ται ὅ­τι: «Μι­λῶ, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω», σὲ ἀ­νοι­χτὸ δι­ά­λο­γο μὲ τὸ καρ­τε­σια­νὸ εὕ­ρη­μα ποὺ ἑ­στιά­ζει στὴ σκέ­ψη. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ εὐ­φάν­τα­στος Chiang θέ­τει τὸ καί­ριο ζή­τη­μα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς τῆς δρά­σης.


«Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας τῶν πιγ­κου­ί­νων, ἀ­πὸ τὴν Ἀν­ταρ­κτι­κή, δη­λώ­νει τὴν ἀ­γά­πη του στὴν πιγ­κου­ί­να τῆς ἐ­πι­λο­γῆς του δί­νον­τάς της ἕ­να πε­τρα­δά­κι. Ἂν αὐ­τὴ τὸ δε­χτεῖ, τό­τε ἐκ­κο­λά­πτουν ἕ­να αὐ­γὸ μα­ζί. Ἂν τὸ ἀ­πορ­ρί­ψει, ὁ πιγ­κου­ί­νος πη­γαί­νει σὲ ἄλ­λο νη­σί, γιὰ νὰ ἐκ­κο­λά­ψει μό­νος τὴν πέ­τρα του. Αὐ­τὸ τὸ ξέ­ρω ἐ­πει­δὴ εἶ­μαι κι ἐ­γὼ ἀ­πὸ τὸν Νό­το. Συλ­λέ­γω ἐ­δῶ καὶ χρό­νια πε­τρα­δά­κια τῶν πιγ­κου­ί­νων.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Ζω­ο­φι­λί­α»[5] («Zoofilia») τοῦ Χι­λια­νοῦ Juan Armando Epple.

       «Ἀ­φοῦ κα­τα­σκεύ­α­σα τὴ χρο­νο­μη­χα­νή μου, μά­ζε­ψα ἐ­ρα­στὲς κι ἐ­ρω­μέ­νες ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς χι­λι­ε­τί­ες – γυ­ναῖ­κες μὲ μη­χα­νι­κὰ χέ­ρια καὶ ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­μέ­να κύτ­τα­ρα, γε­νει­ο­φό­ρους ἄν­τρες ποὺ μύ­ρι­ζαν ὑ­γρα­σί­α τῶν σπη­λαί­ων. Ἕ­ναν πρὸς ἕ­ναν καὶ μί­α πρὸς μί­α τους ἔ­φε­ρα σπί­τι μα­ζί μου. Κά­να­με πάρ­τι, ἀν­ταλ­λά­ξα­με γνώ­σεις, κά­να­με ἔ­ρω­τα μὲ ἀ­δι­α­νό­η­τους συν­δυα­σμούς. Μί­α Σου­μέ­ρια ἑ­ταί­ρα κυ­ο­φό­ρη­σε γρή­γο­ρα τὸ παι­δὶ ἑ­νὸς Ὁ­μο­σπον­δια­κοῦ στρα­τι­ώ­τη. Ὀ­νο­μά­σα­με τὴν κό­ρη τους Πα­λίμ­ψη­στη, λό­γω τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ποὺ δι­α­στρω­μα­τώ­νον­ταν στὸ αἷ­μα της. Κά­θε παι­δὶ ποὺ γεν­νι­ό­ταν ἀ­πὸ τό­τε τὸ ἀ­πο­κα­λού­σα­με τὸ ἴ­διο —Πα­λίμ­ψη­στο— δι­ό­τι αὐ­τὸ συ­νέ­χι­σε νὰ εἶ­ναι ἀ­λή­θεια». Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας «Πα­λίμ­ψη­στο»[6]Palimpsest») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Satton Strother. Οἱ ἀ­νώ­νυ­μοι ἥ­ρω­ες αὐ­τῆς τῆς ἱ­στο­ρί­ας βλέ­πουν τε­λι­κὰ τὰ παι­διὰ νὰ παίρ­νουν τὸ μέλ­λον στὰ χέ­ρια τους καὶ αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη θὰ χα­ρα­χθεῖ σὰν αὐ­τό­φω­το τα­του­ὰζ στὰ σώ­μα­τά τους. «Μιὰ ἀ­στρα­πὴ ἡ ζω­ή μας, ἀλ­λὰ προ­λα­βαί­νου­με», ἴ­σως ἐ­πέ­με­νε ἐ­δῶ ὁ Κα­ζαν­τζά­κης.


Ἡ πρό­σφα­τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Τὸ μου­στά­κι τοῦ Ντα­λὶ»[7]Dali’s Mou­stache») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Pedro Ponce δι­α­θέ­τει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀρ­τι­ό­τη­τα, εὑ­ρη­μα­τι­κὸ τί­τλο, ἀ­νε­ξί­τη­λες εἰ­κό­νες, καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­ναν ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ πα­ράλ­λη­λο κό­σμο, πα­ρὰ τὴ συν­το­μί­α της. Ἐ­πι­πλέ­ον, κα­τα­φέρ­νει δύ­ο δύ­σκο­λα ἐγ­χει­ρή­μα­τα. Πρῶ­το, ξε­κι­νά­ει μὲ μιὰ δυ­να­τὴ κι ἐν­τυ­πω­τι­κὴ πρό­τα­ση, συ­χνὰ ζητούμενο στη λογοτεχνία, ἄ­ρα καὶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Δεύ­τε­ρο, ἐν­σω­μα­τώ­νει ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ στὸ εἶ­δος τὴν ὀ­πτι­κὴ τοῦ προ­φή­τη, ἔ­ναν­τι τοῦ ψυ­χο­λό­γου, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Herman Melville ὅ­πως συμ­πε­ραί­νει ὁ Gilles Deleuze στὸ ἐ­πί­με­τρο τοῦ Μπάρτλμπυ, ο γραφέας. Εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς:

       «Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μαγ­κρὶτ πα­ρα­κο­λου­θεῖ δύ­ο μα­σκο­φο­ρε­μέ­νους ἐ­ρα­στὲς νὰ φι­λι­οῦν­ται στὴν πλατ­φόρ­μα τοῦ με­τρό. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς του, ἦ­ταν ζω­γρά­φος, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μή, κα­θὼς στοι­χει­ώ­νει τὶς γω­νι­ὲς τοῦ 21ου αἰ., ὁ Μαγ­κρὶτ ἔ­χει γί­νει προ­φή­της. Ἡ ἀ­πέ­χθειά του εἶ­ναι ἐμ­βρι­θής. Ἐ­ὰν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει πρό­σβα­ση στὴ φυ­σι­κὴ κοι­λά­δα τῆς ὕ­παρ­ξης, θὰ ἔ­σχι­ζε τὸν πλη­σι­έ­στε­ρο καμ­βὰ μὲ τὸ νυ­στέ­ρι τῆς πα­λέ­τας του, ἢ θὰ συ­νέ­θλι­βε μπου­κέ­τα μπου­κα­λι­ῶν μὲ κρα­σὶ στοὺς τοί­χους τοῦ ἀ­τε­λι­έ του. Ἀν­τί­θε­τα, τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κά­νει εἶ­ναι νὰ πε­ρι­πλα­νι­έ­ται ἀ­νήμ­πο­ρος πέν­τε ἑ­κα­το­στὰ ψη­λό­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ γκρὶ πε­ζο­δρό­μιο.

       »Οἱ κολ­λη­τοί του σουρ­ρε­α­λι­στὲς κά­νουν ὅ,τι μπο­ροῦν. Συμ­βαί­νει καὶ στοὺς κα­λύ­τε­ρους ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, λέ­ει τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Ντα­λί, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἁ­πλώ­νει ἕ­να χέ­ρι πα­ρη­γο­ριᾶς μό­λις πά­νω ἀ­πὸ τὸ πα­νω­φό­ρι τοῦ Μαγ­κρίτ. Ὑ­πάρ­χει πάν­τα ἡ ἑ­πό­με­νη φο­ρά, προ­σθέ­τει, ἂν καὶ στὶς δε­κα­ε­τί­ες ποὺ ἔ­χουν πε­ρά­σει μέ­νει νὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ κα­τὰ πό­σο ἡ με­τεμ­ψύ­χω­ση πα­ρα­μέ­νει μιὰ ἐ­πι­λο­γή.

       »Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μπρε­τόν, ἀ­γου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ὑ­πνά­κο του, ἀ­να­φέ­ρε­ται στὰ φαλ­λι­κὰ γρα­φι­κὰ μιᾶς ἀ­φί­σας κι­νη­μα­το­γρά­φου ἐ­κεῖ κον­τά. Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ ξε­χα­στεῖ κα­νεὶς τε­λεί­ως, ἀ­να­κοι­νώ­νει ἀ­πὸ τὴν κου­κέ­τα του ἑ­πτὰ ἑ­κα­το­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος.

       »Ὁ Μαγ­κρὶτ κοι­τά­ζει τὸν Ντα­λί, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ συμ­πό­νια δὲν ὑ­φί­στα­ται πο­τὲ χω­ρὶς μιὰ αἰχ­μὴ αὐ­το­θαυ­μα­σμοῦ. Ἐμ­πο­τι­σμέ­νος τώ­ρα μὲ τὴν ἰ­σχὺ τῆς πρό­βλε­ψης, ἀ­παγ­γέ­λει τὴν ἑ­πό­με­νη προ­φη­τεί­α του. Μιὰ μέ­ρα, Ντα­λί, ἐ­σὺ θὰ εἶ­σαι ὁ ρε­α­λι­στής.

       »Ἡ δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση τοῦ Ντα­λὶ πα­ρα­μέ­νει ἀ­πα­ράλ­λα­χτη κα­θὼς βυ­θί­ζε­ται χα­μη­λό­τε­ρα στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Ἀλ­λὰ τὸ μου­στά­κι του τρε­μο­παί­ζει σὰν δι­πλὴ ἄ­γρυ­πνη κε­ραί­α, ἀ­νι­χνεύ­ον­τας τὸν ἀ­έ­ρα γιὰ δι­ερ­χό­με­να πό­δια.»


Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Πό­λε­μος τῶν Κλό­ουν»[8]War of the Clowns») τοῦ Πορ­το­γά­λου Mia Couto, γεν­νη­μέ­νου στὴ Μο­ζαμ­βί­κη, ἀ­να­φέ­ρε­ται πο­λὺ συ­χνὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ κεί­με­νο, γιὰ τὴ γλωσ­σι­κὴ ἀ­κρί­βεια, τὴ δι­α­χρο­νι­κό­τη­τα καὶ τὴ με­τω­νυ­μι­κὴ καὶ συ­νεκ­δο­χι­κή του δι­ά­στα­ση. Δύ­ο κλό­ουν ξε­κι­νοῦν νὰ κα­βγα­δί­ζουν στὴ μέ­ση ἑ­νὸς πο­λυ­σύ­χνα­στου δρό­μου σὲ μιὰ με­γα­λού­πο­λη. Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ ἀρ­χι­κὰ ψυ­χα­γω­γεῖ τοὺς δι­ερ­χό­με­νους, ἀλ­λὰ ὅ­σο κλι­μα­κώ­νε­ται ὁ κα­βγὰς τό­σο ἐμ­πλέ­κον­ται οἱ πε­ρα­στι­κοὶ καὶ ἡ δι­α­μά­χη δι­α­σπεί­ρε­ται. Ἡ γραμ­μι­κὴ ἀ­φή­γη­ση φτά­νει στὴν ἀ­να­με­νό­με­νη κο­ρύ­φω­ση τῆς πλο­κῆς χω­ρὶς ἀ­να­τρο­πές: ἡ πό­λη ἀ­φα­νί­ζε­ται ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὀ­λέ­θριας ἐμ­φύ­λιας σύγ­κρου­σης. Τό­τε οἱ κλό­ουν φεύ­γουν ἀγ­κα­ζὲ γιὰ τὴν ἑ­πό­με­νη πό­λη. Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Couto, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον στρέ­φε­ται στὸ τί δὲ λέ­ει, πῶς τὸ κα­τα­φέρ­νει, πό­σες συ­νειρ­μι­κὲς σπί­θες προ­κα­λεῖ καὶ σὲ ποι­ούς δρό­μους ἀ­να­στο­χα­σμοῦ ὁ­δη­γεῖ τὴ σκέ­ψη τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Πα­ρά­δειγ­μα: Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα παι­διὰ ἀ­πε­χθά­νον­ται τοὺς κλό­ουν. Οἱ σπό­ροι τῆς βί­ας καὶ τοῦ ἀλ­λη­λο­σπα­ραγ­μοῦ ποὺ ρί­χνουν κά­ποι­οι γε­λω­το­ποι­οὶ δι­α­δί­δον­ται σὰν τὴ βα­νί­λια, πα­ρό­τι χω­ροῦν σὲ μιὰ μι­κρὴ θή­κη. Μι­κρὸ ἀ­γό­ρι (Little Boy) ὀ­νο­μά­στη­κε καὶ ἡ ἀ­το­μι­κὴ βόμ­βα ποὺ ρί­χθη­κε στὴ Χι­ρο­σί­μα. Πρόσφατες έρευνες αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση σο­βα­ρῶν νό­σων καὶ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς ἀ­να­στρο­φῆς τῆς γή­ραν­σης, ἀ­κο­λου­θών­τας τὸ δρό­μο ποὺ ἄ­νοι­ξε ὁ Ἰ­ά­πω­νας νομ­πε­λί­στας Shinya Yamanaka τὸ 2012, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε στὴν καρδιὰ τοῦ ἐμβρυϊκοῦ κυττάρου καὶ ἴ­σως κά­πο­τε νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­θα­να­σί­α.

       «Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τὸν μα­θη­τὴ κα­χύ­πο­πτα, δι­έ­τα­ξε: Ἐ­λέγ­ξτε καὶ τὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Πο­λὺ σύν­το­μα ἕ­νας δε­κα­νέ­ας ἐ­πέ­στρε­ψε. Κοί­τα τί βρή­κα­με, συν­ταγ­μα­τάρ­χη. “Τα μυ­στι­κὰ ὄ­πλα”, κά­ποι­ου Κορ­τά­σαρ. Τὸ πρό­σω­πο τοῦ συν­ταγ­μα­τάρ­χη φω­τί­στη­κε». Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μα γνω­στὴ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Κίν­δυ­νος ἐν ὄ­ψει»[9]Peligro a la vista») τοῦ Juan Armando Epple.


θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Στὴν ἀρ­χὴ τῆς Κρύ­πτης ὁ Ἐ. Χ. Γο­να­τᾶς ση­μει­ώ­νει τὸν στί­χο «But then begins a journey in my mind» ἀ­πὸ τὸ Σο­νέ­το 27 τοῦ Shakespeare γιὰ τὴν μυ­στή­ρια κα­τά­στα­ση τοῦ ὕ­πνου ποὺ βι­ώ­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ μέ­χρι νὰ πε­θά­νου­με, ποὺ εἶ­χε ἀ­πα­σχο­λή­σει καὶ τὸν Ἡ­ρά­κλει­το. Tὸ 2014 ἕ­να θέμα εξετάσεων στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Κέμ­πρι­τζ ἦ­ταν τὸ ποί­η­μα «Tipp-Ex Sonate» τοῦ Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ συν­θέ­τη Koos Kombuis, δι­ε­θνῶς γνω­στοῦ ἀ­κτι­βι­στῆ κα­τὰ τοῦ ἀ­παρ­τχά­ιντ. Τὸ πρό­βλη­μα ἦ­ταν ὅ­τι τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα ἔ­κρυ­βε ἕ­να μυ­στή­ριο: δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ λέ­ξεις, ἀλ­λὰ μό­νο ἀ­πὸ ση­μεῖ­α στί­ξης. Ὁ­πό­τε ἡ ἀ­νά­λυ­σή του σὲ ἕ­να εὐ­ρὺ αἰ­σθη­τι­κὸ συγ­κεί­με­νο, μὲ φαν­τα­σί­α, τόλ­μη καὶ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, ἦ­ταν μο­νό­δρο­μος. Οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν στὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­βαν­τγκὰρντ τῆς ἀν­τι-τέ­χνης τοῦ νταν­τα­ϊ­σμοῦ, ἢ στὸν Robert Rauschenberg καὶ τὸν πί­να­κά του Erased de Kooning Drawing ἢ στὸ 4’33’’ τοῦ John Cage, ἀ­κό­μα καὶ στὸν ὑ­πο­λο­γι­στι­κὸ κώ­δι­κα ὡς μορ­φὴ ποί­η­σης. Ἐν ὀ­λί­γοις, οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πι­στρα­τεύ­σουν ὅ­λες τὶς γνώ­σεις τους γιὰ νὰ ἀ­παν­τή­σουν στὸ ἐ­ρώ­τη­μα, τί θέ­λει νὰ πεῖ ὁ ποι­η­τής; Ὑ­πεν­θυ­μί­ζω ὅ­τι τὸ 2009 ὁ Guillermo Samperio μὲ τὴν ἱ­στο­ρί­α του τῶν δύ­ο λέ­ξε­ων El Fantasma, δη­λα­δὴ μό­νο τὸν τί­τλο, ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε τὸν συ­να­γερ­μὸ στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης: ἀ­πα­σφά­λι­σε τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α κι ἔ­κτο­τε ἐ­πι­χει­ροῦ­με συλ­λο­γι­κὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ νὰ τὴν ὁ­ρι­ο­θε­τή­σου­με. Ὡς πρὸς τὴν ἀ­πάν­τη­ση, ὅ­μως, στὸ ἐ­ρώ­τη­μα τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων ἔγ­κρι­τοι πα­νε­πι­στη­μια­κοὶ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν τὸ ποί­η­μα καὶ ὡς μιὰ ἀ­να­φο­ρὰ στὴ μνή­μη ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων θυ­μά­των πο­λέ­μου, νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς γλώσ­σας νὰ πε­ρι­γρά­φει τὶς κτηνωδίες μας. Προ­σέγ­γι­ση σχε­δὸν φό­ρος τι­μῆς στὸν Wittgenstein. Εὐ­φάν­τα­στα καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λὰ τὸ κυ­ρί­ως θέ­μα εἶ­ναι, τε­λι­κά, ἀ­κού­ει κα­νείς; Ἰ­α­χές; Ἐ­ρι­νύ­ες; Ἔ­στω συ­να­γερ­μό; Καὶ τί κά­νει;

       Ὁ Roberto Bolaño πα­ρέ­λα­βε τὸ Δι­ε­θνὲς Βρα­βεῖ­ο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Romulo Gallegos γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του Οἱ ἄγριοι ντετέκτιβ τὸ 1999 στὸ Κα­ρά­κας. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὁ­μι­λί­ας του ἀ­να­φέρ­θη­κε στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γών[10] ποὺ ἔ­χου­με φέρ­νον­τας τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Cervantes, λέ­γον­τας ὅ­τι ἀ­νά­με­σα στὴ συγ­γρα­φὴ καὶ τὴν πο­λι­το­φυ­λα­κὴ ὁ Cervantes ἐ­πέ­λε­ξε τὴ δεύ­τε­ρη γιὰ τοὺς προ­φα­νεῖς λό­γους τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν συγ­κυ­ρι­ῶν. Βέ­βαι­α, ἡ ἀ­πο­δο­χὴ καὶ ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ κιν­δύ­νου δι­α­τέ­μνει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πι­λο­γή μας γιὰ νὰ ζοῦ­με πλη­ρέ­στε­ρα σύμ­φω­να μὲ τὸν Robert Musil. Ὁ Bolaño, ὅ­μως, ἑ­στί­α­σε στὴν ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τά του νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς πα­ράλ­λη­λα καὶ τολ­μη­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, εἰδικὰ διη­γη­ματογρά­φος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ἀλλοῦ. Εὔ­λο­γα συμ­πε­ραί­νει κα­νεὶς αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πι­σή­μα­νε ὁ Irving Howe πε­ραι­τέ­ρω γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­λα­δὴ τὸ πό­σο τολ­μη­ροὶ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἐ­πι­χει­ροῦν νὰ ἐ­κτε­θοῦν σὲ ἕ­να τό­σο μι­κρὸ κει­με­νι­κὸ χῶ­ρο, ὅ­που κα­μί­α ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀ­δυ­να­μί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρυ­φτεῖ.

       «Μὴ δη­μο­σι­εύ­ε­τε ὥ­σπου νὰ ἔ­χε­τε ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ του­λά­χι­στον δέ­κα φο­ρὲς τὸ κεί­με­νο καὶ μέ­χρι νὰ εἶ­στε ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­οι ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ τὸ ἔ­χε­τε γρά­ψει δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ὁ Χι­λια­νὸς ποι­η­τὴς Jorge Teillier πρό­τει­νε κά­πο­τε τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς τη­λε­φω­νι­κῆς γραμ­μῆς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης μὲ εἰ­δι­κὰ κα­ταρ­τι­σμέ­νους χει­ρι­στὲς νὰ συμ­βου­λεύ­ουν καὶ νὰ ἀ­πο­τρέ­πουν ὅ­σους τη­λε­φω­νοῦ­σαν γιὰ νὰ ποῦν ὅ­τι αἰ­σθά­νον­ταν ἔμ­πνευ­ση νὰ γρά­ψουν ἕ­να ποί­η­μα. Πι­στεύ­ω ὅ­τι χρει­α­ζό­μα­στε γραμ­μὲς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με ὅ­σους ὑ­πο­φέ­ρουν ἀ­πὸ ὀ­ξεί­α μι­κρο­δι­η­γή­τι­δα.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι μί­α ἐμ­πο­τι­σμέ­νη μὲ χι­οῦ­μορ συμ­βου­λὴ[11] τοῦ Juan Armando Epple ποὺ ἔ­δω­σε στὴ συνέντευξή του στὸν Ἀρ­γεν­τι­νὸ Martín Gardella τὸ 2013, πα­ρό­τι στὸ ἐ­ρευ­νη­τι­κό του ἔρ­γο διέκρινε τὸν ἀνανεωτικὸ ρόλο τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, τὴν ἀλ­λα­γὴ πα­ρα­δείγ­μα­τος, καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὴν αὐ­το­δι­ά­θε­σή της. Στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ εἴ­δους ποὺ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μὲ τί­τλο MicroQuijotes, συγ­κέν­τρω­σε ἀ­πὸ τοὺς Borges, Arreola, Ana María Shua, Rubén Darío, καὶ πολ­λοὺς ἄλ­λους, πε­νήν­τα πα­ραλ­λα­γὲς τοῦ μύ­θου τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη καὶ τῶν ἡ­ρώ­ων του, μὲ τὰ κρι­τή­ρια ποὺ θε­ω­ροῦ­σε κρι­σι­μό­τε­ρα γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: συν­το­μία, ἀ­κρί­βεια, εὐ­ρυ­μά­θεια καὶ ὀ­ξύ­νοι­α[12].

       Ὁ Epple (γέν. 1946) ἦ­ταν ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Harvard (1980), κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὄ­ρεγ­κον, ἐ­ρευ­νη­τής, ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ἀ­πε­βί­ω­σε τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2022 πα­ρα­δί­δον­τάς μας πο­λύ­τι­μο ἐρευνητικὸ ἔργο γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Στὸν συλ­λο­γι­κὸ τό­μο κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων γιὰ τὸ εἶ­δος μὲ τί­τλο Mini­fic­ción y na­no­filo­lo­gía, La­titu­des de la hi­per­bre­ve­dad (ἐπ. Ana Rueda, 2017) ἀ­νέ­δει­ξε τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἱ­σπα­νό­λε­κτης νου­άρ, ἀ­στυ­νο­μι­κῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, σὲ μιὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση μὲ τί­τλο El micropolicial. Ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν τυ­πο­λο­γί­α τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος τοῦ Tzvetan Todorov γιὰ τὴν ἐ­ξέ­τα­ση μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τῶν Ramón Gómez de la Serna, Max Aub, Jorge Luis Borges, Enrique Anderson Imbert, Julio Cortázar, Marco Deveni, David Lagmanovich, Raúl Brasca, Luis Mateo Díez, Juan Romagnoli καὶ Ana María Shua. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να συ­ναρ­πα­στι­κό, πυ­κνὸ πα­νό­ρα­μα αὐ­τοῦ του ὑ­πο­εί­δους μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ὅ­μως ἂν πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νεὶς τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­πό­στα­ξης τοῦ Epple στὸ ἔρ­γο τῶν πα­ρα­πά­νω μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­πλου­τί­σει γε­νι­κὰ τὶς γνώ­σεις του σχε­τι­κὰ μὲ τὶς ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στες δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τῶν τῶν σύν­το­μων ρη­μα­τι­κῶν ἀ­να­πτυγ­μά­των μὲ ὑ­ψη­λὸ βαθ­μὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τας ἀ­πὸ κο­ρυ­φαί­ους καλ­λι­ερ­γη­τὲς τοῦ εἴ­δους. Ὁ Epple ἐ­πέ­λε­ξε νὰ κλεί­σει τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πα­ρου­σί­α­σή του μὲ τὸ ἑ­ξῆς δεῖγ­μα τῆς Shua, μὲ τί­τλο «Πα­ρα­πλά­νη­ση»[13] («Pista Falsa»[14]): «Ἀ­κο­λου­θῆ­στε τὸ ἴ­χνος τῶν λε­κέ­δων. Δὲ θὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο; Πῶς θὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ­δη­γοῦν στὸ πτῶ­μα καὶ ὄ­χι στὸν δο­λο­φό­νο; (Ἀλ­λὰ οἱ λε­κέ­δες εἶ­ναι ἀ­πὸ με­λά­νι, καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴ λέ­ξη τέ­λος).»


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Οἱ συλ­λο­γὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Con Tinta Sangre τοῦ Juan Armando Epple καὶ Jerks τῆς Αμερικανίδας Sara Lippmann.


Οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «My Mother’s Ghost» καὶ «Warsaw Circus» τῶν Ἀμερικανίδων Francine Witte και Kathryn Kulpa.


Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα «Wanted, Dead or Alive» τῆς Ὀλ­λαν­δῆς Lotte van der Krol.


Τὸ ὑ­βρι­δι­κὸ βι­βλί­ο Modern Animal τῆς Οὐ­κρα­νῆς Yevgenia Belorusets.


Τὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ HAD.


Ὁ ἐ­τή­σιος δι­ε­θνὴς δι­α­γω­νι­σμὸς δι­η­γή­μα­τος στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα Bristol Short Story Prize μὲ κα­τα­λη­κτι­κὴ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ὑ­πο­βο­λῆς στὶς 4 Μα­ΐ­ου 2022.


Ἀνθρωπότητα, Μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τα αἰ­σι­ό­δο­ξη ἱ­στο­ρί­α, βι­βλί­ο τοῦ Ὀλ­λαν­δοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ Rutger Bergman.


H ἀν­θο­λο­γί­α κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων The Best of Brevity: Twenty Ground­breaking Years of Flash Non­fiction γιὰ τὴ συν­το­μί­α στὸ δο­κί­μιο.


συλλογή φωτογραφιῶν τοῦ μου­σεί­ου The Met. Πε­ρι­λαμ­βά­νoν­ται ἡ Πυ­ξί­δα (The Compass, 1920) τοῦ Man Ray, ὁ Λαι­μὸς τῆς Georgia O’ Keefe (Neck, 1921) τοῦ Alfred Stieglitz, καὶ ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ πα­ρόν­τος δελ­τί­ου τοῦ T. Lux Feininger. Στὸ ἀλ­λό­κο­το πορ­τραῖ­το τοῦ Clemens Röseler, τοῦ μα­θη­τῆ τοῦ Bauhaus ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζει, ὁ Feininger ἀ­πα­θα­νά­τι­σε τὸ 1928 τὴν ὑ­πό­στα­ση ἑ­νὸς ἀ­δι­ά­φο­ρου, ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νου, ψυ­χροῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὄν­τος.


συλλογή των 100 ἐ­πι­δρα­στι­κό­τε­ρων φω­το­γρα­φι­ῶν σύμ­φω­να μὲ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ TIME τὸ 2016. Στὸ Νο 80 βρί­σκε­ται ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ Roger Fenton μὲ τί­τλο The Valley of the Shadow of Death, 1855, ἀ­πὸ τὸν Κρι­μα­ϊ­κὸ πό­λε­μο 1853-56, τὸν πρῶ­το πό­λε­μο στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χου­με φω­το­γρα­φι­κὰ τεκ­μή­ρια.

Ἡ σύν­θε­ση Danzón No 2 τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ Arturo Márquez ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­χή­στρα τοῦ Πα­ρι­σιοῦ καὶ μα­έ­στρο τὴν ἐ­πί­σης Με­ξι­κα­νὴ Alondra de la Parra.


Τὰ τρα­γού­δια Sueño en Paraguay καὶ Sano τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Chancha Via Circuito & τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς Luvi Torres τὸ δεύ­τε­ρο, στὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­κρί­νε­ται καὶ ἀ­κου­στι­κά τὸ πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὸν λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὸ μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ στὴν ἀν­τί­δρα­σή του, στὸ κί­νη­μα McOndo.

 

Τὸ τρα­γού­δι Vesna (Ἄ­νοι­ξη) τοῦ οὐ­κρα­νι­κοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος DakhaBrakha καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α σκη­νὴ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Νοσταλγία τοῦ Ρώ­σου Andrey Tarkovski.


[1] Μετάφραση δική μου.
[2] Μετάφραση δική μου.
[3] Μετάφραση δική μου.
[4] tzontli=κεφάλι, κρανίο και pantli= σειρά
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Μετάφραση δική μου.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] López–Calvo, Ignacio. “Las Guerras Floridas De Roberto Bolaño: Memoria, Melan­colía y Pierre Menard.” Desde el Sur. Revista de Ciencias Humanas y Sociales de la Universi­dad Científica del Sur (2015): 257–274.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Castro Jéssica, “El Quijote en Chile: el caso de los MicroQuijotes (2005) de Juan Armando Epple”, en Visiones y Revisiones cervantinas. Actas selectas del VII Congreso Internacional de la Asociación de Cervantistas, Madrid, Ediciones del Centro de Estudios Cervantinos, 2011.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Shua, Ana María, Casa de geishas, Editorial Sudamericana, Buenos Aires, 1992.

Πηγή:  Πρώτη δημοσίευση.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Εἰκόνα: Φωτογραφικὸ πορτραῖτο τοῦ Clemens Röseler (1928) ἀπὸ τὸν T. Lux Feininger (1910-2011).


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στά­ση



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#19]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στά­ση


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ τί­πο­τα πιὸ νό­στι­μο ἀ­πὸ τὸ μά­τι τοῦ ἐ­χθροῦ σου. Γυ­ρο­φέρ­νει ἀ­νά­με­σα στὰ δόν­τια σὰν ρώ­γα στα­φυ­λιοῦ, μὲ ἀ­μυ­δρὴ γεύ­ση θά­λασ­σας. Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ συλ­λο­γὴ ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ εἴ­δους τοῦ Max Aub μὲ τί­τλο Πα­ρα­δειγ­μα­τικοὶ φόνοι.

       Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ Julián Sánchez Ca­ra­ma­za­na ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Ve­nidos del mie­do μὲ τί­τλο «Κοι­νω­νι­κὸ προ­βλη­μα»[1] («Problema social») εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: Ὁ νό­μος Τα­λιὸν ἔ­πρε­πε νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ ἐλ­λεί­ψει πο­λι­τῶν ποὺ εἶ­χαν ἕ­να μά­τι ἢ ἕ­να δόν­τι. Προ­φα­νῶς ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο τῆς αὐ­το­δι­κί­ας καὶ ἀν­τα­πό­δο­σης, στὸ ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ «ὀ­φθαλ­μὸς ἀν­τὶ ὀ­φθαλ­μοῦ», στὸ νό­μο τοῦ ἀν­τι­πε­πον­θό­τος ἢ τῆς ταυ­το­πά­θειας, στὸ lex talionis στὸ ρω­μα­ϊ­κὸ δί­και­ο καὶ στὸ an eye for an eye, a tooth for a tooth στὸ ἀγ­γλο­σα­ξο­νι­κό. Ὁ σαρ­κα­στι­κὸς τί­τλος της δι­α­τρέ­χει ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α μας ἀ­πὸ «τὴν ἀρ­χὴ τῶν ποι­νῶν» ἢ τὸ «δί­και­ο τοῦ κο­λά­ζειν[2]», ἕ­ναν ὅ­ρο συν­τή­ρη­σης τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ προ­στα­σί­ας τοῦ δη­μο­σί­ου συμ­φέ­ρον­τος.

       Καὶ οἱ δύ­ο πα­ρα­πά­νω μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες μᾶς κα­λοῦν νὰ κά­νου­με μί­α στά­ση καὶ νὰ ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με τὴν πο­λε­μο­χα­ρῆ φύ­ση μας, τὶς ἠ­ρα­κλεί­τει­ες ἰ­δέ­ες τῆς «φύ­σης ὡς πεδίο μά­χης» καὶ «τοῦ πο­λέ­μου ὡς πα­τέ­ρα τῶν πάν­των», τὸ κε­φά­λαι­ο «Πε­ρὶ τοῦ δι­καί­ου τῶν ἀν­τι­ποί­νων» στὰ Ἠ­θι­κὰ Νι­κο­μά­χεια τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ἀλ­λὰ καὶ τὴ δι­α­χρο­νι­κὴ ἀν­θρώ­πι­νη ἕλ­ξη πρὸς τὴν Τέχνη τοῦ πο­λέμου, ὅ­πως τὴν ἐ­ξέ­φρα­σε ὁ Κι­νέ­ζος Tzu Sun 2.500 χρό­νια πρίν.


Βρε­τα­νοὶ καὶ Κι­νέ­ζοι ἐ­ρευ­νη­τὲς μό­λις ἀνακά­λυψαν μέ­σα σὲ ἕ­να ἀ­πο­λι­θω­μέ­νο αὐ­γὸ ποὺ φυ­λασ­σό­ταν ἀ­πὸ τὸ 2000 στὸ Yingliang Stone Nature History Museum στὴ νό­τια Κί­να τὸ πιὸ ἄ­ψο­γα δι­α­τη­ρη­μέ­νο ἔμ­βρυ­ο δει­νο­σαύ­ρου ποὺ ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ πο­τὲ ἕ­ως τώ­ρα. Τὸ ἔμ­βρυ­ο ἀ­νή­κει στὸ εἶ­δος τῶν δί­πο­δων ὀ­βι­ρα­πτο­ρο­σαύ­ρων (ποὺ ση­μαί­νει σαῦρα ποὺ κλέβει αὐ­γά) καὶ ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἡ­λι­κί­ας γύ­ρω στὰ 100 μὲ 66 ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια. Τὸ βά­φτι­σαν «Μω­ρὸ Γιν­γκλιὰνγκ» καὶ ἡ πε­ραι­τέ­ρω με­λέ­τη του ἀ­να­μέ­νε­ται νὰ μᾶς δώ­σει ἀ­νε­κτί­μη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴν Ὕ­στε­ρη Κρη­τι­δι­κὴ πε­ρί­ο­δο στὴν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει.


Στὶς 21 Δε­κεμ­βρί­ου 2021 συμ­πλη­ρώ­θη­καν 100 χρό­νια ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­ση τοῦ Augusto Monterroso, ὁ­πό­τε καὶ κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν μὲ τί­τλο Cu­ando des­per­tó, Mon­ter­roso to­da­vía esta­ba al­lí (Ὅ­ταν ξύ­πνη­σα, ὁ Μον­τε­ρό­σο ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ) μὲ κεί­με­να ἀ­πὸ πε­ρί­που 100 ἱ­σπα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς.

       Ὅ­λο τὸ 2021, πα­ρὰ τὴν παν­δη­μί­α, δι­ορ­γα­νώ­θη­καν ἀρ­κε­τὲς ἐ­πε­τεια­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις στὴ Λ. Ἀ­με­ρι­κή. Στὸ σχε­τι­κὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου e-Kuoreo, ἡ ἐμ­βλη­μα­τι­κὴ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ εἴ­δους ἀ­πὸ τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ Ana María Shua συμ­με­τέ­χει μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Τὸ μέ­γε­θος με­τρά­ει[3] («El tamano importa»), ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: Τὸ 1832, ὁ πρῶ­τος ἐ­λέ­φαν­τας ποὺ πά­τη­σε τὸ πό­δι του στὴ γῆ τῶν Ἀζ­τέ­κων ἔ­φτα­σε στὸ Με­ξι­κὸ μὲ ἕ­να τσίρ­κο. Τὸν φώ­να­ζαν Μoγκούλ[4]. Με­τὰ τὸν θά­να­τό του, τὸ κρέ­ας του που­λή­θη­κε στοὺς πλα­νό­διους μά­γει­ρες γιὰ ἀν­το­χί­τος[5] καὶ ὁ σκε­λε­τός του ἐ­κτέ­θη­κε σὲ κοι­νὴ θέ­α θαρ­ρεῖς καὶ ἀ­νῆ­κε σὲ κα­νέ­να προ­ϊ­στο­ρι­κὸ ζῶ­ο. Τὸ τσίρ­κο εἶ­χε ἐ­πί­σης ἕ­ναν μι­κρό­σω­μο δει­νό­σαυ­ρο, ὄ­χι με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να ἰγ­κουά­να, ἀλ­λὰ δὲν τρα­βοῦ­σε τὴν προ­σο­χὴ πα­ρὰ μό­νο ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά του νὰ χο­ρεύ­ει χαμ­πα­νέ­ρα[6]. Πέ­θα­νε σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ τα­ξί­δια ἀ­πὸ πό­λη σὲ πό­λη, χω­ρὶς οὔ­τε μιὰ τα­φό­πλα­κα νὰ δη­λώ­νει τὸν τά­φο του καὶ δὲ θὰ γνω­ρί­ζα­με τί­πο­τα γι’ αὐ­τὸν ἐ­ὰν δὲν τὸν εἶ­χε ὀ­νει­ρευ­τεῖ ὁ Μον­τε­ρό­σο. Ἡ Shua μᾶς δί­νει μιὰ ὡ­ραί­α ἐκ­δο­χὴ γιὰ τὴν κα­τα­στα­τι­κὴ ἀρ­χὴ τῆς ἰ­δέ­ας τοῦ δει­νό­σαυ­ρου ποὺ κα­θό­ρι­σε τὸ ἔρ­γο τοῦ Μον­τε­ρό­σο καὶ δι­α­μόρ­φω­σε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Στὸ ἴ­διο ἀ­φι­έ­ρω­μα ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ Ginés S. Cutillas μὲ τί­τλο «Ὁ λευ­κός»[7] συν­δι­α­λέ­γε­ται κυ­ρί­ως μὲ τὴν ἐμ­βλη­μα­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «La oveja Negra» («Τὸ μαῦ­ρο πρό­βα­το») τοῦ Μον­τε­ρό­σο, στὴν ὁ­ποί­α τὰ λευ­κὰ πρό­βα­τα ἔ­χουν βί­αι­α καὶ διὰ παν­τὸς ἀ­φα­νί­σει τὰ μαῦ­ρα, καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ συλ­λο­γὴ του La ov­eja Ne­gra y de­más fá­bu­las (Τὸ μαῦ­ρο πρό­βα­το καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες, 1969). Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Cutillas ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Ἄγ­γλο He­nry Wal­ter Ba­tes, ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους συ­στη­μα­τι­κοὺς ἐ­ξε­ρευ­νη­τές, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸ 1850 ξε­κί­νη­σε νὰ με­λε­τᾶ τὴ φυ­λὴ τῶν Ἄβα στὰ βά­θη τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου. Σύμ­φω­να μὲ τὴ μυ­θο­πλα­στι­κὴ ἐκ­δο­χὴ τοῦ Cutillas, ὁ λευ­κὸς ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζε­ται ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς φυ­λῆς κά­θε πρω­ῒ δι­α­λύ­ουν τὶς κα­λύ­βες τους, σβή­νουν τὶς φω­τι­ές τους καὶ με­τα­κι­νοῦν­ται σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ μέ­ρος με­τα­φέ­ρον­τας τὰ ὑ­πάρ­χον­τά τους. Μά­λι­στα, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τους κρυμ­μέ­νος στὴν πυ­κνὴ βλά­στη­ση πα­σχί­ζει νὰ κα­τα­νο­ή­σει ἂν ἐ­πι­λέ­γουν τὴν πο­ρεί­α τους βά­σει ἀ­στε­ρι­σμῶν, κα­θὼς κά­θε βρά­δυ ἕ­νας συγ­κε­κρι­μέ­νος ἄν­τρας ἀ­πὸ τὴ φυ­λὴ ξε­νυ­χτά­ει κοι­τά­ζον­τας τὸν οὐ­ρα­νό. Μιὰ μέ­ρα αὐ­τὸς ὁ ἄν­τρας ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ μπρο­στά του μὲ φι­λι­κὴ δι­ά­θε­ση, ἀλ­λὰ σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Ἀ­φοῦ ἀν­ταλ­λάσ­σουν τυ­πι­κοὺς χαι­ρε­τι­σμούς, ὁ ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς τὸν ρω­τά­ει μὲ ἀ­γω­νί­α ἀ­πὸ τί προ­σπα­θοῦν νὰ ξε­φύ­γουν κά­θε πρω­ῒ καὶ με­τα­κι­νοῦν­ται δια­ρκῶς. Ὁ ἰ­θα­γε­νὴς σι­ω­πᾶ κοι­τά­ζον­τάς τον.

       Αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς θυ­μί­ζει τὸ πο­λὺ σύν­το­μο ποί­η­μα μὲ τί­τλο «Contact» («Ἐ­πα­φή») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Mau­reen N. McLane, στοὺς δύ­ο τε­λευ­ταί­ους στί­χους τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ McLane ἑ­στιά­ζει στὴν ἀ­παρ­χὴ τῆς σχέ­σης ἰ­θα­γε­νῶν – κα­τα­κτη­τῶν: […] ἡ πρώ­τη / ἀν­ταλ­λα­γὴ ἕ­να ψά­ρι / γιὰ δύ­ο μπι­σκό­τα[8].

       Στὸ ἴ­διο ἀ­φι­έ­ρω­μα ἀλ­λὰ ἀ­πὸ με­ταν­θρω­πι­στι­κὴ ὀ­πτι­κὴ καὶ σὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὸ χω­ρο­χρό­νο ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Πρά­ξις με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ»[9] («La Ley Transformer») τοῦ Πε­ρου­βια­νοῦ Fernan­do Iw­asa­ki ἀ­να­δει­κνύ­ει τὸ δι­εισ­δυ­τι­κὸ βλέμ­μα τοῦ Μον­τε­ρό­σο γιὰ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο πα­ρά­γον­τα καὶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ἐν γέ­νει. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ ἀ­στρι­κοῦ ἔ­τους 1.638.425.399. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν εἰ­σή­γη­ση τοῦ ἀ­στρι­κοῦ εἰ­ρη­νο­δί­κη νὰ σβη­στεῖ διὰ παν­τὸς ἀ­πὸ τὴ μνή­μη ὅ­λων τῶν εἰ­δῶν ἀν­θρω­πό­μορ­φης ζω­ῆς καὶ τῶν ρομ­πὸτ ἀ­κό­μα καὶ τὸ προ­σχέ­διο τοῦ νό­μου τῆς Γα­λα­ξια­κῆς Ὁ­μο­σπον­δί­ας πε­ρὶ με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­τρέ­πει τὴν αὐ­το­δι­ά­θε­ση ὅ­λων καὶ τοὺς ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ριο ἐ­πι­λο­γῆς μη­χα­νι­κοῦ φύ­λου, ταυ­τό­τη­τας, κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου τους καὶ λοι­πῶν ἐ­λευ­θε­ρι­ῶν. Δι­καί­ω­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τὰ τὸν εἰ­ρη­νο­δί­κη δι­αι­ω­νί­ζει ἔ­ρι­δες καὶ δι­α­μά­χες, ὅ­πως γιὰ τὸ ποι­ός εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ποια­νοῦ, για­τί τὰ ἀν­δρο­ει­δῆ νὰ ἔ­χουν κα­ταν­τή­σει σκλά­βοι τοῦ σὲξ γιὰ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους, καὶ λοι­πὰ ζη­τή­μα­τα ρό­λων καὶ ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Τε­λι­κά, ὅ­πως φαί­νε­ται νὰ ὑ­πο­νο­εῖ ὁ εἰ­ρη­νο­δί­κης, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ καὶ κα­μί­α μορ­φὴ ἀν­θρω­πο­ει­δοῦς ἢ ρομ­πὸτ δὲν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­λο­γές του σὲ ἐ­πί­πε­δο προ­σω­πι­κὸ ἢ συμ­βί­ω­σης.


Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Πρώϊμα βάσανα τοῦ γεν­νη­μέ­νου στὴν πρώ­ην Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­α Danilo Kis πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ ἑ­ξῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Τὰ ἀ­χλά­δια»: Ὁ χω­ρι­κὸς σκαρ­φα­λώ­νει στὸ δέν­τρο καὶ τι­νά­ζει τὰ ἀ­χλά­δια, ποὺ πέ­φτουν μὲ θό­ρυ­βο στὴ χλό­η. Τὰ πιὸ ὥ­ρι­μα σκᾶ­νε κι ἀ­νοί­γουν, κι ἀ­πὸ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τους ξε­χει­λί­ζουν τὰ σκου­ρό­χρω­μα σπλά­χνα τους, ποὺ θυ­μί­ζουν ὥ­ρι­μο σύ­κο. Τοὺς ἐ­πι­τί­θεν­ται οἱ σφῆ­κες, με­θυ­σμέ­νες ἀ­πὸ τὴ γλυ­κιὰ μυ­ρω­διά τους. Οἱ χω­ρι­ά­τισ­σες, ποὺ μυ­ρί­ζουν ξι­νὸ ἱ­δρώ­τα, ἀ­νοί­γουν μὲ τὰ ἡ­λι­ο­κα­μέ­να τους χέ­ρια τὰ πε­σμέ­να ἀ­χλά­δια, δι­α­λέ­γον­τας τὰ λι­γό­τε­ρο πα­ρα­γι­νω­μέ­να, τὰ πιὸ ζου­με­ρά. Ἕ­να ἀ­γό­ρι, ποὺ ὅ­λο τὸ πρω­ῒ μά­ζευ­ε κι ἔ­δε­νε στά­χυ­α, φέρ­νει τὰ ἀ­χλά­δια στὴ μύ­τη του, ὕ­στε­ρα τὰ δαγ­κώ­νει ἢ τὰ πε­τά­ει μα­κριὰ γιὰ νὰ μὴ μα­ζεύ­ον­ται σφῆ­κες. «Γιὰ κοί­τα!», λέ­ει ἡ κυ­ρί­α Μόλ­ναρ, ἡ και­νού­ρια ἀ­φεν­τι­κί­να τοῦ ἀ­γο­ριοῦ. «Αὐ­τὸς ὁ μι­κρὸς Σὰμ δι­α­λέ­γει τὰ ἀ­χλά­δια, ὁ Θε­ὸς νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σει, μὲ τὴν ὄ­σφρη­ση, λὲς καὶ εἶ­ναι σκυ­λί. Πρέ­πει νὰ τὸν πά­ρου­με γιὰ κυ­νή­γι, μα­ζὶ μὲ τὰ σκυ­λιά. Ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς, δὲν ἔ­χου­με καὶ πολ­λὰ σκυ­λιά…


Φέ­τος συμ­πλη­ρώ­θη­καν 200 χρό­νια ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ Να­πο­λέ­ον­τα Βο­να­πάρ­τη, τοῦ «Μι­κροῦ Δε­κα­νέ­α», ὅ­πως ἦ­ταν ἀρ­χι­κά το πα­ρα­τσού­κλι τοῦ με­τέ­πει­τα Μέ­γα Να­πο­λέ­ον­τα. Στὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τῆς Ana Maria Shua μὲ τί­τλο La Guer­ra (Ὁ πό­λε­μος, 2019), στὴν ὁ­ποί­α πα­ρε­λαύ­νει πλῆ­θος ἱ­στο­ρι­κῶν προ­σω­πι­κο­τή­των, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ ψά­χνει τὸ ἀρ­χι­κὸ κί­νη­τρο, τὴν πρώ­τη σπί­θα, μὲ τί­τλο «Να­πο­λέ­ων, ὁ μυ­στη­ρι­ώ­δης»[10]: Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴ Ρω­σί­α, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλί­α, μέ­σα σὲ δέ­κα μό­λις χρό­νια ὁ Να­πο­λέ­ων κα­τέ­λα­βε σχε­δὸν ὅ­λη τὴν Εὐ­ρώ­πη, μὲ κα­τα­κτή­σεις ἢ μὲ ἀ­ναγ­κα­στι­κὲς συμ­μα­χί­ες, ποι­ός ξέ­ρει γιὰ ποι­ό λό­γο ἢ γιὰ ποι­ό σκο­πό. Ὁ Να­πο­λέ­ων τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 1798 ἔ­φτα­σε θρι­αμ­βευ­τι­κὰ μὲ τὸν στρα­τό του στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ὁ­ρα­μα­τι­ζό­ταν νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν πο­ρεί­α τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση ἐ­δα­φῶν μέ­χρι τὴν Ἰν­δί­α κι ἔ­τσι ἐμ­ψύ­χω­νε μέ­χρι καὶ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο στρα­τι­ώ­τη του. Πα­ρὰ τὴν τε­λι­κὰ ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη ἔκ­βα­ση τῆς με­σα­να­το­λι­κῆς ἐκ­στρα­τεί­ας του, ἡ­γή­θη­κε πολ­λῶν μα­χῶν, ἀλ­λὰ καὶ με­λε­τῶν γιὰ τὴ συλ­λο­γὴ ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κῶν εὑ­ρη­μά­των, ποὺ φρόν­τι­σε νὰ φτά­σουν στὴν Γαλ­λί­α, κα­θὼς ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ γιὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ αἰ­γυ­πτια­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Τὸ 1799 ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ξαφ­νι­κὰ τὸν στρα­τό του κι ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ Πα­ρί­σι, δράτ­τον­τας τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­στά­θειας γιὰ τὴν ἄ­νο­δό του στὴν κο­ρυ­φὴ τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Ἡ στρα­τη­γι­κὴ καὶ ἡ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τά του ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­καν ὅ­ταν τὸ 1800 ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε Πρῶ­τος Ὕ­πα­τος τῆς Γαλ­λι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, ποὺ σή­μα­νε οὐ­σι­α­στι­κὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας του, μὲ τὴ γνω­στὴ συ­νέ­χεια. Δη­λα­δὴ αὐ­τὴ τῶν με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων, τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς τοῦ Να­πο­λεό­ντειου κώ­δικα ποὺ ἐν­σω­μά­τω­σε τὶς ἀρ­χὲς τῆς Γαλ­λι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης πε­ρὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ἰ­σό­τη­τας, ἀλ­λὰ καὶ τῆς 15ετοῦς ἀ­πο­λυ­ταρ­χί­ας του. Ἡ Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ δι­α­θέ­τει τὴν ψη­φι­ο­ποι­η­μέ­νη συλ­λο­γὴ μὲ τί­τλο Να­πο­λέ­ων Βο­να­πάρ­της, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ πο­λυ­ά­ριθ­μα πρω­τό­τυ­πα ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα καὶ ἐ­πι­στο­λὲς ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή του ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α, βι­βλία, χάρ­τες τῶν ἐκ­στρα­τει­ῶν του καὶ με­τάλ­λια ἀ­πὸ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἀ­νό­δου καὶ ὁ­ρι­στι­κῆς κα­τάρ­ρευ­σής του (1796-1821).


Τὸ φθι­νό­πω­ρο/χει­μώ­να τοῦ 1921 καὶ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 1922 ὁ Franz Kafka ἔ­γρα­ψε δύο ση­μειώ­ματα ποὺ βρί­σκον­ται ἐ­πί­σης στὴν Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ στὰ ὁ­ποῖ­α ζη­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν φί­λο του Max Brod νὰ συλ­λέ­ξει καὶ νὰ κα­τα­στρέ­ψει ὅ­λα του τὰ χει­ρό­γρα­φα, τὴν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του καὶ τὰ σκί­τσα του, ἐ­πι­θυ­μί­α ποὺ δὲν ἱ­κα­νο­ποί­η­σε ὁ Brod με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Kafka, ἕ­να ζή­τη­μα ποὺ δι­καί­ως τε­λεῖ ἀ­κό­μα ὑ­πὸ συ­ζή­τη­ση. Πα­ρό­λα αὐ­τά, στὴν ὁμώνυμη ψη­φια­κὴ συλ­λο­γὴ μπο­ρεῖ νὰ δεῖ κα­νεὶς πολ­λὰ σκί­τσα του, ὅ­πως αὐ­τὸ τῆς μη­τέ­ρας του Julie Kafka νὰ δι­α­βά­ζει μὲ τὰ γυα­λιὰ πε­σμέ­να στὴ μύ­τη της. Χα­μη­λό­τε­ρα δι­α­κρί­νε­ται ἡ αὐ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­α τοῦ γιοῦ της, σὰν νὰ βρί­σκε­ται στὴν ἀρ­χὴ τῆς ὕ­παρ­ξής του, ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νος μέ­σα στὴν κοι­λιά της. Τὰ μά­τια τῆς μη­τέ­ρας δὲ δι­α­κρί­νον­ται πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της, ἐ­νῶ τὰ μά­τια καὶ τὰ αὐ­τιὰ τοῦ γιοῦ εἶ­ναι με­γά­λα καὶ ἔν­το­να. Πρό­σφα­τα κυ­κλο­φό­ρη­σε μιὰ συλ­λο­γὴ πολ­λῶν μι­κρῶν πε­ζῶν του ἄ­γνω­στων στὴν Ἑλ­λά­δα μέ­χρι τώ­ρα, ποὺ θε­ω­ροῦν­ται ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κή, μὲ τί­τλο Γιο­ζε­φί­νε ἡ ἀοι­δός. Καὶ σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­νά του ἀλ­λό­κο­τες κα­τα­στά­σεις, ὄν­τα καὶ ταυ­τό­τη­τες με­τα­μορ­φώ­νον­ται σὲ ἀ­θύρ­μα­τα τοῦ νοῦ ὡς ὑ­πεν­θύ­μι­ση τοῦ κιν­δύ­νου ἀ­να­τρο­πῆς κά­θε βε­βαι­ό­τη­τας ποὺ ἐλ­λο­χεύ­ει ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μή, ὡς ἄλ­λη μιὰ ἐ­πα­λή­θευ­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς δι­ά­στα­σης τῆς καφ­κι­κῆς ὀ­πτι­κῆς. Ὁ Βου­κε­φά­λας γί­νε­ται δι­κη­γό­ρος, ὁ Πο­σει­δώ­νας προ­βλη­μα­τί­ζε­ται γιὰ τὴν ἐμ­βέ­λεια τῆς δύ­να­μης καὶ τῆς ἐ­πιρ­ρο­ῆς του σὲ θε­οὺς καὶ ἀν­θρώ­πους, ἐ­νῶ Ἰν­διά­νοι, Ἄ­ρα­βες καὶ τσα­κά­λια κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­νά­με­σά τους ἀ­να­ζη­τών­τας τὴν τύ­χη τους, τὴ θέ­ση τους στὸν κό­σμο.


Γιὰ μέ­να, ὡς Ἰ­ρα­νὸς καὶ ἄν­θρω­πος τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τὰ κρι­σι­μό­τε­ρα ἐ­ρω­τή­μα­τα εἶ­ναι πράγ­μα­τι τὰ ἑ­ξῆς: Τί εἶ­μαι; Ποι­ός εἶ­μαι; Ποῦ στέ­κο­μαι στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α; Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ ἀ­ξια­κός ἄ­ξο­νας ἐ­πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο προ­σπά­θη­σε νὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει ὁ Ἰ­ρα­νὸς Hou­shang Gol­shi­  ri (1938- 2000), ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους ἐκ­προ­σώ­πους τῆς Περ­σικῆς λο­γοτε­χνίας καὶ τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὸ Ἰ­ράν. Ἀ­γω­νί­στη­κε ἐ­νάν­τια στὴν τυ­ραν­νί­α καὶ τὰ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κὰ κα­θε­στῶ­τα, ἐ­ξέ­τι­σε ποι­νὲς φυ­λά­κι­σης ὡς ὑπέρ­μα­χος τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου, ἐ­πι­μέ­νον­τας ὅ­τι ὅ­σο ζῶ θὰ γρά­φω, ὑ­πῆρ­ξε συ­νι­δρυ­τὴς τῆς Ἕ­νω­σης Ἰ­ρα­νῶν Συγ­γρα­φέ­ων (1968) καὶ τὸ 1999 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τὸ γερ­μα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο Erich Maria Remarque Peace Prize γιὰ τὸν ἀ­γώ­να του γιὰ τὰ ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα καὶ τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς δη­μο­κρα­τί­ας στὸ Ἰ­ράν. Ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του μὲ τί­τλο My Lit­tle Pra­yer Room (Τὸ μι­κρὸ δω­μά­τιο προ­σευ­χῆς μου) ὡς πρὸς τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα μετω­νυμι­κής σιω­πῆς, μί­α ἀ­πὸ τὶς ἐ­ξέ­χου­σες τε­χνι­κὲς στὸν δυ­τι­κὸ μον­τερ­νι­σμὸ καὶ δο­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο καὶ τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ἡ δὲ θε­μα­το­λο­γί­α ἑ­στιά­ζει σὲ ἱ­στο­ρί­ες φυ­λα­κι­σμέ­νων ἀν­θρώ­πων οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πο­φέ­ρουν, δι­α­λύ­ον­ται καὶ φτά­νουν στὴν πα­ρά­νοι­α. Ἡ συλ­λο­γὴ αὐ­τὴ συ­νέ­βα­λε στὴν κα­τάρ­ρι­ψη τῆς ἕ­ως τό­τε ἐ­πι­κρα­τοῦ­σας ἄ­πο­ψης ὅ­τι οἱ πο­λι­τι­κοὶ κρα­τού­με­νοι ἦ­ταν (ἢ ὄ­φει­λαν νὰ εἶ­ναι) ὑ­πε­ράν­θρω­ποι, ἀ­λύ­γι­στοι ἢ φα­να­τι­κοὶ ἰ­δε­ο­λό­γοι. Πρω­το­εκ­δό­θη­κε τὸ 1975, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ 1985 ἕ­ως σή­με­ρα ἔ­χει ἀ­παγο­ρευ­θεῖ τό­σο ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α της στὸ Ἰ­ράν, ὅ­σο καὶ ἡ ἐ­πα­νέκ­δο­σή της ὁ­που­δή­πο­τε κα­θὼς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα δὲν ἔ­χουν δο­θεῖ ἀ­κό­μα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συγ­γρα­φέ­α.

       Στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς My Little China Doll (Ἡ μι­κρὴ πορ­σε­λά­νι­νη κού­κλα μου), ὁ Golshiri πρω­το­τυ­πεῖ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ­ρωΐ­­δα εἶ­ναι μιὰ κό­ρη καὶ ὄ­χι ἕ­νας γιὸς ὅ­πως ἴ­σως νὰ πε­ρί­με­νε κα­νεὶς καὶ μά­λι­στα ἔ­φη­βη, μιὰ αὐ­ρια­νὴ πο­λί­της, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ πα­τέ­ρας ἔ­χει ἄ­δι­κα φυ­λα­κι­στεῖ, βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πάν­θρω­πα κι ἐ­κτε­λεῖ­ται γιὰ τὶς πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις. Ἂν καὶ παί­ζει ἀ­κό­μα μὲ τὶς κοῦ­κλες της ὀ­νει­ρεύ­ε­ται καὶ κα­τα­στρώ­νει σχέ­δια ἐ­ξόν­τω­σης τῶν βα­σα­νι­στῶν τοῦ πα­τέ­ρα της μὲ ἀ­ναί­μα­κτους τρό­πους. Ὁ Golshiri ἀ­κο­λου­θεῖ μὴ γραμ­μι­κὴ ἀ­φή­γη­ση μὲ ἀ­φαι­ρε­τι­κὲς καὶ ἀ­κρι­βεῖς ἀν­τα­πο­κρί­σεις ἀ­πευ­θεί­ας ἀ­πὸ τὴν ψυ­χο­στα­σί­α τῶν τρι­ῶν με­λῶν τῆς δι­α­με­λι­σμέ­νης οἰ­κο­γέ­νειας —πα­τέ­ρας, μη­τέ­ρα, κό­ρη—, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸ συλ­λο­γι­κὸ ὑ­πο­συ­νεί­δη­το τῶν συμ­πα­τρι­ω­τῶν του. Ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς μα­ται­ώ­σεις τῶν με­γά­λων ἀ­φη­γή­σε­ων, τοῦ ἐξ­τρε­μι­σμοῦ, τοῦ ρε­βαν­σι­σμοῦ καὶ ἀ­πο­μυ­θο­ποι­εῖ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς φυ­λα­κῆς. Τὰ κε­λιὰ τοῦ Golshiri δὲν εἶ­ναι ὁ τό­πος γέν­νη­σης ἀ­πο­φα­σι­στι­κῶν καὶ ἀ­κλό­νη­των ἡ­ρώ­ων ἀ­κτι­βι­στῶν, εἶ­ναι σκο­τει­νοὶ τό­ποι μαρ­τυ­ρί­ου ὅ­που τα ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα προ­κα­λοῦν τρο­με­ρὸ πό­νο τὸ ἕ­να στὸ ἄλ­λο καὶ ἐ­πι­χει­ροῦν, καὶ συ­χνὰ τὸ κα­τα­φέρ­νουν, νὰ κομ­μα­τιά­σουν τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο[11].

       Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α βα­σί­στη­κε ἡ animation ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους (διά­ρκειας 15’) μὲ τὸν τί­τλο Dads fra­gile doll (2013) τοῦ Ἰ­ρα­νοῦ σκη­νο­θέ­τη Ali Za­re Ga­natno­wi. Στὸ πνεῦ­μα τῆς ἴ­διας ἱ­στο­ρί­ας κι­νεῖ­ται καὶ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ τοῦ Βο­λι­βια­νοῦ Ed­mun­do PazSol­dán μὲ τί­τλο «Μπάρ­νες». Δι­εισ­δυ­τι­κὴ εἶ­ναι καὶ ἡ πιὸ πρό­σφα­τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Diego Alba μὲ τί­τλο «Ἡ πρώ­τη εἰ­σβο­λὴ»[12]La pri­me­ra in­va­sión»): Κυ­ρί­α, πρέ­πει νὰ σᾶς ζη­τή­σω νὰ προ­σέ­χε­τε τὸν γιό σας. Ἁ­λώ­νι­ζε στὰ παρ­τέ­ρια, ἔ­χει πε­τσο­κό­ψει τὰ ἐν­τελ­βά­ϊς! Ὁ φύ­λα­κας τοῦ πάρ­κου κρα­τοῦ­σε τὸ ἀ­γό­ρι ἀ­πὸ τὸν για­κὰ τοῦ ναυ­τι­κοῦ κο­στου­μιοῦ του. Λυ­πᾶ­μαι πο­λύ, κύ­ρι­ε, ἀ­πάν­τη­σε ἡ μη­τέ­ρα καὶ γυ­ρί­ζον­τας πρὸς τὸ παι­δί, Ἄν­τι, ἀ­γά­πη μου, για­τί τὸ ἔ­κα­νες αὐ­τό; Ὁ Ἄν­τι τὴν κοί­τα­ξε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια καὶ τῆς πρό­σφε­ρε τὰ λου­λού­δια. Γιὰ σέ­να, μη­τέ­ρα, νὰ ἔ­χεις μιὰ κα­λὴ μέ­ρα. Ἐ­κεί­νη τὸν ἀγ­κά­λια­σε τρυ­φε­ρὰ καὶ κοί­τα­ξε τὸν φύ­λα­κα, ὁ ὁ­ποῖ­ος τῆς ἔ­νευ­σε νὰ πά­ρει τὰ λου­λού­δια. Ἀν­τί­ο, Ἄν­τι, νὰ εἶ­σαι κα­λὸ παι­δί, εἶ­πε καὶ ἄ­φη­σε τὸν μι­κρὸ ἀ­να­κα­τεύ­ον­τας τὰ μαλ­λιά του. Ἀν­τί­ο, φρά­ου… Χί­τλερ, Κλά­ρα Χί­τλερ.

       Ποῦ νὰ μα­ζεύ­εις / τὰ χί­λια κομ­μα­τά­κια / τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ϊ­κοὺ τοῦ Γ. Σε­φέ­ρη στὸ Τε­τρά­διο Γυ­μνα­σμά­των (1928-1937). Κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 1940 κα­τὰ τὸν Β’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο, σχε­δὸν μι­σὸ αἰ­ώ­να με­τὰ τὴ Διά­σκε­ψη τοῦ Βε­ρο­λί­νου (1884-85) γιὰ τὸν δι­α­μοι­ρα­σμὸ τῆς ἀ­φρι­κα­νι­κῆς ἠ­πεί­ρου στὶς ὑ­περ­δυ­νά­μεις τῆς Δύ­σης, ἱ­στο­ρι­κὸ γε­γο­νὸς ποὺ δι­α­πνέ­ει τὸ ἐμ­βλη­μα­τι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Τα πάντα γί­νονται κομ­μάτια τοῦ Νι­γη­ρια­νοῦ Chi­nua A­che­be. Ἐ­π’ αὐ­τοῦ, ὁ Κώ­στας Σι­α­φά­κας στὸ ἀ­φή­γη­μα «Ὁ χάρ­της» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ του Τὸ ψά­ρι καὶ τὸ ζά­ρι συ­νο­ψί­ζει εὔ­στο­χα: Ἡ Ἀ­φρι­κὴ κα­τα­τε­μα­χι­σμέ­νη ἀ­πὸ ἀ­νε­λέ­η­το μα­χαί­ρι, δὲν ἔ­στα­ζε οὔ­τε μιὰ στα­γό­να, ἀλ­λὰ μοῦ θύ­μι­σε με­γά­λο βα­σα­νι­σμέ­νο ζῶ­ο. Καὶ πα­ρα­κά­τω, […] κοί­τα­ζα στὸν χάρ­τη τὴν κου­κί­δα μου καὶ ἀ­πὸ κά­τω τὴν τε­ρά­στια Ἀ­φρι­κή, σὰν πρη­σμέ­νο πρό­σω­πο χω­ρὶς στό­μα.


Στὶς 17-19 Νο­εμ­βρί­ου 2021 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τὸ IV Συμ­πό­σιο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας Κα­να­ρί­ων Νή­σων μὲ τί­τλο Mi­cro­nau­tas en el ci­be­re­spa­cio, mini­fic­ción y ciber­cul­tura, μὲ ἀρ­κε­τὲς πρω­τό­τυ­πες ἀ­να­κοι­νώ­σεις γιὰ τὸ μέλ­λον τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ὡς εἶ­δος ποὺ τεί­νει νὰ αὐ­το­νο­μη­θεῖ, ἀλ­λὰ βα­σί­ζε­ται στὴ συ­νέρ­γεια μὲ ἄλ­λα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη καὶ ἡ ἔκ­δο­ση τῶν πρα­κτι­κῶν ἀ­να­μέ­νε­ται μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον.

       Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ 2021 ση­μει­ώ­θη­καν ρα­γδαῖ­ες ἐ­ξε­λί­ξεις στὴν κβαν­τι­κὴ τε­χνο­λο­γί­α. Ἐ­ρευ­νη­τὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Queensland στὴν Αὐ­στρα­λί­α δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ κβαν­τικό μι­κρο­σκό­πιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρέ­χει γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἀ­πει­κό­νι­σης ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στων τμη­μά­των τῆς ὕ­λης μέ­σω τῆς τε­χνο­λο­γί­ας τῆς κβαν­τικής διεμ­πλοκῆς, φαι­νό­με­νο ποὺ βα­σί­ζε­ται στὴν ἀλ­λη­λε­πί­δρα­ση δύ­ο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρων σω­μα­τι­δί­ων. Ἄλ­λοι ἐ­ρευ­νη­τὲς στὸ Qutech στὸ Delft τῆς Ὀλ­λαν­δί­ας δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ πρῶτο κβαν­τι­κό δί­κτυο πολ­λα­πλῶν κόμ­βων ποὺ θὰ ἀλ­λά­ξει τὸν τρό­πο ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μας, ὁ­δη­γών­τάς τη σὲ ἕ­να ἀ­σύλ­λη­πτο γιὰ τὰ ἕ­ως τώ­ρα δε­δο­μέ­να μας ἐ­πί­πε­δο τα­χύ­τη­τας, ὑ­ψη­λῆς κρυ­πτο­γρα­φί­ας καὶ συν­το­νι­σμοῦ πο­λυ­ά­ριθ­μων με­ρῶν.

       Τέ­λος, μὲ τὶς πρω­το­φα­νεῖς δυ­να­τό­τη­τες γιὰ τὴν ἐ­ξε­ρεύ­νη­ση τοῦ σύμ­παν­τος τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου καὶ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρου τηλε­σκο­πί­ου Ja­mes Webb ποὺ ἐ­κτο­ξεύ­τη­κε στὸ δι­ά­στη­μα στὶς 25 Δε­κεμ­βρί­ου, εὐ­ελ­πι­στοῦ­με νὰ ἐμ­πλου­τί­σου­με τὶς γνώ­σεις μας γιὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ σύμ­παν­τος καὶ τὴ θέ­ση μας σὲ αὐ­τό.


 

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


ΔΥΣΤΥΧΩΣ οἱ πο­λι­τι­κὲς θε­ω­ρί­ες μας εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο εὐ­φυ­εῖς ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στή­μη μας καὶ δὲν ἔ­χου­με μά­θει ἀ­κό­μα πῶς νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὴ γνώ­ση καὶ τὴ δε­ξι­ό­τη­τά μας μὲ τρό­πους ποὺ νὰ βελ­τι­στο­ποι­οῦν τὴ ζω­ή μας, ἀ­κό­μα καὶ νὰ τὴ δο­ξά­ζουν[13], εἶ­χε γρά­ψει ὁ δι­ο­ρα­τι­κὸς Bertrand Russel, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πα­σχό­λη­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα Γιατί πο­λε­μοῦν οἱ άν­θρω­ποι. Ὡς στω­ϊ­κὴ ἀ­πάν­τη­ση θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν οἱ στί­χοι: Κά­θε ἄν­θρω­πος ἔ­χει δύ­ο / μά­χες νὰ δώ­σει: / στὰ ὄ­νει­ρα πα­λεύ­ει μὲ τὸν Θε­ὸ / ξύ­πνιος, μὲ τὴ θά­λασ­σα[14], τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ ποι­η­τῆ Antonio Machado στὴ συλ­λο­γὴ τοὔ Campos de Ca­stil­la (1907-1917). Ὅ­μως, ἐμ­βλη­μα­τι­κὰ ἔρ­γα ποὺ ἔ­χουν ση­μα­δέ­ψει τὴν παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνί­α δι­α­χρο­νι­κὰ μᾶς ἔ­χουν θέ­σει πρὸ τῶν εὐ­θυ­νῶν μας γιὰ τὶς ἐ­πι­πτώ­σεις  τῶν ἀ­πε­χθῶν πρά­ξε­ών μας καὶ πα­ρὰ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες ἐν­δεί­ξεις ὅ­τι ὁ­δεύ­ου­με πρὸς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὸ ἀ­φα­νι­σμό, ἐ­φευ­ρί­σκου­με ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νους τρό­πους ἀλ­λη­λο­ε­ξόν­τω­σης.

       Εὐ­τυ­χῶς, ἡ πο­λι­τι­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας δὲ γνω­ρί­ζει πλέ­ον σύ­νο­ρα ἢ χρο­νι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ὅ­πως το­νί­ζει καὶ ὁ Βρα­ζι­λιά­νος Silviano Santiago στὸ ἄρ­θρο του «Una literatura anfibia». Σὲ αὐ­τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἀμ­φί­βια τὴ σύγ­χρο­νη βρα­ζι­λι­ά­νι­κη λο­γο­τε­χνί­α λό­γῳ τοῦ συν­δυα­σμοῦ τοῦ κο­σμο­πο­λί­τι­κου καὶ το­πι­κοῦ στοι­χεί­ου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ καὶ τῆς δυ­σκο­λί­ας ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ ἔ­χουν οἱ συγ­γρα­φεῖς στὶς οὐ­το­πι­κές τους ἀ­να­ζη­τή­σεις νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σουν τὶς ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὲς πτυ­χὲς τέ­χνης καὶ πο­λι­τι­κῆς σὲ μί­α χώ­ρα καὶ σὲ μί­α πε­ρι­ο­χὴ ὅ­που οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες, ἡ βί­α καὶ ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση κα­θο­ρί­ζουν τὴν κοι­νω­νι­κὴ τά­ξη, γε­γο­νὸς ποὺ ἰ­σχύ­ει, δυ­στυ­χῶς, σχε­δὸν σὲ ὅ­λα τα μή­κη καὶ πλά­τη τοῦ κό­σμου μας.


Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἡ τέ­χνη τοῦ λό­γου ὑ­πῆρ­ξε ἀ­νέ­κα­θεν ἕ­νας τρό­πος ἀν­τί­στα­σης σὲ κά­θε μορ­φὴ ἀ­γώ­να ἢ πο­λέ­μου, γε­γο­νὸς ποὺ ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως ἀ­να­λύ­ει ἡ Ἰ­τα­λί­δα Pa­ola Del Zop­po στὴ με­λέ­τη της γιὰ τὴν πο­λὺ σύν­το­μη φόρ­μα στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα με­τα­ξύ του 1960 καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 21ου αἰ. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ana Maria Shua θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἡ λο­γο­τε­χνί­α, εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­θε­το τῆς πο­λι­τι­κῆς ὀρ­θό­τη­τας, εἶ­ναι ὅ,τι μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ σκε­φτοῦ­με ὅ­τι κά­τι εἶ­ναι ἄ­σπρο καὶ μαῦ­ρο ταυ­τό­χρο­να καὶ ἀ­δι­ά­κρι­τα, ἰ­δέ­α ποὺ ὑ­πο­στη­ρί­ζει στὸ ἔ­πα­κρο στὴν πρό­σφα­τη συλ­λο­γή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν La Guer­ra, τὴν ὁ­ποί­α εἴ­δα­με πα­ρα­πά­νω. Μά­λι­στα, στὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο τῆς συλ­λο­γῆς οἱ ἀ­να­γνῶ­στες κα­λοῦν­ται νὰ συμ­με­τέ­χουν στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν πυ­κνῶν καὶ πο­λυ­ε­πί­πε­δων μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν της μὲ τὶς ἱ­στο­ρι­κές τους γνώ­σεις, τὸ πο­λι­τι­σμι­κό τους ὑ­πό­βα­θρο καὶ τὶς αἰ­σθη­τι­κές τους προσ­λαμ­βά­νου­σες, μὲ τὸν ὑ­πό­τι­τλο αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο σὲ χρει­ά­ζε­ται.

       Πα­ρό­λο ποὺ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α βα­σί­ζε­ται στὴν δι­α­δρά­ση, ἔν­νοι­α μὲ πο­λε­μι­κὸ δεί­κτη, κα­θὼς ἀλ­λι­ῶς ἀ­κού­γε­ται μιὰ μο­νο­δι­ά­στα­τη ἀ­λή­θεια καὶ ἀλ­λι­ῶς σὲ μιὰ γε­νε­α­λο­γί­α τῆς ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σης ἢ τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, συλ­λο­γὲς ὅ­πως αὐ­τὴ τῆς Shua δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ μί­α στά­ση-ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τὸν ἰ­σο­πε­δω­τι­κὸ καὶ φρε­νή­ρη τρό­πο ζω­ῆς μας. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἀ­πο­χω­ρη­τι­σμὸ ἢ σχά­ση, ἀλ­λὰ γιὰ μί­α στά­ση-συμ­πα­ρά­στα­ση τὴν ὁ­ποί­α εὐ­νο­εῖ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α σὲ μέ­γι­στο βαθ­μό. Ἀ­φε­νός, ἐ­πει­δὴ θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀποτελεῖ δίκτυο καὶ μέσο δικτύωσης. Ἀ­φε­τέ­ρου, δι­ό­τι εἶ­ναι προ­κλη­τι­κὴ σὲ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα σκέ­ψης: ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἔ­κτα­ση (με­τα­μορ­φώ­νει τὸ μι­κρὸ σὲ με­γά­λο, ἡ συν­το­μί­α της θέ­τει ζή­τη­μα πλή­ρους νο­η­τι­κῆς κα­τα­νό­η­σης ἢ ἀλ­λι­ῶς εὐ­γλωτ­τί­ας), στὶς προσ­δο­κί­ες (πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­να τό­σο σύν­το­μο κεί­με­νο νὰ εἶ­ναι τό­σο βα­θὺ ἢ ἔν­το­νο;) καὶ στὸν χρό­νο (ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α δια­ρκεῖ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­γνω­ση, εὐ­νο­εῖ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς ἀ­νά­γνω­σης καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται μὲ τὴν ἐμ­πέ­δω­ση τοῦ νο­ή­μα­τος).

       Προ­κλη­τι­κό­τε­ρη ὅ­λων εἶ­ναι ἡ ἀ­δά­μα­στη, ἀ­τα­ξι­νό­μη­τη καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη φύ­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ἐ­πει­δὴ συν­δυά­ζει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς τε­χνι­κὲς ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ ὑ­πό­λοι­πα εἴ­δη. Δὲν ἀ­πο­βλέ­πει στὴν με­τα­μόρ­φω­σή της σὲ ἀν­τί­πα­λο δέ­ος ἀ­πέ­ναν­τί τους. Ὅ­μως ρι­ζω­μέ­νη στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης, ὡς ἔν­στα­ση στοὺς δι­α­χω­ρι­σμούς, μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὸν στί­χο τοῦ Ν. Βρετ­τά­κου: ἡ συ­νεί­δη­ση εἶ­ναι τὸ βά­θος τοῦ ἀν­θρώ­που / Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι τὸ πλά­τος του, καί, φαι­νο­με­νι­κὰ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη στὴ συν­το­μί­α της, ἐ­πι­και­ρο­ποι­εῖ τὸ ἀ­πό­φθεγ­μα τοῦ An­to­nio Por­chia, Οἱ ἁ­λυ­σί­δες ἐν χρή­σει δὲν ἁ­λυ­σο­δέ­νουν. Στοι­χεῖ­α ποὺ ἂν συν­δυα­στοῦν ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ συ­στα­θεῖ μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀρ­χή.


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Σπαρτιάτες τοῦ Richard Gwyn.


Τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τοῦ Augusto Monterroso La o­ve­ja negra y de­más fá­bu­las.


Τὸ βι­βλί­ο μὲ κρι­τι­κὰ κεί­με­να τοῦ Lauro Zavala, El di­no­sa­u­rio a­no­ta­do: e­di­ción crí­ti­ca de «El dino­sa­urio» de Au­gu­sto Mon­ter­roso.


Τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὀ­δον­τό­­κρε­μα μὲ χλω­ρο­­φύλ­­λη τοῦ Ἠ. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου.


Τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀ­να­το­λι­κὰ τῆς Δύ­σης τοῦ Miroslav Penkov.


To ἀ­φή­γη­μα Κονγκό τοῦ Eric Vuillard.


Τὴ νου­βέ­λα Τί εἶ­ναι ἕ­νας κάμ­πος τῆς Νά­σιας Δι­ο­νυ­σί­ου.


Τὸ ἄρ­θρο The un­bea­ra­ble: To­ward an anti­fa­scist ae­sthe­tic τοῦ Jon Ba­skin, στὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ε­ρευ­νᾶ αἴ­τια ποὺ ὁ­δή­γη­σαν τοὺς Γερ­μα­νοὺς νὰ στρα­φοῦν στὸν να­ζι­σμό.


Τὴ συμ­φω­νί­α Νο 7, Op. 60 μὲ τί­τλο Le­nin­­grad, τοῦ Dmitri Shostakovich, τὴν ὁ­ποί­α ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 1941.

Τὸν Μικρό­κοσμο (ποί­η­ση: Να­ζὶμ Χικ­μέτ, μτφ. Γιά­ννη Ρί­τσου), σύν­θε­ση Θά­νου Μι­κρού­τσι­κου, ἐ­κτέ­λε­ση Μα­ρί­α Δη­μη­τριά­δη.


[1].  Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[2]. Ζαραφωνίτου Χριστίνα, Ἀπὸ τὴν ἀντα­ποδο­τικὴ στὴν ἀ­ποκα­ταστα­τικὴ δι­καιο­σύ­νη: τιμω­ρικό­τη­τα ἢ ἄμ­βλυν­ση τῶν συγ­κρού­σεων;
[3] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[4]. mogul = μεγι­στά­νας, τρα­νός.
[5]. antojitos = λι­χου­δι­ὲς ποὺ φτιά­χνουν μά­γει­ρες τοῦ δρό­μου.
[6]. κου­βα­νέ­ζι­κος χο­ρὸς μὲ ἀ­φρι­κα­νι­κὲς ρί­ζες· ὁ ρυθ­μὸς εἶ­ναι γνω­στὸς ἀ­πὸ τὴν εἰ­σα­γωγι­κὴ ἄρια τῆς Carmen τοῦ G. Bizet, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Ὁ Νο­νός (II), τοῦ F.F.Coppola.
[7]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[8]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[9]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[10]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸν Κώ­στα Βρα­χνὸ γιὰ τὴ συμ­βο­λή του στὴν ἀ­πό­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου στὰ ἑλ­λη­νι­κά.
[11]. Khakpour Arta, Each into a world of His Own: Mi­me­sis, Mo­dernist Fi­ction, and the I­ra­ni­an A­vant-Garde, δι­α­τρι­βὴ στὸ ἀ­πο­θε­τή­ριο τοῦ New York University, Department of Mid­dle Ea­stern and Islamic Stu­dies, 2014.
[12]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[13]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[14]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.

 

Πηγή:  Πρώτη δημοσίευση.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.



		

	

Πά­ο­λα Ντὲλ Τζό­πο (Paola Del Zoppo): Ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ πο­λὺ σύν­το­μη φόρ­μα [microforma] στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα με­τα­ξὺ τοῦ 1960 καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 21ου αἰ­ώ­να.


.
[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#18]

.

Πά­ο­λα Ντὲλ Τζό­πο (Paola Del Zoppo)


Ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ πο­λὺ σύν­το­μη φόρ­μα [microforma]

στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα

με­τα­ξὺ τοῦ 1960 καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 21ου αἰ­ώ­να.

Ἱ­στο­ρι­κο-λο­γο­τε­χνι­κά, θε­ω­ρη­τι­κὰ καὶ μορ­φι­κὰ

χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἑ­νὸς τρό­που δέ­σμευ­σης

(La microforma letteraria in lingua tedesca tra il 1960 e i primi anni del 2000.
Tratti storico-letterari, teorici e di scrittura di una forma dell’engagement)

ΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ οἱ σύν­το­μες ἢ πο­λὺ σύν­το­μες φόρ­μες —οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν ἀ­πο­λάμ­βα­ναν τὸ status ποὺ ἔ­χει στὴν ἀ­γο­ρὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα οὔ­τε τὸ status ποὺ ἔ­χει στὸν κό­σμο τῆς κρι­τι­κῆς καὶ τῶν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῶν ἡ ποί­η­ση— ἀν­τι­προ­σώ­πευ­αν, στὸν τρό­πο ποὺ τὶς ἐ­κλάμ­βα­νε ἡ κρι­τι­κή, ἕ­να δύ­σκο­λο εἶ­δος τὸ ὁ­ποῖ­ο, ἀν­τὶ νὰ χαί­ρει ἐ­κτί­μη­σης λό­γῳ τῆς ἐν δυ­νά­μει ἀ­πέ­ραν­της πο­λυ­πλευ­ρι­κό­τη­τας καὶ ἑ­τε­ρο­γέ­νειάς του, ὁ­ρι­ζό­ταν ex negativo ἤ, σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, ὡς ἄ­με­σα σχε­τι­ζό­με­νο μὲ τὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα. Στὴν ψη­φια­κὴ ἐ­πο­χὴ ἡ μι­κρο­α­φή­γη­ση γνώ­ρι­σε δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς ὁ­ρι­σμοὺς ποὺ βα­σί­ζον­ται στὶς δυ­να­τό­τη­τες καὶ τὶς ἀ­παι­τή­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες, φαι­νο­με­νι­κὰ του­λά­χι­στον, συν­δέ­ον­ται μὲ τὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ μέ­σο δι­ά­δο­σης αὐ­τῶν τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν. Τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ Flash Fiction καὶ τῆς ἱ­σπα­νό­γρα­πτης mini­ficción, γί­νον­ται πα­ρά­με­τροι γιὰ μιὰ συ­ζή­τη­ση πε­ρὶ τοῦ «νέ­ου εἴ­δους», μιὰ συ­ζή­τη­ση ποὺ πα­ρέ­χει σὲ μιὰ ὅ­λο καὶ πιὸ δι­α­βαθ­μι­σμέ­νη καὶ ἐ­πι­με­ρι­σμέ­νη κρι­τι­κὴ μιὰ «χρή­σι­μη» ὀ­πτι­κὴ τῆς μι­κρο­α­φή­γη­σης, τώ­ρα πλέ­ον ποὺ ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτὴ ἡ δι­ά­δο­σή της σὲ ἕ­να ὅ­λο καὶ πιὸ εὐ­ρὺ κοι­νό.

       Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ ἔ­κρη­ξη τοῦ φαι­νο­μέ­νου ὡς ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα λο­γο­τε­χνί­α, ἡ ὁ­ποί­α συν­δυ­ά­ζε­ται μὲ τὶς ἀ­παι­τή­σεις τῆς δι­α­δι­κτυα­κῆς καὶ μέ­σῳ τῶν ΜΚΔ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μὲ λο­γο­τε­χνι­κο­πει­ρα­μα­τι­κὰ κί­νη­τρα, εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ προ­κα­λεῖ τὴν κρι­τι­κὴ συ­ζή­τη­ση καὶ ποὺ ἐ­πη­ρε­ά­ζει ἐν μέ­ρει προ­κα­τα­βο­λι­κὰ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ κρι­τι­κοῦ ἀ­να­στο­χα­σμοῦ. Ὅ­πως πα­ρα­τη­ροῦ­σε, μὲ μιὰ δό­ση εἰ­ρω­νεί­ας, ὁ Robert Shapard στὸ World Literature Today (2012), τὸ εἶ­δος δὲν μπο­ρεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νὰ ὁ­ρι­στεῖ ὡς ἕ­να εἶ­δος τῆς νέ­ας χι­λι­ε­τί­ας, πα­ρὰ μό­νο μὲ κρι­τή­ριο τὸ φαι­νό­με­νο τῆς ἀ­πο­δο­χῆς του ἀ­πὸ τὸ κοι­νό, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι τέ­τοι­α ὥ­στε, ἀ­φε­νός, ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α μιὰ National Flash Fiction Day καί, ἀ­φε­τέ­ρου, οἱ πω­λή­σεις ὁ­ρι­σμέ­νων ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κρο­α­φη­γη­μά­των ἀγ­γί­ζουν τὸ ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο ἀν­τί­τυ­πα. Ἡ προ­σο­χὴ στὸ φαι­νό­με­νο, ἑ­πο­μέ­νως, προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ «εἴ­δους» στὸ σύμ­παν τοῦ εὐ­ρέ­ος κοι­νοῦ, μὲ τὴν ἔκ­δο­ση ση­μαν­τι­κῶν ἀν­θο­λο­γι­ῶν, κυ­ρί­ως στὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κὰ (Shapard 1998, 2010, 2012). Ἡ ἔν­το­νη κρι­τι­κὴ συ­ζή­τη­ση ἔ­χει ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­σει, ἐ­πί­σης, ὁ­ρι­σμέ­νες πο­λι­τι­σμι­κὰ κα­θο­ρι­σμέ­νες ὁ­ρο­λο­γι­κὲς δι­α­φο­ρές. Στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νους ὅ­ρους εἶ­ναι τὸ Flash Fiction, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τι­στοι­χεῖ στὸ σύ­νο­λο τῶν ὁ­ρι­σμῶν τῆς κρι­τι­κῆς, ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νουν καὶ τὰ «short short stories, prose poems, and various fiction based names such as micro, sudden, postcard, furious, fast quick, skinny, smoke-long, and minute fiction» (Al-Sharqi καὶ Abbasi, 2015: 53). Οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες, προ­φα­νῶς, δι­α­φέ­ρουν ἀ­πὸ πο­λι­τι­σμι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον σὲ πο­λι­τι­σμι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ ὁ τρό­πος γρα­φῆς. Σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πο­λι­τι­σμι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα, σύμ­φω­να μὲ τὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς πα­ρα­δό­σεις, ποι­κί­λουν, ἐ­πί­σης, οἱ ὁ­ρι­σμοὶ τῆς μορ­φῆς καὶ τοῦ ὕ­φους τῶν μι­κρο­ϊ­στο­ρι­ῶν ὡς λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους.

       Ἡ μι­κρο­ϊ­στο­ρί­α εἶ­ναι μιὰ «σύν­το­μη φόρ­μα» ἤ, ὅ­πως προ­τι­μᾶ­ται στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα, μιὰ Kleine Form, μιὰ «μι­κρὴ φόρ­μα». Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει, ἐ­πί­σης, πε­ζὰ κεί­με­να πε­ρι­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα ἢ πε­ζο­ποι­ή­μα­τα: ὑ­φο­λο­γι­κὰ ὑ­βρι­δι­κὲς φόρ­μες, στὴν κα­τη­γο­ρί­α τῶν ὁ­ποί­ων πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται, ἐν πρώ­τοις, λυ­ρι­κὲς φόρ­μες ἢ δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κά, αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κὰ ἢ πε­ρι­γρα­φι­κὰ κεί­με­να, ὅ­πως, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἐ­κεῖ­να τῶν Τζό­α­κιμ Ρίν­γκε­λαν­τς, Ρόμ­περτ Μού­ζιλ, ἢ Ρόμ­περτ Βάλ­ζερ. Ἕ­νας προ­σή­κων καὶ χρή­σι­μος ὁ­ρι­σμός, καί, μά­λι­στα, συ­χνὰ χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νος γιὰ τὶς πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, ἦ­ταν, τὸν 20ὸ αἰ­ώ­να, ἐ­κεῖ­νος τοῦ «Kurzprosa», ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν πιὸ κα­τα­νο­η­τός, ἀ­πο­δεί­χθη­κε πο­λὺ ἀν­θε­κτι­κὸς στὸ χρό­νο. Ὡς Kurzprosa ὁ­ρί­ζον­ται ὅ­λα τὰ κεί­με­να, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κὰ ἢ μή, ποὺ πα­ρου­σιά­ζουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ σύν­θε­σης καὶ συν­το­μί­ας (Spinnen, 1991: 3). Μὲ βά­ση τὸν ὁ­ρι­σμὸ τοῦ Kurzgeschichte, ποὺ βα­σί­ζε­ται στὸ Short Story καὶ ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας μιὰ σχέ­ση κα­τα­γω­γῆς με­τα­ξὺ τοῦ Kurzgeschichte καὶ τῆς πο­λὺ σύν­το­μης ἱ­στο­ρί­ας, ἐ­πι­νο­ή­θη­κε ὁ ὅ­ρος Kurzestgeschichte (very short story). Ὁ γερ­μα­νι­κὸς ὁ­ρι­σμὸς τοῦ Kurzestgeschichte δὲν ἐ­φαρ­μό­ζε­ται μό­νο στὰ μυ­θο­πλα­στι­κὰ κεί­με­να, ἀλ­λὰ καὶ σὲ κεί­με­να ποὺ δὲν ἔ­χουν ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα. Δὲν ἀν­τι­στοι­χεῖ, ἑ­πο­μέ­νως, στὴ mini­ficción, οὔ­τε στὸ Flash Fiction, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο σὲ μιὰ «λο­γο­τε­χνι­κὴ μι­κρο­φόρ­μα» ἡ ὁ­ποί­α, ὡ­στό­σο, εἶ­ναι δύ­σκο­λο ὁ­ρι­στεῖ ὡς «εἶ­δος».


  1. Ἡ πο­λὺ σύν­το­μη φόρ­μα ὡς «εἶ­δος»

Οἱ λο­γο­τε­χνι­κὲς πο­λὺ σύν­το­μες φόρ­μες εἶ­ναι πα­ροῦ­σες στὴ γερ­μα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α ἐ­δῶ καὶ πολ­λὲς δε­κα­ε­τί­ες, προ­κύ­πτον­τας ἀ­πὸ εἴ­δη πο­λὺ δη­μο­φι­λῆ, τό­σο στὴ λο­γο­τε­χνί­α τῶν ἀ­νώ­τε­ρων κοι­νω­νι­κῶν τά­ξε­ων ὅ­σο καὶ στὴ λα­ϊ­κὴ λο­γο­τε­χνί­α (ἀ­νέκ­δο­τα, Kalendergeschichte) καὶ ἀ­πὸ τὶς σύν­το­μες ἢ πο­λὺ σύν­το­μες φόρ­μες ποὺ ἐμ­φα­νί­ζον­ται μὲ πε­ρι­ο­δι­κό­τη­τα ἤ­δη ἀ­πὸ τὸν 18ο αἰ­ώ­να. Στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, ἡ ἐν λό­γῳ φόρ­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο χρή­σι­μη γιὰ τὴν ἔκ­φρα­ση μιᾶς ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς το­πο­θέ­τη­σης ἢ μιᾶς ρη­τῆς πο­λι­τι­κῆς δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας. Στὸ τέ­λος τοῦ Δευ­τέ­ρου Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου, πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς τῆς μι­κρο­λο­γο­τε­χνί­ας παίρ­νουν ἀ­πο­στά­σεις μὲ τὰ κεί­με­νά τους ἀ­πὸ τὸν ρε­α­λι­σμὸ μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο θε­ω­ρή­θη­κε ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ ἐκ­φρα­στεῖ ἡ ἀ­να­δό­μη­ση τῆς χώ­ρας, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­να­πτυ­χθεῖ ἕ­να ὕ­φος πιὸ ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ καὶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α πλη­σι­έ­στε­ρο στὴν ἐξ­πρε­σι­ο­νι­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α: ἕ­να εἶ­δος κα­λου­πιοῦ, ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τα πιὸ ψυ­χο­λο­γι­κοῦ τό­σο στὴ χρή­ση τῆς προ­ο­πτι­κῆς ὅ­σο καὶ ἀ­πὸ ἄ­πο­ψη ὑ­λι­κῶν καὶ ἐ­πι­λο­γῆς θε­μά­των. Με­τα­ξὺ τῶν πιὸ ἐν­δι­α­φε­ρόν­των συγ­γρα­φέ­ων τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’60 καὶ ’70 συγ­κα­τα­λέ­γον­ται οἱ Γκύν­τερ Κοῦ­νερτ, Χέλ­μουτ Χάϊσεν­μπί­τελ, Βολ­φντί­τριχ Σνοῦ­ρε, Γκύν­τερ Μπροῦ­νο Φούκς, Πέ­τερ Μπίχ­σελ. Ὁ Ρὸρ Βόλφ, ἡ Ἀ­δε­λα­ΐ­δα Ντου­βα­νὲλ καὶ ὁ Οὒρς Βίν­τμερ εἶ­ναι με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν ποὺ προ­τι­μοῦν τὸ ἐν λό­γῳ εἶ­δος γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σουν τὴ δυ­σφο­ρί­α καὶ τὴν εἰ­ρω­νεί­α γιὰ τὴν conditio humana. Ὁ ὑ­φο­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος χα­ρα­κτή­ρας καὶ ἡ δυ­να­τό­τη­τα πει­ρα­μα­τι­σμοῦ κα­θι­στοῦν τὸ εἶ­δος κα­τάλ­λη­λο γιὰ τὴν ἀ­πο­δό­μη­ση τῶν κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­σμι­κῶν κα­τη­γο­ρι­ῶν καὶ σχη­μά­των, σὲ ση­μεῖ­ο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ὁ­ρι­στεῖ ὡς «εἶ­δος» κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν στρα­τευ­μέ­νο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­κρι­βῶς ἡ τά­ση νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει σύγ­χυ­ση καὶ νὰ μὴν κα­θη­συ­χά­ζει τὸν ἀ­να­γνώ­στη, γί­νε­ται ἕ­να ἰ­σχυ­ρὸ μή­νυ­μα κα­τὰ τῆς ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­σης καὶ τῆς ἀ­που­σί­ας συ­νεί­δη­σης.

       Ἦ­ταν τέ­τοι­α ἡ δι­ά­δο­σή της, ὥ­στε στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’80 ἡ μι­κρο­ϊ­στο­ρί­α εἶ­χε μιὰ εὐ­ρεί­α δι­δα­κτι­κὴ χρή­ση, τό­σο στὸ δη­μι­ουρ­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο ὅ­σο καὶ στὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς ἀ­νά­λυ­σης, χά­ρη, κυ­ρί­ως, στὶς ἐ­ξέ­χου­σες φυ­σι­ο­γνω­μί­ες, ποὺ με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο πο­λέ­μων, ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ τὸν Δεύ­τε­ρο Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ἀ­φι­ε­ρώ­θη­καν στὴν πο­λὺ σύν­το­μη γρα­φὴ το­νί­ζον­τας τὸν γλωσ­σι­κὸ δυ­να­μι­σμὸ τῆς κοι­νω­νι­κῆς δέ­σμευ­σης. Ἡ δυ­σκο­λί­α στὴν κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση καὶ στὴν πρόσ­λη­ψη αὐ­τοῦ τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοῦ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας σὲ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α οἱ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἐ­νερ­γές, μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χουν σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις συμ­βάλ­λει στὴ σύγ­χυ­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἐ­κλαμ­βά­νε­ται, τό­σο σὲ ἐν­δο­πο­λι­τι­σμι­κὸ ὅ­σο καὶ σὲ ἐ­πί­πε­δο με­τα­φρα­στι­κὸ καὶ πρόσ­λη­ψής της σὲ ἄλ­λο πο­λι­τι­σμι­κὸ πλαί­σιο, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς τα­ξι­νό­μη­σης τῆς μι­κρο­α­φή­γη­σης ὡς φόρ­μας «ἐ­λάσ­σο­νος» καὶ τῆς πε­ρί­πλο­κης κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­σής της, ποὺ τὴν κα­τέ­στη­σαν λι­γό­τε­ρο χρή­σι­μη ὄ­χι τό­σο λο­γο­τε­χνι­κὰ ὅ­σο ἐμ­πο­ρι­κά, πα­ρό­λο πού, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο 2005-2010, ἄν­θι­σαν στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα οἱ ἀν­θο­λο­γί­ες μὲ μι­κρο­ϊ­στο­ρί­ες, πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴ δι­ά­δο­σή τους σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες.

       Σύμ­φω­να μὲ τὸν Lauro Zavala, ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς θε­ω­ρη­τι­κούς, ποὺ ἔ­χει συμ­βάλ­λει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση τῆς ἱσπανό­γρα­πτης μι­κρο­α­φή­φη­σης, ἡ μι­κρο­α­φή­γη­ση μπο­ρεῖ νὰ ὁ­ρι­στεῖ ὡς «εἶ­δος τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς», ἐ­πὶ τῇ βά­σει μιᾶς σει­ρᾶς πα­ρα­γόν­των: εἶ­ναι σει­ρια­κή, ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κή, με­τα­μυ­θο­πλα­στι­κή, δι­α­κει­με­νι­κή, ἐλ­λει­πτι­κή, πα­ρά­δο­ξη καὶ πο­λύ­πλευ­ρη. Ὁ Ζα­βά­λα ὁ­ρί­ζει ὡς στα­θε­ρὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της τὴν ἀ­να­φο­ρι­κὴ ἀρ­χή, τὸν ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὸ χρό­νο, τὸν ἐ­πί­σης ἐλ­λει­πτι­κὸ χῶ­ρο καὶ τὸ «παι­γνι­ῶ­δες» λε­ξι­λό­γιο καὶ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα τὴν τά­ση νὰ κά­νει τὴ μι­κρο­α­φή­γη­ση ἕ­να προ­νο­μια­κὸ μέ­ρος γιὰ τὴν εἰ­ρω­νεί­α. Οἱ θε­ω­ρή­σεις τοῦ Ζα­βά­λα γιὰ τὴν κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση τοῦ «μι­κρο­μυ­θο­πλα­στι­κοῦ εἴ­δους» εἶ­ναι πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες, ἰ­δί­ως ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸν με­τα­κει­με­νι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῆς πο­λὺ σύν­το­μης φόρ­μα, ὅ­που ἀ­κό­μη καὶ αὐ­τὸ τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πρέ­πει νὰ θε­ω­ρη­θεῖ μὴ τα­ξι­νο­μι­κό. Ἕ­να ἄλ­λο θε­με­λι­ῶ­δες χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ σύμ­φω­να μὲ τὸν Ζα­βά­λα εἶ­ναι ἡ πο­λυ­πλευ­ρι­κό­τη­τα, κα­τα­νο­η­τὴ ὡς «ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα» τοῦ κει­μέ­νου, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πὸ μό­νη της θὰ κα­θι­στοῦ­σε τὶς μι­κρο­α­φη­γή­σεις με­τα­νε­ο­τε­ρι­κὲς καὶ ὑ­περ­νε­ο­τε­ρι­κὲς (Zavala, 2007, 92-93). Ὄν­τας, ὡ­στό­σο, ὁ ἴ­διος ὁ ὁ­ρι­σμὸς καὶ ἡ ἰ­δέ­α τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους ἀ­πὸ μό­να τους πο­λι­τι­σμι­κὰ κα­θο­ρι­σμέ­να, εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι ἡ ἔ­ρευ­να τοῦ Ζα­βά­λα δὲν εἶ­ναι ἄ­με­σα σχε­τι­ζό­με­νη καὶ ἐ­φαρ­μό­σι­μη στὶς πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες τῆς γερ­μα­νι­κῆς γλώσ­σας, ἐν πρώ­τοις ἐ­ξαι­τί­ας τῆς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ἱ­στο­ρι­κο­λο­γο­τε­χνι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης —πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ με­τα­κει­με­νι­κή, ἡ πο­λὺ σύν­το­μη γερ­μα­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι με­τα­λο­γο­τε­χνι­κή, καὶ σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση δὲν ἔρ­χε­ται ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸ με­τα­νε­ο­τε­ρι­σμὸ— καί, κα­τὰ δεύ­τε­ρον, λό­γω τῆς τά­σης τῆς γερ­μα­νι­κῆς γλώσ­σας νὰ μὴν κα­τα­στή­σει τὴν πο­λυ­πλευ­ρι­κό­τη­τα ὡς ἕ­να ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς μι­κρῆς φόρ­μας.

       Στὸ γερ­μα­νό­φω­νο πε­ρι­βάλ­λον τῆς κρι­τι­κῆς πα­ρα­τη­ρεῖ­ται ἀ­κό­μη καὶ σή­με­ρα μιὰ ἔν­το­νη συ­ζή­τη­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ τῆς ἐ­πι­νο­η­μέ­νης μι­κρο­α­φή­γη­σης ὡς εἶ­δος ἀ­πὸ μό­νο του, κυ­ρί­ως σὲ σχέ­ση μὲ τὶς πιὸ δι­α­δε­δο­μέ­νες φόρ­μες ἀ­φή­γη­σης τοῦ πιὸ πρό­σφα­του πα­ρελ­θόν­τος, κα­θὼς καὶ γιὰ τὸ δι­α­χω­ρι­σμὸ αὐ­τοῦ του εἴ­δους, ἐν μέ­ρει ἢ κα­θ’ ὁ­λο­κλη­ρί­αν ἀ­πὸ ἄλ­λα εἴ­δη, ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τοὺς τρό­πους χρή­σης καὶ ψη­φια­κῆς δη­μο­σί­ευ­σης, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ τί εἶ­ναι ἢ τοῦ τί ἦ­ταν λο­γο­τε­χνι­κὸς πει­ρα­μα­τι­σμὸς πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ συ­νή­θη (Meyer, 2007: 353-54). Ἡ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα συν­δέ­ε­ται ἐν μέ­ρει μὲ τὰ συ­νή­θη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς σύγ­χρο­νης πο­λὺ σύν­το­μης ἀ­φή­γη­σης καὶ μὲ τὴν πρώ­ι­μη —σὲ σύγ­κρι­ση μὲ ἄλ­λες χῶ­ρες— ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ δι­ά­δο­σή της στὶς γερ­μα­νό­φω­νες χῶ­ρες (Althaus, 2007). Σὲ μιὰ ἀρ­κε­τὰ ἐ­πι­φα­νεια­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, ση­μει­ώ­νε­ται ὅ­τι στὴ γερ­μα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α οἱ Kleine Formen ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τὴ ρα­χο­κο­κα­λιὰ τοῦ ἀ­φη­γη­μα­τι­κοῦ πει­ρα­μα­τι­σμοῦ καὶ τῆς γρα­φῆς δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας καὶ πο­λι­τι­κῆς δέ­σμευ­σης, μὲ ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νο καί, ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα, ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὸ τρό­πο. Πρὸς τὸ τέ­λος τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’60, ἡ πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α (Kurzestgeschichte) ἀ­πο­λάμ­βα­νε εὐ­ρεί­ας ἐ­κτί­μη­σης ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νους κα­τα­ξι­ω­μέ­νους συγ­γρα­φεῖς τῆς πε­ρι­ό­δου, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πέ­λε­ξαν αὐ­τὴ τὴ φόρ­μα γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ μί­α συλ­λο­γές, ὅ­πως οἱ Χάϊσεν­μπί­τελ, Λε­τά­ου, Μπίχ­σελ, Ἄϊχ, Ρὸρ Βόλφ. Ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α αὐ­τῶν τῶν συλ­λο­γῶν, ὡ­στό­σο, δὲν ὁ­δή­γη­σε καὶ στὸν ὁ­ρι­σμὸ τῆς τυ­πο­λο­γί­ας τοῦ κει­μέ­νου, καὶ τὸ Kurzestgeschichte κα­λύ­φθη­κε μὲ ὁ­ρι­σμοὺς ὅ­πως «Miniatura, Bagatelle, Kurze Prosa ἢ Kurze Geschichte», ἢ ἁ­πλῶς Geschichte, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ ἄρ­θρα ἐ­φη­με­ρί­δων, βι­βλι­ο­κρι­τι­κές, καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐν γέ­νει κρι­τι­κή. Ἐ­κεῖ­να τὰ χρό­νια, ὡ­στό­σο, ἡ σύν­το­μη φόρ­μα ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται μό­νο καὶ μό­νο ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα οἰ­κεί­α λό­γῳ τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι πλη­ροῖ τὰ κρι­τή­ρια ποὺ ἀ­πο­δί­δον­ταν στὴ λο­γο­τε­χνί­α τῆς ἀ­να­δό­μη­σης τῆς χώ­ρας, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης τῆς ρε­α­λι­στι­κῆς πε­ρι­γρα­φῆς, ἀλ­λὰ μέ­σα σὲ λί­γα χρό­νια ἀ­πὸ ἕ­να ὕ­φος σχε­τι­ζό­με­νο μὲ τὸ ρε­α­λι­σμό, περ­νᾶ­με σὲ ἕ­ναν πιὸ ψυ­χο­λο­γι­κὸ τρό­πο γρα­φῆς ὅ­που το­νί­ζον­ται τὰ σου­ρε­α­λι­στι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἕ­ως ὅ­του, ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’60 καὶ ἔ­πει­τα, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μιὰ πιὸ γραμ­μι­κὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ εἴ­δους.

       Τὸ 1955 ὁ Χα­ϊ­μί­το φὸν Ντόν­τε­ρερ εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος συγ­γρα­φέ­ας ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὸν ὅ­ρο Kurzestgeschichte: «ἡ πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι ἀ­πὸ γλωσ­σι­κῆς ἀ­πό­ψε­ως ἀ­κό­μη πιὸ πυ­κνὴ καὶ ἐ­πι­κεν­τρω­μέ­νη σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο», σὲ τέ­τοι­ο ση­μεῖ­ο ὥ­στε νὰ θε­ω­ρεῖ­ται ἡ αἰχ­μὴ τοῦ Kurzgschichte (Lorbe, 1957, στὸ Marx, 2005: 85). Στα­δια­κά, ἡ φόρ­μα τῆς πο­λὺ σύν­το­μης ἱ­στο­ρί­ας δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ ἄλ­λες φόρ­μες, ὅ­πως οἱ πνευ­μα­τώ­δεις ἱ­στο­ρί­ες, λό­γῳ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν προ­θέ­σε­ων καὶ τρό­που ἀ­νά­γνω­σης. Λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πὸ τὶς δη­λώ­σεις τοῦ Ντόν­τε­ρερ, ὁ Χέ­λε­ρερ ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι ἡ πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ τὸ Witz ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο «αἰχ­μη­ρή» (Marx, 2005: 85). Φαί­νε­ται, λοι­πόν, ὅ­τι ἡ πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α το­πο­θε­τεῖ­ται σὲ μιὰ γραμ­μὴ μὲ ἀ­βέ­βαι­ο πε­ρί­γραμ­μα με­τα­ξὺ τοῦ short story καὶ τοῦ ἀ­νεκ­δό­του. Τὸ 1980 ὁ Ντουρ­ζὰκ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν ἀ­πό­σχι­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης ἀ­φή­γη­σης ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῶν σύν­το­μων φορ­μῶν, καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να ἀ­πὸ τὸ Kurzgeschichte, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­έ­φε­ρε ἐ­ξαι­τί­ας τῆς πο­λὺ λε­πτῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς ὕ­φαν­σης, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α πα­ρα­μέ­νουν μό­νο με­ρι­κὰ «ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ ἑρ­μα­φρό­δι­τα», τὰ ὁ­ποῖ­α τεί­νουν νὰ συγ­χέ­ον­ται μὲ ἄλ­λα σύν­το­μα εἴ­δη, ὅ­πως ἡ ση­μεί­ω­ση, ὁ ἀ­φο­ρι­σμὸς καὶ ἡ πα­ρα­βο­λὴ (Durzak, 1980: 258). Τὸ 1989 ὁ Κὰρλ Ρί­χα ὁ­ρί­ζει ὅ­τι στὴν πο­λὺ σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α ὅ­λα τὰ γε­γο­νό­τα καὶ ἡ ἀ­φή­γη­ση ὁ­δη­γοῦν στὸ γλωσ­σι­κὸ παι­χνί­δι (Riha, 1989, στὸ Marx: 85).

       Στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1980, ὁ Γκρὰφ φὸν Νά­ϊ­χα­ους δη­μο­σι­εύ­ει μιὰ ἀν­θο­λο­γί­α μὲ πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες (Nayhauss, 1982), μὲ κεί­με­να τῶν Ντό­ρε­ρερ, Φρίς, Χάϊσεν­μπί­τελ καὶ Κοῦ­νερτ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, καὶ πα­ρου­σιά­ζει σὲ ἕ­να εὐ­ρὺ κοι­νὸ ἱ­στο­ρί­ες συμ­πυ­κνω­μέ­νες σὲ μί­α μό­νο γραμ­μή. Ἡ ἀν­θο­λο­γί­α ἔ­χει καὶ δεύ­τε­ρο μέ­ρος, τὸ 1987, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο Κλέτ, μὲ πρό­θε­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­δα­κτι­κή. Συ­ζη­τών­τας τὶς ἐ­πι­λο­γές του καὶ τὴ σύν­θε­ση τοῦ βι­βλί­ου, ση­μει­ώ­νει πὼς ἡ ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα τῆς προ­ο­πτι­κῆς γί­νε­ται ὅ­λο καὶ πιὸ συ­χνή. Αὐ­τὸ ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­μη­χα­νί­α στὴ με­λέ­τη του, εἶ­ναι ἡ ἐ­κτί­μη­ση ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη κρύ­βει, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τὴν πα­ρακ­μὴ ἐ­κεί­νων τῶν φορ­μῶν σύν­το­μης πε­ζο­γρα­φί­ας ποὺ σχε­τί­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὴ συμ­με­το­χὴ στὰ πο­λι­τι­κὰ δρώ­με­να, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὸ ἄρ­θρο ἢ τὸ ρε­πορ­τάζ, τὰ ὁ­ποῖ­α «πα­ρὰ τὴν ὑ­πο­τι­θέ­με­νη ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα», ἀ­πο­δεί­χτη­κε ὅ­τι ἦ­ταν μορ­φὲς πο­λι­τι­κῆς δρά­σης. Ἡ ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξὺ ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τας καὶ πο­λι­τι­κῆς δρά­σης ὁ­ρί­ζει, ἐκ νέ­ου ex negativo, τὴ δι­ά­στα­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς-λο­γο­τε­χνι­κῆς δρά­σης. Ὡ­στό­σο, ἀν­τι­στρέ­φον­τας αὐ­τὸν τὸν θε­τι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­σμό, ἀ­να­πό­φευ­κτα θὰ βρε­θοῦ­με ἀν­τι­μέ­τω­ποι μὲ ὁ­ρι­σμέ­νους πα­ρά­γον­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι μπο­ροῦν νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν τὴ ρα­χο­κο­κα­λιὰ τοῦ ὁ­ρι­σμοῦ τῆς «γερ­μα­νι­κῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας». Ἐ­πί­σης, ἡ ἀ­κραί­α συν­το­μί­α μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει καὶ μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ θε­ώ­ρη­ση, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὁ­δη­γεῖ σὲ με­γα­λύ­τε­ρη ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα τὴ στιγ­μὴ ποὺ πα­ρά­γει ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ση­μα­σι­ο­ποί­η­ση, ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας ἢ ἀ­πο­συν­δέ­ον­τας γλωσ­σι­κές, ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὲς ἢ ἀ­κό­μη καὶ λο­γο­τε­χνι­κὲς συμ­βά­σεις. Ἐ­πι­πλέ­ον, ἡ πο­λι­τι­κὴ δέ­σμευ­ση σὲ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα εἶ­ναι ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νο καί, προ­φα­νῶς, θε­με­λι­ῶ­δες. Συν­δε­δε­μέ­νο μὲ κοι­νω­νι­κο­λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐ­κτι­μή­σεις, ὑ­λο­ποι­εῖ­ται στὴν πύ­κνω­ση, ἡ ὁ­ποί­α δὲν μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ποὺ συ­νο­δεύ­ει τὴ σύγ­χρο­νη κοι­νω­νί­α μέ­σα στὴν ἐ­πι­τά­χυν­σή της· προ­σο­μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ μιὰ ἀ­δι­άλ­λα­κτη ἰ­δε­ο­λο­γι­κὴ το­πο­θέ­τη­ση ἐ­νάν­τια στὴν κο­νι­ορ­το­ποί­η­ση τῶν σχέ­σε­ων, ποὺ ἐμ­φα­νί­ζον­ταν μὲ ὅ­λη τὴν ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τά τους ἀ­πὸ τὶς δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ’70 καὶ τοῦ ’80, μέ­χρι τὴν ἐ­πί­τευ­ξη μιᾶς πιὸ εὐ­ρεί­ας συ­νει­δη­το­ποί­η­σης μό­νο κα­τὰ τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Αὐ­τὰ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ θὰ βο­η­θοῦ­σαν στὸ νὰ ὁ­ρι­ο­θε­τη­θεῖ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να ἕ­να μι­κρο­μυ­θο­πλα­στι­κὸ «εἶ­δος» στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα, ὅ­που, ὡ­στό­σο, φαί­νε­ται ἀ­κό­μη πε­ρί­πλο­κο νὰ γί­νει λό­γος γιὰ «εἶ­δος» μὲ τὴν τα­ξι­νο­μι­κὴ ἔν­νοι­α.

       Στὸν ἰ­τα­λι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πο­λι­τι­σμὸ ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «εἴ­δους», στὰ χρό­νια στὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­μορ­φω­νό­νταν οἱ με­γά­λες θε­ω­ρί­ες, δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη σχη­μα­το­ποι­η­θεῖ, πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν με­ρι­κὲς ἀ­ξι­ό­λο­γες κρι­τι­κὲς συμ­βο­λές. Βρί­σκου­με τὸν ὅρο γιὰ νὰ ὁ­ρί­σου­με ἀρ­χέ­τυ­πα ὅ­πως τὸ ἔ­πος ἢ τὸ δρά­μα, ἀλ­λὰ καὶ τὸ «εἶ­δος» μυ­θι­στό­ρη­μα, τρα­γω­δί­α, ἀ­κό­μη καὶ τὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, τὸ ρο­μαν­τι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α. Ἔ­τσι, ὡς «εἶ­δος» θὰ ὁ­ρι­ζό­ταν, τό­σο ὁ τρό­πος ἀ­φή­γη­σης ὅ­σο καὶ τὸ θέ­μα καὶ τὸ ὕ­φος. Στὸν γερ­μα­νι­κὸ χῶ­ρο, «ὁ δι­α­χω­ρι­σμὸς» με­τα­ξύ των τύ­πων τῶν κει­με­νι­κῶν κα­τη­γο­ρι­ῶν εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κὸς καὶ γιὰ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σου­με ἕ­ναν ὁ­ρι­σμὸ ἢ γιὰ νὰ δώ­σου­με ἕ­να «ὄ­νο­μα» γιὰ τὶς μι­κρο­ϊ­στο­ρί­ες, εἶ­ναι χρή­σι­μο νὰ ξε­κι­νή­σου­με ἀ­πὸ τὶς Gattungstheorie τοῦ Χέμ­πφερ, ποὺ πα­ρα­μέ­νουν χρή­σι­μες γιὰ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη μιᾶς ὁ­ρο­λο­γί­ας, συγ­κε­κρι­μέ­νης, δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ἀ­πὸ ἐ­κεί­νης τῶν πιὸ γνω­στῶν θε­ω­ρη­τι­κῶν. Ὁ Κλά­ους Χέμ­πφερ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να σύ­στη­μα εἰ­δῶν ποὺ τα­ξι­νο­μοῦν­ται ἱ­ε­ραρ­χι­κά, σύμ­φω­να μὲ τὸν Schreibweise / τρό­πο γρα­φῆς, τὸν typus / τύ­πο, τὸ Gattung / εἶ­δος, τὸ Untergattung / ὑ­πο­εῖ­δος, τὸ Sammelbegriffe / σύ­νο­λο. Ὁ τρό­πος γρα­φῆς ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ στα­θε­ρὲς (ἀ­φη­γη­μα­τι­κή, δρα­μα­τι­κὴ κ.λπ.) ποὺ δὲν ἀ­φο­ροῦν τὴν ἱ­στο­ρί­α καί, κα­τὰ συ­νέ­πεια, τὸν τρό­πο ἐκ­φο­ρᾶς της· τὸ Gattung [εἶ­δος] ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἐ­πι­και­ρο­ποί­η­ση τῶν τρό­πων μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α, καὶ τὸ Untergattungen τὰ ὑ­πο­εί­δη (γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὰ ἐ­πι­στο­λι­κὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα). Τὸ Typus σχε­τί­ζε­ται μὲ ἐ­κεῖ­να τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν τρό­πων ποὺ ἀ­σκοῦν ἐ­πιρ­ρο­ὴ στὴν πρόσ­λη­ψη τῆς ἀ­φή­γη­σης (γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ ὁ­μο­δι­η­γη­τι­κὸς ἀ­φη­γη­τής). Οἱ «ὁ­ρι­σμοὶ τοῦ συ­νό­λου» συλ­λέ­γουν ἐ­κεί­νους τοὺς ὁ­ρι­σμοὺς ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ συγ­χέ­ον­ται μὲ τὸ Gattung, ἀλ­λὰ ποὺ πα­ρα­μέ­νουν χρή­σι­μοι γιὰ νὰ ὁ­ρι­στοῦν τὰ εὐ­ρέ­α εἴ­δη, π.χ. ἡ ἐ­πι­κὴ ποί­η­ση, ἡ λυ­ρι­κὴ ποί­η­ση κ.λπ. (Hempfer, 1973: 27 καὶ ἀλ­λοῦ). Τὴν ἴ­δια ἐ­πο­χὴ ὁ Ζε­νὲτ ἀ­να­πτύσ­σει τὶς θε­ω­ρί­ες του, ποὺ το­νί­ζουν ὅ­τι στὴ με­τα­φρά­σι­μη ἔν­νοι­α τοῦ «τρό­που» μπο­ρεῖ νὰ βρε­θεῖ ἕ­να κρι­τή­ριο γιὰ τὴ δι­ά­κρι­ση δι­α­φο­ρε­τι­κῶν κει­μέ­νων. Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ζε­νὲτ εἶ­ναι με­τα­ξὺ τῶν πιὸ γνω­στῶν καὶ ἐ­πι­δρα­στι­κῶν τῆς ἀ­φη­γη­μα­το­λο­γί­ας: ὁ τρό­πος ἀ­φή­γη­σης ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση, ἡ λύ­ση δὲ ποὺ θὰ δο­θεῖ συ­νερ­γεῖ στὸ ξε­κα­θά­ρι­σμα τῆς προ­βλη­μα­τι­κῆς δι­ά­κρι­σης με­τα­ξὺ τρό­που καὶ τύ­που. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­τάσ­σε­ται σὲ ἕ­ναν συγ­κε­κρι­μέ­νο τρό­πο ἀ­φή­γη­σης, ἐ­πει­δὴ ὑ­πάρ­χουν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ὁ­μο­δι­η­γη­τι­κὰ καὶ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ποὺ ἐ­πι­λέ­γουν νὰ εἶ­ναι ἑ­τε­ρο­δι­η­γη­τι­κά. Ἔ­τσι, ἂν ὁ τύ­πος μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ὡς «ὑ­πο-τρό­πος», τὸ εἶ­δος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­χθεῖ σὲ κα­νέ­ναν ὑ­πὸ-τύ­πο.

       Ὁ Ζε­νὲτ (1976) κά­νει ἀ­να­φο­ρὰ στὰ ἀρ­χι­γέ­νη, τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν πρέ­πει νὰ συγ­χέ­ου­με σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση μὲ τὸν τρό­πο, καὶ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ λυ­ρι­κὴ ποί­η­ση, τὸ ἔ­πος καὶ ἡ δρα­μα­τι­κὴ ποί­η­ση. Ὑ­πάρ­χουν ἀν­τι­κρου­ό­με­νες ὑ­πο­θέ­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὴ σχέ­ση τῶν δύ­ο θε­ω­ρι­ῶν με­τα­ξύ τους, καί, ὡς ἐκ τού­του, δὲν μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν ἡ μί­α κρι­τι­κὴ τῆς ἄλ­λης. Τό­σο ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Χέμ­πφερ ὅ­σο καὶ ἐ­κεί­νη τοῦ Ζε­νὲτ ἔ­χουν γνω­ρί­σει ἐ­φαρ­μο­γὲς καὶ πα­ραλ­λα­γὲς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ἔν­τα­σης, ἂν καὶ ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ζε­νὲτ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ σύγ­χρο­νη ἀ­φη­γη­μα­το­λο­γί­α καὶ στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα. Ὁ Ζε­νὲτ ἑ­στιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὶς σχέ­σεις με­τα­ξύ των εἰ­δῶν πα­ρὰ στὴ δι­ά­κρι­σή τους, καὶ ὡς ἐκ τού­του ἕ­να ἀ­πὸ τὰ προ­βλή­μα­τα ποὺ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἀ­πὸ τὴ δι­ά­κρι­ση τοῦ Ζε­νέτ, εἶ­ναι ἡ θε­με­λι­ώ­δης πε­ποί­θη­ση ὅ­τι πρέ­πει νὰ ξε­πε­ρά­σου­με τὴν ἐμ­μο­νὴ τοῦ κει­μέ­νου, γιὰ νὰ ἐ­ξε­τά­σου­με τὴ σει­ρὰ τῶν συ­σχε­τι­σμῶν ποὺ κα­θι­στοῦν τὰ εἴ­δη ἕ­να ἀρ­χι­κεί­με­νο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο σχε­τί­ζε­ται τὸ κεί­με­νο. Οὔ­τε ὁ Χέμ­πφερ, ὡ­στό­σο, δι­α­τη­ρεῖ πάν­τα ξε­χω­ρι­στὲς ἰ­δι­ό­τη­τες ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ θέ­μα καὶ τὴ μορ­φή. Σὲ αὐ­τὲς τὶς δύ­ο «ἀρ­χι­θε­ω­ρί­ες» τὰ μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ τα­ξι­νο­μη­θοῦν.

       Στὴν Ἰ­τα­λί­α, τὴν ἴ­δια πε­ρί­ο­δο, ἡ Μα­ρί­α Κόρ­τι ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι μό­νο ἀ­πὸ τὴ σχέ­ση με­τα­ξὺ θέ­μα­τος καὶ ὕ­φους μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει ἕ­νας λο­γο­τε­χνι­κὸς κώ­δι­κας καὶ προ­βαί­νει στὴν ἀ­να­ζή­τη­ση τῶν μὴ με­τα­βλη­τῶν ποὺ εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κὲς τοῦ ἐν λό­γῳ κώ­δι­κα. Πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα, προσ­δι­ο­ρί­ζει ὅ­τι μπο­ροῦ­με νὰ μι­λᾶ­με γιὰ κώ­δι­κες μό­νο μὲ τὴν πα­ρου­σί­α κα­νό­νων ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σης με­τα­ξὺ μορ­φῶν πε­ρι­ε­χο­μέ­νου καὶ μορ­φῶν ἔκ­φρα­σης, ἐ­πι­ση­μαί­νον­τας, ὡ­στό­σο, ὅ­τι ὁ κα­νό­νας στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ ἑ­νὸς εἴ­δους, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει τὴν ἴ­δια ἀ­ξί­α μὲ αὐ­τὸν ποὺ ἔ­χει σὲ ἕ­να γλωσ­σι­κὸ ἢ νο­μι­κὸ σύ­στη­μα, ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι: «ἡ δυ­να­μι­κὴ σχέ­ση με­τα­ξὺ ὁ­ρι­σμέ­νων θε­μα­τι­κῶν-συμ­βο­λι­κῶν ἐ­πι­πέ­δων καὶ ὁ­ρι­σμέ­νων ἐ­πι­πέ­δων μορ­φῆς, τὸ ὅ­λον σὲ σχέ­ση δι­ά­κρι­σης ἢ ἀν­τί­θε­σης ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὸ πρό­γραμ­μα ἑ­νὸς ἄλ­λου εἴ­δους.» (Corti, 1976: 158).

       Τὸ Kurzestgeschichte μπο­ρεῖ νὰ πα­ρου­σιά­σει ἄ­πει­ρους ἀ­φη­γη­μα­τι­κοὺς «τρό­πους», πού, συ­νή­θως ἔ­χουν πο­λὺ λί­γες δι­α­κει­με­νι­κὲς ἀλ­λη­λε­πι­δρά­σεις, ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν καὶ πα­ρου­σιά­ζουν μιὰ πλού­σια με­τα­λο­γο­τε­χνι­κὴ καὶ με­τα­κρι­τι­κὴ ἀν­τι­στοι­χί­α, καὶ δὲν προ­σφέ­ρον­ται κὰν γιὰ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ μυ­θο­πλα­σί­ας καὶ μὴ μυ­θο­πλα­σί­ας. Δι­α­τρέ­χον­τας τὶς σκέ­ψεις τοῦ Νόρ­θροπ Φρά­ι, ση­μει­ώ­νου­με ὅ­τι γιὰ τὸν με­λε­τη­τὴ «ἡ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ τῶν εἰ­δῶν βα­σί­ζε­ται στὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἐ­πὶ τῇ βά­σει τῆς πα­ρου­σί­α­σής τους. Οἱ λέ­ξεις μπο­ροῦν νὰ ἀ­παγ­γέλ­λον­ται μπρο­στά σε ἕ­ναν θε­α­τή, νὰ λέ­γον­ται σὲ ἕ­ναν ἀ­κρο­α­τή, νὰ τρα­γου­δι­οῦν­ται, ἢ νὰ ἐκ­φω­νοῦν­ται, νὰ γρά­φον­ται γιὰ ἕ­ναν ἀ­να­γνώ­στη […]. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ βά­ση μιᾶς κρι­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῶν εἰ­δῶν εἶ­ναι ρη­το­ρι­κή, ὑ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι τὸ εἶ­δος κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν τύ­πο τῆς σχέ­σης ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ­ται με­τα­ξύ του ποι­η­τῆ καὶ τοῦ κοι­νοῦ του.» (Frye, 1969: 328).

       Ἐ­πει­δὴ ὁ Φρά­ι συ­νι­στᾶ νὰ μὴν κα­τη­γο­ρι­ο­ποι­οῦν­ται τὰ κεί­με­να ἐ­πὶ τῇ βά­σει τοῦ μέ­σου, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι στὴ σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χὴ δὲν θὰ ἦ­ταν καὶ τό­σο πα­ρα­γω­γι­κό, ἡ σκέ­ψη του θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο χρή­σι­μη γιὰ ἕ­ναν ὁ­ρι­σμὸ τῶν μι­κρο­ϊ­στο­ρι­ῶν. Τὰ εἴ­δη, γιὰ τὸν Φρά­ι, εἶ­ναι οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ τρό­ποι νὰ πα­ρου­σια­στοῦν λο­γο­τε­χνι­κὰ ἔρ­γα σὲ κά­ποι­ο ἰ­δα­νι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στὴ συ­νέ­χεια, δέ, δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται σὲ μιὰ ποι­κι­λί­α μορ­φῶν. Ὑ­πὸ αὐ­τὸ τὸ σκε­πτι­κό, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα υἱ­ο­θε­τεῖ μιὰ μορ­φὴ ἢ ἕ­να ὑ­πο­εῖ­δος τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας (φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α). Εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι καὶ ὁ Φρά­ι δὲν κα­τα­νο­εῖ ὅ­λες τὶς δυ­να­τό­τη­τες τῆς ἀ­φή­γη­σης, ἀλ­λά, θε­ω­ρών­τας τὴ μυ­θο­πλα­σί­α ὡς εἶ­δος, δί­νει ὄ­νο­μα σὲ ἕ­ναν τύ­πο μὲ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Οἱ μι­κρο­ϊ­στο­ρί­ες, ἑ­πο­μέ­νως, θὰ ὁ­ρι­στοῦν μό­νο ἐ­πὶ τῇ βά­σει τοῦ δί­πο­λου με­γά­λη ἢ μι­κρὴ ἔ­κτα­ση.

       Ὡ­στό­σο, ὁ ὁ­ρι­σμὸς τῆς «συν­το­μί­ας» στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι πο­λὺ ἀμ­φι­λε­γό­με­νος. Ὑ­πάρ­χουν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ θέ­τουν ὅ­ριο τὶς τρεῖς σε­λί­δες, ἄλ­λοι τὶς 500 λέ­ξεις, με­ρι­κοὶ τὶς λί­γες γραμ­μές. Φαί­νε­ται πο­λὺ πιὸ χρή­σι­μο νὰ ὁ­ρι­στεῖ ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ μι­κρο­α­φή­γη­ση σύμ­φω­να μὲ τὴν κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­σμι­κὴ πραγ­μά­τω­σή της. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Ζὰν Μα­ρὶ Σε­φέρ, οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν κει­μέ­νων, δὲν εἶ­ναι, ἑ­πο­μέ­νως, ἐγ­γε­νεῖς, ἀλ­λὰ προ­κύ­πτουν ἀ­πὸ τὴν πρόσ­λη­ψη τοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη (Schaeffer, 1992). Ὁ Σε­φὲρ συ­νε­πῶς προ­τεί­νει νὰ μὴν ξε­κι­νᾶ­με ἀ­πὸ τὸ κεί­με­νο, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴ χρή­ση τῶν κα­τη­γο­ρι­ῶν, νὰ μι­λᾶ­με γε­νι­κὰ καὶ ὄ­χι εἰ­δι­κὰ πε­ρὶ τῶν εἰ­δῶν, νὰ ἀ­να­λύ­ου­με τὴ λει­τουρ­γί­α τῶν ὀ­νο­μά­των τῶν εἰ­δῶν, ὅ­ποι­α καὶ ἂν εἶ­ναι αὐ­τά, καί, ἑ­πο­μέ­νως «νὰ προ­σπα­θοῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με» σὲ τί ἀ­να­φέ­ρον­ται. Τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ κεί­με­νο, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἄλ­λα κεί­με­να, εἶ­ναι ση­μει­ο­λο­γι­κὰ πε­ρί­πλο­κο ἀ­πὸ μό­νο του, καὶ σὲ με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μὸ ἀ­παι­τεῖ μιὰ ἀ­νά­λυ­ση ποὺ νὰ δι­α­βά­ζει καὶ τὴν ἱ­στο­ρι­κή του ὕ­παρ­ξη. Ἐ­πι­πλέ­ον, μὲ τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τή, τὸ κά­θε κεί­με­νο θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τη­γο­ρι­ο­ποι­η­θεῖ σύμ­φω­να μὲ δύ­ο εἴ­δη: ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἔ­χει στὸ μυα­λό του ὁ συγ­γρα­φέ­ας καὶ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὁ ἀ­να­γνώ­στης. Αὐ­τὲς οἱ γε­νι­κό­τη­τες θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ πολ­λα­πλα­σια­στοῦν ἐ­π’ ἀ­ό­ρι­στον, ἂν σκε­φτοῦ­με τὶς ἐ­πι­κοι­νω­νια­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ σύγ­χρο­νου λο­γο­τε­χνι­κοῦ συ­στή­μα­τος, ἀλ­λὰ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ Σε­φὲρ ἔγ­κει­ται στὴ με­τα­τό­πι­ση τῆς κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­σης ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κει­μέ­νου στὴν ὑ­πο­δο­χή του (ὁ «ὁ­ρί­ζον­τας προσ­δο­κι­ῶν» τοῦ Τζά­ους), ὅ­που ἡ κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση θὰ δι­νό­ταν, ἐ­πί­σης, μὲ τὴ δι­α­πί­στω­ση ὁ­μοι­ο­τή­των μὲ ἄλ­λα (πα­ρα)δείγ­μα­τα κει­μέ­νων. Μπο­ροῦν νὰ κα­θο­ρι­στοῦν κα­νό­νες σύμ­βα­σης γιὰ κά­θε λο­γο­τε­χνι­κὸ κεί­με­νο: ἰ­δρυ­τι­κὲς συμ­βά­σεις, κα­νο­νι­στι­κὲς συμ­βά­σεις καὶ πα­ρα­δο­σια­κὲς συμ­βά­σεις. Ὑ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ὀ­πτι­κή, ἡ μι­κρο­ϊ­στο­ρί­α κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἰ­δέα πε­ρὶ συν­το­μί­ας ποὺ ἔ­χει τὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό, καὶ ὡς ἐκ τού­του, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἀ­πὸ τὶς συμ­βά­σεις ποὺ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ πα­ρά­δο­ση καὶ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­λη­ψη πε­ρὶ τῆς ἔ­κτα­σης ἑ­νὸς κει­μέ­νου. Ἔ­τσι, τὸ «εἶ­δος» τῆς μι­κρο­ϊ­στο­ρί­ας ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴ συν­το­μί­α, ἀλ­λὰ ἡ συν­το­μί­α ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­να­γνώ­στη.

       Δου­λεύ­ον­τας τώ­ρα μὲ βά­ση τὴν ἀν­τί­λη­ψη, μπο­ρεῖ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἕ­να συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νο ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, τὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ ὁ­ρί­ζου­με ὡς κομ­μά­τι τοῦ τα­ξι­νο­μι­κοῦ χα­ρα­κτη­ρι­σμοῦ μιᾶς μι­κρο­ϊ­στο­ρί­ας: ἡ μι­κρο­ϊ­στο­ρί­α πρέ­πει νὰ γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ὡς ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­στι­κή, ἐ­κρη­κτι­κή, ἀ­κό­μη καὶ ὡς «ἡ­μι­τε­λής». Ἡ κα­τα­κλεί­δα τοῦ κει­μέ­νου πρέ­πει νὰ φτά­σει πρὶν ὁ ἀ­να­γνώ­στης «βο­λευ­τεῖ» στὴν ἀ­φή­γη­ση. Μιὰ κρι­τι­κo-γνω­στι­κὴ προ­σέγ­γι­ση, χρή­σι­μη γιὰ νὰ κα­τα­δεί­ξου­με ποι­ά εἶ­ναι ἡ πιὸ ὑ­ψη­λὴ καὶ συ­νε­κτι­κὴ φύ­ση τῆς κει­με­νι­κῆς τυ­πο­λο­γί­ας στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα, ἦ­ταν πο­λὺ πρό­σφα­τα ἐ­κεί­νη τοῦ Γκό­τσχολ, ὁ ὁ­ποῖ­ος, πα­ρὰ τοὺς προ­φα­νεῖς ἱ­στο­ρι­κο-κρι­τι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ἀ­πο­τυ­πώ­νει ἕ­ναν ση­μαν­τι­κὸ πα­ρά­γον­τα, ὁ­ρί­ζον­τας τὴ μυ­θο­πλα­σί­α ὡς «μιὰ ἀρ­χα­ϊ­κὴ εἰ­κο­νι­κὴ τε­χνο­λο­γία», ἡ ὁ­ποί­α κα­τορ­θώ­νει κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη τὴν προ­σο­μοί­ω­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων προ­βλη­μά­των. Οἱ ἀ­φη­γή­σεις εἶ­ναι ἕ­νας τό­πος ἐκ­κό­λα­ψης τῶν βα­σι­κῶν γνω­στι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των, τό­σο σὲ σχέ­ση μὲ τὸν χω­ρο­χρό­νο, ὅ­σο καὶ μὲ τὴν ἀν­τί­λη­ψη τῆς γραμ­μι­κό­τη­τάς τους, κα­θὼς καὶ μὲ τὴ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ἰ­δέ­ας τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας καὶ τῆς ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τας. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τὴ τὴν προ­σέγ­γι­ση, τὸ ἴ­διο τὸ μυα­λὸ εἶ­ναι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο νὰ ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται πλη­ρο­φο­ρί­ες σὲ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ μορ­φή, καὶ ὡς ἐκ τού­του ἔ­χει σχε­δια­στεῖ γιὰ νὰ δι­α­μορ­φώ­νε­ται μέ­σῳ ἱ­στο­ρι­ῶν. Οἱ ποι­η­τι­κὸ-γνω­στι­κὲς πει­ρα­μα­τι­κὲς ἔ­ρευ­νες θὰ εἶ­χαν τό­τε ἐν­το­πί­σει ἕ­να δί­κτυ­ο ἐγ­κε­φα­λι­κῶν δο­μῶν ὑ­πεύ­θυ­νων γιὰ τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν πλη­ρο­φο­ρι­ῶν ποὺ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὁ ἐγ­κέ­φα­λος. Ἂν τὸ ἔρ­γο τοῦ γνω­στι­κοῦ δι­κτύ­ου εἶ­ναι νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς ἐ­ξη­γή­σεις τῶν ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς κόμ­βους εἶ­ναι ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα ἐ­ξα­γω­γῆς συμ­πε­ρα­σμά­των: ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες εἶ­ναι ἀ­νε­παρ­κεῖς ἢ ἀν­τι­φα­τι­κές, τὸ μυα­λὸ τὶς ἀ­ναγ­κά­ζει σὲ ἕ­να σχέ­διο ποὺ βγά­ζει νό­η­μα μὲ βά­ση ἐ­κεῖ­νες τὶς ἑ­νό­τη­τες ποὺ ἔ­χει ἀ­πο­θη­κεύ­σει ὡς ἀ­φη­γη­μα­τι­κές. Τό­τε ἡ πραγ­μα­τι­κὴ ἀ­να­τρε­πτι­κή, λο­γο­τε­χνι­κὴ καὶ κοι­νω­νι­κὴ ἰ­σχὺς αὐ­τῶν τῶν κει­μέ­νων ἔγ­κει­ται στὴ συ­νε­χῆ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς σύν­δε­σης. Ἡ ἴ­δια ἡ ἔν­νοια τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας πρέ­πει νὰ ὁ­ρί­ζε­ται μό­νο ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δό­μη­σή της, καὶ ἡ ἴ­δια ἡ κα­τη­γο­ρί­α τῆς ἀ­φή­γη­σης, τῆς ρη­το­ρι­κῆς, πρέ­πει νὰ ἀ­πο­δο­μη­θεῖ πλή­ρως προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ στὸν ἀ­να­γνώ­στη ἡ βα­θιὰ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ἀ­νε­πάρ­κειας στὴ σχέ­ση του μὲ τὸν κό­σμο.

       Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ συν­το­μί­α τῆς μι­κρο­ϊ­στο­ρί­ας συ­νί­στα­ται στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στὴν ἀ­πό­δει­ξη αὐ­τοῦ του ἀ­πο­δο­μη­τι­κοῦ μη­χα­νι­σμοῦ. Μὲ αὐ­τὴ τὴν ἔν­νοι­α, μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ κα­θο­ρί­σει, ἐ­πί­σης, μιὰ κα­τεύ­θυν­ση στὴ σύν­θε­τη ἰ­δέ­α τῆς ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τας ποὺ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται σὲ πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες: ἡ ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα, ὡ­στό­σο, ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ μιὰ χρο­νι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη ποὺ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στὶς ἀ­να­γνω­στι­κὲς καὶ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς συ­νή­θει­ες. Ἀ­κό­μη καὶ ἀ­πὸ χρο­νι­κῆς ἄ­πο­ψης, εἶ­ναι προ­φα­νὲς ὅ­τι ὁ μη­χα­νι­σμὸς τῆς ἀν­τί­λη­ψης τοῦ πρὶν καὶ τοῦ με­τὰ στὴν ἀ­φή­γη­ση, ἔ­χει ἤ­δη ἀ­πο­δο­μη­θεῖ στὴ μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τὴν ἐ­ναλ­λα­γὴ τῶν ἀ­φη­γή­σε­ων (γραμ­μι­κῆς, ἀ­να­δρο­μῆς, πρό­λη­ψης). Κά­θε ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ κεί­με­νο φέρ­νει στοι­χεῖ­α τοῦ πα­ρελ­θόν­τος στὸ πα­ρόν, το­πο­θε­τών­τας τα στὴ μνή­μη. Πρό­κει­ται γιὰ γνώ­ρι­μες γνω­στι­κὲς μορ­φὲς καὶ κό­σμους, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ κει­με­νι­κὲς δι­α­τά­ξεις ποὺ εὐ­νο­οῦν τὴν ἐ­ξα­γω­γὴ συμ­πε­ρα­σμά­των καὶ τὴν ἀ­φη­ρη­μέ­νη σκέ­ψη, οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ τὴ σει­ρά τους προ­κύ­πτουν, ὅ­πως ὑ­πο­στή­ρι­ξε ὁ Σεγ­κρέ, βά­σει τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν «δο­μῶν τοῦ ὑ­λι­κοῦ καὶ τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἐ­πι­πέ­δων ἐκ­δή­λω­σης».

       Στὸν ἐ­λά­χι­στο χῶ­ρο μιᾶς πο­λὺ σύν­το­μης ἱ­στο­ρί­ας, ἡ ἐ­ναλ­λα­γὴ τῆς ἀ­να­δρο­μῆς καὶ τῆς πρό­λη­ψης γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ὡς ἀ­κραῖ­ος κα­τα­κερ­μα­τι­σμὸς μιᾶς γραμ­μι­κό­τη­τας.


  1. Ὀρ­γά­νω­ση τῆς μνή­μης καὶ πο­λι­τι­κὴ δέ­σμευ­ση

Ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1960, καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴ συ­στη­μα­τι­κὴ «χρή­ση» τῶν μι­κρο­ϊ­στο­ρι­ῶν ἀ­πὸ τὸ Γκροὺπ ’47, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν πο­λὺ μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν τῆς γερ­μα­νι­κῆς γλώσ­σας εἶ­ναι, ὅ­πως ἤ­δη ἀ­να­φέρ­θη­κε, ἡ αὐ­στη­ρὴ κοι­νω­νι­κὴ κρι­τι­κή. Ὁ κλει­στο­φο­βι­κὸς χῶ­ρος τῆς πο­λὺ σύν­το­μης ἱ­στο­ρί­ας φαί­νε­ται νὰ μὴν ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ρια δι­α­φυ­γῆς στὸν ἀ­να­γνώ­στη, καὶ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ τὴν ἀ­νάγ­κη γιὰ ἀ­το­μι­κὴ δέ­σμευ­ση. Σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­πως στὶς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ Ρά­ιν­χαρντ Λε­τά­ου, τὸ ρη­το­ρι­κὸ-πραγ­μα­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­πα­να­φέ­ρει στὸν ἀ­να­γνώ­στη τὴ γνω­στι­κὴ ἀ­συμ­φω­νί­α (Lettau, 1963 καὶ 1973), μέ­σῳ τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς σὲ μον­τέ­λα πα­ρα­μυ­θιῶν (Durzak, 2002). Σὲ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις πρό­κει­ται γιὰ δι­ά­σπα­ση ἀ­φη­γη­μα­τι­κῶν μο­τί­βων ἢ κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­στι­κῶν καὶ ἠ­θι­κῶν συν­δέ­σε­ων, ὡς ἄ­με­σο ἀ­πό­το­κο τῶν σύν­το­μων πε­ζῶν του Κάφ­κα ἢ τῶν ἡ­με­ρο­λο­για­κῶν ση­μει­ώ­σεων τοῦ Μπρέ­χτ.

       Στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, ὁ Ἐλ­βε­τὸς Πέ­τερ Μπίχ­σελ δη­μο­σί­ευ­σε μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες δί­νει μί­ ἰ­σχυ­ρὴ ὤ­θη­ση στὴ δη­μο­τι­κό­τη­τα τῶν συν­το­μό­τα­των ἱ­στο­ρι­ῶν, δη­λώ­νον­τας στὴ συ­νέ­χεια, στὶς Δι­α­λέ­ξεις Ποί­η­σης τῆς Φραν­κφούρ­της, τὴ δύ­να­μη τῆς σύν­το­μης ἱ­στο­ρί­ας στὴν πο­λι­τι­κὴ δέ­σμευ­ση ἐ­νάν­τια στὴν αὐ­ταρ­χι­κὴ σύμ­βα­ση τοῦ συ­στή­μα­τος καὶ στὴν ἀ­να­τρο­πή, ἐ­πὶ τῇ βά­σει τῆς ἀν­τί­λη­ψής του γιὰ τὴ γρα­φή: «Με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ἡ Ἱ­στο­ρί­α καὶ ἡ Πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξα­πα­τοῦν ἐ­πί­σης τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὶς ἱ­στο­ρί­ες τους. Ἐ­κεῖ­νος πού, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἀ­πει­κο­νί­ζει τὸν πρό­ε­δρο μιᾶς με­γά­λης χώ­ρας ὡς κα­ουμ­πό­η τὸν ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, ἐ­πει­δὴ ἡ λέ­ξη κα­ουμ­πό­ης, του­λά­χι­στον ἐ­δῶ στὴν Εὐ­ρώ­πη, φέρ­νει στὸ μυα­λὸ μας τὴν εἰ­κό­να κά­ποι­ου ποὺ ζεῖ σὲ ἱ­στο­ρί­ες. Ἀλ­λὰ ὁ κα­ουμ­πό­ης, ὡς πρό­ε­δρος, δὲν θέ­λει νὰ ζεῖ σὲ ἱ­στο­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὴν Ἱ­στο­ρί­α, καὶ αὐ­τὸ κά­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πρό­βλε­πτους. Καὶ γι’ αὐ­τὸ με­ρι­κὲς φο­ρὲς μᾶς εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σου­με τὸν ἄν­θρω­πο στοὺς πο­λι­τι­κούς. Ἡ Ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι ὁ ἐ­χθρὸς τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν καὶ μό­νο στὶς ἱ­στο­ρί­ες μπο­ροῦν νὰ ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι. Μπο­ρεῖ οἱ ἱ­στο­ρί­ες νὰ εἶ­ναι ὁ ἐ­χθρὸς ἐ­κεί­νων ποὺ δὲν γνω­ρί­ζουν τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο μιὰ ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­πο­στο­λή. Ἐ­πί­σης, πα­ρό­λο ποὺ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν μπο­ρεῖ ἀ­πὸ και­ροῦ εἰς και­ρὸν νὰ εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λο ἢ ται­ρια­στὸ γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τοῦ Κρά­τους, ἡ ἐ­ξι­στό­ρη­ση, ἡ ἀ­φή­γη­ση τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας, εἶ­ναι ἤ­δη ἀ­πὸ μό­νη της κά­τι τὸ ἀ­να­τρε­πτι­κό. […] Ἀλ­λὰ τὸ γρα­νά­ζι γυ­ρί­ζει ὑ­περ­βο­λι­κὰ γρή­γο­ρα, δὲν μέ­νει πιὰ χρό­νος γιὰ ἱ­στο­ρί­ες, καὶ ἡ ζω­ὴ δὲν μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ ἐ­ξι­στο­ρη­θεῖ.» (Bichsel, 1981: 150-151).


  1. Πα­ρα­δείγ­μα­τα μι­κρο­α­φη­γή­σε­ων

Ἀ­κο­λού­θως, πα­ρου­σι­ά­ζον­ται με­ρι­κὲς πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὲς αὐ­τῆς τῆς δε­σμευ­τι­κῆς στά­σης, ἡ κα­θε­μιὰ μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ καὶ ποὺ ὅ­μως σα­φῶς θε­ω­ροῦν­ται πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὲς τοῦ μι­κρο­λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­ται ἡ συν­τρι­βὴ τῆς μί­μη­σης, ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α σὲ ἕ­να ἐ­πί­πε­δο βα­θιὰ «ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ» καὶ ἡ ἀ­πο­δό­μη­ση καὶ ἡ πα­ρο­δι­κὴ ἐ­πα­νε­πε­ξερ­γα­σί­α ἀ­φη­γη­μα­τι­κῶν καὶ γλωσ­σι­κῶν μο­τί­βων.


3.1. Ρά­ιν­χαρντ Λε­τά­ου


Τὸ 1963 ὁ Ρά­ιν­χαρντ Λε­τά­ου δη­μο­σί­ευ­σε τὸ δεύ­τε­ρο ἔρ­γο του, Auftritt Manigs. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες στὶς ὁ­ποῖ­ες δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­κο­λου­θί­α ἐ­νερ­γει­ῶν καὶ αἰ­τι­ω­δῶν σχέ­σε­ων, ἀλ­λὰ ἀν­τι­θέ­τως ἀ­πο­τε­λοῦν­ται ἀ­πὸ μιὰ φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὴ πα­ρά­θε­ση τῶν γε­γο­νό­των. Ὁ χρό­νος καὶ ὁ χῶ­ρος εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στοι. Ὁ Μά­νιγκ, ὁ «πρω­τα­γω­νι­στής», κα­τοι­κεῖ σὲ ἕ­ναν ἀ­νοι­χτὸ κό­σμο, ἀ­πο­λύ­τως σχε­τι­κὸ καὶ πο­λυ­μορ­φι­κό, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­κό­μη καὶ οἱ νό­μοι τῆς φύ­σης ξε­φεύ­γουν ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­λη­ψη. Τὰ πρό­σω­πα δὲν ἐ­πι­τρέ­πουν στὸν ἑ­αυ­τό τους νὰ ἐ­πη­ρε­α­στοῦν οὔ­τε ἀ­πὸ συμ­βά­σεις, οὔ­τε ἀ­πὸ κά­ποι­α τε­λε­ο­λο­γι­κὴ πα­ρόρ­μη­ση, καὶ αὐ­τὴ ἡ οὐ­σι­α­στι­κὴ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα γιὰ τὴ λο­γι­κὴ τοῦ κό­σμου κα­θι­στᾶ δυ­να­τὲς τὶς ἀν­τι­δρά­σεις καὶ τὶς συμ­πε­ρι­φο­ρὲς τοῦ πρω­τα­γω­νι­στῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μπο­ρεῖ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μὲ τρό­πο αἰ­σθη­τι­κὸ καὶ ἐ­νί­ο­τε εἰ­ρω­νι­κὸ ἢ παι­χνι­δι­ά­ρι­κο. Οἱ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς ὑ­πο­γραμ­μί­ζουν συ­στη­μα­τι­κὰ τὶς συγ­κε­χυ­μέ­νες ἐν­τυ­πώ­σεις: ἡ ἑ­στί­α­ση εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἐ­ξω­τε­ρι­κή, γε­γο­νὸς ποὺ το­νί­ζει τὴ σχε­τι­κό­τη­τα τῶν γε­γο­νό­των καὶ τῶν εἰ­κό­νων ποὺ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται, ἔ­τσι ὥ­στε κά­θε ἱ­στο­ρί­α νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς πρό­σκλη­ση στὸν θε­μα­τι­κὸ προ­βλη­μα­τι­σμό. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ τῆς «εἰ­κό­νας», εἶ­ναι μιὰ ἀν­τι­λη­πτι­κὴ με­τα­τό­πι­ση: τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ἄ­σχε­το καὶ τὰ πάν­τα μπο­ροῦν νὰ βρε­θοῦν στὸ προ­σκή­νιο ἢ ταυ­το­χρό­νως στὸ πα­ρα­σκή­νιο. Ὁ Λε­τά­ου ἐ­φαρ­μό­ζει μιὰ δι­α­δι­κα­σί­α σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἡ ἴ­δια ἡ ἰ­δέ­α τῆς κεν­τρι­κό­τη­τας ἀ­πο-ἱ­ε­ραρ­χι­κο­ποι­εῖ­ται, ἀ­σκών­τας ἔ­τσι ξε­κά­θα­ρη κρι­τι­κὴ στὶς κα­τη­γο­ρί­ες ποὺ οἱ συμ­βά­σεις, ἀ­κό­μη καὶ οἱ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς καὶ οἱ καλ­λι­τε­χνι­κές, ἀ­πο­τυ­πώ­νουν στὸν κό­σμο. Ὡς ἐκ τού­του, σκο­πεύ­ει νὰ ὑ­πο­νο­μεύ­σει πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα τὶς κα­τη­γο­ρί­ες τῆς συγ­γρα­φῆς καὶ τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Τὰ κεί­με­να πα­ρα­μέ­νουν ἀ­νοι­χτά, ἡ δυ­να­τό­τη­τα καὶ ἡ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἐγ­κυ­ρό­τη­τα τῶν μυ­θο­πλα­στι­κῶν συμ­βά­σε­ων τί­θεν­ται ὑ­πὸ ἀμ­φι­σβή­τη­ση καὶ ἡ πε­ρι­γρα­φι­κὴ τε­χνι­κή, ἡ συσ­σώ­ρευ­ση τῶν λε­πτο­με­ρει­ῶν, ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ αὐ­τὴ μιὰ ὑ­πο­γράμ­μι­ση τῆς ἀ­βε­βαι­ό­τη­τας καὶ τῆς ἀ­τα­ξί­ας. Τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ σύμ­παν τῶν χα­ρα­κτή­ρων πα­ρα­μέ­νει στὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων ἀ­νέκ­φρα­στο, ἐ­νῶ ὅ­που ὁ Λε­τά­ου ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δώ­σει στὸν ἀ­να­γνώ­στη μιὰ ἀν­τί­λη­ψη τῶν σκέ­ψε­ων τῶν χα­ρα­κτή­ρων του, ὁ κό­σμος τους ποὺ πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ ἐ­πι­φα­νεια­κὲς πι­νε­λι­ὲς ἐ­πι­τεί­νει τὴν ἐν­τύ­πω­ση τοῦ φευ­γα­λέ­ου. Οἱ ἴ­διοι οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες ἀ­να­ζη­τοῦν με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὸ νό­η­μα καὶ τὴ σύν­δε­ση με­τα­ξὺ τῶν πραγ­μά­των, ὅ­πως εἶ­ναι ἔκ­δη­λο στὶς ἱ­στο­ρί­ες «Σύν­το­μη ἐπί­σκε­ψη» καὶ «Βγαί­νον­τας». Ἡ συλ­λο­γι­κό­τη­τα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται πάν­τα ὡς προ­βλη­μα­τι­κή, συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α κα­τα­νό­η­σης τοῦ ἄλ­λου καὶ μὲ τὸν ἀ­ναγ­κα­στι­κὸ συγ­χρο­νι­σμὸ τῶν ἀ­το­μι­κο­τή­των. Ἡ ἔν­το­νη ἐ­πί­δρα­ση τῆς ἀ­πο­ξέ­νω­σης (Σκλόφ­σκι) με­τα­δί­δε­ται στὸν ἀ­να­γνώ­στη καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει τὴν ἀν­τί­λη­ψη τῆς συ­νέ­χειας πα­ρὰ τὴ δο­μὴ τοῦ βι­βλί­ου. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες γί­νον­ται ἀν­τι­λη­πτὲς ὡς ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὲς καὶ ἀ­συ­νάρ­τη­τες. Στὶς τρεῖς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἐ­δῶ τὸ κύ­ριο πρό­σω­πο ἐ­πι­λέ­γει τὴ φυ­γὴ μπρο­στὰ στὴν πα­ρεμ­βα­τι­κὴ καὶ στε­ρε­ο­τυ­πι­κὴ πα­ρου­σί­α μιᾶς πο­λυ­φω­νί­ας. Ἡ πο­λυ­φω­νί­α εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ἔκ­φρα­ση μιᾶς προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης καὶ κα­νο­νι­κῆς τά­ξης, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­σταθ­μί­ζει τὴν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα τῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν προ­σώ­πων (ἰ­δί­ως τοῦ Μά­νιγκ), ἀλ­λὰ ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πί­σης μιὰ ὀρ­γά­νω­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας στὴν ὁ­ποί­α τὸ ἐν­συ­νεί­δη­το ἄ­το­μο δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χω­ρέ­σει. Ὁ Μά­νιγκ εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πο­δυ­να­μω­μέ­νος Στρέμ­περ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ζεῖ τὸ φα­ου­στι­κὸ Sehnsucht [νο­σταλ­γί­α] σὲ ἀ­πό­λυ­τη ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ μον­τέ­λο του. Ἀ­πο­σύ­ρε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α, πα­ρα­τη­ρεῖ τὴ «ζω­ή», τὴν ὁ­ποί­α ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὡς στη­μέ­νη πα­ρά­στα­ση καὶ δρα­πε­τεύ­ει ἀ­πὸ αὐ­τὴ κά­θε φο­ρὰ ποὺ φο­βᾶ­ται ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι πα­γι­δευ­μέ­νος, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ, ἐ­νῶ ἡ ἐλ­πί­δα του ἀ­πο­δυ­να­μώ­νε­ται ἀ­πὸ ὅ­ρα­μα σὲ ὅ­ρα­μα. Ἔ­τσι, ἡ ἐ­πα­να­λη­πτι­κὴ δο­μὴ τῶν κει­μέ­νων ἐν­τεί­νει τὴν ἀ­πο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κή τους ἐ­πί­δρα­ση. Γιὰ τὸν Ντε­ριν­τά, στὴ γρα­φὴ ὡς ἐ­πα­να­λη­πτι­κὴ δο­μή, ἡ ἀ­που­σί­α ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὄ­χι ὡς ἁ­πλὴ τρο­πο­ποί­η­ση τῆς πα­ρου­σί­ας, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον σὲ ρή­ξη μὲ αὐ­τὴ (Theuas, 2009). Ὑ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἔν­νοι­α, ἡ γρα­φὴ τοῦ Λε­τά­ου εἶ­ναι μιὰ συ­νε­χὴς κα­ταγ­γε­λί­α τῆς ἀ­που­σί­ας ἑ­νὸς νό­μι­μου κοι­νω­νι­κοῦ, λο­γο­τε­χνι­κοῦ καὶ πο­λι­τι­κοῦ κέν­τρου. Ἀ­κρι­βῶς μὲ τὴ λο­γι­κὴ τοῦ Ντε­ριν­τᾶ, αὐ­τὴ ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ ὁ­ρι­σμοῦ εἶ­ναι ἡ συμ­πε­ρί­λη­ψη καὶ ὄ­χι τό­σο ἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ ἐ­αυ­τοῦ, καὶ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ­σῳ τῆς ἀ­πο­δό­μη­σης τῶν ση­μα­σι­ο­λο­γι­κῶν ἀν­τι­στοι­χι­ῶν. Τὸ προ­φα­νὲς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶ­ναι τὸ κα­τα­σκεύ­α­σμα μιᾶς λο­γι­κῆς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ἀ­πὸ τὴν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή, μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νὸς «ἀ­να­λο­γι­κοῦ» σύμ­παν­τος [«Ἂς ἐ­πα­να­λά­βου­με τὴν ἐ­ρώ­τη­ση. Ἀλ­λὰ ἂς τὴν με­τα­κι­νή­σου­με, πα­ρα­τη­ρών­τας πῶς τρο­πο­ποι­εῖ­ται: “Εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα, τό­τε, ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή; Εἶ­ναι νύ­χτα;”» (Derida, 2000, 13· βλέ­πε ἐ­πί­σης Cixous καὶ Derrida, 1998)]. Ὁ Λε­τά­ου θέ­λει νὰ κα­τα­στρέ­ψει τὴ λο­γι­κὴ τῆς ἀ­να­πα­ρά­στα­σης ξε­κι­νών­τας ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δό­μη­ση καὶ τὸ ἐγ­χεί­ρη­μά του εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρὸ καὶ δια­ρκές, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­κό­μη πο­λὺ ἐ­πί­και­ρο:


       Εἴ­σο­δος

Μπαί­νει ἕ­νας κύ­ριος.

«Ἐ­γὼ εἶ­μαι» λέ­ει.

«Δο­κι­μά­στε ξα­νά» κά­νου­με ἐ­μεῖς.

Μπαί­νει πά­λι μέ­σα.

«Νά ’­μαι!» λέ­ει.

«Δὲν εἶ­ναι πο­λὺ κα­λύ­τε­ρο» κά­νου­με ἐ­μεῖς.

Μπαί­νει ξα­νὰ στὸ δω­μά­τιο.

«Γιὰ μέ­να μι­λᾶ­με» λέ­ει ἐ­κεῖ­νος.

«Μιὰ κά­κι­στη ἀρ­χὴ» κά­νου­με ἐ­μεῖς.

Μπαί­νει ξα­νά.

«Χαί­ρε­τε!» λέ­ει. Καὶ γνέ­φει μὲ τὸ χέ­ρι.

«Μὰ σᾶς πα­ρα­κα­λοῦ­με, ὄ­χι!» λέ­με.

Προ­σπα­θεῖ ξα­νά.

«Πά­λι ἐ­γώ» κά­νει.

«Σχε­δόν» κά­νου­με ἐ­μεῖς.

Μπαί­νει πά­λι μέ­σα.

«Πε­ρί­με­να ὥ­ρα» λέ­ει.

«Ἐ­πα­νά­λη­ψη» κά­νου­με ἐ­μεῖς, ἀλ­λά, ἔ, ἤ­δη πε­ρι­μέ­να­με ὑ­περ­βο­λι­κά, τώ­ρα κά­θε­ται ἔ­ξω, δὲν θέ­λει πιὰ νὰ μπεῖ μέ­σα, ἔ­φυ­γε μα­κριά, δὲν τὸν βλέ­που­με πιά, ἀ­κό­μα κι ἂν πᾶ­με νὰ ἀ­νοί­ξου­με τὴν πόρ­τα καὶ κοι­τά­ξου­με γρή­γο­ρα δε­ξιὰ καὶ ἀ­ρι­στε­ρά.


       Σύν­το­μη ἐπίσκεψη

Μά­νιγκ βρί­σκει τὸ δρό­μο. Φτά­νει στὸ σπί­τι. Τὰ πα­ρά­θυ­ρα εἶ­ναι φω­τι­σμέ­να, βλέ­πει τὸν κό­σμο συγ­κεν­τρω­μέ­νο σὲ πα­ρέ­ες. Ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἄν­τρες στὴ δέ­σμη τοῦ φω­τός. Ὁ ἕ­νας μι­λά­ει, ἔ­πει­τα μι­λά­ει ὁ ἄλ­λος, ἔ­πει­τα μι­λοῦν καὶ οἱ δύ­ο ταυ­τό­χρο­να, ἔ­πει­τα ὁ ἕ­νας γε­λά­ει, ἔ­πει­τα γνέ­φει, ἔ­πει­τα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του καὶ ἔ­πει­τα ἀγ­γί­ζει τὸν ἄλ­λο, ἔ­πει­τα καὶ τοὺς δύ­ο, ἔ­πει­τα τὸν ἕ­να ὕ­στε­ρα τὸν ἄλ­λο, ἔ­πει­τα ὁ ἕ­νας κά­νει ἕ­να βῆ­μα μπρο­στά, ἔ­πει­τα ὁ ἄλ­λος πρὸς τὰ πί­σω, καὶ οἱ δύ­ο πρὸς τὰ ἐμ­πρός, καὶ οἱ δύ­ο πρὸς τὰ πί­σω, ὁ ἕ­νας δεί­χνει στὸν ἄλ­λο ἕ­να χέ­ρι, ὁ ἄλ­λος δεί­χνει καὶ τὰ δύ­ο, ὁ Μά­νιγκ τὸ ξέ­ρει, κα­λύ­τε­ρα νὰ γυ­ρί­σει πί­σω, καὶ φτά­νει πιὰ μὲ τὴν κοι­νω­νί­α.


       Βγαί­νον­τας

Βγαί­νου­με στὸ δρό­μο. Τί βλέ­που­με; Βλέ­που­με τὸ δρό­μο. Καὶ πιὸ πέ­ρα; Σπί­τια, δέν­τρα. Συγ­κε­κρι­μέ­να; Πα­ρά­θυ­ρα, πόρ­τες, τοί­χους. Καὶ μπρο­στά, ἄν­θρω­ποι. Τί κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι; Κά­ποι­οι πη­γαί­νουν πρὸς μιὰ κα­τεύ­θυν­ση, ἄλ­λοι πρὸς τὴν ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση. Καὶ συ­ναν­τι­οῦν­ται. Με­ρι­κοὶ δι­α­σχί­ζουν τὸ δρό­μο, με­ρι­κοὶ λο­ξά, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ τὴ συν­το­μό­τε­ρη δι­α­δρο­μή, σχε­δὸν ὅ­λοι, λοι­πόν, γνω­ρί­ζουν ποῦ κα­τευ­θύ­νον­ται, μὲ ἢ χω­ρὶς σα­κοῦ­λες, γε­μά­τες ἢ ἄ­δει­ες. Τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν σα­κού­λων ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα, τὶς πόρ­τες, τοὺς τοί­χους. Καὶ πιὸ ἐ­κεῖ; Με­ρι­κοὶ εἶ­ναι ἀ­κί­νη­τοι, ἄλ­λοι μὲ ἄλ­λους, δύ­ο πλά­τη μὲ πλά­τη. Ποι­ὸν βλέ­που­με ἐ­κεῖ; Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ὁ Μά­νιγκ. Βλέ­πει τὰ ἴ­δια πράγ­μα­τα; Ὢ ναί, για­τί ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ ἐ­πι­στρέ­φει στὸ σπί­τι.


3.2. Γκύν­τερ Μπροῦ­νο Φούκς


Στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’80 ὁ Γκύν­τερ Μπροῦ­νο Φοὺκς δη­μο­σί­ευ­σε τὸ Fibelgeschichten του, στὸ ὁ­ποῖ­ο το­νί­ζει ὁ­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ κοι­νω­νι­κῆς δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας: τὴν κρι­τι­κὴ τοῦ κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νου συ­στή­μα­τος ταυ­τό­τη­τας, τὴν ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι δὲν ἔ­χει πλέ­ον ἄ­θι­κτο πυ­ρή­να, οὔ­τε προ­σω­πι­κὰ οὔ­τε κοι­νω­νι­κά, καὶ ἡ ἀ­πο­σύν­θε­ση τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας συν­δέ­ε­ται μὲ σχέ­σεις αἰ­τί­ας-ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος. Τὸ ὕ­φος τοῦ Φοὺκς εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο ἀ­κραῖ­ο ἀ­πὸ τοῦ Λε­τά­ου, ἡ ἔν­τα­σή του ἔγ­κει­ται στὸ νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν «ἐ­κρη­κτι­κὴ δύ­να­μη τῆς φαν­τα­σί­ας γιὰ νὰ ξε­πε­ρά­σει τὶς μι­μη­τι­κὲς συμ­βά­σεις» (Durzak, 2002: 200). «Ἡ ἀ­πο­ξέ­νω­ση ὡς καλ­λι­τε­χνι­κὸ μέ­σο πρέ­πει νὰ ἐν­θαρ­ρύ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ σκέ­φτον­ται. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ κα­θί­σω ἐ­κεῖ καὶ νὰ πῶ: ἀ­γα­πη­τοί, νὰ εἶ­στε κα­λύ­τε­ροι ἄν­θρω­ποι.» (Fuchs, 1961: 6).

       Τὸ ἐ­κρη­κτι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δί­νε­ται προ­γραμ­μα­τι­κὰ μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συν­το­μί­α καὶ τὴν ἰ­δέ­α τοῦ ταυ­τό­χρο­νου, τὴν ὁ­ποί­α προ­τι­μᾶ ὁ Φοὺκς στὶς ποι­η­τι­κές του συν­θέ­σεις ὅ­πως καὶ στὶς ἱ­στο­ρί­ες (Domin, 1969 καὶ Domin, 1977).

       Ἡ στιγ­μὴ ἐ­πι­στρέ­φει ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ χρό­νια, δι­ε­γεί­ρει τὴ φόρ­μα, γεν­νιέ­ται μιὰ ἱ­στο­ρί­α, ἀ­φή­νε­ται ἐ­κεῖ, πα­ρα­τη­μέ­νη, πα­ρα­μέ­νει ἀ­κί­νη­τη, ξαφ­νι­κὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξα­νὰ μπρο­στά μας, αἰ­σθά­νε­ται κα­νεὶς ὅ­τι οἱ λί­γες φρά­σεις μα­ρα­ζώ­νουν ἐ­κεῖ, θυ­μώ­νουν, ψά­ξε μας, δού­λε­ψε σω­στά, ὑ­πάρ­χου­με, καὶ ἂν μᾶς βρεῖς, ἂν μᾶς δη­μι­ουρ­γή­σεις, ἂν πι­στεύ­εις: Ὁ­ρί­στε, ἐ­δῶ εἶ­ναι! Ἔ­πει­τα το­πο­θέ­τη­σέ μας στὸ ἤ­δη ὑ­φι­στά­με­νο, στὸ πα­ρελ­θόν, στὸ ἰ­δω­μέ­νο, μέ­χρι νὰ ται­ρι­ά­ξου­με σὲ αὐ­τό, γιὰ νὰ ἀ­πο­δε­σμευ­τοῦ­με ἀ­μέ­σως ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α, νὰ γί­νου­με ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ὡς πρὸς τὴ φόρ­μα, τὴν ὁ­ποί­α στὴ συ­νέ­χεια ὁ­ρί­ζεις ὡς ποί­η­ση, στί­χο, τρα­γού­δι, μπα­λάν­τα.


[…] ἡ ἄ­νο­δος στὸ θρό­νο τοῦ βα­σι­λιὰ τῆς γι­ορ­τῆς μὲ ἐ­ξορ­γί­ζει, προ­σπα­θῶ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σω ἕ­να κεί­με­νο ποὺ νὰ ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται τὸν ἑ­αυ­τό του, ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ χω­ρέ­σει σὲ ἕ­να φέ­ιγ βο­λάν. Μὰ νά ποὺ μοῦ ξε­φεύ­γει ἡ κα­τά­στα­ση καὶ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἐν­θρό­νι­σης παίρ­νει σάρ­κα καὶ ὀ­στᾶ, βλέ­πω ὅ­τι γί­νε­ται ὅ­λο καὶ πιὸ μα­κρο­σκε­λής, σε­λί­δα τὴ σε­λί­δα, ἀρ­χί­ζω νὰ κό­βω, μει­ώ­νω, ἀλ­λά­ζω, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω τὸ κεί­με­νο στὸν ἑ­αυ­τό μου ὅ­πως στὴν τά­ξη, ἀ­να­δύ­ε­ται μιὰ εἰ­κό­να ποὺ λί­γο ἔ­χει νὰ κά­νει τώ­ρα πιὰ μὲ αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χα ἀρ­χι­κὰ φαν­τα­στεῖ, ἀλ­λὰ ἡ ἔμ­πνευ­ση πα­ρα­μέ­νει ὁ πυ­ρή­νας αὐ­τοῦ ποὺ ἔ­χει δη­μι­ουρ­γη­θεῖ, καὶ σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση ἐ­λέγ­χω ἂν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι χρή­σι­μο πρὸς πα­ρου­σί­α­ση […] καὶ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα ἂν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ ἀ­ψε­γά­δια­στο γιὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ὕ­παρ­ξή του ἀ­νά­με­σα στὶς ἐ­πι­κρα­τοῦ­σες ἰ­δε­ο­λο­γί­ες. (Fuchs, 1961: 7).


       Δρό­μος

Σὲ μιὰ γω­νιὰ τοῦ δρό­μου βλέ­που­με ἕ­ναν χι­ο­νάν­θρω­πο. Δί­πλα στὸν χι­ο­νάν­θρω­πο ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἄν­δρας. Δί­πλα στὸν ἄν­δρα ὑ­πάρ­χει ἕ­νας δεύ­τε­ρος χι­ο­νάν­θρω­πος. Δί­πλα στὸν δεύ­τε­ρο χι­ο­νάν­θρω­πο ὑ­πάρ­χει ἕ­νας δεύ­τε­ρος ἄν­δρας. Καὶ οἱ δύ­ο χι­ο­νάν­θρω­ποι ἀ­κοῦ­νε τί λέ­νε οἱ δύ­ο ἄν­δρες. Οἱ ἄν­δρες δὲν δί­νουν ση­μα­σί­α καὶ συ­νε­χί­ζουν νὰ μι­λοῦν κα­νο­νι­κά.


       Ἕ­να τα­ξί­δι

Φρίν­τριχ καὶ ὁ φί­λος του ὁ Τσὰρ­λς δι­α­βά­ζουν ἱ­στο­ρί­ες πε­ρι­πέ­τειας. Καὶ ἔ­τσι δι­α­βά­ζουν ἕ­να κά­ρο πράγ­μα­τα γιὰ τὴ θά­λασ­σα καὶ γιὰ πα­λιὰ πλοῖ­α. Ὑ­πάρ­χει ἐ­πί­σης ὁ ἄ­νε­μος, ἀ­κό­μη καὶ μιὰ κα­ται­γί­δα. Καὶ οἱ δύ­ο, ὁ Φρίν­τριχ καὶ ὁ Τσάρ­λς, βά­ζουν χρή­μα­τα στὴν ἄ­κρη, ἀ­πο­τα­μι­εύ­ουν καὶ ἀ­πο­τα­μι­εύ­ουν. Ἔ­πει­τα, σπᾶ­νε τὸν κουμ­πα­ρᾶ. Ὑ­πάρ­χουν ἀρ­κε­τὰ χρή­μα­τα στὸ τρα­πέ­ζι γιὰ δύ­ο εἰ­σι­τή­ρια με­τ’ ἐ­πι­στρο­φῆς, τὰ χρή­μα­τα κυ­λοῦν στὸ πά­τω­μα καὶ με­ρι­κὰ μάρ­κα κα­τα­λή­γουν κά­τω ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι. Τα­ξι­δεύ­ουν μέ­χρι τὴν παν­το­δύ­να­μη θά­λασ­σα. Ἀλ­λὰ ἡ θά­λασ­σα ἔ­χει στε­γνώ­σει, δὲν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον νε­ρό. Ποιός τὸ ἔ­κα­νε; Ἕ­νας γλά­ρος δί­πλα τους ξε­σπᾶ σὲ γέ­λια. Πε­τᾶ μα­κριά. Ὁ Φρίν­τριχ καὶ ὁ Τσὰρ­λς κα­τα­λα­βαί­νουν ἀ­μέ­σως ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πέ­τει­ες γιὰ νὰ ζή­σουν σὲ αὐ­τὰ τὰ μέ­ρη. Τὰ τα­ξί­δια μπο­ροῦν νὰ πᾶ­νε στὸ δι­ά­ο­λο.


  1. Ἄν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ

Οἱ ἱ­στο­ρί­ες τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ ἀν­θρώ­πους ποὺ βρί­σκον­ται στὸ πε­ρι­θώ­ριο τῆς κοι­νω­νί­ας, τοὺς μο­να­χι­κούς, τοὺς φτω­χούς, τοὺς ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νους, τοὺς ἀν­θρώ­πους χω­ρὶς τὸ δι­καί­ω­μα λό­γου. Ἡ Ντυ­βα­νὲλ ἐ­πι­λέ­γει νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ἑ­τε­ρό­τη­τας στὴν ἀ­κι­νη­σί­α ποὺ συγ­κρα­τεῖ τὸ βλέμ­μα καὶ τὴ δι­α­τη­ρεῖ «δι­α­φο­ρε­τι­κή»: «Τὰ γυα­λιὰ τοῦ Ἐρ­νέ­στο ἦ­ταν βρό­μι­κα· ἔ­βλε­πε τὸν κό­σμο θο­λό, κά­τι ποὺ τοῦ ταί­ρια­ζε ἀ­πό­λυ­τα.» (Duvanel, 2004: 89). Ἡ ἔ­κτα­ση τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴ με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τὴ πυ­κνό­τη­τα σὲ σχέ­ση μὲ τὸ μέ­γι­στο δυ­να­τὸ βά­θος: «Στὸν μι­κρό­τε­ρο δυ­να­τὸ χῶ­ρο, τὴ με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τὴ πυ­κνό­τη­τα. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ ἐ­πι­τα­γὴ στὴν ὁ­ποί­α ὑ­πέ­κυ­πτε καὶ στὴν ὁ­ποί­α ὑ­πο­τασ­σό­ταν ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να. Καὶ ἡ πυ­κνό­τη­τα ἀ­φο­ρᾶ τό­σο τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο ὅ­σο καὶ τὴ γλώσ­σα.» (Von Matt, στὸ Duvanel, 2004: 164). Οἱ ἱ­στο­ρί­ες εἶ­ναι ὑ­φο­λο­γι­κὰ τρισ­δι­ά­στα­τες, προ­σφέ­ρον­ται στὸν ἀ­να­γνώ­στη ὡς κι­νη­τὰ καὶ ἀ­ό­ρι­στα ἀν­τι­κεί­με­να. Ἐ­νῶ οἱ πρω­τα­γω­νι­στὲς κι­νοῦν­ται σὲ μιὰ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα ποὺ γί­νε­ται ξε­κά­θα­ρη ἀν­τί­λη­ψη, ἡ γλώσ­σα καὶ τὸ ὕ­φος εἶ­ναι σκό­πι­μα ἀ­φε­λεῖς, μει­ω­μέ­να στὸ ἐ­λά­χι­στο ἀν­τι­λη­πτό. Ὁ ἐ­ξευ­γε­νι­σμὸς τῶν εἰ­κό­νων καὶ ἡ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά τους λει­τουρ­γοῦν μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­ξέ­νω­ση καὶ τὸ ἀ­νη­συ­χη­τι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ Λε­τά­ου, τοῦ Φοὺκς καὶ πολ­λῶν ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων. Ἡ ἀν­τι­στοι­χί­α με­τα­ξὺ ἀ­φή­γη­σης, σκο­ποῦ ἀ­φή­γη­σης καὶ ἐ­πι­λο­γῆς θε­μά­των εἶ­ναι σχε­δὸν τέ­λεια. Κά­θε κεί­με­νο προ­σφέ­ρει στὸν ἀ­να­γνώ­στη ἕ­ναν κλει­στὸ καὶ οἰ­κου­με­νι­κὸ κό­σμο. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες στε­ροῦν­ται σκό­πι­μα συγ­κε­κρι­μέ­νου στό­χου, δὲν ἀ­πο­κα­λύ­πτουν κά­τι, ἀ­πορ­ρί­πτουν προ­γραμ­μα­τι­κά, ἀ­κο­λου­θών­τας τὰ ἴ­χνη τοῦ Ka­len­der­ge­schi­chte. Ἡ Ἄν­τελ­χά­ιντ Ντου­βα­νὲλ ξε­περ­νᾶ ὅ­λες τὶς ἀρ­χὲς καὶ ξε­φεύ­γει ἀ­πὸ τὴν κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση, ξα­να­δί­νον­τας στὴν πρά­ξη τῆς ἀ­νά­γνω­σης τὴν ἀ­πώ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς ἴ­διας της ἀ­νά­γνω­σης, καὶ ἀ­πορ­ρί­πτον­τας εἴ­δη καὶ μον­τέ­λα, κά­νει μιὰ αὐ­θεν­τι­κὴ κρι­τι­κὴ τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ, λο­γο­τε­χνι­κοῦ καὶ πνευ­μα­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ ἑ­νὸς μη­χα­νι­σμοῦ πα­ρω­δί­ας, ἡ ἐ­πι­θυ­μη­τὴ ἀ­που­σί­α συγ­κε­κρι­μέ­νου στό­χου φέρ­νει τὸ νό­η­μα τῆς ἀ­νά­γνω­σης πί­σω στὴν πρά­ξη τῆς ἴ­διας τῆς ἀ­νά­γνω­σης, στὶς ἁ­πλὲς προ­τά­σεις καὶ στὶς σύν­το­μες πα­ρα­γρά­φους ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἡ συν­το­μό­τα­τη ἀ­φή­γη­σή της. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα νὰ ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ, καὶ ἡ σύν­θε­ση πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ στὸ κρι­τι­κὸ-ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ ἐν­δι­ά­με­σο κεί­με­νο. Στὸ δι­ή­γη­μα μὲ τί­τλο «Ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ζω­ὴ καὶ προ­σω­πι­κὴ ζω­ή», ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸς ἀ­φη­γη­τὴς δη­λώ­νει: «Προ­τι­μοῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα τὶς ἡ­μι­τε­λεῖς ται­νί­ες. Ἔ­βλε­πε μό­νο το τέ­λος, ἡ λε­γό­με­νη ἀρ­χὴ δὲν τὴν ἐν­δι­έ­φε­ρε, καὶ ἐν τῷ με­τα­ξὺ γνώ­ρι­ζε ὅ­τι δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε πο­τὲ νὰ ὑ­πάρ­ξει πραγ­μα­τι­κὸ τέ­λος.» Ἐ­πί­σης στὴν Ντυ­βα­νέλ, ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῶν πε­ρι­γρα­φι­κῶν λε­πτο­με­ρει­ῶν, ὅ­που αὐ­τὲς ὑ­πάρ­χουν, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τὴν ἀ­δυ­να­μί­α κα­τα­νό­η­σης τοῦ συ­νό­λου, τὸ ὁ­ποῖ­ο δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πὸ μιὰ συμ­βα­τι­κὴ σει­ρὰ συν­δέ­σε­ων. Ἡ ἐ­φευ­ρε­τι­κό­τη­τα καὶ ἡ φαν­τα­σί­α, μιὰ ἐ­λεύ­θε­ρη μα­τιὰ ποὺ ξέ­ρει πῶς νὰ βυ­θι­στεῖ στὸ πα­ρα­τη­ρού­με­νο, πα­ρα­μέ­νον­τας ταυ­τό­χρο­να ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τὸ καί, ἑ­πο­μέ­νως, ἡ δι­α­πε­ρα­τό­τη­τα τῶν ἀ­το­μι­κῶν καὶ ἀν­τι­κει­με­νι­κῶν ὁ­ρί­ων εἶ­ναι ἡ θλι­βε­ρὴ πα­ρα­τή­ρη­ση καὶ ἡ αἴ­σθη­ση ποὺ ἀ­πο­κο­μί­ζουν ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ βρί­σκον­ται συ­νε­χῶς στὸ πε­ρι­θώ­ριο τῆς κοι­νω­νί­ας. Σὲ ὁ­ρι­σμέ­να κεί­με­να, ὅ­πως στὸ ἐ­λα­φρῶς ἐ­κτε­νέ­στε­ρο κεί­με­νο ποὺ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ πρῶ­το, ὁ σου­ρε­α­λι­στι­κὸς καὶ πα­ρα­μυ­θέ­νιος τό­νος ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴν ἀ­χρη­στί­α τῆς λο­γι­κῆς δο­μῆς καὶ τῶν σχέ­σε­ων αἰ­τί­ου-ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος, σὲ ἄλ­λες πιὸ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, ἡ ἀ­γω­νί­α τῆς ὕ­παρ­ξης καὶ ἡ ἀ­νάγ­κη προ­στα­σί­ας ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται ἀ­πὸ ἕ­να ὕ­φος οὐ­σι­ῶ­δες καὶ ὀ­δυ­νη­ρό.


       Τὸ κα­πέ­λο

Στὸν Κα­σπὰρ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε ὅ­ταν ἡ ὁ­μί­χλη ἔ­κρυ­βε τὸ φύλ­λω­μα τῶν δέν­τρων καὶ ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κλει­νε τὸ στό­μα τῶν λου­λου­δι­ῶν, γιὰ νὰ τὰ ἀ­φή­σει νὰ κεί­τον­ται σὰν νε­κρὰ που­λιὰ στὴ γῆ, ἀν­τί­θε­τα τοῦ ἄ­ρε­σε ἡ πε­ρι­στρε­φό­με­νη κί­νη­ση τοῦ φω­τὸς στὶς κο­ρυ­φὲς τῶν καμ­πα­να­ρι­ῶν, τὰ χο­ρευ­τι­κὰ κύ­μα­τα τοῦ πο­τα­μοῦ ποὺ ἄλ­λα­ζαν τὸ χρῶ­μα στὶς κοι­λι­ὲς τῶν πλοί­ων, τὸ δι­α­πε­ρα­στι­κὸ κε­λά­η­δι­σμα τῶν που­λι­ῶν. Ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δί, σύμ­φω­να μὲ ὅ­σα θυ­μό­ταν, κα­θό­ταν σὲ ἕ­να δω­μά­τιο καὶ ἔ­τρω­γε, καὶ ἡ μη­τέ­ρα του, ποὺ πάν­τα εἶ­χε ἕ­να με­γά­λο κα­πέ­λο στὸ κε­φά­λι της, πάν­τα πή­γαι­νε κον­τά του. Με­ρι­κὲς φο­ρές, ὅ­ταν νύ­χτω­νε, καὶ τὸ ρο­λό­ι στα­μα­τοῦ­σε νὰ χτυ­πᾶ καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς ἀ­πει­λοῦ­σε νὰ κα­ταρ­ρεύ­σει μέ­σα στὸ πα­ρά­θυ­ρο, περ­νοῦ­σαν με­τέ­ω­ρα λευ­κὰ λου­λού­δια. Μιὰ φο­ρά, ὁ Κα­σπὰρ δὲν ἦ­ταν πλέ­ον παι­δί, μιὰ νυ­χτε­ρί­δα μπῆ­κε φτε­ρου­γί­ζον­τας ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὰ μά­τια της ἦ­ταν γλυ­κὰ καὶ λαμ­πε­ρά, ἡ φω­νή της ὅ­μοι­α μὲ με­λω­δί­α τῆς κό­λα­σης, εἶ­χε κί­τρι­να δόν­τια, κου­νι­ό­ταν μὲ ἀ­συ­νή­θι­στο τρό­πο, χο­ρευ­τι­κό, τὸ χα­μό­γε­λό της κα­θα­ρὸ ὅ­σο ὁ πρω­ϊ­νὸς οὐ­ρα­νός. Μί­λη­σε: «Κα­λη­σπέ­ρα» καὶ ζή­τη­σε νὰ τῆς ἐ­πι­τρα­πεῖ νὰ κα­θί­σει. Ἔ­φα­γε ἄ­σπρο ψω­μί, ἤ­πι­ε γά­λα καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ὅ­που με­γά­λες νι­φά­δες χι­ο­νιοῦ στρο­βι­λί­ζον­ταν στὴν κρύ­α χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα καὶ τὰ δέν­τρα ση­κώ­νον­ταν ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος σὰν χέ­ρια θαμ­μέ­νων ἀν­θρώ­πων. Τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἦ­ταν πάν­τα ἀ­νοι­χτὸ κα­θὼς ὁ Κα­σπὰρ εἶ­χε πάν­τα το φό­βο τῆς ἀ­σφυ­ξί­ας. Τώ­ρα ἔ­βλε­πε τὴν ἐ­πί­σκε­ψη μὲ ἀ­νη­συ­χί­α, για­τὶ δὲν εἶ­χε δε­χθεῖ πο­τὲ κά­ποι­α πα­ρό­μοι­α (τὶς πε­ρι­στα­σια­κὲς ἐ­πι­σκέ­ψεις ἐ­πι­θε­ω­ρη­τῶν δὲν τὶς ἔ­παιρ­νε σο­βα­ρὰ ὑ­πό­ψη). Ρώ­τη­σε: «Ποι­ά εἶ­σαι;», δεί­χνον­τας μιὰ προ­σπά­θεια νὰ κα­τα­πνί­ξει τὴν ἔμ­φυ­τη τά­ση του πρὸς τὴν εὐ­γέ­νεια ποὺ θὰ τοῦ ὑ­πο­δεί­κνυ­ε νὰ ἀ­πευ­θυν­θεῖ στὴ νυ­χτε­ρί­δα στὸν πλη­θυν­τι­κό. Εἶ­ναι πι­θα­νὸ ὅ­τι μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­μυ­θο­ποι­ή­σει τὸ ξέ­νο καὶ τὸ ἀ­πί­στευ­το, καὶ ἴ­σως γι’ αὐ­τὸν τὸν λό­γο δὲν στα­μά­τη­σε, καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ ἐρ­γά­ζε­ται πά­νω στὰ πή­λι­να εἰ­δώ­λιά του μὲ γυ­ναι­κεῖ­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τὰ ὁ­ποῖ­α στὴ συ­νέ­χεια που­λοῦ­σε. Ἡ μη­τέ­ρα του κα­θό­ταν δί­πλα στὴ σόμ­πα δι­α­βά­ζον­τας τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Κά­τω ἀ­πὸ τὸ κα­πέ­λο της, ποὺ ἦ­ταν ἔν­το­νου κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος, κοί­τα­ζε ἴ­σια μπρο­στά, πο­λὺ σί­γου­ρη γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της. Μᾶλ­λον ἤ­θε­λε νὰ κρα­τή­σει τὴν ἴ­δια καὶ τὸ μω­ρό της ὑ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α τοῦ κα­πέ­λου. Ἡ νυ­χτε­ρί­δα κα­θά­ρι­σε τὸ λαι­μό της, ἔ­σκυ­ψε πά­νω ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι καὶ ἐκ­φώ­νη­σε με­ρι­κὰ ἔ­πε­α πτε­ρό­εν­τα[1], καὶ τό­τε ἡ φι­γού­ρα ποὺ ἔ­πλα­θε ὁ Κα­σπάρ, τό­σο ἐ­πι­δέ­ξια καὶ μὲ ἀ­γά­πη, ἄρ­χι­σε νὰ με­γα­λώ­νει. Τῆς δό­θη­καν κα­στα­νο­κόκ­κι­να μαλ­λιὰ καὶ γα­λά­ζια μά­τια, ἕ­να χα­μο­γε­λα­στὸ στό­μα, χα­ρι­τω­μέ­να χε­ρά­κια καὶ πό­δια ποὺ κου­νι­όν­ταν. Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἦ­ταν πι­θα­νῶς ἕ­να σε­μνὸ πλά­σμα, ἦ­ταν τυ­λιγ­μέ­νη σὲ ἕ­να λευ­κὸ δαν­τε­λω­τὸ φό­ρε­μα πού, σὰν σύν­νε­φο χι­ο­νιοῦ, αἰ­ω­ροῦν­ταν πρὸς τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ὁ Κα­σπάρ, μὴν κα­τα­λα­βαί­νον­τας τί τοῦ συ­νέ­βαι­νε, τραύ­λι­σε: «πό­σο ὄ­μορ­φη εἶ­σαι» καὶ πα­ρα­τή­ρη­σε τὸ μι­κρὸ θαῦ­μα ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς πλευ­ρές, σὰν νὰ ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὴν τε­λει­ό­τη­τά του. Ἐ­νῶ ἀ­κό­μα στη­ρι­ζό­ταν μί­α στὸ ἕ­να πό­δι καὶ μί­α στὸ ἄλ­λο, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει συ­νεί­δη­ση αὐ­τῆς τῆς παι­δι­κῆς συ­νή­θειας, ἡ μα­μά του ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ γω­νιά της, ὅ­που εἶ­χε κα­θί­σει σὰν μα­νι­τά­ρι σὲ ἕ­να σκο­τει­νὸ δά­σος, ἄ­νοι­ξε τὸ σκο­νι­σμέ­νο στό­μα της καὶ πα­ρα­δέ­χτη­κε ὅ­τι ὁ γιός της εἶ­χε πε­τύ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­λὰ ἐ­κεί­νη τὴ φι­γού­ρα καὶ ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὴν που­λή­σει σὲ πο­λὺ ὑ­ψη­λὴ τι­μή. Ἡ κο­πέ­λα χα­μο­γέ­λα­σε ὅ­ταν ὁ Κα­σπὰρ εἶ­πε, «Ναί, μα­μά», για­τὶ φά­νη­κε σὰν νὰ μὴν ἦ­ταν αὐ­τὸς ποὺ πρό­φε­ρε αὐ­τὰ τὰ λό­για, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ γλώσ­σα του πα­ρέ­με­νε ἀ­κί­νη­τη ἀγ­γί­ζον­τας τὰ χεί­λη του. Θυ­μή­θη­κε ὅ­τι μέ­χρι τό­τε εἶ­χε φι­λή­σει τὶς γυ­ναῖ­κες ὅ­πως χα­ϊ­δεύ­ουν τὰ πα­ρά­ξε­να ζῶ­α, γιὰ νὰ κα­θη­συ­χά­σει ἐ­κεῖ­νες, ἀλ­λὰ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα τὸν ἑ­αυ­τό του. Καὶ κα­θὼς τοῦ ἔρ­χον­ταν στὸ μυα­λὸ ἀρ­κε­τὲς σκέ­ψεις, ὄ­χι δυ­σά­ρε­στες, τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας του ἄρ­χι­σε νὰ τα­λαν­τεύ­ε­ται. Ἔ­γει­ρε σὰν χι­ο­νάν­θρω­πος χα­ϊ­δε­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, ξε­φού­σκω­σε, σχη­μα­τί­στη­καν στα­γό­νες ποὺ ἔ­πε­σαν στὸ ἔ­δα­φος, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­λι­ω­σε ὅ­πως πε­ρί­με­νε ὁ Κα­σπάρ, ἀν­τί­θε­τα, ὑ­ψώ­θη­κε, πέ­τα­ξε με­γα­λο­πρε­πῶς ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ὅ­λο καὶ πιὸ ψη­λά, στὴ μέ­ση ἑ­νὸς λευ­κοῦ οὐ­ρα­νοῦ ποὺ στρο­βι­λι­ζό­ταν, ὅ­που κον­το­στά­θη­κε γιὰ μιὰ στιγ­μή, προ­σποι­ή­θη­κε ἕ­να βα­θυ­κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι καὶ τε­λι­κὰ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Ἡ νυ­χτε­ρί­δα φτε­ρού­γι­ζε ἤ­ρε­μα καὶ ὁ Κα­σπάρ, μπερ­δε­μέ­νος, με­θυ­σμέ­νος ἀ­πὸ χα­ρὰ καὶ ἔκ­πλη­ξη, πῆ­ρε τὸ κο­ρί­τσι ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. Ἔ­ξω, τὰ δέν­τρα στε­κό­­νταν γο­να­τι­σμέ­να σὰν με­γά­λες λευ­κὲς ἀρ­κοῦ­δες, ὁ οὐ­ρα­νὸς χτυ­ποῦ­σε μα­νι­α­σμέ­να τὰ πα­ρά­θυ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ, ὅ­που ἡ ἔκ­πλη­κτη μη­τέ­ρα κα­θό­ταν στὴ γω­νιά της καί, μὲ ἕ­να μεῖγ­μα εὐ­γέ­νειας καὶ ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­ας, μουρ­μού­ρι­σε «Γι­έ μου, γι­έ μου, τί πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα συμ­βαί­νουν; Ποι­ός ξέ­ρει ἂν εἶ­ναι γιὰ τὸ κα­λό μας;» Χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἡ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μη­τέ­ρα του, ποὺ πο­τὲ δὲν μπό­ρε­σε νὰ πα­ρη­γο­ρή­σει τὸν ἑ­αυ­τό της γιὰ τὴν ἀ­πώ­λεια τοῦ κα­πέ­λου της πέ­θα­νε καὶ ὁ Κα­σπὰρ εἶ­χε με­τα­κο­μί­σει μὲ τὴ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα του σὲ μιὰ πιὸ φω­τει­νὴ χώ­ρα, σὲ μιὰ χώ­ρα ὅ­που οἱ κα­ται­γί­δες ἠ­χοῦ­σαν μὲ χα­ρὰ πά­νω ἀ­πὸ τὰ με­γά­λα δέν­τρα, ὅ­που ἡ ὁ­μί­χλη ἦ­ταν χρυ­σα­φέ­νια καὶ οἱ ἄ­νε­μοι ψι­θύ­ρι­ζαν λό­για ἀ­γά­πης, ὅ­που τα λου­λού­δια χό­ρευ­αν μὲ ἄ­καμ­πτα με­τα­ξω­τὰ φο­ρέ­μα­τα καὶ τὰ που­λιὰ τρα­γου­δοῦ­σαν ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα, τύ­χαι­νε με­ρι­κὲς φο­ρὲς ὁ νε­α­ρὸς γαμ­πρός, στὴ μέ­ση μιᾶς συ­ζή­τη­σης, ξαφ­νι­κὰ νὰ κοι­τά­ει τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ λέ­ει ἐμ­φα­τι­κά: «Μά τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας μου», ἔ­τσι, ὅ­πως λέ­νε ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι: «Μά τὸν Θε­ό». Οἱ πάν­τες ἐκ­πλήσ­σον­ταν μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ­μι­λί­ας, μό­νο ἡ σύ­ζυ­γός του τοῦ ἔ­κλει­σε τὸ μά­τι, σὰν νὰ ἤ­ξε­ρε αὐ­τὴ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους, ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἤ­ξε­ρε γιὰ τὴ νυ­χτε­ρί­δα τό­σα λί­γα ὅ­σα καὶ ὁ σύ­ζυ­γός της.


       Σὲ ἕ­να κου­τά­κι

­να βι­ο­λε­τὶ ἄν­θος βρι­σκό­ταν στὶς δι­α­βά­σεις πε­ζῶν, ἕ­νας ἄν­τρας τὸ πά­τη­σε καὶ τὸ συ­νέ­θλι­ψε[2]. Ἀ­μέ­σως με­τὰ μπῆ­κε σὲ μιὰ πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ ἔ­πει­τα στὸ δω­μά­τιό του, ποὺ ἦ­ταν σὰν μιὰ σκη­νὴ θε­ά­τρου, στὸ σπί­τι ἀ­πέ­ναν­τι οἱ θε­α­τὲς κά­θον­ταν καὶ κοι­τοῦ­σαν μέ­σα. Τὸ πα­ρά­θυ­ρό του ἦ­ταν πλαι­σι­ω­μέ­νο ἀ­πὸ με­γά­λες, κόκ­κι­νες κουρ­τί­νες. Ἔ­λε­γε στὸ τη­λέ­φω­νο, στὴν πρώ­ην σύ­ζυ­γό του: «Σὲ εἶ­δα σὲ ἕ­να ὄ­νει­ρο, στε­κό­σουν δί­πλα σε ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο, φαι­νό­σουν ὑ­γι­ής.» — «Εἶ­μαι μου­σι­κός», ἀ­πάν­τη­σε ἐ­κεί­νη, «ἀ­κού­γε­ται ἀ­πὸ τὴ φω­νή σου ὅ­τι δὲν εἶ­σαι κα­λά.»

       Δὲν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μιὰ ἀ­προ­σμέ­τρη­τη κού­ρα­ση, ρι­ζω­μέ­νη στὸ πνεῦ­μα, ποὺ τοῦ κα­τέ­στη­σε ἀ­δύ­να­τη τὴν ἀ­νά­γνω­ση ἑ­νὸς βι­βλί­ου, ἦ­ταν ἐ­πί­σης ὁ φό­βος ἑ­νὸς ξέ­νου κό­σμου. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τέ­ξει οὔ­τε προ­σεγ­γί­σεις οὔ­τε ἐ­πι­θέ­σεις. Ἐξ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος ἐ­ρευ­νη­τὴς ἀ­γο­ρᾶς, ρω­τοῦ­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ πή­γαι­νε νὰ βρεῖ στὰ σπί­τια τους: «Θὰ ἀ­γο­ρά­ζα­τε ἕ­να βι­βλί­ο μὲ ἕ­να κρα­νί­ο στὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο;». Δὲν ἄ­κου­γε κὰν μου­σι­κή. Ξαφ­νι­κὰ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ φύ­γει. Πῆ­γε σὲ ἕ­να τα­ξι­δι­ω­τι­κὸ γρα­φεῖ­ο καὶ ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κὸ εἰ­σι­τή­ριο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­βα­λε στὴν τσέ­πη του. Τὸ κου­βα­λοῦ­σε πάν­τα μα­ζί του καὶ τὸ ἀ­πο­λάμ­βα­νε. Στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο δι­η­γή­θη­κε σὲ μιὰ ἄ­γνω­στη κυ­ρί­α: «Εἶ­μαι γιὸς πο­λὺ φτω­χῶν γο­νέ­ων. Ἐ­φό­σον ἔ­πρε­πε νὰ κά­νου­με οἰ­κο­νο­μί­α, καὶ δὲν μπο­ρού­σα­με νὰ ἔ­χου­με τί­πο­τα, μοῦ λεί­πει μιὰ κά­ποι­α γεν­ναι­ο­δω­ρί­α στὴ σκέ­ψη καὶ τὸ συ­ναί­σθη­μα. Ὁ κό­σμος μου βρί­σκει τὴ θέ­ση του σὲ ἕ­να κου­τά­κι. Ἡ πρώ­ην σύ­ζυ­γός μου εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή: Εἶ­ναι μιὰ σαύ­ρα, μοῦ ἔ­δι­νε φι­λιὰ σαύ­ρας.» Ἡ κυ­ρί­α θὰ γε­λοῦ­σε με­τὰ χα­ρᾶς, ἀλ­λὰ δὲν ἤ­ξε­ρε ἂν ἦ­ταν σω­στὸ νὰ τὸ κά­νει. Καὶ ἐ­πει­δὴ κά­ποι­ος ποὺ ζεῖ σὲ ἕ­να κου­τά­κι δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­νέ­βει μὲ χα­ρὰ σὲ ἕ­να ἀ­ε­ρο­πλά­νο καὶ νὰ πε­τά­ξει μα­κριά, ὁ ἄν­τρας πα­ρέ­μει­νε στὴν πό­λη.


[1]Τὸ λο­γο­παί­γνιο σχε­τί­ζε­ται, προ­φα­νῶς, μὲ τὴν ἔκ­φρα­ση Gefluegelte Woerte, ὅ­ρος ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ φρά­σεις ἢ σὲ ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἔρ­γων ση­μαν­τι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων, ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν πλέ­ον μέ­ρος τῆς ὁ­μι­λού­με­νης γλώσ­σας.
[2] Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς δι­α­κει­με­νι­κὲς ἀ­να­φο­ρὲς στὴν Ντυ­βα­νὲλ εἶ­ναι πο­λὺ σα­φεῖς, ἔ­τσι ὥ­στε νὰ εἶ­ναι λο­γο­τε­χνι­κὰ πιὸ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὲς (ἐ­δῶ ἡ ἀ­να­φο­ρὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ Die Ermor­dung ei­ner But­ter­blu­me, τοῦ Ἄλ­φρεντ Ντέμ­πλιν).
Βι­βλι­ο­γρα­φί­α
       Al-Sharqi, Laila καὶ Abbasi, Irum Saeed. «Flash Fi­ction: A Uni­que Writer-Rea­der Partner­ship». Stu­dies in Lite­rature and Langua­ge, τόμ. 11 (1), 2015. 52-56.
       Althaus, Thomas, Bunzel, Wolf­gang καὶ Goet­tsche, Dirk (ἐ­πιμ.). Kleine Prosa: The­orie und Ge­schichte eines Text­feldes im Literatur­system der Mo­derne. Βε­ρο­λί­νο: De Gruyter, 2007.
       Bichsel, Peter. Il let­tore, il nar­rare. Μι­λά­νο: MarcosyMarcos, 1981.
       Cixous, Helene καὶ Derrida, Ja­cques. Veli. Φλω­ρεν­τί­α: A­linea, 2004.
       Corti, Maria. Principi della comuni­cazione let­teraria. Μι­λά­νο: Bom­piani, 1976.
       Derrida, Jacques. Toccare. Jean Luc Nan­cy. Κα­ζά­λε Μον­φε­ρά­το: Marietti, 2007.
       Domin, Hilde. Doppel­interpreta­tionen. Φραν­κφούρ­τη: Athenaeum, 1969.
       Domin, Hilde. Aber die Hof­fnung. Φραν­κφούρ­τη: Piper, 1982.
       Durzak, Manfred. Die deut­sche Kurz­ge­schi­chte der Ge­gen­wart. Βύρ­σμπουργκ: Konig­shausen & Neu­mann, 2002.
       Duvanel, Adelheid. Beim Hute meiner Mut­ter. Μό­να­χο: Hanser, 2004.
       Fuchs, Gun­ter Bru­no, Gesam­melte Fibel­geschi­chten und letzte Ge­dichte, Μό­να­χο: Hanser, 1978.
       Gottschall, Jonathan. L’istin­to di nar­rare. Μι­λά­νο: Bol­lati Bo­ringhie­ri, 2014.
       Hans-Christoph Graf v. Nay­hauss (ἐ­πιμ.). Theorie der Kurzge­schichte. Uberar­bei­tete und erweiterte Aus­gabe. Στουτ­γκάρ­δη: Reclam, 2004.
       Hempfer, Klaus. Gattungetheo­rie. Μό­να­χο: Fink, 1973.
       Hollerer, Walter. «Die kurze Form der Prosa». Akze­nte 9 (1962), τεῦ­χος 3. 226–245.
       Lettau, Rein­hard. Auf­tritt Manigs. Μό­να­χο: Hanser, 1963.
       Lettau, Rein­hard. Immer kuerzer wer­dende Geschichten. Μό­να­χο: Hanser, 1973.
       Marx, Leonie. Die deut­sche Kurz­geschichte. Στουτ­γκάρ­δη/Βα­ϊ­μά­ρη: Metzler, 2005.
       Meyer, Urs. «Zeitschrift, Zettel, Zigaret­tenscha­chtel», στὸ Thomas Althaus, Wolfgang Bun­zel καὶ Dirk Got­tsche (ἐ­πιμ.). Kleine Prosa, Theorie und Ge­schichte eines Text­feldes im Literatur­system der Moder­ne, Βε­ρο­λί­νο: De Gruyter, 2007. 353-369.
       Shaeffer, Jean Marie. Che cos’e un ge­nere let­terario. Πάρ­μα: Pratiche, 1992.
       Shapard, Robert καὶ Thomas, James (ἐ­πιμ.). Sud­den Fiction: Ame­rican Short-Short Sto­ries. Ὤ­στιν: W. W. Norton, 1986.
       Shapard, Robert καὶ Thomas, James. Sud­den Fiction La­tino. Ὤ­στιν: W. W. Norton, 2010.
       Shapard, Robert. Flash Fiction Interna­tio­nal. Ὤ­στιν: W. W. Norton, 2012.
       Shapard, Robert. «The Remarkable Rein­vention of Very Short Fiction» στὸ World Li­tera­ture Today,
https://www.worldliteraturetoday.org/2012/september/remarkable-reinvention-veryshort-fiction-robert-shapard (ἀ­να­κτή­θη­κε στὶς 9 Σε­πτεμ­βρί­ου 2017).
       Spinnen, Burkhard. Schriftbil­der. Stu­dien zu einer Ge­schichte emble­mati­scher Kurz­prosa. Μό­να­χο: Aschendorff, 1991.
       Theuas, Ro­land. «Itera­bility and Dif­ferance: Re-tracing the Con­text of the Text». Kritike, τόμ. III, τεῦ­χος 2. (2009). 68-89.
http://www.kritike.org/journal/issue_6/pada_december2009.pdf (ἀ­να­κτή­θη­κε στὶς 9 Σε­πτεμ­βρί­ου 2017).
       Zavala, Lauro. «De la teoría lite­raria a la mini­ficción posmoderna» στὸ Ciencias Sociais Unisinos 43(1), Ἰ­α­νουά­ριος/Ἀ­πρί­λιος 2007. 86-96.


Πη­γή: Microtextualidades. Revista Inter­na­cional de micror­relato y mini­ficción, τεῦ­χος 2, σέλ. 57-71, 2017. Τί­τλος πρω­το­τύ­που: «La micro­forma let­teraria in lingua te­de­sca tra il 1960 e i pri­mi an­ni del 2000. Trat­ti storico-let­tera­ri, teorici e di scrit­tura di una forma dell’enga­gement.»

Πά­ο­λα Ντὲλ Τζό­πο (Paola Del Zoppo) (Νά­πο­λη, 1975): Εἶ­ναι δι­δά­κτο­ρας στὴ Συγ­κρι­τι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α καὶ Με­τά­φρα­ση Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Κει­μέ­νου, ἔ­χει με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴν Ἱ­στο­ρί­α καὶ τὰ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὰ Πο­λι­τι­κὰ Συ­στή­μα­τα καὶ εἶ­ναι σή­με­ρα Ἐ­ρευ­νή­τρια Γερ­μα­νι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Το­σκί­ας, ἐ­πο­χι­κὴ κα­θη­γή­τρια Γερ­μα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ καὶ Πο­λι­τι­κῆς στὸ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο (LUMSA) τῆς Ρώ­μης, δι­ευ­θύν­τρια σύν­τα­ξης τῶν ἐκ­δό­σε­ων Del Vecchio Editore καὶ κα­θη­γή­τρια γιὰ τὸ Master στὴ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Με­τά­φρα­ση τῆς Σι­έ­να. Κύ­ρια ἀν­τι­κεί­με­νά της εἶ­ναι: Πο­λι­τι­στι­κὲς καὶ δι­α­πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δὲς (Γυ­ναι­κεῖ­ες σπου­δές, Ἐγ­κλη­μα­το­λο­γι­κὲς σπου­δές), Δι­α­πο­λι­τι­σμι­κὴ πο­λι­τι­κή, Με­λέ­τες γιὰ τὴν πο­λι­τι­στι­κὴ μνή­μη καὶ τοὺς κα­νό­νες της, Σχέ­σεις με­τα­ξὺ λο­γο­τε­χνί­ας, λο­γο­τε­χνι­κῆς θε­ω­ρί­ας, κοι­νω­νι­κο-ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῆς ἀ­νά­λυ­σης καὶ κοι­νω­νι­κῆς δι­α­φω­νί­ας (δι­α­κρί­σεις μὲ βά­ση τὸ φύ­λο, τὴν ἡ­λι­κί­α, τὴν δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­πό­κλι­ση), Πο­λι­τι­κὴ καὶ χῶ­ροι ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σης καλ­λι­τε­χνῶν, Στι­λι­στι­κὴ καὶ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ κρι­τι­κή. Ἔ­χει γρά­ψει γιὰ τὴν ὑ­πο­δο­χὴ τοῦ Φά­ου­στ τοῦ Γκαῖ­τε στὴν Ἰ­τα­λί­α (Artemide, 2009), ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὴ δη­μο­σί­ευ­ση στὴν Ἰ­τα­λί­α τῶν ἔρ­γων τῆς Hilde Domin (Del Vecchio Editore 2012-2020) καὶ τοῦ Leonhard Frank καὶ με­τέ­φρα­σε συγ­γρα­φεῖς τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να καὶ σύγ­χρο­νους ἀ­πὸ τὰ Γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ Ἀγ­γλι­κά. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἔ­χει ἐ­πι­κεν­τρω­θεῖ στὶς δι­α­συν­δέ­σεις με­τα­ξὺ παι­δα­γω­γι­κῆς, πρα­κτι­κῶν χει­ρα­γώ­γη­σης καὶ στιγ­μα­τι­σμοῦ στὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς σπου­δὲς καὶ σὲ δι­α­πο­λι­τι­σμι­κὰ ζη­τή­μα­τα τῶν σχέ­σε­ων λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τη­λε­ό­ρα­σης, μὲ ἔμ­φα­ση στὸ ἐγ­κλη­μα­το­λο­γι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Ὄλ­γα Ἀ­να­στα­σιά­δουΚων­σταν­τί­να Δρά­τσαΚί­μων Κα­τσα­μά­κας (Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας, ΑΠΘ).

Ἐ­πι­μέ­λεια με­τά­φρα­σης: Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος

 

Φωτογραφία: Ἡ Πάολα ντὲλ Τζόπο (ἀ­ριστε­ρά) πα­ρου­σιά­ζει ὡς διευ­θύν­τρια  σύν­τα­ξης τὶς ἐκ­δό­σεις Del Vec­chio E­di­to­re (2012-2020) στὴ Διε­θνῆ Ἔκ­θε­ση Βι­βλί­ου τοῦ Το­ρί­νο τὸ Φθι­νό­πω­ρο τοῦ 2017.

(βλ. καὶ σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=_9rDbcfwOuY)



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ύ­δωρ



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#17]

 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ύ­δωρ[1]

 

            μπα­νι­έ­ρα


Ο ΜΩΡΟ ΜΟΥ παί­ζει στην μπα­νι­έ­ρα, ευ­τυ­χι­σμέ­νο. Αρ­χί­ζω να του λού­ζω το κε­φα­λά­κι κι έ­τσι περ­νά ο χρό­νος. Τό­τε το μω­ρό ξε­κι­νά­ει. Ό­ταν αρ­χί­σω να ξε­πλέ­νω τα μαλ­λιά του, τον χά­νω. Γυρ­νά­ω και νά ’τος πά­λι. Δεν κα­τα­λα­βαί­νω τι συμ­βαί­νει και παίρ­νω το αυ­στη­ρό μου. Τον μα­λώ­νω. Δε μ’ α­ρέ­σει αυ­τό που κά­νει. Το μω­ρό γε­λά­ει, το δι­α­σκε­δά­ζει ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, α­στρά­φτει για μια στιγ­μή και ξα­να­χά­νε­ται. Η α­νυ­πο­μο­νη­σί­α μου δεν κα­τα­φέρ­νει πα­ρά να χει­ρο­τε­ρεύ­σει τα πράγ­μα­τα. Κά­θε φο­ρά εμ­φα­νί­ζε­ται κι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται πιο α­στρα­πια­ία, δε μου α­φή­νει χρό­νο να δι­α­μαρ­τυ­ρη­θώ. Κά­τω α­πό τη μά­σκα της ε­νό­χλη­σής μου, πιά­νω με την ά­κρη του μα­τιού μου το πο­νη­ρό του βλέμ­μα, η τυ­φλό­τη­τά μου εί­ναι ο θρί­αμ­βός του, η ζή­λεια μου το πά­θος του. Για λί­γο, συ­νε­χί­ζω α­κό­μα να αν­τι­δρώ: δε γνω­ρί­ζω πώς να υ­πο­δε­χθώ την α­δυ­να­μί­α. Το μω­ρό θέ­λει μό­νο να παί­ξει. T­ο παι­χνί­δι θαμ­πώ­νει και δια­ρκεί ό­λη τη ζω­ή. Αυ­τή εί­ναι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[2] με τί­τλο Το μω­ρό (The baby) της Αρ­γεν­τι­νής María Negroni που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται[3] στη δι­ε­θνή αν­θο­λο­γί­α Flash Fiction International. Στο πρω­τό­τυ­πο ι­σπα­νι­κό κεί­με­νο ό­μως, με τί­τλο El bebé, α­πό το βι­βλί­ο της Night journey, η πα­ρα­πά­νω μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ξε­κι­νά­ει με το α­πό­φθεγ­μα της Μαργαρίτας Β’, Κό­μισ­σας της Φλάν­δρας και του Αι­νώ, η οποία εί­χε μια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ζωή τον 13ο αι.: αυ­τός που δεν έχει τί­πο­τα να κρύ­ψει, δεν έχει τί­πο­τα να δεί­ξει[4].


            βρο­χή


«Λα­τρεύ­ε­τε τη μυ­ρω­διά της βρο­χής; Υπάρ­χει ένα απώ­τε­ρο κί­νη­τρο πί­σω από το δέ­λε­αρ του πε­τρι­χώ­ρου» εί­ναι ο τί­τλος του άρ­θρου[5] της Jacinta Bowler στο Science Alert, όπου ανα­φέ­ρο­νται νέα στοι­χεία για την αγα­πη­μέ­νη μας μυ­ρω­διά. Το 1964 Αυ­στρα­λοί επι­στή­μο­νες δη­μο­σί­ευ­σαν στο πε­ριο­δι­κό Nature μια με­λέ­τη για τη φύ­ση της αρ­γι­λι­κής οσμής της γε­ω­σμί­νης, μιας βιο­σύν­θε­σης που πα­ρά­γε­ται κα­τά την απο­σύν­θε­ση βα­κτη­ρί­ων και μι­κρο­βί­ων. Της απέδωσαν τον σύν­θε­το όρο πε­τρι­χώ­ρος (pe­tri­chor), από τον συν­δυα­σμό των ελ­λη­νι­κών λέ­ξε­ων «πέ­τρα» και «ιχώρ» ή «ιχώ­ρος» – το χρυ­σα­φέ­νιο αί­μα των θε­ών στην ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία. Με­τα­γε­νέ­στε­ρες έ­ρευ­νες επα­λή­θευ­σαν την αν­θρώ­πι­νη έλ­ξη στη μυ­ρω­διά της βρο­χής. Το 2015 ερευ­νη­τές του ΜΙΤ ανα­κοί­νω­σαν τα πει­ρα­μα­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα για τον, άγνω­στο μέ­χρι τό­τε, μη­χα­νι­σμό απε­λευ­θέ­ρω­σης της γε­ω­σμί­νης στο πε­ρι­βάλ­λον, ενώ το 2018 απα­ντή­θη­κε το ερώ­τη­μα αν μό­νο ο άν­θρω­πος έχει αυ­τή την ευαι­σθη­σία. Τα πει­ρά­μα­τα έδει­ξαν ότι οι μι­κρο­σκο­πι­κοί πό­δου­ροι ή springtails, αρ­θρό­πο­δα της τά­ξης Collembola που συμ­βιώ­νουν με άλ­λους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς στην υγρή, νε­κρή ορ­γα­νι­κή ύλη ενός οι­κο­συ­στή­μα­τος, μοι­ρά­ζoν­ται μα­ζί μας την ί­δια έλ­ξη, ως ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος μιας αλ­λη­λέν­δε­της δια­δι­κα­σί­ας ανα­πα­ρα­γω­γής. Τα βα­κτή­ρια του γέ­νους των Στρεπ­το­μυ­κή­των λί­γο πριν ολο­κλη­ρώ­σουν τον κύ­κλο ζω­ής «προ­σκα­λούν» τους παμ­φά­γους πό­δου­ρους στις αποι­κί­ες τους εκλύ­ο­ντας την αγα­πη­μέ­νη οσμή που ερε­θί­ζει τις κε­ραί­ες τους, έτσι ώστε να τρα­φούν με τα υπο­λείμ­μα­τά τους και το σώ­μα τους να γί­νει φο­ρέ­ας δια­σκορ­πι­σμού των σπο­ρί­ων με τα νέα βα­κτή­ρια σε με­γα­λύ­τε­ρο εύ­ρος του συ­στή­μα­τος, ανα­κυ­κλώ­νο­ντας μια δια­δι­κα­σία εκα­τομ­μυ­ρί­ων ετών. Την επό­με­νη φο­ρά που θα μυ­ρί­σε­τε τη βρο­χή, μπο­ρεί­τε να απο­λαύ­σε­τε το γε­γο­νός ότι αυ­τό που μυ­ρί­ζε­τε εί­ναι ένας ολό­κλη­ρος κύ­κλος ζω­ής με τον δι­κό του μι­κρό τρό­πο, κα­τα­λή­γει η Bowler στο άρ­θρο της.


Ο Raymond Carver στο ποί­η­μά του με τί­τλο Βρο­χή[6] γρά­φει: Ξύ­πνη­σα σή­με­ρα το πρωί με μια τρο­με­ρή/ επι­θυ­μία να μεί­νω στο κρε­βά­τι όλη τη μέ­ρα / και να δια­βά­ζω. Πο­λέ­μη­σα για ένα λε­πτό ενα­ντί­ον της. Τε­λι­κά πα­ρα­δί­νε­ται στην ατμό­σφαι­ρα του βρο­χε­ρού πρω­ι­νού και ανα­ρω­τιέ­ται: Θα ζού­σα άρα­γε τη ζωή μου με τον ίδιο τρό­πο ξα­νά; / Θα έκα­να τα ίδια ασυγ­χώ­ρη­τα λά­θη; Ναι, και μι­σή μό­νο ευ­και­ρία να εί­χα. Ναι.

       Ο Anton Chekhov στο δι­ή­γη­μά του «Τα Φρα­γκο­στά­φυ­λα» πε­ρι­γρά­φει την εξής σκη­νή: Ο Ιβάν Ιβά­νιτς βγή­κε έξω, έπε­σε στο νε­ρό με θό­ρυ­βο και κο­λύ­μπη­σε στη βρο­χή, ανε­μί­ζο­ντας πλα­τιά τα χέ­ρια και από αυ­τόν έφευ­γαν κύ­μα­τα και στα κύ­μα­τα στα­μα­τού­σαν άσπρες γραμ­μές. Κο­λύ­μπη­σε μέ­χρι τη μέ­ση του πα­ρα­πό­τα­μου και έκα­νε βου­τιά και ύστε­ρα από ένα λε­πτό εμ­φα­νί­στη­κε σε άλ­λο ση­μείο και κο­λύ­μπη­σε πιο μα­κριά και όλο έκα­νε βου­τιές, προ­σπα­θώ­ντας να φτά­σει τον βυ­θό. «Αχ, Θεέ μου», επα­να­λάμ­βα­νε γε­μά­τος ευ­χα­ρί­στη­ση. «Αχ, Θεέ μου…». Κο­λύ­μπη­σε μέ­χρι τον μύ­λο, μί­λη­σε εκεί για κά­τι με χω­ρι­κούς και επέ­στρε­ψε πί­σω. Στη μέ­ση του πα­ρα­πό­τα­μου ξά­πλω­σε πά­νω στο νε­ρό, με το πρό­σω­πο εκτε­θει­μέ­νο στη βρο­χή. Ο Μπούρ­κιν και ο Αλιό­χιν εί­χαν ντυ­θεί ήδη και ήταν έτοι­μοι να φύ­γουν, ενώ εκεί­νος ακό­μη κο­λυ­μπού­σε και έκα­νε βου­τιές. «Αχ, Θεέ μου…», μο­νο­λο­γού­σε. «Αχ, Κύ­ριε ελέ­η­σον!» «Ελά­τε, αρ­κε­τά!», του φώ­να­ξε ο Μπούρ­κιν.

       Αυ­τή η σκη­νή απο­τε­λεί το ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα του νέ­ου βι­βλί­ου δο­κι­μί­ων για την ρω­σι­κή δι­η­γη­μα­το­γρα­φία με τί­τλο A swim in a Pond in the Rain (Κο­λύ­μπι σε μια λί­μνη υπό βρο­χή) του Αμε­ρι­κα­νού George Saunders, ο οποί­ος τη δι­δά­σκει τα τε­λευ­ταία εί­κο­σι χρό­νια στο Syracuse University. Στο βι­βλίο εξε­ρευ­νά τη συγ­γρα­φι­κή δια­δι­κα­σία, την ανα­γνω­στι­κή λει­τουρ­γία και την αμ­φί­δρο­μη σχέ­ση τους, κι επι­χει­ρεί να φω­τί­σει αφε­νός την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των σπου­δα­στών του με αυ­τά τα κεί­με­να και αφε­τέ­ρου τον πε­ριρ­ρέ­ο­ντα στο­χα­σμό τους: Πώς οφεί­λου­με να ζού­με; Τι εί­ναι αλή­θεια και πώς μπο­ρού­με να τη γνω­ρί­ζου­με;


Έχου­με ανα­φέ­ρει σε προηγούμενο δελτίο την άπο­ψη του David Drury για τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία ότι μοιά­ζει με απύθ­με­νη λι­μνού­λα, η κα­τα­βύ­θι­ση στην οποία δη­μιουρ­γεί την εκ­πλη­κτι­κή αί­σθη­ση που βιώ­νει κα­νείς σε μια αιω­ρού­με­νη ανε­μό­σκα­λα, όταν γλι­στρά­ει μέ­σα σε ένα πη­γά­δι ή σε μια από­το­μη νε­ρο­τσου­λή­θρα. Η πρώ­τη πρό­τα­ση της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[7] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Mary Hamilton με τί­τλο Η μού­χλα μυ­ρί­ζει σαν το σπί­τι (Mold smells like home) κα­τα­φέρ­νει ακρι­βώς αυ­τό και εί­ναι η εξής: Κρα­τά­με τον Γουόλ­τερ σε μιά σπη­λιά επει­δή εί­ναι άσχη­μος. Οι φί­λοι του Γουόλ­τερ τον έχουν κλει­δώ­σει σε μια σπη­λιά στο δά­σος. Η πόρ­τα που σφρα­γί­ζει τη σπη­λιά έχει ρωγ­μές κι ένα μι­κρό άνοιγ­μα αρ­κε­τό για να του δί­νουν φα­γη­τό και νε­ρό, αλ­λά και για να μπο­ρεί ο Γουόλ­τερ να βγά­ζει το χέ­ρι του και να απο­λαμ­βά­νει τη βρο­χή επά­νω του. Μέ­σα από τις ρωγ­μές βλέ­πει τον γα­λα­νό ου­ρα­νό, το δά­σος, το πο­τά­μι, τον κα­ταρ­ρά­κτη, τη λί­μνη στο βά­θος, το φεγ­γά­ρι στη λί­μνη, τα αστέ­ρια και το σύ­μπαν τις νύ­χτες, αλ­λά και τα πάρ­τι και τα λου­κούλ­λεια γεύ­μα­τα που ορ­γα­νώ­νουν οι φί­λοι του στο δά­σος. Η σπη­λιά γί­νε­ται ο κό­σμος του και η μυ­ρω­διά της μού­χλας του φαί­νε­ται οι­κεία. Στην ιστο­ρία προ­στί­θε­ται και το άλο­γο ενός γαιο­κτή­μο­να της πε­ριο­χής, το οποίο τα βρά­δια το έσκα­γε και κο­λυ­μπού­σε στη λί­μνη κυ­νη­γώ­ντας τον αντι­κα­το­πτρι­σμό του φεγ­γα­ριού, όμως ο γαιο­κτή­μο­νας το απο­κε­φά­λι­σε προς συμ­μόρ­φω­ση και πλέ­ον τη μέ­ρα τρι­γυρ­νά­ει στο δά­σος και σκο­ντά­φτει πα­ντού. Ίσως φαί­νε­ται σκλη­ρό, αλ­λά εί­ναι για το κα­λό του, ανα­φέ­ρει στην αρ­χή η Hamilton, μι­λώ­ντας για τον Γουόλ­τερ, και κα­τα­λή­γει: Και γνω­ρί­ζει ότι θα του κρα­τή­σου­με το χέ­ρι και ότι θα του πού­με ότι βρί­σκε­ται εδώ επει­δή ακρι­βώς εί­ναι υπερ­βο­λι­κά ωραί­ος για τον κό­σμο.

 

            λί­μνη


Στο δυ­τι­κό Βε­ρο­λί­νο στη λί­μνη Βαν­ζεέ στην άκρη ενός μο­νο­πα­τιού υπάρ­χουν δύο επιγραφές, μία μι­κρή και μία με­γά­λη. Στη μι­κρή ανα­γρά­φε­ται το όνο­μα της Henriette Vogel, η οποία εγκα­τέ­λει­ψε την οι­κο­γέ­νειά της και ακο­λού­θη­σε μέ­χρι το τέ­λος της σύ­ντο­μης σχέ­σης τους τον ποι­η­τή Heinrich von Kleist, το όνο­μα του οποί­ου ανα­γρά­φε­ται στη με­γά­λη. Εκεί ο Heinrich πυ­ρο­βό­λη­σε την Henriette κι έπει­τα αυ­το­πυ­ρο­βο­λή­θη­κε. Αν δε γνω­ρί­ζει κά­ποιος την ιστορία τους, ίσως προ­σπε­ρά­σει το ση­μείο. Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[8] του Ισπα­νού Rafael Pérez Estrada, από τη συλ­λο­γή του El ladrón de atardeceres, με τί­τλο Γνω­ρί­ζω μό­νο (Sólo sé), εί­ναι η εξής: Γνω­ρί­ζω μό­νο ότι, αν ανοί­ξω το ποί­η­μα θα πρέ­πει να αι­μορ­ρα­γεί. Στον ίδιο βαθ­μό γλωσ­σι­κής ακρί­βειας και λα­κω­νι­κό­τη­τας εί­ναι και η πρώ­τη στρο­φή του ποι­ή­μα­τος του Αμε­ρι­κα­νού Mark Strand με τί­τλο Eating poetryΜε­λά­νι κυ­λά­ει από τις γω­νί­ες του στό­μα­τός μου / Δεν υπάρ­χει ευ­τυ­χία σαν τη δι­κή μου. /Τρώω ποί­η­ση.


Το πρώτο βι­βλίο της Βρε­τα­νί­δας Claire-Louise Bennett με τί­τλο Pond (Λί­μνη) κι­νεί­ται στα όρια σπον­δυ­λω­τού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος-νου­βέ­λας, ή συλ­λο­γής δι­η­γη­μά­των-μι­κρο­μυ­θο­πλα­σιών, οπό­τε διαφεύγει της τα­ξι­νό­μη­σης σε μία από τις πα­ρα­πά­νω κα­τη­γο­ρί­ες. Η ανώ­νυ­μη, νε­α­ρή αφη­γή­τρια κα­τα­φεύ­γει σε ένα χω­ριό στη δυ­τι­κή ακτή της Ιρ­λαν­δί­ας και αρ­χι­κά φαί­νε­ται να βυ­θί­ζε­ται στην ανυ­παρ­ξία. Κα­τα­γρά­φει την καθημερινότητά της, όπως την επι­μο­νή της να φτιά­ξει το κα­λύ­τε­ρο πό­ριτζ ή μια συ­νά­ντη­σή της με μια αγε­λά­δα σε έναν από τους μο­να­χι­κούς πε­ρι­πά­τους της, όμως δια­πι­στώ­νου­με ότι κά­τω από την ακύ­μα­ντη αφη­γη­μα­τι­κή επι­φά­νεια και την αδιό­ρα­τη πλο­κή μαί­νε­ται μια υπαρ­ξια­κή κα­ται­γί­δα. Στην ιστο­ρία της με τί­τλο The Big Day, η ηρω­ί­δα ανα­ρω­τιέ­ται για­τί η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά της το­πο­θέ­τη­σε μια πι­να­κί­δα που γρά­φει «Λί­μνη» δί­πλα στη λί­μνη. Στην ιστο­ρία της με τί­τλο Morning, noon & night δεί­χνει πό­σο λα­τρεύ­ει να τε­μα­χί­ζει βρώ­σι­μα εί­δη, ενώ ξα­πλω­μέ­νη δί­πλα στον εφή­με­ρο ερα­στή της σκέ­φτε­ται τα λα­χα­νι­κά εκεί έξω στο σκο­τά­δι, τη γη στην οποία φυ­τρώ­νουν, σα να μην εί­χε ανοι­χτεί πο­τέ ξα­νά. Στην τε­λευ­ταία πρό­τα­ση της ιστο­ρί­ας με τί­τλο Words escape me απο­φαί­νε­ται με ντο­στο­γιεφ­σκι­κό τρό­πο για τον πρό­τε­ρο βίο της: Ήμουν κά­τω από τη γη. Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[9] της με τί­τλο Τη­γα­νιά (Stir-Fry) που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο εί­ναι η εξής: Μό­λις πέ­τα­ξα το βρα­δι­νό μου στον σκου­πι­δο­τε­νε­κέ. Γνώ­ρι­ζα όταν το έφτια­χνα ότι θα το πε­τού­σα, έτσι πρό­σθε­σα σ’ αυ­τό όλα τα πράγ­μα­τα που δε θέ­λω να ξα­να­δώ.

 

            πι­σί­να


Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[10] της Νε­ο­ζη­λαν­δής Shannon Savvas με τί­τλο Το Κράκεν, δη­λα­δή το κε­φα­λό­πο­δο θα­λάσ­σιο τέ­ρας που εντοπίζεται στους σκαν­δι­να­βι­κούς μύ­θους, ηρω­ί­δα εί­ναι μια τρο­με­ρή για­γιά. Κά­θε μέ­ρα βυ­θί­ζε­ται στη φθο­ρά του χρό­νου, βά­φει τα χεί­λη και τα νύ­χια της, αλ­λά με τα χα­μη­λο­τά­κου­να πα­πού­τσια της, τις μα­κριές φού­στες και τους γυρ­τούς ώμους της κα­λυμ­μέ­νους μέ­ς στο κα­τα­κα­λό­και­ρο, περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τη. Εκτός από όταν πη­γαί­νει για κο­λύ­μπι στην πι­σί­να, με τον λου­λου­δά­το σκού­φο και το ολό­σω­μο μα­γιό της, εκεί δεν μπο­ρεί να κρυ­φτεί κα­νείς. Όταν κά­θε­ται στην ξα­πλώ­στρα τα εγ­γο­νά­κια της πα­ρα­τη­ρούν με τρό­μο τις σμηγ­μα­τορ­ροϊ­κές κε­ρα­τώ­σεις στο δέρ­μα των χε­ριών της και τα δια­τρέ­χουν με τα δα­χτυ­λά­κια τους. Προ­σο­χή στα δρα­κό­ντεια λέ­πια μου, τους λέ­ει. Εξε­λίσ­σο­μαι. Όσο πιο άτα­κτα εί­στε, τό­σο με­τα­μορ­φώ­νο­μαι. Στα γουρ­λω­μέ­να μά­τια τους βλέ­πει ότι ξέ­ρουν πως η ατα­ξία δεν προ­κα­λεί μό­νο μπε­λά­δες, αλ­λά και δύ­να­μη.[…] Αυ­τό με χα­ρο­ποιεί επει­δή γνω­ρί­ζω, τα πι­τσι­ρί­κια δι­ψούν για δρά­μα, τρό­μο, σκο­τει­νή φα­ντα­σία, όχι για γλυ­κα­νά­λα­τες ιστο­ρί­ες. Αμί­λη­τα, αλ­λά εν­θου­σια­σμέ­να μα­ζεύ­ο­νται γύ­ρω της και συ­νε­χί­ζουν να πα­ρα­τη­ρούν το υπό­λοι­πο σώ­μα της, την κυτ­τα­ρί­τι­δα και τις πε­ταγ­μέ­νες φλέ­βες στα πό­δια της. Ένα άγ­γιγ­μά σας και τα σά­πια σκου­λή­κια μου, μπλε από το δη­λη­τή­ριο, θα σας σκο­τώ­σουν, τα προει­δο­ποιεί ψι­θυ­ρι­στά. Τό­τε πι­σω­πα­τούν και ξε­ρο­κα­τα­πί­νουνΒυ­θί­ζο­μαι στο νε­ρό και πε­ρι­μέ­νω την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Όταν τα παι­διά ξε­χνιού­νται παί­ζο­ντας ξα­νά στην πι­σί­να η ηρω­ί­δα πε­τά­γε­ται μέ­σα από το νε­ρό και φω­νά­ζει Εί­μαι το Κρά­κεν. Τσι­ρίγ­μα­τα, κλά­μα­τα και πα­νι­κός επι­κρα­τεί πα­ντού. Τό­τε η ηρω­ί­δα βγαί­νει από την πι­σί­να, τι­νά­ζει το νε­ρό από πά­νω της, πη­γαί­νει στο μπαρ και απο­λαμ­βά­νει το τσι­γά­ρο και το δρο­σε­ρό της τζιν.


Τί­πο­τα δεν εί­ναι τρο­με­ρό εκτός από τον ίδιο τον φό­βο, έχει πει ο Fr.​Bacon. Φέ­τος τον Ιού­νιο συ­μπλη­ρώ­νο­νται 35 χρό­νια από τον θά­να­το του Jorge Luis Borges, ο οποί­ος έχει πει και το ο χρό­νος εί­ναι ένα πο­τά­μι που με πα­ρα­σύ­ρει, αλ­λά το πο­τά­μι εί­μαι εγώ. Η τα­φι­κή του στή­λη στο Βα­σι­λι­κό Κοι­μη­τή­ριο της Γε­νεύ­ης απο­τε­λεί μια σύντομη, αλ­λά ολό­κλη­ρη ιστορία, με ανα­φο­ρές στη Μάχη του Μάλντον κα­τά τη διάρ­κεια των θα­λάσ­σιων επι­δρο­μών των Βί­κινγκς στα τέ­λη του 10ου αι. Στη στή­λη ανα­γρά­φο­νται και κά­ποιες φρά­σεις, μία από τις οποί­ες ανή­κει στο ομό­τι­τλο αγ­γλι­κό ποί­η­μα που εί­χε με­τα­φρά­σει ο ίδιος και ξε­χώ­ρι­ζε: and ne forhtedon na, δη­λα­δή, μη φο­βά­σαι.

 

            πο­τά­μι


Οι αριθ­μοί στο τα­ξί­με­τρο μπλέ­κο­νται με­τα­ξύ τους κι έπει­τα εξα­φα­νί­ζο­νται, και δεν πει­ρά­ζει διό­τι οι αριθ­μοί εί­ναι μια επι­νό­η­ση όπως η αγά­πη. Έτσι ξε­κι­νά­ει η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[11] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Francine Witte Βόλ­τα με τα­ξί (Cab Ride) στην οποία μια γυ­ναί­κα παίρ­νει τα­ξί να πά­ει στο νο­σο­κο­μείο στη μη­τέ­ρα της που πε­θαί­νει. Ο ασπρο­μάλ­λης, αμί­λη­τος τα­ξι­τζής, λί­γο πριν στρί­ψει στην εί­σο­δο του νο­σο­κο­μεί­ου λο­ξο­δρο­μεί και η γυ­ναί­κα ανα­στα­τώ­νε­ται. Πε­ρί­με­νε, του λέ­ει, σου εί­πα πά­με στο Σεντ Ελί­ζα­μπεθ. Το γνω­ρί­ζω, της απα­ντά­ει ο τα­ξι­τζής κλεί­νο­ντας το τα­ξί­με­τρο. Ας κά­νου­με πρώ­τα μια βόλ­τα από το πο­τά­μι. Η γυ­ναί­κα τρο­μο­κρα­τεί­ται και την ίδια στιγ­μή θυ­μά­ται τη μη­τέ­ρα της που τη ρω­τού­σε πώς προ­τι­μού­σε τα αβγά που της ετοί­μα­ζε, μά­τια ή ομε­λέ­τα; Ο τα­ξι­τζής την πα­ρα­κο­λου­θεί από τον κα­θρέ­φτη, Τα νο­σο­κο­μεία μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν με­ρι­κά λε­πτά, της λέ­ει. Η κό­ρη μου ήταν μό­λις πέ­ντε. Με­τά από μια πο­λύ σύ­ντο­μη βόλ­τα στο πο­τά­μι, με διά­φο­ρους αν­θρώ­πους να τρέ­χουν γύ­ρω τους και τους γλά­ρους να πε­τούν ξέ­νοια­στοι, η ηρω­ί­δα πριν απο­βι­βα­στεί έξω από το νο­σο­κο­μείο, ει­σπνέ­ει βα­θιά τον κα­θα­ρό αέ­ρα από το πα­ρά­θυ­ρο κι αι­σθά­νε­ται ένα ξαφ­νι­κό πε­τά­ρι­σμα κά­τω από τις μα­σχά­λες της.

       Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[12] του Ισπα­νού Antonio Cabrera πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην αν­θο­λο­γία Galería de hiperbreves, έχει τί­τλο Διαί­σθη­ση και εί­ναι η εξής: Γρή­γο­ρα, εί­πε, ρίξ­τε στο πο­τά­μι τις στά­χτες του Φοί­νι­κα.

 

            κα­ταρ­ρά­κτης

 

Η γυ­ναί­κα μι­λά­ει τό­σο, και εγώ γε­λάω. Κά­θο­μαι στο μπρά­τσο του ξε­φτι­σμέ­νου κα­να­πέ μας, η γυ­ναί­κα μου μι­λά­ει, κι εγώ γε­λάω μέ­χρι εσχά­των. Ο ήρω­ας στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[13] του Αμε­ρι­κα­νού Douglas W. Milliken με τί­τλο Αλα­τού­χο διά­λυ­μα (Saline) φο­ρά­ει ένα μα­κό, κο­ντο­μά­νι­κο μπλου­ζά­κι, πι­θα­νόν της γυ­ναί­κας του, που αφή­νει εκτε­θει­μέ­νη την κοι­λιά του, αλ­λά ολο­καί­νου­ρια εσώ­ρου­χα, επει­δή ακό­μα και οι χει­ρό­τε­ρες κα­τα­στά­σεις αξί­ζουν ωραία πράγ­μα­τα, βλέ­πει τη γυ­ναί­κα του που μι­λά­ει απέ­να­ντί του, δεν προ­σέ­χει, δεν ακού­ει, ού­τε που κα­τα­λα­βαί­νει τι λέ­ει, εκεί­νη συ­νε­χί­ζει ακα­τά­παυ­στα, σα να μην πι­στεύ­ει ού­τε η ίδια την ιστο­ρία που λέ­ει. Ο ήρω­ας μό­νο βλέ­πει τα Μαύ­ρα μαλ­λιά σαν μυ­θι­κός κα­ταρ­ρά­κτης. Και γε­λά­ει, επτά η ώρα το πρωί και η γά­τα τους τούς κοι­τά­ει βα­ριε­στη­μέ­να, η γυ­ναί­κα του χεί­μαρ­ρος, αυ­τός γε­λά­ει με όλο του το εί­ναι σα να εξαρ­τώ­νται ζω­ές από το γέ­λιο μου, αμέ­τρη­τες μι­κρο­σκο­πι­κές ζω­ές, ή τέ­λος πά­ντων, τρεις ζω­ές. Αυ­τές οι τρεις ζω­ές. Η γυ­ναί­κα μου και η γά­τα μου: γε­λάω για να μας κρα­τή­σω ζω­ντα­νούς. Το εσω­τε­ρι­κό του μπρά­τσου μου ακό­μα καί­ει και με φα­γου­ρί­ζει κα­θώς τα οστά μου εξα­κο­λου­θούν να τρέ­μουν —έτσι αι­σθά­νο­μαι, σαν μό­νι­μες δο­νή­σεις που χτυ­πούν τον μυ­ε­λό των οστών μου— και ξέ­ρω ότι δε θα φάω για μια ημέ­ρα ακό­μα, αλ­λά δεν πει­ρά­ζει. Εί­μαι εντά­ξει. Η φω­νή της γυ­ναί­κας. Η γά­τα που κυ­νη­γά­ει την ου­ρά της. Το γέ­λιο μου. Γε­λά­ει. Μέ­χρι που Το μα­ξι­λά­ρι μου­σκεύ­ει από τα δά­κρυα.

       Πρό­τα­ση κά­θαρ­σης από τον αγώ­να του ήρωα με τον καρ­κί­νο; Ανα­γω­γή στη σκέ­ψη του Søren Kierkegaard[14], ο οποί­ος έγρα­ψε Όταν ήμουν πο­λύ νέ­ος, ξέ­μα­θα να γε­λώ στην σπη­λιά του Τρο­φώ­νιου. Όταν με­γά­λω­σα, όταν άνοι­ξα τα μά­τια μου και πα­ρα­τή­ρη­σα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό­τε έπρε­πε να γε­λά­σω και από τό­τε δεν στα­μά­τη­σα ; Μία μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία ωδή στη ση­μα­σία του κω­μι­κού και του γέλιου του Henri Bergson; Ή υπεν­θύ­μι­ση της γνω­στής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[15] του Juan José Ar­reola με τί­τλο Ο κόσμος ; Ο Θε­ός δεν έχει δη­μιουρ­γή­σει ακό­μα τον κό­σμο· μο­να­χά τον φα­ντά­ζε­ται, όπως στα όνει­ρα. Γι’ αυ­τό ο κό­σμος εί­ναι τέ­λειος, αλ­λά μπερ­δε­μέ­νος.

 

            θά­λασ­σα


Το ψά­ρι που απο­φα­σί­ζει να αυ­το­κτο­νή­σει απο­φεύ­γει γρή­γο­ρα το δί­χτυ στο οποίο θα ξε­ψυ­χού­σε με τους συ­ντρό­φους του, προ­σπερ­νά μπρο­στά από το αγκί­στρι του κα­θη­με­ρι­νού ψα­ρά ο οποί­ος ξε­φυλ­λί­ζει ένα πε­ριο­δι­κό και κα­τα­πί­νει χω­ρίς εν­δοια­σμό το αγκί­στρι ενός παι­διού που θα θυ­μά­ται σε όλη του τη ζωή τους τρο­με­ρούς σπα­σμούς της ασφυ­ξί­ας του. Αυ­τή εί­ναι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[16] του Αρ­γε­ντι­νού Raúl Brasca με τί­τλο Ύστα­τη επι­λο­γή (Última elección).

       Μπλε (Blue), εί­ναι ο τί­τλος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[17] της Ιρ­λαν­δής Nuala O’ Connor. Η με­θυ­σμέ­νη από πολ­λά κο­κτέιλς ηρω­ί­δα μα­γνη­τί­ζε­ται από το μπλε υγρό των ού­ρων της και μια ου­ρά που τής κρύ­βε­ται μέ­σα στη λε­κά­νη της τουα­λέ­τας. Δι­πλω­μέ­νη πά­νω σ’ αυ­τή νιώ­θει να γλι­στρά­ει μέ­σα σε ένα μπλε τού­νελ ακο­λου­θώ­ντας την ου­ρά σε μια άβυσ­σο που την τρα­βά­ει προς τον ου­ρα­νό, τη θά­λασ­σα, το μπλε των μα­τιών του αγα­πη­μέ­νου της. Σώ­ζε­ται την τε­λευ­ταία στιγ­μή από το χέ­ρι του εφή­με­ρου ερα­στή της που την τρα­βά­ει στην επι­φά­νεια. Σε κρα­τάω, ακού­γε­ται μια φω­νή, Σε κρα­τάω. Εδώ εί­σαι. Αλ­λά το μό­νο που αι­σθά­νο­μαι εί­ναι το αγκί­στρι μέ­σα στο μά­γου­λό μου, το τρά­βηγ­μά του προς τα πί­σω.

       Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[18] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Meg Pokrass με τί­τλο Θα­λάσ­σια θη­λα­στι­κά που έχουν εξο­κεί­λει (Stran­ded Sea Mam­mals) η θά­λασ­σα απα­λύ­νει τον πό­νο μιας οι­κο­γέ­νειας από τον πνιγ­μό του ενός γιου. Η μη­τέ­ρα σκαρ­φα­λω­μέ­νη στη σκε­πή του πα­ρα­θα­λάσ­σιου σπι­τιού τους πα­ρα­τη­ρεί τη θά­λασ­σα, ψά­χνο­ντας για φά­λαι­νες και φώ­κιες που εξο­κεί­λουν συ­χνά στην ακτή τους. Ο άλ­λος της γιος την βι­ντε­ο­σκο­πεί και ο πα­τέ­ρας την πα­ρα­κα­λεί να μη φω­νά­ζει κά­θε φο­ρά που βλέ­πει μια σκιά και θε­ω­ρεί ότι εί­ναι κά­ποιο θη­λα­στι­κό που έχει εξο­κεί­λει, επει­δή τρο­μά­ζει τα σκυ­λιά τους. Αρ­γό­τε­ρα κά­θο­νται στον κα­να­πέ να δουν το βί­ντεο. Το μπρά­τσο του γιου εί­ναι αγκι­στρω­μέ­νο γύ­ρω από τους ώμους της και πα­ρα­τη­ρεί ότι όταν η μη­τέ­ρα του ήταν σκαρ­φα­λω­μέ­νη στη σκε­πή σή­κω­νε το ανα­μνη­στι­κό ση­μαιά­κι από το Γκραντ Κά­νυον που τής εί­χε φέ­ρει δώ­ρο ο πνιγ­μέ­νος αδερ­φός του. Το κου­νού­σε πέ­ρα δώ­θε ως ανα­γνω­ρι­στι­κό για τις φά­λαι­νες και τις φώ­κιες.

       Στα Δευ­τε­ρό­λε­πτα, από τη συλ­λο­γή Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, ο Γιάν­νης Ρί­τσος γρά­φει: Τον πνιγ­μέ­νο τον ξά­πλω­σαν στην προ­κυ­μαία. / Νέ­ος ωραί­ος, ολό­γυ­μνος. / Στ’ αρι­στε­ρό του χέ­ρι, το ρο­λόι δου­λεύ­ει ακό­μα. Μια πα­ρό­μοια ει­κό­να συ­να­ντά­με στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Password, του Γιάν­νη Πα­λα­βού, ενώ μια με­ταν­θρω­πι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Φα­λαι­νο­κτο­νία του Μα­ρο­κι­νού Mustapha Handar.


«Από πού έρ­χο­νται όλοι αυ­τοί;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Από πα­ντού», εί­πε ο Κάρ­μακ. Στέ­κο­νταν στην πα­ρα­λια­κή οδό. Όσο έφτα­νε το μά­τι τους δεν έβλε­παν πα­ρά αυ­το­κί­νη­τα. Χι­λιά­δες αυ­το­κί­νη­τα στρι­μωγ­μέ­να προ­φυ­λα­κτή­ρα με προ­φυ­λα­κτή­ρα και στην άκρη του πε­ζο­δρο­μί­ου. Η πα­ρα­λια­κή ήταν γε­μά­τη από αυ­τά. «Να, έρ­χο­νται κι άλ­λα», εί­πε ο Κάρ­μακ. Οι δύο αστυ­νό­μοι κοί­τα­ξαν το πλή­θος που περ­πα­τού­σε προς την ακτή. Πολ­λοί συ­ζη­τού­σαν με­τα­ξύ τους και γε­λού­σαν. Με­ρι­κοί ήταν πο­λύ σιω­πη­λοί και σο­βα­ροί. Όμως όλοι περ­πα­τού­σαν προς την πα­ρα­λία. Ο Ρίρ­ντον κού­νη­σε το κε­φά­λι του. «Δεν το κα­τα­λα­βαί­νω», εί­πε για εκα­το­στή φο­ρά αυ­τή την εβδο­μά­δα. «Απλά δεν το πιά­νω». […] Κα­θώς οι δύο αστυ­νο­μι­κοί πα­ρα­κο­λου­θού­σαν, το πλή­θος των αν­θρώ­πων κι­νού­νταν κα­τά μή­κος της γκρι­ζω­πής αμ­μου­διάς και περ­πα­τού­σαν προς το νε­ρό. [] Σε με­ρι­κά λε­πτά εί­χαν εξα­φα­νι­στεί όλοι. Οι δύο αστυ­νο­μι­κοί έμει­ναν να κοι­τά­ζουν το ση­μείο στο οποίο εί­χαν περ­πα­τή­σει όλοι μέ­σα στο νε­ρό. «Πό­σο διαρ­κεί όλο αυ­τό;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Μέ­χρι να εξα­φα­νι­στούν, φα­ντά­ζο­μαι», εί­πε ο Κάρ­μακ. «Αλ­λά για­τί;» «Έχεις δια­βά­σει πο­τέ για τα λέ­μινγκς;» ρώ­τη­σε ο Κάρ­μακ. «Όχι.» «Εί­ναι τρω­κτι­κά που ζουν στις Σκαν­δι­να­βι­κές χώ­ρες. Συ­νε­χί­ζουν να ανα­πα­ρά­γο­νται μέ­χρι να εξα­ντλη­θούν όλα τα απο­θέ­μα­τα τρο­φής τους. Έπει­τα δια­σχί­ζουν τη χώ­ρα, κα­τα­βρο­χθί­ζο­ντας τα πά­ντα στο πέ­ρα­σμά τους. Όταν φτά­νουν στην ακτή συ­νε­χί­ζουν να προ­χω­ρά­νε. Κο­λυ­μπούν μέ­χρι να τους εγκα­τα­λεί­ψουν οι δυ­νά­μεις τους. Εκα­τομ­μύ­ρια από αυ­τά.» «Πι­στεύ­εις ότι αυ­τό συμ­βαί­νει;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Μπο­ρεί», εί­πε ο Κάρ­μακ. «Οι άν­θρω­ποι δεν εί­ναι τρω­κτι­κά!» εί­πε θυ­μω­μέ­να ο Ρίρ­ντον. Ο Κάρ­μακ δεν απά­ντη­σε. Αυ­τό εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της γνωστής ιστορίας Λέ­μινγκς (Lem­mings), του Κα­λι­φορ­νέ­ζου Richard Matheson, ση­μείο ανα­φο­ράς στη διε­θνή κρι­τι­κή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εί­χε δη­μο­σιευ­θεί στην κα­τη­γο­ρία «δι­ή­γη­μα» (short story) τον Ιανουάριο του 1958 στο πε­ριο­δι­κό Fan­ta­sy and Sci­en­ce Fi­ction. Η ιστο­ρία ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τον απο­χαι­ρε­τι­σμό των δύο συ­να­δέλ­φων, πρώ­τος ο Ρίρ­ντον παίρ­νει τον δρό­μο προς τη θά­λασ­σα, και λί­γο αρ­γό­τε­ρα ακο­λου­θεί και ο Κάρ­μακ.

       Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[19] Δια­στη­μάν­θρω­πος (Space Man) της Αμε­ρι­κα­νί­δας Kathy Fish εί­ναι η εξής: Η κο­πέ­λα του πι­θα­νόν να σερ­φά­ρει κά­που στην Κα­λι­φόρ­νια τώ­ρα. Εί­ναι αστρο­φυ­σι­κός και βε­τε­ρά­νος πο­λέ­μου και αθλή­τρια τριά­θλου, αλ­λά δεν έχει τα­ξι­δέ­ψει πο­τέ της στο διά­στη­μα, όπως αυ­τός τώ­ρα, μέ­σα σε ένα δια­στη­μό­πλοιο που μέ­νει. Το κα­τα­λα­βαί­νει ότι μέ­νει από τον ήχο της μη­χα­νής, σαν πα­πού­τσι του τέ­νις μέ­σα σε κά­δο στε­γνω­τη­ρί­ου, κι επί­σης, από τον τρό­πο που κι­νεί­ται εκτός ελέγ­χου. Μό­νος, με δυ­να­τή φω­νή ο Δια­στη­μάν­θρω­πος επι­στρα­τεύ­ει την προ­στα­κτι­κή: Εκτι­νά­ξου! Εκτι­νά­ξου! Και προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας τον εαυ­τό του για το άγνω­στο, πα­τά­ει το κου­μπί. Λυ­τός, νεύ­ει στο δια­στη­μό­πλοιό του κα­θώς αυ­τό του­μπά­ρει στο διά­στη­μα. Όπως αυ­τός, ο ίδιος, του­μπά­ρει στο διά­στη­μα. Κλεί­νει σφι­χτά τα μά­τια του. Η Τζέιν θα του έλε­γε να μη φο­βά­ται, ότι αυ­τό εί­ναι ένα άπει­ρο σύ­μπαν και σε ένα άπει­ρο σύ­μπαν όλα τα πράγ­μα­τα εί­ναι μα­θη­μα­τι­κώς πι­θα­νά, έως βέ­βαια. Κι έτσι φα­ντά­ζε­ται το όμορ­φο κο­ρί­τσι του, να περ­πα­τά­ει προς το μέ­ρος του επά­νω σε έναν ξύ­λι­νο διά­δρο­μο πα­ρα­λί­ας ή έστω στον Πλού­τω­να ή σε κά­ποιο αστέ­ρι, με μια σα­νί­δα του σερφ κά­τω από τη μα­σχά­λη της, να λέ­ει βλέ­πεις, Δια­στη­μάν­θρω­πε; Βλέ­πεις;

 

            κα­λο­καί­ρι


4 κού­πες καρ­πού­ζι χω­ρίς κου­κού­τσια κομ­μέ­νο σε κύ­βους 30 γρ. συ­μπυ­κνω­μέ­νου, κα­τα­ψυγ­μέ­νου χυ­μού λε­μο­νά­δας 3 κού­πες νε­ρό

  1. Χτυ­πή­στε το καρ­πού­ζι στο μί­ξερ σε μέ­τρια τα­χύ­τη­τα μέ­χρι να ομο­γε­νο­ποι­η­θεί.
  2. Γυ­ρί­στε το σε ένα μπολ, περ­νώ­ντας το από σου­ρω­τή­ρι, αφαι­ρώ­ντας υπό­λοι­πα από τον προη­γού­με­νο εαυ­τό του.
  3. Προ­σθέ­στε το σε κα­νά­τα με τον συ­μπυ­κνω­μέ­νο χυ­μό λε­μο­νιού.
  4. Ανα­κα­τώ­στε μέ­χρι να ανα­μει­χθούν εντε­λώς.
  5. Κα­τα­ψύ­χε­τε μέ­χρι να φτά­σει τον βαθ­μό της πα­γω­μέ­νης θά­λασ­σας μέ­σα σας.

       Αυ­τό εί­ναι τμή­μα της σπον­δυ­λω­τής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας της/του[20] E.​Y.​ Smith με τί­τλο Κα­λο­και­ρι­νός οδη­γός Κά­ν’ το μό­νος σου του Φραντς Κάφ­κα[21] (Franz Kafka’s Sum­mer DIY Guide) και υπό­τι­τλο Watermelon Lemonade (Λε­μο­νά­δα καρ­πού­ζι). Δια­βά­ζε­ται συν­δυα­στι­κά με το ποί­η­μα Straw­ber­ries (Φρά­ου­λες) του Σκω­τσέ­ζου Edwin Morgan, ει­δι­κά λό­γω του τε­λευ­ταί­ου στί­χου[22]Άσε την κα­ται­γί­δα να πλύ­νει τα πιά­τα.

 

            πει­ρα­τές


«Εί­μαι πει­ρα­τής», της εί­πε στο πρώ­το τους ρα­ντε­βού, αγ­γί­ζο­ντας το αυ­τί του. «Ο τρό­μος των θα­λασ­σών». «Πώς ξέ­ρω ότι αυ­τό εί­ναι αλή­θεια;» ρώ­τη­σε εκεί­νη. «Δεν ξέ­ρεις», της απά­ντη­σε, και τής έσκα­σε ένα χα­μό­γε­λο. «Αυ­τό εί­ναι το πρό­βλη­μα με τους πει­ρα­τές». Πριν εξα­φα­νι­στεί ο άντρας, την επό­με­νη κιό­λας ημέ­ρα, της άφη­σε το πει­ρα­τι­κό του ση­μά­δι. Κι έχω­σε έναν θη­σαυ­ρό βα­θιά στη ζε­στή άμ­μο του κορ­μιού της. […] Στο νο­σο­κο­μείο, ο ακτι­νο­δια­γνώ­στης χαρ­το­γρά­φη­σε το ανα­δυό­με­νο νη­σί στην κοι­λιά της και έδει­ξε προς την οθό­νη με το στυ­λό του. «Το Χ δεί­χνει το ση­μείο», εί­πε χα­μο­γε­λώ­ντας. Τρά­βη­ξε μια ασπρό­μαυ­ρη λή­ψη: όλο κι όλο ένα κρα­νίο και με­ρι­κά οστά· μια σπον­δυ­λι­κή στή­λη στρι­φο­γυ­ρι­στή σαν ιπ­πό­κα­μπος. «Θέ­λεις να μά­θεις;» ρώ­τη­σε. «Γνω­ρί­ζω ήδη», εί­πε εκεί­νη. Πή­ρε μα­ζί της μό­νο ένα αντί­γρα­φο και στο σπί­τι το κόλ­λη­σε ψη­λά στην πόρ­τα του ψυ­γεί­ου. Το βλέ­πει κά­θε φο­ρά που πη­γαί­νει να πά­ρει γά­λα. Το μο­να­δι­κό, βυ­θι­σμέ­νο μά­τι, μαύ­ρο σαν κα­λύ­πτρα. Και τις μι­κρές γρο­θιές που σφίγ­γουν μαρ­γα­ρι­τά­ρια σε έναν υγρό τά­φο. Αυ­τή εί­ναι σχε­δόν ολό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[23] του Βρε­τα­νού Tim Craig, με τί­τλο Το πρό­βλη­μα με τους πει­ρα­τές (The Trouble With Pirates).

θε­ω­ρη­τι­κές δια­κλα­δώ­σεις


Η πο­λύ σύ­ντο­μη πε­ζο­γρα­φι­κή φόρ­μα έχει απο­δει­χθεί ιδιαί­τε­ρα αν­θε­κτι­κή στο χρό­νο όπως και η ιδέα του μι­κρού, του μέ­γα. Ο Samuel Beckett έλε­γε ότι ολό­κλη­ρος ο κό­σμος του Proust βγαί­νει από ένα φλι­τζά­νι τσάι. Και ο Joseph Conrad έγρα­φε στην Καρδιά του σκότουςΟι ιστο­ρί­ες που δι­η­γού­νται οι ναυ­τι­κοί, δια­κρί­νο­νται όλες από μιαν ευ­θύ­τη­τα και μιαν απλό­τη­τα. Όλο το νό­η­μα μιας δι­ή­γη­σής τους χω­ρά­ει σε μια φού­χτα. Πα­ρό­λο που για τον Μάρ­λο­ου το νό­η­μα μιας ιστο­ρί­ας του δεν βρι­σκό­ταν μέ­σα στον πυ­ρή­να της, αλ­λά απ’ έξω, θαρ­ρείς και το νό­η­μα πε­ριέ­βα­λε την ιστο­ρία. Ιδέα που εντο­πί­ζε­ται συ­χνά στη θε­ω­ρία της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Από τη δε­κα­ε­τία του ’80 που ξε­κί­νη­σε η συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας με τη μο­νο­γρα­φία (1984) της Κου­βα­νέ­ζας Dolores Koch για την ισπα­νό­φω­νη πε­ρί­πτω­ση, συ­γκρο­τή­θη­κε γύ­ρω της διε­θνές επι­στη­μο­νι­κό πε­δίο, το οποίο διευ­ρύ­νε­ται ανελ­λι­πώς. Μας απα­σχο­λεί συ­νη­θέ­στε­ρα η πο­λι­τι­σμι­κή της διά­στα­ση, όπως η μελέτη (2002) του Με­ξι­κα­νού Lauro Zavala ή της Δα­νής Gitte Mose (2000) για την σκαν­δι­να­βι­κή πε­ρί­πτω­ση Kortproza υπό το πρί­σμα του γερ­μα­νι­κού ρο­μα­ντι­σμού και τον υπαρ­ξι­σμό του S. Kierkegaard. Τε­λευ­ταία, όμως, η έρευ­να της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας εμ­βα­θύ­νει μέ­χρι και στην πο­λι­τι­κή της διά­στα­ση, όπως η μελέτη (2017) της Ιτα­λί­δας Paola del Zoppo, για την γερ­μα­νό­φω­νη Kurzprosa για την πε­ρί­ο­δο 1960-2000. Επι­πλέ­ον, έχει δη­μιουρ­γη­θεί ένα αρ­χι­πέ­λα­γος σύγ­χρο­νων κει­μέ­νων που ανα­νε­ώ­νε­ται συ­νε­χώς. Από ερευ­νη­τι­κή άπο­ψη αυ­τό εί­ναι εν­θαρ­ρυ­ντι­κό, αλ­λά πλέ­ον αν­θρω­πί­νως αδύ­να­το να το πα­ρα­κο­λου­θεί κα­νείς εν εξε­λί­ξει, κα­τα­γρά­φο­ντάς το, με­λε­τώ­ντας το πο­σο­τι­κά και ποιο­τι­κά με βε­βαιό­τη­τα και ακρί­βεια. Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία έχει αλλάξει· η σχέση της με την επι­στή­μη εί­ναι δυ­να­μι­κή. Αρ­δεύ­ε­ται από την ψη­φια­κή τε­χνο­λο­γία και την ψη­φιο­ποί­η­ση της πλη­ρο­φο­ρί­ας – ως πη­γές και κα­νά­λια διά­δο­σης. Απο­τε­λεί ένα επίτευγμα της ανθρώπινης νόησης, με τε­ρά­στια πα­ρα­γω­γή και δια­κρι­τές ποιο­τι­κές δια­βαθ­μί­σεις.

       Ο Novalis που επη­ρέ­α­σε τον γερ­μα­νι­κό ρο­μα­ντι­σμό, πί­στευε ότι μό­νο οι ποι­η­τές θα έπρε­πε να ασχο­λού­νται με τα υγρά[24]. Ωστό­σο, η άπο­ψη ότι το ύδωρ εί­ναι η απαρ­χή των πραγ­μά­των, όχι με την έν­νοια του κοι­νού νε­ρού [υδα­ρές ύδωρ], αλ­λά λό­γω της ιδιό­τη­τάς του να με­τα­μορ­φώ­νε­ται, απο­δί­δε­ται στον Θα­λή τον Μι­λή­σιο[25]. Ο Με­ξι­κα­νός Guillermo Samperio ήταν γνω­στός εκ­πρό­σω­πος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­μιουρ­γός και του δη­μο­φι­λούς δείγ­μα­τος El fantasma, που απο­τε­λού­νταν μό­νο από τον τί­τλο. H μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[26] του με τί­τλο Πί­νω το στό­μα σου (Bebo tu boca) εί­ναι η εξής: Όταν φι­λάω τα νε­ρέ­νια σου χεί­λη, δεν εί­ναι πο­τέ τα ίδια. Οι συ­νά­ψεις που προ­κα­λεί η ανά­γνω­ση αυ­τού του δείγ­μα­τος, μπο­ρεί να εί­ναι ελά­χι­στες ή άπει­ρες, συ­γκι­νη­τι­κές ή αδιά­φο­ρες. Αλ­λιώς θα το «δει» μια εκτε­λέ­στρια ενός αφρι­κα­νι­κού πα­ρα­δο­σια­κού χο­ρού του νε­ρού, δια­φο­ρε­τι­κά ένας χο­ρευ­τής της σχο­λής της Pina Bausch, ή κα­θε­μία και κα­θέ­νας από εμάς.

       Κά­ποιος που γνω­ρί­ζει το έρ­γο της Virginia Woolf και το γε­γο­νός ότι φέ­τος τον Μάρ­τιο συ­μπλη­ρώ­θη­καν 80 χρό­νια από την αυ­το­χει­ρία της στον πο­τα­μό Ουζ, μπο­ρεί εύ­κο­λα να πα­ρα­συρ­θεί από την ορ­μη­τι­κή ροή της συ­νεί­δη­σης, αλ­λά να πια­στεί από τον στα­θε­ρό άξο­νά της, το ερώ­τη­μά της ποιο εί­ναι το νό­η­μα της ζω­ής, στο οποίο επα­νέρ­χε­ται στον Φάρο. Στο ίδιο βι­βλίο η Woolf απο­φαί­νε­ται: Η με­γά­λη απο­κά­λυ­ψη πο­τέ δεν ήρ­θε. Αντί γι’ αυ­τήν έρ­χο­νταν μι­κρά, κα­θη­με­ρι­νά θαύ­μα­τα, εκλάμ­ψεις, σπίρ­τα που άνα­βαν απροσ­δό­κη­τα στο σκο­τά­δι. Προς το τέ­λος του βι­βλί­ου γρά­φει ότι η Κα­μίλ­λια πε­ρι­φε­ρό­ταν (νο­ε­ρά) στον κά­τω κό­σμο των νε­ρών, εκεί […] όπου στο πρά­σι­νο φως μια αλ­λα­γή γί­νε­ται ξαφ­νι­κά στο μυα­λό σου και το σώ­μα σου λά­μπει, ημι­διά­φα­νο, τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ένα πρά­σι­νο μαν­δύα. Στα δε Κύματα, δια­πι­στώ­νει ότι ενί­ο­τε, Εί­μα­στε τό­σο απο­κα­μω­μέ­νοι, τό­σο πα­θη­τι­κοί, που το μό­νο που θέ­λου­με εί­ναι να ξα­να­σμί­ξου­με με το σώ­μα της μά­νας μας, απ’ όπου έχου­με απο­κο­πεί. Συ­χνά, όμως, συ­να­ντά­με και την αντί­θε­τη δια­πί­στω­ση, όπως στο ποί­η­μα Ma­xi­mus to him­self του Char­les Ol­­son ότι ο άν­θρω­πος απο­ξε­νώ­νε­ται από ό,τι του εί­ναι πιο οι­κείο, σύμ­φωνα με τον Ηρά­κλει­το. Στη διε­θνή κρι­τι­κή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, η Woolf θε­ω­ρεί­ται ως πρό­δρο­μος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας κι εντο­πί­ζο­νται πο­λυά­ριθ­μες προ­σεγ­γί­σεις του εί­δους ή του φαι­νο­μέ­νου, οι οποί­ες το συ­σχε­τί­ζουν με τη φι­λο­σο­φία του Ηρά­κλει­του και με το «τα πά­ντα ρει», όπως η να­νο­φι­λο­λο­γία (2007) του Ottmar Ette. Πλέ­ον, συ­σχε­τί­ζε­ται όλο και συ­χνό­τε­ρα η συ­νε­χής ροή των αντι­θέ­σε­ων και της με­τα­βο­λής με τη στα­θε­ρά της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας να θέ­τει διαρ­κώς καί­ρια ερω­τή­μα­τα, αστρα­πιαία και ευ­θύ­βο­λα.

       Ο Ιτα­λός Luigi Contadini στη με­λέ­τη[27] του (2017) για την ισπα­νό­φω­νη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία συ­μπε­ραί­νει: η συ­ντο­μία […] συμ­βάλ­λει στην αλ­λα­γή της έν­νοιας της λο­γο­τε­χνί­ας και ταυ­τό­χρο­να προ­τεί­νει νέα μο­ντέ­λα αφή­γη­σης. Πώς; Θα απα­ντού­σα λέ­γο­ντας ότι πα­ρά­γει σκέ­ψη, συν­θέ­τει, δεν απο­δο­μεί, συ­νερ­γεί, με­τα­μορ­φώ­νε­ται, εξού και η πρω­τεϊ­κή φύ­ση της, με­τα­μορ­φώ­νει, και με­τα­δί­δει αστρα­πιαία[28], αλ­λά με­τα­φέ­ρει σαν ύδωρ.

       Ο Πε­ρου­βια­νός Julio Ortega προ­κει­μέ­νου να ελέγ­ξει τον ελά­χι­στο βαθ­μό αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τας της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[29], ανα­φέ­ρει (2009) ότι για να μι­λά­με για αφή­γη­ση αρ­κεί ένα γε­γο­νός, δια­τυ­πω­μέ­νο ρη­τά και λο­γι­κά. Άπο­ψη που στη­ρί­ζε­ται, ασφα­λώς, σε με­γά­λο βαθ­μό στη συμ­με­το­χι­κή ανά­γνω­ση για τη συ­μπλή­ρω­ση των αφη­γη­μα­τι­κών ελ­λεί­ψε­ων. Στη με­λέ­τη του ανα­φέ­ρει την αρ­χαία αι­γυ­πτια­κή επι­γρα­φή στην οποία ανα­γρα­φό­ταν μό­νο το εξής[30]: Ο Τζον έφυ­γε για τα­ξί­δι. Σύμ­φω­να με τον Ortega αυ­τή μπο­ρεί να εί­ναι η πρώ­τη γρα­πτή ιστο­ρία, πο­λύ πριν από το Έπος του Γκιλ­γκα­μές. Μια ιστο­ρία, φυ­σι­κά, για να εί­ναι ιστο­ρία, να αφη­γεί­ται κά­τι, χρειά­ζε­ται χα­ρα­κτή­ρες, συ­ναί­σθη­μα, δρά­ση. Ο Ortega όμως, δια­κρί­νει αυ­τά τα στοι­χεία στην επι­γρα­φή· ποιος «έφευ­γε» για «τα­ξί­δι» 5.000 χρό­νια πριν; Και απ’ ό,τι φαί­νε­ται ο Τζον ήταν, πα­ρα­δό­ξως, ανή­συ­χο πνεύ­μα. Από τό­τε έως σή­με­ρα, πό­σοι άν­θρω­ποι έχουν ζή­σει στη γη, πό­σα γε­γο­νό­τα, ιστο­ρί­ες, αλ­λα­γές έχουν με­σο­λα­βή­σει; Πό­σο έχει οξυν­θεί η φα­ντα­σία μας, πό­σο έχει επι­τα­χυν­θεί η σκέ­ψη μας, μέ­χρι πού έχου­με τα­ξι­δέ­ψει; Από τις αρ­χές του 2020 βρι­σκό­μα­στε όλοι σε μία δί­νη. Πώς μας πα­ρέ­συ­ρε η παν­δη­μία, ο φό­βος, η αβε­βαιό­τη­τα, η απο­ξέ­νω­ση και μοιά­ζουν όλα τα θέ­μα­τά μας πιο βα­ριά και σο­βα­ρά; Πό­σο έχου­με πε­λα­γώ­σει; Και όμως. Ο Γιάννης Στίγκας δια­κρί­νει το αγ­χέ­μα­χο πεί­σμα μας, δεν ήρ­θα εδώ να πτοη­θώ/ […] / Ναι / λέ­ει στη ζωή / Ναι / και στους σύρ­τες της / […] / Εκεί που χορ­τα­ριά­ζει το χά­ος / πά­με και χτί­ζου­με σπί­τια, και ο Saul Bellow μια αστεί­ρευ­τη πη­γή σθέ­νους: Νιώ­θω ότι η τέ­χνη συν­δέ­ε­ται κα­τά κά­ποιον τρό­πο με την επί­τευ­ξη της ακι­νη­σί­ας στην καρ­διά του χά­ους. Μιας ακι­νη­σί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει επί­σης την προ­σευ­χή και το μά­τι του κυ­κλώ­να. Πι­στεύω πως η τέ­χνη σχε­τί­ζε­ται με την αιχ­μα­λώ­τι­ση της προ­σο­χής εν μέ­σω παν­δαι­μο­νί­ου[31].

       H ιστο­ρία με τί­τλο Happy Endings (1983) της Κα­να­δής Margaret Atwood, ση­μείο ανα­φο­ράς στη θε­ω­ρία της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ξε­κι­νά­ει ως εξής[32]: Ο Τζον και η Μαί­ρη συ­να­ντιού­νται. Τι συμ­βαί­νει με­τά; Εάν θέ­λεις ένα ευ­τυ­χι­σμέ­νο τέ­λος, διά­λε­ξε το Α. Δεν γνω­ρί­ζω εάν αυ­τός ο Τζον εί­ναι ο ίδιος με τον Αι­γύ­πτιο Τζον, αλ­λά θα μπο­ρού­σε. Η Atwood, μας δί­νει έξι πο­λύ σύ­ντο­μες πι­θα­νές εκ­δο­χές της ιστο­ρί­ας του ζευ­γα­ριού να δια­λέ­ξου­με ποια μας αρέ­σει και κα­τα­λή­γει ότι η μό­νη στα­θε­ρά εί­ναι ότι θα πε­θά­νουν, η εν­διά­με­ση πλο­κή εί­ναι μία σει­ρά γε­γο­νό­των, μία διαρ­κής κί­νη­ση και διερ­γα­σία, ένας «πό­λε­μος» κα­τά τον Ηρά­κλει­το. Το ζή­τη­μα εί­ναι να σκε­φτό­μα­στε το Πώς και το για­τί. Αυ­τό μας εν­δια­φέ­ρει, αυ­τό ανα­ζω­ο­γω­νεί τη λο­γο­τε­χνία μας και φαί­νε­ται ότι αφο­ρά και τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία, η οποία επι­χει­ρεί να το εκ­φρά­σει στη μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα.


 

προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Ο πο­λυα­να­με­νό­με­νος VI διεθνής διαγωνισμός μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας του ισπα­νι­κού ιδρύ­μα­τος César Egido Serrano Foundation που εί­χε ανα­βλη­θεί λό­γω παν­δη­μί­ας. Nι­κή­τρια του ΙV δια­γω­νι­σμού ήταν η Αμε­ρι­κα­νί­δα Emily Raboteau με την ιστο­ρία της Στρείδια. Σύμ­φω­να με τον φετινό κα­νο­νι­σμό η πρό­σκλη­ση ισχύ­ει για κεί­με­να έως 100 λέ­ξεις, σε 4 γλώσ­σες, με θέ­μα την παν­δη­μία, με κα­τα­λη­κτι­κή ημε­ρο­μη­νία δωρεάν υποβολής, μέ­χρι δύο κεί­με­να ο κα­θέ­νας, την 30η Σε­πτεμ­βρί­ου 2021 και 20.000$ το πρώ­το βρα­βείο, για το οποίο θα λη­φθεί υπό­ψη και η ηλε­κτρο­νι­κή ψη­φο­φο­ρία των συμ­με­τε­χό­ντων.


Οι μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες Ρεύ­ματα της Hannah Vo­sku­il, Re­mem­ber του Dan Schwartz (ή την πα­ρου­σί­α­σή του σε προη­γού­μενο δελ­τίο), Νε­ρό της Patricia Martín Rivas,  Με­γά­λη Παρα­σκευή της Amanda Leduc,  The Left be­hind της Isla Tel­ford και το σύντο­μο διήγημα Nia­ga­ra Falls, 1963 του Don Herald.


Οι συλ­λο­γές μι­κρο­μυ­θο­πλα­σιών Το ψάρε­μα της πέ­στρο­φας στην Α­με­ρι­κή του Ri­chard Brauti­gan και Lo­ve Sto­ries for He­ctic Pe­ople της Cathe­ri­ne McNa­ma­ra. Δείγμα από την τε­λευ­ταία: As Sim­ple as Wa­ter.


Tο δι­ή­γη­μα John Red­ding goes to sea της Zora Ne­ale Hur­ston.


Η νου­βέ­λα Μπλε βα­θύ, σχε­δόν μαύ­ρο του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού.


Η ται­νία μι­κρού μή­κους Outside των Inbal Pinto και Etgar Keret για την παν­δη­μία (διάρ­κεια 07:55 λ.)


Η μη­νιαία στή­λη Eat your words της Valerie Stivers στην ηλε­κτρο­νι­κή έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού The Paris Review.


Το αφιέ­ρω­μα στο νε­ρό, Water, του ηλε­κτρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας της Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας Flash Frontier, ιδιαί­τε­ρα η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Aquaphobia, του Jeff Taylor.


To ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Splonk[33], με αρ­χι­συ­ντά­κτρια την Nuala O’ Connor, το οποίο δη­μο­σιεύ­ει ιρ­λαν­δι­κή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία.


H ομι­λία του ιχθυο­λό­γου Prosanta Chaknabarty στο TED με τί­τλο 4 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης σε 6 λεπτά, στην οποία κα­τα­λή­γει ότι «Εί­μα­στε όλοι ψά­ρια» .


Τα τρα­γού­δια Les Pas­santes του Geo­rges Bras­sens και Down by the wa­ter της P. J. Harvey και η μου­σι­κή σύν­θε­ση F major της Hania Rani.


[1] Το συγκεκριμένο δελτίο διαβάζεται και μη γραμμικά, από το τέλος, ή τυχαία.
[2] Μετάφραση δική μου από το πρωτότυπο στην ισπανική γλώσσα.
[3] Σε αγγλική μετάφραση της Anne Twitty.
[4] Μετάφραση δική μου.
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Στη συλλογή του Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] Μετάφραση δική μου.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Μετάφραση δική μου.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Στο βιβλίο του Διαψάλματα.
[15] Μετάφραση δική μου.
[16] Μετάφραση δική μου.
[17] Μετάφραση δική μου.
[18] Μετάφραση δική μου.
[19] Μετάφραση δική μου.
[20] Από την έρευνά μου στο διαδίκτυο δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία.
[21] Μετάφραση δική μου.
[22] Μετάφραση δική μου.
[23] Μετάφραση δική μου.
[24] Κυριακίδης Αχιλλέας, Μικρή περιοχή, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007.
[25] Kenny Anthony, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφ. Δ. Ρισσάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005.
[26] Μετάφραση δική μου.
[27] Contadini Luigi, Le suggestioni del microrrelato, στο Labirinti 165, Le Forme del Narrare: Nel Tempo e tra I Generi, Universitá degli Studi di Trento, 2017.
[28] Ο James Thomas επινόησε το 1992 τον όρο flash fiction, κατά τη διάρκεια μιας έντονης καλοκαιρινής καταιγίδας σε ένα ελληνικό νησί.
[29] Ortega Julio, A flash before the Bang, στο The Rose Metal Press Field Guide to Writing Flash Fiction, επ. Tara L. Masih, Rose Metal Press, 2009.
[30] Μετάφραση δική μου.
[31] Στο βιβλίο Η τέχνη της γραφής.
[32] Μετάφραση δική μου.
[33] Η λέξη Splonk είναι η αγγλοποιημένη μορφή της ιρλανδικής λέξης splanc, η οποία είναι ουσιαστικό, γένους θηλυκού και σημαίνει αναλαμπή, λάμψη, αστραπή, ή σπίθα. Η ιρλανδική λέξη splaincín, που προέρχεται από τη λέξη splanc περιγράφει ένα θηλυκό ον με ελεύθερο πνεύμα.

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#16:Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λέ­ω τὴν ἱ­στο­ρί­α (22-03-2021)

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#14: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού (21-09-2020)

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Πηγή φωτογραφίας τίτλου:

https://www.instagram.com/backpackerslist/?hl=el

Πηγή φωτογραφίας τέλους:

https://unsplash.com/photos/riYdn15o96U



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λέ­ω τὴν ἱ­στο­ρί­α



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#16]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λέ­ω τὴν ἱ­στο­ρί­α


Blyde River Canyon εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο πρά­σι­νο φα­ράγ­γι τῆς γῆς, μὲ πλού­σια ὑ­πο­τρο­πι­κὴ βλά­στη­ση, στὴν πε­ρι­ο­χὴ Mpumalanga, στὴ Ν. Ἀ­φρι­κή. «Bly­de» ση­μαί­νει εὐ­τυ­χὴς στὰ πα­λαι­ό­τε­ρα ὀλ­λαν­δι­κά, ὀ­νο­μα­σί­α ποὺ τοῦ ἀ­πο­δό­θη­κε τὸ 1844 ἀ­πὸ τὸν ὀλ­λαν­δι­κῆς κα­τα­γω­γῆς Hen­drik Pot­gie­ter καὶ ἄλ­λους ἐ­ξε­ρευ­νη­τές. Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φές του ὑ­πάρ­χει ἕ­να ση­μεῖ­ο γνω­στὸ ὡς «τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ Θε­οῦ» (God’s win­dow). Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴ θέα τοῦ ἐ­θνι­κοῦ πάρ­κου Kru­ger, τὴν ὁ­ρο­σει­ρὰ Le­bom­bo στὰ σύ­νο­ρα μὲ τὴ Μο­ζαμ­βί­κη, ἐ­νῶ θε­ω­ρεῖ­ται κι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἰ­δα­νι­κό­τε­ρα ση­μεῖ­α γιὰ πα­ρα­τή­ρη­ση καὶ με­λέ­τη πτη­νῶν στὴ χώ­ρα.

Ὁ θεῖ­ος μου ὁ Τζί­μι στέ­κε­ται στὸ ὑ­γρό του δι­α­μέ­ρι­σμα, αὐ­τὸ μὲ τὶς βρώ­μι­κες βε­λό­νες καὶ σύ­ριγ­γες ἂν καὶ τὶς ἀ­πο­κα­λεῖ ξάρ­τια καὶ ὄ­χι σύ­ριγ­γες, καὶ ἡ με­θα­δό­νη ἀ­νά­θε­μα καὶ ἂν ἔ­χει κά­νει τί­πο­τα γι’ αὐ­τὸν καὶ δὲν ἔ­χει χρή­μα­τα γιὰ τὴ δό­ση του, ἔ­τσι σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ μέ­ρα ποὺ θὰ πε­θά­νει.

       Ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι θὰ πά­ει στὴ συ­νέν­τευ­ξη στὸ ἐρ­γο­στά­σιο μπου­ζὶ σὲ μιὰ ὥ­ρα, ντυ­μέ­νος μὲ τὸ κο­στού­μι ποὺ τοῦ ἀ­γό­ρα­σε ὁ πα­τέ­ρας του —ὁ παπ­ποῦς μου—, ἀλ­λὰ δὲ θὰ πε­ρά­σει τὴν ἐ­ξέ­τα­ση οὔ­ρων, καὶ ἔ­χει ἁ­πλῶς ἀ­παυ­δή­σει μὲ ὅ­λα αὐ­τά. Ὁ θεῖ­ος Τζί­μι ἱ­δρώ­νει καὶ τρέ­μει, μο­νο­λο­γεῖ ὅ­τι φταί­ει ἡ στέ­ρη­ση ἀ­πὸ τὴ δό­ση του καὶ Χρι­στέ μου αὐ­τὴ ἡ ζέ­στη, για­τί εἶ­ναι Σε­πτέμ­βριος στὸ Το­λέ­δο καὶ εἶ­ναι ἄ­θλια, καὶ πιά­νει τὸ μά­τι του τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ κα­λώ­διο πά­νω στὸ χα­λα­σμέ­νο ψυ­γεῖ­ο καὶ τὴν πε­τα­μέ­νη ζώ­νη στὸ πά­τω­μα ἡ ὁ­ποί­α θὰ ἔ­πρε­πε νὰ συγ­κρα­τεῖ τὸ παν­τε­λό­νι του, ἀλ­λὰ δὲν τὸ κά­νει καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει ποι­ό θὰ εἶ­ναι τὸ πιὸ γε­ρό, τὸ κα­λύ­τε­ρο νὰ ἀν­τέ­ξει τὸ βά­ρος του γιὰ νὰ κρε­μα­στεῖ ἀ­πὸ τὶς σω­λῆ­νες στὸ ὑ­πό­γει­ο αὐ­τοῦ τοῦ σκα­το­κτι­ρί­ου.

       Καὶ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ εἶ­ναι ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται τὸ που­λί.

       Ἐ­πι­τρέψ­τε μου νὰ εἶ­μαι ξε­κά­θα­ρη: αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι κα­νέ­να με­λίρ­ρυ­το, μὲ ἐν­τυ­πω­σια­κὸ φτέ­ρω­μα κε­λα­η­δο­πού­λι, οὔ­τε κα­νέ­να κο­τσύ­φι μὲ κο­φτε­ρὸ βλέμ­μα, οὔ­τε κα­νέ­να χνου­δω­τὸ πα­πά­κι βγαλ­μέ­νο ἀ­πὸ πα­ρα­μύ­θι. Ὄ­χι. Εἶ­ναι ἕ­να κα­κά­σχη­μο που­λὶ μό­α, τό­σο γι­γάν­τιο ποὺ μό­λις ποὺ χω­ρά­ει στὸ δω­μά­τιο, καὶ δὲν ἔ­χει κὰν πού­που­λα, εἶ­ναι γε­μά­το τρί­χες, δὲν σᾶς κά­νω πλά­κα. Καὶ ἀ­κοῦ­στε κι αὐ­τό, δὲν ἔ­χει κὰν φτε­ρά. Ἀ­κρι­βῶς, ἕ­να που­λὶ χω­ρὶς φτε­ρά. Στρι­μώ­χνει τὸν πε­λώ­ριο ἑ­αυ­τό του μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, για­τὶ βέ­βαι­α δὲν ὑ­πάρ­χει πλαί­σιο, καὶ μπου­κά­ρουν καὶ μπαι­νο­βγαί­νουν οἱ μύ­γες, ἑ­πο­μέ­νως για­τί ὄ­χι κι ἕ­να γα­μη­μέ­νο που­λί, ἕ­να τε­ρά­στιο ἀ­πε­χθὲς πράγ­μα ποὺ κα­τα­λαμ­βά­νει ὅ­λο τὸ χῶ­ρο; Ὁ θεῖ­ος Τζί­μι δὲν ἔ­χει ξα­να­δεῖ που­λὶ μό­α, ἀλ­λὰ οὔ­τε κι ἐ­σεῖς, ἐ­πει­δὴ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ Νέ­α Ζη­λαν­δί­α κι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν κά­που ἑ­ξα­κό­σια χρό­νια πρίν. Καὶ ὁ θεῖ­ος μου αἰ­σθά­νε­ται μιὰ στε­νὴ συγ­γέ­νεια μὲ αὐ­τὸ τὸ που­λὶ ἐ­πει­δὴ τὰ πτη­νὰ μό­α ἔ­χουν ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ γιὰ ἕ­ναν λό­γο: οἱ πρῶ­τοι ἄν­θρω­ποι ποὺ ἔ­φτα­σαν στὸ νη­σὶ τὰ κυ­νή­γη­σαν καὶ τὰ ἔ­φα­γαν. Μέ­χρι καὶ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο.

       Ἔ­τσι ὁ θεῖ­ος Τζί­μι καὶ τὸ που­λὶ μό­α, καρ­φώ­νουν μὲ τὰ μά­τια ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, κι ἐ­ξαι­τί­ας τῆς κα­τά­στα­σης στὴν ὁ­ποί­α βρί­σκε­ται ὁ θεῖ­ος μου, δὲ σκέ­φτε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἔ­στω καὶ λί­γο πα­ρα­νο­ϊ­κὸ ὅ­ταν τὸ που­λὶ ἀ­νοί­γει τὸ ράμ­φος του καὶ ἀρ­χί­ζει νὰ μι­λά­ει.

       «Θὰ χα­ρα­μί­σεις αὐ­τὸ τὸ και­νού­ριο κο­στού­μι σὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­η­δί­α;» λέ­ει τὸ που­λί. Κοι­τά­ζει ἐ­πί­μο­να τὸν θεῖ­ο μου ἀ­πὸ κά­τω του, τὸ μά­τι του στρογ­γυ­λὸ καὶ ὑ­γρὸ σὰν κουμ­πί.

       Καὶ ὁρ­κί­ζο­μαι στὸν Θε­ό, ὁ θεῖ­ος Τζί­μι βά­ζει τὰ γέ­λια. Γε­λά­ει! Για­τί τό’ ξε­ρε ὅ­τι ἐ­ὰν τὸ που­λὶ εἶ­χε πεῖ κα­μί­α ἄλ­λη χα­ζο­μά­ρα —εἶ­σαι μό­λις σα­ραν­τα­πέν­τε, τί θὰ ἀ­πο­γί­νει τὸ μι­κρὸ ξαν­θο­μάλ­λι­κο ἀ­γό­ρι σου, ἡ ἀ­δερ­φή σου θὰ πε­θά­νει κι αὐ­τὴ ἀ­πὸ ναρ­κω­τι­κὰ σὲ λί­γα χρό­νια, δὲ λυ­πᾶ­σαι κα­νέ­ναν;— ὁ θεῖ­ος Τζί­μι θὰ τὸ κλω­τσοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο μό­νο γιὰ τὴν εὐ­χα­ρί­στη­ση νὰ τὸ δεῖ νὰ σκά­ει κά­τω.

       Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ τὸ που­λὶ μό­α, εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνο που­λί. Καὶ μι­λά­ει σὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ Ντι­τρό­ιτ. Καὶ ἐ­ξαι­τί­ας ὅ­λων αὐ­τῶν, σκά­ει τὸ γε­μά­το χα­μό­γε­λο μὲ τὰ ὡ­ραῖ­α δόν­τια τοῦ θεί­ου Τζί­μι καὶ αὐ­τὸ τὸ βα­θύ, νε­α­νι­κὸ γέ­λιο ἀ­να­βλύ­ζει καί…ἐν­τά­ξει. Πά­ει πο­λὺς και­ρὸς ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ γέ­λα­σε, καὶ δι­ά­ο­λε, ὅ­λο αὐ­τὸ εἶ­ναι θε­ό­τρε­λο.

       Τὸ που­λὶ συ­νε­χί­ζει νὰ τὸν κοι­τά­ζει ἐ­πί­μο­να, χα­μο­γε­λών­τας πο­νη­ρά, κι ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν θεῖ­ο Τζί­μι: τσα­κί­σου καὶ βγὲς ἔ­ξω. Ὅ­ταν ὁ θεῖ­ος Τζί­μι δὲν κου­νι­έ­ται ρού­πι, τὸ που­λὶ σέρ­νει τὰ με­γά­λα του πό­δια μὲ τὰ γαμ­ψὰ νύ­χια πά­νω στὸν ξε­φλου­δι­σμέ­νο λι­νο­τά­πη­τα καὶ λέ­ει ἐν­νο­ῶ μπίζ­νες, ἀ­δερ­φέ. Καὶ ὁ θεῖ­ος μου ξα­να­βά­ζει τὰ γέ­λια —πό­σο λα­τρεύ­ω αὐ­τὸ τὸ γέ­λιο! Ἡ ἐν­το­νό­τε­ρη ἀ­νά­μνη­σή μου ἀ­πὸ αὐ­τόν, τό­σο ἔν­το­νη ποὺ πο­νά­ει σὰν βε­λό­να ποὺ τρυ­πά­ει τὸ δέρ­μα— καὶ ἡ ξαν­θιά του τού­φα τραν­τά­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ γέ­λια του. Φυ­σι­κὰ δὲν πρό­κει­ται νὰ πά­ει στὴ συ­νέν­τευ­ξη, ἐ­πει­δὴ τὸ που­λὶ μπο­ρεῖ νὰ μι­λά­ει ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι μα­γι­κό, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀλ­λά­ξει τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἐ­ξέ­τα­σης οὔ­ρων, ἀλ­λὰ ὁ θεῖ­ος Τζί­μι φεύ­γει. Βγαί­νει ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸν σκου­πι­δό­το­πο, ἀ­φή­νον­τας πί­σω τα ξάρ­τια καὶ τὶς βε­λό­νες του καὶ τὴ ζώ­νη καὶ τὸ κα­λώ­διο τοῦ ψυ­γεί­ου καὶ ἴ­σως πά­ει σὲ κα­νέ­να κέν­τρο ἀ­πε­ξάρ­τη­σης ἀλ­λὰ μᾶλ­λον ὄ­χι, ἀλ­λὰ ἔ, φεύ­γει. Ἐ­πει­δὴ σὲ κά­ποι­ον, σὲ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε, πρέ­πει νὰ πεῖ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­κό­μα καὶ ἂν πο­τέ, σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση, δὲν πρό­κει­ται νὰ τὴν πι­στέ­ψουν.

            Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[1] τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Amy Col­lini μὲ τί­τλο «Στὴν ὁ­ποία φα­ντά­ζομαι ἕ­να δια­φορε­τι­κὸ τέλος γιὰ τὸν θεῖο Τζί­μι», μί­α ἀ­πὸ τὶς πε­νήν­τα κα­λύ­τε­ρες μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες τοῦ 2020 στὴ λί­στα τοῦ Wig­leaf, ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ ἀ­να­φο­ρᾶς στὸ εἶ­δος.


Micro­me­ria Acro­po­li­tana εἶ­ναι ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κό, ἐν­δη­μι­κὸ φυ­τὸ μὲ ρὸζ ἄν­θη, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐν­το­πί­ζε­ται μό­νο σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο στὸν κό­σμο: στὸν βρά­χο τῆς Ἀ­κρό­πο­λης. Κα­τα­γρά­φη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ 1906, ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε, τὸ 1981 θε­ω­ρή­θη­κε προ­στα­τευ­ό­με­νο εἶ­δος κι ἐντο­πί­στηκε ξα­νὰ τὸ 2006. Σύμ­φω­να μὲ ἄρ­θρο τῆς Περι­βαλ­λοντι­κῆς Ἀρ­χαι­ολο­γίας, ἀν­θί­ζει ἀ­πὸ Μά­ϊ­ο ἕ­ως Ἰ­ού­νιο πά­νω σὲ πέ­τρες τει­χῶν καὶ σχι­σμὲς μὲ λί­γο χῶ­μα, καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ «ἕ­να φυ­τὸ-μύ­θο».


Ἐ­πί­σης στὴν πα­ρα­πά­νω λί­στα τοῦ Wig­leaf πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[2] μὲ τί­τλο «Ὅ­λα φρι­κτὰ εἶ­ναι ἀλ­λά πρέ­πει νὰ δια­βά­σεις αὐ­τὴ τὴν ἱστο­ρία» τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Amber Sparks, κρι­τὴ τῆς δι­ε­θνοῦς ἀν­θο­λο­γί­ας Best micro­fi­ction 2021. Ξε­κι­νά­ει ὡς ἑ­ξῆς: «Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ χρει­ά­ζε­σαι νὰ δι­α­βά­σεις αὐ­τὴ τὴ στιγ­μή. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α μί­ας μη­τέ­ρας καὶ μί­ας κό­ρης στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα δὲν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται, δὲν ἀ­πο­χαι­ρε­τά­ει, δὲν πε­θαί­νει. Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα μέ­νει. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ σοῦ εἶ­πε ἡ μη­τέ­ρα σου ὅ­ταν ἤ­σουν μι­κρή, αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ὁ Τει­ρε­σί­ας τυ­φλώ­θη­κε ἀ­κα­ρια­ῖα ὅ­ταν εἶ­δε τὴ μη­τέ­ρα του νὰ κά­νει μπά­νιο μὲ τὴν Ἀ­θη­νᾶ· ἀλ­λὰ ἡ θε­ὰ τὸν ἀ­πο­ζη­μί­ω­σε μὲ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται τὸ μέλ­λον. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα σου σοῦ ψι­θύ­ρι­σε, “θὰ ἔ­χου­με τέ­τοι­α μυ­στι­κὰ με­τα­ξὺ μας”, κι ἔ­νι­ω­σες ἀ­γά­πη ἀν­τὶ γιὰ τρό­μο. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α πε­ρη­φα­νευ­ό­σουν γιὰ τὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ σοῦ δι­η­γοῦν­ταν ἡ μη­τέ­ρα σου. […] Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα ἔ­γι­νε κλα­σι­κὴ ἐ­πει­δὴ σα­γη­νεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴ μυ­θο­λο­γί­α, καὶ ὄ­χι ἐ­πει­δὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Φι­λο­μή­λας[3] ἀν­τη­χοῦ­σε τό­σο βα­θιὰ μέ­σα της. […] Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α […] ὅ­ταν ρώ­τη­σες τὸ ἀ­γό­ρι σου “Μὲ θε­ω­ρεῖς ἀλ­λό­κο­τη”, ἀν­τὶ τοῦ γέ­λιου του καὶ τῆς ἀρ­νη­τι­κῆς ἀ­πάν­τη­σής του […] ἀ­παν­τᾶ ναί· σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α εἶ­πε “ναί, ναὶ εἶ­σαι ἀλ­λό­κο­τη” καὶ ἡ φλό­γα φούν­τω­σε μέ­χρι ἐ­πά­νω κι ἔ­κα­ψε τὴν προ­η­γού­με­νη ζω­ή σου ἀ­κα­ρια­ῖα καὶ ξε­κά­θα­ρα καὶ σὲ ἀ­να­γέν­νη­σε, ἀ­πα­στρά­πτου­σα, μὲ φτε­ρὰ φοί­νι­κα.» Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ὅ­ταν με­τὰ τὸ χω­ρι­σμὸ τῶν γο­νι­ῶν της ἡ κό­ρη ρω­τά­ει τὴ μη­τέ­ρα της τί σκέ­φτε­ται «ἐ­κεί­νη δὲν ἀ­παν­τά­ει “νὰ πε­θά­νω”, ἀλ­λὰ “νὰ πε­τά­ξω”, καὶ σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρία σοῦ εἶ­πε πῶς δου­λεύ­ουν τὰ φτε­ρά. Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α ὁ Ἴ­κα­ρος κόλ­λη­σε τὰ φτε­ρά του μὲ κά­τι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ κε­ρὶ καὶ πέ­τα­ξε στὴν καρ­διὰ τοῦ ἥ­λιου μέ­χρι ποὺ τὸν τρά­βη­ξε ὁ Ἀ­πόλ­λω­νας καὶ τὸν ἐ­πι­βρά­βευ­σε. Ἐ­δῶ, ὁ Ἀ­πόλ­λω­νας εἶ­ναι ὁ κα­λὸς πα­τέ­ρας ποὺ ὁ Ἴ­κα­ρος δὲν εἶ­χε πο­τέ. […] Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α, τὸ σχοι­νὶ εἶ­ναι γιὰ ἀ­ναρ­ρί­χη­ση, ὄ­χι γιὰ πτώ­ση. […] Δὲ ση­μαί­νει ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει θλί­ψη σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες χρει­ά­ζον­ται συγ­κρού­σεις, καὶ τὸ κλά­μα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ὀ­νει­ρῶ­δες. Ἀλ­λὰ ἡ θλί­ψη, σὰν τὰ κα­ρά­βια, πρέ­πει νὰ στρί­βει καὶ αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α δὲν προ­κύ­πτει ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη γιὰ κά­θαρ­ση. […] Δὲν ὑ­πάρ­χουν κρε­μα­σμέ­να σώ­μα­τα ἀ­πὸ ἀ­νε­μι­στῆ­ρες στὰ τα­βά­νια. […]». Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α δω­ρο­δο­κεῖς ὅ­πο­τε θέ­λεις τὸν Κέρ­βε­ρο μὲ ἀ­χνι­στὸ ψω­μὶ ἀ­λειμ­μέ­νο μὲ μέ­λι, ἐ­πα­να­φέ­ρεις τὴ μη­τέ­ρα σου συ­χνὰ ἀ­πὸ τὸν Ἅ­δη, ὅ­λοι εἶ­ναι ἀ­σφα­λεῖς, τὰ παι­διὰ εἶ­ναι εὐ­πρόσ­δε­κτα, οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ δέ­χον­ται ἐ­πί­θε­ση ἀ­να­πτύσ­σουν ἄ­μυ­νες καὶ σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α ἔ­χει χω­ρέ­σει τὸ σύμ­παν. «Εἶ­ναι μιὰ ξε­πε­ρα­σμέ­νη ἱ­στο­ρί­α: ἡ κα­λο­σύ­νη ρέ­ει μέ­σα της σὰν τεμ­πέ­λι­κο πο­τά­μι, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­σχί­ζει κά­θε χα­ρα­κτή­ρας.» Τέ­λος, «Δὲν ὑ­πάρ­χουν ὅ­πλα σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α. Ἴ­σως ὑ­πάρ­χουν ξυ­ρά­φια, ναί, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ χρει­ά­ζε­σαι γιὰ νὰ κό­ψεις τὰ δυ­σά­ρε­στα μέ­ρη καὶ νὰ ἀ­φή­σεις τὰ κα­λά, ἐ­κεῖ­να ποὺ θὰ σώ­σουν τὴ ζω­ή σου».

       «Ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε ἕ­νας πυ­ρή­νας ἀ­λή­θειας στὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ περ­νοῦν ἀ­πὸ γε­νιὰ σὲ γε­νιά», ἰσχυ­ρί­ζεται ὁ ἀρχαι­ο­λό­γος Jack Da­vis ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Cincinnati στὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Archaeology σὲ ἄρ­θρο τοῦ 2019 γιὰ τὶς ἐ­ξε­λί­ξεις τῶν ἀ­να­σκα­φῶν κον­τὰ στὸ μυ­κη­να­ϊ­κὸ ἀ­νά­κτο­ρο τοῦ Νέ­στο­ρος, στὴν πε­ρι­ο­χὴ Πυ­λί­α τῆς Μεσ­ση­νί­ας. Ἐ­κεῖ, μα­ζὶ μὲ τὴν Sha­ron Sto­cker καὶ δι­ε­θνῆ ὁ­μά­δα ἀρ­χαι­ο­λό­γων ἀ­να­κά­λυ­ψαν τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2015 τὸν ἀ­σύ­λη­το καὶ πλού­σια κτε­ρι­σμέ­νο λακ­κο­ει­δῆ τά­φο νε­α­ροῦ ἄν­δρα, τοῦ ἀ­πο­κα­λού­με­νου Γρύ­πα Πο­λε­μι­στῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος χρο­νο­λο­γεῖ­ται πε­ρί­που στὸ 1500 π.Χ. (Ὑ­στε­ρο­ελ­λα­δι­κὴ ΙΙ πε­ρί­ο­δος). Σύμ­φω­να μὲ τὶς σχε­τι­κὲς ἀ­να­κοι­νώ­σεις τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμοῦ καὶ Ἀ­θλη­τι­σμοῦ, «ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πιὸ ἐντυ­πω­σια­κή περί­πτω­ση ἐ­πί­δει­ξης προ­ϊ­στο­ρι­κοῦ πλού­του σὲ τα­φι­κὰ μνη­μεῖ­α τῆς Ἠ­πει­ρω­τι­κῆς Ἑλ­λά­δας, ποὺ ἔ­χει ἔρ­θει στὸ φῶς τὰ τε­λευ­ταῖ­α ἑ­ξῆν­τα πέν­τε χρό­νια». Μά­λι­στα «ἡ ὑ­ψη­λὴ ποι­ό­τη­τα τῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ Πύ­λος, ὅ­πως καὶ οἱ Μυ­κῆ­νες στὴ ΒΑ Πε­λο­πόν­νη­σο, εἶ­χε ἔν­το­να ἐ­πη­ρε­α­στεῖ ἀ­πὸ τὴ μι­νω­ϊ­κὴ τέ­χνη γύ­ρω στὸ 1500 π.Χ.» καὶ ἡ σχέ­ση τους ἐπανε­ξετά­ζεται. Ἀ­νά­με­σα στὰ εὐ­ρή­μα­τα ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­τυ­πω­σια­κὸς εἶ­ναι ἕ­νας σφρα­γιδό­λι­θος πε­ρί­που 3,5 ἑκα­το­στῶν, οἱ λε­πτο­μέ­ρει­ες τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν εἶ­ναι εὐ­δι­ά­κρι­τες μὲ γυ­μνὸ μά­τι, ὅ­πως οἱ φλέ­βες στὰ σώ­μα­τα τῶν πο­λε­μι­στῶν. Ἡ ταυ­τό­τη­τα τοῦ καλ­λι­τέ­χνη πα­ρα­μέ­νει ἄ­γνω­στη. Εἰ­κά­ζε­ται ὅ­τι ἦ­ταν κρη­τι­κῆς κα­τα­γω­γῆς, κα­θὼς δὲν ἔ­χουν βρε­θεῖ στοι­χεῖ­α γιὰ τε­χνί­τες τῆς ἠ­πει­ρω­τι­κῆς χώ­ρας ποὺ νὰ γνώ­ρι­ζαν αὐ­τὴ τὴν τε­χνο­τρο­πί­α. Ἀ­πει­κο­νί­ζει ἕ­ναν πο­λε­μι­στὴ ὁ ὁ­ποῖ­ος μα­χαι­ρώ­νει ἕ­ναν ὁ­πλι­σμέ­νο ἐ­χθρό, ἐ­νῶ ἕ­νας ἄλ­λος πε­θαί­νει στὰ πό­δια του. Στὴν μι­κρο­σκο­πι­κή του πε­ρί­με­τρο ἐ­σω­κλεί­ει μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη, ἄ­γνω­στη ἱ­στο­ρί­α ἐ­δῶ καὶ τό­σους αἰ­ῶ­νες, ἡ ὁ­ποί­α μέ­νει νὰ ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ.


Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Me­gan Pin­to μὲ τί­τλο From Mars, ἐ­πί­σης ἀ­πὸ τὴ λί­στα τοῦ Wig­leaf, δὲν δι­ευ­κρι­νί­ζε­ται ἐ­ὰν πρό­κει­ται γιὰ ἡ­ρω­ΐ­δα ἢ ἥ­ρω­α ποὺ ἀ­φη­γεῖ­ται, οὔ­τε σὲ ποι­ό ση­μεῖ­ο τοῦ Ἄ­ρη βρί­σκε­ται αὐ­τὴ/αὐ­τός. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βρί­σκε­ται στὸ βό­ρει­ο ἠ­μι­σφαί­ριο, στὸν κρα­τή­ρα Jezero, ἐ­κεῖ ὅ­που προ­σε­δα­φί­στη­κε πρόσφα­τα το Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μὴ ἐ­παν­δρω­μέ­νο ρομ­πὸτ ἐ­δά­φους Mars 2020 Perseverance γιὰ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει ἴ­χνη μι­κρο­βια­κῆς ζω­ῆς. Τὸ ση­μεῖ­ο βρί­σκε­ται κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ U­to­pia Pla­ni­tia, ὅ­που σύν­το­μα ἀ­να­μέ­νε­ται νὰ προ­σε­δα­φι­στεῖ καὶ ἡ πρώ­τη Κι­νε­ζι­κὴ δι­α­στη­μο­συ­σκευ­ή. Ἡ ἡ­ρω­ί­δα ἢ ὁ ἥ­ρω­ας τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τῆς Pinto θὰ μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νὰ εἶ­ναι καὶ στὸ νό­τιο ἡ­μι­σφαί­ριο, στὴν κα­τὰ πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρη πε­διά­δα ἀ­πὸ τὸ ὁ­μώ­νυ­μο κρά­τος μὲ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α Ἑλ­λάς, ἡ ὁ­ποί­α θε­ω­ρεῖ­ται ὡς σή­με­ρα ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους κρα­τῆ­ρες στοὺς πλα­νῆ­τες τοῦ ἡ­λια­κοῦ μας συ­στή­μα­τος καὶ ἡ με­γα­λύ­τε­ρη δο­μὴ ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε πρὶν 4,1-3,8 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια ἀ­πὸ πρό­σκρου­ση ἄλ­λου σώ­μα­τος στὸν Ἄ­ρη. Τὸ θέ­μα τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι ἡ ἀ­νεκ­πλή­ρω­τη ἀ­γά­πη καὶ τὸ κε­νὸ ποὺ ἀ­φή­νει, οἱ ρή­ξεις στὶς ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις καὶ ἡ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ πλευ­ρὰ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὄν­τος, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει δι­α­τη­ρή­σει μέ­χρι τώ­ρα στὴν ἱ­στο­ρί­α του καὶ δυ­σκο­λεύ­ε­ται νὰ τι­θα­σεύ­σει, ἀ­κό­μα καὶ στὰ δι­α­πλα­νη­τι­κά του τα­ξί­δια. Ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα ἢ ὁ ἥ­ρω­ας τῆς Pinto, ὅ­μως, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς δι­η­γοῦν­ταν τὴν ἱ­στο­ρί­α της/του ἀ­πὸ τὸν Ό­λυμ­πο· ἀ­πὸ τὸ ἀ­νε­νερ­γὸ ἡ­φαί­στει­ο κον­τὰ στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ψη­λό­τε­ρο γνω­στὸ βου­νὸ στὸ ἡ­λια­κό μας σύ­στη­μα, μὲ τρι­πλά­σιο ὑ­ψό­με­τρο ἀ­πὸ τὸ Ἔ­βε­ρε­στ. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ θὰ μπο­ροῦ­σε ἴ­σως νὰ δεῖ κα­λύ­τε­ρα τὴ Γῆ, πού, ὅ­πως λέ­ει, εἶ­ναι μι­κρο­σκο­πι­κὴ σὲ μιὰ ἄ­κρη τοῦ σύμ­παν­τος καὶ «μοιά­ζει μὲ ὄ­μορ­φο βῶ­λο[4]». Εἰ­κό­να ποὺ θυ­μί­ζει τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ φω­το­γρα­φί­α τῆς Γῆς ποὺ τρά­βη­ξε τὸ Voyager 1 στὶς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1990 ἀ­πὸ τὸ δι­ά­στη­μα, τὴ γνω­στὴ ὡς Pa­le blue dot (Χλω­μή, μπλὲ κουκ­κί­δα), ποὺ ἀλ­λά­ζει τὴν ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κή μας ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὸν κό­σμο.


 

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Ἡ Ἀγ­γλί­δα Hol­ly Howitt–Dring στὴ δι­α­τρι­βή[5] της μὲ θέ­μα τὴ νου­βέ­λα καὶ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, στοι­χει­ο­θε­τεῖ τὴ βα­σι­κὴ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α της γιὰ τὴν τε­λευ­ταί­α γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ὑ­πό­θε­ση ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να νέ­ο εἶ­δος τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­νε­ώ­νει τὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ δὲν ἐ­πι­θυ­μεῖ, οὔ­τε χρει­ά­ζε­ται νὰ ὁ­ρι­στεῖ. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀμ­φι­σβη­τεῖ τὴν εἰ­δο­λο­γι­κὴ κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση καὶ ὅ­σο τὸ κα­τα­φέρ­νει, μέ­σα ἀ­πὸ τὶς ἀμ­φί­δρο­μες καὶ ὑ­βρι­δι­κὲς σχέ­σεις ποὺ ἀ­να­πτύσ­σει μὲ ἄλ­λα τα­ξι­νο­μη­μέ­να εἴ­δη, τό­σο θὰ δι­α­τη­ρεῖ τὸν ἀ­να­νε­ω­τι­κό της ρό­λο. Ἡ Howitt πα­ρου­σιά­ζει ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ κεί­με­να γιὰ νὰ τεκ­μη­ρι­ώ­σει τὴ δυ­να­μι­κὴ τῆς φόρ­μας καὶ τὴν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή της ἱ­κα­νό­τη­τα, ὅ­πως ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[6] τοῦ Οὐα­λοῦ Ri­chard Gwyn, μὲ τί­τλο «Σπαρ­τιά­τες»:

            Στὴν πό­λη τῆς Σπάρ­της ἡ δι­α­βί­ω­ση ἦ­ταν δύ­σκο­λη. Πα­ρα­τη­μέ­νος στὴν πλα­γιὰ ἑ­νὸς λό­φου ὡς νε­ο­γέν­νη­το γιὰ μιὰ νύ­χτα, ἔ­μα­θες γρή­γο­ρα τὸ τί καὶ τὸ πῶς. Ἔ­πει­τα ἦρ­θαν μά­χες ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ γί­νουν, τό­ποι νὰ κα­τα­κτή­σεις, λε­η­λα­σί­α καὶ ὑ­πο­δού­λω­ση νὰ φέ­ρεις εἰς πέ­ρας. Ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια κι ἕ­νας τά­φος πρὸς τι­μή σου. Καὶ δια­ρκῶς νὰ πρέ­πει νὰ ὑ­περ­τε­ρεῖς ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους τοὺς δι­πρό­σω­πους Κο­ρίν­θιους καὶ τοὺς ὑ­πε­ρό­πτες Ἀ­θη­ναί­ους σὲ θα­να­τη­φό­ρες συγ­κρού­σεις καὶ στὸ νὰ μὴ μέ­νει οὔ­τε τρί­χα ἄ­θι­κτη. Λόγ­χες ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ γυ­α­λι­στοῦν ἕ­ως ὅ­του ξε­πε­ρά­σουν σὲ λάμ­ψη τὶς ἀ­κτί­νες τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, σπα­θιὰ νὰ ἀ­κο­νι­στοῦν μέ­χρι καὶ τὸ ἐ­λα­φρύ­τε­ρο ἄγ­γιγ­μα νὰ ἔ­σχι­ζε στὰ δύ­ο τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο νεῦ­ρο. Ἐ­ὰν με­γά­λω­σες νι­ώ­θον­τας ἀ­δύ­να­μος μπρο­στά σε ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ σκλη­ρα­γώ­γη­ση, ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ἀ­παί­τη­ση γιὰ αἷ­μα καὶ θά­να­το, καὶ λα­χτά­ρη­σες ἔ­στω μιὰ ἱκ­μά­δα μυ­στη­ρί­ου ἢ τρυ­φε­ρό­τη­τας, ἤ­σουν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος στὸν χλευα­σμὸ καὶ τὴν προ­σβο­λή. Τοὺς ἄ­κου­σα στὸ προ­αύ­λιο τοῦ σχο­λεί­ου, τοὺς ὑ­πο­ψή­φιους Σπαρ­τιά­τες πο­λε­μι­στές. Ἀ­κό­μα καὶ οἱ βλα­σφη­μί­ες τους ἦ­ταν κα­θα­ρό­αι­μες, ἐ­νῶ τὸ δι­κό μου στό­μα ἦ­ταν γε­μά­το βώ­λους.

       Ἡ Howitt στὴ δι­α­τρι­βή της ἀ­να­φέ­ρει τὴν ἄ­πο­ψη τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ κρι­τι­κοῦ Jerome Stern ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως πρῶ­τος ἀ­πο­κά­λε­σε τὸ 1996 αὐ­τὸ τὸ νέ­ο εἶ­δος, «εἶ­ναι βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νη στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χὴ καὶ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νι­ῶν». Αὐ­τὴ ἡ ὑ­πό­θε­σή του βρί­σκε­ται στὴν εἰ­σα­γω­γὴ τῆς δι­ε­θνοῦς ἀν­θο­λο­γί­ας Mi­cro Fi­ction: an an­tho­lo­gy of real­ly short sto­ries, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ, καὶ ἀ­πα­σχο­λεῖ τὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ δι­ό­τι συ­σχε­τί­ζει τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τὴν ἀ­φή­γη­ση per se, ἀ­κό­μα καὶ μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ προ­φα­νῆ εἴ­δη, ὅ­πως τὴ νου­βέ­λα, τὸ δι­ή­γη­μα καὶ τὴν ποί­η­ση. Ὡς ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν ἀ­κό­μα λό­γο γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο θε­ω­ρῶ ὅ­τι ὀ­φεί­λου­με νὰ τὴν ἐ­ρευ­νοῦ­με καὶ νὰ τὴν πα­ρά­γου­με στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης, ἐ­κεῖ ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μα κα­τη­γο­ρι­ο­ποι­ή­σεις καὶ τὸ κεί­με­νο πα­ρα­μέ­νει ἀ­φη­γη­μα­τι­κό: λέ­με τὴν ἱ­στο­ρί­α. Ἐ­πι­πλέ­ον, τὸ μι­κρὸ μέ­γε­θός της εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μα ψευ­δαί­σθη­ση, ὅ­πως ἡ μι­μη­τι­κὴ ψευ­δαί­σθη­ση στὴν ὁ­ποί­α στο­χεύ­ει αἰ­ῶ­νες τώ­ρα ἡ ἀ­φή­γη­ση, προ­φο­ρι­κὴ ἢ γρα­πτή, κα­τὰ τὸν G. Genette[7]. Στὴν ἴ­δια εἰ­σα­γω­γὴ ὁ Stern ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ «μιὰ πρό­κλη­ση, ἕ­να πρό­βλη­μα στὴν ἀ­φή­γη­ση»[8], κομ­βι­κὸ ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα, ὅ­πως ἔ­χω ἐ­πι­ση­μά­νει καὶ σὲ προ­η­γού­με­να δελ­τί­α. Ἂν ἰ­σχύ­ει τὸ πρῶ­το, δη­λα­δὴ τὸ ρί­ζω­μά της στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή, προ­φα­νῶς ἰ­σχύ­ει καὶ τὸ δεύ­τε­ρο: πῶς ὁ­ρί­ζε­ται ἡ ψυ­χή, ἢ ποι­ά ἡ σχέ­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μὲ τὴ συνεί­δη­ση; Ὁ­πό­τε ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι γιὰ τὴ δι­ε­ρεύ­νη­σή της ἔ­χου­με μα­κρὺ δρό­μο νὰ δι­α­νύ­σου­με.

       Πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴ μιᾶς ἀ­νε­πι­θύ­μη­της πρό­σκρου­σης στὸν τοῖ­χο τοῦ σχε­τι­κι­σμοῦ καὶ γιὰ δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἀ­πό­λαυ­σης σὲ αὐ­τὴ τὴν πο­ρεί­α, μπο­ροῦ­με νὰ κρα­τᾶ­με κά­ποι­α στοι­χεῖ­α προ­σα­να­το­λι­σμοῦ ποὺ ἔ­χω ἐ­πι­ση­μά­νει σὲ προ­η­γού­με­να δελ­τί­α, ὅ­πως καὶ τὸ ἑ­ξῆς: ὁ Ri­chard Gwyn, στὸ ἱ­στο­λό­γιό του ἐ­ξαί­ρει τὰ δέ­κα ση­μεῖα ποὺ ἔ­χει ἐν­το­πί­σει ὁ Ἀρ­γεν­τι­νὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ κρι­τι­κὸς An­drés Neu­man τὰ ὁ­ποῖ­α χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ὡς ἕ­να βαθ­μὸ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὅ­πως τὴν ἐν­νο­οῦ­με σή­με­ρα. Ἀ­πὸ αὐ­τά, τὸ πιὸ χρή­σι­μο, ὄ­χι τό­σο γιὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σή της ὅ­σο γιὰ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς συγ­γρα­φῆς καὶ ἀ­νά­γνω­σής της, θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­ναι ἡ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Τὰ ρή­μα­τα πε­τοῦν, τὰ οὐ­σι­α­στι­κὰ τρέ­χουν, τὰ ἐ­πί­θε­τα κάμ­πτον­ται».


 

προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὶς ἱ­στο­ρί­ες Παρα­δεί­σια που­λιά, τῆς Mo­lia Dum­ble­ton καὶ Τὸ ψα­ρόνι τοῦ ὀνό­μα­τός της, τῆς Να­τα­λί­ας Θε­ο­δω­ρί­δου.


Τὴ συλ­λο­γὴ ἀ­φη­γή­σε­ων μὲ τί­τλο Βλαδι­βο­στόκ τοῦ Κώ­στα Βρα­χνοῦ.


Τὸ βι­βλί­ο μὲ τί­τλο Short Cir­cuits: A­pho­risms, Frag­ments, and Li­te­rary A­no­ma­lies τῶν James Lough καὶ Alex Stein.


Τοὺς δι­ε­θνεῖς δι­α­γω­νι­σμοὺς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας καὶ δι­η­γή­μα­τος The Cam­bri­dge Pri­zes (προ­θε­σμί­α ὑ­πο­βο­λῆς κει­μέ­νων στὴν ἀγ­γλι­κὴ ἕ­ως 14.5 καὶ 14.6.2021 ἀν­τί­στοι­χα).


Τοὺς λο­γο­τε­χνι­κοὺς ἀ­στε­ρι­σμοὺς ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ καλ­λι­τέ­χνης ψη­φια­κῶν δε­δο­μέ­νων Nick Rou­geux με­λε­τών­τας τὶς πρῶ­τες προ­τά­σεις κλα­σι­κῶν δι­η­γη­μά­των καὶ μυ­θι­στο­ρη­μά­των μὲ βά­ση τὰ μέ­ρη τοῦ λό­γου ποὺ κα­τα­γρά­φει (ρή­μα­τα, οὐ­σι­α­στι­κά, ἐ­πί­θε­τα, κ.τ.λ.)


Τὴν πρώ­τη ἀ­να­δρο­μι­κὴ ἔκ­θε­ση τῆς Ya­yoi Ku­sa­ma στὸ Gropius Bau στὸ Βε­ρο­λί­νο (23.4-1.8.2021).


To νέ­ο ἐγ­χεί­ρη­μα ἀ­πὸ τὴν Google Arts+Culture Ex­pe­ri­ence Kan­din­sky’s Art Through Si­mu­la­ted Sy­ne­sthe­sia, μέ­σω τοῦ ὁ­ποί­ου μπο­ροῦ­με νὰ βι­ώ­σου­με μέ­ρος τῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τῆς τέ­χνης τοῦ Kandinsky, «νὰ ἀ­κού­σου­με τί μπο­ρεῖ νὰ ἄ­κου­γε» σὲ ἔρ­γα τοῦ ὅ­πως τὸ Κί­τρι­νο-Κόκ­κι­νο-Μπλέ, ἢ τὸν Μπλὲ οὐρα­νό.


[1] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[2] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[3] . Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴ Φι­λο­μῆ­λα ἐ­δῶ.
[4] . Μετάφραση δική μου.
[5]. Howitt–Dring Hol­ly, Mea­ning and In­comple­teness, Car­diff Uni­ver­sity, 2008. Στο άρθρο της με τίτλο Ma­king mi­cro mea­nings: rea­ding and wri­ting micro­fi­ction στο περιοδικό Short fi­ction in the­ory and pra­ctice, τ. Ιανουαρίου 2011, συνοψίζει τους βασικούς άξονες της διατριβής της.
[6] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[7]. Genette G., Σχή­μα­τα ΙΙΙὉ λό­γος τῆς ἀ­φή­γη­σης: Δο­κί­μιο με­θο­δο­λο­γί­ας καὶ ἄλ­λα κεί­με­να, μτφ. Λυ­κού­δης Μπάμ­πης, ἐπ. Κα­ψω­μέ­νος Ἐ­ρα­το­σθέ­νης, Ἐκ­δό­σεις Πα­τά­κη, Ἀ­θή­να 2007.
[8]. Stern Jerome (ed.), Mi­cro Fi­ction: An an­tho­lo­gy of real­ly short sto­ries, New York: W. W. Norton & Company, 1996.

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#14: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού (21-09-2020)

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Πηγή φωτογραφίας: https://www.instagram.com/elculture/?hl=el



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#15]


Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις


ΠΑΡΑΠΑΝΩ φω­το­γρα­φί­α τῶν E­van In­ger­soll καὶ Ga­el Mc­Gill[1] ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ μον­τε­λο­ποί­η­ση ἑ­νὸς εὐ­κα­ρυ­ω­τι­κοῦ κυτ­τά­ρου σὲ τρισ­δι­ά­στα­τη μορ­φὴ ποὺ προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ τὸν συν­δυα­σμὸ βι­ο­πλη­ρο­φο­ρι­κῆς, δο­μι­κῆς βι­ο­λο­γί­ας, γε­νε­τι­κῆς καὶ ὀ­πτι­κῆς τέ­χνης. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τὶς πιὸ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νες ἀ­πει­κο­νί­σεις ποὺ δι­α­θέ­του­με μέ­χρι τώ­ρα, ἐ­πει­δὴ ἀ­πει­κο­νί­ζει μὲ ἀ­κρί­βεια τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α στὴ βά­ση δο­μι­κῶν καὶ μο­ρια­κῶν ἀ­να­λύ­σε­ων τῶν συ­στα­τι­κῶν κά­θε ὀρ­γα­νι­δί­ου[2] καὶ ἂν ἀ­να­τρέ­ξει κα­νεὶς στὴν πηγὴ μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὸν με­τα­σχη­μα­τι­σμὸ τοῦ κυτ­τα­ρι­κοῦ το­πί­ου. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­τυ­πω­σια­κὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τοῦ μιτο­χον­δρίου (ὅ­ρος ἀ­πὸ τὴν λέ­ξη «μί­τος» [νῆ­μα] καὶ «χόν­δρος» [σφαι­ρι­κὸ σω­μά­τιο]), τοῦ ὀ­βὰλ ὀρ­γα­νι­δί­ου ἀ­ρι­στε­ρὰ στὴ φω­το­γρα­φί­α, μὲ τὶς πτυ­χώ­σεις τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς μεμ­βρά­νης καὶ τὴ μὼβ ἐ­πι­χρω­μά­τι­ση, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ φυ­λά­ει πολ­λὰ μυ­στι­κὰ κι ἐκ­πλή­ξεις γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ὴ καὶ τὸν θά­να­το. Οἱ Ingersoll καὶ McGill βα­σί­στη­καν στὶς ἀ­πει­κο­νί­σεις κυτ­τα­ρι­κῶν δο­μῶν τοῦ Da­vid Good­sell. Στὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ τε­λευ­ταί­ου ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς μό­το τὸ ποί­η­μα μὲ τί­τλο «Φύ­ση» (1863) τῆς Emily Dickinson: «Φύ­ση εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ βλέ­που­με / Τὸ Ἀ­πό­γευ­μα – ὁ Λό­φος – /  Ὁ Σκί­ου­ρος – Ἡ ἔ­κλει­ψη –  […] Φύ­ση εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ξέ­ρου­με– / Τὴν τέ­χνη ὅ­μως δὲν ἔ­χου­με γιὰ νὰ τὸ ποῦ­με– / Τό­σο ἀ­δύ­να­μη ἡ Σο­φί­α Μας»[3].


«Γιὰ με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα, ἀ­νά­με­σα στὴν ὑ­ψη­λό­τε­ρη κοι­νω­νί­α, τὴ δι­α­δι­κα­σί­α τοῦ τε­μα­χι­σμοῦ (τῶν που­λε­ρι­κῶν) ἀ­να­λάμ­βα­νε ὁ κύ­ριος τοῦ σπι­τιοῦ, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν ζή­τη­μα τι­μῆς νὰ γνω­ρί­ζει πῶς νὰ τὰ κομ­μα­τιά­ζει καὶ νὰ τὰ πα­ρου­σιά­ζει μὲ ἄ­ψο­γο τρό­πο. Πι­θα­νό­τα­τα ἐ­μεῖς δὲν πρό­κει­ται νὰ ξα­να­δοῦ­με ἕ­να ὑ­ψη­λὸ πρό­σω­πο νὰ τὴν ἐ­κτε­λεῖ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια ἑ­νὸς ὑ­πέ­ρο­χου γεύ­μα­τος, ὅ­πως τὴν ἐ­κτε­λοῦ­σε θαυ­μά­σια ὁ βα­σι­λιὰς Λού­ις Φε­λί­πε, μπρο­στὰ στὰ ἔκ­θαμ­βα μά­τια τῶν κα­λε­σμέ­νων του. Ὅ­λο αὐ­τὸ ἔ­χει ἁ­πλο­ποι­η­θεῖ γιὰ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ ἡ κυ­ρί­α τοῦ σπι­τιοῦ ἀλ­λὰ καὶ οἱ συν­δαι­τυ­μό­νες ἀ­πὸ τὴ νευ­ρι­κὴ ἔν­τα­ση ποὺ προ­κα­λεῖ­ται μπρο­στὰ στὶς δυ­σκο­λί­ες ποὺ συ­νε­πά­γε­ται αὐ­τὴ ἡ δι­α­δι­κα­σί­α.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[4] μὲ τί­τλο «Νεῦ­ρα», τῆς δη­μο­φι­λοῦς Ἀρ­γεν­τι­νῆς Petrona C. de Gandulfo, γνω­στῆς ὡς Do­ña Petrona, ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ δι­ε­θνῆ ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν ἀ­να­φο­ρᾶς μὲ τί­τλο «Anto­­lo­­gía del cu­en­to bre­ve y o­cul­to» (ἔκδ. Suramericana, Buenos Aires, 2001), σὲ ἐ­πι­μέ­λεια τῶν Ἀρ­γεν­τι­νῶν καλ­λι­ερ­γη­τῶν καὶ θε­ω­ρη­τι­κῶν τοῦ εἴ­δους Ra­úl Bra­sca καὶ Luis Chi­tar­roni. Τὸ κεί­με­νο ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ συρ­ρα­φὴ ἀ­πο­σπα­σμά­των ἀ­πὸ τὴν ἑ­νό­τη­τα γιὰ τὴν τέ­χνη τοῦ τε­μα­χι­σμοῦ καὶ τὴν ἱ­στο­ρι­κή της δι­ά­στα­ση στὸ βι­βλί­ο μα­γει­ρι­κῆς τῆς Do­ña Petrona μὲ τί­τλο «El li­bro de Do­ña Pe­tro­na» ποὺ πρω­το­εκ­δό­θη­κε τὸ 1933 στὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ καὶ ἐ­πέ­δρα­σε κα­τα­λυ­τι­κὰ στὴ δι­α­μόρ­φω­ση κοι­νω­νι­κῶν συμ­πε­ρι­φο­ρῶν, δι­α­τρο­φι­κῶν συ­νη­θει­ῶν κι αἰ­σθη­τι­κῆς πολ­λῶν γε­νε­ῶν τῆς χώ­ρας[5].

       Σύμ­φωνα μὲ τὴν κρι­τι­κὸ Viole­ta Rojo ἡ ἀν­θο­λο­γί­α τῶν Brasca καὶ Chi­tar­roni εἶ­ναι ἀ­πο­λαυ­στι­κή, γε­μά­τη μυ­στι­κὰ κι ἐκ­πλή­ξεις· κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­βλέ­ψει τί τὸν πε­ρι­μέ­νει στὴν ἑ­πό­με­νη σε­λί­δα. Σκο­πὸς τῶν ἐ­πι­με­λη­τῶν ἦ­ταν νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν καὶ νὰ ἀ­να­δεί­ξουν τὴν ἔν­τα­ση τοῦ μι­κροῦ μὲ στο­χα­στι­κὴ καὶ χι­ου­μο­ρι­στι­κὴ δι­ά­θε­ση. Ἔ­χουν ἀ­να­μεί­ξει αὐ­τού­σια κεί­με­να μὲ κεί­με­να ποὺ ἔ­χουν ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ οἱ ἴ­διοι, ἄ­γνω­στων ἀλ­λὰ καὶ δι­α­κε­κρι­μέ­νων δη­μι­ουρ­γῶν, ὅ­πως τῶν Proust, Saw­yer, Jo­yce, Nabo­kov, Salin­ger, Bor­ges, Bioy, Pi­ñe­ra, Cor­tá­zar, Felis­ber­to Her­nán­dez, Yeats, Rul­fo, Mu­sil, Greena­way, Stop­pard, Ber­trand Rus­sell, Ana Ma­ría Shua, Pa­viç, κ.τ.λ.

       Στὴν ἀν­θο­λο­γί­α συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται δύ­ο κεί­με­να τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συν­θέ­τη John Ca­ge, δη­μι­ουρ­γοῦ τῆς πιὸ ἀμ­φί­ση­μης μου­σι­κῆς σύν­θε­σης τοῦ 20ου αἰ., 4’33’’ (1952), στὴν ὁ­ποί­α ὑ­μνεῖ­ται ἡ σι­ω­πὴ καὶ ἡ διά­δρα­ση καλ­λι­τέ­χνη – ἀ­­πο­δέ­κτη. Τὰ δύ­ο κεί­με­νά του ἔ­χουν ἐ­πι­λε­χθεῖ ἀ­πὸ τὸ βι­βλίο τοῦ A year in Mon­day: New Lec­tu­res and Wri­tings (1967). Σὲ αὐ­­τὸ ἐν­το­πί­ζον­ται πολ­λὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ση­μεῖ­α, ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, σὲ μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη κα­τα­χώ­ρη­ση ὁ Ca­ge ἀ­να­φέ­ρει τὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τὸν Κι­νέ­ζο ποὺ ὀ­νει­ρεύ­τη­κε ὅ­τι ἦ­ταν πε­τα­λού­δα καὶ ὅ­ταν ξύ­πνη­σε ἀ­να­ρω­τή­θη­κε ἐ­ὰν ἦ­ταν πε­τα­λού­δα ποὺ ὀ­νει­ρευό­ταν ὅ­τι ἦ­ταν ἄν­θρω­πος. Στὸ δο­κί­μιό του (1975) μὲ τί­τλο «Whe­re are we ea­ting? And what are we ea­ting?» ὁ Ca­ge μνη­μο­νεύ­ει τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ δι­ά­ση­μος Ἀ­με­ρι­κα­νὸς χο­ρευ­τὴς καὶ χο­ρο­γρά­φος Merce Cun­nin­gham ἔ­λα­βε τὴν ὑ­πο­τρο­φί­α Gug­gen­heim καὶ ρω­τή­θη­κε τί θὰ ἔ­κα­νε μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ χρή­μα­τα κι ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε μο­νο­λε­κτι­κὰ «θὰ φά­ω!». Στὸ ἴ­διο γρά­φει ὅ­τι ὅ­σο γερ­νοῦ­σε, τό­σο κα­τα­λά­βαι­νε τί εἶ­χε στὸ μυα­λὸ του ὁ Wit­tgen­stein ὅ­ταν εἶ­χε πεῖ ὅ­τι ἂν ἔ­βρι­σκε κά­τι ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φά­ει (μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση), δὲ θὰ τὸ ἄλ­λα­ζε πο­τέ. Ὁ Ca­ge, ἦ­ταν δει­νὸς με­λε­τη­τὴς τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου φι­λο­σό­φου, ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος γιὰ τὸν ρό­λο τῆς δι­α­τρο­φῆς μας ὡς κοι­νω­νι­κὴ πρά­ξη καὶ λά­τρης τῶν μα­νι­τα­ρι­ῶν. Φη­μο­λο­γεῖ­ται ὅ­τι μυ­ήθη­κε ἀ­πὸ τὸ θρυ­λι­κὸ ζεῦ­γος Len­non-O­no στὶς δι­α­τρο­φι­κὲς συ­νή­θει­ες ποὺ πρό­τει­ναν οἱ ἀ­να­το­λι­κὲς θρη­σκεῖ­ες καὶ ἡ πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὴ κουλ­τού­ρα ποὺ ἄρ­χι­σε νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’70 καὶ ὅ­τι κέρ­δι­σε του­λά­χι­στον δέ­κα χρό­νια ζω­ῆς ὅ­ταν ἔ­κο­ψε μα­χαί­ρι τὸ ἀλ­κο­ὸλ καὶ τὰ λι­πα­ρὰ τῆς με­σο­δυ­τι­κῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς δι­α­τρο­φῆς.

       Στὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ δύ­ο κεί­με­νά του ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α οἱ ἐ­πι­με­λη­τὲς ἔ­χουν δώ­σει τὸν τί­τλο «Αὐ­τα­πά­τη[6]». Ὁ Ca­ge ἀ­φη­γεῖ­ται μιὰ σύν­το­μη συ­νο­μι­λί­α του μὲ τὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ εἰ­δι­κὸ στὴν μυ­κη­το­λο­γία A­le­xan­der Η. Smith: «[…] Τοῦ εἶ­πα ὅ­τι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ μοῦ ἄ­ρε­σε στὴ βο­τα­νι­κὴ ἦ­ταν ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμὸ καὶ τὸν φθό­νο ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν μά­στι­γα γιὰ τὴν τέ­χνη, ὅ­τι γι’ αὐ­τὸν τὸν λό­γο, ἂν ὄ­χι γιὰ κα­νέ­ναν ἄλ­λο, θὰ ἔ­δι­να τὴ ζω­ή μου προ­κει­μέ­νου νὰ ξα­να­ζοῦ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ὡς βο­τα­νο­λό­γος, πα­ρὰ ὡς μου­σι­κός. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε, “Αὐ­τὸ δεί­χνει πό­σα λί­γα γνω­ρί­ζεις πε­ρὶ βο­τα­νι­κῆς”. Στὴν πο­ρεί­α τῆς κου­βέν­τας ἀ­νέ­φε­ρα τυ­χαῖα τὸ ὄ­νο­μα ἑ­νὸς μυ­κη­το­λό­γου ἀ­πὸ ἕ­να ἄλ­λο πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μιν­τ­γου­έ­στ. Ὁ Σμίθ, μὲ κο­φτε­ρὸ τό­νο εἶ­πε: “Μὴν ἀ­να­φέ­ρεις αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα στὸ σπί­τι μου”.»

       Ἡ «Πε­τα­λού­δα» εἶ­ναι μί­α ἀ­κό­μα ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[7] ποὺ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α μὲ αὐ­το­νο­μη­μέ­νη τὴν πρώ­τη της πε­ρί­ο­δο: «Ἡ πε­τα­λού­δα εἶ­ναι ἕ­να ζῶ­ο τῆς στιγ­μῆς ποὺ ἐ­φηῦ­ραν οἱ Κι­νέ­ζοι». Εἶ­ναι τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ Salvador Elizondo, ἰ­δι­αί­τε­ρα δη­μο­φι­λοῦς συγ­γρα­φέ­α τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’60, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν του —ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ δι­ε­θνῆ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ εἴ­δους— μὲ τί­τλο «El retrato de Zoe y otras mentiras» (ἔκδ. Joaquin Mortiz, 1969). Τὸ ὕ­φος τοῦ Elizondo, ἐμ­φα­νί­ζει συ­σχε­τι­σμοὺς μὲ τὸ ὕ­φος τῶν Jo­yce, Pou­nd, Cor­tá­zar, Ru­lfo καὶ Ba­tail­le. Στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ His­pa­nia εἶ­χε γί­νει ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ ἀ­φιέ­ρω­μα τὸ 1967 ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴ δει­νό­τη­τά του στὴν πο­λὺ σύν­το­μη πε­ζο­γρα­φι­κὴ φόρ­μα καὶ τὶς νέ­ες δυ­να­τό­τη­τες ποὺ ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Elizondo στὴν ἀ­φή­γη­ση, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὸ βρα­βευ­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Farabeuf, o la cronica de un instante, μιὰ σπου­δὴ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τας, ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς οἰ­κο­νο­μί­ας, ἀ­κρί­βειας καὶ πύ­κνω­σης. Ὁ Luis Farabeuf ἦ­ταν ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος Γάλ­λος χει­ρουρ­γὸς τοῦ 19ου αἰ. καὶ τὸ πά­θος του γιὰ τὴν ἀ­να­το­μί­α ἀ­πο­τυ­πώ­θη­κε ἀ­κό­μα καὶ στὰ ἐγ­χει­ρί­διά του, γνω­στὰ ὡς Precis de manuel operatoire.


       «Λι­μα­σμέ­νη» εἶ­ναι ὁ τί­τλος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[8] τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νο-κι­νέ­ζας κα­θη­γή­τριας Φυ­σι­κῆς Sa­man­tha Xi­ao Co­dy, νι­κή­τριας περ­σι­νοῦ δι­α­γω­νι­σμοῦ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ The Ma­ster’s Re­view, κρι­τὴς τοῦ ὁ­ποί­ου ἦ­ταν ἡ Kim­berly King Par­sons. «Φί­δι καὶ βά­τρα­χο καὶ ἄ­λο­γο καὶ ἀγ­γού­ρι τῆς θά­λασ­σας καὶ τρι­ζό­νια καὶ σκου­λή­κια. Τὰ ἔ­χω φά­ει ὅ­λα, ἀρ­πά­ζον­τάς τα ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­στρε­φό­με­νο κέν­τρο ἑ­νὸς ἐ­πί­ση­μου τρα­πε­ζιοῦ· τὰ ἔ­χω χώ­σει στὸ στό­μα μου στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Αὐ­τὸς ὁ τύ­πος βαρ­βα­ρό­τη­τας, λέ­νε, εἶ­ναι ἀ­π’ ὅ­που προ­έρ­χον­ται οἱ νέ­οι θα­να­τη­φό­ροι ἰ­οί. Λευ­κὲς μη­τέ­ρες δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται στὴν Τσά­ι­να­τά­ουν τοῦ Μαν­χά­ταν μὲ φω­το­γρα­φί­ες τῶν σκύ­λων τους, ἀ­παι­τών­τας μὲ μα­νί­α τὴν ἀ­πέ­λα­ση τῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν ποὺ ρί­ζω­σαν μέ­σα στὴν ἀ­με­ρι­κά­νι­κη μι­κρο­σκο­πι­κὴ πε­ρι­ο­χή τους πρὶν δε­κα­ε­τί­ες. […]». Αὐ­τὰ ἀ­να­φέ­ρει ἡ ἡ­ρω­ί­δα τῆς Cody, ὥ­σπου ἡ κα­χε­κτι­κὴ μη­τέ­ρα της ἀ­να­κα­λύ­πτει τὴν ὁ­μο­φυ­λο­φι­λί­α τῆς κό­ρης της καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴν ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὡς πραγ­μα­τι­κὸ μί­α­σμα, ἐμ­μέ­νον­τας στὴν ἄ­πο­ψή της ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι κά­νουν ἄ­σχη­μα πράγ­μα­τα ὅ­ταν πει­νᾶ­νε. Ἡ κό­ρη ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ τρώ­ει τὰ πάν­τα, κα­τα­πί­νον­τας ἀ­κό­μα καὶ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψη, τὴν ἀ­πο­στρο­φὴ καὶ τὸν κοι­νω­νι­κὸ ἀ­πο­κλει­σμό.


       «Ὅ­ταν ἡ πεί­να μπαί­νει ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα, ὁ ἔ­ρω­τας βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­πε ἡ για­γιὰ στὸν ἐγ­γο­νό της. Τώ­ρα αὐ­τὸς ἔ­χει σφρα­γί­σει ὅ­λα τὰ πα­ρά­θυ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ. Κι ἐ­δῶ καὶ σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες, δὲ βγαί­νει κα­νείς, ἂν καὶ οἱ ἦ­χοι δυ­να­μώ­νουν ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν εἴ­σο­δο.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[9] μὲ τί­τλο «Ἕ­να ἄλ­λο ρη­τό», τοῦ Πε­ρου­βια­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Ricardo Calderón Inca, ἡ ὁ­ποί­α συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α μὲ τί­τλο «Microbios: Minificcionistas Pandémicos» (ἔκδ. Dendro, Lima, 2020). Στὴν τε­λευ­ταί­α συμ­με­τέ­χουν 19 συγ­γρα­φεῖς ἀ­πὸ χῶ­ρες τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς καὶ τὴν Ἱ­σπα­νί­α καὶ τὴν προ­λο­γί­ζει ἡ Ἀρ­γεν­τι­νὴ ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ εἴ­δους Patricia Nasello. Η Nasello ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι ἂν καὶ τὰ κεί­με­να γρά­φτη­καν καὶ συγ­κεν­τρώ­θη­καν μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν παν­δη­μί­α ποὺ σα­ρώ­νει ἀ­κό­μα τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, θί­γουν καὶ ἄλ­λα κοι­νω­νι­κὰ θέ­μα­τα, ὅ­πως ἡ κα­κο­ποί­η­ση ἀ­νη­λί­κων κι ἐ­νη­λί­κων, ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­νέ­χεια, ἡ ἀ­να­σφά­λεια. Ὑ­πορ­ρη­τα, ὅ­μως, φαί­νε­ται ὅ­τι τὰ ἑ­νώ­νει θε­μα­τι­κὰ τὸ νε­ρό, ὅ­λες οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες κο­λυμ­ποῦν στὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης καὶ τὴ φω­τί­ζουν. Ἡ Χι­λια­νὴ συγ­γρα­φέ­ας Patricia Martín Rivas στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[10] της «Νε­ρό» γρά­φει: «Βρί­σκο­μαι βυ­θι­σμέ­νη στὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας μου, τὰ νε­ρά της εἶ­ναι ζε­στὰ καὶ ἀ­τά­ρα­χα. Εἶ­μαι μι­κρὴ ἀ­κό­μα, ἔ­τσι κα­τα­λαμ­βά­νω ὅ­λο τὸ χῶ­ρο γιὰ νὰ κο­λυμ­πῶ καὶ νὰ παί­ζω. Ἡ ἕ­νω­ση τῆς κοι­λιᾶς μου μὲ τὴ δι­κή της εἶ­ναι ὅ­λο καὶ ὅ­λο ὅ,τι χρει­ά­ζο­μαι: μὲ τρέ­φει, μὲ προ­στα­τεύ­ει καὶ μὲ ἀ­να­μέ­νει, γε­μά­τη ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α μου. Κο­λυμ­πῶ εὐ­γνώ­μων γιὰ τὴν τό­ση φρον­τί­δα της, ὁ σχη­μα­τι­σμὸς φυ­σα­λί­δων ἀ­πὸ τοὺς καρ­δια­κοὺς παλ­μούς μας εὐ­νο­εῖ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξή μου. Ὅ­λα ρέ­ουν εἰ­ρη­νι­κά, καὶ ἡ καρ­διά μου κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι τὸ νε­ρό, τὸ δι­κό μου/μας στοι­χεῖ­ο, εἶ­ναι ἱ­ε­ρό. Τώ­ρα εἶ­μαι ἐ­νή­λι­κη καὶ τὸ ση­μαν­τι­κὸ ὑ­γρὸ ἔ­χει ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Πε­θαί­νω τῆς δί­ψας.»


Τὸν πε­ρα­σμέ­νο Ὀ­κτώ­βριο στὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Soft Mat­­ter τῆς Βα­σι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Χη­μεί­ας τοῦ Λον­δί­νου ἀνα­κοι­νώθη­καν οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις στὶς ἔ­ρευ­νες γιὰ τοὺς συν­θε­τι­κοὺς «μι­κρο­κο­λυμ­βη­τές». Πρό­κει­ται γιὰ τὰ μι­κρο­σκο­πι­κὰ σω­μα­τί­δια τὰ ὁ­ποῖ­α οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες εὐ­ελ­πι­στοῦν ὅ­τι θὰ ἀ­να­λά­βουν καὶ ρό­λο με­τα­φο­ρέ­ων φαρ­μά­κων μέ­σα στὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα στὸ ἐγ­γὺς μέλ­λον. Ἐ­κτός των ἄλ­λων με­λε­τᾶ­ται καὶ ποι­ό θὰ ἦ­ταν τὸ ἰ­δα­νι­κό­τε­ρο σχῆ­μα τους. Ἀ­νά­με­σα στὰ νέ­α μον­τέ­λα ποὺ πα­ρου­σι­ά­στη­καν σὲ ἐ­κτύ­πω­ση 3D βρί­σκε­ται καὶ τὸ μικρότερο σκάφος τοῦ κό­σμου.


Στὴ συλ­λο­γὴ 83 μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν καὶ 2 δι­η­γη­μά­των τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Mar­tín Gar­del­la μὲ τί­τλο Los chi­cos cre­cen (Editorial Macedonia, 2015), συ­ναν­τᾶ­με παι­διὰ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὴ ζω­ὴ ὡς ἐ­νή­λι­κες με­γα­λώ­νον­τας με­τ’ ἐμ­πο­δί­ων, ἥ­ρω­ες ποὺ μᾶς μι­λοῦν ἀ­πὸ τὴ με­τα­θα­νά­τια ζω­ή, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­νή­λι­κες ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ φο­βοῦν­ται νὰ κοι­τά­ξουν κά­τω ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι τους ἢ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στὰ μά­τια. Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[11] μὲ τί­τλο «Ἡ δι­α­σκέ­δα­ση» δι­α­βά­ζου­με: «Στὴν πλα­τεί­α ἑ­νὸς ἐ­ρη­μι­κοῦ χω­ριοῦ ὑ­πάρ­χει ἕ­να πα­ρά­ξε­νο κα­ρου­ζὲλ στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ χρό­νος κυ­λά­ει μυ­στη­ρι­ω­δῶς κα­θὼς πε­ρι­στρέ­φε­ται σύμ­φω­να μὲ τοὺς δεῖ­κτες τοῦ ρο­λο­γιοῦ. Κά­θε στρο­φὴ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν ἄ­ξο­να του ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ ἕ­να ἡ­με­ρο­λο­για­κὸ ἔ­τος. Ἀρ­χι­κὰ εἶ­ναι δι­α­σκε­δα­στι­κὸ νὰ βλέ­πει κα­νεὶς πῶς με­τα­μορ­φώ­νον­ται τὰ παι­διὰ σὲ ἐ­νή­λι­κες. Εἶ­ναι ἀ­κό­μη συ­ναρ­πα­στι­κὸ γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νες μη­τέ­ρες νὰ βλέ­πουν ὅ­τι τὰ παι­διά τους δι­α­τη­ροῦν αὐ­τὰ τὰ χα­ρού­με­να χα­μό­γε­λα πα­ρὰ τὰ γκρί­ζα μαλ­λιά τους. Εἶ­ναι τρο­μα­κτι­κό, ὅ­μως, κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἕ­να ξύ­λι­νο ἄ­λο­γο παίρ­νει τὴ στρο­φὴ χω­ρὶς τὸν ἀ­να­βά­τη του.»


Στὸ κέν­τρο τῆς Κο­λομ­βί­ας, στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τοῦ Chi­ribi­que­te Na­tio­nal Park, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τμῆ­μα τοῦ τρο­πι­κοῦ δά­σους τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου καὶ εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­πρό­σι­τη λό­γῳ τῆς πυ­κνῆς βλά­στη­σης, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἐμ­φυ­λί­ου ποὺ μαι­νό­ταν ἐ­κεῖ, Βρε­τα­νοὶ καὶ Κο­λομ­βια­νοὶ ἀρ­χαι­ο­λό­γοι ἔ­χουν ἀ­να­κα­λύ­ψει ἀπὸ τὸ 2015 προ­ϊ­στο­ρι­κὲς τοι­χο­γρα­φί­ες στὶς προ­σό­ψεις κά­θε­των, πα­νύ­ψη­λων βρά­χων. Ἤ­δη ἀ­πὸ τό­τε ὁ κι­νη­μα­το­γρα­φι­στὴς Mi­ke Slee μὲ τὴ βο­ή­θεια ἑ­λι­κο­πτέ­ρων κι ἐκ­παι­δευ­μέ­νου προ­σω­πι­κοῦ εἶ­χε συγ­κεν­τρώ­σει ὀ­πτι­κὸ ὑ­λι­κὸ γυ­ρί­ζον­τας τὸ ντο­κι­μαν­τέρ του, Co­lom­bia: Wild Ma­gic καὶ εἶ­χε ση­μει­ώ­σει ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν τό­πο ἐν­τε­λῶς ξε­χα­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸ χρό­νο. Σὲ συ­νέ­χεια αὐ­τῶν τῶν ἀ­να­κα­λύ­ψε­ων μό­λις στὰ τέ­λη τοῦ πε­ρα­σμέ­νου Νο­εμ­βρί­ου ἀ­να­κοι­νώ­θη­καν κι ἄλ­λα εὐ­ρή­μα­τα, μὲ τὸν διεθ­νῆ κι ἐγχώ­ριο τύ­πο νὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται πλέ­ον στὴν «Κα­πέ­λα Σιξ­τί­να τῶν ἀρ­χαί­ων». Πρό­κει­ται γιὰ ἀ­πει­κο­νί­σεις πο­λε­μι­στῶν καὶ κυ­νη­γῶν νὰ χο­ρεύ­ουν ἢ νὰ συμ­με­τέ­χουν σὲ τε­λε­τές, ἐ­ξα­φα­νι­σμέ­νων ζώ­ων πά­νω ἀ­πὸ 12.500 χρό­νια (μα­στό­δον­τες, πα­λαι­ο­λά­μα, βρα­δύ­πο­δες, ἄ­λο­γα ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν πα­γε­τώ­νων, κ.ἄ.): μιὰ ἐ­ξι­στό­ρη­ση ἀ­μέ­τρη­των μι­κρῶν ἐ­πει­σο­δί­ων ποὺ ἐ­κτεί­νε­ται γύ­ρω στὰ 8 μί­λια καὶ θὰ χρεια­στεῖ πολ­λὲς γε­νε­ὲς ἐ­ρευ­νη­τῶν προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­γρα­φεῖ καὶ νὰ με­λε­τη­θεῖ.


Ἡ πο­λι­το­γρα­φη­μέ­νη Οὐα­λὴ ποι­ή­τρια Pascale Petit, γνω­στὴ ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γή της μὲ τί­τλο The Zoo Father (Seren, 2001), στὴ συλ­λο­γὴ ποι­η­μά­των της Mama Ama­zo­nica[12] (Bloodaxe, 2017) πα­ραλ­λη­λί­ζει μὲ κα­θη­λω­τι­κὸ τρό­πο τὴν κα­τα­στρο­φὴ τοῦ τρο­πι­κοῦ δά­σους τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου μὲ τὴν κα­κο­ποί­η­ση. Εἰ­δι­κὰ στὸ ὁ­μό­τι­τλο ποί­η­μα πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με πῶς ἡ ψυ­χα­σθέ­νεια ἕ­πε­ται τῆς κα­κο­ποί­η­σης καὶ πῶς βι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν κό­ρη τῆς κα­κο­ποι­η­μέ­νης μη­τέ­ρας μέ­σα σὲ ἕ­να ψυ­χι­α­τρεῖ­ο ποὺ με­τα­μορ­φώ­νε­ται σὲ ζούγ­κλα. Ἰ­α­γουά­ροι, κρο­κό­δει­λοι, βρα­δύ­πο­δες κρε­μα­σμέ­νοι σὲ φουν­τω­τὲς κε­κρο­πί­ες, ὁρ­μη­τι­κὰ ρεύ­μα­τα, ἄν­θη καὶ πτη­νά, τὴν πα­ρα­τη­ροῦν νὰ να­νου­ρί­ζει τὴ μη­τέ­ρα της ἡ ὁ­ποί­α προ­σπα­θεῖ νὰ ξε­πε­ρά­σει τὸν ψυ­χο­λο­γι­κὸ καὶ δι­α­νο­η­τι­κὸ δι­α­με­λι­σμό της, τε­λών­τας ὑ­πὸ θε­ρα­πεί­α ὕ­πνω­σης, κου­λου­ρι­α­σμέ­νη σὲ μιὰ κα­πι­το­νὲ κου­βερ­τού­λα, μέ­σα στὸ φύλ­λω­μα ἑ­νὸς νού­φα­ρου, μὲ «μιὰ ταμ­πέ­λα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν καρ­πό της – Vi­cto­ria A­ma­zo­ni­ca[13]».

       Τὰ πα­ρα­πά­νω φαί­νε­ται νὰ συ­νο­μι­λοῦν μὲ τοὺς δύ­ο στί­χους τοῦ Τά­σου Λει­βα­δί­τη «Συ­νή­θως τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες μου τὶς περ­νῶ στὸ ζω­ο­λο­γι­κὸ κῆ­πο / καὶ σκέ­φτο­μαι πράγ­μα­τα τό­σο θλι­βε­ρὰ ποὺ τὰ ζῶ­α γρυ­λί­ζουν φο­βι­σμέ­να», στὸ ποί­η­μά του μὲ τί­τλο «Ἡ δί­κη τοῦ αἰ­ῶ­νος» (Μι­κρὸ βι­βλί­ο γιὰ με­γά­λα ὄ­νει­ρα, Κέ­δρος, 1987).

       Ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς εἶ­ναι γε­νι­κὰ γνω­στή: «Με­τα­ξὺ τῶν ἄ­γρι­ων θη­ρί­ων, τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος. Τὸ ξέ­ρω για­τὶ χθὲς τὸ βρά­δυ μπό­ρε­σα νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σω αὐ­τὴ τὴ δή­λω­ση. Τὸ κο­πά­δι μου ἦ­ταν ἀ­τε­λὲς καὶ τώ­ρα, ἕ­να ἄλ­λο ἀρ­σε­νι­κὸ θὰ εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νο γιὰ τὴ φρον­τί­δα τῶν νέ­ων. Αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα ἀ­πο­σύ­ρε­ται στὸν πα­ρά­δει­σο τῶν λι­ον­τα­ρι­ῶν, χά­ρη στὸν ἄν­τρα ποὺ εἰ­σέ­βα­λε ἀ­θό­ρυ­βα στὴ φω­λιὰ μὲ τὸ ὅ­πλο του.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[14] τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς συγ­γρα­φέ­α Ildiko Nassr μὲ τί­τλο «Ἄ­γρια θη­ρί­α 1» ἀ­πὸ τὴ σχε­δὸν ὁ­μό­τι­τλη συλλογή της. Ἐ­νῶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[15] με τίτλο «Αδάμ[16]» ὁ Raúl Brasca μᾶς δί­νει τὴ δι­κή του ἐκ­δο­χὴ γιὰ τὸ εἶ­δος μας: «Τὴν ἡ­μέ­ρα πού, μὲ ἱ­ε­ρὴ ἔκ­πλη­ξη, ἐ­κεί­νη ἡ μα­ϊ­μοῦ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ ἔ­τρω­γε πάν­τα, αὐ­τὸ ποὺ δάγ­κω­νε, ἦ­ταν ἕ­να μῆ­λο, ἐκ­δι­ώ­χθη­κε ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­γει­ο πα­ρά­δει­σο.»

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Ἀλ­λά­ζουν τὰ πάν­τα γύ­ρω μας. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ἡ ἀ­φή­γη­ση νὰ πα­ρα­μεί­νει ἴ­δια σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ ποὺ βι­ώ­νου­με τὴν ἀφηγη­ματι­κότη­τα ὡς κατά­στα­ση; Κά­τω ἀ­πὸ τὸ μι­κρο­σκό­πιο τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἡ τε­λευ­ταία μοιά­ζει μὲ τὸ αἰ­νιγ­μα­τι­κὸ μι­το­χόν­δριο, ἢ φαί­νε­ται νὰ λει­τουρ­γεῖ σὰν μι­κρο­κο­λυμ­βη­τὴς στὸν σύγ­χρο­νο ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ ὠ­κε­α­νό, στὸν ὁ­ποῖ­ο κυ­κλο­φο­ροῦν ἄ­πει­ρες ἀ­φη­γή­σεις, ποὺ ἀ­να­μει­γνύ­ον­ται καὶ με­τα­σχη­μα­τί­ζον­ται. Ὁ Ma­ria­no Ves­pa, Ἀρ­γεν­τι­νὸς πο­λι­τι­στι­κὸς συν­τά­κτης εἰ­δι­κὸς στὴ σύν­το­μη πε­ζο­γρα­φι­κὴ φόρ­μα, στὴ συνέν­τευ­ξη ποὺ πῆ­ρε τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2020 ἀ­πὸ τὸν Chi­tar­roni εὔ­στο­χα ἐ­πι­ση­μαί­νει δύ­ο ζη­τή­μα­τα: πρῶ­το ὅ­τι καὶ ὁ τε­λευ­ταῖ­ος δι­α­πρέ­πει σὲ ἕ­ναν δι­α­νο­η­τι­κὸ λα­βύ­ριν­θο μπορ­χε­σια­νοῦ τύ­που, μιὰ τρο­πι­κό­τη­τα τοῦ νοῦ ποὺ ἔ­χει ἐ­πη­ρε­ά­σει σὲ μέ­γι­στο βαθ­μὸ τὴ δι­ά­δο­ση κι ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Δεύ­τε­ρο, ἀ­να­φέ­ρει τὴν ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­πεί­ρου του Ἀ­να­ξίμαν­δρου γιὰ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει ἐν μέ­ρει αὐ­τὴ τὴ νο­ο­τρο­πί­α καὶ τὸν πα­ρα­φρά­ζει λέ­γον­τας ὅ­τι οἱ ἀ­να­γνώ­σεις με­τα­σχη­μα­τί­ζον­ται ἡ μί­α μέ­σα στὴν ἄλ­λη ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἀ­νάγ­κες καὶ ἀλ­λη­λο­δι­και­ώ­νον­ται σὺν τῷ χρό­νῳ.

       Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρευ­νη­τι­κὴ ὑ­πό­θε­ση πι­θα­νὸν νὰ στη­ρί­ζε­ται καὶ ἡ στο­χα­στι­κὴ το­πο­θέ­τη­ση τοῦ Ra­úl Bra­sca ἀ­πέ­ναν­τι στὸ δι­ε­θνὲς πο­λι­τι­σμι­κὸ φαι­νό­με­νο τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ἀρ­χι­κὰ φαί­νε­ται νὰ συμ­φω­νεῖ μὲ τὸν Wit­tgen­stein, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρό­τει­νε σι­ω­πὴ γιὰ ὅ­σα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με, ἰ­δέ­α ποὺ ἀ­παν­τᾶ­ται καὶ στὸν Bor­ges. Ὡς πρὸς τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ τοῦ εἴ­δους θε­ω­ρεῖ τὴ σι­ω­πὴ —τὸ τί δὲ λέ­με— δο­μι­κὸ συ­στα­τι­κό του. Ἰ­δέ­α ποὺ ἐ­ξε­τά­ζει καὶ ὁ κρι­τι­κὸς Ary Ma­la­ver στὸ βι­βλί­ο του La brevedad como poética (ἔκδ. Micropolis, Lima 2019), μὲ μό­το τὴ φρά­ση τοῦ Οὐ­ρου­γουα­νοῦ μου­σι­κοῦ καὶ για­τροῦ Jor­ge Drex­ler: «Δὲν εἶ­ναι τὸ φῶς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α στὴν ἀ­λή­θεια, εἶ­ναι τὰ δώ­δε­κα δευ­τε­ρό­λε­πτα τοῦ σκο­τα­διού[17]». Ὁ Bra­sca στὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ κεί­με­να ἐν­το­πί­ζει[18] δια­ύγεια, ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα, ἔ­κλυ­ση ἐ­νέρ­γειας, πο­λυ­πλο­κό­τη­τα, λε­πτό­τη­τα καὶ πύ­κνω­ση, τὴν ὁ­ποί­α δι­α­κρί­νει ἀ­πὸ τὴ συμ­πύ­κνω­ση. Θε­ω­ρεῖ, δη­λα­δή, ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴ συμ­πύ­κνω­ση μί­ας με­γα­λύ­τε­ρης κι ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι τὸ τέ­λος κά­θε μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας φαί­νε­ται νὰ λαμ­βά­νει χώ­ρα στὸ μυα­λὸ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να στιγ­μια­ῖο ἄ­νοιγ­μα καὶ κλεί­σι­μο στὸ χρό­νο καὶ ἐ­πα­να­φο­ρὰ στὴν σκέ­ψη καὶ τὸ συ­ναί­σθη­μα, ὑ­πο­νο­ών­τας ὅ­τι ἡ φαν­τα­σί­α εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ ἑ­νώ­νει συγ­γρα­φέ­α – ἀ­να­γνώ­στη. «Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα ποὺ μὲ ἕ­να γύ­ρι­σμα τῆς φαν­τα­σί­ας νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ γί­νει κά­τι ἄλ­λο[19]» ἀ­πο­φάν­θη­κε ἀ­κρι­βῶς πρὶν ἕ­ναν αἰ­ώ­να ὁ W.C. Williams στὸ βι­βλί­ο του «Ko­ra in hell: impro­visa­tions» (The Four Seas Press, Boston, 1920). Ὅ­πως ἐ­πί­σης ὅ­τι «Φαν­τα­σί­α! Αὐ­τὴ εἶ­ναι τὸ σκου­λή­κι μέ­σα στὸ μῆ­λο».

       Στὸ πλαί­σιο τοῦ πα­ρα­δο­σια­κοῦ ἐγ­κι­βω­τι­σμοῦ ἡ ἀλ­λη­λου­χί­α ἱ­στο­ρι­ῶν, ὅ­πως στὴν «Ἀλληλουχία τῶν κήπων» τοῦ J. Cortázar, εἶ­ναι συ­νή­θης ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Προσ­δί­δει πύ­κνω­ση, βά­θος κι εὐ­νο­εῖ τὴν ἀν­τι­στρο­φὴ (στὸ πνεῦ­μα τοῦ G. Ba­che­lard) τῆς κοι­νῆς ἀν­τί­λη­ψης μι­κροῦ-με­γά­λου σὲ ἕ­να σύν­το­μο κεί­με­νο-κό­σμο ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ. Ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ[20] στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ θε­ω­ρεῖ­ται ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τῆς Lydia Davis μὲ τί­τλο «Happiest Moment», τὴν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νὰ με­τα­δι­η­γη­θεῖ κά­ποι­ος, κύ­ριο ζη­τού­με­νο στὸ εἶ­δος, πα­ρὰ τὴν πυ­κνό­τη­τα καὶ τὴ συν­το­μί­α της. Σὲ αὐ­τή, ἕ­νας κα­θη­γη­τὴς δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς ρω­τά­ει μιὰ μα­θή­τριά του ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ πιὸ ἀ­γα­πη­μέ­νη της ἱ­στο­ρί­α ποὺ ἔ­χει γρά­ψει κι ἐ­κεί­νη ἀ­παν­τά­ει ποι­ά εἶ­ναι ἡ πιὸ ἀ­γα­πη­μέ­νη της ἱ­στο­ρί­α ποὺ ἔ­χει δι­α­βά­σει: κά­πο­τε στὴν Κί­να ἕ­νας κα­θη­γη­τὴς ἀγ­γλι­κῶν ρώ­τη­σε τὸν μα­θη­τή του ποι­ά ἦ­ταν ἡ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη στιγ­μὴ στὴ ζω­ή του κι ἐ­κεῖ­νος, με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὴ σκέ­ψη, ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι κά­ποι­α φο­ρὰ εἶ­χε πά­ει ἡ γυ­ναί­κα του στὸ Πε­κί­νο καὶ εἶ­χε φά­ει πά­πια. Αὐ­τὴ ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς εἶ­χε μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη καὶ τοῦ τὴν ἀ­νέ­φε­ρε συ­χνά, ὁ­πό­τε ὁ Κι­νέ­ζος μα­θη­τὴς ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι ἡ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη στιγ­μὴ στὴ ζω­ή του ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο τὸ τα­ξί­δι τῆς γυ­ναί­κας του καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ φα­γη­τοῦ τῆς πά­πιας.


Στὸ βι­βλίο τοῦ J. Cage ποὺ εἴ­δα­με πα­ρα­πά­νω ὑ­πεν­θυ­μί­ζε­ται συ­χνὰ ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι γε­μά­τη μυ­στι­κά, ἐκ­πλή­ξεις καὶ μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις. Γρά­φει κά­που χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἡ ζω­ὴ ἀλ­λά­ζει. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τρό­πους μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους προ­σπα­θῶ νὰ ἀλ­λά­ξω τὴ δι­κή μου εἶ­ναι νὰ ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες μου γιὰ νὰ μὴν εἶ­μαι κου­φὸς καὶ τυ­φλὸς στὸν κό­σμο γύ­ρω μου. Ὅ­ταν ἀ­να­φέ­ρο­μαι στὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου στὰ μα­νι­τά­ρια, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μὲ ρω­τοῦν ἀ­μέ­σως ἂν ἔ­χω νι­ώ­σει πα­ραι­σθή­σεις. Ἀ­ναγ­κά­ζο­μαι νὰ τοὺς πῶ ὅ­τι εἶ­μαι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κός, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που­ρι­τα­νός, ὅ­τι ὅ­λο κι ὅ­λο ποὺ κά­νω εἶ­ναι νὰ κα­πνί­ζω σὰν φου­γά­ρο —πλέ­ον μὲ δύ­ο φίλ­τρα καὶ μὲ ἕ­να κου­πό­νι σὲ κά­θε πα­κέ­το— καὶ νὰ πί­νω κα­φὲ πρω­ί, με­ση­μέ­ρι, βρά­δυ. Θὰ ἔ­πι­να καὶ ἀλ­κο­ὸλ ἀλ­λὰ ἔ­κα­να τὸ λά­θος νὰ ἐ­πι­σκε­φτῶ ἕ­ναν για­τρὸ ποὺ τὸ ἀ­πα­γο­ρεύ­ει. Οἱ πα­ραι­σθή­σεις γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­κού­ω δὲ μὲ ἐν­δι­α­φέ­ρουν. Ὁ Ντὶκ Χίγ­κινς εἶ­πε ὅ­τι ἔ­φα­γε λί­γο ἀ­μα­νί­τη καὶ εἶ­δε ὁ­ρά­μα­τα μὲ λα­γούς. Ἡ Βα­λεν­τί­να Γου­ό­σον ἔ­φα­γε τὰ θε­ϊ­κὰ μα­νι­τά­ρια στὸ Με­ξι­κὸ καὶ φαν­τά­στη­κε ὅ­τι βρι­σκό­ταν στὶς Βερ­σαλ­λί­ες τὸν 18ο αἰ. ἀ­κού­γον­τας Μό­τσαρτ. Χω­ρὶς ἀ­πο­λύ­τως κα­μί­α δι­ε­γερ­τι­κὴ οὐ­σί­α, πέ­ραν τῆς κα­φε­ΐ­νης καὶ τῆς νι­κο­τί­νης, αὔ­ριο θὰ βρί­σκο­μαι στὸν Σὰν Φραν­σί­σκο ἀ­κού­γον­τας λί­γη ἀ­πὸ τὴ μου­σι­κή μου καὶ τὴν Κυ­ρια­κή, Θε­οῦ θέ­λον­τος, θὰ ξυ­πνή­σω στὴ Χα­βά­η μὲ πα­πά­γι­ες καὶ ἀ­να­νά­δες γιὰ πρω­ϊ­νό. Θὰ ὑ­πάρ­χουν λου­λού­δια ποὺ θὰ μο­σχο­βο­λοῦν, χρω­μα­τι­στὰ που­λιά, ἄν­θρω­ποι ποὺ θὰ κο­λυμ­ποῦν στὰ κύ­μα­τα, καὶ (σὲ πά­ω στοί­χη­μα πέν­τε σέν­τς) ἕ­να οὐ­ρά­νιο τό­ξο στὸν οὐ­ρα­νὸ ποὺ θὰ φα­νεῖ στὴ διά­ρκεια τῆς ἡ­μέ­ρας[21]».


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες Τὸ ραντε­βοῦ μου μὲ μιὰ Νεά­ντερ­ταλ, Μιὰ ἱστο­ρία γιὰ τὸ σῶ­μα καὶ Οἱ φω­νὲς τῆς σιω­πῆς τῶν David Ga­lef, Ro­bert Hass καὶ Κώ­­στα Ἀ­­ξε­­λοῦ, ἀν­τί­στοι­χα.


Τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Πορ­το­γα­λί­δας Teo­lin­da Ger­são Μιὰ ζα­κέ­τα ἀπὸ κόκ­κινη ἀ­λε­ποῦ.


Τὴ μου­σι­κὴ σύν­θε­ση μὲ τί­τλο The sound­maker τοῦ ντου­έ­του ἀ­κου­στι­κῆς κι­θά­ρας τῶν Με­ξι­κα­νῶν Rodri­go καὶ Gabri­ela.


Τὸ τρα­γού­δι Movi­mi­en­to τοῦ Jo­rge Drex­ler γιὰ τὸν στί­χο «Εἴ­μα­στε ζων­τα­νοὶ ἐ­πει­δὴ εἴ­μα­στε ἐν κι­νή­σει».


Τὴ σει­ρὰ ντο­κι­μαν­τὲρ Jun­gle My­ste­ry: Lost king­doms of the Ama­zon ποὺ ξε­κί­νη­σε τὸν Δε­κέμ­βριο 2020 στὸ channel 4 καὶ πε­ρι­η­γεῖ­ται στὴν πε­ρι­ο­χὴ καὶ τῶν πρό­σφα­των ἀ­να­κα­λύ­ψε­ων τῶν προ­ϊ­στο­ρι­κῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν στὴν Κο­λομ­βί­α.


[1]. Tῆς ἑται­ρείας Digizy­me’s Custom Ma­ya Mole­cu­lar Soft­ware Bio­logía Al In­stan­te, εἰ­δι­κῆς στὶς ἀ­πει­κονί­σεις μο­ρια­κῶν τοπί­ων.
[2]. Εὐχαρι­στοῦμε ἰδιαί­τε­ρα τὸν κ. Ἄκη Παπα­ντώνη, συγ­γρα­φέα καὶ καθη­γη­τὴ στὸ Πα­νε­­πι­στή­μιο τοῦ Göt­tin­gen, γιὰ τὴν ἐπιστη­μονι­κή του ἄπο­ψη σχε­τι­κὰ μὲ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα.
[3]. Emily Dickin­son, Τὸ ἀνε­ξάν­τλητα Σημαῖ­νον. 91 Ποι­ήμα­τα, Ἐπιλογὴ – Μετά­φρα­ση – Πρό­­λο­γος Ἕλ­λη Συνο­δινοῦ, Ἐκ­δό­σεις Ἰδε­ό­γραμ­μα, Ἀθήνα 2006.
[4]. Μετάφραση δική μου.
[5]. Στὸ Pol­lastri La­ura, Los desa­fue­ros del colec­cio­nista: micro­rre­lato, an­tolo­gía y com­pila­ción, στὸ Cua­der­nos del CI­LHA – a. 11 n. 13 – 2010 (p.p.30-37).
[6]. Μετάφραση δική μου.
[7]. Μετάφραση δική μου.
[8]. Μετάφραση δική μου.
[9]. Μετάφραση δική μου.
[10]. Μετάφραση δική μου.
[11]. Μετάφραση δική μου.
[12]. Ἡ σχε­δί­αση τοῦ ἐξωφύλ­λου εἶ­ναι τῆς Dra­ga­na Ni­ko­lic ἀπὸ τὴ Σερ­βία.
[13]. Μετάφραση δική μου.
[14]. Μετάφραση δική μου.
[15]. Μετάφραση δική μου.
[16]. Στὸ Brasca Raúl, Mi poé­tica. Micro­fic­cio­nes, ἀπὸ τὸν συλλογικὸ τόμο A­na Ru­e­da (ed.), Mi­ni­fic­ción y na­no­fi­lo­lo­gía: lati­tu­des de la hiper­bre­ve­dad, ­Ibe­ro­ame­ri­cana, Ma­drid, 2017.
[17]. Μετάφραση δική μου.
[18]. ὅπ. παρ. Brasca Raúl, Mi poé­ti­ca. Micro­fic­cio­nes.
[19] . Μετάφραση δική μου.
[20]. Στὸ Gor­ham Sa­rah, The Edge Effect, E­­co­to­ne, Vo­lu­me 2, Num­ber 1, Fall/Win­ter 2006 (p.p. 99-111), U­niver­si­ty of North Ca­ro­li­na, Wil­ming­ton.
[21]. Μετάφραση δική μου.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#14: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού (21-09-2020)

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.



		

	

Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#14]

 

Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου


Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού


ΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ε­πι­στρέ­φει σπί­τι του και πιά­νει τη γυ­ναί­κα του στα πρά­σα με έ­ναν σκί­ου­ρο στο κρε­βά­τι. Η γυ­ναί­κα του τρο­μαγ­μέ­νη τον κοι­τά­ζει πά­νω α­πό τα σκε­πά­σμα­τα, κα­λυμ­μέ­νη ώς τη μύ­τη. Το κε­φα­λά­κι του σκί­ου­ρου ί­σα που ξε­προ­βάλ­λει κι αυ­τό δί­πλα της. Οι δρά­στες φαί­νον­ται τό­σο γε­λοί­οι μα­ζί που εί­ναι α­δύ­να­το στον άν­τρα να συγ­κρα­τή­σει τον ε­αυ­τό του, ξε­σπά­ει σε γέ­λια. Όρ­θιος στην πόρ­τα κοι­τά­ζει τα σκόρ­πια ρού­χα της γυ­ναί­κας του στο πά­τω­μα, τους ξη­ρούς καρ­πούς ε­δώ κι ε­κεί και η κα­τά­στα­ση πο­λύ γρή­γο­ρα ε­ξε­λίσ­σε­ται σε κλαυ­σί­γε­λο. Ξαφ­νι­κά ο άν­τρας κο­κα­λώ­νει, χλω­μιά­ζει κι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται. Η γυ­ναί­κα κοι­τά­ζει έν­τρο­μη τον σκί­ου­ρο, πε­τά­γε­ται γυ­μνή α­πό το κρε­βά­τι και τρέ­χει έ­ξω α­πό το δω­μά­τιο, πί­σω α­πό τον άν­τρα της. Ο σκί­ου­ρος τι­νά­ζε­ται τρο­μαγ­μέ­νος κά­τω α­πό τα σκε­πά­σμα­τα. Α­κού­ει φω­νές, ουρ­λια­χτά και πη­δά­ει στο μα­ξι­λά­ρι, α­πό ε­κεί στο πά­τω­μα, αρ­πά­ζει μια χού­φτα καρ­πούς, σαλ­τά­ρει στο περ­βά­ζι του πα­ρα­θύ­ρου, στέ­κε­ται α­σά­λευ­τος για μια στιγ­μή, ή­συ­χος σα νε­κρός κι έ­πει­τα πη­δά­ει προς την έ­ξο­δο κιν­δύ­νου. Ε­κεί­νη α­κρι­βώς τη στιγ­μή η λε­πί­δα ε­νός τσε­κου­ριού καρ­φώ­νε­ται στο περ­βά­ζι. Ο σκί­ου­ρος τρυ­πώ­νει κι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται μέ­σα σε έ­να κον­τι­νό κλα­δί, σκορ­πών­τας καρ­πούς παν­τού. «Ε­σύ και τα α­να­θε­μα­τι­σμέ­να σου κα­τοι­κί­δια!» ουρ­λιά­ζει ο άν­τρας στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα α­νά­με­σα στα α­να­φι­λη­τά του. Ο σκί­ου­ρος κά­νει α­γώ­να δρό­μου α­πό δέν­τρο σε δέν­τρο μέ­χρι που α­πο­μα­κρύ­νε­ται. Κά­ποι­α στιγ­μή πι­ά­νε­ται ε­πι­τέ­λους α­πό κά­ποι­α κλα­διά στην κο­ρυ­φή ε­νός δέν­τρου για να πά­ρει α­νά­σα. Η μι­κρή του καρ­διά κον­τεύ­ει να σπά­σει. Φτά­νουν στα αυ­τιά του οι φω­νές α­πό το σπί­τι, η λε­πί­δα του τσε­κου­ριού λαμ­πυ­ρί­ζει καρ­φω­μέ­νη α­κό­μα στο πα­ρά­θυ­ρο. Λου­φά­ζει α­νά­με­σα στα φύλ­λα, κου­νών­τας την ου­ρά του πέ­ρα δώ­θε, και σκέ­φτε­ται, «Πώς στο δι­ά­ο­λο του ήρ­θε να με α­πο­κα­λέ­σει “κα­τοι­κί­διο”!»

       Αυ­τό εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[1] με τί­τλο Οι­κια­κή Φάρ­σα (Domestic Farce) του Barry Your­grau α­πό την πρώ­τη του συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ών A man jumps out of an air­plane (Ar­cade Pu­bli­shing, New York, 2017 [πρώ­τη έκ­δο­ση 1984]) που α­πο­τε­λεί ση­μεί­ο α­να­φο­ράς στο εί­δος. Ο Yourgrau, Α­με­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας και περ­φόρ­μερ, ό­πως έ­χου­με α­να­φέ­ρει και σε προη­γού­με­νο δελ­τίο, έ­χει γεν­νη­θεί στη Ν. Α­φρι­κή και ζει ε­δώ και δε­κα­ε­τί­ες α­νά­με­σα στη Νέ­α Υ­όρ­κη και την Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.

       Η φρά­ση του βιρ­του­ό­ζου της βρε­τα­νι­κής χι­ου­μο­ρι­στι­κής λο­γο­τε­χνί­ας Jerome K. Jerome, α­πό τη συλ­λο­γή δο­κι­μί­ων του The Idle thou­ghts of an i­dle fel­low (1886), η ο­ποί­α α­να­γρά­φε­ται στις πρώ­τες σε­λί­δες της συλ­λο­γής του Yourgrau, δι­α­περ­νά ό­χι μό­νο το συ­νο­λι­κό έρ­γο του τε­λευ­ταί­ου, αλ­λά και πολ­λών καλ­λι­ερ­γη­τών της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, προ­δρό­μων και σύγ­χρο­νων: Οι σκέ­ψεις τις ο­ποί­ες εί­μα­στε ι­κα­νοί να συλ­λά­βου­με κα­θα­ρά εί­ναι οι πο­λύ μι­κρές… Ό­λες οι με­γα­λύ­τε­ρες σκέ­ψεις εί­ναι α­σύλ­λη­πτες και τε­ρά­στι­ες για τους παι­δι­κούς εγ­κε­φά­λους μας.

       Στη δι­ε­θνή λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή το έρ­γο του κο­σμο­πο­λί­τη Your­grau συγ­κα­τα­λέ­γε­ται κά­που α­νά­με­σα στους Bre­ton, Ka­fka και Bor­ges. Κι­νεί­ται με ευ­ε­λι­ξί­α και χι­ού­μορ στη με­θό­ριο α­νά­με­σα σε ποί­η­ση, per­for­mance και πρό­ζα, αλ­λά α­πό τα πρώ­τα του βή­μα­τα πα­ρα­μέ­νει πι­στός στην α­φή­γη­ση ως κύ­ριο εκ­φρα­στι­κό του μέ­σο, ό­πως στο α­τα­ξι­νό­μη­το κεί­με­νό του με τί­τλο Apocrypha που συν­δι­α­λέ­γε­ται με την ι­στο­ρί­α του Μω­υ­σή. Δη­μο­σι­εύ­θη­κε ως πε­ζο­ποί­η­μα στο τεύ­χος του α­με­ρι­κα­νι­κού πε­ρι­ο­δι­κού Poetry τον Ι­ού­λιο του 1982[2], πριν συ­στα­θεί το ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δί­ο της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, και συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συγ­κε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή. Η ι­στο­ρί­α έ­χει ως ε­ξής: έ­νας άν­τρας ψα­ρεύ­ει στην ε­ρη­μιά ό­ταν ξαφ­νι­κά βλέ­πει έ­να μω­ρό μέ­σα σε έ­να ψά­θι­νο κα­λά­θι να ε­πι­πλέ­ει α­κο­λου­θών­τας το ρεύ­μα του πο­τα­μού. Βου­τά­ει στο νε­ρό, πιά­νει το κα­λά­θι και δι­α­πι­στώ­νει ό­τι το μω­ρό εί­ναι κα­λά, τυ­λιγ­μέ­νο με χρυ­σο­ποί­κιλ­το πα­νί. Έκ­πλη­κτος κοι­τά­ζει γύ­ρω του, δεν υ­πάρ­χει ψυ­χή. Α­κουμ­πά­ει το κα­λά­θι με το μω­ρό στην ό­χθη και α­νε­βαί­νει ψη­λό­τε­ρα να ε­λέγ­ξει μή­πως υ­πάρ­χει κά­ποι­ος που το α­να­ζη­τά. Ξαφ­νι­κά έ­να δό­ρυ εκ­σφεν­δο­νί­ζε­ται α­πό το που­θε­νά, δι­α­περ­νά το κρα­νί­ο του και το σώ­μα του κα­τρα­κυ­λά στο πο­τά­μι. Τη στιγ­μή που το ρεύ­μα πα­ρα­σύ­ρει το ά­ψυ­χο σώ­μα του με το κον­τά­ρι να προ­ε­ξέ­χει σαν κα­τάρ­τι, το μω­ρό ξε­σπά­ει σε κλά­μα­τα κι έ­νας σκου­ρό­χρω­μος, σκυ­θρω­πός άν­τρας με λο­φί­ο στο κρά­νος του ξε­προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό τους θά­μνους. Την ί­δια στιγ­μή η γυ­ναί­κα του, η ο­ποί­α δι­α­βά­ζει τη Βί­βλο της στο σπί­τι τους, βλέ­πει την ώ­ρα στο ρο­λό­ι του τοί­χου, κλεί­νει το βι­βλί­ο με κρό­το και σπεύ­δει να βά­λει το βρα­δι­νό τους στο φούρ­νο. Με­τα­νι­ώ­νει που εί­χε μπερ­δέ­ψει τις α­να­γνώ­σεις της κι αι­σθά­νε­ται έ­να κύ­μα δυ­σφο­ρί­ας ό­πως κοι­τά­ζει τον ά­δει­ο δρό­μο.


Η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των και μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ών της Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νής Stacy Hardy με τί­τλο Because the night (Pocko Editions, UK, 2015) α­πο­τε­λεί­ται α­πό εί­κο­σι μί­α ι­στο­ρί­ες, με συ­νο­δευ­τι­κό φω­το­γρα­φι­κό υ­λι­κό του Ι­τα­λού Mario Pischedda. Ο­κτώ α­πό αυ­τές θε­ω­ρούν­ται υ­πο­δειγ­μα­τι­κές μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες για τη δι­ε­θνή κρι­τι­κή, χά­ρη «στην ι­σχυ­ρή πύ­κνω­ση, την τα­χεί­α α­νά­κρου­ση και τον υ­ψη­λό βαθ­μό συ­νέρ­γειας συγ­γρα­φέ­α–α­να­γνώ­στη που ε­πι­τυγ­χά­νουν», σύμ­φω­να με την Liesl Jobson, επίσης γνωστή διεθνώς Νοτιοαφρικανή συγγραφέα μικρομυθοπλασίας.

       Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α με τί­τλο Kisula που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συλ­λο­γή, η η­ρω­ί­δα φτά­νει στο μα­γα­ζί ό­που δι­α­σκε­δά­ζουν οι φί­λοι της. Πί­νουν α­πό ώ­ρα και συ­ζη­τούν πά­λι το φλέ­γον θέ­μα: πώς γί­νε­ται οι Black Consciousness[3] τύ­ποι να έ­χουν πάν­τα λευ­κές συν­τρό­φους. Ό­λα τα μά­τια στρέ­φον­ται μί­α ε­πά­νω της μί­α σε έ­ναν α­πό τους συν­δαι­τυ­μό­νες, τον Andile, και ξαφ­νι­κά πέ­φτει σι­ω­πή. Ξε­χά­στε το. Δεν εί­μαι το κο­ρί­τσι του α­πλώς πη­δι­ό­μα­στε πε­ρι­στα­σια­κά[4], τους λέ­ει και ό­λοι, πλην του Andile, ξε­σπούν σε γέ­λια. Με­τά α­πό λί­γο η η­ρω­ί­δα φεύ­γει χω­ρίς να πλη­ρώ­σει και παίρ­νει το δρό­μο για το σπί­τι της πε­ζή. Σκέ­φτε­ται το λυ­πη­μέ­νο πρό­σω­πο του Andile και ό­σο πε­ρι­φέ­ρε­ται στην πό­λη, δυ­σφο­ρεί με τη σκέ­ψη ό­τι δεν εί­ναι πα­ρά η α­νε­πι­θύ­μη­τη λευ­κή α­νά­με­σά τους. Ό­ταν μπαί­νει στο θυ­ρω­ρεί­ο του κτι­ρί­ου που βρί­σκε­ται το δι­α­μέ­ρι­σμά της πιά­νει κου­βέν­τα με τον Kisula, τον Κον­γκο­λέ­ζο φύ­λα­κα του κτι­ρί­ου και με­τα­νά­στη, ο ο­ποί­ος έ­χει αλ­λά­ξει το ό­νο­μά του σε Gary και εί­ναι κολ­λη­μέ­νος μπρο­στά στην ο­θό­νη της τη­λε­ό­ρα­σης. Πα­ρα­κο­λου­θεί ζων­τα­νά τον πο­δο­σφαι­ρι­κό α­γώ­να α­νά­με­σα στη Χι­λή και στην ο­μά­δα που υ­πο­στη­ρί­ζει, τη Γαλ­λί­α. Πώς γί­νε­ται να τους υ­πο­στη­ρί­ζεις με­τά α­πό ό­σα έ­κα­ναν στην πα­τρί­δα σου; τον ρω­τά­ει. Ο Kisula α­να­ση­κώ­νει τους ώ­μους. Έ­χουν κα­λύ­τε­ρη ο­μά­δα, κοί­τα, της λέ­ει και κρα­τά­ει την α­νά­σα του ό­πως κι ε­κα­τομ­μύ­ρια φί­λα­θλοι στον πλα­νή­τη ε­κεί­νη τη στιγ­μή. Έ­να κον­τι­νό πλά­νο α­κο­λου­θεί την μπά­λα που σκί­ζει τον α­έ­ρα και τα δί­χτυ­α του τέρ­μα­τος της Χι­λής. Η Γαλ­λί­α κερ­δί­ζει τον α­γώ­να. Το γή­πε­δο σεί­ε­ται, ο Kisula ε­κρή­γνυ­ται α­πό χα­ρά και η η­ρω­ί­δα σε κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτου βρί­σκε­ται να χο­ρεύ­ει και να ζη­τω­κραυ­γά­ζει μα­ζί του. Χο­ρεύ­ου­με και οι δύ­ο. Χο­ρεύ­ου­με και γε­λά­με σα να μοι­ρα­ζό­μα­στε κά­τι βα­θύ και α­λη­θι­νό και αι­ώ­νιο[5].

       Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της συλ­λο­γής με τί­τλο Squirreling πα­ρα­κο­λου­θού­με μια σκη­νή αυ­να­νι­σμού ως λύ­τρω­ση α­πό το πά­θος της η­ρω­ί­δας για τον σύν­τρο­φό της, με τον ο­ποί­ο έ­χει μό­λις χω­ρί­σει. Η η­ρω­ί­δα πεν­θεί και αρ­χί­ζει στα­δια­κά να αυ­το­ε­ρε­θί­ζε­ται με δι­ά­φο­ρα αν­τι­κεί­με­νά του, τα ο­ποί­α βρί­σκον­ται δι­ά­σπαρ­τα γύ­ρω της. Λα­χτα­ρά­ει σαν α­χόρ­τα­γος σκί­ου­ρος να τα α­πο­θη­κεύ­σει και να τα φυ­λά­ξει μέ­σα της, α­κό­μα και την ο­δον­τό­βουρ­τσά του, να μην μεί­νει χώ­ρος για τα συ­ναι­σθή­μα­τά της. Σε αυ­τό το ση­μεί­ο του κει­μέ­νου κο­ρυ­φώ­νε­ται η διτ­τή αί­σθη­ση που προ­κα­λούν πολ­λά δείγ­μα­τα γρα­φής της Hardy: α­πό τη μια η χρή­ση μιας κο­φτε­ρής γλώσ­σας προ­κει­μέ­νου να δι­α­τυ­πω­θεί ευ­θαρ­σώς η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της γυ­ναι­κεί­ας ε­ρω­τι­κής ε­πι­θυ­μί­ας α­πό την αν­δρι­κή φαν­τα­σί­α που καλ­λι­έρ­γη­σε ο που­ρι­τα­νι­σμός στη δυ­τι­κή κουλ­τού­ρα προς μια ά­νευ ο­ρί­ων σω­μα­τι­κή κι ε­ρω­τι­κή ε­ξε­ρεύ­νη­ση. Α­πό την άλ­λη η α­νά­δει­ξη της α­σύλ­λη­πτης τα­χύ­τη­τας με την ο­ποί­α το μυα­λό μας μέ­σω της φαν­τα­σί­ας μπο­ρεί να δι­α­κτι­νι­στεί σε έ­να φαν­τα­σμα­γο­ρι­κό, σου­ρε­α­λι­στι­κό σύμ­παν. Εί­ναι το ση­μεί­ο στο ο­ποί­ο η η­ρω­ί­δα φαν­τά­ζε­ται την ο­δον­τό­βουρ­τσα του συν­τρό­φου της να με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε σκί­ου­ρο, να φω­λιά­ζει μέ­σα στη μή­τρα της α­νά­με­σα στους α­πο­θη­κευ­μέ­νους καρ­πούς του κι ε­κεί­νη να γεν­νά­ει έ­να στρα­τό χνου­δω­τά σκι­ου­ρά­κια. Για την η­ρω­ί­δα, έ­να τέ­τοι­ο γε­γο­νός, ως δί­δυ­μο α­πο­κύ­η­μα φαν­τα­σί­ας και α­πε­λευ­θέ­ρω­σης, εί­ναι ι­κα­νή να προ­κα­λέ­σει πα­νι­κό στην α­ποι­κί­α.

       Ι­δέ­α που α­παν­τά­ται συ­χνά στο έρ­γο της Hardy, για την ο­ποί­α η Α­φρι­κή μοιά­ζει με μη­χα­νή του χρό­νου: μπο­ρεί να δει κα­νείς ταυ­τό­χρο­να ει­κό­νες α­πό το πα­ρελ­θόν, το πα­ρόν και το μέλ­λον. Η Hardy δρα­στη­ρι­ο­ποι­εί­ται α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά κα­τά του ρα­τσι­σμού, αρ­θρο­γρα­φεί ως δη­μο­σι­ο­γρά­φος και δι­δά­σκει στο Με­τα­πτυ­χια­κό Τμή­μα Δη­μι­ουρ­γι­κής Γρα­φής στο Rhodes U­ni­ver­si­ty. Στην πρό­σφα­τη με­λέ­τη του Peter Blair[6] για την άν­θη­ση της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στην Ν. Α­φρι­κή, η Hardy συγ­κα­τα­λέ­γε­ται α­νά­με­σα στις τρεις κο­ρυ­φαί­ες με­λέ­τες πε­ρί­πτω­σης, μα­ζί με τους (ε­πί­σης λευ­κούς) Tony Eprile και Michael Cawood Green και η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της Kisula α­να­λύ­ε­ται ως υ­πο­δειγ­μα­τι­κή.

       Η ι­στο­ρί­α Squirreling εί­ναι πο­λύ ι­δι­αί­τε­ρη. Μας πα­ρο­τρύ­νει να σκε­φτού­με έ­να κε­νό και την α­νάγ­κη να το γε­μί­σου­με; τη ρω­τούν σε μια α­πό τις συ­νεν­τεύ­ξεις της. Ε­πι­στρέ­φου­με στις μαύ­ρες τρύ­πες! α­παν­τά­ει η Hardy. Φταί­ει α­σφα­λώς ο κα­πι­τα­λι­σμός, η κα­τα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νί­α…τα ο­ποί­α εί­ναι ε­χθροί της φαν­τα­σί­ας. Σε αυ­τή την ι­στο­ρί­α το θέ­μα μου εί­ναι ε­πί­σης ο­λό­κλη­ρη η κα­τα­σκευ­ή της «ε­νη­λι­κί­ω­σης», και οι συ­νέ­πει­ές της. Οι σκί­ου­ροι εί­ναι έ­να αν­τί­δο­το σε ό­λο αυ­τό – εί­ναι ό­λο ε­νέρ­γεια και ε­κλε­κτι­κοί και ζων­τα­νοί, ό­λο τρί­ζουν τα δόν­τια τους, τρε­μο­παί­ζουν τη φουν­τω­τή ου­ρά τους, εί­ναι ροζ και χνου­δω­τοί και φρε­νή­ρεις και η­λί­θιοι. Αλ­λά φυ­σι­κά οι τρύ­πες εί­ναι με­ρι­κές φο­ρές έ­ξο­δοι κιν­δύ­νου στις ι­στο­ρί­ες μου, θύ­ρες, λα­γού­μια, υ­πό­γεια τού­νελ, μυ­στι­κές δί­ο­δοι δι­α­φυ­γής.


Τον Α­πρί­λιο του 2020 ι­δρύ­θη­κε η πρώ­τη συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στις Η.Π.Α στο Harry Ransom Centre (ΗRC) του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Τέ­ξας στο Ό­στιν. Η συλ­λο­γή α­πο­τε­λεί­ται α­πό πε­ρί­που δι­α­κό­σια πε­νήν­τα σπά­νια βι­βλί­α και πε­ρι­ο­δι­κά και εί­ναι δω­ρε­ά πέν­τε Α­με­ρι­κα­νών συγ­γρα­φέ­ων και πα­νε­πι­στη­μια­κών που συ­νέ­βαλ­λαν στην α­να­γνώ­ρι­ση και δι­ά­δο­ση του εί­δους: T. Hazuka, T. L. Masih, P. Painter, R. Scotellaro, και R. Shapard. Μό­λις ο­λο­κλη­ρω­θεί η ψη­φι­ο­ποί­η­σή της θα εί­ναι ε­λεύ­θε­ρης πρό­σβα­σης δι­ε­θνώς. Στο HRC βρί­σκον­ται τα πρω­τό­λεια των Charlotte κι Emily Brontë, τα χει­ρό­γρα­φα του Gabriel García Márquez, το ση­μει­ω­μα­τά­ριο του Jack Kerouac, το ξύ­λι­νο κου­τί του Ε.Ε.Cummings, πρω­τό­τυ­πα έρ­γα της Frida Kahlo, αλ­λά και συλ­λο­γή χει­ρο­γρά­φων και προ­σω­πι­κών αν­τι­κει­μέ­νων του Edgar Allan Poe, ό­πως το γρα­φείο του.

       Το 2008 οι Άγ­γλοι κα­θη­γη­τές στο Chester University Peter Blair και Ashley Chantler ί­δρυ­σαν το πε­ρι­ο­δι­κό Flash: The International Short- Short Story Magazine

       Στο τ.9, Νο2 (Ο­κτώ­βριος 2016) πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του Μι­χά­λη Γκα­νά Δι­α­βά­ζει έ­να βι­βλί­ο[7] (She reads a book, μτφρ. Π. Νι­κο­λά­ου) και στο τ.10, Νο1 (Α­πρί­λιος 2017) η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Another night out της Ει­ρή­νης Ι­ω­άν­νου. Το 2015 ί­δρυ­σαν τις εκ­δό­σεις Flash: The international Short-Short Story Press, με πρώ­τη έκ­δο­ση τη συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας του David Swan με τί­τλο Stronger Faster Shorter: Flash Fictions. Σε αυ­τή εί­κο­σι πέν­τε μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες ε­ξε­ρευ­νούν την πο­ρεί­α ε­νη­λι­κί­ω­σης ε­νός α­γο­ριού τη δε­κα­ε­τί­α του ’70. Στην ο­μό­τι­τλη ι­στο­ρί­α ο ε­νή­λι­κος πια ή­ρω­ας, ο ο­ποί­ος δι­α­τη­ρεί την πο­λύ υ­ψη­λή συ­ναι­σθη­μα­τι­κή του νο­η­μο­σύ­νη, α­πο­φαί­νε­ται: Τα σώ­μα­τά μας εί­χαν δι­α­με­λι­στεί σε κα­τα­στρο­φι­κά α­τυ­χή­μα­τα ι­λιγ­γι­ώ­δους τα­χύ­τη­τας, κι έ­πει­τα ε­πα­να­συ­ναρ­μο­λο­γή­θη­καν α­πό ε­πι­στή­μο­νες που χρη­σι­μο­ποι­ού­σαν βι­ο­νι­κή τε­χνο­λο­γί­α[8]. Ε­δώ ο Swan α­να­φέ­ρε­ται στις ρα­γδαί­ες αλ­λα­γές που βι­ώ­νει ο μι­κρός ή­ρω­ας και στις ε­πι­πτώ­σεις τους στην ψυ­χο­σύν­θε­σή του. Αν και χρη­σι­μο­ποι­εί την ει­κό­να με­τα­φο­ρι­κά, τε­λι­κά θο­λώ­νει το ό­ριο α­νά­με­σα στο πραγ­μα­τι­κό και το φαν­τα­στι­κό, δε­δο­μέ­νου ό­τι σή­με­ρα δε φαί­νε­ται τό­σο ε­ξω­πραγ­μα­τι­κή.

       H Seaborne Library, η βι­βλι­ο­θή­κη του πα­νε­πι­στη­μί­ου Chester, δι­α­θέ­τει την πρώ­τη ορ­γα­νω­μέ­νη συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας δι­ε­θνώς, η ο­ποί­α εμ­πλου­τί­ζε­ται χά­ρη στη δρά­ση των με­λών της έ­νω­σης International Flash Fiction Association (IFFA) που ί­δρυ­σαν οι Blair και Chantler και εί­ναι α­κα­δη­μα­ϊ­κού χα­ρα­κτή­ρα, με ε­στί­α­ση στην αγ­γλο­σα­ξω­νι­κή βι­βλι­ο­γρα­φία.

       Την αλ­μα­τώ­δη ε­ξέ­λι­ξη στη δι­ε­θνή έ­ρευ­να και πα­ρα­γω­γή με ε­στί­α­ση σε Ω­κε­α­νί­α και Α­σί­α μπο­ρεί να πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νείς κα­τό­πιν α­να­ζή­τη­σης σε βι­βλι­ο­θή­κες πα­νε­πι­στη­μί­ων εδώ κι εδώ.


Η Α­νά­σα (Breath), το συν­το­μό­τε­ρο (1 λ.) θε­α­τρι­κό έρ­γο του Samuel Beckett, γρά­φτη­κε το 1969, εν­νιά χρό­νια με­τά το σε­νά­ριο του À bout de soufflé του Godard, σχε­δόν τέσ­σε­ρις αι­ώ­νες με­τά τη «με­λαγ­χο­λι­κή κω­μω­δί­α» του Shakespeare με τί­τλο Με το ί­­διο μέ­τρο (1604), στην ο­ποί­α ο δού­κας της Βι­έν­νης α­να­φέ­ρε­ται στο ε­φή­με­ρο της ζω­ής και στην α­νά­σα της τέ­χνης[9], κι έ­χει α­πο­τε­λέ­σει σπου­δή για πλή­θος καλ­λι­τε­χνών, ό­πως οι Alan Parson και Tim Burton. Ο Damien Hirst, το 2002, πο­λύ προ παν­δη­μί­ας Covid 19, στη δι­κή του υ­λο­ποί­η­ση της Α­νά­σας, εί­χε γε­μί­σει το χώ­ρο με νο­σο­κο­μεια­κά σκου­πί­δια, έ­ναν υ­πο­λο­γι­στή, έ­να πλη­κτρο­λό­γιο, ου­ρο­δο­χεί­α, λε­ρω­μέ­να σεν­τό­νια, μά­σκες, γάν­τια και στα τε­λευ­ταί­α δευ­τε­ρό­λε­πτα μό­λις που προ­λα­βαί­νου­με να δού­με μέ­σα σε έ­να γυ­ά­λι­νο τα­σά­κι δύ­ο γό­πες τσι­γά­ρου πλεγ­μέ­νες σε σχή­μα σβά­στι­κας. Η Α­νά­σα εί­ναι έ­να α­πό τα τα­χυ­δρά­μα­τα με θέ­μα τον έ­ρω­τα που ζή­τη­σε ο θρυ­λι­κός Βρε­τα­νός συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός θε­ά­τρου Kenneth Tynan α­πό δι­ά­φο­ρους σύγ­χρο­νούς του συγ­γρα­φείς (J. Feiffer, J. Lennon, E. O’Brien, J. Levy, S. Shepard και L. Melfi) με σκο­πό να τα συμ­πε­ρι­λά­βει στην πα­ρά­στα­σή του με τί­τλο Oh! Calcutta, χω­ρίς να α­πο­κα­λύ­πτε­ται το ό­νο­μα της/του δη­μι­ουρ­γού του. Λέ­γε­ται ό­τι ο Beckett έ­γρα­ψε την Α­νά­σα του σε μί­α καρτ πο­στάλ και την τα­χυ­δρό­μη­σε στον Tynan. Έ­γι­νε, ό­μως, έ­ξαλ­λος ό­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ό­τι αν­τί των σκου­πι­δι­ών που έ­γρα­φε ο ί­διος ό­τι έ­πρε­πε να κα­τα­κλύ­ζουν τη σκη­νή, ο Tynan την εί­χε γε­μί­σει με γυ­μνά σώ­μα­τα και ό­τι, ε­πι­πλέ­ον, η πα­ρα­γω­γή α­πο­κά­λυ­ψε τε­λι­κά τη συμ­με­το­χή του. Πα­ρά τη φή­μη του δύ­στρο­που που πε­ρι­βάλ­λει τον Beckett, υ­πάρ­χει πάν­το­τε έ­να ί­χνος μαύ­ρου χι­ού­μορ. Και αν ζη­τή­σεις α­πό τον Beckett να σου γρά­ψει έ­να «ε­ρω­τι­κό σκε­τσά­κι», αυ­τό θα πά­ρεις, τη μα­ται­ό­τη­τα α­πό τη μή­τρα στον τά­φο σε έ­να λε­πτό[10].


Η Ε­σμε­ράλ­ντα α­νοί­γει τα μά­τια της. Το δω­μά­τιο εί­ναι ά­δει­ο. Δεν μπο­ρεί να θυ­μη­θεί πό­σο και­ρό εί­ναι μό­νη. Τη φα­γου­ρί­ζει το χέ­ρι της: φταί­ει το βλα­στά­ρι που φυ­τρώ­νει μέ­σα α­πό τον καρ­πό της. Η Ε­σμε­ράλ­ντα το πα­ρα­κο­λου­θεί να με­γα­λώ­νει και να βγά­ζει φύλ­λα. Τώ­ρα τη φα­γου­ρί­ζει και το πό­δι της, ο ώ­μος και το α­ρι­στε­ρό της μά­γου­λο. Κα­τα­πρά­σι­νοι μί­σχοι βλα­σταί­νουν α­πό μέ­σα τη­ς˙ φύλ­λα ξε­δι­πλώ­νον­ται χα­ϊ­δεύ­ον­τας το δέρ­μα της. Το πρώ­το λου­λού­δι αν­θί­ζει στο πρό­σω­πό της, τα ε­πό­με­να παν­τού στο σώ­μα της. Η Ε­σμε­ράλ­ντα χα­μο­γε­λά­ει και κλεί­νει τα μά­τια της. Ό­ταν τα ξα­να­νοί­γει δεν εί­ναι πια μό­νη. Βρί­σκε­ται γυ­ρι­σμέ­νη στο πλά­ι, ξα­πλω­μέ­νη ε­πά­νω σε φαρ­διά γό­να­τα. Αυ­τός έ­χει ε­πι­στρέ­ψει. Υ­πο­μο­νε­τι­κά, ξε­ρι­ζώ­νει α­γρι­ό­χορ­τα και βλα­στά­ρια, λου­λού­δια και φύλ­λα, ρά­βει τα δά­κρυ­α με με­τα­ξω­τό νή­μα. Γυ­ρί­ζον­τας τα μά­τια της, η Ε­σμε­ράλ­ντα μπο­ρεί να δει τη με­γά­λη βε­λό­να να μπαι­νο­βγαί­νει, να συρ­ρά­πτει τους δερ­μα­τι­κούς κρη­μνούς, να τρα­βά­ει και να σφίγ­γει. Στο πά­τω­μα, τα λου­λού­δια και τα φύλ­λα μα­ραί­νον­ται γρή­γο­ρα. Αυ­τός κό­βει το νή­μα, κά­νει έ­ναν σφι­χτό κόμ­πο, έ­πει­τα τα­κτο­ποι­εί την Ε­σμε­ράλ­ντα α­νά­με­σα στα μα­ξι­λά­ρια στη συ­νη­θι­σμέ­νη πο­λυ­θρό­να και βγαί­νει α­πό το δω­μά­τιο. Αυ­τή εί­ναι ο­λό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[11] της Ι­τα­λί­δας Emanuela Valentini, με τί­τλο Η αν­θι­σμέ­νη Ε­σμε­ράλ­ντα (Esmeralda in bloom), α­πό το α­φι­έ­ρω­μα του πε­ρι­ο­δι­κού World Without Borders στην ι­τα­λι­κή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία. Η τε­λευ­ταί­α πα­ρου­σιά­ζει με­γά­λη άν­θη­ση, ι­δι­αί­τε­ρα στο εί­δος της λο­γο­τε­χνίας του φα­ντα­στι­κού, πρω­το­πό­ρος της ο­ποί­ας υ­πήρ­ξε ο δη­μι­ουρ­γός του Άρ­χον­τα των δα­χτυ­λι­δι­ών, J. R. R. Tolkien (γεν­νη­μέ­νος στην πό­λη Bloemfontein της Ν. Α­φρι­κής το 1892).


Ο μι­κρός Γκάμ­πορ μοιά­ζει σαν ό­λα τα μω­ρά, έ­νας α­φρά­τος Βού­δας τα μά­τια του ο­ποί­ου γλι­στρούν α­πό ε­δώ κι α­πό ε­κεί και αυ­τό ε­πει­δή δεν έ­χει μά­θει το κόλ­πο να ε­στιά­ζει το βλέμ­μα του. Α­δυ­να­τεί α­κό­μα και να στη­ρί­ξει όρ­θιο το ί­διο του το κε­φά­λι για να κοι­τά­ξει τρι­γύ­ρω, ε­πο­μέ­νως δεν εί­ναι να κα­τη­γο­ρεί κα­νείς τους γο­νείς του που τον βλέ­πουν ως μί­α λευ­κή σε­λί­δα ε­πά­νω στην ο­ποί­α θα γρά­ψουν, με α­γά­πη, ό,τι γνω­ρί­ζουν για τον κό­σμο.

       Αλ­λά α­πό τη στιγ­μή που ά­νοι­ξε τα μά­τια του στον λαμ­πε­ρό α­έ­ρα, α­πό τη στιγ­μή που τα δά­χτυ­λά του έ­σφι­ξαν κα­τά τύ­χη το δά­χτυ­λο της μη­τέ­ρας του, έ­να ση­μεί­ο της κου­βέρ­τας του, ή την κό­χη της κού­νιας του, ο Γκάμ­πορ σκέ­φτε­ται. Ε­δώ εί­ναι η μύ­τη του σκύ­λου, έ­πει­τα δεν εί­ναι, έ­πει­τα εί­ναι ε­δώ ξα­νά. Φω­νές πά­νε κι έρ­χον­ται. Τα πρό­σω­πα εί­ναι πα­νο­μοι­ό­τυ­πα και δι­α­φο­ρε­τι­κά. Το φως δι­α­δέ­χε­ται το σκο­τά­δι. Το υ­γρό δι­α­δέ­χε­ται το στε­γνό. Θέ­λει γά­λα. Δε θέ­λει γά­λα. Έ­νας ή­χος κλά­μα­τος έρ­χε­ται α­πό κά­που, και τον ξαφ­νιά­ζει, κι έ­πει­τα έρ­χε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο κλά­μα. Συμ­πε­ραί­νει δι­ά­φο­ρα, κα­τα­νο­εί τι ση­μαί­νει Εί­ναι. Ε­πι­νο­εί μια γλώσ­σα που πε­ρι­έ­χει ό­λη του τη γνώ­ση. Οι προ­τά­σεις του εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές, κά­θε μί­α πε­ρι­έ­χει έ­να ο­λό­κλη­ρο κε­φά­λαι­ο της φι­λο­σο­φί­ας του. Αγ­κουα­γκού εί­ναι έ­να α­πό αυ­τά. Το πα­ρα­πά­νω εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[12] του Α­με­ρι­κα­νού Bruce Holland Rogers με τί­τλο Aglaglagl που συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη δι­ε­θνή αν­θο­λο­γί­α Flash Fiction International (2015). Ό­πως μπο­ρεί να φαν­τα­στεί κα­νείς, το βρέ­φος θα μά­θει πο­λύ γρή­γο­ρα τη γλώσ­σα των γο­νι­ών του και συ­νη­θί­ζον­τας τα ξυ­ρά­φια μιας τέ­τοι­ας γλώσ­σας, ο μι­κρός Γκάμ­πορ θα ξε­χά­σει σχε­δόν ό,τι γνώ­ρι­ζε κά­πο­τε με βε­βαι­ό­τη­τα.

 

Έ­να ζευ­γά­ρι κέν­ταυ­ροι α­πο­θαυ­μά­ζει το παι­δί του που χο­ρο­πη­δά­ει α­πό δω κι α­πό κει σε μια πα­ρα­λί­α της Με­σο­γεί­ου. Ο πα­τέ­ρας γυρ­νά­ει προς τη μά­να και τη ρω­τά­ει: Πρέ­πει ά­ρα­γε να του πού­με πως δεν εί­ναι πα­ρά έ­νας μύ­θος; Αυ­τή εί­ναι ο­λό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[13] του Κώ­στα Α­ξε­λού με τί­τλο Πραγ­μα­τι­κό και Φα­ντα­στι­κό, μί­α α­πό τις πολ­λές του ι­δί­ου που πε­ρι­έ­χον­ται στο Ciudad Seva, ση­μαν­τι­κό α­πο­θε­τή­ριο του εί­δους δι­ε­θνώς, του Πορ­το­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέ­α Luis López Nieves.

 

Θε­ω­ρη­τι­κές δι­α­κλα­δώ­σεις


Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α φαί­νε­ται να θέ­τει πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­ρω­τή­μα­τα α­πό ό­σα α­παν­τά­ει, δι­α­τη­ρών­τας ά­σβη­στη τη libido sciendi. Σε αυ­τή τη δί­ψα για γνώ­ση προ­στέ­θη­κε και η ό­ρε­ξη για τα­χύ­τη­τα, ό­πως την συ­νέ­λα­βαν οι Marx, Weber, Darwin, Freud και Nietzsche, οι ο­ποί­οι αμ­φέ­βαλ­λαν, ε­πι­χεί­ρη­σαν νο­η­τι­κά άλ­μα­τα, ό­πως ο Γα­λι­λαί­ος πριν α­πό αυ­τούς, συ­νέ­θε­σαν και συμ­πύ­κνω­σαν ι­δέ­ες, ο­ρά­μα­τα και με­θό­δους και προ­σάρ­μο­σαν το χρό­νο σε νέ­ες τα­χύ­τη­τες με­τα­λαμ­πα­δεύ­ον­τάς μας τον στο­χα­σμό τους για να συ­νε­χί­σου­με την κούρ­σα. Συ­χνά αμ­φι­σβη­τού­σε ο Κ. Κα­στο­ρι­ά­δης την έν­νοι­α του αν­τα­γω­νι­σμού για πρω­το­πο­ρί­ες και νε­ω­τε­ρι­σμούς. Ό­μως αν το κα­λο­σκε­φτού­με, ε­νώ οι ύ­αι­νες γεν­νι­ούν­ται με τα μά­τια α­νοι­χτά, ε­μείς με το που ερ­χό­μα­στε στον κό­σμο συμ­με­τέ­χου­με ό­λοι α­κού­σια σε μια δι­α­νο­η­τι­κή σκυ­τα­λο­δρο­μί­α. Γι’ αυ­τό έ­χει ση­μα­σί­α τι κρα­τάς πά­νω σου ως ε­φό­διο μέ­χρι το τέρ­μα και τι βά­ρος πε­τάς και α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­σαι.

       Κά­πως έ­τσι λει­τουρ­γεί και η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Και στον Βολ­ταί­ρο εν­το­πί­ζε­ται ε­ναλ­λα­γή σκη­νών, έ­νας γρή­γο­ρος ρυθ­μός πρω­τό­γνω­ρος για τα δε­δο­μέ­να της ε­πο­χής του, αλ­λά αυ­τή η σβελ­τά­δα υ­πη­ρε­τεί την α­πλού­στευ­ση[14]. Αν­τί­θε­τα, η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της Hélene Cixous, με θέ­μα την α­πώ­λεια και τη μα­ται­ό­τη­τα και τί­τλο Quick Fiction: Death fiction, η ο­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη δη­μο­σί­ευ­ση της δι­ά­λε­ξης που έ­δω­σε το 2013 στον Κα­να­δά ο Άγ­γλος συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός Nicholas Royle με τί­τλο Quick Fiction: Some Remarks on Writing Today, εί­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή. Αν και θε­ω­ρώ τον ό­ρο «quick fiction» που προ­τεί­νει για τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α α­νε­παρ­κή να προσ­δι­ο­ρί­σει την πρω­τε­ϊ­κή φύ­ση της, ο Royle εύ­στο­χα, α­φού πρώ­τα μας θυ­μί­ζει ό­τι α­κό­μα και στα σαιξ­πη­ρι­κά κεί­με­να έ­χου­με κά­ποι­ες φο­ρές την αί­σθη­ση ό­τι κυ­νη­γά­με τη σκέ­ψη του συγ­γρα­φέ­α, στο κεί­με­νο της Ciroux εν­το­πί­ζει δύ­ο κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας: πρώ­το, την τα­χύ­τη­τα με την ο­ποί­α κι­νεί­ται η α­φη­γη­μα­τι­κή πρά­ξη, με την Ciroux ει­δι­κά να κι­νεί­ται σε δι­α­φο­ρε­τι­κές τα­χύ­τη­τες ταυ­τό­χρο­να και να ε­πι­τα­χύ­νει. Δη­λα­δή, αλ­λι­ώς να τρέ­χει ο συλ­λο­γι­σμός της, αλ­λι­ώς το βλέμ­μα και η γλώσ­σα της και το ύ­φος της να ε­ναλ­λάσ­σε­ται α­νά­με­σα σε λυ­ρι­σμό –ρε­α­λι­σμό στην ε­λά­χι­στη κει­με­νι­κή έ­κτα­ση (γύ­ρω στις 250 λέ­ξεις στην αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση της Peggy Kamuf). Δεύ­τε­ρο, το στρο­βο­σκο­πι­κό βλέμ­μα κα­τά Deleuze, το phantasmoneiric fleux κα­τά Derrida, μια ο­πτι­κή γω­νί­α που δεν εί­ναι πια γω­νί­α, τύ­που παν­το­γνώ­στη α­φη­γη­τή του Flaubert, ή του nouveau roman, αλ­λά φά­σμα˙ ού­τε μό­νο ο­πτι­κή, που δι­α­θλά­ται πα­ράλ­λη­λα και α­πό τη συ­νεί­δη­ση, αλ­λά κά­τι πο­λυ­πλο­κό­τε­ρο, το ο­ποί­ο δύ­σκο­λα α­να­λύ­ε­ται βά­σει της α­φη­γη­μα­τι­κής δι­ά­κρι­σης των Stanzel και Genette, ποι­ος βλέ­πει, ποι­ος μι­λά­ει. Κι αν ε­λέγ­ξει κα­νείς τη γλώσ­σα της, βά­σει των τρι­ών ε­πι­πέ­δων που δι­α­κρί­νει ο Barthes στο λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο, δη­λα­δή γλώσ­σα, ύ­φος, τό­πος, θα δει ό­τι η γλώσ­σα της εί­ναι α­πλή, λα­κω­νι­κή, σα­φής, αλ­λά πυ­κνή.

       Ση­μει­ω­τέ­ον, τις η­μέ­ρες ε­κεί­νες που της ζή­τη­σε ο Royle να γρά­ψει και να του πα­ρα­δώ­σει το κεί­με­νο εί­χε πε­θά­νει ο α­γα­πη­μέ­νος της φί­λος Carlos Fuentes. Και σε αυ­τό το ση­μεί­ο α­να­τρέ­χει κα­νείς ό­χι στο δεί­χνω, δε λέ­ω, του H. James, ού­τε στην πα­ρό­τρυν­ση του Χι­λια­νού ποι­η­τή Vicente Huidobro, κά­ν’­τε το τρι­αν­τά­φυλ­λο να αν­θί­σει στο ποί­η­μα, ού­τε καν στον Chekhov, ή στον Wittgenstein, αλ­λά κα­τευ­θεί­αν στον Kafka: Α­πό τη στιγ­μή που η γλώσ­σα εί­ναι ά­νυ­δρη κά­ν’­τη να δο­νη­θεί με μια πυ­κνό­τη­τα[15]. Για την ε­πί­τευ­ξη αυ­τής της πύ­κνω­σης τον δι­ευ­κό­λυ­νε και η σύν­τα­ξη της γερ­μα­νι­κής πρό­τα­σης, με το ρή­μα στο τέ­λος, ό­πως υ­πο­νο­εί και η Lydia Davis στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της Improving my German[16]. Πα­ρό­λα αυ­τά, ό­μως, δι­α­πι­στώ­νε­ται ό­τι με την πύ­κνω­ση ε­πι­τυγ­χά­νε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό μί­α κί­νη­ση, ό­χι σα να πη­γαί­νει κα­νείς α­πό ση­μεί­ο σε ση­μεί­ο γραμ­μι­κά, ό­πως στις προ­φο­ρι­κές, σύν­το­μες δι­η­γή­σεις, ού­τε α­πό κο­ρυ­φή σε κο­ρυ­φή, ό­πως αρ­γό­τε­ρα στους μύ­θους, τις πα­ρα­βο­λές ή τις βι­νι­έ­τες, ού­τε σα να τρέ­χει στα τυ­φλά με κα­τεύ­θυν­ση προς τη σι­ω­πή α­κο­λου­θών­τας τους Foucault και Beckett, o πρώ­τος να ε­πι­μέ­νει να μά­θει ποι­ος μι­λά­ει στο κεί­με­νο, ο δεύ­τε­ρος να σφυ­ρί­ζει, μα τι ση­μα­σί­α έ­χει[17]. Ού­τε καν ό­πως στις αρ­χές του φαι­νο­μέ­νου της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, εν μέ­σω α­πο­δο­μι­σμού – με­τα­μον­τερ­νι­σμού, να λο­ξο­δρο­μεί και να χά­νε­ται πε­ρι­χα­ρής, αλ­λά σα να δι­α­κτι­νί­ζε­ται στο σύμ­παν και στο κέν­τρο της γης ταυ­τό­χρο­να και να ε­πι­στρέ­φει α­στρα­πια­ία στο αρ­χι­κό ση­μεί­ο. Α­κέ­ραι­ος.

       Ε­πο­μέ­νως, το ζή­τη­μα της τα­χύ­τη­τας στο εί­δος που α­πα­σχο­λεί τη δι­ε­θνή κρι­τι­κή, α­φο­ρά πρω­τί­στως τη συγ­γρα­φι­κή δι­α­δι­κα­σί­α της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας σή­με­ρα, το πώς κι­νεί­ται η σκέ­ψη της/του συγ­γρα­φέ­α και ε­πα­κό­λου­θα πώς ε­νερ­γο­ποι­εί και τη σκέ­ψη κα­τά την α­νά­γνω­ση, ό­χι τον χρό­νο της α­νά­γνω­σης, δι­ό­τι σε αυ­τόν κα­τα­γρά­φε­ται το πα­ρά­δο­ξο να προ­κα­λεί­ται στά­σις. Με­τά την προ­φα­νώς σύν­το­μη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Μπάρ­νες, του Βο­λι­βια­νού Edmundo Paz Soldán, την Kisula ή την Οι­κια­κή Φάρ­σα που εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, τα ο­ποί­α συ­νι­στούν έ­να υ­πο­δειγ­μα­τι­κό κεί­με­νο-κό­σμο το κα­θέ­να, δη­λα­δή έ­να α­πό­σταγ­μα α­φη­γη­μα­τι­κής μυ­θο­πλα­σί­ας[18] -α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α-, και εί­ναι σχε­δόν α­δύ­να­το να γρα­φτούν γρή­γο­ρα, με μια α­νά­σα, δύ­σκο­λα συ­νε­χί­ζει κα­νείς την α­νά­γνω­ση άλ­λου κει­μέ­νου μό­λις τα δι­α­βά­σει. Στα πε­ρισ­σό­τε­ρα υ­πο­δειγ­μα­τι­κά κεί­με­να μέ­σα σε λί­γες γραμ­μές βλέ­πει κα­νείς να καλ­πά­ζουν φι­λο­σο­φι­κά corpus, ι­δε­ο­λο­γί­ες, κι­νή­μα­τα, η­θι­κοί κώ­δι­κες, κοι­νω­νι­κές πρα­κτι­κές, πο­λι­τι­σμι­κοί δεί­κτες, μια α­έ­να­η α­να­ζή­τη­ση ερ­μη­νεί­ας των πραγ­μά­των: η υ­πό­γεια δι­α­νο­η­τι­κή αρ­τη­ρί­α που μας ε­νώ­νει ό­λους.

       Αυ­τό το πυ­κνό α­πο­τέ­λε­σμα της α­φη­γη­μα­τι­κής πρά­ξης για τη δη­μι­ουρ­γί­α μιας α­πο­λαυ­στι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μοιά­ζει α­κό­μα δυ­σκο­λό­τε­ρο να ε­πι­τευ­χθεί α­πό μια γεν­νή­τρια πλο­κής, έ­να υ­πο­λο­γι­στι­κό πρό­γραμ­μα που χρη­σι­μο­ποι­εί­ται για την πα­ρα­γω­γή δι­η­γη­μά­των, ή μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ό­πως το φαν­τά­στη­κε ο Άγ­γλος συγ­γρα­φέ­ας Roald Dahl στο δι­ή­γη­μά του The Great Automatic Grammatizator (1953). Ποι­ος αλ­γό­ριθ­μος θα μπο­ρού­σε να α­πο­φα­σί­σει τι θα κρα­τή­σει και τι θα πα­ρα­λεί­ψει, να πα­ρά­ξει αυ­τό­μα­τα κεί­με­νο με τό­ση πύ­κνω­ση, χι­ού­μορ, ει­ρω­νεί­α, ή φαν­τα­σί­α – τον ε­πι­τα­χυν­τή της σκέ­ψης και του συ­ναι­σθή­μα­τος;


Στο ό­ρα­μα και τη φαν­τα­σί­α βα­σί­στη­καν ε­κα­τό μα­νι­φέ­στα καλ­λιτε­χνι­κών κι­νη­μά­των στη δι­άρ­κεια μό­νο του 20ου αι. Στο α­φι­έ­ρω­μα της Rachel Cordasco που α­να­φέ­ρε­ται πα­ρα­πά­νω, δι­α­πι­στώ­νε­ται άν­θη­ση γε­νι­κά της ι­τα­λι­κής λο­γο­τε­χνί­ας του φαν­τα­στι­κού, ό­σο οι συγ­γρα­φείς συ­νε­χί­ζουν να χρη­σι­μο­ποι­ούν τις λέ­ξεις για να ε­ξε­ρευ­νή­σουν πα­ρά­ξε­νους, νέ­ους κό­σμους[19], και ει­δι­κά της ι­τα­λι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, που προ­τεί­νει νέ­α μον­τέ­λα α­φή­γη­σης[20] με πολ­λούς συ­νε­χι­στές του Kafka[21], και ρο­πή προς το υ­πο­εί­δος του φαν­τα­στι­κού: what if (τι θα γι­νό­ταν ε­άν). Κα­τα­λυ­τι­κός ή­ταν ο ρό­λος του Primo Levi, ο ο­ποί­ος με­τά την κυ­κλο­φο­ρί­α της συλ­λο­γής δι­η­γη­μά­των του Storie naturali το 1967 έ­γρα­φε, Εί­μαι έ­να αμ­φί­βιο, έ­νας κέν­ταυ­ρος: μι­σός χη­μι­κός και μι­σός συγ­γρα­φέ­ας[22], για να α­παν­τή­σει στο ε­ρώ­τη­μα Τι εί­ναι η ζωή, και του Italo Calvino, ο ο­ποί­ος σκι­α­γρά­φη­σε το 1995 μια αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρί­α της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[23]. Κομ­βι­κή, ε­πο­μέ­νως, ή­ταν η δε­κα­ε­τί­α του ’60 και στην Ι­τα­λί­α, με την έ­κρη­ξη του πει­ρα­μα­τι­σμού και του γε­νε­α­λο­γι­κού υ­βρι­δι­σμού υ­πό την ε­πί­δρα­ση των νέ­ων τε­χνο­λο­γι­ών και της ε­κτε­τα­μέ­νης α­νά­μει­ξης της φι­λο­σο­φί­ας με τη λο­γο­τε­χνί­α. Την α­σί­γα­στη α­νάγ­κη για την κα­τα­νό­η­ση της θέ­σης του αν­θρώ­που στο σύμ­παν υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται το ι­τα­λι­κό κί­νη­μα Connettivismo (Νexilism στην αγ­γλο­σα­ξω­νι­κή θε­ω­ρί­α), το ο­ποί­ο σύμ­φω­να με το μα­νι­φέ­στο του (2004), προ­σεγ­γί­ζει ο­λι­στι­κά το θέ­μα, με σύν­θε­ση ι­δε­ών, ό­πως α­πό τη συμ­βί­ω­ση της L. Margulis, ή α­πό τις θε­ω­ρί­ες των Latour (δί­κτυ­ο-δρά­στης) και DeLanda (θε­ω­ρί­α συ­ναρ­μο­λό­γη­σης). Το κί­νη­μα αυ­τό βα­σί­ζε­ται στο μα­νι­φέ­στο του Ι­τα­λι­κού Φου­του­ρι­σμού (1910) κι έ­χει συμ­βάλ­λει στη δι­ε­θνή προ­βο­λή της ι­τα­λι­κής fantascienza και micro fantascienza ση­μα­το­δο­τών­τας την ε­πι­κρά­τη­ση του υ­παρ­ξι­σμού (και του εξ­πρεσ­σι­ο­νι­σμού κα­τά πε­ρί­πτω­ση) ε­πί του ι­δε­α­λι­σμού. Ό­πως εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, η Ε­σμε­ράλ­ντα α­να­πνέ­ει α­πό τα φύλ­λα, μας κα­λεί προ των ευ­θυ­νών μας για την πε­ρι­βαλ­λον­τι­κή κα­τα­στρο­φή και α­πευ­θύ­νε­ται σε έ­ναν κό­σμο που θε­ω­ρεί ως λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη την α­νι­σό­τη­τα, την ε­πι­τή­ρη­ση, την τρο­μο­κρα­τί­α ή την πο­ρεί­α μας προς έ­ναν γε­νε­τι­κά με­ταλ­λαγ­μέ­νο homo sapiens σε αν­θρω­πό­μορ­φο ρομ­πότ.

       Ο ό­ρος fantascienza πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στην Ι­τα­λί­α τον Ο­κτώ­βριο του 1952, ό­ταν κυ­κλο­φό­ρη­σε το πε­ρι­ο­δι­κό Urania και σε αν­τί­θε­ση με τον ό­ρο science fiction δί­νει προ­βά­δι­σμα στη φαν­τα­σί­α και ό­χι στην ε­πι­στή­μη. Το εν­δι­α­φέ­ρον εί­ναι ό­τι ε­νώ θα πε­ρί­με­νε κα­νείς στην κλί­μα­κα της micro fantascienza η φαν­τα­σί­α να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται λό­γω μι­κρής κει­με­νι­κής έ­κτα­σης, αν­τί­θε­τα α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται και γι­γαν­τώ­νε­ται.

       Ο πί­να­κας του Umberto Boccioni, με τί­τλο Elasticity (1912), α­πει­κο­νί­ζει μια φαν­τα­σμα­γο­ρι­κή έ­κρη­ξη χρω­μά­των και σχη­μά­των. Σύμ­φω­να με τον Γερ­μα­νό θε­ω­ρη­τι­κό Thorsten Botz-Bornstein, ό­μως, συ­σχε­τί­ζε­ται με τις τρο­μο­κρα­τι­κές ε­νέρ­γει­ες του ISIS, κα­θώς για τους εξ­τρε­μι­στές ισ­λα­μι­στές οι ε­κρή­ξεις που προ­κα­λούν εί­ναι τό­σο ό­μορ­φες ό­σο το έρ­γο του Boccioni. Ο τε­λευ­ταί­ος, δι­α­κρί­θη­κε για τη δυ­να­μι­κό­τη­τα που εκ­πέμ­πουν τα έρ­γα του και ή­ταν έ­νας α­πό τους ση­μαν­τι­κό­τε­ρους θε­ω­ρη­τι­κούς του Ι­τα­λι­κού Φου­του­ρι­σμού. Στο μα­νι­φέ­στο τους οι λέ­ξεις βί­α, ι­σχύς, τα­χύ­τη­τα, ως σύμ­βο­λα της μον­τέρ­νας τε­χνο­λο­γί­ας, α­πο­τέ­λε­σαν το τρί­πτυ­χό τους. Το 1916 ο Boccioni, α­φού κα­τα­τά­χθη­κε στον στρα­τό, σκο­τώ­θη­κε κα­τά την εκ­παί­δευ­σή του στα τρι­αν­τα­τέσ­σε­ρά του χρό­νια α­πό πτώ­ση α­πό ά­λο­γο εν κι­νή­σει. Στην ι­στο­ρί­α του Boccioni, στην πο­λι­τι­κή αι­σθη­τι­κή των με­λών του ISIS, σε ό, τι μας κυ­νη­γά­ει και μας δι­χά­ζει, ί­σως δί­νει μί­α ε­ξή­γη­ση η συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας του David Swan: Stronger Faster Shorter, ή α­νά­βει έ­να φως η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του Rogers, το Aglaglagl, το ο­ποί­ο σε δι­κή μου ε­λεύ­θε­ρη με­τά­φρα­ση ση­μαί­νει, αν α­να­θε­ω­ρή­σου­με;

 

προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης

 

Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Γι­ώρ­γου Πρε­βε­δου­ρά­κη, μι­κρά ο­νό­μα­τα, Πα­νο­πτι­κόν, 2020.

 

Η νου­βέ­λα του Χρή­στου Χρη­στί­δη, Γυ­μνός, Εκ­δό­σεις Εν­τευ­κτη­ρί­ου, 2020, απ’ ό­που η φρά­ση: το σά­βα­νο α­πό το σπάρ­γα­νο α­πέ­χει μια α­νά­σα.


Η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των της Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νής Keletso Mopai If you keep digging, Black Bird, 2019.


Το σύν­το­μο δι­ή­γη­μα Salvatore του Somerset Maugham, το ο­ποί­ο δη­μο­σι­εύ­θη­κε το 1936 στο Cosmopolitan, α­π’ ό­που η φρά­ση: I wonder if I can do it.


Ο Γιά­ννης Γο­ρα­νί­της δια­βά­ζει έ­να α­πό­σπα­σμα α­πό Τα κο­σμο­κω­μι­κά (μτφρ. Α. Χρυ­σο­στο­μί­δης) του Italo Calvino στο α­φι­έ­ρω­μα α­να­γνώ­σε­ων κα­τά τη διά­ρκεια της κα­θο­λι­κής κα­ραν­τί­νας στην Ελ­λά­δα που ε­πι­με­λή­θη­κε ο Α­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης για το πε­ρι­ο­δι­κό Χάρ­της.


Δύ­ο γεν­νή­τρι­ες πλο­κής για ό­λα τα λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη, μί­α πα­λιό­τε­ρη και μια πιο πρό­σφα­τη (πη­γή: Jane Freedman).


To ι­στο­λό­γιο του Ι­τα­λού πε­ρι­βαλ­λον­τι­κού φω­το­γρά­φου Luca Locatelli.


To τρα­γού­δι του Paolo Conte, Via con me (Live at Montreux Jazz Festival, 2011).


Μί­α ει­κο­νι­κή ε­πί­σκε­ψη στο Museum of Broken Relationships, στο Ζάγ­κρεμπ (ά­γνω­στο ε­άν εκ­θέ­τει ο­δον­τό­βουρ­τσες).


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.


[1]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[2]. H Κου­βα­νέ­ζα Dolores M. Koch (1928-2009) ή­ταν η θε­ω­ρη­τι­κός που έ­θε­σε το 1981 το ε­ρευ­νη­τι­κό ε­ρώ­τη­μα για τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, με την ι­στο­ρι­κή α­να­κοί­νω­σή της στο XX Congreso del Instituto Internacional de Literatura Iberoamericana, το ο­ποί­ο δι­ε­ξή­χθη στο Τέ­ξας.
[3]. Ό­ρος που εμ­φα­νί­στη­κε στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του­’­60, στο πλαί­σιο της αν­τι-α­παρ­τχά­ιντ κι­νη­το­ποί­η­σης και φι­λο­σο­φί­ας, δι­α­τη­ρή­θη­κε στη με­τά-α­παρ­τχά­ιντ ε­πο­χή κι ε­ξα­κο­λου­θεί να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μέ­χρι σή­με­ρα, συ­νή­θως με τα αρ­χι­κά BC. Α­να­φέ­ρε­ται στην ε­πα­να­εν­νοι­ο­λό­γη­ση της συ­νεί­δη­σης της φυ­λε­τι­κής ταυ­τό­τη­τας των γη­γε­νών Νο­τιο-α­φρι­κα­νών και της ε­νί­σχυ­σής της με την πραγ­μα­τι­κή α­νά­κτη­ση των αν­θρω­πί­νων δι­και­ω­μά­των τους.
[4]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[5]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[6]. Blair Peter, Hyper-compressions: The ri­se of flash fi­ction in “post-transi­tio­nal” South A­frica, The Jour­nal of Common­wealth Li­te­ratu­re, 2020, Vol.55 (I), p.p. 38-60, ©The Author (s) 2018.
[7]. Γκα­νάς Μι­χά­λης, Γυ­ναι­κών, μι­κρές και πο­λύ μι­κρές ι­στο­ρί­ες, Με­λά­νι, Α­θή­να, 2010.
[8]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[9]. Motte Warren, Small Worlds, M­ini­malism in Contem­pora­ry French Li­te­rature, University of Nebraska Press, 1999.
[10]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου, α­πό το άρ­θρο του Ted Mills στο ο­ποί­ο πα­ρα­πέμ­πω πα­ρα­πά­νω για την Α­νά­σα.
[11]. Με­τά­φρα­ση α­πό τα ι­τα­λι­κά στα αγ­γλι­κά: Sarah Jane Webb. Με­τά­φρα­ση α­πό τα αγ­γλι­κά δι­κή μου.
[12]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[13]. Α­ξε­λός Κώ­στας, Φι­λο-σο­φι­κά Αν-έκ­δο­τα, μτφρ. Θω­μάς Σκά­σης (πε­ρι­ο­δι­κό Ἡ λέ­ξη τ. 34, Μά­ι­ος 1984).
[14]. Auerbach Erich, Μί­μη­σις, μτφρ. Λ. Α­να­γνώ­στου, ΜΙΕΤ, Α­θή­να, 2005.
[15]. Deleuze Gills & Guattari Félix, Kafka –Toward a minor Literature, translated by D. Polan, University of Minnesota, 1986.
[16]. Αυ­τή εί­ναι ο­λό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: Improving my German. All my life I have been try­ing to im­prove my Ger­man. At last my German is better—but now I am old and ill and don’t have long to li­ve. Soon I will be dead, with bet­ter Ger­man. The Paris Review, issue 234, Fall 2020.
[17]. Τζι­ό­βας Δη­μή­τρης, Με­τά την αι­σθη­τι­κή, Θε­ω­ρη­τι­κέ δο­κι­μές και ερ­μη­νευ­τι­κές α­να­γνώ­σεις της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, Ο­δυσ­σέ­ας, 2003.
[18]. Η Slommith Rimmon – Kennan, σύμ­φω­νη με τη δο­μι­κή α­φη­γη­μα­τι­κή θε­ω­ρί­α του Gérard Genette, ο­ρί­ζει την α­φη­γη­μα­τι­κή μυ­θο­πλα­σί­α ως α­φή­γη­ση μιας σει­ράς φαν­τα­στι­κών γε­γο­νό­των —κά­τι συμ­βαί­νει που μπο­ρεί να ει­πω­θεί με έ­να ρή­μα ή με το ό­νο­μα μιας πρά­ξης και ό­ταν συμ­βαί­νει κά­τι αλ­λά­ζει α­πό μί­α κα­τά­στα­ση σε μί­α άλ­λη— που τη δι­α­φο­ρο­ποι­εί α­πό άλ­λα λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη, ό­πως τη λυ­ρι­κή ποί­η­ση ή τον πε­ρι­γρα­φι­κό πε­ζό λό­γο. Στο Rimmon-Kenan Shlomith, Narrative Fiction, Contemporary Poetics, 2nd edit., Routledge, New York, 2002.
[19]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[20]. Contadini Luigi, Le sug­gestio­ni del mi­cror­rela­to, στο Le For­me Del Nar­ra­re: Nel Tem­po e Tra i Gene­ri, vol. 2 Uni­ver­sitá degli Studi di Trento, 2016.
[21]. Ziolkowski, Saskia E­lizabeth, Kafka’s I­ta­li­an Pro­ge­ny, Uni­ver­sity of To­ro­nto Press, To­ro­nto 2020
[22]. Cassata Francesco, Fan­ta­scien­za? Scie­nce Fi­ction?, Eina­udi, σει­ρά Le­zio­ni Pri­mo Le­vi, To­rino, 2016 κι εδώ.
[23]. Στο Fra­ti­cel­li Bar­ba­ra, Ita­lia: Po­éti­cas de lo mí­ni­mo en el pa­nora­ma con­tempo­rá­neo, α­πό τον συλ­λο­γι­κό τό­μο Ana Ru­eda (ed.), Mini­fic­ción y nano­filo­lo­gía: la­titu­des de la hiper­bre­ve­dad, Ibe­roa­meri­cana, Ma­drid, 2017.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#13]

 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς

 

ΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ νὰ σὲ πε­ρι­γρά­ψω σὲ κά­ποι­ον τὶς προ­άλ­λες. Δὲ μοιά­ζεις μὲ κα­νέ­να κο­ρί­τσι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­χω γνω­ρί­σει. Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πῶ: «Λοι­πόν, εἶ­ναι φτυ­στὴ ἡ Τζέ­ιν Φόν­τα, μό­νο ποὺ εἶ­ναι κοκ­κι­νο­μάλ­λα, μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ στό­μα καὶ φυ­σι­κὰ δὲν εἶ­ναι ἀ­στέ­ρι τοῦ σι­νε­μά. Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ πῶ αὐ­τὸ ἐ­πει­δὴ δὲ μοιά­ζεις σὲ τί­πο­τα μὲ τὴν Τζέ­ιν Φόν­τα[1]. Ἔ­τσι ξε­κι­νά­ει ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «I was try­ing to de­scri­be you to so­me­one», τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Richard Brautigan, ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη πε­ζο­γρα­φι­κὴ συλ­λο­γή του Reve­nge of the Lawn, Sto­ries 1962-1970, μὲ ἑ­ξήν­τα δύ­ο σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες, ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1971 (N.York: Simon and Schuster) καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ εἴ­δους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Ὁ ἥ­ρω­ας στὴν προ­σπά­θειά του νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του θυ­μᾶ­ται τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ἦ­ταν γύ­ρω στὰ ἑ­πτά, τὸ 1940-41. Στὴ γε­νέ­τει­ρά του, στὴν Τα­κό­μα τῆς πο­λι­τεί­ας τῆς Οὐ­ά­σιν­γκτον, εἶ­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει μιὰ ται­νί­α ἠ­θι­κο­πλα­στι­κοῦ, προ­πα­γαν­δι­στι­κοῦ σκο­ποῦ ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ πρό­βα­λαν συ­χνὰ στὰ παι­διὰ καὶ τοὺς νέ­ους κα­τὰ τὶς δε­κα­ε­τί­ες ’30-‘40, με­τὰ τὴ Με­γά­λη Ὕ­φε­ση καὶ στὸ πνεῦ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ New Deal. Στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ται­νί­α το­νι­ζό­ταν ἡ δυ­σκο­λί­α δι­α­βί­ω­σης τῶν Ἀ­με­ρι­κα­νῶν ἀ­γρο­τῶν χω­ρὶς ἠ­λε­κτρι­σμό, το­στι­έ­ρες, πλυν­τή­ρια καὶ ἄλ­λες ἠ­λε­κτρι­κὲς συ­σκευ­ές. Ἔ­δει­χνε τὰ φα­νά­ρια ποὺ ἀ­νά­βαν τὰ βρά­δια γιὰ νὰ δι­α­βά­σουν καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ζε τὸ πό­σο ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἦ­ταν χω­ρὶς ρα­δι­ό­φω­νο. Ἡ ἀ­φή­γη­ση ἑ­στί­α­ζε στὸ πό­σο θὰ ἄλ­λα­ζε ἡ ζω­ή τους μὲ τὴν ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ἠ­λε­κτρο­φό­ρου δι­κτύ­ου καὶ μὲ τὸ πά­τη­μα ἑ­νὸς δι­α­κό­πτη, κα­θὼς θὰ γέ­μι­ζε στα­δια­κὰ ἡ ἀ­χα­νὴς Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ἤ­πει­ρος μὲ ξύ­λι­νους στύ­λους καὶ πυ­λῶ­νες. Ὁ δὲ ἠ­λε­κτρι­σμὸς πα­ρου­σι­α­ζό­ταν στὴν ται­νί­α σὰν νε­α­ρὸς Ἕλ­λη­νας θε­ὸς ποὺ με­τέ­φε­ρε φῶς στὸν κά­θε ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ἀ­γρό­τη γλυ­τώ­νον­τάς τον ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι. Ἡ ἀν­τί­θε­ση τῶν εἰ­κό­νων τοῦ πρὶν καὶ τοῦ με­τὰ εἶ­χε κα­θο­ρι­στι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση στὸν ἥ­ρω­α. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὀ­νει­ρευ­ό­ταν τὸν ἠ­λε­κτρι­σμὸ νὰ φτά­νει σὲ κά­θε γω­νιὰ τῆς γῆς.

       Ἔ­τσι σὲ βλέ­πω, κα­τα­λή­γει ἡ ἱ­στο­ρί­α, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα ἔγ­κει­ται στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι πα­ρὰ τὴ συν­το­μί­α της, ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ δο­μή της ἐ­κτεί­νε­ται ἐ­ξω­κει­με­νι­κὰ σὲ ἕ­να πυ­κνὸ πλέγ­μα ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν εἰ­κό­νων, πο­λι­τι­σμι­κῶν δει­κτῶν καὶ συγ­κει­μέ­νων. Πα­ράλ­λη­λα, ὅ­μως, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ σχε­τι­κὸ θέ­μα της, ἐκ­πέμ­πει ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κὸ φῶς. Εἶ­ναι σα­φὴς καὶ ἀ­κρι­βὴς ὡς πρὸς τὴν κα­τα­νό­η­ση καὶ ἀ­πό­δο­ση τῶν νο­η­μά­των, εὔ­γλωτ­τη καὶ δὲν κρύ­βει τί­πο­τα, πα­ρό­τι εἶ­ναι δι­α­κει­με­νι­κὴ καὶ πο­λυ­ε­πί­πε­δη ὡς πρὸς τὰ ἐ­πί­πε­δα ἀ­νά­γνω­σης (ἰ­δε­ο­λο­γι­κό, πο­λι­τι­κό, πο­λι­τι­σμι­κό, λο­γο­τε­χνι­κό, ἀ­φη­γη­μα­τι­κό, κ.ἄ.). Ἐ­πι­πλέ­ον, ἡ ἀ­πο­δέ­κτης αὐ­τῆς τῆς πρω­τό­τυ­πης ἐ­ρω­τι­κῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης εἶ­ναι ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νη, ἄ­φαν­τη στὸ κεί­με­νο, ἀλ­λὰ συ­νε­χῶς πα­ροῦ­σα. Σὰ μιὰ δι­α­χρο­νι­κὴ ἰ­δέ­α, τὴν ὁ­ποί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἐ­ρω­τευ­μέ­νος ἄν­θρω­πος γιὰ τὸ πῶς βλέ­πει τὸ ἄ­το­μο ποὺ ἀ­γα­πά­ει.


Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Lights» τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Stuart Dybek, γνω­στοῦ ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους, ἡ ἀ­φή­γη­ση ἑ­στιά­ζει σὲ πα­ρέ­ες νε­α­ρῶν σὲ κά­ποι­ο προ­ά­στιο μιᾶς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς πό­λης ποὺ στέ­κον­ταν σὲ ἀ­πό­με­ρες γω­νί­ες χα­ζεύ­ον­τας τὰ δι­ερ­χό­με­να αὐ­το­κί­νη­τα ἀ­πὸ τοὺς δρό­μους τῆς γει­το­νιᾶς τους. Ὅ­πο­τε ἔ­βλε­παν κά­ποι­ο αὐ­το­κί­νη­το νὰ περ­νά­ει μὲ σβη­στὰ φῶ­τα φώ­να­ζαν ἐν χο­ρῷ: Φῶ­τα! Καὶ δὲ στα­μα­τοῦ­σαν μέ­χρι νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ὁ ὁ­δη­γός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἴ­τε τοὺς εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε μὲ ἕ­να ρυθ­μι­κὸ κορ­νά­ρι­σμα ἢ κρυ­βό­ταν πί­σω ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι του μέ­χρι νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ γιὰ νὰ ἀ­νά­ψει τὰ φῶ­τα του. Ἐ­νί­ο­τε, ὅ­μως, με­θυ­σμέ­νοι, πει­σμα­τά­ρη­δες, ἢ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι ὁ­δη­γοὶ συ­νέ­χι­ζαν νὰ ὁ­δη­γοῦν χω­ρὶς φῶ­τα πα­ρὰ τὶς φω­νὲς τῶν νε­α­ρῶν. Τό­τε, κα­τὰ μῆ­κος τοῦ δρό­μου ξε­πε­τά­γον­ταν σὰν πυ­γο­λαμ­πί­δες κι ἄλ­λες φω­νὲς ἀ­πὸ κα­τώ­φλια σπι­τι­ῶν, εἰ­σό­δους κα­τα­στη­μά­των καὶ ἄλ­λες γω­νί­ες ποὺ φώ­να­ζαν Φῶ­τα! Τὰ φῶ­τα σου! Ἔ,ἔ,ἔ, φῶ­τα!


Ὁ ἥ­ρω­ας στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Βρε­τα­νοῦ Tim Craig μὲ τί­τλο «Northern Lights»[2] τα­ξί­δευ­ε ἕ­να βρά­δυ μὲ ὠ­το­στὸπ πρὸς τὰ βό­ρεια τῆς Ἀγ­γλί­ας. Ἀ­πὸ τὸ σκιά­διο τοῦ φορ­τη­γα­τζῆ ποὺ τὸν με­τέ­φε­ρε κρε­μό­ταν ἕ­να δόν­τι μὲ χρυ­σὸ σφρά­γι­σμα ποὺ λαμ­πύ­ρι­ζε κά­θε φο­ρᾶ ποὺ περ­νοῦ­σαν κά­τω ἀ­πὸ φω­τει­νοὺς κόμ­βους. Ὁ ἥ­ρω­ας τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σε σι­ω­πη­λός. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ὁ φορ­τη­γα­τζὴς ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ: Ἦ­ταν τοῦ πα­τέ­ρα μου. Τὸ μό­νο χρυ­σὸ ποὺ πῆ­ρα πο­τὲ ἀ­πὸ αὐ­τόν, εἶ­πε. Αὐ­τὸς χτύ­πη­σε τὴ μη­τέ­ρα μου, ἐ­γὼ χτύ­πη­σα αὐ­τόν. Ἔ­φυ­γε. Δὲν τὸν ξα­να­εῖ­δα. Ἤ­μουν δε­κα­ε­πτά, συ­νέ­χι­σε. Ὁ ἥ­ρω­ας γύ­ρι­σε καὶ τὸν κοί­τα­ξε. Βρῆ­κα τὸ δόν­τι δυ­ὸ μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα. Εἶ­χε προ­σγει­ω­θεῖ σὲ μιὰ γλά­στρα καὶ σκέ­φτη­κα νὰ τὸ πά­ρω μα­ζί μου σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ φύ­τρω­νε ἀ­κό­μα ἕ­νας ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νος κω­λο­γε­ρὸς ἀ­πὸ αὐ­τό[3], κα­τέ­λη­ξε ὁ φορ­τη­γα­τζὴς καὶ γέ­λα­σε. Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ ἥ­ρω­ας δι­έ­κρι­νε ἕ­να λαμ­πύ­ρι­σμα ἀ­πὸ χρυ­σὸ στὸ σκο­τει­νὸ στό­μα τοῦ ὁ­δη­γοῦ. Δὲν ξα­να­μί­λη­σαν ὥ­σπου ἔ­φτα­σαν σὲ ἕ­να σταθ­μὸ ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ. Ὁ ἥ­ρω­ας ἀ­πο­βι­βά­στη­κε καὶ πα­ρέ­μει­νε ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα στὴ γέ­φυ­ρα τοῦ σταθ­μοῦ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ τὰ φῶ­τα τῶν δι­ερ­χο­μέ­νων ὀ­χη­μά­των.


Ἡ Βρε­τα­νί­δα An­gela Car­ter, ἡ ὁ­ποί­α θαύ­μα­ζε τὸν Edgar Allan Poe, ἀ­πο­τέ­λε­σε καὶ ἡ ἴ­δια ση­μαν­τι­κὴ ἐκ­πρό­σω­πο τοῦ εἴ­δους[4]. Κον­τὰ στὸ πνεῦμα τῆς Carter, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ De­nis John­son (μα­θη­τῆ τοῦ Ray­mond Car­ver) κι­νεῖ­ται ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα Kim­ber­ly King Par­sons. Στὴν πρώ­τη συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των της μὲ τί­τλο Black Lights (Vintage, 2019) ἡ Parsons δι­η­γεῖ­ται ἱ­στο­ρί­ες ἐ­φή­βων κι ἐ­νη­λί­κων ἀ­πὸ τὴ γε­νέ­τει­ρά της, τὸ Τέ­ξας, ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦν τὸ φῶς στὴ ζω­ή τους. Τε­λει­ο­ποι­εῖ τὶς ἀφη­γημα­τικές τεχνι­κὲς ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ στὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες της ποὺ ἔ­χουν δι­α­κρι­θεῖ καὶ συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ δι­ε­θνεῖς ἀν­θο­λο­γί­ες τοῦ εἴ­δους: λα­κω­νι­κό­τη­τα, ἀ­κρί­βεια καὶ καυ­στι­κὸ χι­οῦ­μορ ὡς ἀν­τί­δο­το στὸν ὠ­μὸ ρε­α­λι­σμό της (στὰ ὅ­ρια τοῦ να­του­ρα­λι­σμοῦ). Οἱ συ­νή­θως ἀ­νώ­νυ­μοι, κα­θη­με­ρι­νοὶ ἥ­ρω­ές της φλέ­γον­ται ἀ­πὸ πά­θη καὶ ὀρ­γὴ καὶ ἡ Parsons φω­τί­ζει μὲ τοὺς εὔ­στο­χους τί­τλους της καὶ τὸν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ προ­βο­λέ­α της ὀ­δυ­νη­ρὲς ἐ­φη­βι­κὲς φι­λί­ες καὶ κα­τα­δι­κα­σμέ­νες ἐ­ρω­τι­κὲς σχέ­σεις.

       Ὅ,τι ­ξί­ζει νὰ συμ­βεῖ, συμ­βαί­νει στὰ σκο­τει­νὰ δά­ση. του­λά­χι­στον ­τσι μοῦ λέ­ει κό­ρη μου, γρά­φει ἡ Parsons στὴν ἀρ­χὴ τοῦ δι­η­γή­μα­τος «Foxes» στὴ συλ­λο­γή. Ὑ­φο­λο­γι­κὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα φαί­νε­ται νὰ συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὸ «La Petite Roque»  (1886) τοῦ Guy de Mau­pas­sant, ποὺ δι­η­γεῖ­ται τὴ δο­λο­φο­νί­α τῆς ἔ­φη­βης Louise ποὺ βρέ­θη­κε ἡ­μί­γυ­μνη ἀ­πὸ τὸν τα­χυ­δρό­μο-ἥ­ρω­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας πλά­ι στὸ πο­τά­μι στὸ δά­σος, λου­σμέ­νη στὸ φῶς καὶ ἀ­να­στά­τω­σε συ­θέ­με­λα μιὰ μι­κρὴ κοι­νω­νί­α. Ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἀ­νά­γνω­σής του, ὅ­μως, προ­κα­λεῖ ἐ­πι­πλέ­ον συ­νειρ­μοὺς μὲ τὴ φι­γού­ρα τοῦ Γιά­ννη Ἁ­γιά­ννη ἀ­πὸ τοὺς ­θλιους τοῦ Victor Hugo, εἰ­δι­κὰ μὲ τὸ πῶς ἡ προ­στα­τευ­τι­κὴ πα­ρου­σί­α του στὴ σκη­νὴ ὅ­που συ­ναν­τᾶ στὸ σκο­τει­νὸ δά­σος τὴν μι­κρὴ Τι­τί­κα λει­τούρ­γη­σε σὰν φῶς ἀ­φ’ ἑαυ­τοῦ.

       Ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ εἴ­δους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας Ai­mee Ben­der ἔ­χει ξε­χω­ρί­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς μὲ τί­τλο «Guts». Σὲ αὐ­τό, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ ἡ­ρω­ί­δα Sheila γνω­ρί­ζει τὸν Tim, φοι­τη­τὴ ἰ­α­τρι­κῆς, ­λοι οἱ ἄρ­ρω­στοι, κλο­νι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι στὸν κό­σμο ­χουν ἀρ­χί­σει νὰ λάμ­πουν. Ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ξαφ­νι­κὰ μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βλέ­ψει διὰ γυ­μνοῦ ὀ­φθαλ­μοῦ, κά­τω ἀ­πὸ ροῦ­χα καὶ δέρ­μα, ὄγ­κους κι ἐ­πι­κεί­με­νες καρ­δια­κὲς προ­σβο­λὲς σὲ ἀ­γνώ­στους καὶ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει συ­νεί­δη­ση τοῦ δι­κοῦ της σώ­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν τῆς προ­σφέ­ρει ἀ­πό­λαυ­ση. Θὰ ­πρε­πε νὰ ­γα­πῶ τὸ σῶ­μα μου πε­ρισ­σό­τε­ρο, σκέ­φτε­ται, ἀλ­λὰ δὲν τὸ κά­νει. Τὸ δι­ή­γη­μα αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει νὰ πα­ρου­σιά­σει κά­ποι­α ἐ­πι­φά­νεια τῆς ἡ­ρω­ί­δας – μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ Joyce, συ­νή­θης ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ στὴ δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­α. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ Parsons δι­α­στέλ­λει τὸ χρό­νο, τὴν ἀ­να­μο­νὴ καὶ τὴν ἐν­δο­σκό­πη­ση στὰ «σω­θι­κὰ» τῆς συ­νεί­δη­σής της, τὴν ὁ­ποί­α φέρ­νει στὴν ἐ­πι­φά­νεια μὲ χει­ρουρ­γι­κὸ τρό­πο φω­τί­ζον­τας τὴν πο­λυ­ε­στια­κά.


Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των A tran­quil star (Penguin, 2008) τοῦ Ἰ­τα­λοῦ Primo Levi, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς, ἐ­πι­ζή­σαν­τα τοῦ Ἄ­ου­σβιτς, ἡ ὁ­μό­τι­τλη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία του μὲ τὴν πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση μοιά­ζει ἁ­πλῆ. Ἀ­πο­τε­λεῖ ὅ­μως ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ εἴ­δους. Εἶ­ναι ἕ­να σύν­το­μο κεί­με­νο μὲ στοι­χεῖ­α με­τα­μυ­θο­πλα­σί­ας, αὐ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τας καὶ δι­α­δρα­στι­κῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς τε­χνι­κῆς στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἥ­ρω­ας πα­ρα­τη­ρών­τας τὰ ἀ­στέ­ρια στὸ νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νὸ μᾶς κι­νη­το­ποι­εῖ νὰ στο­χα­στοῦ­με ἐ­πά­νω στὴ γλώσ­σα, τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.


Για­τί εἶ­ναι σκο­τει­νὸς ὁ οὐ­ρα­νὸς τὴ νύ­χτα; Εὔ­λο­γη ἀπο­ρία πολ­λῶν ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες, ὅ­πως καὶ τοῦ Edgar Allan Poe[5] ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὸ κύ­κνει­ο ἄ­σμα του, τὸ Εὕ­ρη­κα (1848), ὅ­που ἀ­να­πτύσ­σει τὴν κοσμο­λογι­κή του θε­ω­ρία. Ὅ­πως εὔ­στο­χα ση­μει­ώ­νει ὁ Φώ­της Θα­λασ­σινός, στὸ Εὕ­ρη­κα ὁ Poe πε­ρι­γρά­φει πῶς ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη μο­νά­δα κε­νώ­θη­κε γιὰ νὰ γί­νει ὁ κό­σμος, προ­δι­α­γρά­φον­τας ἔ­τσι τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὸ πλή­ρω­μα τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ἀ­πεί­ρου καὶ πά­λι στὴ μο­νά­δα. Ἡ ἰ­δέ­α ποὺ συ­νέ­λα­βε καὶ ἡ και­νο­τό­μος σκέ­ψη του ἀ­να­γνω­ρί­στηκε πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα, ἂν λά­βει κα­νεὶς ὑ­πό­ψη του τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἀ­ϊν­στά­ιν, τὴν πιὸ πρό­σφα­τη θε­ω­ρί­α τῆς Με­γάλης Ἔκρη­ξης (Bing Bang), ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἀνα­πάν­τητα ἐρω­τή­ματα ποὺ ἀ­φή­νει.

       Ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς τρα­γου­δι­στῆς Johnny Cash στὸ τρα­γού­δι του «Far­mer’s Al­ma­nac» (ἀ­πὸ τὸ album του Boom Chica Boom, 1990), ἀ­παν­τά­ει στὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ὁ Θε­ὸς μᾶς δί­νει τὸ σκο­τά­δι γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με τὰ ἀ­στέ­ρια. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση ὅ­μως δὲν εἶ­ναι οὔ­τε τὸ φαι­νο­με­νι­κὰ λο­γι­κὸ ἐ­πει­δὴ ὁ ἥ­λιος ἔ­δυ­σε. Ὁ Γερ­μα­νὸς για­τρὸς καὶ ἀ­στρο­νό­μος Heinrich Olbers ἔ­δω­σε τὴν πρώ­τη ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη ἀ­πάν­τη­ση τὸν 19ο αἰ., γνω­στὴ ἔ­κτο­τε ὡς τὸ πα­ρά­δο­ξο τοῦ Ol­bers. Τὸ σύμ­παν, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα, προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ τὴ Με­γά­λη Ἔ­κρη­ξη, πε­ρί­που 13,8 δὶς χρό­νια πρίν, ἀ­πὸ μιὰ ὑ­περ­βο­λι­κὰ πυ­κνὴ καὶ θερ­μὴ κα­τά­στα­ση, ἔ­χει πε­πε­ρα­σμέ­νη ἡ­λι­κί­α καὶ δι­α­στέλ­λε­ται συ­νε­χῶς. Ὑ­πάρ­χουν ἀ­στέ­ρια καὶ γα­λα­ξί­ες ποὺ πι­θα­νὸν δὲ θὰ δοῦ­με πο­τέ, τὸ φῶς τους δὲ θὰ εἶ­χε χρό­νο νὰ φτά­σει τὴ γῆ. Ἡ ζω­ὴ δὲ θὰ ἦ­ταν ὅ­πως τὴ γνω­ρί­ζου­με ἂν δὲν ἴ­σχυ­ε τὸ πα­ρά­δο­ξό του Olbers, δι­ό­τι ὁ νυ­χτε­ρι­νὸς οὐ­ρα­νὸς θὰ ἦ­ταν φω­τει­νὸς καὶ ζε­στός. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ φυ­σι­κὸ Clif­ford Pick­over, τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ ποὺ θὰ χα­ζέ­ψου­με τὸν νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νό, μπο­ροῦ­με νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με εὐ­γνώ­μο­νες ποὺ δὲ μᾶς τυ­φλώ­νει τὸ φῶς[6].

       Κι ἐ­δῶ προ­κύ­πτει ἕ­να ἀ­κό­μα ἐ­ρώ­τη­μα: εἴ­μα­στε μό­νοι μας στὸ σύμ­παν; Ναί, ἀ­παν­τά­ει ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἰ­τα­λοῦ En­ri­co Fer­mi, γνω­στὴ ὡς τὸ πα­ρά­δο­ξο του Φέρ­μι. Ἀ­κό­μα καὶ ἂν δι­α­ψευ­στεῖ αὐ­τὴ ἡ θε­ω­ρί­α καὶ οἱ σύγ­χρο­νες ἐ­ξε­λί­ξεις της ποὺ εἰ­κά­ζουν ὅ­τι o ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τὸ μονα­δικὸ νοῆ­μον εἶ­δος, ὁ Stephen Hawking εἶ­χε ἐκ­φρά­σει τὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις του γιὰ τὸ κα­τὰ πό­σο θὰ χαι­ρό­μα­σταν τε­λι­κὰ νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σου­με μὲ ἐ­ξω­γή­ι­νες μορ­φὲς ζω­ῆς.


Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Σκω­τσέ­ζου Neil Clark μὲ τί­τλο «Out of hand», ὁ ἥ­ρω­ας βρί­σκε­ται σὲ κά­ποι­ο ἀ­ε­ρο­δρό­μιο κι ἕ­νας κα­θα­ρι­στὴς περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα του τὸν ρω­τά­ει τί θὰ ἔ­κα­νε ἐ­ὰν δι­έ­θε­τε μιὰ μη­χα­νὴ τοῦ χρό­νου. Ὁ ἥ­ρω­ας ἀ­παν­τά­ει ὅ­τι δὲν εἶ­ναι σί­γου­ρος καὶ ἀν­τι­κρού­ει τὴν ἐ­ρώ­τη­σή του, Ἐ­σὺ τί θὰ ἔ­κα­νες; Θὰ πή­γαι­να κα­τευ­θεί­αν στὴ Με­γά­λη Ἔ­κρη­ξη. Νὰ κα­τα­σβή­σω αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα πρὶν βγεῖ ἐ­κτὸς ἐ­λέγ­χου. Γιὰ νὰ εἶ­μαι μό­νος μου, ἀ­πάν­τη­σε ὁ κα­θα­ρι­στὴς καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ σφουγ­γα­ρί­ζει.


Ἡ για­γιά μου, ἡ Ρό­ζα  —ἔ­χω ἀλ­λά­ξει με­ρι­κὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α— φί­λη­σε τὸν Γι­ού­ρι Γκαγ­κά­ριν τὸ 1961 σὲ ἕ­να ἀ­σαν­σὲρ στὴ Μό­σχα. Δη­λα­δή, αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ὁ Γκαγ­κά­ριν, αὐ­τὸ δὲ συ­νέ­βη σ΄ ἕ­να ἀ­σαν­σέρ, καὶ κυ­ρί­ως τὸ 1961 ἡ για­γιά μου κα­τοι­κοῦ­σε ἤ­δη στὴν Ἄγ. Πε­τρού­πο­λη. Δὲν ἦ­ταν ἡ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ στὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α, ποὺ εἶ­δα τὸν παπ­ποῦ μου νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται πλά­ι της μέ­σα στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά τους, μό­λις λί­γα ἑ­κα­το­στὰ πά­νω ἀ­πὸ τὸ ξύ­λι­νο πά­τω­μα. Δὲν ξα­νά­δα πο­τὲ ἄλ­λον ἄν­θρω­πο νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται ψη­λό­τε­ρα. Αὐ­τὴ[7] εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Gravity» («Βα­ρύ­τη­τα») τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­νοῦ, γεν­νη­μέ­νου στὸ Λέ­νιν­γκραντ, Alex Epstein, γνω­στοῦ ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους δι­ε­θνῶς. Στὰ ἑ­βραϊ­κὰ τὸ εἶ­δος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας εἶ­ναι δι­α­κρι­τὸ ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα ἀπὸ τὰ τέ­λη τοῦ ‘90, μὲ τὸν ὅ­ρο ktsar­tsa­rim.


Ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας Sara Hills, εἶ­ναι ἡ νι­κή­τρια τοῦ φε­τι­νοῦ δι­ε­θνοῦς δι­α­γω­νι­σμοῦ ποὺ δι­ορ­γα­νώ­θη­κε ἐ­νό­ψει της Ἐ­θνι­κῆς Ἡ­μέ­ρας Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὴ Μ. Βρε­τα­νί­α τὸν προ­σε­χῆ Ἰ­ού­νιο. Ἡ ἱ­στο­ρί­α της μὲ τί­τλο «When Neil Armstrong Walks on the Moon» ἀ­φο­ρᾶ στὶς ἀ­μει­βό­με­νες ἐ­ρω­τι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες Βι­ετ­να­μέ­ζων νε­α­ρῶν γυ­ναι­κὼν σὲ Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς στρα­τι­ῶ­τες τῶν GIs, ἀ­πὸ τὰ σώ­μα­τα πε­ζι­κοῦ καὶ ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες μέ­σα στὸ με­θύ­σι τους μι­λοῦ­σαν συ­χνὰ γιὰ Ἕ­να τε­ρά­στιο ἄλ­μα[8]. Ἔ­δει­χναν ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό, ψη­λα­φοῦ­σαν τοὺς λαι­μοὺς τῶν γυ­ναι­κῶν καὶ ἰ­χνη­λα­τοῦ­σαν τοὺς μη­ρούς τους μὲ φι­λιά. Ἐ­κτο­ξεύ­ουν τοὺς πυ­ραύ­λους τους, φυ­τεύ­ουν τὶς ση­μαῖ­ες τοὺς μέ­σα μας καὶ πε­τοῦν μα­κριά[9], λέ­ει ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα. Ὅ­ταν χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ὁ γιός της τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὸν πα­τέ­ρα του, τοῦ εἶ­πε ὅ­τι τὸ ὄ­νο­μά του ἦ­ταν Neil.


Θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς νέ­ο εἶ­δος καὶ δη­μο­φι­λὴς λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα ἔ­χει ἀ­να­νε­ώ­σει τὴ λο­γο­τε­χνί­α, ὅ­μως στὴν πε­ρί­πτω­σή της τὸ ἐ­πί­τευγ­μα εἶ­ναι ἡ συ­ναρ­μο­γὴ πολ­λῶν πα­ρα­μέ­τρων, ποὺ ἔ­χουν ση­μει­ω­θεῖ σὲ ὅ­λα τα δελ­τί­α μας μέ­χρι τώ­ρα. Γιὰ τὴ σύν­θε­ση ἑ­νὸς ἑ­νια­ίου, ξε­κά­θα­ρου καὶ ἀ­ξι­ό­λο­γου ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος μό­νο ἡ συν­το­μί­α, μό­νο το τα­λέν­το ἢ ἡ ἄρ­τια τε­χνι­κὴ δὲν ἀρ­κοῦν. Ἡ δι­ε­ρεύ­νη­σή της συ­νε­χί­ζε­ται, εἴ­τε τὴν προ­σεγ­γί­σει κα­νεὶς ὡς τὸ πρω­τε­ϊ­κό, ἀ­τα­ξι­νό­μη­το εἶ­δος τῆς Mose, ποὺ θὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει τὸν 21ο αἰ. σύμ­φω­να μὲ τὸν Zavala, ἢ κα­τὰ τὶς Tomassini καὶ Colombo ὡς μη­χα­νὴ σκέ­ψης, ἀλ­λὰ κρι­τι­κῆς, θὰ πρό­σθε­τα, ποὺ τὴ δι­α­κρί­νει ἀ­πὸ πα­λαι­ό­τε­ρα δι­δα­κτι­κὰ ἢ μὴ σύν­το­μα κεί­με­να.

       Φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι στραμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν μον­τερ­νι­σμὸ πρὸς τὰ γε­γο­νό­τα, ἀλ­λὰ πλέ­ον πε­ρισ­σό­τε­ρο πρὸς τὰ γε­γο­νό­τα τὰ ἴ­δια, μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ λο­γι­κὴ ἀ­πὸ τὰ εὐ­κλεί­δεια συ­στή­μα­τα[10]. Πῶς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἀ­νέ­πτυ­ξε ὁ Hawking τὴ θε­ω­ρί­α τοῦ πε­ρὶ ἀκτι­νο­βο­λίας στὶς μαῦ­ρες τρύ­πες; Συν­δυά­ζον­τας τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Σχε­τι­κό­τη­τας, τὴν κβαν­τι­κὴ φυ­σι­κὴ καὶ τὴ θερ­μο­δυ­να­μι­κή. Στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μαῦ­ρες τρύ­πες εἶ­ναι ἕ­να ἔμ­βιο, ἀ­νε­ξάν­τλη­το, ψη­φια­κὰ δι­κτυ­ω­μέ­νο, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὸ δί­κτυ­ο: ἡ σύγ­χρο­νη ζωὴ καὶ ἡ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης. Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ δε­ξα­με­νὴ ἀν­τλεῖ κυ­ρί­ως τὴ θε­μα­το­λο­γί­α της καὶ αὐ­τὴ δι­ε­ρευ­νᾶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας μα­ζι­κὰ κι ἐν­τα­τι­κὰ στὴ μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα.

       Ἡ σύν­δε­ση γνώ­σης-ἐ­ξου­σί­ας-ἐ­πι­θυ­μί­ας, εἰ­δι­κὰ ἀ­πὸ τὸν 20ο αἰ. ἕ­ως σή­με­ρα, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να τρί­γω­νο ποὺ μᾶς ἔ­χει ρί­ξει σὲ βα­θιὰ νε­ρά. Ἐ­δῶ ποὺ βρι­σκό­μα­στε, εἴ­τε ὡς ἀ­να­γνῶ­στες, συγ­γρα­φεῖς, ἢ ὡς ἐ­ρευ­νη­τές, ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς δι­ε­θνὲς πο­λι­τι­σμι­κὸ φαι­νό­με­νο σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ ἀλ­λά­ζει ρα­γδαῖ­α ἔ­χει θέ­σει ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἐ­ρω­τή­μα­τα. Τὸ σύν­θε­το ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ σχῆ­μα mocio-emocion (κί­νη­ση–συ­ναίσθη­μα) τοῦ Et­te ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο τὴν ἀρ­χὴ τῆς χαρ­το­γρά­φη­σής του. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α φαί­νε­ται νὰ λει­τουρ­γεῖ σὰν ἕ­νας αὐ­τό­μα­τος προ­βο­λέ­ας, ἀ­ναμ­μέ­νος ἀ­δι­ά­κο­πα στὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ὑ­πὲρ(πα­ρα)πλη­ρο­φό­ρη­σης καὶ τῆς συσ­σω­ρευ­μέ­νης, οἰ­κου­με­νι­κῆς γνώ­σης. Πε­ρι­στρέ­φε­ται πρὸς κά­θε ση­μεῖ­ο τοῦ πλα­νή­τη, ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται κρι­τι­κὰ τὰ δε­δο­μέ­να καὶ μᾶς στέλ­νει ρεύ­μα­τα ζωῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα. Γρή­γο­ρα, ἐ­νί­ο­τε ἀ­κα­ρια­ῖα καὶ συ­χνὰ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά.



Προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Tὸ τρα­γού­δι «How blue can you get» (1949) τοῦ B.B. King.


Τὴν κω­μι­κὴ ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους To plant a flag, σὲ σκη­νο­θε­σί­α τοῦ Bobbie Peers, (2018, Δι­ε­θνὲς Φε­στι­βὰλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου, Το­ρόν­το). Ἀ­φο­ρᾶ τὴ συ­νάν­τη­ση δύ­ο ἀ­στρο­ναυ­τῶν τῆς NASA μὲ ἕ­ναν Ἰσ­λαν­δὸ βο­σκὸ κα­τὰ τὴν ἐκ­παί­δευ­σή τους (1966) στὸ σε­λη­νια­κὸ το­πί­ο τῆς Ἰσ­λαν­δί­ας (διά­ρκεια 14:25λ.)


Τὴν πα­ρου­σί­α­ση στὰ ἱσ­πα­νι­κὰ μὲ τί­τλο ¿Qué es la mi­ni­fic­ción? (Τί εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία;) στὸ προ­σω­πι­κό, νε­ο­σύ­στα­το  κα­νά­λι τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ La­u­ro Za­va­la στὸ You tube (δι­άρ­κεια 07:39λ.)


Τὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «Τὸ δῶρο», τῆς Rose Andersen, Φου­του­ρι­στι­κή ανερ­γία, 2807 μ.Χ., τοῦ Δη­μή­τρη Κα­ρα­κί­τσου (μὲ ὑ­πό­κρου­ση τὸ «Harbor Light Rag» τῶν Good­bye Ku­mi­ko ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ κεί­με­νο) καὶ «Vi­ta Bre­vis» τοῦ Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη.


[1]. Μετάφραση δική μου.

[2]. Ἡ μικρομυθοπλασία αὐτὴ περιλαμβάνεται στὶς ἀνθολογίες Best micro­fi­ction 2019 καὶ Best Bri­tish and Irish Flash Fic­tion 2018-2019.

[3]. Μετάφραση δική μου.

[4]. Botha Marc, «Micro­fiction», στὸ (ἐπ.) Ein­­haus Ann-Marie, The Cam­bridge Com­pa­nion to the English Short Story. Cam­­bri­dge: Cam­­bri­­dge Uni­­ver­sity Press (Cam­bri­dge Com­pa­­nions to Li­te­ra­tu­re), 2016, σ.σ. 201–220.

[5]. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴ συμ­βο­λή του στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἐδῶ κι ἐδῶ. Εἴ­δη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ψη­φια­κῆς τε­χνο­λο­γί­ας καὶ τὴν ψη­φι­ο­ποί­η­ση τοῦ συ­νό­λου τοῦ ἔρ­γου του μιὰ πρό­σφα­τη μελέτη ὑ­πο­λο­γι­στι­κῆς γλωσ­σο­λο­γί­ας δια­τεί­νε­ται ὅ­τι μᾶλ­λον δὲν αὐ­το­κτό­νη­σε, ὅ­πως πί­στευ­αν πολ­λοὶ με­λε­τη­τές του ἕ­ως τώ­ρα, κα­θὼς δὲ βρέ­θη­κε πο­τὲ τὸ πι­στο­ποι­η­τι­κὸ θα­νά­του του.

[6]. Μετάφραση δική μου.

[7]. Μετάφραση δική μου.

[8]. Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ φρά­ση τοῦ Neil Armstrong, ὅ­ταν πά­τη­σε στὸ φεγ­γά­ρι τὸν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1969, Ἕ­να μι­κρὸ βῆ­μα γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ἕ­να τε­ρά­στιο ἅλ­μα γιὰ τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα.

[9]. Μετάφραση δική μου.

[10]. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι πολ­λοὶ θε­ω­ρη­τι­κοὶ καὶ συγ­γρα­φεῖς, ὅ­πως ἡ Βρε­τα­νί­δα Ta­nia Hersh­­man, δι­ε­ρευ­νοῦν τὸ εἶ­δος συν­δυ­ά­ζον­τας τὶς ἀν­θρω­πι­στι­κὲς καὶ φυ­σι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

 

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

 

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Φω­το­γρα­φί­α: πη­γή:

https://www.facebook.com/tavakultur/photos/a.10150143091848575/10157107340013575/?type=3&theater


Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο (Violeta Rojo): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Δί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#12]


Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο (Violeta Rojo)

Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν:

προ­σέγ­γι­ση στὴν ὑ­περ­βρα­χεί­α λο­γο­τε­χνί­α


Ι ΕΙΝΑΙ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α; Εἶ­ναι εἶ­δος[i] ἢ ὑ­πο­εῖ­δος; Ἔ­χει ὁ­ρι­σμέ­νη ἔ­κτα­ση; Ποι­ά εἶ­ναι τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της; Ποι­ά εἶ­ναι ἡ κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη ὀ­νο­μα­σί­α; Ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α της; Εἶ­ναι μιὰ μον­τέρ­να φόρ­μα πε­ζο­γρα­φί­ας; Γνω­ρί­ζου­με ποῦ καὶ πό­τε ἔ­κα­νε τὴν ἐμ­φά­νι­σή της; Ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­νή­θως μὲ τὶς καλ­λι­τε­χνι­κὲς ἐκ­φρά­σεις, ὑ­πάρ­χουν πολ­λὲς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­παν­τή­σεις· κά­ποι­ες φο­ρὲς εἶ­ναι ἀν­τι­φα­τι­κές, ἄλ­λες φο­ρὲς συμ­πί­πτουν, ὅ­μως, ἂν καὶ ὅ­λες εἶ­ναι ἐ­ξί­σου κα­λὰ τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νες, δὲν ὑ­πάρ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ὁ­μο­φω­νί­α ὡς πρὸς τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξή τους.

       Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὴν εὔ­κο­λη ὁ­δὸ καὶ νὰ προσ­δι­ο­ρί­σου­με τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ καὶ μυ­θο­πλα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα. Ἡ ἔ­κτα­ση ἑ­νὸς ἔρ­γου μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ποι­κίλ­λει, δὲν πρέ­πει, ὡ­στό­σο, νὰ ὑ­περ­βαί­νει τὴ μί­α τυ­πω­μέ­νη σε­λί­δα, δη­λα­δὴ πε­ρὶ τοὺς 1.500 χα­ρα­κτῆ­ρες· ὑ­πάρ­χει δι­ά­στα­ση ἀ­πό­ψε­ων ὡς πρὸς τὸ ὄ­νο­μα: μι­κρὸ– ἢ να­νο­μυ­θο­πλα­σί­α, νά­νο– ἢ μι­κρο­α­φή­γη­ση, μι­κρὸ– ἢ να­νο­δι­ή­γη­μα καὶ πα­ραλ­λα­γὲς αὐ­τῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὑ­πο­δη­λώ­νουν τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ μι­κρὴ ἔ­κτα­σή του καὶ τὸ χα­ρα­κτή­ρα του ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὴ μυ­θο­πλα­στι­κὴ ἀ­φή­γη­ση. Τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ εἴ­δους εἶ­ναι ἡ συγ­γρα­φι­κὴ κομ­ψό­τη­τα (μιᾶς καὶ σὲ τό­σο λί­γο χῶ­ρο πρέ­πει νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ἡ κα­τάλ­λη­λη λέ­ξη)·  ἡ ὑ­βρι­δι­κό­τη­τα, ὁ πρω­τε­ϊ­σμὸς καὶ ἡ μὴ σύμ­πλευ­ση μὲ κα­νέ­να εἶ­δος (δι­ό­τι ἀλ­λά­ζει φόρ­μες καὶ εἴ­δη)·  ἡ χρή­ση τῆς δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τας ―δι­ό­τι μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ ἀ­να­γνώ­στης γνω­ρί­ζει ὅ­σα προ­η­γοῦν­ται καὶ ὁ συγ­γρα­φέ­ας μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρή­σει δε­δο­μέ­να πολ­λὰ πράγ­μα­τα― ὅ­πως, ἐ­πί­σης, καὶ ἡ χρή­ση τῆς πα­ρω­δί­ας, τῆς εἰ­ρω­νεί­ας, τῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς ἔλ­λει­ψης καὶ τοῦ χι­οῦ­μορ. Θε­ω­ρεῖ­ται εἶ­δος ποὺ γεν­νή­θη­κε στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, ἀ­πὸ ὅ­που προ­έρ­χον­ται οἱ πρω­το­πό­ροι του: ὁ Ρουμ­πὲν Ντα­ρί­ο, ὁ Χού­λιο Τό­ρι, ὁ Λε­ο­πόλ­δο Λου­γό­νες καὶ ὁ Χου­ὰν Χο­σὲ Ἀ­ρε­ό­λα, με­τα­ξὺ ἄλ­λων. Στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, ἐ­πί­σης, συ­νέ­χι­σε νὰ ἐ­ξε­λίσ­σε­ται μὲ με­γά­λη ὁρ­μὴ ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­ου­γοῦ­στο Μον­τε­ρό­σο, Χόρ­χε Λου­ὶς Μπόρ­χες καὶ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, κυ­ρί­ως τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’70 καὶ μὲ εὐ­ρέ­ως δι­α­δε­δο­μέ­νο τρό­πο ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90 τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ώ­να μέ­χρι σή­με­ρα, ἐ­πο­χὴ ποὺ πα­ρα­τη­ροῦν­ται πλέ­ον (πα­ρα)δείγ­μα­τα σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες καὶ χῶ­ρες.

       Μα­κά­ρι νὰ ἦ­ταν τό­σο εὔ­κο­λο. Ὅ­λα ὅ­σα μό­λις προ­εί­πα­με θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἰ­δω­θοῦν μὲ ἄλ­λο τρό­πο, λι­γό­τε­ρο ἁ­πλό, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ ἀρ­χί­σου­με νὰ τὰ ἀ­να­λύ­ου­με σὲ βά­θος. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι κά­θε βε­βαι­ό­τη­τα ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται: ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να και­νούρ­γιο εἶ­δος, μπο­ρεῖ καὶ ὄ­χι·  δὲν εἶ­ναι γνω­στὸ πό­τε ξε­κί­νη­σε, οὔ­τε τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρα, οὔ­τε τὸ ὄ­νο­μά της, ἐ­νῶ εἶ­ναι πολ­λοὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ δι­εκ­δι­κοῦν τὴν πα­τρό­τη­τά της. Καὶ ὄ­χι μό­νο αὐ­τό, ἀλ­λὰ ἂν ὑ­πάρ­χει ὡς ἀ­νε­ξάρ­τη­το εἶ­δος εἶ­ναι για­τί οἱ θε­ω­ρη­τι­κοὶ ὅ­ρι­σαν τὴν ὕ­παρ­ξή της καὶ ἀ­πὸ κά­ποι­α στιγ­μὴ καὶ ἔ­πει­τα οἱ συγ­γρα­φεῖς ἀ­νέ­πτυ­ξαν δείγ­μα­τα γρα­φῆς ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τοὺς με­λε­τη­τές.

       Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ ἀμ­φι­τα­λαν­τεύ­σεις ἔ­χουν λό­γο ποὺ ὑ­φί­σταν­ται. Ἐ­ὰν ὑ­πάρ­χει ἕ­να εἶ­δος ποὺ ἀ­πορ­ρί­πτει τὶς ἀ­πο­λυ­τό­τη­τες, τὶς βε­βαι­ό­τη­τες, τὶς ἀ­δι­άλ­λα­κτες ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σεις εἶ­ναι τὸ εἶ­δος ποὺ μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ. Ἡ ἔ­κτα­σή του ποι­κίλ­λει ἐν­τὸς τῆς ἴ­διας τῆς μι­κρῆς του κλί­μα­κας·  ἡ ἔκ­φρα­σή του ὡς εἶ­δος εἶ­ναι πε­ρί­πλο­κη, ἀμ­φί­ση­μη, ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη, δι­α­φεύ­γου­σα·  τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του εἶ­ναι λί­γα ἢ ὑ­περ­βο­λι­κὰ πολ­λά, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ ποι­ὸς τὰ ἀ­πα­ριθ­μεῖ·  ὁ ὁ­ρι­σμός του δὲν εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ξε­κά­θα­ρος, τὸ ὄ­νο­μά του ποι­κίλ­λει ἀ­πὸ χώ­ρα σὲ χώ­ρα καὶ ἀ­πὸ συγ­γρα­φέ­α σὲ συγ­γρα­φέ­α. Μπο­ροῦν νὰ κα­τα­τε­θοῦν μό­νο προ­τά­σεις, προ­σεγ­γί­σεις, συμ­βου­λές, ἀμ­φι­βο­λί­ες, ἐ­κτι­μή­σεις. Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε βε­βαι­ό­τη­τα σύν­το­μα ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἐ­νώ­πιον ἑ­νὸς νέ­ου πα­ρα­δείγ­μα­τος τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀρ­νεῖ­ται τὴν προ­η­γού­με­νη προ­ϋ­πό­θε­ση. Ἐ­ὰν αὐ­τὸ ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι τὸ ἄ­πια­στο καὶ τὸ ἀμ­φί­ση­μο, οἱ τα­ξι­νο­μή­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­κο­λου­θοῦν­ται τό­σο πι­στὰ στὴν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ κοι­νό­τη­τα, κα­τα­λή­γουν νὰ εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­στι­κὲς καὶ ὄ­χι πο­λὺ ἀ­ξι­ό­πι­στες. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μοιά­ζουν μὲ work in progress, ὥ­στε, αὐ­τὸ ποὺ σή­με­ρα μᾶς φαί­νε­ται ἡ ἀρ­χή, ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἀρ­γό­τε­ρα, χά­ρη σὲ νέ­ες ἀ­να­κα­λύ­ψεις, θὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ ὅ­τι εἶ­ναι κά­τι ποὺ βρι­σκό­ταν ἤ­δη στὰ μι­σά του δρό­μου.

       Βέ­βαι­α, αὐ­τὴ ἡ «ἀ­να­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα» προ­κα­λεῖ πολ­λὰ ἐμ­πό­δια καὶ πα­ρα­νο­ή­σεις: τὸ εἶ­δος πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α, στὴν ὑ­πο­τί­μη­ση ―ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι κά­τι ἀλ­λό­κο­το―, στὴ συ­νέ­χεια ἔ­γι­νε τά­ση, παν­τα­χοῦ πα­ρόν, μιὰ ὑ­περ­βο­λὴ καί, στὸ τέ­λος, ξα­νὰ ἄ­ξιο πε­ρι­φρό­νη­σης ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι κά­τι ὑ­περ­βο­λι­κὰ κοι­νό. Με­τὰ ἀ­πὸ τό­σες δε­κα­ε­τί­ες, κά­ποι­οι ἀ­κό­μη δὲν τὸ θε­ω­ροῦν λο­γο­τε­χνί­α καί, πα­ρὰ τὰ πολ­λὰ δι­ε­θνῆ καὶ μὴ συ­νέ­δρια, τὶς δη­μο­σι­εύ­σεις, τὶς ἐκ­δό­σεις ποὺ ἀ­φι­ε­ρώ­νον­ται στὸ ἐν λόγῳ θέ­μα, ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χουν ἄ­το­μα ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἐκ­κεν­τρι­κή, ὅ­ταν εἶ­ναι γεν­ναι­ό­δω­ροι, ἢ ἀ­σή­μαν­τη, ἰ­δα­νι­κὴ γιὰ τοὺς ὀ­κνη­ροὺς τῆς γρα­φῆς καὶ τῆς ἀ­νά­γνω­σης. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ σχε­τί­ζον­ται ἐ­πί­σης μὲ τὴ συν­το­μί­α, κα­θὼς φαί­νε­ται ὑ­περ­βο­λι­κὰ σύν­το­μο γιὰ νὰ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό. Καὶ τὸ δο­κί­μιο ὅ­μως στὸ ξε­κί­νη­μά του θε­ω­ροῦν­ταν κά­τι πα­ρά­ξε­νο, ἡ ποί­η­ση χω­ρὶς μέ­τρο καὶ ὁ­μοι­ο­κα­τα­λη­ξί­α εἶ­χε τὴ φή­μη ὅ­τι εἶ­ναι τὸ κα­τα­φύ­γιο τῶν φυ­γό­πο­νων καὶ ἡ πο­λε­μι­κὴ ἐ­ναν­τί­ον τῶν μὴ πα­ρα­στα­τι­κῶν πλα­στι­κῶν τε­χνῶν συ­νε­χί­ζε­ται καὶ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ 21ου αἰ­ώ­να.

       Ἡ συν­το­μί­α ἐ­πί­σης συν­δέ­ε­ται μὲ τὴ φαι­νο­με­νι­κὴ εὐ­κο­λί­α τῆς συγ­γρα­φῆς – δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο νὰ γρά­ψεις ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο. Αὐ­τὸ ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα πολ­λοὶ νὰ πι­στεύ­ουν ὅ­τι ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε μι­κρὸ ἐ­πι­νό­η­μα θε­ω­ρεῖ­ται δεῖγ­μα τοῦ εἴ­δους, ἀ­πελ­πί­ζον­τας τοὺς ἀ­να­λυ­τὲς καὶ τοὺς σο­βα­ροὺς μι­κρο­δι­η­γη­μα­το­γρά­φους. Τὰ γεν­ναι­ό­δω­ρα βρα­βεῖ­α ποὺ προ­σφέ­ρον­ται σὲ δι­α­γω­νι­σμοὺς τοῦ χώ­ρου (λαμ­βά­νον­τας ὑ­πό­ψη τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν χα­ρα­κτή­ρων) ἔ­χουν ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα δε­κά­δες χι­λιά­δες συμ­με­το­χές, ποὺ «προ­σπα­θοῦν νὰ δοῦν» ἂν λει­τουρ­γεῖ τὸ κει­με­νά­κι τους. Ἡ συν­το­μί­α λοι­πόν, ἡ ὁ­ποί­α συ­νε­πά­γε­ται τό­ση προ­σπά­θεια γιὰ τοὺς εὐ­συ­νεί­δη­τους μύ­στες, ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἐ­πί­σης καὶ τὴν κοι­νο­τυ­πί­α ὁ­ρι­σμέ­νων προ­τά­σε­ων καὶ τὸν ἐκ­φυ­λι­σμὸ τοῦ εἴ­δους. Μὲ τὴν αὔ­ξη­ση τοῦ σώ­μα­τος κει­μέ­νων μὲ γε­ω­με­τρι­κὴ πρό­ο­δο, γί­νε­ται πε­ρί­πλο­κο νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει κα­νεὶς τὶς προ­τά­σεις τῆς κά­θε χώ­ρας καὶ τῆς κά­θε γλώσ­σας. Ἡ πλη­θώ­ρα, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, με­τα­τρέ­πε­ται σὲ ζούγ­κλα, ὅ­που εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ ἐν­το­πί­σει κα­νεὶς τὰ δι­α­μάν­τια. Πά­νω ἀ­πὸ ὅ­λα, ὅ­μως, ἡ ἀ­φθο­νί­α συ­νε­πά­γε­ται ἐ­πί­σης ὅ­τι ἕ­να τό­σο με­γά­λο εὖ­ρος προ­τά­σε­ων κά­νει δύ­σκο­λό το νὰ ἔ­χει κά­ποι­ος μιὰ σχε­τι­κὰ πιὸ ξε­κά­θα­ρη ὀ­πτι­κὴ τοῦ τί πα­ρά­γε­ται.

       Κι ἔ­τσι περ­νᾶ­με σὲ κά­τι ση­μαν­τι­κό: τὸ ὅ­τι εἶ­ναι τό­σο ἀ­σα­φής, εὐ­με­τά­βλη­τη καὶ ὀ­λι­σθη­ρὴ ση­μαί­νει ἄ­ρα­γε ὅ­τι τὰ πάν­τα εἶ­ναι ἄ­ξια λό­γου; Ὄ­χι, βέ­βαι­α. Οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι μι­κρὰ ἔρ­γα τέ­χνης, κι αὐ­τό, ὅ­πως ξέ­ρου­με κα­λά, εἶ­ναι πάν­τα πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ ἐ­πι­τευ­χθεῖ.


Ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἐ­λά­χι­στου


Ὅ­πως στὸ ἀ­νέκ­δο­το μὲ τὸν κα­θη­γη­τὴ καὶ τὴν ὕ­παρ­ξη/ἀ­νυ­παρ­ξί­α τοῦ Θε­οῦ, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ξε­κί­νη­σε ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α, πα­ρό­λο ποὺ ἡ συγ­γρα­φὴ μι­κρῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων εἶ­ναι πα­νάρ­χαι­α. Βρί­σκε­ται στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ρω­μα­ϊ­κὰ Σύμ­μει­κτα, στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ Makura no Soshi (Βι­βλί­α τοῦ μα­ξι­λα­ριοῦ) ποὺ χρο­νο­λο­γοῦν­ται στὸ 1000 μ.Χ. καὶ ἀ­νή­κουν στὸ εἶ­δος Zuihitsu (σύν­το­μα κεί­με­να, γραμ­μέ­να μο­νο­κον­τυ­λιὰ) καὶ τὰ ἀγ­γλι­κὰ Commonplace books τοῦ Με­σαί­ω­να καὶ τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης. Ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης σύν­το­μα ἔρ­γα, τὰ ὁ­ποῖ­α στὰ ἀγ­γλι­κὰ ὀ­νο­μά­ζον­ται Hodgepodge (Συ­νον­θύ­λευ­μα), τὰ γερ­μα­νι­κὰ Gemeinplatze, τὰ γαλ­λι­κὰ Lieux Communs καὶ τὰ ἰ­τα­λι­κὰ Zibaldone τοῦ 19ου αἰ­ώ­να (Rojo, 2010). Ἡ Francisca Noguerol (2009) τὸ συν­δέ­ει μὲ τὰ ἱ­σπα­νι­κὰ Dietarios, ἡ Laura Pollastri (2007) μὲ τὶς ἐ­πι­γρα­φὲς στὶς ἐ­πι­τύμ­βι­ες στῆ­λες τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας, ὁ David Lagmanovich (2006) μὲ τὰ χα­ϊ­κού, ὁ Paul Davila (2014) μὲ τὰ κο­άν… θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ συ­νε­χί­σου­με ἔ­τσι ἐ­π’ ἄ­πει­ρον. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ ἔ­πει­τα ἀ­κο­λου­θεῖ ἕ­να ἅλ­μα ἀρ­κε­τῶν αἰ­ώ­νων. Ὁ Lagmanovich (2006) θε­ω­ρεῖ τὰ Μι­κρὰ ποι­ή­μα­τα σὲ πε­ζό τοῦ Σὰρλ Μπων­τλὲρ ἕ­ναν ση­μαν­τι­κὸ πρό­δρο­μο. Ἀ­νά­με­σα στοὺς «προ­γό­νους» συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται ἐ­πί­σης ὁ Ἄμ­προζ Μπὶρς καὶ ὁ Να­θά­νι­ελ Χό­θορν μὲ τὰ American Notebooks του, σύμ­φω­να μὲ τὴν Graciela Tomassini (2008 καὶ 2011). Ὁ Juan Armando Epple (2006) κα­το­νο­μά­ζει τοὺς Ἀ­λο­ΐ­σιους Μπερ­τράν, Βι­λι­ὲ ντὲ Λ’Ἴλ, Ὄ­σκαρ Γουά­ιλντ, Ζὶλ Ρε­νάρ, Φραν­τς Κάφ­κα, Τζὸρτζ Λό­ρινγκ Φρό­στ, Ἰ. A. Ἄιρ­λαντ καὶ τὸν βα­ρῶ­νο τοῦ Ντάν­σα­νι. Καὶ ἐ­κεῖ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἕ­να ἀ­κό­μα ἅλ­μα, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ πρὸς τοὺς Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νους τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να: Ρουμ­πὲν Ντα­ρί­ο, Ἀλ­φόν­σο Ρέ­γες, Χού­λιο Τό­ρι, Χο­σὲ Ἀν­τό­νιο Ρά­μος Σοῦ­κρε, Λου­ὶς Βι­δά­λες, Βι­σέν­τε Οὐ­ι­δόμ­προ, Ἐρ­νέ­στο Λου­γό­νες, με­τα­ξὺ ἄλ­λων. Ἡ Stella Maris Colombo (2011) συγ­κεν­τρώ­νει τοὺς δι­ά­φο­ρους προ­δρό­μους, σύμ­φω­να μὲ μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ με­λε­τη­τές, στοὺς ὁ­ποί­ους συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει τὸν ἤ­δη προ­α­να­φερ­θέν­τα Φραν­τς Κάφ­κα, τὸν Μπέρ­τολτ Μπρὲ­χτ καὶ τὸν Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ (σύμ­φω­να μὲ τὸν Lagmanovich), τὸν ἤ­δη προ­α­να­φερ­θέν­τα Ἄμ­προζ Μπὶρς (σύμ­φω­να μὲ τὴν Tomassini) καὶ τὸν Τζι­ο­βά­νι Πα­πί­νι (σύμ­φω­να μὲ τοὺς Colombo, Roas καὶ Anderson Imbert). Σύμ­φω­να μὲ τὴν Dolores Koch (1981), πρω­το­πό­ρος ἦ­ταν ὁ με­ξι­κα­νὸς Χού­λιο Τό­ρι. Οἱ David Lagmanovich καὶ Laura Pollastri με­λέ­τη­σαν σὲ βά­θος τὶς ἐ­πιρ­ρο­ὲς τῆς λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κῆς πρω­το­πο­ρί­ας καὶ τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὸ εἶ­δος. Ἀ­σφα­λῶς, πρέ­πει νὰ λη­φθοῦν ὑ­πό­ψη οἱ Greguerias τοῦ Ρα­μὸν Γκό­μεθ δὲ λὰ Σέρ­να. Ὅ­μως ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει καὶ ἄλ­λο ἕ­να ἅλ­μα μέ­χρι τὸ 1955, ὅ­ταν δη­μο­σι­εύ­ε­ται τὸ Σύν­το­μες καὶ πα­ρά­ξε­νες ἱ­στο­ρί­ε­ς τῶν Χόρ­χε Λου­ὶς Μπόρ­χες καὶ Ἀ­δόλ­φο Μπι­ό­ι Κα­σά­ρες, ἡ ὁ­ποί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς ἡ πρώ­τη ἀν­θο­λο­γί­α ἑ­νὸς εἴ­δους ποὺ ἕ­ως τό­τε δὲν ὑ­φί­στα­το ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο με­λέ­της καὶ συγ­κεν­τρώ­νει πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πὸ ὑ­περ­βρα­χέ­α κεί­με­να, τὰ ὁ­ποῖ­α σή­με­ρα κα­τα­λο­γο­γρα­φοῦν­ται ὡς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες. Καὶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ 1959, ὁ Ἀ­ου­γοῦ­στο Μον­τε­ρό­σο δη­μο­σι­εύ­ει τὸ πιὸ δι­ά­ση­μο μι­κρο­δι­ή­γη­μα ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν, «Ὁ δει­νό­σαυ­ρος», ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τῆς συλ­λο­γή­ς Obras completas (y otros cuentos). Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ πέ­ρα εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ συ­νε­χί­σει ἡ λί­στα τῶν συγ­γρα­φέ­ων ποὺ ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴν ὑ­περ­βρα­χεί­α λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­πὸ τὸν Με­ξι­κα­νὸ Χου­ὰν Χο­σὲ Ἀ­ρε­ό­λα, τὸν Κο­λομ­βια­νὸ Ἄλ­βα­ρο Σε­πέ­δα Σα­μού­διο, μέ­χρι τοὺς Ἀρ­γεν­τι­νοὺς Μάρ­κο Ντε­νέ­βι καὶ Ἐν­ρί­κε Ἀν­τερ­σον Ἰμ­πέρτ, τὸν Κου­βα­νὸ Βιρ­χί­λιο Πι­νι­έ­ρα, τὸν Βε­νε­ζο­λά­νο Ἀλ­φρέ­δο Ἄρ­μας Ἀλ­φόν­σο καὶ πολ­λοὺς ἄλ­λους. Καὶ ἀ­πὸ τὴν ἔ­κρη­ξη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’70, ἄλ­λο ἅλ­μα στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90 ―πα­ρό­λο ποὺ με­ρι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιὰ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’80 ― ὅ­ταν καὶ πά­λι τὸ εἶ­δος ἀ­να­πτύσ­σε­ται μὲ πλη­θώ­ρα λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νων, ἱ­σπα­νῶν, ἀγ­γλό­φω­νων, βρα­ζι­λιά­νων, κο­ρε­α­τῶν συγ­γρα­φέ­ων… Καὶ ἄλ­λο ἅλ­μα, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ πο­σο­τι­κό, μὲ τὸ ξε­κί­νη­μα τοῦ νέ­ου αἰ­ώ­να καὶ τὴν ἔ­ξαρ­ση τῶν μέ­σων κοι­νω­νι­κῆς δι­κτύ­ω­σης. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἔ­χει τὴν ἰ­δα­νι­κὴ ἔ­κτα­ση γιὰ νὰ δι­α­βα­στεῖ σὲ blog, στὸ Twitter, στὸ Facebook, στὸ Tumblr καὶ στὰ λοι­πὰ μέ­σα κοι­νω­νι­κῆς δι­κτύ­ω­σης, γι’ αὐ­τὸ καὶ στὸ δι­α­δί­κτυ­ο ὑ­πάρ­χουν χι­λιά­δες σε­λί­δες ποὺ κα­τα­πι­ά­νον­ται μὲ αὐ­τὴ τὴ φόρ­μα. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὑ­πάρ­χουν πιὰ συγ­γρα­φεῖς (Ρα­γου­σέ­ο, Σαμ­πρά­νο) οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­να­πτύσ­σουν συγ­κε­κρι­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­κὴ θε­ω­ρί­α σχε­τι­κὰ μὲ τὴν twitteroποίηση, δη­λα­δὴ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ποὺ δὲν ξε­περ­νᾶ τοὺς 140 χα­ρα­κτῆ­ρες. Πλέ­ον τὰ ὑ­περ­βρα­χέ­α κεί­με­να εἶ­ναι τό­σο παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τα ὥ­στε, ὅ­πως λέ­ει ἡ Χού­λια Ὀ­τσό­α, «ση­κώ­νεις μιὰ πέ­τρα, μιὰ σαύ­ρα, μιὰ ψί­χα ψω­μὶ καὶ πέ­φτεις πά­νω σὲ ἕ­να». Ὅ­πως συμ­βαί­νει μὲ τὴ νί­κη, ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἔ­χει πολ­λοὺς πα­τέ­ρες καί, ὅ­πως συμ­βαί­νει μὲ τοὺς ἥ­ρω­ες, ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης πολ­λοὶ τό­ποι ποὺ ἐ­ρί­ζουν γιὰ τὸν τί­τλο τῆς γε­νέ­τει­ράς της.

       Ὅ­πως εἶ­ναι προ­φα­νὲς μὲ αὐ­τὴ τὴν προ­σπά­θεια ἱ­στο­ρι­κῆς συ­στη­μα­το­ποί­η­σης, δὲν ὑ­πάρ­χει σα­φὴς καὶ συ­νε­χὴς ἐ­ξέ­λι­ξη, πα­ρὰ χα­ο­τι­κὲς ἐ­κρή­ξεις στὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­μει­γνύ­ον­ται πολ­λὰ εἴ­δη, συγ­γρα­φεῖς ποὺ κά­πο­τε, ἀλ­λὰ ὄ­χι πάν­τα, γρά­φουν ὑ­περ­βρα­χέ­α κεί­με­να, κεί­με­να πε­ρισ­σό­τε­ρο ἢ λι­γό­τε­ρο σύν­το­μα, τά­σεις ποὺ ἔρ­χον­ται καὶ πα­ρέρ­χον­ται, πει­ρα­μα­τι­σμοὶ ποὺ δί­νουν ἀ­φορ­μὴ γιὰ ἄλ­λες ἀ­να­ζη­τή­σεις καὶ ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἐ­να­σχό­λη­ση μὲ τὸ εἶ­δος ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νους συγ­γρα­φεῖς.

       Τὸ πρό­βλη­μα μὲ τὶς ἱ­στο­ρί­ες εἶ­ναι ὅ­τι εἶ­ναι πάν­τα σχε­τι­κές, γι’ αὐ­τὸ καὶ τέ­τοι­ο πλῆ­θος προ­δρό­μων ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι, ὅ­πως πάν­τα στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ φαι­νό­με­να, οἱ ἐ­πιρ­ρο­ὲς εἶ­ναι πολ­λές, πολ­λα­πλὲς καὶ προ­σω­πι­κές. Ὅ­λοι οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ προ­α­να­φέρ­θη­καν γιὰ κά­ποι­ον θὰ ἦ­ταν πρό­δρο­μοι, καὶ γιὰ κά­ποι­ον ἄλ­λον ὄ­χι. Ἴ­σως ὑ­πάρ­χει ἕ­να Zeitgeist ποὺ ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴ συν­το­μί­α, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ ὑ­πῆρ­ξαν πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­φη­γη­μα­τι­κῶν κει­μέ­νων πο­λὺ με­γά­λης πνο­ῆς, ἑ­πο­μέ­νως ὁ­ποι­α­δή­πο­τε χρο­νι­κὴ σύν­δε­ση μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἡ ὕ­παρ­ξη τό­σων θε­με­λι­ω­τῶν μὲ κά­νει νὰ σκε­φτῶ ὅ­τι ἴ­σως ἡ ἀ­πάν­τη­ση νὰ εἶ­ναι πιὸ ἁ­πλή. Ἡ ὑ­περ­βρα­χεί­α λο­γο­τε­χνί­α ὑ­φί­στα­το ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ξε­κί­νη­σε ἡ συγ­γρα­φὴ καὶ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται ὡς ἀ­φο­ρι­σμός, ἀλ­λη­γο­ρί­α, ἀ­πό­λο­γος, σκη­νή, πε­ρι­στα­τι­κό, πα­ρά­δειγ­μα, ἐ­πί­γραμ­μα, γκρα­βού­ρα, μύ­θος, πα­ρα­βο­λή, πα­ροι­μί­α, ἀ­πό­φθεγ­μα, βι­νι­έ­τα καὶ μιὰ ἀ­τε­λεί­ω­τη ποι­κι­λί­α πο­λὺ σύν­το­μων ἀρ­χαί­ων λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων. Καὶ ποι­ά εἶ­ναι ἄ­ρα­γε ἡ δι­α­φο­ρὰ μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α; Κα­μί­α ἢ πολ­λές. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι λο­γο­τε­χνί­α τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να καὶ ἑ­ξῆς, καὶ ἔ­χει τὶς ἴ­δι­ες δι­α­φο­ρὲς μὲ τοὺς προ­γό­νους της, ὅ­πως ἔ­χουν τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, ἡ ποί­η­ση ἢ τὸ δο­κί­μιο τοῦ 20οῦ καὶ τοῦ 21ου αἰ­ώ­να μὲ τοὺς δι­κούς τους προ­γό­νους.

       Ὁ ὅ­ρος μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ―καὶ οἱ πολ­λα­πλὲς ἐκ­δο­χές του― ἄρ­χι­σε νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται πρό­σφα­τα, πράγ­μα ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κα­λοῦ­με ἔ­τσι μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ σκε­φτεῖ ὅ­τι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς με­λε­τη­τὲς τοῦ χώ­ρου, ὅ­τι τῆς προσ­δώ­σα­με θε­ω­ρη­τι­κὴ ὑ­πό­στα­ση, δι­α­μορ­φώ­νον­τας σὲ λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος αὐ­τὸ ποὺ προ­η­γου­μέ­νως ἦ­ταν ποι­κί­λα σύν­το­μα εἴ­δη ποὺ οἱ συγ­γρα­φεῖς καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν δί­χως νὰ νοι­ά­ζον­ται γιὰ τὴν τα­ξι­νό­μη­σή τους.


Τὸ ζή­τη­μα τοῦ ὀ­νό­μα­τος


Λί­γα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη ἔ­χουν τό­σες πολ­λὲς ὀ­νο­μα­σί­ες: ἀ­κρι­βὴς τέ­χνη, σύν­το­μο δι­ή­γη­μα, πε­ρι­στα­τι­κό (ὅ­ρος ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση τοῦ Ἀν­τερ­σον Ἰμ­πέρτ), σχε­δὸν δι­ή­γη­μα, δι­η­γη­μα­τί­διον, βρα­χὺ δι­ή­γη­μα, ὑ­περ­βρα­χὺ δι­ή­γη­μα, σύν­το­μο δι­ή­γη­μα, συν­το­μό­τα­το δι­ή­γη­μα, μι­κρο­σκο­πι­κὸ δι­ή­γη­μα, δι­ή­γη­μα-μι­νι­α­τού­ρα, λι­πό­σαρ­κο δι­ή­γη­μα, στιγ­μια­ῖο δι­ή­γη­μα, τα­χυ­δι­ή­γη­μα, γρή­γο­ρο δι­ή­γη­μα, δι­ή­γη­μα μπον­ζά­ι, μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ ἑ­νὸς λε­πτοῦ, γρή­γο­ρη μυ­θο­πλα­σί­α, αἰφ­νί­δια μυ­θο­πλα­σί­α, ὑ­περ­σύν­το­μο, ἐ­λά­χι­στη ἱ­στο­ρί­α, μι­κρο­δι­ή­γη­μα, μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, μι­κρο­α­φή­γη­ση, μι­κρο­κεί­με­νο, μι­νι­δι­ή­γη­μα, μι­νι­μυ­θο­πλα­σί­α, μι­νι­κεί­με­νο, να­νο­δι­ή­γη­μα, να­νο­μυ­θο­πλα­σί­α, να­νο­κεί­με­νο, δι­η­γη­μα­τί­διο, μι­κρὴ ἀ­φή­γη­ση, σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση, ἐ­λά­χι­στη ἀ­φή­γη­ση, μι­κρο­σκο­πι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, πα­ρα­βα­τι­κὸ δι­ή­γη­μα, ὑ­περ­βρα­χύ­τα­το κεί­με­νο, δι­ή­γη­μα ἐξ­πρές, ποι­κί­λη ἐ­πι­νό­η­ση (γιὰ τὰ ἔρ­γα τοῦ Χου­ὰν Χο­σὲ Ἀ­ρε­ό­λα), κει­με­νί­διο, με­τα­ξὺ πολ­λῶν ἄλ­λων.

       Αὐ­τοὶ ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο εἶ­ναι οἱ ὅ­ροι μι­νι­μυ­θο­πλα­σί­α, μι­κρο­α­φή­γη­ση, μι­κρο­δι­ή­γη­μα καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Ἡ δι­ά­κρι­ση ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να δι­ή­γη­μα πο­λὺ σύν­το­μο, μιὰ ἀ­φή­γη­ση πο­λὺ βρα­χεί­α ἢ μιὰ ἐ­λά­χι­στη μυ­θο­πλα­στι­κὴ φόρ­μα (ὄ­χι ἀ­πα­ραί­τη­τα δι­ή­γη­μα ἢ ἀ­φή­γη­ση). Ἂν καὶ ἡ ἔλ­λει­ψη ἀ­κρι­βοῦς ὀ­νό­μα­τος ἀ­πελ­πί­ζει ἀρ­κε­τούς, τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι στε­ρεῖ­ται συγ­κε­κρι­μέ­νου ὀ­νό­μα­τος καὶ ἔ­χει τό­σες ὀ­νο­μα­σί­ες εἶ­ναι ὅ,τι πρέ­πει γιὰ μιὰ λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα δι­φο­ρού­με­νη καὶ ὑ­βρι­δι­κή. Μο­λο­νό­τι θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι ἐ­φι­κτὴ μό­νο ὅ­ταν ἀ­φη­γεῖ­ται μιὰ ἱ­στο­ρί­α, ἀ­κό­μα καὶ γι’ αὐ­τὸ ὑ­πάρ­χουν ἀμ­φι­βο­λί­ες. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα σα­φεῖς, ἀν­τι­θέ­τως ἡ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ συμ­πλη­ρώ­νει τὴν πρό­θε­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ἐν προ­κει­μέ­νῳ, ἡ ἱ­στο­ρί­α σὲ ἀρ­κε­τὲς πε­ρι­πτώ­σεις ἁ­πλῶς σκι­α­γρα­φεῖ­ται καὶ ὁ ἀ­να­γνώ­στης κα­λεῖ­ται νὰ τὴ συμ­πλη­ρώ­σει. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ οἱ Tomassini καὶ Colombo, τὸ 2013, βά­φτι­σαν τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «μη­χα­νὴ σκέ­ψης».

       Ἐ­ξε­τά­ζον­τας τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ εἴ­δους, μπο­ροῦ­με νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­σου­με ὅ­τι οἱ ὅ­ροι μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α / μι­κρο­α­φή­γη­ση / μι­κρο­δι­ή­γη­μα εἶ­ναι πρό­σφα­τοι. Στὰ ἡ­με­ρο­λό­για τοῦ Ἀ­δόλ­φο Μπι­ό­ι Κα­σά­ρες, ὅ­ταν γί­νε­ται λό­γος γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας Σύν­το­μες καὶ πα­ρά­ξε­νες ἱ­στο­ρί­ες, λέ­ει ὅ­τι ὁ Μπόρ­χες καὶ ἐ­κεῖ­νος ἔ­γρα­ψαν δι­η­γή­μα­τα ἢ δι­η­γη­μα­τί­δια. Ὁ Ἴ­τα­λο Καλ­βί­νο, ὅ­ταν μι­λά­ει γιὰ τὸν «Δει­νό­σαυ­ρο» τοῦ Ἀ­ου­γοῦ­στο Μον­τε­ρό­σο, τὸν ἀ­πο­κα­λεῖ δι­ή­γη­μα. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Javier Perucho (2006) ὁ ὅ­ρος μι­κρο­α­φή­γη­ση χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀ­πὸ τὸν Χο­σὲ Ἐ­μί­λιο Πα­τσέ­κο στὴ στή­λη του μὲ τί­τλο «Inventario» τὸ 1977. Ἡ Dolores Koch, πι­θα­νό­τα­τα ἡ πρώ­τη θε­ω­ρη­τι­κὸς τοῦ εἴ­δους, χρη­σι­μο­ποί­η­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ὅ­ρο μι­κρο-ἀ­φή­γη­ση τὸ 1981. Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’70 χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν ἐ­πί­σης ὁ ὅ­ρος μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα. Ὁ ὅ­ρος μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἔ­γι­νε πιὸ κοι­νὸς ἀ­πὸ τὸ Πρῶ­το Δι­ε­θνὲς Colloquium στὸ Με­ξι­κὸ τὸ 1998 καὶ ἔ­πει­τα. Ἐ­γὼ χρη­σι­μο­ποί­η­σα τὸν ὅρο μι­κρο­δι­ή­γη­μα τὸ 1992, δι­ό­τι μοῦ φαι­νό­ταν ὅ­τι ἦ­ταν ἕ­να δι­ή­γη­μα πο­λὺ σύν­το­μο, μὲ ὅ­λα τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς κα­νο­νι­κῆς φόρ­μας τοῦ εἴ­δους, μὲ ἐ­ξαί­ρε­ση τὴν ἔ­κτα­ση. Ὡ­στό­σο σή­με­ρα δὲν ἔ­χω τὴν ἴ­δια βε­βαι­ό­τη­τα, γι’ αὐ­τὸ καὶ προ­τι­μῶ τὸν ὅρο μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Ἂν καὶ ὑ­πάρ­χουν ἔ­ρευ­νες ποὺ τεκ­μη­ρι­ώ­νουν τὶς δι­α­φο­ρὲς ἀ­νά­με­σα στὸ ἕ­να καὶ στὸ ἄλ­λο, λό­γῳ τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τους, μὲ τὸ «μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α» νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν ὅρο-ὀμ­πρέ­λα ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει τὶς πο­λὺ σύν­το­μες ἀ­φη­γή­σεις καὶ δι­η­γή­μα­τα, πι­στεύ­ω ὅ­τι αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους οἱ δι­α­κρί­σεις πε­ρι­πλέ­κουν τὰ πράγ­μα­τα.

       Σὲ θέ­μα­τα ὁ­ρο­λο­γί­ας, ἴ­σως ἀρ­κεῖ μό­νο ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Οὐ­ί­λιαμ Σαίξ­πηρ: «What’s in a name? Τhat which we call a rose / By any other name would smell as sweet» (Ρω­μαῖ­ος καὶ ­ου­λι­έ­τα, ΙΙ, 2)[ii].


­κτα­ση, ­ρι­σμὸς καὶ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά


Ὅ­πως ἤ­δη προ­εί­πα­με, ἡ μό­νη βε­βαι­ό­τη­τα γιὰ τὸ θέ­μα εἶ­ναι ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα. Καὶ ἡ συν­το­μί­α αὐ­τὴ εἶ­ναι κα­τη­γο­ρια­κή. Τὰ πάν­τα στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α κα­τα­λή­γουν νὰ ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴν ἔ­κτα­σή τους. Ἡ συν­το­μί­α εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ γεν­νᾶ πολ­λὲς ἀ­πὸ τὶς ἀ­ρε­τὲς καὶ πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ προ­βλή­μα­τα. Λό­γῳ του ὅ­τι εἶ­ναι τό­σο σύν­το­μη, οἱ ἀ­δα­εῖς θε­ω­ροῦν ὅ­τι εἶ­ναι εὔ­κο­λη καὶ ἀρ­κε­τοὶ ἀρ­χί­ζουν νὰ γρά­φουν μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­ναι­σχυν­τί­α καὶ ἀ­ξι­ο­θρή­νη­τα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, ἐ­νῶ ἄλ­λοι κα­τα­λή­γουν στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει ἀ­πο­τύ­χει εἶ­ναι τὸ εἶ­δος καὶ ὄ­χι τὰ κεί­με­να ποὺ ἔ­χουν γρα­φτεῖ μέ­σα σὲ λί­γα λε­πτά.

       Πά­νω ἀ­πὸ ὅ­λα, ὅ­μως, ἡ συν­το­μί­α ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴ με­γά­λη ἔ­κτα­ση τοῦ σώ­μα­τος κει­μέ­νων. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἕ­να βι­βλί­ο τοῦ εἴ­δους μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­λαμ­βά­νει ἑ­κα­τὸ κεί­με­να, κά­θε ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὰ ἄλ­λα ὡς πρὸς τὴ μορ­φή του. Μὲ τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­πί­στευ­τα εὐ­ρὺ δεῖγ­μα ὑ­πάρ­χουν πά­ρα πολ­λὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ οἱ ἐ­ξαι­ρέ­σεις δὲν μπο­ροῦν νὰ δι­και­ο­λο­γη­θοῦν μὲ τὸ εὔ­κο­λο ἐ­πι­χεί­ρη­μα ὅ­τι ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τὸν κα­νό­να. Εἶ­ναι τό­σες πολ­λὲς οἱ ἐ­ξαι­ρέ­σεις ποὺ ὁ κα­νό­νας στὸ τέ­λος δὲν ὑ­φί­στα­ται. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός, ἂν δὲν εἶ­ναι πο­λὺ εὐ­ρύς, κα­τα­λή­γει νὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα σχε­τι­κός, κα­θό­τι αὐ­τὸ ποὺ θε­ω­ροῦν­ταν προ­ϊ­στο­ρί­α τε­λι­κὰ ἐ­πε­κτεί­νε­ται μέ­χρι τὴν ἀρ­χὴ τῶν πάν­των καὶ εἶ­ναι τό­σο εὐ­έ­λι­κτο ποὺ μπο­ροῦ­με στὸ τέ­λος νὰ συ­ναν­τᾶ­με μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες σὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κεί­με­νο.

       Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, ἡ συν­το­μί­α θὰ δη­μι­ουρ­γή­σει τὰ ἴ­δια της τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ καὶ κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση τὸ εἶ­δος: αὐ­τὴ εἶ­ναι ποὺ προ­κα­λεῖ τὴν προ­σε­κτι­κὰ ἐ­πι­λεγ­μέ­νη γλώσ­σα, τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ βρε­θεῖ ἡ κα­τάλ­λη­λη λέ­ξη, κα­θό­σον εἶ­ναι λί­γες αὐ­τὲς ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται. Λό­γῳ τῆς συν­το­μί­ας της, θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­πο­χα­ρα­κτη­ρι­σμέ­νη ὡς εἶ­δος καὶ δι­α­κει­με­νι­κή, ὥ­στε ὁ ἀ­να­γνώ­στης νὰ ἔ­χει ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς ἀλ­λὰ καὶ προ­η­γού­με­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ ὁ συγ­γρα­φέ­ας νὰ μὴν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­να­πτύσ­σει πλευ­ρὲς ποὺ θε­ω­ρεῖ γνω­στές·  αὐ­τὸ ἐ­πί­σης συ­νε­πά­γε­ται ὅ­τι ἡ εἰ­ρω­νεί­α, ἡ ἐ­πα­νερ­μη­νεί­α καὶ ἡ πα­ρω­δί­α πάν­το­τε θὰ εἶ­ναι πα­ροῦ­σες·  μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, θὰ πρέ­πει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἐ­πί­σης πο­λὺ σα­φὴς γλώσ­σα, ἐ­νῶ δὲν θὰ μπο­ροῦν νὰ ἀ­πο­φευ­χθοῦν οἱ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς ἐλ­λεί­ψεις καὶ οἱ ὑ­παι­νιγ­μοί. Ἐν ὀ­λί­γοις, τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας θὰ συν­δέ­ον­ται μὲ τὰ κει­με­νι­κὰ παι­χνί­δια τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­βάλ­λει ἡ συν­το­μί­α της.

       Δὲν ὑ­πάρ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νος ἀ­ριθ­μὸς οὔ­τε χα­ρα­κτή­ρων οὔ­τε λέ­ξε­ων, ἀλ­λὰ τὸ κεί­με­νο θὰ πρέ­πει νὰ χω­ρά­ει σὲ μιὰ μα­τιά. Ὁ Lauro Zavala (2004) δι­α­κρί­νει τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες: σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα (1.000 ἕ­ως 2.000 λέ­ξεις), πο­λὺ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα (200 ἕ­ως 1.000 λέ­ξεις) καὶ ὑ­περ­σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα (1 ἕ­ως 200 λέ­ξεις). Ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς προ­τι­μοῦν νὰ μὴν ὁ­ρί­ζουν συγ­κε­κρι­μέ­νη μέ­γι­στη ἔ­κτα­ση·  γιὰ αὐ­τοὺς εἶ­ναι σύν­το­μα καὶ τέ­λος.

       Ἀ­πα­ριθ­μών­τας τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: γιὰ τὴν Dolores Koch (1981) πρό­κει­ται γιὰ ἀ­φη­γή­σεις χω­ρὶς εἰ­σα­γω­γή, πε­ρι­στα­τι­κὰ ἢ δρά­ση, χω­ρὶς ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νους χα­ρα­κτῆ­ρες, καὶ χω­ρὶς ἀ­πο­κο­ρύ­φω­ση καί, γι’ αὐ­τό, χω­ρὶς τέ­λος. Ἐ­πι­πλέ­ον, ση­μει­ώ­νει, ἡ πρό­ζα εἶ­ναι ἁ­πλή, προ­σεγ­μέ­νη, σα­φὴς καὶ δι­σή­μαν­τη: χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ χι­οῦ­μορ, τὸ πα­ρά­δο­ξο, τὴν εἰ­ρω­νεί­α καὶ τὴ σά­τι­ρα·  ἀ­να­σύ­ρει ἀρ­χαῖ­ες λο­γο­τε­χνι­κὲς φόρ­μες καὶ τὶς ἐν­τάσ­σει σὲ μὴ λο­γο­τε­χνι­κὲς φόρ­μες. Γιὰ τὴ Laura Pollastri (2007) τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της θὰ ἦ­ταν: χι­οῦ­μορ, πο­λυ­ση­μί­α, δι­α­κεί­με­νο, ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα, συμ­φω­νί­α με­τα­ξὺ ἀ­να­γνώ­στη καὶ συγ­γρα­φέ­α. Γιὰ τὴ Francisca Noguerol (1996) εἶ­ναι σκε­πτι­κι­στι­κὰ κεί­με­να, τὰ ὁ­ποῖ­α κα­τα­φεύ­γουν στὸ πα­ρά­δο­ξο, εὐ­νο­οῦν τὰ κά­θε εἴ­δους πε­ρι­θώ­ρια καὶ πει­ρα­μα­τί­ζον­ται μὲ θέ­μα­τα, προ­σω­πι­κό­τη­τες καὶ μορ­φές, εἶ­ναι ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κά, ἀ­παι­τοῦν τὴ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, εἶ­ναι πο­λυ­σή­μαν­τα, δι­α­κει­με­νι­κά, χρη­σι­μο­ποι­οῦν τὸ χι­οῦ­μορ καὶ τὴν εἰ­ρω­νεί­α. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Lauro Zavala (2004) ἔ­χει πέν­τε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: συν­το­μί­α, ποι­κι­λί­α, πο­λυ­πλο­κό­τη­τα, μορ­φο­κλα­σμα­τι­κό­τη­τα καὶ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ φευ­γα­λέ­ου. Ἡ Νana Rodriguez (2007) συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει στὰ θε­με­λι­ώ­δη στοι­χεῖ­α τὸ χι­οῦ­μορ, τὴν εἰ­ρω­νεί­α καὶ τὴ συμ­βο­λι­κὴ γλώσ­σα, τὸ ποι­η­τι­κό, τὸ ὀ­νει­ρι­κό, τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ καὶ τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὴ σύν­δε­ση με­τα­ξὺ τί­τλου καὶ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου.

       Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ συ­νε­χί­σου­με τὴν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν ποὺ προ­τεί­νει κά­θε με­λε­τη­τὴς καὶ ἐ­πί­σης αὐ­τῶν ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στοὺς δε­κά­λο­γους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας [δεῖτε καὶ ἐδῶ], ἀλ­λὰ πι­στεύ­ω ἐ­πί­σης ὅ­τι, δε­δο­μέ­νου τοῦ τε­ρά­στιου σω­μα­τος κει­μέ­νων, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ βρί­σκου­με κά­θε φο­ρᾶ πε­ρισ­σό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρα κεί­με­να ἀ­να­λύ­ον­ται, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἐν­δε­χο­μέ­νως, θὰ ἐν­το­πί­ζον­ται.

       Ἂν ἐ­πι­χει­ρού­σα­με νὰ κα­τα­λή­ξου­με σὲ ἕ­ναν μι­νι­μα­λι­στι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­σμό, ἴ­σως θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἐ­πα­να­βε­βαι­ώ­σου­με ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι σύν­το­μη καὶ σί­γου­ρα μυ­θο­πλα­στι­κή, ἀλ­λὰ ἐ­δῶ μπαί­νου­με σὲ ἕ­να ζή­τη­μα ποὺ ξε­φεύ­γει ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρια τοῦ πα­ρόν­τος κει­μέ­νου.

       Δὲν εἶ­ναι ἄ­ρα­γε μυ­θο­πλα­στι­κὸ κά­θε γρα­πτὸ κεί­με­νο; Νο­μί­ζω ὅ­τι πιὰ στὸν 21ο αἰ­ώ­να ξέ­ρου­με ὅ­τι τὰ ὅ­ρια με­τα­ξὺ τῆς τεκ­μη­ρι­ω­τι­κῆς καὶ τῆς μὴ τεκ­μη­ρι­ω­τι­κῆς γρα­φῆς εἶ­ναι λε­πτὰ καὶ ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­θο­ρι­στοῦν. Εἶ­ναι πράγ­μα­τι ση­μαν­τι­κὴ ἡ ἐ­πι­νό­η­ση τῆς πλο­κῆς ἢ προ­τι­μᾶ­ται τὸ κα­λο­γραμ­μέ­νο κεί­με­νο; Ὅ­ταν ὁ Ὀ­βι­έ­δο ἰ Μπά­νιος λέ­ει γιὰ τὸ Κα­ρά­κας τοῦ 1723 «τὸ ἴ­διο ἤ­πιο κλί­μα ὅ­λο τὸν χρό­νο, οὔ­τε τὸ κρύ­ο ἐ­νο­χλεῖ, οὔ­τε ἡ ζέ­στη ἐ­ξορ­γί­ζει, οὔ­τε τὸ χει­μω­νι­ά­τι­κο ψύ­χος θλί­βει», πε­ρισ­σό­τε­ρη αἴ­σθη­ση προ­κα­λεῖ ὁ ρυθ­μὸς τοῦ κα­λοῦ λό­γου πα­ρὰ ἡ ἀ­κρι­βὴς ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ κλί­μα­τος τοῦ Κα­ρά­κας. Εἶ­ναι μυ­θο­πλα­στι­κὸ κεί­με­νο; Μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει τί εἶ­ναι;

       Ἐν κα­τα­κλεί­δι, αὐ­τὲς οἱ πο­λὺ σύν­το­μες φόρ­μες εἶ­ναι τό­σο ἢ τό­σο λί­γο μυ­θο­πλα­στι­κές, ὅ­σο ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε λο­γο­τε­χνι­κὸ κεί­με­νο. Αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α εἶ­ναι τί λέ­γε­ται καὶ πῶς λέ­γε­ται. Ὅ­πως λέ­ει ὁ Γκι­γέρ­μο Μπου­στα­μάν­τε Σα­μού­διο: «Πρό­κει­ται, ἑ­πο­μέ­νως, γιὰ σύν­το­μη κα­λὴ λο­γο­τε­χνία, ὅ­που το ἀ­ναγ­καῖ­ο κρι­τή­ριο εἶ­ναι τὸ νὰ εἶ­ναι κα­λή» (2010).

       Οἱ πο­λὺ σύν­το­μοι ὁ­ρι­σμοὶ καὶ χα­ρα­κτη­ρι­σμοὶ εἶ­ναι τό­σο λί­γο συγ­κε­κρι­μέ­νοι ὅ­σο καὶ οἱ πο­λὺ εὐ­ρεῖς. Ὑ­πάρ­χουν ἄ­ρα­γε συγ­κε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας; Καὶ ναὶ καὶ ὄ­χι, ὅ­πως πάν­τα. Θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ δεῖγ­μα, ἀ­πὸ τὸν συγ­γρα­φέ­α, ἀ­πὸ τὸν ἀ­να­γνώ­στη.


Τὸ ζή­τη­μα τοῦ εἴ­δους


Ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι ἀ­φη­γη­μα­τι­κή. Γι’ αὐ­τὸ πολ­λὲς ἀ­πὸ τὶς ὀ­νο­μα­σί­ες της πε­ρι­έ­χουν τὴ λέ­ξη ἀ­φή­γη­ση ἢ δι­ή­γη­μα. Τὸ πρό­βλη­μα εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἀ­φή­γη­ση μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι πα­ροῦ­σα σὲ πολ­λὰ εἴ­δη, ὅ­πως στὴν ποί­η­ση καὶ στὸ δο­κί­μιο. Τὸ ἄλ­λο πρό­βλη­μα εἶ­ναι ὅ­τι τὸ δι­ή­γη­μα πιὰ δὲν ἀ­φη­γεῖ­ται μό­νο.

       Γιὰ τοὺς συγ­γρα­φεῖς Τσὰρ­λς Τζόν­σον καὶ Στι­ού­αρτ Ντά­ιμ­πεκ (στὸ Shapard καὶ Thomas, 1989) ἡ να­νο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι πρω­τε­ϊ­κή, δι­ό­τι ἀλ­λά­ζει δια­ρκῶς φόρ­μα, ὅ­πως ὁ μυ­θι­κὸς Πρω­τέ­ας. Τὴ χα­ρα­κτή­ρι­σα μὴ-εἶ­δος, ἐ­πει­δὴ στρι­φο­γυ­ρί­ζει γύ­ρω ἀ­πὸ ποι­κί­λες φόρ­μες καὶ ἐ­πι­λέ­γει σὲ ποι­ὸ εἶ­δος θὰ προ­σαρ­τη­θεῖ [2009]. Εἶ­ναι πολ­λοὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ συ­νέ­δε­σαν τὴ να­νο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ ἄλ­λες φόρ­μες: ὁ Miguel Gomes (2004), ὁ Guillermo Samperio (2004) καὶ ἡ Francisca Noguerol (2004) τὴ συν­δέ­ουν μὲ τὴν ποί­η­ση. Ὁ Jose Manuel Trabado Cabado (2010) τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ ὅ­μο­ρο εἶ­δος, λό­γῳ τῶν ἐμ­φα­νῶν της σχέ­σε­ων μὲ τὸ ποι­η­τι­κό. Ὁ Lauro Zavala (2004), κα­τα­λο­γο­γρα­φών­τας ὑ­περ­βρα­χεῖ­ες φόρ­μες πε­ρι­λαμ­βά­νει πε­ζο­γρα­φι­κά, ποι­η­τι­κὰ καὶ ἐ­ξω­λο­γο­τε­χνι­κὰ κεί­με­να καί, στὸ «El cuento ultracorto» (1996), κά­νει λό­γο γιὰ τὴν τά­ση πρὸς τὴν εἰ­δο­λο­γι­κὴ ὑ­βρι­δι­κό­τη­τα, εἰ­δι­κὰ στὸ ποί­η­μα σὲ πρό­ζα, στὸ δο­κί­μιο, στὸ χρο­νι­κὸ καὶ στὰ εἴ­δη μὴ πε­ζο­γρα­φι­κῆς φύ­σε­ως. Ο Raul Brasca (2004) πε­ρι­λαμ­βά­νει στὶς ἀν­θο­λο­γί­ες του ὄ­χι μό­νο ὑ­περ­βρα­χέα κεί­με­να ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πο­σπά­σμα­τα λο­γο­τε­χνι­κῶν καὶ μὴ ἔρ­γων. Γιὰ τὸν Taha (2010) ἀ­πο­τε­λεῖ «δι­α­εῖ­δος» ὄ­χι λόγῳ τῆς σύν­δε­σής της μὲ ἄλ­λα εἴ­δη, ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ ἔ­χει κά­ποι­α κοι­νὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ μὲ αὐ­τά. Ὁ Guillermo Siles (2007) τὴ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὑ­βρι­δι­κὸ εἶ­δος, ἐ­πει­δὴ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὸ ποί­η­μα σὲ πρό­ζα, τὸ σύν­το­μο δο­κί­μιο καὶ τὸ χρο­νι­κό, ἀλ­λὰ συγ­κε­κρι­με­νο­ποι­εῖ ὅ­τι ἡ να­νο­μυ­θο­πλα­σί­α με­τα­το­πί­ζε­ται καὶ δια­δρᾶ μὲ ἄλ­λα εἴ­δη, σὲ μιὰ δι­α­δι­κα­σί­α ἐ­πα­να­νά­γνω­σης καὶ οἰ­κει­ο­ποί­η­σης ἀρ­χαί­ων καὶ σύγ­χρο­νων εἰ­δο­λο­γι­κῶν φορ­μῶν. Ὁ Siles ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὅ­λα τὰ εἴ­δη εἶ­ναι ὑ­βρι­δι­κά, ἀλ­λὰ ὅ­τι στὴ να­νο­μυ­θο­πλα­σί­α ἡ ὑ­βρι­δι­κό­τη­τα εἶ­ναι σα­φής. Ὁ Juan Armando Epple (1990) συν­δέ­ει τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ ἕ­να ἢ τὸ ἄλ­λο εἶ­δος ὡς «ἁ­πλὸ συγ­κυ­ρια­κὸ μέ­σο», μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς φόρ­μες ἁ­πλὲς ἢ πιὸ θε­ω­ρη­τι­κές. Γιὰ τὴν Graciela Tomassini καὶ τὴ Stella Maris Colombo (1996), ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι μιὰ κει­με­νι­κὴ δι­α­ει­δο­λο­γι­κὴ τά­ξη, μιᾶς καὶ ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τὴ με­λέ­τη τοῦ σώ­μα­τος κει­μέ­νων δι­α­φαί­νε­ται ὅ­τι «ἀ­νή­κουν σὲ μιὰ ἴ­δια κει­με­νι­κὴ τά­ξη μο­λο­νό­τι ἐμ­φα­νί­ζουν δο­μι­κὴ δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τα. Σὲ ἄλ­λο ἄρ­θρο (2013) ἀ­να­φέ­ρουν:


Ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας αὐ­τὴν τὴν πο­λυ­πλο­κό­τη­τα, τὴν ὁ­ποί­α προσ­δώ­σα­με κα­θο­λι­κὰ στὴν κει­με­νι­κὴ τά­ξη τῆς ὑ­περ­βρα­χεί­ας μυ­θο­πλα­σί­ας, τῆς ἀ­πο­δί­δου­με τὸ γνώ­ρι­σμα τῆς δι­α­ει­δο­λο­γί­ας. Μὲ αὐ­τὸν τὸν ὅρο δὲν ἐ­πι­χει­ροῦ­με νὰ κα­λύ­ψου­με κά­τω ἀ­πὸ μιὰ βο­λι­κὴ ὀμ­πρέ­λα τὴν πλού­σια ποι­κι­λί­α τῶν εἰ­δι­κῶν φορ­μῶν, ὅ­πως ἐ­κτί­θε­ται στὸ σῶ­μα κει­μέ­νων, ἀλ­λὰ νὰ ἑ­στι­ά­σου­με στὴν ὑ­βρι­δι­κό­τη­τα ὡς πα­ρα­βα­τι­κὸ ἐγ­χεί­ρη­μα καὶ φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ ποὺ ἐ­πι­δει­κνύ­ει δια­ρκῶς αὐ­ξα­νό­με­νη ση­μα­σί­α σὲ πολ­λα­πλὰ πε­δί­α τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.


Ἡ Dolores Koch (1981) ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ χα­ρα­κτή­ρα τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ὡς πα­ρα­βά­τρια τῶν εἰ­δῶν, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι δὲν ἐ­ναρ­μο­νί­ζε­ται μὲ κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ ἤ­δη γνω­στὰ εἴ­δη, ἀλ­λὰ κά­θε κεί­με­νο ἀ­πὸ μό­νο του μπο­ρεῖ νὰ φέ­ρει ὁ­μοι­ό­τη­τες μὲ κά­ποι­ο ἄλ­λο μι­κρο­δι­ή­γη­μα.

       Πι­στεύ­ω πὼς εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι ἡ κρι­τι­κὴ θε­ω­ρεῖ πὼς ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «πα­τά­ει» σὲ δι­ά­φο­ρα εἴ­δη καὶ θέ­τει τὶς βά­σεις της σὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ ὁ­ποῖ­ο θέ­λει νὰ υἱ­ο­θε­τή­σει σὲ μιὰ δε­δο­μέ­νη χρο­νι­κὴ στιγ­μή. Καὶ ἂν ὁ Lagmanovich εἶ­χε δί­κιο ὅ­ταν ἔ­λε­γε ὅ­τι: «Ὑ­βρι­δι­κὰ εἶ­ναι ὅ­λα τα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη» (2007), ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἰ­δι­κὰ εἶ­ναι ἀ­πο­χα­ρα­κτη­ρι­σμέ­νη ὡς εἶ­δος. Εἶ­ναι ἕ­να λο­γο­τε­χνι­κὸ κεί­με­νο ποὺ υἱ­ο­θε­τεῖ τὶς πιὸ ποι­κί­λες φόρ­μες: δι­ή­γη­μα, ἀ­φή­γη­ση, ὁ­ρι­σμὸ σὲ λε­ξι­κό, συν­τα­γὴ μα­γει­ρι­κῆς, δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κὸ ἄρ­θρο, δο­κί­μιο, ἁ­γι­ο­γρα­φί­α, ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­να­φο­ρά, ποί­η­μα σὲ πρό­ζα, δι­α­φη­μι­στι­κὸ σλόγ­καν, ἀ­νέκ­δο­το, δι­ά­λο­γο, κα­θὼς καὶ τὶς ὑ­περ­βρα­χεῖ­ες ἀρ­χαῖ­ες φόρ­μες ποὺ προ­α­νέ­φε­ρα καὶ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε γρα­πτὴ φόρ­μα μπο­ρεῖ νὰ σκε­φτεῖ κα­νείς. Γε­νι­κὰ μι­λών­τας, αὐ­τὲς οἱ γε­νε­τι­κὲς οἰ­κει­ο­ποι­ή­σεις συμ­βαί­νουν ἔ­χον­τας ὡς ἐκ­κί­νη­ση τὴν εἰ­ρω­νεί­α, τὴν πα­ρω­δί­α, τὴ λο­ξὴ μα­τιὰ καὶ τὸ χι­οῦ­μορ.


Συμ­πε­ρά­σμα­τα;

Κά­πο­τε ἀ­νέ­φε­ρα ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι μιὰ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἐ­πι­νό­η­ση πει­ρα­μα­τι­κή, ψυ­χα­γω­γι­κή, δι­α­κει­με­νι­κή, ἐ­κτὸς κα­νό­να, ἐλ­λει­πτι­κή, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­παι­τεῖ συμ­με­το­χὴ (2009). Ἰ­σχύ­ει, ἀλ­λὰ ἔ­τσι συμ­βαί­νει μὲ κά­θε κα­λὴ λο­γο­τε­χνί­α, ὅ­που πάν­τα ὑ­πάρ­χει πει­ρα­μα­τι­σμός, παι­χνί­δι, δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τα, ἔλ­λει­ψη. Σὲ κά­θε κα­λὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ κεί­με­νο εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἐ­νερ­γὸς ἀ­να­γνώ­στης καί, ἐ­ὰν εἶ­ναι ἐ­φι­κτό, ὑ­πο­ψι­α­σμέ­νος. Στὶς κα­λὲς λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐκ­φρά­σεις δὲν ὑ­πάρ­χει κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τὰ εἴ­δη μπο­ροῦν νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στοῦν, νὰ συγ­χω­νευ­θοῦν, νὰ ἀ­να­μει­χθοῦν.

       Ἔ­τσι λοι­πόν, μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἀ­να­λύ­σου­με πο­λύ, νὰ στύ­ψου­με τὸ κε­φά­λι μας, νὰ ἀ­πο­δο­μή­σου­με ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς μη­χα­νι­σμούς, νὰ ρί­ξου­με μιὰ μα­τιὰ σὲ πα­ρα­κλά­δια, νὰ θε­σπί­σου­με δι­α­φο­ρὲς (μα­κρο­πρό­θε­σμα ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση θὰ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­κό­μα εἶ­δος, ἐν­δε­χο­μέ­νως μυ­θο­πλα­στι­κό), ἀλ­λὰ ὅ­λα τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ποὺ μᾶς φαί­νον­ται τό­σο συγ­κε­κρι­μέ­να ἴ­σως νὰ μὴν εἶ­ναι: ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι σὰν κά­θε ἄλ­λη λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα, ἀλ­λὰ πιὸ σύν­το­μη.


[i] Ὁ ὅ­ρος λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται μὲ τὴν πα­ρα­δο­σια­κή του ση­μα­σί­α ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸ Λε­ξι­κὸ τῆς Βα­σι­λι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας τῆς Ἱ­σπα­νί­ας: «Κα­θε­μί­α ἀ­πὸ τὶς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες ἢ τά­ξεις στὶς ὁ­ποῖ­ες δύ­ναν­ται νὰ κα­τα­τα­χθοῦν τὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἔρ­γα.»
[ii] «Τί ἔ­χει ἕ­να ὄ­νο­μα; / Αὐ­τὸ ποὺ λέ­με ρό­δον, ὅ­πως κι ἂν τὸ πεῖς / τὸ ἴ­διο θὰ μο­σκο­βο­λά­ει», Οὐ­ί­λιαμ Σαίξ­πηρ, Ρω­μαῖ­ος καὶ Ἰ­ου­λι­έ­τα, Τρα­γω­δί­α σὲ πέν­τε πρά­ξεις, Εἰ­σα­γω­γὴ καὶ με­τά­φρα­ση, Βα­σί­λη Ρώ­τα, Ἀ­θή­να: Ἴ­κα­ρος, 1970.
Βι­βλι­ο­γρα­φι­κὲς ­να­φο­ρές
Andrés-Suárez, Irene. «Poligé­nesis del micror­relato y estatuto gené­rico» στὸ La huella de la clepsidra: el micror­relato en el siglo XXI (ἐ­πιμ. Laura Pol­la­stri). Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες, Katatay, 2010.
Brasca, Raúl. «Criterio de selección y concepto de minificción: un der­ro­­tero de seis años y cuatro antologías» στὸ Escritos discon­formes: nuevos modelos de lectura (ἐ­πιμ. Francisca Noguerol). Σα­λα­μάν­κα, Ediciones de la Uni­versidad, 2004, σελ. 107-119.
Bustamante Zamudio, Guillermo. «Ekuóreo: nuestra entrada al mini­cu­ento» στὸ La huella de la clepsidra: el microrrelato en el siglo XXI (ἐ­πιμ. Laura Pol­lastri). Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες, Katatay, 2010, σελ. 527-542.
Colombo, Stella Maris. «Giovanni Papini: un antecedente despre­stigiado» στὸ La minificción en español e inglés (ἀν­θο­λό­γη­ση Graciela Tomas­sini καὶ Stella Maris Colombo). Ρο­σά­ριο, UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 63-80.
Dávila, Paul. «Explorando el koan, la prosa antigua del zen y su aporte a la mini­ficción actual», στὸ La minificción en el siglo XXI. Aproximaxiones teóricas (ἐ­πιμ. Henry González Martínez). Μπογ­κο­τά, Universidad Nacional de Colombia, 2014, σελ. 270-285.
Epple, Juan Armando. Brevísima relación: antología del micro-cuento hispa­noa­mericano. Σαν­τιά­γο, Mosquito, 1990.
__. «Orígenes de la minificción» στὸ La era de la brevedad: el microrrelato hispánico. Actas del IV Congreso Inter­nacional de Minificción, Univer­sidad de Neu­châ­tel, 6-8 de noviembre de 2006 (ἐ­πιμ. Irene Andrés-Suárez καὶ Antonio Rivas). Πα­λέν­θια, Menoscuarto, 2006, σελ. 123-136.
Escritos disconformes: nuevos modelos de lectura. Ἐκδ. Francisca Noguerol. Σα­λα­μάν­κα, Edi­ci­ones de la Univer­sidad de Salamanca, 2004.
Ficción súbita (ἐ­πιμ. Robert Shapard καὶ James Thomas). Βαρ­κε­λώ­νη, Ana­­grama, 1989.
__. «Género». Diccionario de la Real Aca­de­mia de la Lengua Española. 23η ἔκ­δο­ση. 2014.
Gomes, Miguel. «Los dominios de lo menor: modula­ciones epigra­má­ticas de la narrativa hispánica moderna» στὸ Escritos disconformes: nuevos mo­delos de lectura (ἐ­πιμ. Francisca Noguerol). Σα­λα­μάν­κα, Ediciones de la Uni­ver­si­dad de Salamanca, 2004, σελ. 35-45.
Koch, Dolores. «El micro-relato en México: Torri, Arreola, Monterroso y Avilés Fabila». Hispa­mérica, τεῦ­χος 30, 1981, σελ. 123-130.
__. «El microrrelato hispanoamericano ¿Nuevo género?». Hostos Review, τεῦ­χος 6, 2009, σελ. 103-112.
Lagmanovich, David. El microrrelato hispa­noameri­cano. Μπο­γο­τά, Uni­ver­sidad Peda­gógica Nacional, 2007.
__. El microrrelato: teoría e historia. Πα­λέν­θια, Menoscuarto, 2006.
Noguerol, Francisca. «Líneas de fuga: el triunfo de los dietarios en la última nar­rativa en español». Ínsula: Revista de Letras y Ciencias Humanas, τεῦ­χος 754, 2009, σελ. 22-26.
__. «Fronteras umbrías» στὸ Escritos discon­formes: nuevos modelos de le­ctu­ra (ἐ­πιμ. Francisca Noguerol). Σα­λα­μάν­κα, Ediciones de la Universidad, 2004.
__. «Micro-relato y posmo­derni­dad: textos nuevos para un final de milenio». Revista Iberoamericana de Bibliografía, XLVI.1-4, 1996, σελ. 49-66.
Otxoa, Julia. «Breve entrevista a Julia Otxoa». Internacional Micro­cuen­tista, 16 Σε­πτεμ­βρί­ου 2010.
Oviedo y Baños, José. Historia de la Provin­cia de Vene­zuela. Κα­ρά­κας, Los libros de El Nacional, 2004.
Perucho, Javier. El cuento jíbaro: antología del micror­relato mexicano. Με­ξι­κό, Ficticia/ Editorial Univer­sidad Veracruzana, 2006.
Pollastri, Laura. El límite de la palabra. Πα­λέν­θια: Menoscuarto, 2007.
Raguseo, Carla. «Twitter Fiction: Social Net­working and Micro­fiction in 140 Characters» στὸ La mini­ficción en español e inglés (ἀν­θο­­λό­γη­ση Graciela Tomas­sini καὶ Stella Maris Colombo). Ρο­σά­ριο, UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 213-220.
Rodríguez Romero, Nana. Elementos para una teoría del mini­cuento. Τούν­χα, Uni­versidad Pedagógica y Tecnológica de Colombia, 2007.
Rojo, Violeta. Breve manual (ampliado) para reconocer minicuentos. Κα­ρά­κας, Equinoc­cio, 2009.
__. «La tradición de lo novísimo: libros de sentido común, libros de almo­hada, cajones de sastre y blogs de minificción» στὸ Minificción: tradición de lo noví­simo (ἐ­πιμ. Brasca, et al.). Κιν­τί­ο, Cuadernos Negros, 2010, σελ. 48-53.
Samperio, Guillermo. «La ficción breve» στὸ Escritos disconformes: nuevos modelos de lectura. Ἐκδ. Francisca Noguerol. Σα­λα­μάν­κα, Ediciones de la Universidad de Salamanca, 2004, σελ. 65-70.
Siles, Guillermo. El micror­relato hispa­noa­mericano: la formación de un género en el siglo XX. Μπου­έ­νος Ά­ι­ρες, Corregidor, 2007.
Taha, Ibrahim. «La semiótica de las ficciones minimalistas» στὸ Poéticas del micror­relato (Ἀν­θο­λό­γη­ση David Roas). Μα­δρί­τη, Arco, 2010, σελ. 255-272.
Tomassini, Graciela. «Ambrose Bierce, el Diablo y el microrrelato hispa­noame­ricano» στὸ La pluma y el bisturí, πρα­κτι­κὰ τῆς 1ης Ἐ­θνι­κῆς Συ­νάν­τη­σης Να­νο­μυ­θο­πλα­σί­ας (ἐ­πιμ. Sandra Bianchi, Raúl Brasca και Luisa Valen­zuela). Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες, Catálogos, 2008, σελ. 353-364.
__. «Escrituras privadas: un hilo secreto en la trama de la minificción» στὸ La mini­ficción en español e inglés (ἀν­θο­λό­γη­ση Graciela Tomas­sini καὶ Stella Maris Colombo). Ρο­σά­ριο, UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 241-255.
__ καὶ Stella Maris Colombo. «La mini­ficción como clase textual trans­gené­rica». Revista Iberoamericana de Bibliografía, XLVI.1-4, 1996, σελ. 79-93.
__ καὶ Stella Maris Colombo. «La microficción como máquina de pensar». El cuento en red, 28, 2013, σελ. 30-42.
Trabado Cabado, José Manuel. «El microrrelato como género fronte­rizo» στὸ Poéticas del microrrelato (ἀν­θο­λό­γη­ση David Roas). Μα­δρί­τη, Arco, 2010, σελ. 113-131.
Zambrano Yánez, Francys. «Interrelaciones entre las plataformas sociales y las formas literarias: Twitter y la minificción». Δι­α­τρι­βή, Κα­θο­λι­κὸ Πα­­νε­πι­στή­μιο Andrés Bello, Κα­ρά­κας, 2013.
Zavala, Lauro. «El cuento ultracorto: hacia un nuevo canon literario». Revi­sta Iberoa­mericana de Bibliografía XLVI. 1-4, 1996, σελ. 67-78.
__. La minificción bajo el microscopio. Μπογ­κο­τά, Universidad Peda­gó­gica Nacional, 2004.


Πη­γή: Rojo, Violeta, «La minificcion ya no es lo que era: una aproxi­macion a la literatura brevisima», Cuadernos de Literatura, τόμ. 20, τεῦ­χος 39, 2016, σελ. 374-386.

Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο (Violeta Rojo) (Κα­ρά­κας τῆς Βε­νε­ζου­έ­λας, 1959). Κα­θη­γή­τρια στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Simón Bolívar τῆς Βε­νε­ζου­έ­λας. Συ­νερ­γά­ζε­ται, ὡς προ­σκε­κλη­μέ­νη κα­θη­γή­τρια μὲ τὰ πα­νε­πι­στή­μια: Uni­versi­dad del Coma­hue (Ἀρ­γεν­τι­νή), Universidad de los Andes (Ἀρ­γεν­τι­νή) καὶ Uni­versi­dad Central de Vene­zuela (Βε­νε­ζου­έ­λα). Ἔ­χει συγ­γρά­ψει τὰ βι­βλί­α: Las he­ri­das de la li­te­ra­tura vene­zo­lana y otros ensa­yos (2018), La le­ctura de mini­ficción (2016) και Li­be­rán­do­se de la tira­nía de los géne­ros y otros ensa­yos sobre mini­ficción (2015). Θε­ω­ρεί­ται α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες ει­δι­κούς παγ­κο­σμί­ως σε θέ­μα­τα μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Συ­νερ­γα­τι­κὴ με­τά­φρα­ση:

Χρι­στί­να Μπα­τσί­λα, Χρύ­σα Πα­πα­νι­κο­λά­ου, Ναυ­σι­κᾶ Πέτ­κου [Δι­α­τμη­μα­τι­κὸ ΠΜΣ «Με­τά­φρα­ση-Δι­ερ­μη­νεί­α», ΑΠΘ]

Ἐ­πι­μέ­λεια:

Κων­σταν­τῖνος Πα­λαι­ο­λό­γος, Κα­θη­γη­τὴς Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νης Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας, ΑΠΘ καὶ δι­δά­σκων στὸ Δι­α­τμη­μα­τι­κὸ ΠΜΣ «Με­τά­φρα­ση-Δι­ερ­μη­νεία», ΑΠΘ.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη!