Ρὸμπ Κέρνι (Rob Carney): Ταξιδεύοντας μόνος

 

 

Ρὸμπ Κέρ­νι (Rob Carney)

 

Τα­ξι­δεύ­ον­τας μό­νος

(Traveling Alone)

 

ΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ νὰ με­γα­λώ­νεις μὲ τὶς ἀ­στρα­πές. Ἂν εἶ­σαι, λό­γου χά­ρη, ἀ­πὸ τὸ Κάν­σας, κά­τι τέ­τοι­ο εἶ­ναι φυ­σι­κό. Φυ­σι­κὸ κι ἐ­πι­κίν­δυ­νο μα­ζί, μιὰ καὶ ξέ­ρεις πῶς εἶ­ναι νὰ ρα­πί­ζουν οἱ οὐ­ρὲς τῶν φω­τει­νῶν μα­στι­γί­ων τὴ σκε­πή σου ἢ τὴ σι­τα­πο­θή­κη ἢ τὸ μο­να­δι­κὸ δέν­τρο στὴν πε­ρι­ο­χή. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι τὸ θέ­μα μου. Γιὰ μέ­να, ὅ­λο αὐ­τὸ εἶ­ναι κά­τι τὸ ἀ­σύλ­λη­πτο. Μὲ ἄλ­λα λό­για, τὸ προ­σμέ­νω μὲ λα­χτά­ρα ὅ­πο­τε μυ­ρί­ζω τὴν ἀ­στρα­πὴ νὰ πλη­σιά­ζει, κα­θὼς μα­στι­γώ­νει καὶ ρι­γώ­νει καὶ τὴν ἀ­κοῦς νὰ συ­ρί­ζει καὶ νὰ σχί­ζει τὴ νύ­χτα. Αὐ­τὸ λα­τρεύ­ω. Φαν­τά­σου, λοι­πόν: κά­πο­τε ἤ­μουν σὲ ἕ­να ἀ­ε­ρο­πλά­νο —πᾶ­νε τρί­α χρό­νια— ἕ­να μι­κρὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο ἀ­πὸ τὸ Ντάλ­λας μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὴ λί­μνη Τσάρλς —ἑ­πο­μέ­νως πρέ­πει νὰ ἤ­μα­σταν κά­που πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­να­το­λι­κὸ Τέ­ξας ἢ τὸ Σρίβ­πορτ— θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι καὶ τὸ Ἀρ­κάν­σας —τέ­λος πάν­των— τὸ θέ­μα εἶ­ναι πὼς ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ὑ­πῆρ­χε ἐ­κεῖ­νο τὸ τε­ρά­στιο σύν­νε­φο ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ ἐρ­γο­στά­σιο ἀ­στρα­πῆς. Ἔ­πρε­πε νὰ τὸ ἔ­βλε­πες. Δὲν ἐ­κτό­ξευ­ε ἀ­στρα­πό­βρον­τα. Ὅ­λα συ­νέ­βαι­ναν μέ­σα στὸ σύν­νε­φο: πε­ρι­ο­χὲς ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ ἄ­στρα­φταν ξαφ­νι­κὰ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του… ὕ­στε­ρα πα­ρα­πέ­ρα… ὕ­στε­ρα πὶν πὶν πὶν πὶν πὶν ὅ­λες στὴ σει­ρά… σὰν νὰ στε­κό­σουν ἔ­ξω ἀ­πὸ ἐρ­γα­στή­ριο συγ­κολ­λή­σε­ων μὲς στὸ σκο­τά­δι, μὲς στὸ χι­ό­νι, καὶ νὰ βλέ­πεις τὶς ἠ­λε­κτρι­κὲς ἐκ­κε­νώ­σεις μέ­σα ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα τὰ κα­λυμ­μέ­να μὲ σκό­νη. Κά­πως ἔ­τσι ἔ­μοια­ζε. Καὶ ὅ­λο αὐ­τὸ συ­νε­χι­ζό­ταν χω­ρὶς στα­μα­τη­μό. Ναί, ἔ­μοια­ζε πραγ­μα­τι­κὰ μὲ ἐρ­γο­στά­σιο. Σὰν νὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο τὸ σύν­νε­φο τὸ ση­μεῖ­ο πα­ρα­γω­γῆς τῆς ἀ­στρα­πῆς, ποὺ στὴ συ­νέ­χεια με­τα­φε­ρό­ταν σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο μέ­σῳ κα­ται­γί­δων. Σὰν νὰ δού­λευ­αν ἐ­κεῖ μέ­σα οἱ θε­οὶ μὲ σφυ­ριὰ κι ἀ­μό­νια καὶ φυ­σε­ρά, φο­ρών­τας αὐ­τὰ τὰ κρά­νη μὲ τοὺς φα­κοὺς κε­φα­λῆς γιὰ νὰ βλέ­πουν. Σὰν συν­νε­φι­α­σμέ­νο κα­μί­νι ἔ­μοια­ζε. Σὰν τὴν κοι­τί­δα τοῦ φω­τός. Ἴ­σως ἔ­τσι νὰ ἦ­ταν τὸ σύμ­παν μέ­σα στὴ μή­τρα. Θε­έ μου, μα­κά­ρι κά­ποι­ος νὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ μα­ζί μου. Εἶ­ναι κά­τι ποὺ ἀ­ξί­ζει πο­λὺ νὰ μοι­ρα­στεῖς μὲ κά­ποι­ον.

 

 

Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes and Ro­bert Sha­pard, eds., Flash Fi­ction For­ward, 80 ve­ry short sto­ries, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Ρὸμπ Κέρ­νι (Rob Carney).  Ἔχει δη­μο­σιεύ­σει δύ­ο τομί­δια ποί­η­σης καὶ τὴ συλ­λογὴ Boasts, Toasts, and Ghosts, ποὺ κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖο ποί­η­σης τῆς Γιού­τα τὸ 2004. Τὸ σύ­ντο­μο θε­α­τρι­κό του ἔργο «Sirens: A Play in One Act» δη­μοσιεύ­τη­κε ἀπὸ τὸ Northwest Review. Ἡ τε­λευ­ταί­α ποι­η­τικὴ δουλειά του μὲ τί­τλο Weather Report, δη­μο­σιεύ­τη­κε ἀπὸ τὸ Somondoca Press τὴν Ἄνοι­ξη τοῦ 2006.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Ἑ­λέ­νη [Νέλ­λη] Μπου­ραν­τά­νη (Πει­ραι­ᾶς, 1976). Ἐκ­παι­δευ­τι­κός, με­τα­φρά­στρια. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α καὶ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Με­τά­φρα­ση στὸ Ἐ­θνι­κὸ καὶ Κα­πο­δι­στρια­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ καὶ τὴ συγ­γρα­φή. Δη­μο­σί­ευ­σε (με­τα­ξὺ ἄλ­λων) τὸ δι­ή­γη­μα «Habari Rafiki!» στὸ συλ­λο­γι­κὸ ἔρ­γο: Φαν­τα­στεῖτε τὸ μέλ­λον σας σὲ μιὰ πό­λη ποὺ ἀλ­λά­ζει. 10 βρα­βευ­μέ­να δι­η­γή­μα­τα (Ἀ­θή­να: Ἐκ­δό­σεις Ἰ­α­νός, 2009).