Ἄντριου Μακκουάιγκ (Andrew McCuaig)
Τὸ πορτοφόλι
(The Wallet)
ΤΑΝ Η ΙΛΕΪΝ ΕΦΤΑΣΕ στὴ δουλειά, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ παρατήρησε ἦταν ὅτι ὁ Τρόι εἶχε ἀφήσει τὸ πορτοφόλι του πάνω στὸ μικρὸ ράφι δίπλα σὲ μιὰ μισοτελειωμένη κούπα μὲ κόκα-κόλα. Ὁ Τρόι συνήθιζε νὰ παρατάει τὸ φαγητὸ του τακτικὰ σὰν ἐκείνη νὰ ἦταν ἡ ὑπηρέτριά του, ἀλλὰ τὸ πορτοφόλι του δὲν τὸ ξέχναγε συχνά, παρὰ μόνο μία φορὰ τὸ μήνα. Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ εἶχε συμβεῖ αὐτό, ἦταν μόλις ἡ δεύτερη βραδιά της στὴ δουλειὰ κι εἶχε σκεφτεῖ ὅτι μᾶλλον δοκίμαζε τὴν ἐντιμότητά της, ἢ ἀκόμα χειρότερα, ὅτι ἦταν μιὰ δικαιολογία, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει νὰ τὴ δεῖ. Ὄντως, εἶχε ἐπιστρέψει μισὴ ὥρα μετὰ καὶ ἐσκεμμένα ἔτριβε τὸ σῶμα του στὸ δικό της, καθὼς ἔπαιρνε πίσω τὸ πορτοφόλι του, ἀντὶ νὰ σταθεῖ ἁπλῶς στὴν πόρτα καὶ νὰ τῆς ζητήσει νὰ τοῦ τὸ φέρει. Εἶχαν κάνει μιὰ ἀμήχανη, σύντομη συζήτηση στὴ στενὴ καμπίνα διοδίων, πρὶν σηκώσει στὸ τέλος τὸ πορτοφόλι του, γιὰ νὰ τὴ χαιρετήσει λέγοντας «ἀντίο καὶ καλὴ τύχη». Καθὼς ἔφευγε, ἔτριψε πάλι τὸ σῶμα του στὸ δικό της.
Τώρα, ἐνῶ εἶχε βολευτεῖ πάνω στὸ σκαμπὸ τὴν ὥρα τῆς βάρδιας της, αἰσθανόταν ἀκόμα τὴν ἐπίμονη παρουσία του. Ἡ Σλόι σήκωσε τὴν κούπα μὲ τὴν κόκα-κόλα καὶ τὴν τοποθέτησε προσεκτικά, νὰ μὴν ἀναποδογυρίσει μὲς στὸν κάδο σκουπιδιῶν ποὺ εἶχε στὰ πόδια της. Ἡ κόκα-κόλα εἶχε γίνει σὰ λάσπη λόγω τῆς καλοκαιρινῆς ζέστης κι ἐκείνη κούνησε τὸ κεφάλι της ἀπεγνωσμένα. Ἴσιωνε τὴ στοίβα ἀπὸ κέρματα πάνω στὸ ράφι, γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα. Δυὸ καμπίνες πιὸ κάτω, ὁ Χοσὲ τῆς ἔγνεψε καὶ τῆς σήκωσε τοὺς ἀντίχειρές του, νομίζοντας ὅτι ἔκανε κάτι χαριτωμένο. Ἦταν ἄλλος ἕνας λεχρίτης ποὺ σὲ κάθε διάλειμμά του στεκόταν στὴν πόρτα της, κοιτώντας τὴν ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω καὶ φυσώντας τὸν καπνὸ τοῦ τσιγάρου του μέσα στὴν καμπίνα της. Τοῦ ἔγνεψε, γιὰ νὰ γυρίσει πρὸς τὸ μέρος της.
Τώρα ὁ δρόμος μπροστά της ἁπλωνόταν σκοτεινός. Κάθε λίγο ἐμφανίζονταν ἀπὸ μακριὰ προβολεῖς ἁμαξιῶν ποὺ ἔμοιαζαν μὲ ἀργὰ τρένα, ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς οἱ ὁδηγοὶ ἀκολουθοῦσαν τὴ λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας. Μετά, μπορεῖ νὰ ἐμφανίζονταν τρία ἢ τέσσερα ἁμάξια στὴ σειρὰ κι ἔνιωθε εὐγνώμων ποὺ θὰ ἔκανε τὶς συνηθισμένες κινήσεις «φτάσε, πάρε, στρίψε, μάζεψε, στρίψε, φτάσε, καληνύχτα». Τὴν ἐνοχλοῦσε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔφερναν ἀρκετὰ κοντὰ τὸ αὐτοκίνητό τους, ἀλλὰ τουλάχιστον αὐτὸ τῆς ἔδινε τὴν εὐκαιρία νὰ τεντωθεῖ καὶ λίγο. Μέχρι τὰ μεσάνυχτα εἶχε δώσει ρέστα σὲ εἴκοσι ἕξι ἀνθρώπους. Τὸ μεγαλύτερο ρεκόρ της γιὰ αὐτὴ τὴν ὥρα ἦταν ἑβδομήντα δυὸ ἄνθρωποι καὶ τὸ μικρότερο δώδεκα.
Γύρω στὶς τρεῖς ἡ ὥρα τὸ ξημέρωμα, ἕνα ἁμάξι ποὺ ἄστραφτε σὰν πυγολαμπίδα ἦρθε κατὰ πάνω της μὲ πολὺ μεγάλη ταχύτητα. Ἐπέλεξε νὰ περάσει ἀπὸ ἐκείνη. Τὰ φρένα ἔκαναν ἕνα ἀπαίσιο τρίξιμο κι ἡ ἐξάτμιση ἔβγαλε ἕνα δυνατὸ βουητό. Ἦταν μιὰ κίτρινη Σεβέτ, ἕνα σκουριασμένο ἁμάξι βγαλμένο ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’80. Ἡ Ἰλέιν ἔγειρε μπροστὰ μὲ τὸ χέρι της ἕτοιμο, ἀλλὰ ἡ ὁδηγός, μία νεαρὴ γυναίκα δὲν ἔκανε καμιὰ κίνηση νὰ πληρώσει. Κοιτοῦσε εὐθεία, στὸ πρόσωπό της ἔπεφταν καστανὲς τοῦφες καὶ τὰ δυό της χέρια ἦταν σφιγμένα γύρω ἀπὸ τὸ τιμόνι. Πίσω της ὑπῆρχε μιὰ παλιὰ βαλίτσα ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ ροῦχα.
«Καλημέρα» εἶπε ἡ Ἰλέιν.
«Χρειάζομαι χρήματα» τῆς ἀπάντησε ἡ γυναίκα.
Ἡ Ἰλέιν δείλιασε. «Ἐννοεῖτε πῶς δὲν ἔχετε νὰ πληρώσετε τὰ διόδια;»
«Ὄχι, ἁπλὰ ἐννοῶ ὅτι χρειάζομαι χρήματα». Τότε, γύρισε πρὸς ἐκείνη κι ἡ Ἰλέιν εἶδε τὰ θολὰ της μάτια καὶ τὸ λερωμένο πρόσωπό της. Ὑπῆρχε μιὰ ἄσχημη, βαθιὰ πληγὴ κάτω ἀπὸ τὸ ἕνα της μάτι καὶ τὸ δέρμα γύρω-γύρω ἦταν πρησμένο καὶ μελανιασμένο. Φαινόταν ὅτι εἶχε καὶ μιὰ πιὸ παλιὰ οὐλὴ στὴ μύτη της καὶ ξεραμένο αἷμα στὴν ἄκρη τοῦ στόματός της. Τὸ βλέμμα τῆς ἦταν θλιμμένο κι ἔντονο κι ἔκανε τὴν Ἰλέιν νὰ γυρίσει ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Ἦταν ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὴν μπάρα καὶ νὰ τῆς πεῖ νὰ συνεχίσει τὴν πορεία της, ὅταν εἶδε κάτι νὰ κινεῖται στὸ πίσω κάθισμα. Κοιτάζοντας πιὸ προσεχτικά, εἶδε ὅτι ἦταν δυὸ παιδιά, τὸ ἕνα γύρω στὰ πέντε, τὸ ἄλλο μετὰ βίας δύο. Κανένα δὲν καθόταν σὲ κάθισμα αὐτοκινήτου, οὔτε φοροῦσαν ζώνη. Τὰ μάτια τους ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ φοβισμένα καὶ τότε ἡ Ἰλέιν συνειδητοποίησε ὅτι αὐτὸ ἦταν ποὺ τῆς εἶχε τραβήξει τὴν προσοχὴ στὸ σκοτάδι. Τὸ μικρότερο κρατοῦσε ἕνα γκρίζο ἀρκουδάκι, τὸ μεγαλύτερο πιπιλοῦσε τὸν ἀντίχειρά του.
Ὁ Χοσὲ τὴν παρακολουθοῦσε. Τῆς ἔγνεψε σηκώνοντας τὶς παλάμες του καὶ συνοφρυώθηκε. Ἐκείνη εἶχε μάθει νὰ γνέφει μὲ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο, ὅταν καθυστεροῦσε κι ὁ Χοσὲ φαινόταν ὅτι περίμενε αὐτὴ τὴ χειρονομία. Ἀντὶ γι΄ αὐτό, τοῦ σήκωσε τὸν ἀντίχειρα, γιὰ νὰ τοῦ δείξει πὼς ὅλα ἦταν καλὰ καὶ κρυφὰ ἔπιασε τὸ πορτοφόλι τοῦ Τρόι. Τὸ ἄνοιξε καὶ βρῆκε ἐνενήντα δύο δολάρια μέσα. Τὰ πῆρε στὸ χέρι της καὶ τὸ ἅπλωσε πρὸς τὴ γυναίκα. Ἐκείνη μόλις τὰ πῆρε, ἅρπαξε τὸ τιμόνι κι ἔφυγε γρήγορα. Τὸ πρόσωπο τοῦ μεγαλύτερου κοριτσιοῦ φαινόταν ἀπὸ τὸ πίσω παράθυρο, καθὼς τὸ ἁμάξι ἀπομακρυνόταν μὲς στὸ σκοτάδι καὶ τὰ μάτια του ἔλαμπαν σὰν ἀστραφτερὲς πέτρες.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James and Robert Shapard, eds., Flash Fiction Forward, 80 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.
Ἄντριου Μακκουάιγκ (Andrew McCuaig). Διδάσκει λογοτεχνία στὸ γυμνάσιο La Follette. Ἔχει κερδίσει τὸ Boulevard Short Fiction Contest γιὰ Πρωτοεμφανιζόμενους Συγγραφε[ις το 2006, καθώς καὶ τὸ Howard Frank Mosher Short Fiction Prize ἀπὸ τὸ Hunger Mountain τὸ 2007.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Βασιλεία Μπλέτσα. Στὸ πλαίσιο τοῦ μαθήματος τῆς Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης στὸ Μεταπτυχιακὸ στὴ Μετάφραση τοῦ Hellenic American University ποὺ προσφέρεται σὲ συνεργασία μὲ τὸ Hellenic American College. Διδάσκων μαθήματος: Δρ. Βασίλης Μανουσάκης.
Filed under: Αγγλικά,Ανατροπή,Κοινωνικοί κώδικες,Μπλέτσα Βασιλεία,Μυστήριο,Οικογένεια,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Φυγή,McCuaig Andrew | Tagged: Andrew McCuaig,Βασιλεία Μπλέτσα,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Ἄντριου Μακκουάιγκ (Andrew McCuaig): Τὸ πορτοφόλι ἔχουν κλείσει