Ἄννα Βερροιοπούλου: Ἄνα Μαρία Σούα, ἡ βασίλισσα τοῦ μικροδιηγήματος


01-Berroiopoulou,Anna-AnaMariaShua-IBasilissaTouMikrodiigimatos-Eikona-01


Ἄννα Βερροιοπούλου


Ἄ­να Μα­ρί­α Σού­α,

ἡ βα­σί­λισ­σα τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος


09-Htta-The_Author_of_'A_Visit_from_St__Nicholas'_-_Illuminated_HΑΝΑ ΜΑΡΙΑ ΣΟΥΑ (Ana Maria Shua, Μπου­έ­νος Ἄ­ι­ρες, 1951) εἶ­ναι μιὰ ἀ­πὸ τὶς πιὸ ἀ­ξι­ό­λο­γες καὶ δη­μο­φι­λεῖς συγ­γρα­φεῖς τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς καὶ τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ σα­ράν­τα βι­βλί­α: μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, ποί­η­ση, παι­δι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α, θε­α­τρι­κά, σε­νά­ρια γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα στὴν ὁ­ποί­α ὡ­στό­σο ἔ­χει κα­τα­ξι­ω­θεῖ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α καὶ ὄ­χι ἄ­δι­κα θε­ω­ρεῖ­ται βα­σί­λισ­σα τοῦ εἴ­δους. Πέν­τε βι­βλί­α της κα­τα­πι­ά­νον­ται μὲ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα: Ὀ­νει­ρο­πα­γί­δα (1984), Ὁ οἶ­κος τῶν γκε­ϊ­σῶν (1992), Βο­τα­νι­κὴ τοῦ χά­ους (2000), Ἡ ἐ­πο­χὴ τῶν φαν­τα­σμά­των (2004) καὶ Τὰ φαι­νό­με­να τοῦ τσίρ­κου (2011). Τὸ ἔρ­γο της ἔ­χει κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψη βρα­βευ­τεῖ καὶ χαί­ρει παγ­κό­σμιας ἀ­να­γνώ­ρι­σης μὲ με­τα­φρά­σεις σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο: ἀ­πὸ τὶς ΗΠΑ καὶ τὴν Γερ­μα­νί­α ἕ­ως τὴν Ἰσ­λαν­δί­α καὶ τὴν Κί­να. Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔ­χει κυ­κλο­φο­ρή­σει ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Ὀ­νει­ρο­πα­γί­δα.

       Ἡ φαν­τα­σί­α τῆς Σού­α εἶ­ναι ἀ­στεί­ρευ­τη, τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά της, ἄλ­λο­τε χι­ου­μο­ρι­στι­κὰ κι ἄλ­λο­τε πι­κρά, ἔ­χουν πάν­τα σκο­πὸ νὰ δι­ε­γεί­ρουν τὴ σκέ­ψη, νὰ προ­κα­λέ­σουν, νὰ συγ­κι­νή­σουν. Οἱ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες της προ­σφέ­ρουν μιὰ και­νού­ρια ὀ­πτι­κὴ στοὺς μύ­θους, στὰ πα­ρα­μύ­θια, στὰ ὄ­νει­ρα καὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ ζω­ή. Κά­θε μι­κρο­δι­ή­γη­μα εἶ­ναι μιὰ μα­γι­κὴ σφαί­ρα ποὺ μᾶς φα­νε­ρώ­νει θραύ­σμα­τα μιᾶς ἄλ­λης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας: ἕ­νας λυ­κάν­θρω­πος παίρ­νει κου­ρά­γιο γιὰ μιὰ ἐ­πί­σκε­ψη στὸν ὀ­δον­το­για­τρό, ἕ­νας ποι­η­τὴς ναυα­γεῖ πά­νω στὸν πλα­νή­τη γῆ, γκέ­ι­σες ποὺ δὲν εἶ­ναι γυ­ναῖ­κες, τὰ πάν­τα εἶ­ναι ἐ­φι­κτὰ στὸ συγ­γρα­φι­κὸ σύμ­παν της Ἄ­να Μα­ρί­α Σού­α, ἀ­κό­μα καὶ τὸ τα­ξί­δι στὸ χρό­νο:

       Τὸ τα­ξί­δι στὸ χρό­νο ὄ­χι μό­νο εἶ­ναι ἐ­φι­κτό, ἀλ­λὰ ἀ­δή­ρι­το κι ἀ­δι­ά­κο­πο. Ἀπ΄ τὴν ὥ­ρα ποὺ γεν­νή­θη­κα δὲν κά­νω ἄλ­λο πράγ­μα ἀ­πὸ τὸ ν’ ἀρ­με­νί­ζω πρὸς ἕ­να κα­κὸ ρι­ζι­κό. Πό­σο θά ‘θε­λα νὰ μπο­ρῶ νὰ ἀ­ρά­ξω, νὰ στα­θῶ ἐ­δῶ ποὺ βρί­σκο­μαι, ποὺ δὲν εἶ­ναι τε­λι­κὰ καὶ τό­σο ἄ­σχη­μα: νὰ ἀγ­κυ­ρο­βο­λή­σω. (Βο­τα­νι­κὴ τοῦ χά­ους, 2000)


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἄν­να Βερ­ροι­ο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1970). Μετάφραση, διήγημα. Σπού­δα­σε Ὠ­κε­α­νο­γρα­φί­α καὶ Ἰ­σπα­νι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμό. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση (Juan Ramon Jimenez, Antonio Di Βenedetto κ.ἄ.). Δι­δά­σκει ἰ­σπα­νι­κὰ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γή­τρια στὰ Κέν­τρα Διὰ Βί­ου Μά­θη­σης. Εἶ­ναι ἀρ­θρο­γρά­φος στὸ ispania.gr κι ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἰ­σπα­νό­φω­νη ποί­η­ση γιὰ τὸ poetica.net. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ καὶ ἔν­τυ­πο τύ­πο. Στὸ ἱστολόγιό μας ἔχει δημοσιευτεῖ τὸ διήγημά της «Ἀγγέλων ἔργα».


			

Ἄννα Βερροιοπούλου: Ἀγγέλων ἔργα

.

Berroiopoulou,Anna-AggelonErga-Eikona-01

.

Ἄν­να Βερ­ροι­ο­πού­λου

 .

Ἀγ­γέ­λων Ἔρ­γα

 .

04-OmikronΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΑΜΠΑΝΙΣΜΑ τοῦ κου­δου­νιοῦ ἀ­νοί­γουν τὰ μά­τια. Ἀ­να­ση­κώ­νον­ται στὸ στρῶ­μα τεν­τώ­νον­τας τὸν ψη­λὸ λαι­μό τους καὶ κά­θον­ται στὴν ἄ­κρη τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ μέ­χρις ὅ­του τὸ μού­δια­σμα τοῦ ὕ­πνου γλυ­στρί­σει ἀ­πὸ τὸ γυ­μνό τους σῶ­μα. Κά­θον­ται ἔ­τσι κάμ­πο­ση ὥ­ρα, ἄλ­λοι σκυ­φτοὶ μι­σο­κλεί­νον­τας γιὰ λί­γο τὰ μά­τια, ἄλ­λοι, βυ­θί­ζον­τας τὸν ἀγ­κώ­να στὸ γό­να­το, βα­στά­ζουν τὸ βά­ρυ­πνο πη­γού­νι τους στὴ χού­φτα, ἄλ­λοι κυρ­τώ­νον­τας σὰν τό­ξο τὴ ρα­χο­κοκ­κα­λιὰ στρέ­φουν τὸ πρό­σω­πο πρὸς τὸ ἄυ­λο τα­βά­νι. Ὅ­ταν πιὰ ση­κώ­νον­ται, πά­νε εὐ­θὺς στὴν κα­ρέ­κλα ποὺ ἔ­χουν ἀ­φη­μέ­να τὰ φτε­ρά τους, τὰ βουρ­τσί­ζουν προ­σε­χτι­κὰ καὶ τὰ φο­ροῦν. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α παίρ­νει πο­λὺ χρό­νο καὶ ἀ­παι­τεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρη προ­σο­χή. Ὅ­ταν ὅ­λο τὸ φτέ­ρω­μα ἔ­χει δέ­σει σπόν­δυ­λο σπόν­δυ­λο στὴ ρά­χη, ὁ ἄγ­γε­λος γί­νε­ται ὅ­λος, ὁ ἄγ­γε­λος γί­νε­ται ἄγ­γε­λος. Πρῶ­τα κου­νοῦν τὶς φτε­ροῦ­γες ἀρ­γὰ ἀρ­γά, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­κτή­σουν καὶ πά­λι ζω­ή, μὰ σύν­το­μα ὁ χῶ­ρος γε­μί­ζει ἀ­πὸ δυ­να­τὰ φτε­ρο­κο­πή­μα­τα, προ­μη­νύ­ον­τας τὸ ἐ­πι­τή­δει­ο πέ­ταγ­μα. Ὅ­ταν τὰ φτε­ρὰ τους εἶ­ναι καὶ πά­λι ἄλ­κι­μα, οἱ ἄγ­γε­λοι βά­ζουν τὸ χέ­ρι σὲ μί­α κόγ­χη τοῦ τοί­χου στὸ πλά­ι τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ καὶ βγά­ζουν μιὰ πέ­τρι­νη πλά­κα. Ἀ­φοῦ δι­α­βά­σει ὁ κα­θέ­νας τὴν ἀ­πο­στο­λή του, κα­τευ­θύ­νον­ται πρὸς τὶς αἴ­θου­σες ἑ­τοι­μα­σί­ας. Ἐ­δῶ οἱ ἄγ­γε­λοι συ­νο­μι­λοῦν χα­ρω­πὰ γιὰ τὶς ἀ­πο­στο­λές τους μὲ τὴν οὐ­ρά­νια φω­νή τους, στὴν ὁ­ποί­α δὲν ἠ­χοῦν φθόγ­γοι, μὰ σύν­το­μες με­λω­δι­κὲς παύ­σεις. Ὁ κα­θέ­νας ἐ­φο­δι­ά­ζε­ται μὲ τὰ κα­τάλ­λη­λα σύ­νερ­γα γιὰ τὸ ἔρ­γο του. Κά­ποι­οι ἁρ­μα­τώ­νον­ται μὲ πε­ρι­κε­φα­λαῖ­ες, θώ­ρα­κες χρυ­σούς, ξε­γυ­μνω­μέ­να ξί­φη καὶ πύ­ρι­νες ρομ­φαῖ­ες. Ἄλ­λοι κρα­τοῦν λύ­ρες, ἅρ­πες, σάλ­πιγ­γες καὶ φλο­γέ­ρες. Κά­ποι­ος δι­α­λέ­γει ἕ­να σκῆ­πτρο κι ἕ­νας ἄλ­λος ἕ­ναν κρί­νο λευ­κό. Παν­τα­χοῦ τρι­γυρ­νοῦν ἄγ­γε­λοι μὲ φω­τει­νὲς πε­ρι­βο­λές, μὲ πο­λύ­χρω­μες ἐ­σθῆ­τες, λευ­κο­φο­ρε­μέ­νοι, μὲ ὠ­μο­φό­ρια καὶ πε­τρα­χή­λια, μὲ γα­λά­ζιους μαν­δύ­ες, χρυ­σὲς καὶ κόκ­κι­νες ζῶ­νες. Ἄλ­λοι μὲ ἀ­δα­μια­ία πε­ρι­βο­λὴ πε­ρι­μέ­νουν τοὺς ὑ­πό­λοι­πους νὰ ντυ­θοῦν καὶ πε­ρι­παί­ζουν κά­ποι­ους ἀγ­γέ­λους ἐκ­κεν­τρι­κοὺς μὲ βα­ρυ­φορ­τω­μέ­να καὶ πε­ρί­τε­χνα ἐν­δύ­μα­τα τοῦ δέ­κα­του ὄ­γδο­ου αἰ­ώ­να. Αὐ­τοὶ οἱ τε­λευ­ταῖ­οι φο­ροῦν πο­λύ­χρω­μα χρυ­σο­ποί­κιλ­τα ροῦ­χα, φαρ­δειὰ σὰν κρι­νο­λί­να, μὲ μα­νί­κια φου­σκω­τά, ὅ­λο δαν­τέ­λα, κα­πε­λα­δού­ρα μὲ τρί­α φτε­ρά, καλ­σὸν χρω­μα­τι­στὰ καὶ πα­πού­τσια μὲ πε­λώ­ριους φι­όγ­γους. Τέ­λος περ­νοῦν στὸν ὧ­μο ἕ­να ἀρ­κε­βού­ζιο, τὸ ἀρ­χαῖ­ο αὐ­τὸ του­φέ­κι. Ὅ­ταν ὅ­λοι ἑ­τοι­μα­στοῦν, κα­τευ­θύ­νον­ται πρὸς τὴν πύ­λη καὶ ξε­χύ­νον­ται βου­τών­τας στὸν οὐ­ρα­νό· μὲ παι­χνι­δι­ά­ρι­κους στρο­βι­λι­σμοὺς ὁ κα­θέ­νας τους ἀ­να­χω­ρεῖ γιὰ τὸν κα­θο­ρι­σμέ­νο προ­ο­ρι­σμὸ στὸ χῶ­ρο καὶ στὸ χρό­νο. Δου­λειὰ τους εἶ­ναι νὰ πα­ρου­σια­στοὺν στὶς ἐγ­κό­σμι­ες στιγ­μὲς κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φαν­τα­σί­α γεν­νᾶ τὴν εἰ­κό­να τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν ὄν­των. Ἔ­τσι πάμ­πολ­λοι ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους σπεύ­δουν νὰ πο­ζά­ρουν στὸ φαν­τα­σια­κὸ ζω­γρά­φων, γλυ­πτῶν κι ἁ­γι­ο­γρά­φων. Tὸ 1512 δυ­ὸ γυ­μνὰ ἀγ­γε­λά­κια πο­ζά­ρουν στὸν Ρα­φα­ῆ­λο γιὰ νὰ κο­σμή­σουν τὸν πί­να­κά του Μαν­τό­να Σιξ­τί­να, ἄλ­λοι στὸν Μπο­τι­τσέ­λι γιὰ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει τὴ Γέν­νη­ση τῆς Ἀ­φρο­δί­της καὶ στὸν Ἒλ Γκρέ­κο γιὰ τὴν Προ­σευ­χὴ στὸν κῆ­πο τῆς Γεθ­ση­μα­νῆ. Πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους, κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι τους τὸν κρί­νο, πε­τοῦν πρὸς τὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ τὴ Φλάν­δρα τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης καὶ τοῦ Μπα­ρὸκ γιὰ νὰ πο­ζά­ρουν στοὺς Εὐ­αγ­γε­λι­σμοὺς τοῦ Ντὰ Βίν­τσι, τοῦ Κα­ρα­βάτ­ζιο καὶ τοῦ Βὰν Ἄικ. Κά­ποι­ος ἄλ­λος ἀ­πα­θα­να­τί­ζε­ται σὲ λευ­κὸ μάρ­μα­ρο, μὲ βέ­λος χρυ­σὸ κι εὐ­α­ρε­στη­μέ­νο μει­δί­α­μα στὴν Ἔκ­στα­ση τῆς Ἁ­γί­ας Τε­ρέ­ζας. Οἱ ἄγ­γε­λοι μὲ τὰ ἀρ­κε­βού­ζια στὸν ὦ­μο, φθά­νουν στὸ Πε­ροὺ τοῦ δέ­κα­του ὄ­γδο­ου αἰ­ώ­να γιὰ νὰ πο­ζά­ρουν στοὺς ἀ­νώ­νυ­μους μι­γά­δες καὶ ἰν­διά­νους καλ­λι­τέ­χνες, ποὺ ἀ­να­πα­ρι­στοῦν μὲ τὸ δι­κό τους ξε­χω­ρι­στὸ τρό­πο τὴν ἰ­δέ­α τοῦ ἀγ­γέ­λου. Στὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ κό­σμου καὶ τοῦ χρό­νου, στὴν ἀρ­χαί­α Με­σο­πο­τα­μί­α καὶ Περ­σί­α, τὰ φτε­ρω­τὰ ὄν­τα ἐμ­φα­νί­ζον­ται γιὰ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θοῦν τὰ σύμ­βο­λα τῶν πα­λι­ῶν θε­ῶν.  Καὶ οἱ δου­λει­ές τους δὲν στα­μα­τοῦν, τρέ­χουν δῶθε κεῖ­θε γιὰ νὰ δώ­σουν εἰ­κό­να καὶ μορ­φὴ στὰ πλά­σμα­τα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ. Ἀ­κό­μη καὶ σὲ ὅ­σους ἀγ­γε­λο­θω­ροῦν κα­θὼς χα­ρο­πα­λεύ­ουν, κά­ποι­ος ἄγ­γε­λος προ­στρέ­χει. Κι ὅ­ταν πιὰ ὁ ζω­γρά­φος βά­λει στὴν ἄ­κρη τὴν πα­λέ­τα, ὁ γλύ­πτης τὸ κα­λέ­μι καὶ ὁ ἐ­τοι­μα­θά­να­τος σφα­λί­σει τὰ μά­τια, οἱ ἄγ­γε­λοι χά­νον­ται μὲ μιᾶς στὸ βα­θὺ ὕ­πνο τῆς ἀ­νυ­παρ­ξί­ας.

 .

       Κι ἔ­τσι λοι­πόν, ὅ­πως ὁ καλ­λι­τέ­χνης ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται καὶ στή­νει τὸ μον­τέ­λο του, ἡ λα­ϊ­κὴ καὶ καλ­λι­τε­χνι­κὴ φαν­τα­σί­α πλά­θει τοὺς ἀγ­γέ­λους, πλά­σμα­τα τοῦ νοῦ ὅ­σων σκέ­πτο­νται μὲ ἀγ­γε­λι­κὴ συ­νει­δη­τό­τη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἐμ­φυ­σή­σει τὴ ζω­ὴ στὸ θαυ­μα­στὸ καὶ τὸ θαυ­μα­στὸ μὲ δι­κή του πιὰ ὑ­πό­στα­ση, μορ­φώ­νε­ται καὶ προ­στρέ­χει στὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ ἀ­νάγ­κες τοῦ ἀν­θρώ­που. Καὶ κά­θε μέ­ρα, μὲ τὸ καμ­πά­νι­σμα τοῦ κου­δου­νιοῦ οἱ ἄγ­γε­λοι ἀ­νοί­γουν τὰ μά­τια.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἄν­να Βερ­ροι­ο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1970. Σπού­δα­σε Ὠ­κε­α­νο­γρα­φί­α καὶ Ἰ­σπα­νι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμό. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει Χου­ὰν Ρα­μὸν Χι­μέ­νεθ κι ἔ­χει γρά­ψει ἄρ­θρα σχε­τι­κὰ μὲ τὸν ἱ­σπα­νό­φω­νο πο­λι­τι­σμὸ καὶ τὴ λο­γο­τε­χνί­α. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια δι­δά­σκει ἱ­σπα­νι­κά.

 .