Οὔρσουλα Φωσκόλου
Νέκυια
ΠΕΣΑ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ ἕνα βράδυ, βγαίνοντας ἀπὸ τὸ μπάρ. Δὲν εἶχα πιεῖ πολύ, παραπατοῦσα, ὡστόσο, ἀπὸ τὴν κούραση καὶ στὸ πρόσωπό μου βρισκόταν, καρφωμένο, ἕνα ἀναίτιο χαμόγελο. Κρατοῦσα ἀκόμη ἕνα μπουκάλι μπύρας, ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ χυθεῖ στὸ φόρεμά της. Εἶχε τὰ μαλλιὰ πιασμένα στὴ βάση τοῦ λαιμοῦ, ἀπὸ τὴ μύτη της κρεμόταν ἕνας κρίκος ποὺ ἀσήμιζε κάτω ἀπὸ τὴν ἀναμμένη ἐπιγραφὴ τοῦ μαγαζιοῦ. Στὸ φῶς μποροῦσες νὰ διακρίνεις ὁρισμένες λευκὲς τρίχες, ποὺ πετάγονταν, σὰν ἠλεκτρισμένες, ἐδῶ κι ἐκεῖ. Εἶχε περασμένη στὸν ὦμο μιὰ ὑφασμάτινη τσάντα καὶ στὸ χέρι κρατοῦσε ἕνα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες. Τὴν κοίταξα, θυμᾶμαι, ἀπὸ τὴν κορφὴ ἕως τὰ νύχια: δὲν μοῦ φάνηκε ὄμορφη. Λίγα λεπτὰ ἀργότερα, φιλιόμασταν στὸ πίσω κάθισμα τοῦ Γιάρις. Περνοῦσα τὴν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ μου ἀπὸ τὴν πλάτη της κι ἔμοιαζε νὰ γουργουρίζει εὐτυχισμένα, σὰν γατί. Ξυπνοῦσαν, θαρρεῖς, οἱ σπόνδυλοί της κάτω ἀπὸ κάθε μου ἄγγιγμα καὶ τὸ σῶμα της φούσκωνε, ζεστὸ ζυμάρι, στὸ πλευρό μου.
Ὁδήγησα μέχρι τὸν Λυκαβηττὸ καὶ πάρκαρα κάτω ἀπ’ τὸ φῶς. Δὲν παραξενεύτηκε, παρά μοῦ γύρισε τὴν πλάτη καὶ πῆρε νὰ γδύνεται. Εἶχε ἕνα μεγάλο καὶ περίεργο τατουὰζ ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ χαμηλὰ στὴ μέση, τὴν ἀγκάλιαζε κι ἔφτανε ὣς τὴν κλείδα. Ἔμοιαζε μὲ τεράστιο κύμα, μέσα στὸ ὁποῖο παράδερναν, πνιγμένα, χίλια δυὸ πράγματα: κινέζικα ἰδεογράμματα, ὑάκινθοι, παιώνιες, ἕνα μαργαριταρένιο περιδέραιο παρμένο, ἔλεγες, ἀπὸ τ’ ἀμπάρια τοῦ Ναυτίλου. Στράφηκε πρὸς τὸ μέρος μου κι ἔμπηξε ἐλαφρά τὰ νύχια της στὰ μάγουλά μου. Μὲ τὸ ἕνα χέρι τῆς ἔπιανα σφιχτὰ τὸ στῆθος καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὴν τραβοῦσα ἐπάνω μου. Ἐκείνη δὲν ἔβγαζε μιλιά. Μόνο κοιτοῦσε: ἔξω ἀπὸ μένα, πίσω ἀπ’ τὸ βουνό, μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα καὶ μαῦρα.
Ὅπως τελείωνα, κόλλησα τὸ πρόσωπό μου στὸ δικό της. Ἤθελα νὰ μὲ βλέπει καὶ τῆς τό ‘πα. Τὴν ἔπιασα γερὰ ἀπ’ τοὺς ὤμους, τὴν ὥρα ποὺ ἡ πλάτη της μεταμορφωνόταν σὲ ἄκαμπτο τόξο. Ἔνιωσα κάθε φλέβα στὸ κορμί μου νὰ φουσκώνει σὰν τὸ ζωγραφισμένο κύμα. Τόσο ποὺ πλέον ἀδυνατοῦσα νὰ σκεφτῶ. Ἔκλεισα τὰ μάτια καὶ φανερώθηκαν ἐμπρός μου χίλια πρόσωπα: ἡ Νίκη, ἡ Μαρία, ἡ Ἑλένη… κι ἔπειτα ὁ Γιῶργος, ὁ Νικόλας, ὁ Φίλιππος, ἡ μάνα μου. Ξέβραζε ἡ θάλασσα στὰ πόδια μου πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλο.
«Θὰ σὲ ξαναδῶ;», ρώτησα.
Κι ἔπειτα, σὰν νὰ μετάνιωσα: «Μὴν ἀπαντήσεις». Τῆς ἔδωσα ὅσα χρήματα εἶχα καὶ τὴν ἄφησα ἐκεῖ πάνω, μόνη της, μπροστὰ στὸ ἄδειο θέατρο.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Οὔρσουλα Φωσκόλου (1986). Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάζεται ὡς γραφίστρια. Ἡ πρώτη της ἐμφάνιση στὰ γράμματα ἔγινε τὸ 2012, στὸ περιοδικὸ Νέα Εὐθύνη, τοῦ Δημήτρη Ἀγγελῆ. Διηγήματα, κριτικὲς καὶ μεταφράσεις της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικὰ Φρέαρ, Τὸ Δέντρο, Δε(κατά), Πλανόδιον, Νέο Ἐπίπεδο, Ἕνεκεν. Τακτικὴ συνεργάτιδα τοῦ περιοδικοῦ Φρέαρ, ὅπου μεταξὺ ἄλλων διαχειρίζεται καὶ τὴν ἱστοσελίδα του. Ἡ πρώτη της συλλογὴ διηγημάτων θὰ κυκλοφορήσει προσεχῶς ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Κίχλη.
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Μονόλογος,Μοναξιά,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Σώμα,Φωσκόλου Ούρσουλα,Ψυχογραφία | Tagged: Όλγα Παπακώστα. Διήγημα,Λογοτεχνία,Ούρσουλα Φωσκόλου | Τὰ σχόλια στὸ Οὔρσουλα Φωσκόλου: Νέκυια ἔχουν κλείσει