Δημοσθένης Βουτυρᾶς
Τόπος Ψυχῶν
ΗΛΙΟΣ ἔδυε. Καὶ ἡ σιωπὴ πιὸ βαριὰ ἔπεφτε τώρα στὸ μέρος αὐτὸ τὸ γεμάτο ἐρείπια, μὲ τὰ σπίτια τὰ δίχως στέγη, πόρτες καὶ παράθυρα, καὶ μὲ τὴν ἐκκλησία στὴ μέση, γερὴ ἀκόμα, ἀπείραχτη, ποὺ ὕψωνε πάνω ἀπ’ ὅλα τὸν κουμπέ της καὶ τὸ κωδωνοστάσιο. Χόρτα ἄγρια φυτρώνανε παντοῦ, ψηλὰ ψηλὰ καὶ πυκνά, στοὺς δρόμους, στοὺς τοίχους, στὰ παράθυρα, ποὺ σὰ μάτια βγαλμένα, μάτια σκελετοῦ ἤτανε. Μιὰ σειρὰ ἀπὸ μεγάλες παπαροῦνες φαινόντανε νὰ τρέμουν στὴν εἴσοδο ἑνὸς σπιτιοῦ, ποὺ ἤτανε γεμάτη χόρτο. Καὶ στὸ βάθος, μέσα στὴν αὐλή του, εἶδα ἕνα πηγάδι, καὶ αὐτὸ χορταριασμένο…
Πάνω στὸν ἕνα λοφίσκο, ἀπ’ ἐκείνους ποὺ τριγυρίζανε τὸ ἔρημο χωριό, ὁ ἕνας καὶ μόνος τοῖχος τοῦ γκρεμισμένου τούρκικου σπιτιοῦ ὑψωνόταν μέγας, λευκός, μὲ τὶς τρύπες τὶς δυὸ ἐπάνω σὰν παραθυράκια στρογγυλά, χαλασμένα, καὶ τὴν ἄλλη τὴ μεγάλη, τὴ μισοστρόγγυλη, κάτω. Πιὸ πέρα, στὸ κατηφορικὸ μέρος τοῦ λοφίσκου, τὸ ἄλλο τούρκικο σπίτι, ἀκέραιο σχεδόν, μὲ μόνο τὰ παράθυρα, στέγη καὶ πόρτες βγαλμένες, καλοχτισμένο, στερεό, φαινότανε σὰ νέα οἰκοδομὴ ποὺ περιμένει τοὺς μαραγκοὺς νὰ τῆς βάλουνε τὴ στέγη καὶ τὰ παράθυρα.
— Ἔ, πᾶμε; μοῦ εἶπε ὁ σύντροφός μου.
— Στάσου λίγο!…
Τὸν εἶδα ὅμως, ἀνήσυχο, νὰ κοιτάζει πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἥλιου, ποὺ εἶχε χαθεῖ καὶ ὅπου σύννεφα χρυσωμένα, συννεφάκια μὲ λαμπερὰ στίγματα φαινόντανε σὰ νὰ πλέανε σὲ πρασινωπὸ ἥσυχο πέλαγος…
Ἐδέχτηκα νὰ φύγουμε.
Πάνω στὰ ζῶα μας, πήραμε πάλι τὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ.
Τὸ σκοτάδι, ἢ ἡ σκιά του, ἄρχισε νὰ πέφτει, καὶ μέσα σ’ αὐτὴν οἱ μαῦροι σύντροφοι τῆς νύχτας ἀρχίσανε νὰ πετοῦνε γρήγοροι.
Μόλις θέλαμε νὰ στρίψουμε ἀπὸ ἕνα ὕψωμα, ποὺ θὰ μᾶς ἔκρυβε τὸ χωριὸ τὸ ἔρημο, γύρισα καὶ εἶδα τὰ χαλασμένα σπίτια, τὴν ἔρημη ἐκκλησιά. Ὁ τοῖχος ὁ μυτερὸς τοῦ τούρκικου σπιτιοῦ μοῦ φάνηκε σὰ χέρι δείχνοντας τὸν οὐρανό!
Σιωπηλὸς ἔμεινα πάνω στὸ ὑπομονετικὸ καὶ δύστροπο ζῶο. Ὅταν πηγαίναμε, λίγο ἔλειψε νὰ μὲ ρίξει.
Καὶ καθὼς ἐμένα ἔτσι, ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἔρημου χωριοῦ ξαναπερνοῦσε ἀπρόσκλητη ἀπ’ τὸ νοῦ μου, ὅπως σχεδὸν μοῦ τὴ διηγήθηκε ὁ φίλος μου. Ἤτανε παράδοξη —μά τὴν ἀλήθεια— ἱστορία, ποὺ ὅμως, ἂν δὲ μὲ μελαγχολοῦσε καὶ δὲ μοῦ ‘σβηνε καὶ τὴν παραμικρὴ εὐθυμία ὁ τόπος, τὰ χαλάσματα, θὰ γελοῦσα ἴσως, κι ἂς θύμωνε ὅσο ἤθελε ὁ φίλος μου, ποὺ μοῦ τὴ διηγήθηκε καὶ ποὺ τὴν πίστευε καὶ πολὺ μάλιστα!
Καὶ μοῦ τὴ διηγήθηκε ἐκεῖ μέσα, στὸ ἔρημο χωριό, κυκλωμένοι ἀπ’ τὰ χαλάσματα, ἀπ’ τὰ χαλασμένα σπίτια, μὲ μιὰ φωνὴ ἥσυχη, σιγαλὴ σιγαλή, σὰ νὰ μοῦ τὴν ἔλεγε μυστικὰ ἢ νὰ φοβότανε νὰ μὴν τὴν ἀκούσει κάποιος ἐκεῖ κρυμμένος.
«…Τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας, τώρα καὶ χρόνια πολλά, ἕνας μπέης ἦρθε δῶ κι ἔχτισε αὐτὰ ἐκεῖ τὰ σπίτια. Αὐτοὶ ξέρανε καὶ διαλέγανε τὰ μέρη καὶ δὲ λογαριάζανε ἂν εἶναι ἔρημα!… Εἶναι μελαγχολικὸ —εἶναι ἡ ἀλήθεια— μέρος, ἀλλὰ ἔτσι ἴσως θά ‘τανε κι ἡ ψυχὴ αὐτουνοῦ τοῦ Τούρκου. Ἔμεινε δῶ, ἔτσι ὅπως μᾶς τὸ διηγηθήκανε οἱ παλιοί, ἀρκετὸν καιρό, ὅταν μιὰ μέρα ὅμως ξαφνικὰ τ’ ἀφήνει ἔρημα καὶ φεύγει!… Πῶς καὶ γιατί, κανεὶς τότε δὲν ἤξερε…
»Ὅταν φύγανε ἀπ’ τὸν τόπο μας οἱ Τοῦρκοι, πολλοὶ χωριάτες ἤρθανε δῶ ἀπὸ διάφορα χωριὰ καὶ χτίσανε αὐτὰ τὰ σπιτάκια καὶ τὴν ἐκκλησία. Εἴχανε μιὰ ἰδέα, ὅτι κάποιος ἅγιος προστάτευε αὐτὸν τὸν τόπο κι αὐτὸς θὰ ἔκανε τὸν μπέη νὰ φύγει. Καλὰ ἴσαμε δῶ! Τὸ χωριὸ ἦταν ἕτοιμο, οἱ δρόμοι του γεμίζανε θόρυβο ἀπὸ φωνὲς ἀνθρώπων, ζώων, κουδούνια προβάτων…
»Ἄλλα πάνω σ’ αὐτὴ τὴν εὐτυχία κάτι ἔτρεχε στὰ στόματα ὅλων, κάτι ποὺ τὸ λέγανε τρομαγμένοι. Ἡ καμπάνα χτυποῦσε τὴ νύχτα χωρὶς νὰ τραβᾶ κανεὶς τὸ σκοινί της! Αὐτὸ τὸ εἴχανε δεῖ καλά, γιατὶ φυλάξανε πολλοί. Μόλις ἡ νύχτα προχωροῦσε κι ἔρχονταν οἱ μικρὲς ὧρες, ἡ καμπάνα χτυποῦσε ξαφνικὰ λίγους χτύπους καὶ πένθιμους!…
»Ἂλλ’ αὐτὸ δὲν ἤτανε τίποτα μπροστὰ στὸ ἄλλο!…
»Φαντάσματα, φαντάσματα γυρίζανε στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ ὅταν νύχτωνε!… Καὶ ὅλοι, ὅλοι σιγὰ σιγὰ εἴχανε βρεθεῖ νὰ δοῦνε κάποιον δικό τους, συγγενῆ ἢ φίλο, ποὺ ἤτανε ἀπὸ χρόνια πεθαμένος νὰ γυρίζει ἐκεῖ!… Κι ὅταν τὸν βλέπανε, λησμονοῦσαν τὸ μέρος ποὺ βρισκόντουσαν καὶ νομίζανε ὅτι ἤτανε στὸ μέρος ποὺ τὸν εἴχανε γνωρίσει καὶ ὅπου ἤτανε θαμμένος αὐτός!…
»Αὐτὸ δυνάμωνε, ἔγινε μαρτύριο γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, κι ἕνα πρωί, ὅλοι συνεννοημένοι, γεμίσανε τὰ κάρα τους, φορτώσανε τὰ ζῶα μὲ τὰ πράγματά τους, πήρανε τὰ παιδιὰ καὶ τὶς γυναῖκες τους καὶ φύγανε…
»Πόρτες καὶ παράθυρα, ἄλλα βγάλανε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, καθὼς φεύγανε, καὶ τὰ πήρανε μαζί τους κι ἄλλα τ’ ἁρπάξανε οἱ χωριάτες τῶν κοντινῶν χωριῶν ὕστερα. Κι ἔτσι ἔμεινε ἔρημο, ἔρημο τὸ χωριό, καὶ τὴν καμπάνα του χέρι ἄνθρωπου δὲν τὴ χτυπᾶ πιά, οὔτε παπᾶς πατᾶ στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ νὰ τὴ λειτουργήσει!…
»Ὁ περαστικὸς ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέρος κάνει γρήγορα νὰ φύγει ἂν περάσει, κι ὅταν κοντεύει νὰ βασιλέψει ὁ ἥλιος, δὲν περνᾶ, ἀλλὰ παίρνει ἄλλο δρόμο. Πολλὲς φορὲς ποὺ τύχανε πολλοὶ νὰ νυχτωθοῦνε δῶ, χωρὶς νὰ ξέρουν τί γινότανε, εἴδανε κι αὐτοὶ αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα…»
Ἡ νύχτα πύκνωνε. Ψηλὰ λάμπανε τ’ ἀστέρια καὶ μιὰ σελήνη λεπτή, λεπτὴ σὰ χάραγμα ἢ μαγικὸ σημάδι κάποιου φανταστικοῦ μάγου…
Μετὰ μιᾶς ὥρας καὶ κάτι ἀκόμα πορεία φτάσαμε στὸ χωριὸ καὶ στὸ σπίτι τοῦ φίλου μου. Ἔφαγα καλὰ ἀλλὰ σὰν ἀφηρημένος. Τὰ σπίτια τὰ ἔρημα, τὸ ἔρημο χωριὸ μὲ τὴ σιωπή του τὴ νεκρική, ἡ ἐκκλησιά, ὁ κουμπές της παρουσιαζόντανε μπροστά μου.
Ὁ φίλος μου νύσταζε καὶ τραβήχτηκε νὰ κοιμηθεῖ. Ἐγὼ ὅμως δὲν αἰσθανόμουνα ὄρεξη γιὰ ὕπνο κι ἔμεινα κοντὰ στὸ παράθυρο τῆς κάμαράς μου κοιτάζοντας ἔξω τὸν ἥσυχο δρόμο, τὸ κοιμισμένο χωριό. Μυρουδιὰ χόρτου γέμιζε τὸν ἀέρα, τὴν ἡσυχία τὴ μαύρη, ποὺ σὰν παραμιλητό της, κάποτε φωνὴ βατράχου, ἀκουγότανε νὰ τρέχει. Ἔμεινα ὧρες ἔτσι. Σκέψεις, ἐνθύμησες μοῦ ‘χανε ἔρθει μακρινές. Ὁ ὕπνος δὲ φαινότανε.
Ξαφνικά μοῦ ‘ρθε μιὰ ἐπιθυμία. Θέλησα νὰ βρεθῶ στὸ ἔρημο χωριὸ ὅταν θὰ βάθαινε ἡ νύχτα. Ἤθελα ἔτσι νὰ τὸ δῶ, νὰ τὸ δῶ τὴ νύχτα, τὴ βαθιὰ νύχτα, νὰ περπατήσω στοὺς ἔρημους δρόμους του, νὰ προσκαλέσω τὰ φαντάσματα καὶ νὰ αἰσθανθῶ τὸν τρόμο. Καὶ μαζὶ ἤθελα νὰ ρίξω τὴν πίστη τοῦ φίλου μου. Θὰ τοῦ ‘λεγα…
Καὶ τό ‘κανα. Κατέβηκα κρυφὰ ἀπ’ τὸ σπίτι, ἀνέβηκα πάλι στὸ ζῶο κι ἔφυγα.
Ὁ δρόμος ἤτανε ἕνας καὶ μοναχός. Μέσα ἀπὸ δέντρα πρῶτα καὶ δίπλα στὸ ρέμα, ὅπου οἱ βάτραχοι, ἅμα πλησίασα, ἄκουγοντανε νὰ φωνάζουν, νὰ φλυαροῦνε, νὰ μαλώνουν μὲ φωνὲς βραχνές, γριίστικες, μαλακές, λεπτές, πολλοί, πλῆθος μαζί, σὰ νὰ εἴχανε συνέδριο ἐκεῖ ὅλες οἱ γριὲς Μοῖρες καὶ οἱ στρίγκλες τῆς χώρας, ἔπειτα μέσα ἀπὸ κλεισμένο ἀπὸ ὑψώματα, λόφους δρόμο.
Καὶ τὸ ζῶο περπατοῦσε μὲ τρεχούμενο πάλι βάδισμα.
Ἀέρας δὲ φυσοῦσε καὶ τὰ γιγάντια βαρυκέφαλα πεῦκα, τὰ ψηλὰ κυπαρίσσια μένανε ἀκίνητα, μαῦρα, σκοτεινά. Κι ὅλος ὁ τόπος εὐωδίαζε ἀπ’ τὶς μυρουδιὲς τῶν ἀγρίων λουλουδιῶν.
Ἀπὸ μακριὰ μακριὰ ἐρχόντανε τώρα τὰ γαβγίσματα σκύλων, οἱ φωνὲς τῶν βατράχων καὶ κάποτε μυκηθμὸς ἀγελάδας. Ἀλλὰ κι αὐτὰ σιγὰ σιγὰ σβήσανε, χάθηκαν κι ἄρχισα νὰ βυθίζομαι μέσα σὲ μιὰ σιωπή, σιωπὴ βαθιά! Τὸ ἔρημο χωριὸ ἦταν ἐκεῖ κοντά. Ἐρημιά, ἡσυχία καὶ σκοτάδι πυκνό, ποὺ ὅμως μέσα, σὲ λίγο, ξεδιάλυνα τὰ χαλασμένα σπίτια, τὸ σκοτεινὸ καμπαναριό.
Τὸ βάδισμα τοῦ ζώου μου εἶχε γίνει ἀργὸ πολύ. Τὸ χτύπησα νὰ προχωρήσει στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ.
Ἡ χαρὰ ποὺ εἶχα δὲ βρισκότανε πιά, ἀλλὰ ἕνα πεῖσμα μαζὶ μὲ φόβο, ποὺ μ’ εὐχαριστοῦσαν. Πέρασα ἀπὸ ἕνα δρόμο δεύτερο. Οὔτε σύρσιμο φύλλου δὲν ἀκουγότανε. Σιωπή, σιωπή, αὐτὴ μόνο ἔμενε.
Μιὰ νάρκη ὅμως μ’ ἔπιασε καὶ ζήτησα νὰ τὴν πετάξω.
Θὰ κουράστηκα, σκέφτηκα, καὶ τὸ σῶμα, ὅσο νὰ μὴ θέλω γώ, ζητᾶ τὴν ἀνάπαψη…
Ξαφνικά, μὰ δὲν ξέρω πῶς, μοῦ φάνηκε ὅτι δὲν ἤμουν ἐκεῖ στὸ ἔρημο χωριό, ἄλλ’ ὅτι βρισκόμουνα σ’ ἕνα δρόμο τοῦ Πειραιᾶ σκοτεινὸ καὶ πένθιμο καὶ ὅτι προχωροῦσα σὰν κυνηγημένος ἢ σὰ νὰ εἶχα κάνει κάτι κακὸ καὶ ζητοῦσα νὰ βρῶ καταφύγιο…
Κείνη τὴ στιγμή, μαζὶ μ’ αὐτό, μιὰ σκιά, ἕνα σκοτεινὸ μαῦρο σχῆμα ἀνθρώπου ὀρθώθηκε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, μὲ λαιμὸ μακρὺ καὶ πλατύγυρο καπέλο στὸ κεφάλι, κι ἄρχισε νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος μου!… Ὁ Γιώργης ὁ Ἀγγελούλης!…
Ἄλλο ἀπὸ μαύρη σκιὰ μὲ πλατὺ καπέλο καὶ μακρὺ λαιμὸ δὲν εἶδα καὶ ὅμως εὐθὺς τὸν γνώρισα, ἔτσι σκοτεινὸ μέσα στὸ σκοτάδι, τὸν γνώρισα δυνατά, χτυπητά, ὅπως θὰ τὸν ἔγνωριζά σε δυνατὸ φῶς!…
Καὶ ἡ σβησμένη σχεδὸν μορφὴ τοῦ φίλου μου ἀπ’ τὴ μνήμη μου ξαναζωήρεψε πάλι, σὰ νὰ τὸν εἶχα δεῖ καλά!
Πόσα χρόνια εἶχα νὰ τὸν δῶ!… Φίλος παλιός, ἀγαπητός!…
Εἶχε χρόνια πεθαμένος στὸν Πειραιά, πολλὰ χρόνια!…
Καὶ ἐρχότανε πρὸς τὸ μέρος μου μὲ κεῖνο τὸ ἴδιο βάδισμά του, ποὺ τώρα τὸ θυμούμουν καλά. Ἀλλὰ μὲ ὅση ἐπιθυμία κι ἂν εἶχα νὰ τοῦ μιλήσω, νὰ τὸν δῶ καλά, μιὰ σκέψη ποὺ μοῦ ἦρθε, ὅτι ἂν μοῦ μιλήσει, κάτι κακὸ θὰ πάθω, μ’ ἔκανε νὰ γυρίσω ἀπότομα τὸ κεφάλι ἀλλοῦ καὶ μὲ τρόμο νὰ περιμένω νὰ περάσει. Κι ἔτσι πέρασε δίπλα καὶ χωρὶς νὰ φανεῖ ὅτι μὲ εἶδε!…
Ἀλλ’ ἡ μαγεία διαλύθηκε. Εἶδα ποῦ βρισκόμουνα καὶ χτύπησα δυνατά, ὅσο μποροῦσα, τὸ ζῶο γιὰ νὰ φύγω, νὰ φύγω μακριά!…
Καὶ καθὼς ἔτρεχε αὐτὸ δρομαῖο μέσα στὸν σκοτεινὸ δρόμο, ἕνα χτύπημα ἐλαφρό, πένθιμο καμπάνας ἄκουσα νὰ χύνεται μέσα στὴν ἡσυχία, στὴν ἐρημιὰ ποὺ ἁπλωνότανε καὶ νὰ πάψει εὐθὺς ἀπότομα…
Πηγή: Ἅπαντα, τόμος Β΄, Τριανταδύο διηγήματα, Ζωὴ ἀρρωστεμένη καὶ ἄλλα διηγήματα, ἐκδ. Δελφίνι 1999. Πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1921.
Δημοσθένης Βουτυρᾶς: (Κωνσταντινούπολη, 1872-Ἀθήνα, 1954). Σημαντικός διηγηματογράφος τοῦ Μεσοπολέμου, τὸ ἔργο του ἀσχολείται κυρίως μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀπόκληρους. Πρωτοεμφανίζεται μὲ τὸ διήγημα Λαγκᾶς τὸ 1901, τὸ Αργό ξημέρωμα τὸ 1950 ἦταν τὸ τελευταῖο του βιβλίο.
Filed under: Βουτυράς Δημοσθένης,Επέκεινα,Ελληνικά,Ηθογραφία,Θάνατος,Μυστήριο,Μύθοι,Ψυχή | Tagged: Δημοσθένης Βουτυράς,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Δημοσθένης Βουτυρᾶς: Τόπος Ψυχῶν ἔχουν κλείσει