Δημοσθένης Βουτυρᾶς: Τόπος Ψυχῶν


Boutyras,Dimosthenis-ToposPsychon-Eikona-01


Δημοσθένης Βου­τυ­ρᾶς

 

Τό­πος Ψυ­χῶν


06-OmikronΗΛΙΟΣ ἔ­δυ­ε. Καὶ ἡ σι­ω­πὴ πιὸ βα­ριὰ ἔ­πε­φτε τώ­ρα στὸ μέ­ρος αὐ­τὸ τὸ γε­μά­το ἐ­ρεί­πια, μὲ τὰ σπί­τια τὰ δί­χως στέ­γη, πόρ­τες καὶ πα­ρά­θυ­ρα, καὶ μὲ τὴν ἐκ­κλη­σί­α στὴ μέ­ση, γε­ρὴ ἀ­κό­μα, ἀ­πεί­ρα­χτη, ποὺ ὕ­ψω­νε πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα τὸν κουμ­πέ της καὶ τὸ κω­δω­νο­στά­σιο. Χόρ­τα ἄ­γρια φυ­τρώ­να­νε παν­τοῦ, ψη­λὰ ψη­λὰ καὶ πυ­κνά, στοὺς δρό­μους, στοὺς τοί­χους, στὰ πα­ρά­θυ­ρα, ποὺ σὰ μά­τια βγαλ­μέ­να, μά­τια σκε­λε­τοῦ ἤ­τα­νε. Μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ με­γά­λες πα­πα­ροῦ­νες φαι­νόν­τα­νε νὰ τρέ­μουν στὴν εἴ­σο­δο ἑ­νὸς σπι­τιοῦ, ποὺ ἤ­τα­νε γε­μά­τη χόρ­το. Καὶ στὸ βά­θος, μέ­σα στὴν αὐ­λή του, εἶ­δα ἕ­να πη­γά­δι, καὶ αὐ­τὸ χορ­τα­ρι­α­σμέ­νο…

       Πά­νω στὸν ἕ­να λο­φί­σκο, ἀ­π’ ἐ­κεί­νους ποὺ τρι­γυ­ρί­ζα­νε τὸ ἔ­ρη­μο χω­ριό, ὁ ἕ­νας καὶ μό­νος τοῖ­χος τοῦ γκρε­μι­σμέ­νου τούρ­κι­κου σπι­τιοῦ ὑ­ψω­νό­ταν μέ­γας, λευ­κός, μὲ τὶς τρύ­πες τὶς δυ­ὸ ἐ­πά­νω σὰν πα­ρα­θυ­ρά­κια στρογ­γυ­λά, χα­λα­σμέ­να, καὶ τὴν ἄλ­λη τὴ με­γά­λη, τὴ μι­σο­στρόγ­γυ­λη, κά­τω. Πιὸ πέ­ρα, στὸ κα­τη­φο­ρι­κὸ μέ­ρος τοῦ λο­φί­σκου, τὸ ἄλ­λο τούρ­κι­κο σπί­τι, ἀ­κέ­ραι­ο σχε­δόν, μὲ μό­νο τὰ πα­ρά­θυ­ρα, στέ­γη καὶ πόρ­τες βγαλ­μέ­νες, κα­λο­χτι­σμέ­νο, στε­ρε­ό, φαι­νό­τα­νε σὰ νέ­α οἰ­κο­δο­μὴ ποὺ πε­ρι­μέ­νει τοὺς μα­ραγ­κοὺς νὰ τῆς βά­λου­νε τὴ στέ­γη καὶ τὰ πα­ρά­θυ­ρα.

       — Ἔ, πᾶ­με; μοῦ εἶ­πε ὁ σύν­τρο­φός μου.

       — Στά­σου λί­γο!…

       Τὸν εἶ­δα ὅ­μως, ἀ­νή­συ­χο, νὰ κοι­τά­ζει πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ ἥ­λιου, ποὺ εἶ­χε χα­θεῖ καὶ ὅ­που σύν­νε­φα χρυ­σω­μέ­να, συν­νε­φά­κια μὲ λαμ­πε­ρὰ στίγ­μα­τα φαι­νόν­τα­νε σὰ νὰ πλέ­α­νε σὲ πρα­σι­νω­πὸ ἥ­συ­χο πέ­λα­γος…

       Ἐ­δέ­χτη­κα νὰ φύ­γου­με.

       Πά­νω στὰ ζῶ­α μας, πή­ρα­με πά­λι τὸ δρό­μο τοῦ χω­ριοῦ.

       Τὸ σκο­τά­δι, ἢ ἡ σκιά του, ἄρ­χι­σε νὰ πέ­φτει, καὶ μέ­σα σ’ αὐ­τὴν οἱ μαῦ­ροι σύν­τρο­φοι τῆς νύ­χτας ἀρ­χί­σα­νε νὰ πε­τοῦ­νε γρή­γο­ροι.

       Μό­λις θέ­λα­με νὰ στρί­ψου­με ἀ­πὸ ἕ­να ὕ­ψω­μα, ποὺ θὰ μᾶς ἔ­κρυ­βε τὸ χω­ριὸ τὸ ἔ­ρη­μο, γύ­ρι­σα καὶ εἶ­δα τὰ χα­λα­σμέ­να σπί­τια, τὴν ἔ­ρη­μη ἐκ­κλη­σιά. Ὁ τοῖ­χος ὁ μυ­τε­ρὸς τοῦ τούρ­κι­κου σπι­τιοῦ μοῦ φά­νη­κε σὰ χέ­ρι δεί­χνον­τας τὸν οὐ­ρα­νό!

       Σι­ω­πη­λὸς ἔ­μει­να πά­νω στὸ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὸ καὶ δύ­στρο­πο ζῶ­ο. Ὅ­ταν πη­γαί­να­με, λί­γο ἔ­λει­ψε νὰ μὲ ρί­ξει.

       Καὶ κα­θὼς ἐ­μέ­να ἔ­τσι, ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἔ­ρη­μου χω­ριοῦ ξα­να­περ­νοῦ­σε ἀ­πρό­σκλη­τη ἀ­π’ τὸ νοῦ μου, ὅ­πως σχε­δὸν μοῦ τὴ δι­η­γή­θη­κε ὁ φί­λος μου. Ἤ­τα­νε πα­ρά­δο­ξη —μά τὴν ἀ­λή­θεια— ἱ­στο­ρί­α, ποὺ ὅ­μως, ἂν δὲ μὲ με­λαγ­χο­λοῦ­σε καὶ δὲ μοῦ ‘­σβη­νε καὶ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ εὐ­θυ­μί­α ὁ τό­πος, τὰ χα­λά­σμα­τα, θὰ γε­λοῦ­σα ἴ­σως, κι ἂς θύ­μω­νε ὅ­σο ἤ­θε­λε ὁ φί­λος μου, ποὺ μοῦ τὴ δι­η­γή­θη­κε καὶ ποὺ τὴν πί­στευ­ε καὶ πο­λὺ μά­λι­στα!

       Καὶ μοῦ τὴ δι­η­γή­θη­κε ἐ­κεῖ μέ­σα, στὸ ἔ­ρη­μο χω­ριό, κυ­κλω­μέ­νοι ἀ­π’ τὰ χα­λά­σμα­τα, ἀ­π’ τὰ χα­λα­σμέ­να σπί­τια, μὲ μιὰ φω­νὴ ἥ­συ­χη, σι­γα­λὴ σι­γα­λή, σὰ νὰ μοῦ τὴν ἔ­λε­γε μυ­στι­κὰ ἢ νὰ φο­βό­τα­νε νὰ μὴν τὴν ἀ­κού­σει κά­ποι­ος ἐ­κεῖ κρυμ­μέ­νος.

       «…Τὸν και­ρὸ τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας, τώ­ρα καὶ χρό­νια πολ­λά, ἕ­νας μπέ­ης ἦρ­θε δῶ κι ἔ­χτι­σε αὐ­τὰ ἐ­κεῖ τὰ σπί­τια. Αὐ­τοὶ ξέ­ρα­νε καὶ δι­α­λέ­γα­νε τὰ μέ­ρη καὶ δὲ λο­γα­ρι­ά­ζα­νε ἂν εἶ­ναι ἔ­ρη­μα!… Εἶ­ναι με­λαγ­χο­λι­κὸ —εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια— μέ­ρος, ἀλ­λὰ ἔ­τσι ἴ­σως θά ‘­τα­νε κι ἡ ψυ­χὴ αὐ­του­νοῦ τοῦ Τούρ­κου. Ἔ­μει­νε δῶ, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τὸ δι­η­γη­θή­κα­νε οἱ πα­λιοί, ἀρ­κε­τὸν και­ρό, ὅ­ταν μιὰ μέ­ρα ὅ­μως ξαφ­νι­κὰ τ’ ἀ­φή­νει ἔ­ρη­μα καὶ φεύ­γει!… Πῶς καὶ για­τί, κα­νεὶς τό­τε δὲν ἤ­ξε­ρε…

       »Ὅ­ταν φύ­γα­νε ἀ­π’ τὸν τό­πο μας οἱ Τοῦρ­κοι, πολ­λοὶ χω­ριά­τες ἤρ­θα­νε δῶ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα χω­ριὰ καὶ χτί­σα­νε αὐ­τὰ τὰ σπι­τά­κια καὶ τὴν ἐκ­κλη­σί­α. Εἴ­χα­νε μιὰ ἰ­δέ­α, ὅ­τι κά­ποι­ος ἅ­γιος προ­στά­τευ­ε αὐ­τὸν τὸν τό­πο κι αὐ­τὸς θὰ ἔ­κα­νε τὸν μπέ­η νὰ φύ­γει. Κα­λὰ ἴ­σα­με δῶ! Τὸ χω­ριὸ ἦ­ταν ἕ­τοι­μο, οἱ δρό­μοι του γε­μί­ζα­νε θό­ρυ­βο ἀ­πὸ φω­νὲς ἀν­θρώ­πων, ζώ­ων, κου­δού­νια προ­βά­των…

       »Ἄλ­λα πά­νω σ’ αὐ­τὴ τὴν εὐ­τυ­χί­α κά­τι ἔ­τρε­χε στὰ στό­μα­τα ὅ­λων, κά­τι ποὺ τὸ λέ­γα­νε τρο­μαγ­μέ­νοι. Ἡ καμ­πά­να χτυ­ποῦ­σε τὴ νύ­χτα χω­ρὶς νὰ τρα­βᾶ κα­νεὶς τὸ σκοι­νί της! Αὐ­τὸ τὸ εἴ­χα­νε δεῖ κα­λά, για­τὶ φυ­λά­ξα­νε πολ­λοί. Μό­λις ἡ νύ­χτα προ­χω­ροῦ­σε κι ἔρ­χον­ταν οἱ μι­κρὲς ὧ­ρες, ἡ καμ­πά­να χτυ­ποῦ­σε ξαφ­νι­κὰ λί­γους χτύ­πους καὶ πέν­θι­μους!…

       »Ἂλ­λ’ αὐ­τὸ δὲν ἤ­τα­νε τί­πο­τα μπρο­στὰ στὸ ἄλ­λο!…

       »Φαν­τά­σμα­τα, φαν­τά­σμα­τα γυ­ρί­ζα­νε στοὺς δρό­μους τοῦ χω­ριοῦ ὅ­ταν νύ­χτω­νε!… Καὶ ὅ­λοι, ὅ­λοι σι­γὰ σι­γὰ εἴ­χα­νε βρε­θεῖ νὰ δοῦ­νε κά­ποι­ον δι­κό τους, συγ­γε­νῆ ἢ φί­λο, ποὺ ἤ­τα­νε ἀ­πὸ χρό­νια πε­θα­μέ­νος νὰ γυ­ρί­ζει ἐ­κεῖ!… Κι ὅ­ταν τὸν βλέ­πα­νε, λη­σμο­νοῦ­σαν τὸ μέ­ρος ποὺ βρι­σκόν­του­σαν καὶ νο­μί­ζα­νε ὅ­τι ἤ­τα­νε στὸ μέ­ρος ποὺ τὸν εἴ­χα­νε γνω­ρί­σει καὶ ὅ­που ἤ­τα­νε θαμ­μέ­νος αὐ­τός!…

       »Αὐ­τὸ δυ­νά­μω­νε, ἔ­γι­νε μαρ­τύ­ριο γιὰ τοὺς κα­τοί­κους τοῦ χω­ριοῦ, κι ἕ­να πρω­ί, ὅ­λοι συ­νεν­νο­η­μέ­νοι, γε­μί­σα­νε τὰ κά­ρα τους, φορ­τώ­σα­νε τὰ ζῶ­α μὲ τὰ πράγ­μα­τά τους, πή­ρα­νε τὰ παι­διὰ καὶ τὶς γυ­ναῖ­κες τους καὶ φύ­γα­νε…

       »Πόρ­τες καὶ πα­ρά­θυ­ρα, ἄλ­λα βγά­λα­νε αὐ­τοὶ οἱ ἴ­διοι, κα­θὼς φεύ­γα­νε, καὶ τὰ πή­ρα­νε μα­ζί τους κι ἄλ­λα τ’ ἁρ­πά­ξα­νε οἱ χω­ριά­τες τῶν κον­τι­νῶν χω­ριῶν ὕ­στε­ρα. Κι ἔ­τσι ἔ­μει­νε ἔ­ρη­μο, ἔ­ρη­μο τὸ χω­ριό, καὶ τὴν καμ­πά­να του χέ­ρι ἄν­θρω­που δὲν τὴ χτυ­πᾶ πιά, οὔ­τε πα­πᾶς πα­τᾶ στὴν ἐκ­κλη­σιὰ γιὰ νὰ τὴ λει­τουρ­γή­σει!…

       »Ὁ πε­ρα­στι­κὸς ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος κά­νει γρή­γο­ρα νὰ φύ­γει ἂν πε­ρά­σει, κι ὅ­ταν κον­τεύ­ει νὰ βα­σι­λέ­ψει ὁ ἥ­λιος, δὲν περ­νᾶ, ἀλ­λὰ παίρ­νει ἄλ­λο δρό­μο. Πολ­λὲς φο­ρὲς ποὺ τύ­χα­νε πολ­λοὶ νὰ νυ­χτω­θοῦ­νε δῶ, χω­ρὶς νὰ ξέ­ρουν τί γι­νό­τα­νε, εἴ­δα­νε κι αὐ­τοὶ αὐ­τὰ ποὺ σοῦ εἶ­πα…»


       Ἡ νύ­χτα πύ­κνω­νε. Ψη­λὰ λάμ­πα­νε τ’ ἀ­στέ­ρια καὶ μιὰ σε­λή­νη λε­πτή, λε­πτὴ σὰ χά­ραγ­μα ἢ μα­γι­κὸ ση­μά­δι κά­ποι­ου φαν­τα­στι­κοῦ μά­γου…

       Με­τὰ μιᾶς ὥ­ρας καὶ κά­τι ἀ­κό­μα πο­ρεί­α φτά­σα­με στὸ χω­ριὸ καὶ στὸ σπί­τι τοῦ φί­λου μου. Ἔ­φα­γα κα­λὰ ἀλ­λὰ σὰν ἀ­φη­ρη­μέ­νος. Τὰ σπί­τια τὰ ἔ­ρη­μα, τὸ ἔ­ρη­μο χω­ριὸ μὲ τὴ σι­ω­πή του τὴ νε­κρι­κή, ἡ ἐκ­κλη­σιά, ὁ κουμ­πές της πα­ρου­σι­α­ζόν­τα­νε μπρο­στά μου.

       Ὁ φί­λος μου νύ­στα­ζε καὶ τρα­βή­χτη­κε νὰ κοι­μη­θεῖ. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲν αἰ­σθα­νό­μου­να ὄ­ρε­ξη γιὰ ὕ­πνο κι ἔ­μει­να κον­τὰ στὸ πα­ρά­θυ­ρο τῆς κά­μα­ράς μου κοι­τά­ζον­τας ἔ­ξω τὸν ἥ­συ­χο δρό­μο, τὸ κοι­μι­σμέ­νο χω­ριό. Μυ­ρου­διὰ χόρ­του γέ­μι­ζε τὸν ἀ­έ­ρα, τὴν ἡ­συ­χί­α τὴ μαύ­ρη, ποὺ σὰν πα­ρα­μι­λη­τό της, κά­πο­τε φω­νὴ βα­τρά­χου, ἀ­κου­γό­τα­νε νὰ τρέ­χει. Ἔ­μει­να ὧ­ρες ἔ­τσι. Σκέ­ψεις, ἐν­θύ­μη­σες μοῦ ‘­χα­νε ἔρ­θει μα­κρι­νές. Ὁ ὕ­πνος δὲ φαι­νό­τα­νε.

       Ξαφ­νι­κά μοῦ ‘ρ­θε μιὰ ἐ­πι­θυ­μί­α. Θέ­λη­σα νὰ βρε­θῶ στὸ ἔ­ρη­μο χω­ριὸ ὅ­ταν θὰ βά­θαι­νε ἡ νύ­χτα. Ἤ­θε­λα ἔ­τσι νὰ τὸ δῶ, νὰ τὸ δῶ τὴ νύ­χτα, τὴ βα­θιὰ νύ­χτα, νὰ περ­πα­τή­σω στοὺς ἔ­ρη­μους δρό­μους του, νὰ προ­σκα­λέ­σω τὰ φαν­τά­σμα­τα καὶ νὰ αἰ­σθαν­θῶ τὸν τρό­μο. Καὶ μα­ζὶ ἤ­θε­λα νὰ ρί­ξω τὴν πί­στη τοῦ φί­λου μου. Θὰ τοῦ ‘­λε­γα…

       Καὶ τό ‘­κα­να. Κα­τέ­βη­κα κρυ­φὰ ἀ­π’ τὸ σπί­τι, ἀ­νέ­βη­κα πά­λι στὸ ζῶ­ο κι ἔ­φυ­γα.

       Ὁ δρό­μος ἤ­τα­νε ἕ­νας καὶ μο­να­χός. Μέ­σα ἀ­πὸ δέν­τρα πρῶ­τα καὶ δί­πλα στὸ ρέ­μα, ὅ­που οἱ βά­τρα­χοι, ἅ­μα πλη­σί­α­σα, ἄ­κου­γον­τα­νε νὰ φω­νά­ζουν, νὰ φλυ­α­ροῦ­νε, νὰ μα­λώ­νουν μὲ φω­νὲς βρα­χνές, γρι­ί­στι­κες, μα­λα­κές, λε­πτές, πολ­λοί, πλῆ­θος μα­ζί, σὰ νὰ εἴ­χα­νε συ­νέ­δριο ἐ­κεῖ ὅ­λες οἱ γρι­ὲς Μοῖ­ρες καὶ οἱ στρίγ­κλες τῆς χώ­ρας, ἔ­πει­τα μέ­σα ἀ­πὸ κλει­σμέ­νο ἀ­πὸ ὑ­ψώ­μα­τα, λό­φους δρό­μο.

       Καὶ τὸ ζῶ­ο περ­πα­τοῦ­σε μὲ τρε­χού­με­νο πά­λι βά­δι­σμα.

       Ἀ­έ­ρας δὲ φυ­σοῦ­σε καὶ τὰ γι­γάν­τια βα­ρυ­κέ­φα­λα πεῦ­κα, τὰ ψη­λὰ κυ­πα­ρίσ­σια μέ­να­νε ἀ­κί­νη­τα, μαῦ­ρα, σκο­τει­νά. Κι ὅ­λος ὁ τό­πος εὐ­ω­δί­α­ζε ἀ­π’ τὶς μυ­ρου­δι­ὲς τῶν ἀ­γρί­ων λου­λου­δι­ῶν.

       Ἀ­πὸ μα­κριὰ μα­κριὰ ἐρ­χόν­τα­νε τώ­ρα τὰ γα­βγί­σμα­τα σκύ­λων, οἱ φω­νὲς τῶν βα­τρά­χων καὶ κά­πο­τε μυ­κηθ­μὸς ἀ­γε­λά­δας. Ἀλ­λὰ κι αὐ­τὰ σι­γὰ σι­γὰ σβή­σα­νε, χά­θη­καν κι ἄρ­χι­σα νὰ βυ­θί­ζο­μαι μέ­σα σὲ μιὰ σι­ω­πή, σι­ω­πὴ βα­θιά! Τὸ ἔ­ρη­μο χω­ριὸ ἦ­ταν ἐ­κεῖ κον­τά. Ἐ­ρη­μιά, ἡ­συ­χί­α καὶ σκο­τά­δι πυ­κνό, ποὺ ὅ­μως μέ­σα, σὲ λί­γο, ξε­δι­ά­λυ­να τὰ χα­λα­σμέ­να σπί­τια, τὸ σκο­τει­νὸ καμ­πα­να­ριό.

       Τὸ βά­δι­σμα τοῦ ζώ­ου μου εἶ­χε γί­νει ἀρ­γὸ πο­λύ. Τὸ χτύ­πη­σα νὰ προ­χω­ρή­σει στοὺς δρό­μους τοῦ χω­ριοῦ.

       Ἡ χα­ρὰ ποὺ εἶ­χα δὲ βρι­σκό­τα­νε πιά, ἀλ­λὰ ἕ­να πεῖ­σμα μα­ζὶ μὲ φό­βο, ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν. Πέ­ρα­σα ἀ­πὸ ἕ­να δρό­μο δεύ­τε­ρο. Οὔ­τε σύρ­σι­μο φύλ­λου δὲν ἀ­κου­γό­τα­νε. Σι­ω­πή, σι­ω­πή, αὐ­τὴ μό­νο ἔ­με­νε.

       Μιὰ νάρ­κη ὅ­μως μ’ ἔ­πι­α­σε καὶ ζή­τη­σα νὰ τὴν πε­τά­ξω.

       Θὰ κου­ρά­στη­κα, σκέ­φτη­κα, καὶ τὸ σῶ­μα, ὅ­σο νὰ μὴ θέ­λω γώ, ζη­τᾶ τὴν ἀ­νά­πα­ψη…

       Ξαφ­νι­κά, μὰ δὲν ξέ­ρω πῶς, μοῦ φά­νη­κε ὅ­τι δὲν ἤ­μουν ἐ­κεῖ στὸ ἔ­ρη­μο χω­ριό, ἄλ­λ’ ὅ­τι βρι­σκό­μου­να σ’ ἕ­να δρό­μο τοῦ Πει­ραιᾶ σκο­τει­νὸ καὶ πέν­θι­μο καὶ ὅ­τι προ­χω­ροῦ­σα σὰν κυ­νη­γη­μέ­νος ἢ σὰ νὰ εἶ­χα κά­νει κά­τι κα­κὸ καὶ ζη­τοῦ­σα νὰ βρῶ κα­τα­φύ­γιο…

       Κεί­νη τὴ στιγ­μή, μα­ζὶ μ’ αὐ­τό, μιὰ σκιά, ἕ­να σκο­τει­νὸ μαῦ­ρο σχῆ­μα ἀν­θρώ­που ὀρ­θώ­θη­κε στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, μὲ λαι­μὸ μα­κρὺ καὶ πλα­τύ­γυ­ρο κα­πέ­λο στὸ κε­φά­λι, κι ἄρ­χι­σε νὰ ἔρ­χε­ται πρὸς τὸ μέ­ρος μου!… Ὁ Γι­ώρ­γης ὁ Ἀγ­γε­λού­λης!…

       Ἄλ­λο ἀ­πὸ μαύ­ρη σκιὰ μὲ πλα­τὺ κα­πέ­λο καὶ μα­κρὺ λαι­μὸ δὲν εἶ­δα καὶ ὅ­μως εὐ­θὺς τὸν γνώ­ρι­σα, ἔ­τσι σκο­τει­νὸ μέ­σα στὸ σκο­τά­δι, τὸν γνώ­ρι­σα δυ­να­τά, χτυ­πη­τά, ὅ­πως θὰ τὸν ἔ­γνω­ρι­ζά σε δυ­να­τὸ φῶς!…

       Καὶ ἡ σβη­σμέ­νη σχε­δὸν μορ­φὴ τοῦ φί­λου μου ἀ­π’ τὴ μνή­μη μου ξα­να­ζω­ή­ρε­ψε πά­λι, σὰ νὰ τὸν εἶ­χα δεῖ κα­λά!

       Πό­σα χρό­νια εἶ­χα νὰ τὸν δῶ!… Φί­λος πα­λιός, ἀ­γα­πη­τός!…

       Εἶ­χε χρό­νια πε­θα­μέ­νος στὸν Πει­ραι­ά, πολ­λὰ χρό­νια!…

       Καὶ ἐρ­χό­τα­νε πρὸς τὸ μέ­ρος μου μὲ κεῖ­νο τὸ ἴ­διο βά­δι­σμά του, ποὺ τώ­ρα τὸ θυ­μού­μουν κα­λά. Ἀλ­λὰ μὲ ὅ­ση ἐ­πι­θυ­μί­α κι ἂν εἶ­χα νὰ τοῦ μι­λή­σω, νὰ τὸν δῶ κα­λά, μιὰ σκέ­ψη ποὺ μοῦ ἦρ­θε, ὅ­τι ἂν μοῦ μι­λή­σει, κά­τι κα­κὸ θὰ πά­θω, μ’ ἔ­κα­νε νὰ γυ­ρί­σω ἀ­πό­το­μα τὸ κε­φά­λι ἀλ­λοῦ καὶ μὲ τρό­μο νὰ πε­ρι­μέ­νω νὰ πε­ρά­σει. Κι ἔ­τσι πέ­ρα­σε δί­πλα καὶ χω­ρὶς νὰ φα­νεῖ ὅ­τι μὲ εἶ­δε!…

       Ἀλ­λ’ ἡ μα­γεί­α δι­α­λύ­θη­κε. Εἶ­δα ποῦ βρι­σκό­μου­να καὶ χτύ­πη­σα δυ­να­τά, ὅ­σο μπο­ροῦ­σα, τὸ ζῶ­ο γιὰ νὰ φύ­γω, νὰ φύ­γω μα­κριά!…

       Καὶ κα­θὼς ἔ­τρε­χε αὐ­τὸ δρο­μαῖ­ο μέ­σα στὸν σκο­τει­νὸ δρό­μο, ἕ­να χτύ­πη­μα ἐ­λα­φρό, πέν­θι­μο καμ­πά­νας ἄ­κου­σα νὰ χύ­νε­ται μέ­σα στὴν ἡ­συ­χί­α, στὴν ἐ­ρη­μιὰ ποὺ ἁ­πλω­νό­τα­νε καὶ νὰ πά­ψει εὐ­θὺς ἀ­πό­το­μα…


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἅ­παν­τα, τό­μος Β΄, Τρι­αν­τα­δύ­ο δι­η­γή­μα­τα, Ζω­ὴ ἀρ­ρω­στε­μέ­νη καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Δελ­φί­νι 1999. Πρω­το­δη­μο­σι­εύ­τη­κε τὸ 1921.

Δη­μο­σθέ­νης Βου­τυ­ρᾶς: (Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, 1872-Ἀ­θή­να, 1954). Ση­μαν­τι­κός δι­η­γη­μα­το­γρά­φος τοῦ Με­σο­πο­λέ­μου, τὸ ἔρ­γο του ἀ­σχο­λεί­ται κυ­ρί­ως μὲ τοὺς φτω­χοὺς καὶ τοὺς ἀ­πό­κλη­ρους. Πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται μὲ τὸ δι­ή­γη­μα Λαγ­κᾶς τὸ 1901, τὸ Αρ­γό ξη­μέ­ρω­μα τὸ 1950 ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο.

Δημοσθένης Βουτυρᾶς: Ό γκρεμός

 

 

Δημοσθένης Βου­τυ­ρᾶς

 

Ὁ γκρε­μός

 

ΗΛΙΟΣ ἔ­γερ­νε στὴ δύ­ση καὶ ὁ ἀ­έ­ρας εἶ­χε γί­νει ψυ­χρὸς καὶ δυ­να­τός. Ἀλ­λ’ αὐ­τοὶ εἶ­χαν λη­σμο­νη­θεῖ, εἴ­χα­νε χα­θεῖ μὲς στὴν ἀ­γά­πη τους. Τὸ πρό­σω­πο τοῦ θεί­ου του, ποὺ αὐ­τὸς ἔ­βλε­πε, κα­θὼς ἔ­λε­γε, σὰ μαῦ­ρο σύν­νε­φο πά­νω ἀ­π’ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη φύ­ση, καὶ τὴ χον­τρὴ φω­νή του σὰ φω­νὴ βρον­τῆς, δὲν εἶ­χε φα­νεῖ στὸ νοῦ του νὰ τὸν ἐ­νο­χλή­σει. Βρι­σκό­τα­νε στὸν πα­ρά­δει­σό του, ποὺ τό­σο, τό­σον και­ρὸ ὀ­νει­ρο­πο­λοῦ­σε σὰ δι­ωγ­μέ­νος ἄγ­γε­λος.

         Κον­τά τους ἕ­νας γκρε­μὸς ἤ­τα­νε, ἕ­να βά­ρα­θρο τρο­με­ρό, κλει­σμέ­νο ἀ­π’ τὴ μιὰ με­ριὰ καὶ τὴν ἄλ­λη ἀ­πὸ δυ­ὸ ἀ­πό­το­μα βου­νά, ὅ­μοι­α μὲ τοί­χους σω­στούς. Καὶ γιὰ νὰ πε­ρά­σει κα­νεὶς στὸ ἀν­τί­θε­το μέ­ρος, ὅ­ταν δὲν ἤ­θε­λε νὰ γυ­ρί­σει ὁ­λό­κλη­ρο τὸ βου­νό, ἔ­πρε­πε νὰ πε­ρά­σει ἀπ’ ἕ­να πέ­ρα­σμα ποὺ ὑ­πῆρ­χε στὸ ἕ­να ἀπ’ τὰ βου­νά, μιὰ στε­νὴ λου­ρί­δα γῆς, ποὺ ἔ­φερ­νε πρῶ­τα σὲ μέ­ρος πλα­τύ­τε­ρο, ὅ­που βρι­σκό­τα­νε μιὰ σπη­λί­τσα σὰ σταθ­μός. Καὶ ἀ­π’ ἐ­κεῖ, ἴ­σο, στε­νὸ πά­λι, τὸ μο­νο­πά­τι ἔ­βγαι­νε στὸ ἀν­τί­θε­το μέ­ρος, ὅπου κυ­πα­ρίσ­σια, πεῦ­κα καὶ χλό­η πρα­σί­νι­ζαν…

        Μιὰ βρύ­ση ἔ­τρε­χε κά­που κεῖ ἀ­π’ τὰ πλά­για του βου­νοῦ, ἕ­να ὡ­ραῖ­ο νε­ρό, καὶ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ δεῖ καὶ νὰ τὸ ἀ­κού­σει κα­λὰ κα­νείς, ὅ­ταν ἔ­φτα­νε στὴ σπη­λί­τσα, νὰ κα­τρα­κυ­λᾶ τρα­γου­δι­στὰ στὸ βά­ρα­θρο.

        Κι ὁ ἥ­λιος ἔ­γερ­νε στὴ δύ­ση.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ φω­νὴ ἀ­κού­στη­κε μα­κριὰ λί­γο.

        — Μὲ φω­νά­ζουν!… τοῦ εἶ­πε αὐ­τὴ καὶ τρα­βή­χτη­κε ἀ­πό­το­μα ἀ­π’ τὴν ἀγ­κα­λιά του.

        Αὐ­τὸς δὲν εἶ­χεν ἀ­κού­σει.

        — Ὄ­χι… Ἐ­γὼ δὲν ἄ­κου­σα.

        — Ναί, ναί! Θά ‘­ναι ἡ Ἑ­λέ­νη!

        — Πή­γαι­νε λοι­πόν, στα­μά­τη­σέ την! Πές της ὅ­τι πῆ­γες πε­ρί­πα­το…

        Πά­λι ἡ φω­νή.

        Τὴν ἄ­κου­σε τώ­ρα κι αὐ­τός. Ἤ­τα­νε γυ­ναι­κεί­α.

        Ἡ ἐ­ξα­δέρ­φη του προ­χώ­ρη­σε νὰ φύ­γει γρή­γο­ρα, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ χον­τρή, ἄν­τρι­κια, ἀ­κού­στη­κε.

        —Ὁ πα­τέ­ρας!… ἔ­κα­νε καὶ στα­μά­τη­σε κί­τρι­νη, κοί­τα­ξε τὸν ἐ­ξά­δερ­φό της, ἔ­πει­τα κι­νή­θη­κε μὲ ὁρ­μὴ κι ἔ­φυ­γε τρέ­χον­τας, ἐ­νῶ αὐ­τὸς ζα­λι­σμέ­νος ὁρ­μοῦ­σε, μὴ βρί­σκον­τας ἄλ­λο μέ­ρος νὰ φύ­γει, νὰ κρυ­φτεῖ, πα­ρὰ τὴ σπη­λί­τσα, ὁρ­μοῦ­σε στὸ μο­νο­πά­τι ποὺ κά­τω τὸ βά­ρα­θρο σὰ γι­γάν­τιο στό­μα ἀ­νοι­χτὸ ποὺ πα­ρα­μο­νεύ­ει βρι­σκό­τα­νε, λη­σμο­νών­τας τὸν κίν­δυ­νο…

        Κι ἔ­φτα­σε γρή­γο­ρα στὴ σπη­λί­τσα καὶ χώ­θη­κε μέ­σα στοὺς θά­μνους ποὺ τὴν τρι­γύ­ρι­ζαν. Κι ἀπ’ ἐ­κεῖ τό­τε κοί­τα­ξε. Εἶ­δε ἔ­ρη­μο τὸ δρό­μο, στὴ γω­νιὰ τῆς μάν­τρας τὸ κυ­πα­ρίσ­σι, ἕ­να με­γά­λο, ψη­λό, νὰ κου­νᾶ τὰ κλα­διά του σὰ νὰ μι­λοῦ­σε μό­νο του.

        Ἔ­μει­νε κεῖ γιὰ λί­γο κρυμ­μέ­νος καὶ κοι­τά­ζον­τας τὸ δρό­μο, τὴ γω­νιὰ τῆς μάν­τρας κι ὅ­λο πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ φα­νεῖ κά­ποι­ος. Τί­πο­τα ὅμω­ς· αὐ­τὴ ἡ ἐξα­δέρ­φη του θὰ τὰ εἶ­χε δι­ορ­θώ­σει.

        Κι ὁ ἄ­νε­μος δυ­νά­μω­νε.

        Τὸ κυ­πα­ρίσ­σι σά­λευ­ε. Κου­νοῦ­σε τὴν κο­ρυ­φή του σὰ νὰ ἔ­λε­γε κά­τι στὰ δέν­τρα τοῦ κή­που, ποὺ προ­βάλ­λα­νε πί­σω ἀ­πὸ τὸ μαν­τρό­τοι­χο, κι εἶ­χε θυ­μώ­σει.

        Τώ­ρα σκέ­φτη­κε τὸ βά­ρα­θρο καὶ πῶς θὰ περ­νοῦ­σε.

        — Μπά, θὰ πε­ρά­σω! εἶ­πε παίρ­νον­τας ὕ­φος ἀ­μέ­ρι­μνο, ἐ­νῶ ἡ καρ­διὰ του χτυ­ποῦ­σε δυ­να­τά.

        Ἡ ἐξα­δέρ­φη του τοῦ εἶ­χε πεῖ πὼς αὔ­ριο θὰ ἐρ­χό­τα­νε στὴν πό­λη, στὸ σπί­τι τὸ συγ­γε­νι­κὸ ποὺ ἔ­με­νε αὐ­τός. Καὶ θὰ ἐρ­χό­τα­νε μὲ μό­νη τὴ μη­τέ­ρα της καὶ τὸ ἀ­δερ­φά­κι της.

        Ἡ καρ­διά του χτυ­ποῦ­σε δυ­να­τὰ πο­λὺ καὶ θέ­λη­σε νὰ πι­στέ­ψει πὼς ἦ­ταν ἀπ’ τὴ χα­ρὰ ποὺ θά ‘­βλε­πε πά­λι τὴν ἐ­ξα­δέρ­φη του, ἀλ­λὰ σὲ λί­γο, καὶ δὲν εἶ­χε προ­χω­ρή­σει πο­λύ, στα­μά­τη­σε.

        Εἶ­δε τὸ βά­θος, τὸ βά­θος, καὶ κά­τω δι­έ­κρι­νε ἡ μα­τιά του, ὅ­σο γρή­γο­ρα κι ἂν πέ­ρα­σε, δι­έ­κρι­νε τὸ πτῶ­μα ἑ­νὸς ζώ­ου, ξε­ρα­μέ­νο πτῶ­μα, ποὺ ἔ­δει­χνε τὰ δόν­τια του.

        Ὁ ἥ­λιος ψη­λὰ κόν­τευ­ε νὰ χα­θεῖ πί­σω ἀπ’ ἕ­να μα­κρι­νὸ ψη­λὸ βου­νό, μαῦ­ρο βου­νό· ἕ­νας κό­ρα­κας μὲ κρωγ­μὸ πέ­ρα­σε.

        Πά­ει, πά­ει! Θὰ πέ­σω! σκέ­φτη­κε.

        Θέ­λη­σε νὰ δώ­σει καρ­διὰ στὸν ἑ­αυ­τό του, ἔ­βη­ξε, κά­τι πῆ­γε νὰ τρα­γου­δή­σει, ἀλ­λ’ ἔ­σβη­σε εὐ­θύς. Τοῦ φά­νη­κε τὸ βά­ρα­θρο νὰ τὸν ἔ­σερ­νε, νὰ τὸν ρου­φοῦ­σε μὲ δύ­να­μη μα­γι­κή, δι­α­βο­λι­κή.

        — Δὲν μπο­ρῶ! εἶ­πε.

        Κά­τι σὰ νά ‘­σπα­σε στὸ στῆ­θος του τό­τε, φό­βος τρε­λὸς τὸν ἅρ­πα­ξε καὶ τὸν ἔ­κα­νε νὰ ὁρ­μή­σει καὶ νὰ κολ­λή­σει στὰ βρά­χια τοῦ ἀ­πό­το­μου βου­νοῦ γιὰ νὰ κρα­τη­θεῖ ἀπ’ τὸ σύρ­σι­μο.

        Κι ἔ­τσι αἰ­σθα­νό­τα­νε νὰ τὸν σέρ­νει τὸ βά­ρα­θρο μὲ με­γά­λη δύ­να­μη, νὰ τὸν ρου­φᾶ, νὰ θέ­λει νὰ τὸν ξε­κολ­λή­σει ἀ­π’ τὰ βρά­χια ποὺ εἶ­χε πια­στεῖ.

        Εἶ­χε κλεί­σει τὰ μά­τια, γιὰ νὰ μὴ βλέ­πει, ἀλ­λὰ κι ἔ­τσι, γιὰ μιὰ στιγ­μή, αἰ­στάν­θη­κε ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ πέ­σει, ν’ ἀ­φε­θεῖ στὸ βά­ρα­θρο, γιὰ νὰ ἡ­συ­χά­σει ἀπ’ τὸ βά­σα­νο.

        Πε­ρά­σα­νε λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα. Ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια.

        Ἡ σκέ­ψη πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ τι­μω­ρί­α ποὺ τοῦ δί­νει ὁ Θε­ός, για­τὶ ἀ­γα­πᾶ τὴν ἐ­ξα­δέρ­φη του, τοῦ ἦρ­θε. Κι ἄρ­χι­σε νὰ προ­σεύ­χε­ται:

        — Θε­ού­λη μου, Θε­ου­λά­κη μου, βο­ή­θη­σέ με καὶ θὰ πά­ψω νὰ τὴν ἀ­γα­πῶ, θὰ πά­ψω! Σοῦ τ’ ὁρ­κί­ζο­μαι! Βο­ή­θα με… Νὰ βγῶ ἀ­π’ ἐ­δῶ, νὰ βγῶ ἀ­π’ ἐ­δῶ… Βο­ή­θα με… Ἡ κα­η­μέ­νη ἡ μά­να μου, ὁ πα­τέ­ρας μου! Θε­ου­λά­κη μου, ἔ­λα, βο­ή­θα με… Ἐ­γὼ θὰ πά­ψω…Ἔ­πα­ψα, ἔ­πα­ψα!… Δὲν τὴν ἐ­πι­θυ­μῶ πιά… Ἄν­θρω­πος εἶ­μαι, ἔ­φται­ξα…

        Καὶ σὰ νὰ συ­νῆρ­θε ἀ­πὸ τὸ φό­βο του λί­γο, σὰ νὰ πῆ­ρε δύ­να­μη μ’ αὐ­τὴ τὴν προ­σευ­χή, ἄρ­χι­σε σι­γά, κολ­λη­τὰ στὰ βρά­χια νὰ περ­νᾶ.

        Ὁ ἥ­λιος, κρυμ­μέ­νος σχε­δὸν πί­σω ἀ­π’ τὸ βου­νό, τοῦ φά­νη­κε νὰ τὸν κοι­τά­ζει, παί­ζον­τας ψη­λὰ τὶς ἀ­κτί­νες του σὰ νὰ ἤ­θε­λε νὰ δεῖ τὸ πέ­ρα­σμά του.

        Ὁ ἱ­δρὼς ὁ κρύ­ος ποὺ εἶ­χε χυ­θεῖ στὸ σῶ­μα του, στὸ μέ­τω­πό του κρύ­ω­νε πο­λὺ πο­λὺ ἀπ’ τὸν ψυ­χρὸ ἀ­έ­ρα.

         Ἄ, λί­γα βή­μα­τα ἀ­κό­μα…

        Καὶ τὰ πεῦ­κα κου­νού­σα­νε τὸ χον­τρό τους κε­φά­λι σὰ νὰ τοῦ λέγα­νε: Ἔ­λα, ἔ­λα! Θάρ­ρος… κά­νε γρή­γο­ρα…

        Ἐ­πι­τέ­λους! Βγῆ­κε, πά­τη­σε…

        — Ἄχ! ἔ­κα­νε καὶ προ­χώ­ρη­σε τρι­κλί­ζον­τας ἴ­σα­με τὰ πεῦ­κα, ὅ­που κι ἔ­πε­σε.

        Θέ­λη­σε τό­τε νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸ Θε­ὸ γιὰ τὴ βο­ή­θεια ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε, ἀλ­λὰ ξαφ­νι­κὰ μιὰ χα­ρὰ ἡ­δο­νι­κὴ χύ­θη­κε στὸ νοῦ του καὶ τὸν ἔ­κα­νε νὰ τὸ λη­σμο­νή­σει. Θυ­μή­θη­κε τὰ φι­λή­μα­τα τῆς ἐ­ξα­δέρφης του, τὰ κόκ­κι­να χεί­λια της καὶ ποὺ αὔ­ριο θὰ ἐρ­χό­τα­νε στὸ συγ­γε­νι­κό τους σπί­τι!

 

 

Πηγή: Ἅπαντα, τόμος Β΄, Τριανταδύο διηγήματα, Ζωὴ ἀρρωστεμένη καὶ ἄλλα διηγήματα, ἐκδ. Δελφίνι 1999. Πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1921.

 

Δημοσθένης Βου­τυ­ρᾶς: (Κωνσταντινούπολη, 1872-Ἀθήνα, 1954). Σημαντικός δι­η­γη­μα­το­γρά­φος τοῦ Μεσοπολέμου, τὸ ἔργο του ἀσχολείται κυρίως μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀπόκληρους. Πρωτοεμφανίζεται μὲ τὸ διήγημα Λαγκᾶς τὸ 1901, τὸ Ἀργό ξημέρωμα τὸ 1950 ἦταν τὸ τελευταῖο του βιβλίο.