.
.
Βιλιὲ Ντὲ Λ’ Ἲλ-Ἀντάμ (Villiers de l’Isle-Antam)
.
Ὁ ἡρωϊσμὸς τοῦ γιατροῦ Ἀλλιντονίλ
(L’héroïsme du docteur Hallindonhill)
.
Στὸνκύριο Henry May
Σκοτῶστε γιὰ νὰ θεραπευτεῖτε.
Ἐπίσημο γνωμικὸ τοῦ Broussais*
.
ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ τοῦ γιατροῦ Ἀλλιντονὶλ θὰ ἐκδικασθεῖ προσεχῶς στὸ κακουργιοδικεῖο τοῦ Λονδίνου.
Νὰ πῶς ἔχουν τὰ γεγονότα:
Στὶς εἴκοσι τοῦ περασμένου Μάη, οἱ δυὸ μεγάλες αἴθουσες ἀναμονῆς τοῦ ἐπιφανοῦς εἰδικοῦ καὶ θεραπευτῆ ὅλων τῶν πνευμονικῶν παθήσεων, ἦταν ὡς συνήθως, γεμάτες ἀπὸ πελάτες μὲ τὰ δελτία ἀναμονῆς στὸ χέρι.
Στὴν εἴσοδο στεκόταν ντυμένος μὲ τὴν μακριὰ μαύρη ρεντιγκότα του, ὁ δοκιμαστὴς τῶν νομισμάτων: ἐλάμβανε ἀπὸ τὸν καθένα τὶς δύο ὑποχρεωτικὲς γκινέες, τὶς δοκίμαζε μὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ χτύπημα τοῦ σφυριοῦ πάνω σὲ ἕνα πολυτελὲς ἀμόνι, φωνάζοντας μηχανικὰ all right.
Μέσα στὸ τζαμωτὸ ἰατρεῖο —στολισμένο ὁλόγυρα μὲ μεγάλα τροπικὰ δενδρύλλια μέσα σὲ μεγάλες ἰαπωνικὲς γλάστρες— εἶχε μόλις πάρει τὴ θέση του στὸ γραφεῖο του, ὁ αὐστηρός, μικρόσωμος γιατρὸς Ἀλλιντολίλ. Δίπλα του, στὸ στρογγυλὸ τραπεζάκι, ἡ γραμματέας του συνταγογραφοῦσε τὶς σύντομες συνταγές. Στὴν πορφυρὴ βελούδινη παραστάδα μιᾶς πόρτας, τῆς καρφωμένης μὲ χρυσὰ καρφιά, ὀρθωνόταν ἕνας ὑπηρέτης μὲ τερατώδη τράχηλο, τοῦ ὁποίου ἡ δουλειὰ ἦταν νὰ μεταφέρει, τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλο, τοὺς παραπαίοντες πνευμονοπαθεῖς, μέχρι τὴν πόρτα τῆς ἐξόδου – ἀπ’ ὅπου, ὁ ἀνελκυστήρας τοὺς ἔβγαζε, καθισμένους σὲ εἰδικὰ καρότσια, ἔξω. (Κι αὐτό, μόλις ἀκουγόταν τὸ μυστηριῶδες «ὁ ἑπόμενος».)
Οἱ ἀσθενεῖς ἔμπαιναν μέσα μὲ βλέμμα θολὸ καὶ θαμπὸ καὶ τὸ στέρνο γυμνό, κρατώντας στὰ χέρια τους τὰ ροῦχα τους· ἀμέσως, δέχονταν στὴν πλάτη καὶ στὸ στῆθος, τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ πληξίμετρου καὶ τοῦ σωληναρίου:
— Τίκ, τίκ, πλάφ! Ἀναπνεῦστε!…πλάφ!… ὡραῖα.
Ἀκολουθοῦσε ἡ συνταγογράφηση κάποιου φαρμάκου ἐντὸς ὀλίγων δευτερολέπτων, καὶ στὸ τέλος ἐκεῖνο τὸ περίφημο «ὁ ἑπόμενος».
Κι ἐδῶ καὶ τρία χρόνια, κάθε πρωΐ, ἡ οὐρὰ παρήλαυνε συνήθως ἀπὸ τὶς ἐννιὰ τὸ πρωῒ ἕως τὶς δώδεκα ἀκριβῶς.
Ξαφνικά, τὴν ἡμέρα ἐκείνη, στὶς 20 Μαΐου, στὶς ἐννιὰ ἡ ὥρα ἀκριβῶς, νά ’σου ποὺ καταφθάνει ἕνα εἶδος μακροσκελοῦς σκελετοῦ, μὲ διεσταλμένες τὶς κόρες τῶν ματιῶν του, βαθουλωμένα μάγουλα ποὺ ἄγγιζαν τὸν οὐρανίσκο του, μὲ τὸ στέρνο του γυμνὸ νὰ μοιάζει μὲ θωρακικὴ κοιλότητα κηλιδωμένης περγαμηνῆς, τὸ ὁποῖο τρανταζόταν ἀπὸ ξερόβηχα – μὲ λίγα λόγια ἕνα εἶδος ζωντανοῦ νεκροῦ. Εἶχε μιὰ γαλάζια γούνα ρενὰρ ποὺ τὴν κρατοῦσε στὸ ἀποστεωμένο χέρι του καὶ ξάπλωσε τὸ μηριαῖο ὀστό του στὸ ἰατρεῖο, βασταζόμενος, γιὰ νὰ μὴν πέσει, ἀπὸ τὰ μεγάλα φύλλα τῶν δενδρυλλίων.
— Τάκ! τάκ! πάφ! Δὲν γίνεται τίποτε! Μουρμούρισε ὁ γιατρὸς Ἀλλιντονίλ: μπὰς καὶ εἶμαι ἰατροδικαστὴς ποὺ διαπιστώνει τὸ θάνατο; Θὰ φτύνετε τὰ φλέματα τοῦ ἀριστεροῦ πνεύμονα, ὁ δεξιὸς εἶναι ξαφριστήρι!..
— Ὁ ἑπόμενος!
Ὁ ὑπηρέτης πῆγε νὰ σηκώσει τὸν πελάτη, ὅταν ἡ ἐξοχότητά του ὁ θεραπευτής, χτυπώντας ξαφνικὰ τὸ μέτωπό του, πρόσθεσε μὲ ἕνα παράξενο χαμόγελο:
— Εἶστε πλούσιος;
— Πολυεκατομμυριοῦχος! Ἀπάντησε βραχνὰ ὁ δυστυχὴς ποὺ μόλις εἶχε ξαποστείλει ὁ Ἀλλιντονὶλ τόσο γρήγορα ἀπὸ τὸν πλανήτη.
— Τότε, ἡ ἅμαξά σας νὰ σᾶς μεταφέρει ἀμέσως στὸ σταθμὸ Βικτώρια! Ὑπάρχει μιὰ ταχεία τῶν ἕντεκα γιὰ τὸ Ντόβερ! Μετὰ παίρνετε τὸ ὑπερωκεάνιο ! Ὕστερα ἀπὸ τὸ Καλαί, πᾶτε στὴ Μασσαλία μὲ κλινάμαξα ποὺ διαθέτει θερμάστρα! Μὲ τελικὸ προορισμὸ τὴ Νίκαια! Ἐκεῖ, ἐπὶ ἕξι μῆνες θὰ τρῶτε νεροκάρδαμο, χωρὶς ψωμί, οὔτε κρασί, οὔτε φροῦτα, οὔτε κρέας. Θὰ παίρνετε μιὰ κουταλιὰ τῆς σούπας βρόχινο νερὸ ἐμπλουτισμένο μὲ ἰώδιο κάθε δυὸ μέρες. Καὶ νεροκάρδαμο, νεροκάρδαμο, νεροκάρδαμο! Λιωμένο καὶ ἀλεσμένο μὲ τὸ χυμό του, εἶναι ἡ μόνη σας εὐκαιρία… ἀλλὰ καὶ πάλι!
Αὐτὸς ὁ δῆθεν θεραπευτὴς γιὰ τὸν ὁποῖον μὲ ἔχουν ξεκουφάνει, μοῦ φαινόταν κάτι παραπάνω ἀπὸ παράλογος, τὸν συστήνω σ’ ἕναν ἀπελπισμένο, ἀλλὰ δίχως νὰ τὸν πιστεύω οὔτε μιὰ στιγμή.
Ἀφοῦ τοποθετήθηκε μὲ μεγάλη προσοχὴ στὸν ἀνελκυστήρα ὁ φθισικὸς Κροῖσος, ἡ οὐρὰ τῶν πνευμονοπαθῶν, σκορβουτικῶν καὶ βρογχιτικῶν, ξαναβρῆκε πάλι τὴν κανονικὴ ροή της. Ἕξι μῆνες μετά, στὶς 3 Νοεμβρίου, στὶς ἐννιὰ ἡ ὥρα ἀκριβῶς, μπῆκε χωρὶς τὸ δελτίο ἀναμονῆς μέσα στὸ ἰατρεῖο τοῦ δόκτορος Ἀλλιλοντὶλ ἕνα εἶδος γίγαντα μὲ δυνατὴ καὶ χαρούμενη φωνὴ ποὺ τὸ ἠχόχρωμά της ἔκανε νὰ δονοῦνται τὰ τζάμια τοῦ ἰατρείου καὶ νὰ ριγοῦν τὰ φύλλα τῶν τροπικῶν φυτῶν, ἕνας κολοσσιαῖος μεγαλομπεμπὲς μὲ πλούσιο τρίχωμα. Ἄνοιξε δρόμο ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς πελάτες τοῦ δόκτορος Ἀλλιλοντίλ, ἴδιος μὲ ἀνθρώπινη βόμβα, καὶ ἔφτασε μέχρι τὸ ἱερὸ τοῦ πρίγκηπα τῆς Ἐπιστήμης, ὁ ὁποῖος, ψυχρός, μὲ τὸ μαῦρο του ἔνδυμα, μόλις εἶχε προλάβει νὰ καθίσει, ὡς συνήθως, στὸ γραφεῖο του. Ἀρπάζοντάς τον ἀπὸ τὶς μασχάλες, τὸν σήκωσε σὰν πούπουλο καὶ φιλοῦσε καὶ ξαναφιλοῦσε τὰ δυὸ ψυχρὰ καὶ λεῖα μάγουλα τοῦ γιατροῦ, μὲ τὸν τρόπο μιᾶς παράξενης Νορμανδῆς τροφοῦ· στὴ συνέχεια τὸν ἄφησε σὲ κωματώδη σχεδὸν κατάσταση καὶ νὰ ἀσφυκτιᾶ, στὴν πολυθρόνα του.
— Δυὸ ἑκατομμύρια; Τὰ θέλετε; Μήπως θέλετε τρία; φώναζε ὁ γίγαντας, ἀπαίτηση φοβερὴ καὶ τρομερή!
— Σᾶς ὀφείλω τὴν ἀνάσα μου, τὸν ἥλιο, τὰ ὡραῖα γεύματα, τὰ φρενήρη πάθη τῆς ζωῆς, τὰ πάντα! Ἀπαιτεῖστε λοιπὸν ἀνήκουστη ἀμοιβή: διψῶ γιὰ ἀναγνώριση!
— Ἄ! αὐτὸ πιά! Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τρελός; Νὰ τὸν διώξετε… ἄρθρωσε ἀδύναμα ὁ γιατρὸς μετὰ ἀπὸ μιὰ στιγμὴ ἐξάντλησης.
— Μὰ ὄχι, μὰ τί λέτε; Γρύλλισε ὁ τρελὸς μὲ βλέμμα πυγμάχου ποὺ ἔκανε τὸν ὑπηρέτη νὰ ὀπισθοχωρήσει. Γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, κατανοῶ γιατί ἐσεῖς, ὁ σωτήρας μου, δὲν μὲ ἀναγνωρίζετε. Εἶμαι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ νεροκάρδαμο! Ὁ ἀποτελειωμένος σκελετός, ὁ καταδικασμένος! Νίκαια, τὸ νεροκάρδαμο, νεροκάρδαμο, νεροκάρδαμο! Πέρασε τὸ ἑξάμηνό μου ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου σας. Ἐλᾶτε, ἀκοῦστε αὐτό.
Καὶ χτυποῦσε τὸ θώρακά του μὲ τὶς γροθιές του ποὺ ἦταν ἱκανὲς νὰ τσακίσουν τὸ κρανίο τῶν πλέον δυνατῶν ταύρων τοῦ Μίντλεσεξ.
— Ἔ! Εἶπε ὁ γιατρὸς χοροπηδώντας — Εἶστε…τί! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἑτοιμοθάνατος πού…
— Ναί, χίλιες φορὲς ναί, ἐγὼ εἶμαι! Οὔρλιαξε ὁ γίγαντας. — Χθὲς τὸ βράδυ κιόλας, μόλις ἀποβιβάστηκα, παράγγειλα τὴν προτομή σας ἀπὸ μπροῦντζο κι ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ παραγγείλω νὰ σᾶς ἀπονείμουν ἐπικήδειες τιμὲς στὸ Γουέστμινστερ!
Πῆρε τὸ θάρρος νὰ ἀνέβει πάνω σὲ ἕναν ἄνετο καναπὲ μὲ σπασμένα ἐλατήρια καὶ κλαψούρισε:
— Ἄ! τί ὄμορφη ποὺ εἶναι ἡ ζωή, καὶ ἀναστέναξε μὲ τὸ χασμωδικὸ χαμόγελο μιᾶς ἤρεμης, ἀτάραχης ἔκστασης.
Μὲ τὶς δυὸ λέξεις ποὺ ἐκστόμισε χαμηλόφωνα ὁ γιατρός, ὁ γραμματέας καὶ ὁ ὑπηρέτης ἀποσύρθηκαν. Μόλις ἔμεινε μόνος ὁ Ἀλλιντονὶλ μὲ τὸν ἀναστηθέντα, κοίταξε τὸν γίγαντα μὲ ὕφος ἐπιτηδευμένο, χλωμὸς καὶ ψυχρός, μὲ βλέμμα ποὺ πρόδιδε νευρικότητα, κι ἀφοῦ ἔμεινε κάποιες στιγμὲς σιωπηλός, μουρμούρισε ξαφνικά:
— Ἐπιτρέψτε μου πρῶτα νὰ ἀφαιρέσω αὐτὴ τὴ μύγα ἀπὸ τὸν κρόταφό σας.
Καὶ προχωρώντας πρὸς τὸ μέρος του, ὁ γιατρὸς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα κοντόκανο ρεβόλβερ bulle dog καὶ τὸ ἄδειασε δυὸ φορές, πολὺ γρήγορα, στὴν ἀριστερὴ κροταφικὴ ἀρτηρία.
Ὁ γίγαντας σωριάστηκε κάτω, κάνοντας τὴν ὀστεοθήκη θρύψαλα καὶ κηλιδώνοντας μὲ τὸ ἀναγνωρίσιμο τσερβέλο του τὸ χαλὶ τοῦ ἰατρείου πάνω στὸ ὁποῖο χτυπιόταν γιὰ ἕνα λεπτὸ μὲ τὶς παλάμες του ἀνοιχτές.
Μὲ δέκα ψαλιδιές, γούνα, ροῦχα καὶ ἐσώρουχα, ψαλιδισμένα στὴν τύχη, ἄφησαν γυμνὸ τὸ στῆθος τὸ ὁποῖο ὁ σοβαρὸς χειρουργός, μὲ μιὰ κίνηση τοῦ τεράστιου χειρουργικοῦ του νυστεριοῦ, ἔσκισε εὐθὺς ἀμέσως ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω.
Ἕνα τέταρτο ἀργότερα, ὅταν ὁ ἀστυφύλακας μπῆκε στὸ ἰατρεῖο νὰ παρακαλέσει τὸν δόκτορα Ἀλλιντονὶλ νὰ τὸν ἀκολουθήσει, ἐκεῖνος, ἤρεμος, καθισμένος μπροστὰ στὸ γραφεῖο του, μὲ ἕνα φακὸ στὸ χέρι, ἐξέταζε ἕνα ζεῦγος τεράστια πνευμόνια, ποὺ κείτονταν ὅμοια, σὲ πρηνῆ στάση, πάνω στὸ αἱμάσσον ἀναλόγιό του.
Ἡ ἐπιστημονικὴ ἰδιοφυΐα προσπάθησε μ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ κατανοήσει τὴν ὑπερ-θαυματουργὴ δράση τοῦ νεροκάρδαμου ποὺ ἦταν θρεπτικὴ καὶ ταυτοχρόνως ἀναζωογονητική.
— Κύριε ἀστυφύλακα, εἶπε ἐνῶ σηκωνόταν, ἔκρινα σκόπιμο νὰ θυσιάσω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἐφόσον ἡ ἄμεση νεκροψία μποροῦσε νὰ μοῦ ἀποκαλύψει τὸ μυστικὸ τῆς ὑγείας γιὰ τὴν ἐκφυλισμένη ἀρεία φυλὴ τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους· αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον δὲν δίστασα, τὸ ὁμολογῶ, νὰ θυσιάσω ἐδῶ τὴν συνείδησή μου στὸ καθῆκον.
Εἶναι περιττὸ νὰ προσθέσουμε ὅτι ὁ ἐπιφανὴς γιατρὸς ἀφέθηκε ἐλεύθερος μὲ μιὰ ἀπολύτως τυπικὴ ἐγγύηση, ἐφόσον ἡ ἐλευθερία του ἦταν πιὸ χρήσιμη ἀπὸ τὴν κράτησή του.
Αὐτὴ ἡ παράξενη ὑπόθεση θὰ ἐκδικασθεῖ τώρα στὸ Βρετανικὸ Κακουργιοδικεῖο. Ἄ! πόσο θαυμάσιες ἀγορεύσεις θὰ διαβάσει ἡ Εὐρώπη!
Ὅλα δείχνουν ὅτι αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ἔγκλημα δὲν θὰ κοστίσει στὸν ἥρωά του τὴν κρεμάλα τοῦ Newgate , ἀφοῦ οἱ Ἄγγλοι εἶναι ἄνθρωποι ποὺ κατανοοῦν, ὅπως κι ἐμεῖς, ὅτι ἡ ἀποκλειστικὴ ἀγάπη τῆς μελλοντικῆς Ἀνθρωπότητας, μὲ τὴν τέλεια περιφρόνηση τοῦ σημερινοῦ Ἀτόμου, ἀποτελεῖ στὶς μέρες μας, τὸ μοναδικὸ κίνητρο γιὰ τὴν ἀθώωση τῶν μεγαλόψυχων αὐτῶν παραβατῶν τῆς Ἐπιστήμης.
.
* Francois Broussais: Ἐπιφανὴς γιατρὸς ποὺ πέθανε τὸ 1938. Συγγραφέας τῆς θεωρίας τῆς «Ἰατρικῆς τῆς Φυσιολογίας». Φημιζόταν γιὰ τὸν δεσποτικό του χαρακτήρα, καὶ τὸ γνωμικὸ ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ Βιλιὲ ἐκφράζει τὴν θρυλικὴ βιαιότητα τῶν μεθόδων του.
.
..
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Claire Lenoir et autres contes insolites, ἐκδόσεις Flammarion, εἰσαγωγὴ καὶ σημειώσεις τοῦ Jacques Noiray, πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1888 μὲ ἀφιέρωση στὸν ἐκδότη Louis-Henry-May τῶν ἐκδόσεων Quantin.
Jean-Marie-Mathias-Philippe-Auguste de Villiers de L’Isle-Adam, ὁ ἐπονομαζόμενος Κόμης, καὶ ἀπὸ τὸ 1846 Μαρκήσιος de Villiers de L’Isle-Adam (Saint-Brieuc, 7 Νοεμβρίου 1838 – Παρίσι, 18 Αὐγούστου 1889). Ἡ οἰκογένειά του τὸν φώναζε Mathias ἐνῶ γιὰ τοὺς φίλους του ἦταν ὁ Βιλλιέ, ὁ ἴδιος χρησιμοποιοῦσε τὸ ὄνομα Auguste στὸ ἐξώφυλλο πολλῶν βιβλίων του. Ὑπῆρξε μεγάλος θαυμαστὴς τοῦ Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόε, τοῦ Μπωντλαὶρ καὶ τῆς μουσικῆς τοῦ Βάγκνερ. Ἦταν φίλος τοῦ Μαλλαρμὲ καὶ ἐνέπνευσε τοὺς Γάλλους συμβολιστές. Αὐτὸς ὁ ἀριστοκράτης ποὺ ὑπερασπιζόταν τὴ μοναρχία, εἶναι γνωστὸς κυρίως γιὰ τὰ νέα αἰσθητικὰ μέσα ποὺ εἰσήγαγε στὴ λογοτεχνία τῆς ἐποχῆς καὶ γιὰ τὸ στοιχεῖο τοῦ ἐξωπραγματικοῦ καὶ τοῦ ὀνειρικοῦ στὸ ἔργο του.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Ἰωάννα Ἀβραμίδου (Δράμα, 1951). Φιλόλογος, μεταφράστρια. Ἐργάστηκε ὡς μεταφράστρια στὴν ΕΕ ἀπὸ τὸ 1980 ἕως τὸ 2001. Ἀπὸ τὸ 2003 ἀσχολεῖται μὲ τὴ μετάφραση λογοτεχνίας, ποίησης, καὶ φιλοσοφίας.
.
Filed under: De L Isle Adam Villiers,Αβραμίδου Ιωάννα,Γαλλικά,Θάνατος,Κωμικό,Κοινωνικοί κώδικες,Νοσήματα,Παραβατικότητα,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Ιωάννα Αβραμίδου,Λογοτεχνία,Villiers de L'Isle-Adam | Τὰ σχόλια στὸ Βιλιὲ Ντὲ Λ’Ἴλ-Ἀντὰμ (Villiers de l’Isle-Antam) ἔχουν κλείσει