Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων


[people walking across the Shibuya crossing in Tokyo, Japan]


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων

(Shrine of carp)


ΕΙΝΑΙ Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ, τὰ μπὰρ κλεί­νουν στὴ Σιμ­πού­για καὶ χι­λιά­δες ξε­χύ­νον­ται στοὺς δρό­μους σὰν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη, με­θυ­σμέ­νη ὀ­δον­τό­πα­στα, γε­λών­τας καὶ μι­λών­τας ἰ­α­πω­νι­κά.

       Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι φρα­κα­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ γε­μά­τα τα­ξί. Εἶ­ναι πα­σί­γνω­στο ὅ­τι πο­λὺ δύ­σκο­λα βρί­σκεις τα­ξὶ στὴ Σιμ­πού­για Πα­ρα­σκευ­ὴ ἢ Σάβ­βα­το βρά­δυ. Κά­ποι­ες φο­ρὲς δὲ εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, μό­νο το πε­πρω­μέ­νο κι ἡ θε­ϊ­κὴ πα­ρέμ­βα­ση θὰ σοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τα­ξί.

       Στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ στὴ Σιμ­πού­για στὴν καρ­διὰ τοῦ τε­ρά­στιου αὐ­τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ πάρ­τι. Δὲν καί­γο­μαι νὰ γυ­ρί­σω πί­σω, για­τί εἶ­μαι μό­νος. Μό­λις ἐ­πι­στρέ­ψω, μὲ πε­ρι­μέ­νει ἕ­να ἄ­δει­ο κρε­βά­τι στὸ δω­μά­τιο ἑ­νὸς ξε­νο­δο­χεί­ου σὰν γέ­φυ­ρα ποὺ βγά­ζει σ’ ἔ­ρη­μο κι ἀ­συν­τρό­φευ­το ὕ­πνο.

       Ἔ­τσι, στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ γα­λή­νιος σὰν μπα­νά­να, ἀ­φοῦ κά­πως ἔ­τσι μοιά­ζω, μό­νος μὴ Ἰ­ά­πω­νας σὲ πλῆ­θος Ἰ­α­πώ­νων. Ὅ­λα τὰ τα­ξὶ ποὺ περ­νοῦν στὸ πλά­ι μου εἶ­ναι γε­μά­τα κι ἔ­χει τό­ση κί­νη­ση, ποὺ μό­λις με­τὰ βί­ας κι­νοῦν­ται. Βλέ­πω μπρο­στά μου ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­δεια, ὅ­μως, ἀ­μέ­σως μό­λις ἐμ­φα­νί­ζον­ται, τὰ παίρ­νουν.

       Δὲν μὲ νοιά­ζει.

       Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι δὲν ἔ­χω νὰ πά­ω καὶ σὲ τί­πο­τα σπου­δαῖ­ο, ἀν­τί­θε­τα μ’ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς ποὺ βλέ­πω γύ­ρω μου καὶ πᾶ­νε πρὸς ἕ­να με­θυ­σμέ­νο, χα­ρού­με­νο γα­μή­σι.

       Δι­κά τους τὰ τα­ξί.

       Ἂς εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ εὐ­χή μου.

       Κά­πο­τε ἤ­μουν κι ἐ­γὼ νέ­ος.

       Τό­τε βλέ­πω ἕ­να ἄ­δει­ο τα­ξὶ νά ’ρ­χε­ται πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ γιὰ κά­ποι­ον πε­ρί­ερ­γο λό­γο ὅ­λοι οἱ ἐ­ρα­στὲς κοι­τοῦν ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη καὶ ση­κώ­νω τὸ χέ­ρι μη­χα­νι­κὰ καὶ τοῦ κά­νω νό­η­μα νὰ στα­μα­τή­σει. Δὲν τὸ κά­νω για­τὶ θέ­λω τὸ τα­ξί. Γί­νε­ται ἀ­συ­ναί­σθη­τα ἀ­πὸ συ­νή­θεια. Πο­σῶς μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει νὰ τοὺς κλέ­ψω τὸ τα­ξί.

       Μ’ ἕ­να τέ­τοι­ο νεῦ­μα, ἀ­σφα­λῶς, τὸ τα­ξὶ στα­μα­τᾶ, κι ἔ­τσι μπαί­νω μέ­σα. Καὶ ἡ κα­λο­σύ­νη ἔ­χει ὅ­ρια. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι ἰ­δι­ό­κτη­το, ἀ­φοῦ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του κα­θρε­φτί­ζε­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ κα­τό­χου καὶ φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ποὺ πη­γά­ζει ἀ­π’ τ’ ὅ­τι ἔ­χει δι­κό του τα­ξί.

       Λέ­ω στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ στὸν ὁ­δη­γὸ ποῦ πη­γαί­νω καὶ ξε­κι­νᾶ­με. Ἔκ­πλη­κτος ἀ­κό­μη ποὺ στα­μά­τη­σε τὸ τα­ξί, κά­νω ἕ­να λε­πτὸ πε­ρί­που νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω πλή­ρως τί ὑ­πάρ­χει μὲς στὸ τα­ξί. Μὲ τὸ ποὺ μπαί­νω ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι κά­τι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­συ­νή­θι­στο, πο­λὺ πέ­ρα ἀ­π’ τὶς προ­σω­πι­κὲς πι­νε­λι­ὲς ποὺ προ­σθέ­τουν στὰ τα­ξὶ οἱ τα­ξι­τζῆ­δες.

       Τό­τε, ὅ­πως λέ­νε, μοῦ ’ρ­χε­ται ἐ­πι­φοί­τη­ση μὲς στὸ κομ­φού­ζιο τοῦ κλει­σί­μα­τος τῶν μπὰρ τῆς Σιμ­πού­για καὶ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ποῦ πραγ­μα­τι­κὰ βρί­σκο­μαι. Δὲν εἶ­μαι σὲ τα­ξί. Εἶ­μαι σὲ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι γε­μά­το σκί­τσα, φω­το­γρα­φί­ες, ἀ­κό­μη καὶ πί­να­κες ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζουν κυ­πρί­νους. Στὸ πί­σω κά­θι­σμα βλέ­πω δύ­ο πί­να­κες μὲ κυ­πρί­νους μέ­σα σὲ χρυ­σὸ κά­δρο, ἕ­ναν σὲ κά­θε πόρ­τα.

       Παν­τοῦ μὲς στὸ τα­ξὶ κο­λυμ­ποῦν κυ­πρί­νοι.

       «Κυ­πρί­νοι», λέ­ω στὸν ὁ­δη­γὸ στὰ ἀγ­γλι­κά, ἐλ­πί­ζον­τας πὼς κά­τι θὰ κα­τα­λά­βει. Δὲν ξέ­ρω πῶς εἶ­ναι ὁ κυ­πρί­νος στὰ ἰ­α­πω­νι­κά.

       «Χά­ι», λέ­ει στὰ ἰ­α­πω­νι­κά, ποὺ ση­μαί­νει ναί. Τό­τε σχη­μα­τί­ζω τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς γνω­ρί­ζει πῶς λέ­νε τὸν κυ­πρί­νο ὅ­λοι οἱ λα­οὶ τῆς γῆς, ἀ­κό­μη κι οἱ Ἐ­σκι­μῶ­οι ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­θό­λου κυ­πρί­νους, μό­νο πα­γό­βου­να καὶ τὰ τοια­ῦτα. Ὁ τύ­πος γου­στά­ρει γιὰ τὰ κα­λὰ τοὺς κυ­πρί­νους.

       Τὸν κοι­τῶ προ­σε­χτι­κά.

       Εἶ­ναι εὐ­τυ­χὴς καὶ πρό­σχα­ρος.

       Θυ­μᾶ­μαι ὅ­τι στὴν Ἰ­α­πω­νί­α ὁ κυ­πρί­νος συμ­βο­λί­ζει τὴν κα­λὴ τύ­χη κι εἶ­μαι σ’ ἕ­ναν κι­νη­τὸ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων ἐ­νῶ μπαι­νο­βγαί­νω στὴν πο­λύ­βου­η ἐ­ρω­τι­κὴ λε­ω­φό­ρο των Ἰ­α­πώ­νων. Βγά­ζει νό­η­μα. Βλέ­πω νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς στὰ τα­ξὶ ὁ­λό­γυ­ρά μας στὸν δρό­μο γιὰ τὴν ἡ­δο­νὴ καὶ τὸ πά­θος.

       Πλέ­ου­με ἀ­νά­με­σά τους σὰν κα­λὴ τύ­χη.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).


			

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Κου­νέ­λια



Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Κου­νέ­λια

(Rabbits)


ΧΩ ΜΙΑ ΦΙΛΗ πού ’­χει ἕ­ναν φί­λο στὴν Ἰ­α­πω­νί­α ποὺ συλ­λέ­γει κου­νέ­λια. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­πὸ κά­ποι­ο τα­ξί­δι στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, στὴν Εὐ­ρώ­πη ἢ στὴν Ἀ­με­ρι­κή, ἡ φί­λη μου τοῦ φέρ­νει κου­νέ­λια. Πρέ­πει νά ’­χει φέ­ρει γιὰ χά­ρη του ἴ­σα­με δι­α­κό­σια κου­νέ­λια. Κι ἂς μὴν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, μι­λᾶ­με γιὰ πά­ρα πολ­λὰ κου­νέ­λια ποὺ περ­νοῦν ἀ­π’ τὸ τε­λω­νεῖ­ο στὴν Ἰ­α­πω­νί­α. Στὸν φί­λο της ἀ­ρέ­σει κά­θε λο­γῆς ἀ­να­πα­ρά­στα­ση κου­νε­λιοῦ, γυ­ά­λι­νη ἢ με­ταλ­λι­κὴ ἢ ἕ­να σκί­τσο ἢ τ’ ὁ­τι­δή­πο­τε, φτά­νει νά ’­χει νὰ κά­νει μὲ κου­νέ­λια.

       Τὸ μό­νο ποὺ ξέ­ρω γι’ αὐ­τὸν εἶ­ναι πὼς τοῦ ἀ­ρέ­σουν τὰ κου­νέ­λια. Δὲν ξέ­ρω πό­σων χρό­νων εἶ­ναι οὔ­τε πῶς μοιά­ζει. Ξέ­ρω μο­νά­χα πὼς σ’ ἕ­ναν Ἰ­ά­πω­να ἀ­ρέ­σουν τὰ κου­νέ­λια.

       Συ­χνά, ὅ­ταν ἡ φί­λη μου κι ἐ­γὼ βολ­τά­ρου­με πα­ρέ­α ἐ­δῶ στὸ Τό­κιο, ἡ φί­λη μου ρί­χνει κα­μιὰ μα­τιὰ μπᾶς καὶ βρεῖ κά­ποι­ο κου­νέ­λι καὶ με­γα­λώ­σει τὴ συλ­λο­γή του. Ἂν συ­ναν­τή­σου­με κα­νέ­να μα­γα­ζά­κι μὲ μι­κρο­πράγ­μα­τα ποὺ δεί­χνει ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νά ’­ναι τὸ σπί­τι ἑ­νὸς κά­ποι­ου κου­νε­λιοῦ, στε­κό­μα­στε καὶ κοι­τᾶ­με.

       Κά­πως ἔ­τσι, ὅ­ταν πε­ρι­πλα­νι­έ­μαι τώ­ρα πιὰ μό­νος στὸ Τό­κιο, κα­μιὰ φο­ρᾶ κοι­τῶ κι ἐ­γὼ μή­πως καὶ βρῶ κά­να κου­νέ­λι. Εἶ­δα σή­με­ρα ἕ­να μέ­ρος ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ’­χει κου­νέ­λια καὶ στα­μά­τη­σα.

       Ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος;

       Για­τί κου­νέ­λια;



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ



Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ

(Castle of the Snow Bride)


… ὅ,τι λεί­πει ἐ­δῶ εἶ­ναι πο­λὺ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἀ­κο­λου­θεῖ, δι­ό­τι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­που­σιά­ζει εἶ­ναι τὸ φι­νά­λε μιᾶς ἰ­α­πω­νι­κῆς τσόν­τας μὲ τί­τλο Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ἡ ται­νί­α ἦ­ταν ἀ­πί­στευ­τα αἰ­σθη­σια­κή. Ἔ­πει­τα ἀ­π’ τὴν πα­ρα­κο­λού­θη­ση λί­γων μό­νο σκη­νῶν, ἡ στύ­ση μου ἔ­μοια­ζε μὲ τὴ στύ­ση ἐ­φή­βου. Ἦ­ταν φλο­γε­ρὴ καὶ ἀ­κα­νό­νι­στη, τρε­μό­παι­ζε ὅ­πως το­πί­ο στὴν καυ­τὴ ἔ­ρη­μο.

       Οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ στὴν ται­νί­α ἦ­ταν ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της ὀ­μορ­φιᾶς, χά­ρης καὶ ἡ­δο­νῆς. Ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τα ὁ­λο­έ­να πιὸ πο­λύ­πλο­κα, ὁ­λο­έ­να πιὸ εὐ­φάν­τα­στα.

       Ἡ πί­ε­ση τῆς στύ­σης μου εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο σχε­δὸν νὰ μὲ πε­τᾶ πρὸς τὰ πί­σω, κόν­τευ­α νὰ ἐ­κτο­ξευ­θῶ ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου καὶ νὰ προ­σγει­ω­θῶ στὰ γό­να­τα τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ κα­θό­ταν πί­σω μου.

       Τὸ κορ­μί μου παλ­λό­ταν ἀ­π’ τὸν ἴ­λιγ­γο τοῦ σὲξ σὰν δί­νη σὲ τρο­πι­κὴ θά­λασ­σα καὶ ὁ νοῦς μου πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν σὰν τὸ χτύ­πη­μα πόρ­τας ποὺ δὲν στα­μα­τᾶ ν’ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει.

       Ἡ ται­νί­α προ­χω­ροῦ­σε ὅ­λο καὶ βα­θύ­τε­ρα σὲ πιὸ πε­ρί­τε­χνο καὶ φαν­τα­σμα­γο­ρι­κὸ σέξ, στὸ τα­ξί­δι αὐ­τὸ μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν πλέ­ον αἰ­σθη­σια­κὴ ἐμ­πει­ρί­α πού ’­χα δεῖ ἢ φαν­τα­στεῖ πο­τέ μου. Λί­γο ἀ­κό­μη καὶ ὅ­λη ἡ προ­η­γού­με­νη ἐμ­πει­ρί­α μου στὸ σὲξ θά ’­μοια­ζε λὲς κι εἶ­χα πε­ρά­σει ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ δου­λεύ­ω λο­γι­στὴς σὲ μι­κρὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ φτιά­χνει τοῦ­βλα καὶ πον­τι­κο­πα­γί­δες σὲ μιὰ πό­λη τό­σο ζο­φε­ρὴ καὶ μο­νό­το­νη, ποὺ δὲν ἔ­χει κὰν ὄ­νο­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ζοῦν ἐ­κεῖ ὅ­λο τὸ ἀ­να­βάλ­λουν καὶ πά­νω ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ χρό­νια δὲν τὴν ὀ­νο­μα­τί­ζουν.

       «Θὰ πρέ­πει νὰ ὀ­νο­μα­τί­σου­με τὴν πό­λη αὐ­τὴ τοῦ χρό­νου», ἔ­τσι κά­πως τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν κι ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς θά ’­μοια­ζε ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ συγ­κρι­νό­με­νη μὲ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας.

       Εἶ­χαν μεί­νει ἐν­νέ­α λε­πτὰ γιὰ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας. Εἶ­χα συγ­κρα­τή­σει τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­π’ τὸ γκι­σέ. Ἡ ται­νί­α θὰ τε­λεί­ω­νε στὶς ἑ­φτὰ καὶ ἐν­νέ­α λε­πτὰ καὶ τὸ ρο­λό­ι τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­δει­χνε ἑ­φτὰ ἀ­κρι­βῶς. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ θὰ περ­νοῦ­σε στὴν ἀ­φά­νεια, θὰ γι­νό­ταν μου­σεια­κὸ εἶ­δος.

       Οἱ ἐ­ρω­τι­κὲς πε­ρι­πτύ­ξεις τῶν γυ­ναι­κῶν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου ἄρ­χι­σαν τώ­ρα νὰ με­τα­τρέ­πουν τὰ κα­θί­σμα­τα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου σὲ ἀ­τμό. Ἦ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καὶ εὐ­χά­ρι­στη ἐμ­πει­ρί­α νὰ νι­ώ­θω τὸ κά­θι­σμά μου νὰ ἐ­ξα­τμί­ζε­ται ἀ­π’ τὴν ἡ­δο­νή.

       Τό­τε συ­νέ­βη κά­τι ποὺ μ’ ἔ­κα­νε νὰ ση­κω­θῶ καὶ νὰ βγῶ στὸ φουα­γιέ. Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ση­μαν­τι­κή. Ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­φύ­γω. Ἐ­κεῖ τα πράγ­μα­τα ἄρ­χι­σαν κά­πως νὰ πε­ρι­πλέ­κον­ται μὲς στὴν ἀ­σά­φειά τους.

       Ἴ­σως ση­κώ­θη­κα νὰ πά­ρω ἀ­να­ψυ­κτι­κὸ θε­ω­ρών­τας πὼς ἔ­χω ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ τὸ κά­νω καὶ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὴν αἴ­θου­σα προ­τοῦ ἀρ­χί­σει ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νή, μπο­ρεῖ ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο νὰ μὲ σή­κω­σε ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου.

       Μπο­ρεῖ νὰ θέ­λη­σα νὰ πά­ω στὴν του­α­λέ­τα ἢ νά ’­πρε­πε νὰ δώ­σω σὲ κά­ποι­ον ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γράμ­μα κι εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με στὸ φουα­γιὲ καὶ δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α πό­τε ξε­κι­νᾶ ἡ ται­νί­α ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴν πιὸ θε­σπέ­σια ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νὴ ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

       Τέ­λος πάν­των, ἔ­κα­να αὐ­τὸ πού ’­χα νὰ κά­νω στὸ φουα­γιὲ —ὅ,τι κι ἂν ἦ­ταν— κι ἔ­τρε­ξα μὲ φό­ρα στὴν αἴ­θου­σα γιὰ νὰ δῶ τὴν αὐ­λαί­α νὰ πέ­φτει στὸ τέ­λος τῆς ται­νί­ας μὲ τὸ μα­κρι­νὸ πλά­νο ἑ­νὸς κά­στρου τὴ δύ­ση πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νου ἀ­πὸ κο­ρά­κια.

       Τὰ φῶ­τα ἄ­να­ψαν γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­λα κι ἡ αἴ­θου­σα ἦ­ταν γε­μά­τη λι­πό­θυ­μους ἄν­τρες. Ὁ­ρι­σμέ­νοι ἦ­ταν σω­ρι­α­σμέ­νοι στοὺς δι­α­δρό­μους. Ὅ­λοι τους εἶ­χαν μιὰ ἔκ­φρα­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας ζω­γρα­φι­σμέ­νη στὰ πρό­σω­πά τους, λὲς κι ὁ ἄγ­γε­λος τῆς ἡ­δο­νῆς τοὺς εἶ­χε ἀγ­γί­ξει ὅ­σο ἔ­κα­να ὅ,τι ἔ­κα­να.

       Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως τὸ ἔρ­γο θὰ παι­ζό­ταν ἄλ­λη μιὰ μέ­ρα. Πῆ­γα στὸ σπί­τι ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ζών­τας τὴν κό­λα­ση ἐ­πὶ γῆς. Ἡ νύ­χτα κύ­λη­σε σὰν πα­γω­μέ­νο νε­ρὸ ποὺ πέ­φτει στα­γό­να-στα­γό­να σὲ μιὰ πυ­ρέσ­σου­σα στύ­ση ποὺ κρά­τη­σε ὅ­λο τὸ βρά­δυ στὸν ὕ­πνο μου, πα­γι­δεύ­ον­τάς με σ’ ἕ­να κα­θε­στὼς τρο­με­ροῦ πό­νου.

       Ἡ πρώ­τη προ­βο­λὴ τοῦ Κά­στρου τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ ἦ­ταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη γιὰ τὸ με­ση­μέ­ρι στὶς δώ­δε­κα καὶ ἕ­να λε­πτό. Τὸ πρω­ῒ πέ­ρα­σε σὰν μα­ϊ­μοὺ ποὺ πα­λεύ­ει νὰ χο­ρέ­ψει στὸν πά­γο.

       Ὅ­ταν πῆ­γα στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο στὶς δώ­δε­κα πα­ρὰ τέ­ταρ­το, ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Στὴ θέ­ση του ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ πάρ­κο μὲ παι­διὰ ποὺ παί­ζουν καὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους κα­θι­σμέ­νους σὲ παγ­κά­κια νὰ δι­α­βά­ζουν.

       Ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ ρω­τή­σω γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως κα­νεὶς ἐ­κεῖ δὲν μι­λοῦ­σε ἀγ­γλι­κά. Μό­λις βρέ­θη­κε ἐ­πι­τέ­λους κά­ποι­ος ποὺ γνώ­ρι­ζε ἀγ­γλι­κά, μοῦ ’­πε μὲ ὕ­φος ἀ­πο­λο­γη­τι­κὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς του­ρί­στας ἀ­π’ τὴν Ὀ­σά­κα, ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πρώ­τη φο­ρὰ τὸ Τό­κιο καὶ δὲν ξέ­ρει τί­πο­τε γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως τὸ πάρ­κο εἶ­ναι πα­νέ­μορ­φο. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ πού ’­χε τό­σα δέν­τρα.

       Ἀρ­γό­τε­ρα συ­νάν­τη­σα ἀν­θρώ­πους μὲ κα­λὴ γνώ­ση τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου. Τοὺς ρώ­τη­σα γιὰ τὸ Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δὲν τὸ εἶ­χαν ξα­να­κού­σει πο­τέ τους καὶ μὲ ρώ­τη­σαν ἂν εἶ­μαι σί­γου­ρος γιὰ τὸν τί­τλο.

       Ναί, ἤ­μουν σί­γου­ρος. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μό­νο ἕ­να Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δυ­στυ­χῶς δὲν μπό­ρε­σαν νὰ μὲ βο­η­θή­σουν. Ἰ­δοὺ λοι­πόν: Ὅ­λα εἶ­ναι ἐ­δῶ πέ­ρ’ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ λεί­πει.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της

 

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της

(The irrevocable sadness of her thank you)


ΕΝ ΘΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙ. Δὲν θὰ τὴν ἀ­φή­σω νὰ δρα­πε­τεύ­σει. Δὲν θέ­λω νὰ χα­θεῖ γιὰ πάν­τα, δι­ό­τι εἶ­μαι εἰ­λι­κρι­νὰ ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς λί­γους ἀν­θρώ­πους στὸν πλα­νή­τη αὐ­τὸ ποὺ νοι­ά­ζε­ται γιὰ κεί­νη, πέ­ρ’ ἀ­π’ τοὺς φί­λους της καὶ τὴν ὅ­ποι­α οἰ­κο­γέ­νειά της.

       Εἶ­μαι ὁ μό­νος ἀ­νά­με­σα σὲ 218.000.000 Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς ποὺ νοι­ά­ζε­ται γιὰ κεί­νη. Δὲν νοι­ά­ζε­ται κα­νεὶς στὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, στὴν Κί­να, στὴ Νορ­βη­γί­α ἢ στὴ Γαλ­λί­α

       … οὔ­τε σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἀ­φρι­κή.

       Πε­ρί­με­να στὸν σταθ­μὸ Χα­ρα­τζού­κου τὸ τρέ­νο τῆς γραμ­μῆς Γι­α­μα­νό­τε γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὸ Σιν­τζού­κου. Ἡ ἀ­πο­βά­θρα ἔ­βλε­πε σὲ μιὰ κα­τα­πρά­σι­νη βου­νο­πλα­γιά: βα­θυ­πρά­σι­νη χλό­η, πλῆ­θος θά­μνοι καὶ δέν­τρα, ὅ­πως πάν­τα στὸ Τό­κιο εὐ­χά­ρι­στη θέ­α.

       Δὲν τὴν εἶ­δα νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ τρέ­νο μα­ζί μου στὴν ἀ­πο­βά­θρα, ὅ­μως εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι ἦ­ταν ἐ­κεῖ, πι­θα­νό­τα­τα στε­κό­ταν δί­πλα μου, γι’ αὐ­τὸ καὶ γρά­φω τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή.

       Τὸ τρέ­νο τῆς γραμ­μῆς Γι­α­μα­νό­τε ἦλ­θε.

       Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ πρά­σι­νο, ὄ­χι ὅ­μως κα­τα­πρά­σι­νο, σχε­δὸν τρο­πι­κὸ σὰν τὴν πλα­γιὰ πλά­ι στὸν σταθ­μό. Τὸ μέ­ταλ­λο τοῦ τρέ­νου δεί­χνει φθαρ­μέ­νο. Τὸ τρέ­νο ἔ­χει τὴ θαμ­πά­δα τῶν ὀ­νεί­ρων ἡ­λι­κι­ω­μέ­νου ποὺ βλέ­πει τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἀκ­μή του· ὅ­λα ὅ­σα θά ’­χε στὴ νε­ό­τη­τα μπρο­στά του βρί­σκον­ται τώ­ρα πιὰ πί­σω του.

       Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ τρέ­νο.

       Ὅ­λες οἱ θέ­σεις ἦ­ταν κα­τει­λημ­μέ­νες κι ἔ­πρε­πε νὰ στα­θοῦ­με ὄρ­θιοι κι ἦ­ταν τό­τε ποὺ τὴν πρό­σε­ξα νὰ στέ­κε­ται πλά­ι μου, δι­ό­τι ἦ­ταν πο­λὺ ψη­λὴ γιὰ Γι­α­πω­νέ­ζα, γύ­ρω στὸ 1,70. Φο­ροῦ­σε ἕ­να λι­τὸ λευ­κὸ φό­ρε­μα κι ἔ­βγα­ζε μιὰ πο­λὺ ἥ­συ­χη, γα­λή­νια θλί­ψη.

       Τὸ μπό­ι της καὶ ἡ θλί­ψη της τρά­βη­ξαν τὴν προ­σο­χή μου καὶ τὰ ἕ­ξι ἢ ἑ­φτὰ λε­πτὰ ποὺ κά­νει τὸ τρέ­νο νὰ φτά­σει στὸ Σιν­τζού­κου εἶ­χε κα­τα­κυ­ρι­εύ­σει τὸν νοῦ μου, ὅ­που ἔ­κτο­τε —ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν τοῦ­τες οἱ λέ­ξεις— δὲν ἔ­χει πά­ψει νὰ κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση.

       Στὴν ἑ­πό­με­νη στά­ση, ὁ ἄν­τρας ποὺ κα­θό­ταν μπρο­στά μου ση­κώ­θη­κε καὶ ἡ θέ­ση ἄ­δεια­σε. Τὸ ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι πε­ρι­μέ­νει νὰ κα­θί­σω, ὅ­μως δὲν τὸ ἔ­κα­να. Στε­κό­μουν ἁ­πλῶς ἐ­κεῖ πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ κα­θί­σει. Ἄλ­λοι ὄρ­θιοι κον­τά μας δὲν ὑ­πῆρ­χαν, κι ἔ­τσι ἦ­ταν φα­νε­ρὸ ὅ­τι τῆς πρό­σφε­ρα τὴ θέ­ση.

       Κα­θὼς τὴν κοι­τοῦ­σα σκε­φτό­μουν: Κά­θι­σε, σὲ πα­ρα­κα­λῶ. Θέ­λω νὰ κα­θί­σεις. Συ­νέ­χι­σε νὰ στέ­κε­ται πλά­ι μου κοι­τών­τας τὴν κε­νὴ θέ­ση.

       Πά­νω ποὺ ἑ­τοι­μα­ζό­μουν νὰ δεί­ξω τὴ θέ­ση καὶ νὰ πῶ στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ «ντό­ου­ζο» ποὺ ση­μαί­νει πα­ρα­κα­λῶ, ὁ ἄν­τρας ποὺ κα­θό­ταν ἀ­κρι­βῶς δί­πλα γλί­στρη­σε στὴν κε­νὴ θέ­ση καὶ τῆς πρό­σφε­ρε τὴ δι­κή του κι ἐ­κεί­νη κά­θι­σε στὴ θέ­ση του, ὅ­μως, κα­θὼς κα­θό­ταν, γύ­ρι­σε πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ μοῦ εἶ­πε στ’ ἀγ­γλι­κὰ «εὐ­χα­ρι­στῶ». Ὅ­λα αὐ­τὰ κρά­τη­σαν πε­ρί­που εἴ­κο­σι δευ­τε­ρό­λε­πτα, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ θέ­ση μπρο­στά μου ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κε ὥ­σπου νὰ κα­θί­σει ἡ γυ­ναί­κα στὴ δι­πλα­νὴ θέ­ση.

       Ἡ πε­ρί­πλο­κη αὐ­τὴ κί­νη­ση τοῦ μπα­λέ­του τῆς ζω­ῆς ἔ­κα­νε τὸν νοῦ μου ν’ ἀν­τη­χεῖ σὰν καμ­πά­να βυ­θι­σμέ­νη στὸν βυ­θὸ τοῦ Εἰ­ρη­νι­κοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ ἐν μέ­σῳ φο­βε­ροῦ σει­σμοῦ ποὺ προ­κα­λεῖ ρήγ­μα­τα στὸν ὠ­κε­ά­νιο πυθ­μέ­να καὶ ση­κώ­νει πα­λιρ­ρο­ϊ­κὸ κύ­μα μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὴν πλη­σι­έ­στε­ρη ἀ­κτή, πι­θα­νὸν χι­λιά­δες μί­λια μα­κριά: στὴν Ἰν­δί­α.

       Ἡ καμ­πά­να ἀ­πη­χοῦ­σε τὴν ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της. Πο­τὲ πρὶν δὲν εἶ­χα ἀ­κού­σει δυ­ὸ λέ­ξεις νὰ προ­φέ­ρον­ται μὲ τέ­τοι­α θλί­ψη. Μο­λο­νό­τι ὁ σει­σμὸς τῆς πρώ­της ἄρ­θρω­σης ἔ­χει πιὰ πε­ρά­σει, βρί­σκο­μαι ἀ­κό­μη ὑ­πὸ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν ἑ­κα­τον­τά­δων με­τα­σει­σμῶν.

       Εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, με­τα­σει­σμοὶ τραν­τά­ζουν τὸν νοῦ μου ξα­νὰ καὶ ξα­νά, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ.

       Τὴν κοι­τοῦ­σα κα­θι­σμέ­νη ἐ­κεῖ με­ρι­κὰ λε­πτά, ὥ­σπου νὰ φτά­σου­με στὸν σταθ­μὸ Σιν­τζού­κου. Ἔ­βγα­λε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ δι­α­βά­ζει. Δὲν μπό­ρε­σα νὰ δι­α­κρί­νω τί βι­βλί­ο ἦ­ταν. Δὲν γνω­ρί­ζω ἂν ἐ­πρό­κει­το γιὰ φι­λο­σο­φί­α ἢ γιὰ κά­ποι­ο φτη­νὸ ρο­μάν­τζο. Δὲν ἔ­χω τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰ­δέ­α γιὰ τὴ νο­η­μο­σύ­νη της, ὅ­μως ἔ­τσι ὅ­πως δι­ά­βα­ζε τὸ βι­βλί­ο μοῦ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ τὴ χα­ζέ­ψω μὲ τὴν ἡ­συ­χί­α μου, δί­χως νὰ τὴν κά­νω νὰ νι­ώ­σει ἄ­βο­λα.

       Δὲν σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα της ἀ­π’ τὸ βι­βλί­ο οὔ­τε στιγ­μή.

       Φο­ροῦ­σε ἕ­να λι­τὸ λευ­κὸ φό­ρε­μα ποὺ δὲν πρέ­πει νά ’­ταν πο­λὺ ἀ­κρι­βό, πρέ­πει νὰ κό­στι­σε ἐ­λά­χι­στα. Τὸ σχέ­διό του ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­πέ­ριτ­το καὶ τὸ ὕ­φα­σμα τα­πει­νό, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν νη­μά­των καὶ τὴν ποι­ό­τη­τα. Τὸ φό­ρε­μα δὲν ἦ­ταν μο­δά­το λι­τό. Ἦ­ταν στ’ ἀ­λή­θεια λι­τό.

       Φο­ροῦ­σε πο­λὺ φτη­νά, λευ­κὰ πλα­στι­κὰ πα­πού­τσια πού ’­μοια­ζαν βγαλ­μέ­να ἀ­πὸ κα­λά­θι προ­σφο­ρῶν ὑ­πο­δη­μα­το­πω­λεί­ου.

       Φο­ροῦ­σε ρὸζ ξε­βαμ­μέ­νες κάλ­τσες. Μοῦ φέρ­ναν θλί­ψη. Πο­τὲ ξα­νὰ δὲν εἶ­χα νι­ώ­σει θλί­ψη κοι­τών­τας ἕ­να ζευ­γά­ρι κάλ­τσες, ὅ­μως οἱ κάλ­τσες αὐ­τὲς μοῦ φέρ­ναν θλί­ψη βα­θιά, κι ἂς μὴν ἔ­φτα­νε ἡ θλί­ψη αὐ­τὴ πα­ρὰ τὸ ἑ­κα­τομ­μυ­ρι­ο­στὸ τῆς θλί­ψης τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της. Οἱ κάλ­τσες αὐ­τὲς σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὸ εὐ­χα­ρι­στῶ της ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χέ­στε­ρη μέ­ρα ὅ­λης μου τῆς ζω­ῆς.

       Τὸ μό­νο κό­σμη­μα ποὺ φο­ροῦ­σε ἦ­ταν ἕ­να κόκ­κι­νο πλα­στι­κὸ δα­χτυ­λί­δι. Ἔ­μοια­ζε μὲ δῶ­ρο-ἔκ­πλη­ξη ἀ­πὸ σα­κου­λά­κι πὸπ κὸρν Cracker Jack.

       Σί­γου­ρα θὰ κρα­τοῦ­σε τσάν­τα καὶ θά ’­βγα­λε ἀ­πὸ κεῖ τὸ βι­βλί­ο, δι­ό­τι μό­λις κά­θι­σε δὲν κρα­τοῦ­σε βι­βλί­ο καὶ τὸ φό­ρε­μά της δὲν εἶ­χε τσέ­πες, ὅ­μως δὲν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ τὸ πα­ρα­μι­κρὸ γιὰ τὴν τσάν­τα. Πι­θα­νό­τα­τα μέ­χρι ἐ­κεῖ μπό­ρε­σα νὰ φτά­σω.

       Κά­θε ζων­τα­νὸ σύ­στη­μα ἔ­χει τὰ ὅ­ριά του.

       Ἡ τσάν­τα της ξε­περ­νοῦ­σε τὰ ὅ­ρια τῆς ζω­ῆς μου.

       Ὅ­σο γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α καὶ τὴν ἐμ­φά­νι­σή της, κα­θὼς προ­εῖ­πα, ἦ­ταν γύ­ρω στὸ 1,70, ψη­λὴ γιὰ Γι­α­πω­νέ­ζα, κι ἦ­ταν νέ­α καὶ θλιμ­μέ­νη. Θὰ μπο­ροῦ­σε κάλ­λι­στα νά ’­ναι ἀ­πὸ 18 ἕ­ως 32 χρό­νων. Δύ­σκο­λα μαν­τεύ­ει κα­νεὶς τὴν ἡ­λι­κί­α μιᾶς Γι­α­πω­νέ­ζας.

       Εἶ­ναι νέ­α καὶ θλιμ­μέ­νη, πη­γαί­νει κά­που ποὺ δὲν θὰ μά­θω πο­τέ, κα­θι­σμέ­νη ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ στὸ τρέ­νο δι­α­βά­ζει τὸ βι­βλί­ο της, κι ἐ­γὼ ἀ­πο­βι­βά­ζο­μαι στὸν σταθ­μὸ Σιν­τζού­κου, μὲ τὸ εὐ­χα­ρι­στῶ της σὰν φάν­τα­σμα ἀν­τη­χεῖ μὲς στὸν νοῦ μου γιὰ πάν­τα.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Robert Shapard): Ἡ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη ἐ­πα­νε­πι­νό­η­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας



Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Robert Shapard)


Ἡ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη ἐ­πα­νε­πι­νό­η­ση

τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας


(The Remarkable Reinvention of Very Short Fiction)


ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΗ μυ­θο­πλα­σί­α ἀ­παν­τᾶ μὲ πολ­λὲς ὀ­νο­μα­σί­ες, ποὺ ποι­κίλ­λουν ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἔ­κτα­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας καὶ τὴ χώ­ρα. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἡ πλέ­ον δι­α­δε­δο­μέ­νη ὀ­νο­μα­σί­α εἶ­ναι flash· στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ micro. Ἄ­κρες μέ­σες, μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι δέ­κα φο­ρὲς συν­το­μό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ δι­ή­γη­μα, ὡ­στό­σο οἱ ἀ­ριθ­μοὶ δὲν μᾶς λέ­νε τὰ πάν­τα. Προ­τι­μῶ τὶς με­τα­φο­ρές, σὰν κι αὐ­τὴ τῆς Λί­σας Βα­λεν­σου­έ­λα: «Συ­νή­θως πα­ρο­μοιά­ζω τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ θη­λα­στι­κό, ἄ­γριο σὰν τὴν τί­γρη ἢ καὶ ἥ­με­ρο σὰν τὴν ἀ­γε­λά­δα, τὸ δι­ή­γη­μα μὲ πτη­νὸ ἢ ψά­ρι καὶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα μὲ ἔν­το­μο (στὶς κα­λύ­τε­ρές των πε­ρι­πτώ­σε­ων ἰ­ρι­δί­ζον).»(1)

       Ἡ ἀ­πή­χη­ση τῶν ἐν λό­γῳ «ἰ­ρι­δι­ζόν­των ἐν­τό­μων» ὁ­λο­έ­να καὶ με­γα­λώ­νει παγ­κο­σμί­ως, ἰ­δί­ως ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1980 κι ἔ­πει­τα. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἀν­θο­λο­γί­ες, συλ­λο­γὲς καὶ βι­βλι­α­ρά­κια τοῦ εἴ­δους ἔ­χουν που­λή­σει ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο ἀν­τί­τυ­πα – λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ μπὲστ σέ­λερ τοῦ Τζὸν Γκρί­σαμ, ὅ­μως ὁ ἀ­ριθ­μὸς δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου εὐ­κα­τα­φρό­νη­τος. Ἠ­θο­ποι­οὶ τῆς τη­λε­ό­ρα­σης καὶ τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­χουν δι­α­βά­σει τέ­τοι­α κεί­με­να στὸ Μπρόν­τγου­ε­ϊ, τὰ ἔ­χουν ἠ­χο­γρα­φή­σει γιὰ νὰ με­τα­δο­θοῦν μα­γνη­το­σκο­πη­μέ­να στὴν ἐκ­πομ­πὴ Selected Shorts τοῦ National Public Radio. Παγ­κό­σμια συ­νέ­δρια μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἔ­χουν δι­ε­ξα­χθεῖ καὶ συ­νε­χί­ζουν νὰ δι­ε­ξά­γον­ται στὴν Ἐλ­βε­τί­α, τὴν Ἱ­σπα­νί­α, τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ καὶ σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες. Στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α, ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ καὶ ἑ­ορ­τά­ζε­ται Ἐ­θνι­κὴ Μέ­ρα Flash Fiction (ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με στὴν Guardian)(2), πράγ­μα ποὺ ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας.

       Ἐν­τού­τοις, λί­γοι μοιά­ζουν νὰ γνω­ρί­ζουν ἀ­κρι­βῶς τοὺς λό­γους τῆς ἀ­πή­χη­σης τῶν μι­κρο­σκο­πι­κῶν αὐ­τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ἢ ἀ­κό­μη καὶ τί εἶ­ναι. Ἄ­ρα­γε εἶ­ναι μό­δα τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου; Εἶ­ναι σύν­το­μα δι­ό­τι ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ τὸ Twitter ἔ­χουν συρ­ρι­κνώ­σει τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα δι­α­τή­ρη­σης τῆς προ­σο­χῆς; Ἂν ἰ­σχύ­ει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο, ὁ Τζού­λιαν Γκόφ, πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ἰρ­λαν­δὸς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος ποὺ ζεῖ στὴ Γερ­μα­νί­α, τὸ βλέ­πει ἀρ­κε­τὰ θε­τι­κά. Στὸ Βest European Fiction 2010 (στὸ ὁ­ποῖ­ο συμ­με­τέ­χει μ’ ἕ­να πο­λὺ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα), ἐ­πι­ση­μαί­νει τὸ ἑ­ξῆς:

       «Ἡ γε­νιά μου, κα­θὼς καὶ οἱ νε­ό­τε­ροι, δέ­χον­ται τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ὄ­χι μὲ τὴ μορ­φὴ μα­κρο­σκε­λοῦς, συ­νε­κτι­κῆς, αὐ­το­τε­λοῦς ἑ­νό­τη­τας (μιᾶς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῆς ται­νί­ας, ἑ­νὸς δί­σκου, ἑ­νὸς μυ­θι­στο­ρή­μα­τος) ἀλ­λὰ μέ­σῳ θραυ­σμά­των ποὺ δι­α­φέ­ρουν ση­μαν­τι­κὰ ὡς πρὸς τὸ ὕ­φος. (Ζά­πινγκ, σερ­φά­ρι­σμα στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ κομ­μα­τι­ῶν μὲ τυ­χαί­α σει­ρὰ στὸ iPod). Ἡ συν­θή­κη αὐ­τὴ ἀλ­λά­ζει τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­βά­ζου­με, ἄ­ρα εἶ­ναι εὔ­λο­γο ὅ­τι ὀ­φεί­λει νὰ ἀλ­λά­ξει καὶ ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο γρά­φου­με. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­α κα­τα­στρο­φὴ ἀλ­λὰ γιὰ εὐ­και­ρί­α. Ἔ­χου­με τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ κά­νου­με νέ­α πράγ­μα­τα, πράγ­μα­τα ποὺ προ­η­γου­μέ­νως δὲν θὰ γί­νον­ταν ἀν­τι­λη­πτά. Τὸ τυ­πι­κὸ δι­ή­γη­μα (ποὺ ἔ­χει εἰ­πω­θεῖ καὶ ξα­να­ει­πω­θεῖ δε­κά­δες χι­λιά­δες φο­ρὲς) πά­σχει ἀ­πὸ σύν­δρο­μο ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νης κα­τα­πό­νη­σης. Ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ τὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­χουν προ­σαρ­μο­στεῖ στὴν κρί­ση αὐ­τὴ καὶ ἔ­χουν δι­α­τη­ρή­σει τὸ κοι­νό τους. Ἡ λο­γο­τε­χνί­α δὲν τὸ ἔ­χει κά­νει.»(3)

       Ἡ συμ­βου­λὴ τοῦ Γκὸφ στοὺς νε­α­ροὺς συγ­γρα­φεῖς εἶ­ναι: «Κλέψ­τε ἀ­πὸ τὸ The Simpsons, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸν Χέν­ρι Τζέ­ιμς.»

       Ἀ­κό­μη κι ἂν ἡ πο­λὺ μι­κρὴ φόρ­μα ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ ἐ­λευ­θε­ρί­α γιὰ τοὺς συγ­γρα­φεῖς, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­μᾶς συ­νε­χί­ζου­με νὰ ἐ­ξο­μοι­ώ­νου­με τὴ «λο­γο­τε­χνί­α» μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (σί­γου­ρα ὄ­χι μὲ τὸ The Simpsons), πράγ­μα ποὺ ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ ἐν μέ­ρει για­τί οἱ κρι­τι­κοὶ ἔ­χουν δώ­σει τό­σο λί­γη προ­σο­χὴ σὲ δου­λει­ὲς τῆς συν­το­μί­ας τοῦ flash ἢ τοῦ sudden fiction. Ἐν­τού­τοις, ἂν κοι­τά­ξου­με ἀρ­κε­τὰ πί­σω, ἡ εἰ­κό­να δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται. Σπου­δαῖ­οι συγ­γρα­φεῖς ἔ­γρα­ψαν πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες πο­λὺ πρὶν γρα­φτεῖ μυ­θι­στό­ρη­μα. Ὁ Πε­τρώ­νιος ἔ­γρα­ψε μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες στὴν ἀρ­χαί­α Ρώ­μη καὶ ἡ Μα­ρί­α τῆς Γαλ­λί­ας κα­τὰ τὸν με­σαί­ω­να. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Ντε­φό­ου (στὸν ἀγ­γλό­φω­νο κό­σμο του­λά­χι­στον), τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα —δη­λα­δή, ὁ τύ­πος τῆς ἐν­σαρ­κω­μέ­νης ρε­α­λι­στι­κῆς ἀ­φή­γη­σης— κυ­ρι­άρ­χη­σε καὶ κυ­ριαρ­χεῖ στὴ μυ­θο­πλα­σί­α. Ὡ­στό­σο, τὸν εἰ­κο­στὸ αἰ­ώ­να, πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς, ἀ­νά­με­σά τους ὁ Μπόρ­χες, ὁ Κορτά­σαρ, ὁ Βάλ­ζερ, ὁ Κάφ­κα, ὁ Μπου­τζάτι, ὁ Καλ­βί­νο, ἡ Ντί­νε­σεν καὶ ὁ Κα­ου­αμ­πά­τα ἐ­πέ­λε­ξαν νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν στὴν πο­λὺ μι­κρὴ φόρ­μα. Ξε­κί­νη­σαν ἄ­ρα­γε μιᾶς μορ­φῆς ἀ­θό­ρυ­βη ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας ποὺ τώ­ρα μό­νον, χά­ρη στὶς ἀ­πέ­ραν­τες δυ­νά­μεις τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ἀν­θεῖ ἀ­πὸ τὴ Γροι­λαν­δί­α ὥς τὴν Ἰν­δο­νη­σί­α μὲ nanos, micros, suddens καὶ flashes;

       Ναὶ καὶ ὄ­χι. Γιὰ πο­λὺ και­ρὸ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἡ μό­νη ὑ­παρ­κτὴ πα­ρά­δο­ση ἦ­ταν κά­τι ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἔπιαναν μιὰ σε­λί­δα καὶ δη­μο­σι­εύ­ον­ταν σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ ποι­κί­λης ὕ­λης σὰν τὸ Ladies Home Journal. (Ἡ λέ­ξη «πα­ρά­δο­ση» ἴ­σως δὲν ται­ριά­ζει ἐ­δῶ – μὲ βά­ση ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ με­λέ­τη πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Κα­λι­φόρ­νιας τὸ Journal εἶ­χε δη­μο­σι­εύ­σει ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α σὲ ὅ­λα τὰ τεύ­χη τῶν τε­λευ­ταί­ων πε­νήν­τα ἐ­τῶν. Λε­πτο­μέ­ρει­ες ὅ­πως τὸ σκη­νι­κὸ καὶ οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες ἄλ­λα­ζαν ὄν­τως, ὅ­μως ἡ πλο­κὴ πα­ρέ­με­νε ἡ ἴ­δια: πάν­τα κά­τι γί­νε­ται στὸ τέ­λος κι ἔ­χου­με χά­πι ἔντ.)

       Ὁ ρυθ­μὸς τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος, σύμ­φω­να μὲ τὴν Τζό­ις Κά­ρολ Ὄ­ουτς, «συ­χνὰ προ­σο­μοιά­ζει ὑ­φο­λο­γι­κὰ στὴν ποί­η­ση μᾶλ­λον πα­ρὰ στὴ συμ­βα­τι­κὴ πρό­ζα, ἡ ὁ­ποί­α πρό­δη­λα ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ δρα­μα­το­ποι­ή­σει τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ νὰ ξυ­πνή­σει συ­ναι­σθή­μα­τα· στοὺς σφι­χτοὺς καὶ μι­κροὺς χώ­ρους, ἡ ἐμ­πει­ρί­α περ­νᾶ μό­νον μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὑ­παι­νιγ­μό».

       Ἤ­δη ὅ­μως τὸ 1985, ποὺ ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας κι ἐ­γὼ ἀρ­χί­σα­με νὰ συλ­λέ­γου­με πο­λὺ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α Sudden Fiction, εἶ­χε συμ­πλη­ρω­θεῖ δε­κα­ε­τί­α ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πει­ρα­μα­τι­κὲς δου­λει­ὲς πρω­το­εμ­φα­νί­στη­καν αἰφ­νι­δί­ως στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Δὲν ἦ­ταν πο­τὲ τυ­πο­ποι­η­μέ­να, συ­χνὰ ξάφ­νι­α­ζαν, πάν­το­τε συ­νι­στοῦ­σαν μιᾶς μορ­φῆς πρό­κλη­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να χρη­σι­μο­ποι­οῦν τὴ ρε­α­λι­στι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, ἀλ­λὰ σὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὴ κλί­μα­κα. Ἄλ­λα προ­σεγ­γί­ζουν πλα­γί­ως τὴ με­τα­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως τὸ πα­ρά­δο­ξο καὶ συγ­κι­νη­τι­κὸ «Mo­ther» τῆς Γκρέις Πέ­ϊ­λι, ποὺ ξε­κι­νᾶ μὲ τὴν ἀ­φη­γή­τρια νὰ λέ­ει πὼς ἀ­νέ­κα­θεν ἤ­θε­λε νὰ γρά­ψει μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ τὸ τέ­λος της θὰ εἶ­ναι «καὶ τό­τε πέ­θα­νε», καὶ κα­τὰ μιὰ ἔν­νοι­α μᾶς ξαφ­νιά­ζει στὴν ἑ­πό­με­νη σε­λί­δα κά­νον­τας ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό. Σὲ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες ση­μει­ώ­νε­ται μιὰ ἀλ­λό­κο­τη ἐ­πι­τά­χυν­ση, ὅ­πως στὴ λαμ­πρὴ ἱ­στο­ρί­α «A Fa­ble» του Ρό­μπερτ Φοξ, μὲ θέ­μα ἕ­ναν νε­α­ρὸ στὸν ὑ­πό­γει­ο σι­δη­ρό­δρο­μο ποὺ εἶ­ναι τό­σο μὰ τό­σο χα­ρού­με­νος ποὺ πά­ει πρώ­τη μέ­ρα γιὰ δου­λειὰ στὴν πό­λη, ποὺ ἐ­ρω­τεύ­ε­ται μιὰ ὄ­μορ­φη γυ­ναί­κα πού ’­ναι κα­θι­σμέ­νη ἀ­πέ­ναν­τί του, καὶ τοὺς παν­τρεύ­ει ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας στὴν ἑ­πό­με­νη στά­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα ἀ­κο­λου­θοῦν ἀν­τί­στρο­φη πο­ρεί­α, ὅ­πως τὸ συγ­κι­νη­τι­κὸ «Cur­rents» τῆς Χάν­νας Βά­σκο­ϊλ, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ ἀ­φή­γη­ση δὲν γί­νε­ται μέ­σω φλὰς μπὰκ (ποὺ ἐ­πι­στρέ­φουν στὸ πα­ρὸν) ἀλ­λὰ μὲ μι­κρὲς πα­ρα­γρά­φους ποὺ τα­ξι­δεύ­ουν ἀ­δυ­σώ­πη­τα ὁ­λο­έ­να καὶ βα­θύ­τε­ρα στὸ πα­ρελ­θόν.

       Οἱ ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τὲς δὲν συ­νι­στοῦν ἀ­να­γέν­νη­ση κά­ποι­ας ἀρ­χαί­ας φόρ­μας. Συ­νι­στοῦν ἀ­πό­πει­ρες ἐ­πα­νε­πι­νό­η­σης τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς, ὅ­ταν τοὺς ρω­τή­σα­με γιὰ τὸ νέ­ο αὐ­τὸ εἶ­δος μυ­θο­πλα­σί­ας, ἀ­να­φέρ­θη­καν στὴ σχέ­ση του μὲ ἄλ­λα εἴ­δη. «Ὁ ρυθ­μὸς τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος», σύμ­φω­να μὲ τὴν Τζό­ις Κά­ρολ Ὄ­ουτς, συ­χνὰ προ­σο­μοιά­ζει ὑ­φο­λο­γι­κὰ στὴν ποί­η­ση μᾶλ­λον πα­ρὰ στὴ συμ­βα­τι­κὴ πρό­ζα, ἡ ὁ­ποί­α πρό­δη­λα ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ δρα­μα­το­ποι­ή­σει τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ νὰ ξυ­πνή­σει συ­ναι­σθή­μα­τα· στοὺς σφι­χτοὺς καὶ μι­κροὺς χώ­ρους, ἡ ἐμ­πει­ρί­α περ­νᾶ μό­νον μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὑ­παι­νιγ­μό».(4)

       Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ Ρά­σελ Μπάν­κς, ἐ­πι­χεί­ρη­σαν νὰ φτά­σουν βα­θιὰ στὶς ἀ­παρ­χὲς τῆς φόρ­μας:

       Εἶ­ναι κά­τι μο­να­δι­κό, ἐγ­γε­νῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα, μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ σο­νέ­το ἢ τὸ γκα­ζὰλ – δύ­ο γορ­γές, ἀν­τίρ­ρο­πες κι­νή­σεις, ἐν­δε­χο­μέ­νως σὲ δι­α­λε­κτι­κὴ σύν­δε­ση, κι ἔ­πει­τα ἕ­να ἅλ­μα ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ μιὰ ρι­ζι­κὴ λύ­ση ἡ ὁ­ποί­α ἀ­φή­νει στὸν ἀ­να­γνώ­στη μιὰ ἰ­δι­α­ζόν­τως εὐ­χά­ρι­στη ἀ­γω­νί­α. Ἡ πη­γή, ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ φτια­χτεῖ ἡ φόρ­μα αὐ­τὴ μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἀ­νάγ­κη ποὺ γέν­νη­σε τὰ σκαν­δι­να­βι­κὰ κέ­νινγκ, τὰ ζὲν κό­αν, τὶς ἱ­στο­ρί­ες τῶν σού­φι, ὅ­που ἡ γλώσ­σα καὶ ἡ με­τα­φυ­σι­κὴ πα­λεύ­ουν γιὰ μιὰ λα­βὴ σὰν τοὺς ἀρ­χαί­ους ἕλ­λη­νες πα­λαι­στὲς καὶ ὄ­χι ἡ ἀ­νάγ­κη ποὺ γέν­νη­σε τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα ἢ καὶ τὸ δι­ή­γη­μα ἀ­κό­μη, ὅ­που ἡ γλώσ­σα καὶ οἱ κοι­νω­νι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες κοι­μοῦν­ται γα­λή­νια ἡ μιὰ μέ­σα στὴν ἄλ­λη σὰν τὰ κου­τά­λια τῶν μπουρ­ζουά­δων.

       Κα­θὼς ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας κι ἐ­γὼ συ­νε­χί­ζα­με νὰ συλ­λέ­γου­με ὑ­λι­κό, προ­σέ­ξα­με ὅ­τι ἕ­να κεί­με­νο, ὅ­σο πιὸ σύν­το­μο εἶ­ναι, θέ­τει ὑ­πὸ με­γα­λύ­τε­ρη ἀμ­φι­σβή­τη­ση τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ «πα­ρα­δο­σια­κοῦ» (ρε­α­λι­στι­κοῦ) δι­η­γή­μα­τος. Ὁ Τζέ­ιμς ἔ­θε­σε τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: «Πό­σο σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να δι­ή­γη­μα γιὰ νὰ μὴν πά­ψει ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ ὄν­τως δι­ή­γη­μα;» καὶ ἐμ­πνεύ­στη­κε τὸν τί­τλο Flash Fiction για μιὰ νέ­α ἀν­θο­λο­γί­α, ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1992. Ὁ Τζε­ρὸμ Στὲρν στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ ἐ­ξέ­δω­σε τὸ 1996 μὲ τί­τλο Micro Fiction τρά­βη­ξε ἀ­κό­μη πα­ρα­πέ­ρα τὴν ἰ­δέ­α αὐ­τή. Συ­νέ­λε­ξε ἱ­στο­ρί­ες τῆς μι­σῆς ἔ­κτα­σης συγ­κρι­τι­κὰ μὲ τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς ἱ­στο­ρί­ες flash fiction τοῦ Τζέ­ιμς. Λί­γα χρό­νια με­τά, κα­θὼς τὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­γι­νε μέ­ρος τῆς ζω­ῆς μας, ἐμ­φα­νί­στη­καν δι­α­δι­κτυα­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ μὲ ἀ­κό­μη πιὸ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, ἔ­θε­σαν ἐκ νέ­ου τοὺς κα­νό­νες τοῦ παι­χνι­διοῦ καὶ πρό­τει­ναν, ἀ­σφα­λῶς, νέ­ες ὀ­νο­μα­σί­ες, ὅ­πως quick fictionnano fiction καὶ hint fiction. Σὺν τοῖς ἄλ­λοις, σὲ ἱ­στο­τό­πους ὅ­πως οἱ Double Room καὶ FlashFictionNet ἄρ­χι­σαν νὰ δη­μο­σι­εύ­ον­ται κρι­τι­κὲς γιὰ τὰ εἴ­δη αὐ­τά, ὡ­στό­σο στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες πάν­το­τε ἡ ἔμ­φα­ση θὰ δί­νε­ται στὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ καὶ πρα­κτι­κὴ πλευ­ρά: τὸ θέ­μα μὲ τὴ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πή­χη­ση ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ το flash fiction εἶ­ναι τὸ πῶς γρά­φε­ται. Δὲν μᾶς ἐκ­πλήσ­σει ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸ ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι φοι­τη­τὲς προ­τι­μοῦν νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σουν νὰ γρά­ψουν ἕ­να flash μιᾶς σε­λί­δας πα­ρὰ ἕ­να πα­ρα­δο­σια­κὸ δι­ή­γη­μα εἴ­κο­σι πέν­τε σε­λί­δων.

       Εἶ­ναι αὐ­τὸς κα­λὸς τρό­πος γιὰ νὰ μά­θει κα­νεὶς νὰ γρά­φει; Μπο­ρεῖ καὶ νὰ εἶ­ναι. Ἂς πά­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὴν Τζέιν Ἂν Φίλιπς, ἡ ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λει τὴ φή­μη της στὴ θρυ­λι­κὴ συλ­λο­γὴ τοῦ εἴ­δους Black Tickets καὶ τῆς ὁ­ποί­ας τὸ πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα Lark and Termite ἦ­ταν ὑ­πο­ψή­φιο καὶ γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ κύ­κλου τῶν κρι­τι­κῶν καὶ γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο βι­βλί­ου. Ὡς νε­α­ρὴ ποι­ή­τρια, πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ἔ­μα­θε μό­νη της νὰ γρά­φει γρά­φον­τας πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας, βρί­σκον­τας στὴν πα­ρά­γρα­φο μιὰ ἐ­λευ­θε­ρί­α «μυ­στη­ρια­κὴ καὶ ἀ­να­τρε­πτι­κή», συμ­πλη­ρώ­νον­τας τὴν «ἁ­πλο­ϊ­κή, κοι­νὴ» φόρ­μα μὲ δυ­να­τές, λυ­ρι­κὲς εἰ­κό­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες λει­τουρ­γοῦν σω­ρευ­τι­κά. «Τὰ κα­λὰ πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας ἔ­χουν τὴ δο­μὴ σπεί­ρας: οἱ λέ­ξεις ξε­δι­πλώ­νον­ται ἀ­πὸ ἕ­ναν πυ­κνό, συμ­πα­γῆ πυ­ρή­να καὶ ἡ σπεί­ρα πε­ρι­στρέ­φε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις καὶ ξε­φεύ­γει ἀ­π’ τὰ πε­ρι­θώ­ρια τῆς σε­λί­δας», ὑ­πο­στη­ρί­ζει. «Τα­χύ­τη­τα, ἀ­κρί­βεια καὶ τέ­λος. Ἢ καὶ ὄ­χι. Τὰ πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας θὰ πρέ­πει νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται στὸν νοῦ σὰν εἰ­κό­να κα­πνοῦ.»(5)

       Ἡ Φί­λιπς, πα­ρό­τι ἡ γρα­φή της εἶ­ναι λυ­ρι­κή, λέ­ει στοὺς μα­θη­τές της ὅ­τι τὰ μο­νο­σέ­λι­δα ὀ­φεί­λουν νὰ εἶ­ναι «ἀ­λη­θι­νὲς ἱ­στο­ρί­ες». Γιὰ νὰ βροῦ­με τί πρέ­πει νά ’­χει μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὴ —τὰ ἐ­λά­χι­στα προ­α­παι­τού­με­να— μπο­ροῦ­με νὰ στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα πέ­ραν τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Πο­λι­τει­ῶν.


* * *


Πρὶν ἀ­πὸ λί­γα χρό­νια, δι­ορ­γα­νώ­θη­κε στὴν πρω­τεύ­ου­σα τῆς ἐ­παρ­χί­ας Νε­ου­κὲν στὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ παγ­κό­σμιο συ­νέ­δριο μὲ θέ­μα τὴν πο­λὺ σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τὴ συμ­με­το­χὴ ἑ­κα­τον­τά­δων ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῶν ἀ­π’ ὅ­λον τὸν κό­σμο, τὴν Αὐ­στρί­α, τὴν Ἱ­σπα­νί­α, τὸ Με­ξι­κό, τὴ Βρα­ζι­λί­α, τὴν Τζα­μά­ι­κα· οἱ πόρ­τες τοῦ ἀμ­φι­θε­ά­τρου τοῦ το­πι­κοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου ἄ­νοι­ξαν γιὰ νὰ ὑ­πο­δε­χτοῦν τὶς φω­τει­νές, ὄ­ψι­μα ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κες, μέ­ρες τοῦ Νο­εμ­βρί­ου. Ἤ­μουν κι ἐ­γὼ ἐ­κεῖ, χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζω πο­λὺ κα­λὰ ἱ­σπα­νι­κά, ὡ­στό­σο δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κα νὰ ἀν­τι­λη­φθῶ τὸ πά­θος, τὸ κέ­φι καὶ τὴν εὐ­φυ­ΐ­α ποὺ συ­νε­πά­γε­ται ἡ ἑ­δραί­ω­ση τοῦ κύ­ρους τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας στὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δές. Τὰ πο­λὺ σύν­το­μα πε­ζὰ στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ εἶ­ναι στὸ σύ­νο­λό τους συν­το­μό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ ἀν­τί­στοι­χα ποὺ γρά­φον­ται στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, καὶ τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ τί­θεν­ται γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἔ­χουν νὰ κά­νουν πρω­τί­στως μὲ τὸ πό­σο σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἀλ­λὰ μὲ τὸ κα­τὰ πό­σον εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη τὰ πο­λὺ σύν­το­μα πε­ζὰ νὰ ἀ­φη­γοῦν­ται ἱ­στο­ρί­ες. Τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ἕ­να micro ἢ mi­ni­fic­ción, ἀν­τι­στοί­χως μὲ ἕ­να sudden ἢ ἕ­να flash, εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­πη­χεῖ κά­θε γνω­στὸ τρό­πο: τὸν ρε­α­λι­σμό, τὴ με­τα­μυ­θο­πλα­σί­α, τὸ φαν­τα­στι­κό, τὴν ἀλ­λη­γο­ρί­α, τὴν πα­ρα­βο­λή, τὸ ἀ­νέκ­δο­το.

       Σκε­φτεῖ­τε, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ρη, τὴν πο­λὺ γνω­στὴ Ἀλ­λη­λου­χία τῶν κή­πων τοῦ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ· ἕ­νας ἄν­τρας δι­α­βά­ζει μιὰ ἱ­στο­ρί­α μυ­στη­ρί­ου στὴν ὁ­ποί­α ἕ­νας ἄν­τρας ἕ­τοι­μος γιὰ φό­νο δι­α­σχί­ζει ἕ­να πάρ­κο, μπαί­νει σ’ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα καί, μὲ τὸ μα­χαί­ρι στὸ χέ­ρι, ξε­γλι­στρᾶ πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἄν­τρα αὐ­τὸν ποὺ δι­α­βά­ζει τὴν ἱ­στο­ρί­α μυ­στη­ρί­ου. Πρό­κει­ται γιὰ τὸ εἶ­δος τοῦ αἰ­νίγ­μα­τος ποὺ ἀ­κουμ­πᾶ στὸ φαν­τα­στι­κὸ (ἴ­σως καὶ γιὰ με­τα­φο­ρὰ γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ἀ­νά­γνω­ση) τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­ρέ­σει πο­λὺ στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή – βρι­σκό­μα­στε στὶς πα­ρυ­φὲς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς μυ­θο­πλα­σί­ας, ὡ­στό­σο ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὴν ὕ­παρ­ξη μιᾶς ἱ­στο­ρί­ας ἢ ἀ­φή­γη­σης. Σκε­φτεῖ­τε τώ­ρα τὴν ἐ­πα­νεγ­γρα­φὴ (reescritura) (δη­μο­φι­λὴς φόρ­μα μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ποὺ ση­μαί­νει τὸ ξα­να­γρά­ψι­μο κει­μέ­νων ποὺ εἶ­ναι εὐ­ρέ­ως γνω­στά) τοῦ με­ξι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Ἐντ­μοῦντο Βα­λα­ντές μὲ τί­τλο «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση»: «Οἱ μα­νι­α­σμέ­νες αὐ­τὲς σει­ρῆ­νες ποὺ οὐρ­λιά­ζουν πε­ρι­πλα­νώ­με­νες στὴν πό­λη ἀ­να­ζη­τών­τας τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α.»

       Πρῶ­τ’ ἀ­π’ ὅ­λα πα­ρα­τη­ροῦ­με τὴ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τῶν σει­ρή­νων —πι­θα­νό­τα­τα πρό­κει­ται γιὰ τὶς σει­ρῆ­νες τῶν ἀ­σθε­νο­φό­ρων στὶς σύγ­χρο­νες πό­λεις—, ὕ­στε­ρα ἔρ­χε­ται, ἀ­σφα­λῶς, ἡ ἀ­πό­το­μη στά­ση στὸ ὄ­νο­μα Ὀ­δυσ­σέ­ας καὶ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς μας τῆς πα­λιᾶς ἱ­στο­ρί­ας στὴν ὁ­ποί­α, δε­μέ­νος στὸ κα­τάρ­τι, ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας σα­γη­νεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὶς Σει­ρῆ­νες ποὺ θέ­λουν νὰ ρί­ξουν τὸ πλοῖ­ο του στὰ βρά­χια· μὲ τὸ ξάφ­νια­σμα αὐ­τὸ τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης ἐ­γεί­ρον­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα, προ­κύ­πτουν ἀν­τη­χή­σεις. Ἄ­ρα­γε ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τὶς ἀρ­χαῖ­ες Σει­ρῆ­νες αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη νὰ ψά­χνουν γιὰ πάν­τα, ἀ­κό­μη καὶ στὶς σύγ­χρο­νες πό­λεις, τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α ποὺ ξέ­φυ­γε; Ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ τὸ πεῖ; Μπο­ροῦ­με νὰ σκε­φτοῦ­με τὸν Λί­ο­πολντ Μπλοὺμ τοῦ Τζό­ις, ἕ­ναν σύγ­χρο­νο κα­θέ­ναν – οἱ σει­ρῆ­νες ἀ­να­ζη­τοῦν αὐ­τὸν τὸν ἴ­διο, τὸν ἀ­φη­γη­τὴ ἢ μή­πως ὅ­λους ἐ­μᾶς; Κα­θὼς ἡ σκέ­ψη μας ἀ­να­πτύσ­σε­ται, ξε­χνᾶ­με, ἴ­σως, ὅ­τι οἱ δώ­δε­κα λέ­ξεις του «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν κα­λὰ-κα­λὰ ὁ­λό­κλη­ρη πρό­τα­ση. Δι­α­θέ­τει στοι­χεῖ­α ἔ­πους – εἶ­ναι, ὅ­μως, ἱ­στο­ρί­α;


Βρῆ­κα τὸ κεί­με­νο μὲ τί­τλο «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» σὲ μιὰ με­λέ­τη τοῦ Κό­λιν Πί­τερς μὲ τί­τλο «Minificción: A Narratological Investigation», ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Βι­έν­νης.(6) Η με­λέ­τη προ­σεγ­γί­ζει τὸ ἔρ­γο ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­φη­γη­μα­το­λό­γων ποὺ ἔ­λα­βαν μέ­ρος στὸ συ­νέ­δριο στὴν Ἀρ­γεν­τι­νή, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τῶν Λά­ου­ρο Σα­βά­λα καὶ Δα­βὶδ Λαγ­κμά­νο­βιτς, κα­θὼς καὶ τῶν Ζε­ρὰρ Ζε­νέτ, Τσβε­τὰν Τον­το­ρόφ, Ρο­λὰν Μπάρτ, καὶ τῆς Σλό­μιθ Ρί­νον Κι­νάν, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­ρί­ζει ὡς ἐ­λά­χι­στο προ­α­παι­τού­με­νο ἑ­νὸς ἀ­φη­γή­μα­τος τὴν ὕ­παρ­ξη δύ­ο συμ­βάν­των. (Αὐ­τὸ μᾶς φέρ­νει στὸν νοῦ τὴ γνω­στὴ δή­λω­ση τοῦ Ε.Μ. Φόρ­στερ κα­τὰ τὶς δι­α­λέ­ξεις του στὴν Ὀξ­φόρ­φη τὸ 1927: «Ὁ βα­σι­λιὰς πέ­θα­νε κι ὕ­στε­ρα πέ­θα­νε ἡ βα­σί­λισ­σα· αὐ­τὸ συ­νι­στᾶ ἱ­στο­ρί­α.» Μὲ βά­ση τὸ κρι­τή­ριο αὐ­τὸ «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἱ­στο­ρί­α. Ὁ Πί­τερς, ὡ­στό­σο, τὴν ἀ­πο­δέ­χε­ται ὡ­ς mi­ni­fic­ción, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ἁ­πλῶς ὅ­τι τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­φή­γη­σης δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὸ εἶ­δος.

       Ἐν­τού­τοις, ὁ Χού­λιο Ὀρ­τέγ­κα ἀ­πὸ τὸ Πε­ρού, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπρά­ουν, θέ­τει χα­μη­λό­τε­ρα τὸ ὅ­ριο γιὰ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἕ­να κεί­με­νο ἱ­στο­ρί­α, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι ἡ βά­ση μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να καὶ μό­νο συμ­βάν:

       Ἡ πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α ποὺ γρά­φτη­κε πο­τέ, ὅ­πως δι­ά­βα­σα κά­που, ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὲ μιὰ ἀρ­χαί­α αἰ­γυ­πτια­κὴ ἐ­πι­γρα­φὴ καὶ ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «ὁ Τζὸν πῆ­γε τα­ξί­δι.» Πῶς ξέ­ρου­με ὅ­τι ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ flash fiction καὶ ὄ­χι μὲ ντο­κου­μέν­το; Ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο κα­νεὶς δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νά ’­χει φύ­γει ἀ­πὸ τὴν πό­λη του μὲ τὴ θέ­λη­σή του. Ἐ­πι­πλέ­ον, συμ­πυ­κνώ­νει τὴν οὐ­σί­α, τὸν πυ­ρή­να τοῦ sudden fiction: ὑ­πάρ­χει χα­ρα­κτή­ρας (τὸν λέ­ω «John», ὅ­μως ἔ­χει χι­λιά­δες ὀ­νό­μα­τα), ὑ­πάρ­χει κυ­ρί­αρ­χη δρά­ση (ἡ ἀ­φή­γη­ση εἶ­ναι σὲ πρῶ­το πλά­νο) καὶ ὅ,τι ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ἢ λέ­γε­ται συμ­βαί­νει σὲ ὁ­ρι­σμέ­νο χρό­νο. Καὶ κά­τι ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κό, ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τὴ ἀ­ναγ­γέλ­λει τὸν βα­σι­κό­τε­ρο κα­νό­να κά­θε ἱ­στο­ρί­ας – τὴν πα­ρα­βί­α­ση ἑ­νὸς κώ­δι­κα. Ὁ Τζὸν εἶ­ναι ἕ­νας τυ­χο­δι­ώ­κτης ποὺ πη­γαί­νει ἐ­νάν­τια στὴν ἐ­ξου­σί­α καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ φύ­γει, νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σει, νὰ γνω­ρί­σει.(7)


Μπο­ροῦν νὰ ἐ­φαρ­μο­στοῦν τὰ κρι­τή­ρια αὐ­τὰ καὶ στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα; Μὲ τὰ λό­για τοῦ βρα­βευ­μέ­νου μὲ Πού­λι­τζερ Ρόμ­περτ Ὄ­λεν Μπά­τλερ (μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος ποὺ γρά­φει καὶ flash fiction): «Ἡ μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι ἡ μορ­φὴ τέ­χνης ποὺ ἀ­πο­τυ­πώ­νει τὴ λα­χτά­ρα τῶν ἀν­θρώ­πων, εἴ­τε μι­λᾶ­με γιὰ μι­κρὰ εἴ­τε γιὰ με­γά­λα πε­ζά.»(8)

       Θὰ συμ­φω­νή­σω μὲ τὸν Μπά­τλερ. Εἶ­ναι ζή­τη­μα ἑ­στί­α­σης. Συλ­λέ­γω συ­στη­μα­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζά, ὅ­μως συ­χνὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νω τὸ χά­σι­μο μέ­σα σὲ κά­ποι­ο μυ­θι­στό­ρη­μα. Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ χα­θεῖ μέ­σα σὲ μιὰ ἱ­στο­ρί­α μί­ας σε­λί­δας; Ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρὲς τὰ θέ­λω καὶ τὰ δύ­ο, τὴν ἔν­τα­ση τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου καὶ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, κά­πως φευ­γα­λέ­α, κι ὕ­στε­ρα προ­τι­μῶ κά­ποι­ο sudden fiction, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι τέσ­σε­ρις ἢ πέν­τε σε­λί­δες. Πολ­λοὶ θαυ­μά­σιοι συγ­γρα­φεῖς προ­τι­μοῦν κεί­με­να τῆς ἔ­κτα­σης αὐ­τῆς, συγ­γρα­φεῖς ποὺ τοὺς ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θεῖ τὸ Ὄμ­πι, τὸ Ὄ­σκαρ, τὸ Πού­λι­τζερ, ἀ­κό­μη καὶ τὸ Νόμ­πελ.

       Μιᾶς, ὅ­μως, καὶ μᾶς ἀ­πα­σχό­λη­σε κα­τὰ κύ­ριο λό­γο ἡ ἰ­δι­αι­τέ­ρως σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α, τί πιὸ ται­ρια­στὸ ἀ­πὸ τὸ νὰ μᾶς πεῖ τὴν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, ὁ Γκι­γι­έρ­μο Σαμ­πέ­ριο, με­ξι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἱ­στο­ρί­α «Fantasma» («Φάν­τα­σμα») εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α δί­χως οὔ­τε μιὰ λέ­ξη, ὁ τί­τλος μό­νον, κι ὕ­στε­ρα μιὰ λευ­κὴ σε­λί­δα.

Ὄ­στιν, Τέ­ξας


Πη­γὲς
(1) Robert Shapard / James Thomas / Ray Gon­za­lez (ἐ­πιμ.), Sud­den Fi­ction Lati­no: Short-Short Sto­ries from the U­ni­ted Sta­tes and La­tin A­me­ri­ca (W.W. Nor­ton, 2010), 20.
(2) David Gaf­fney, «Top Flash Fi­ction Wri­ting Tips: Da­vid Gaf­fney», Guardian, 15 Μα­ΐ­ου 2012
(www.guardian.co.uk/childrens-books-site/2012/may/15/flash-fiction-tips-david-gaffney?newsfeed=true ).
(3) Aleksandar Hemon (ἐ­πιμ.), Best Eu­ro­pean Fi­ction 2010 (Dal­key Archi­ve Press, 2009), 374–75.
(4) Robert Shapard / James Thomas (ἐ­πιμ.), Sud­den Fic­tion: A­me­ri­can Short-Short Sto­ries (W. W. Norton, 1986), 247 (Joy­ce Ca­rol Oa­tes), 244–45 (Russell Banks).
(5) Jayne Anne Phillips, «‘Cheers,’ (or) How I Taught My­self to Wri­te,» στὸ Tara L. Masih (ἐ­πιμ.) The Rose Me­tal Press Fi­eld Gui­de to Wri­­ting Flash Fi­­ction (Ro­se Me­tal Press, 2009), 36, 37, 38.
(6) Colin Peters, « Minific­ción: A Nar­rato­lo­gical Inve­sti­gation» PhD diss., U­nive­ri­tat Wien, Σε­πτέμ­βριος 2008. Βλ. σ. 110 γιὰ τὸ Mini­fic­ción «La bus­que­da» τοῦ Ed­mun­do Va­la­dés: «E­sas si­re­nas enlo­­que­­ci­­das que aúl­­lan re­cor­­rien­do la ciu­­dad en bus­ca de U­li­ses.»
(7) Julio Ortega, «A Flash be­fore the Bang» στὸ Ta­ra L. Masih (ἐ­πιμ.), The Rose Me­­tal Press Fi­eld Gu­i­de to Wri­­ting Flash Fi­­ction, (Ro­se Me­tal Press, 2009), 150–51.
(8) Ro­bert O­len But­ler, «A Short Short The­o­ry», στὸ Tara L. Masih (ἐ­πιμ.), The Rose Me­tal Press Field Gui­de to Wri­ting Flash Fi­ction, (Ro­se Me­tal Press, 2009), 102.


Πη­γή: Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση World Literature Today, Σε­πτέμ­βριος 2012:

https://www.worldliteraturetoday.org/2012/september/remarkable-reinvention-very-short-fiction-robert-shapard

Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Ro­bert Sha­pard). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Δι­ηύ­θυ­νε τὴν ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Western Humanities τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ (πε­ζο­γρα­φί­α) στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χα­βά­ης. Μὲ τὸν James Thomas ἐ­πι­με­λή­θη­καν σει­ρὰ ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος (Flash καὶ Sudden Fiction).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

Εἰκόνα: Φω­το­γρα­φί­α τῆς Grantand Caroline/Flickr



		

	

Ρομ­πέρ­το Μπο­λά­νιο & Α. Γκ. Πόρ­τα (Roberto Bolaño & A. G. Porta): Ἡμερολόγιο μπάρας


Ρομ­πέρ­το Μπο­λά­νιο & Α. Γκ. Πόρ­τα (Roberto Bolaño & A. G. Porta)


Ἡ­με­ρο­λό­γιο μπά­ρας

Βαρ­κε­λώ­νη, Συ­νοι­κί­α 5η (χει­μώ­νας τοῦ 1979)

(Diario de bar

Barcelona, distrito 5.o [invierno de 1979])


Πέμ­πτη, 8 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


ΗΤΑΝ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΕΦΤΑ τὸ πρω­ῒ καὶ ὁ Βί­λα κά­πνι­ζε σὲ μιὰ γω­νιὰ πί­σω ἀ­π’ τὴν μπά­ρα· στη­ρι­ζό­ταν στὴν προ­ε­ξο­χὴ τῆς προ­θή­κης μὲ τὰ πο­τά, τὰ μά­τια του ἦ­ταν στο­χα­στι­κὰ καὶ τὰ χέ­ρια του δι­πλω­μέ­να στὸ στο­μά­χι. Μὲ τὸ ποὺ πέ­ρα­σε τὴν πόρ­τα, ὁ Μά­ριο στά­θη­κε μιὰ στιγ­μὴ καὶ τὸν κοί­τα­ξε κι ὕ­στε­ρα ἀ­νέ­βη­κε στὸ σκαμ­πὸ κι ἀ­κούμ­πη­σε τὰ χέ­ρια στὸν πάγ­κο. Ἕ­ναν κα­φὲ σκέ­το, εἶ­πε λὲς κι ἔ­λε­γε κα­λη­μέ­ρα. Ὁ Βί­λα ση­κώ­θη­κε· φο­ροῦ­σε ἕ­να που­κά­μι­σο μὲ λε­ρω­μέ­νο για­κὰ καὶ τὰ μά­γου­λά του ἦ­ταν ὠ­χρά, λὲς καὶ δὲν τά ’­χε δεῖ πο­τὲ ὁ ἥ­λιος. Γειά, Χι­λια­νέ, ἀ­πο­κρί­θη­κε δί­χως νὰ πε­τά­ξει τὴ γό­πα ἀ­π’ τὰ χεί­λη του, κα­τευ­θυ­νό­με­νος μὲ κι­νή­σεις μπα­σκετ­μπο­λί­στα πρὸς τὸ μέ­ρος τῆς κα­φε­τι­έ­ρας, ἑ­νὸς πα­λιοῦ ἰ­τα­λι­κοῦ μον­τέ­λου ποὺ τὸ περ­νοῦ­σε κα­μιὰ φο­ρὰ μ’ ἕ­να πα­νὶ ποὺ πά­νω εἶ­χε λί­γο γυ­α­λι­στι­κό. Ἕ­ναν κα­φὲ σκέ­το, μο­νο­λό­γη­σε. Δὲν ἦ­ταν κα­νεὶς ἄλ­λος στὸ μπάρ· ἔ­ξω ἔ­βρε­χε. Ὁ Χι­λια­νὸς ἔ­βγα­λε τὸ παλ­τό του καὶ τὸ ἀ­νέ­μι­σε, κι ἔ­πει­τα τὸ κρέ­μα­σε στὸ δι­πλα­νὸ σκαμ­πό. Κά­τι σὰν ρί­γος δι­α­πέ­ρα­σε τὸ στο­μά­χι του καὶ τὴ σπον­δυ­λι­κή του στή­λη. Ὕ­στε­ρα κάλ­μα. Στά­ξε μου μιὰ-δυ­ὸ στα­γό­νες κο­νιὰκ στὸν κα­φέ, εἶ­πε. Ὁ Βί­λα ἔ­γνευ­σε ξε­φυ­σών­τας. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ νύ­χτα δου­λειᾶς, ὁ Χι­λια­νὸς ἦ­ταν χα­ρού­με­νος ποὺ ἦ­ταν ἐ­κεῖ, στὸ μι­σο­σκό­τα­δο τοῦ στε­νό­μα­κρου πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μου, ποὺ τὸ πά­τω­μά του ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νο ἀ­πὸ ἀ­πο­τσί­γα­ρα καὶ ἄ­δεια φα­κε­λά­κια ζά­χα­ρης ποὺ θά ’ρ­χό­ταν νὰ τὰ μα­ζέ­ψει κά­να δυ­ὸ ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα ἡ κό­ρη τοῦ Βί­λα. Θα­μῶ­νες δὲν ὑ­πῆρ­χαν, ἔ­ξω ἔ­βρε­χε καὶ τὰ μά­τια τοῦ Μά­ριο γυ­ά­λι­ζαν, ὅ­πως γυ­α­λί­ζουν τὰ μά­τια ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ νυ­χτέ­ρι. Σκέ­φτη­κα πὼς εἶ­σαι νε­κρός, ἀ­να­φώ­νη­σε ὁ Βί­λα κα­θὼς το­πο­θε­τοῦ­σε μπου­κά­λια στὰ ρά­φια. Ὁ Μά­ριο χα­σμου­ρή­θη­κε. Ὕ­στε­ρα ἄ­να­ψε ἕ­να Ducados καὶ ἤ­πι­ε μιὰ πρώ­τη γου­λιὰ κα­φέ. Ἦ­ταν ἕ­να μαῦ­ρο ὑ­γρό, σκέ­το φαρ­μά­κι, μύ­ρι­ζε μα­σχα­λί­λα κι ὅ­ταν τὸ κα­τέ­βα­ζες ἦ­ταν λὲς κι εἶ­χες φά­ει κλο­τσιὰ στὸν λαι­μό. Ρί­ξε λι­γά­κι ἀ­κό­μη κο­νιάκ, εἶ­πε. Θὰ μπο­ροῦ­σε ἐ­πί­σης νά ’­χει τρί­ψει τὰ χέ­ρια του· ἴ­σως τὸ ἔ­κα­νε νο­ε­ρά. Ὁ Βί­λα πο­τὲ δὲν τοῦ χρέ­ω­νε τὸ κο­νιάκ, ὅ­ταν τὸ ζη­τοῦ­σε μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο. Ἦ­ταν στὴν ὕ­λη τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας τῆς προ­η­γού­με­νης μέ­ρας. Ἕ­νας Χι­λια­νὸς πή­δη­ξε ἀ­π’ τὸν ἕ­βδο­μο ὄ­ρο­φο τοῦ δι­πλα­νοῦ κτι­ρί­ου· ἐ­δῶ, ἔ­δει­ξε ὁ Βί­λα ὥ­στε νὰ ἔ­χει ὁ Μά­ριο μιὰ ἰ­δέ­α ποῦ συ­νέ­βη τὸ πε­ρι­στα­τι­κό. Ἦ­ταν γεί­το­νας, κα­νέ­νας ὅ­μως δὲν τὸν γνώ­ρι­ζε, ἐ­ξή­γη­σε ὁ Βί­λα σκα­λί­ζον­τας τὸ δόν­τι του μ’ ἕ­να σπίρ­το. Ἔ­πει­τα ἄ­να­ψε κι ἄλ­λο τσι­γά­ρο κι ἦρ­θε πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Μά­ριο· στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τί του. Δὲν ἤ­ξε­ρα τί νὰ σκε­φτῶ, τὴν πε­ρα­σμέ­νη βδο­μά­δα δὲν ἦρ­θες. Δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ σκε­φτεῖ, ἐ­πα­νέ­λα­βε ὁ Χι­λια­νὸς ἀ­πὸ μέ­σα του, συ­νο­δεύ­ον­τας τὴ σκέ­ψη μὲ μιὰ ἀ­μυ­δρὴ κί­νη­ση τοῦ χε­ριοῦ· τὰ δά­χτυ­λα ἦ­ταν βα­ριά, λὲς καὶ ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­να με­τα­ξύ τους μὲ μιὰ πυ­κνή, δι­α­φα­νῆ μεμ­βρά­νη. Πα­ρα­τη­ροῦ­σε τὸ χέ­ρι του ὅ­λος πε­ρι­έρ­γεια τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ Βί­λα σκε­φτό­ταν τὸν αὐ­τό­χει­ρα, ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ νέ­α παι­διὰ ποὺ πε­ρι­πλα­νι­οῦν­ται χα­μέ­να στοὺς δρό­μους, ἴ­δια κι ἀ­πα­ράλ­λα­χτα μὲ τὸν Χι­λια­νό. Ὁ Μά­ριο εἶ­δε στὸν νοῦ τοῦ ἰ­δι­ο­κτή­τη τοῦ μπὰρ τὸν ἑ­αυ­τό του νὰ πέ­φτει ἀ­πὸ ψη­λά, νὰ προ­σκρού­ει στὸ ἔ­δα­φος, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ κραυ­γές, καὶ φω­νὲς νὰ ρω­τᾶ­νε γι’ αὐ­τόν. Κρά­τη­σε τὸ στό­μα του κλει­στό, δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ μι­λή­σει. Ἐ­φό­σον δὲν γνώ­ρι­ζαν τὴν ταυ­τό­τη­τά του, πῶς ἤ­ξε­ραν ὅ­τι ἦ­ταν Χι­λια­νός;



Πα­ρα­σκευ­ή, 9 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Βρῆ­καν τὸ δι­α­βα­τή­ριο κά­τω ἀ­π’ τὸ στρῶ­μα, τυ­λιγ­μέ­νο σὲ χαρ­τὶ ἐ­φη­με­ρί­δας μα­ζὶ μὲ κά­ποι­ο κό­σμη­μα. Δὲν ἄ­φη­σε δι­α­θή­κη, οὔ­τε χρή­μα­τα, φυ­σι­κά, οὔ­τε ροῦ­χα, οὔ­τε κὰν ἕ­να πα­κέ­το τσι­γά­ρα. Τὰ ροῦ­χα ποὺ φο­ροῦ­σε, κι αὐ­τὸ ἦ­ταν ὅ­λο.



Σάβ­βα­το, 10 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Ὁ Βί­λα σκε­φτό­ταν τὸν αὐ­τό­χει­ρα, σκε­φτό­ταν ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ νέ­α παι­διὰ ποὺ πε­ρι­πλα­νι­οῦν­ται χα­μέ­να στοὺς δρό­μους, σὰν νά ’­ταν συμ­πα­τρι­ῶ­τες τοῦ Χι­λια­νοῦ. Ἔ­μοια­ζε ἀ­νό­η­το νὰ τοῦ ἐ­πι­ση­μά­νει κα­νεὶς τὴν ἀ­να­κρί­βεια τῆς μη­χα­νι­κῆς αὐ­τῆς σκέ­ψης. Ὁ Βί­λα γνώ­ρι­ζε ἤ­δη πολ­λὰ ἱ­στο­ρι­κὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα, ἂν θέ­λε­τε, πο­λέ­μων, ἐ­θνο­τή­των, τά­ξε­ων κι ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­ναι συμ­πα­τρι­ῶ­τες τοῦ Μά­ριο δί­χως νὰ τὸ σκε­φτεῖ καὶ πο­λύ, γιὰ νὰ συ­νο­ψί­σει ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ λό­για πού ’­χαν στοι­βα­χτεῖ στὸ κε­φά­λι του ποὺ βρι­σκό­ταν σὲ πλή­ρη σύγ­χυ­ση τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη, κά­τι ποὺ θὰ συ­νε­χι­ζό­ταν καὶ τὴν ὑ­πό­λοι­πη μέ­ρα.



Κυ­ρια­κή, 11 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Κα­τα­με­σῆς τῆς κυ­ρι­α­κά­τι­κης ἡ­συ­χί­ας, ὁ Βί­λα πε­ρί­με­νε τὴ συ­νέ­χεια τῆς κου­βέν­τας, πα­ρό­τι στὸν Μά­ριο φαι­νό­ταν σὰν νὰ μὴν ἔ­χει καὶ πολ­λὴ ὄ­ρε­ξη νὰ μι­λή­σει. Κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα, ἕ­να ρεῦ­μα κρύ­ου ἀ­έ­ρα ἔμ­παι­νε στὸ δω­μά­τιο ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἄ­νοιγ­μα τῆς τζα­μό­πορ­τας. Ἡ ἐκ­δο­χὴ τῆς δο­λο­φο­νί­ας δὲν εἶ­χε ἀ­πο­κλει­στεῖ, εἶ­πε ρί­χνον­τας —χω­ρὶς νὰ τοῦ τὸ ζη­τή­σει ὁ Χι­λια­νός— λι­γά­κι ἀ­κό­μη κο­νιὰκ σ’ ὅ­σο κα­φὲ εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει. Σάλ­τα­ρε ἁ­πλῶς ἢ τὸν ἔ­σπρω­ξαν κι ἔ­πε­σε ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο στὸ αἴ­θριο. Σὰν νά ’­χει θά­λασ­σα ἀ­πο­κά­τω, σκέ­φτη­κε ὁ Μά­ριο, κα­τα­νο­ών­τας τὸ τε­τριμ­μέ­νο τοῦ ὅ­λου πράγ­μα­τος. Συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι ἕ­ως τό­τε δὲν εἶ­χε μπο­ρέ­σει νὰ φαν­τα­στεῖ τὸ πρό­σω­πο ἢ τὸν σω­μα­τό­τυ­πό του ἢ ἂν εἶ­χε με­γά­λα αὐ­τιά. Βου­τιὰ ἔ­κα­νε, ἐ­πα­νέ­λα­βε δύ­ο ἢ καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, καὶ ἡ λέ­ξη αὐ­τὴ τοῦ θύ­μι­σε τὴν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α, τὰ χρό­νια ποὺ πέ­ρα­σε σὰν παι­δὶ στὴν Βί­νια ντὲλ Μάρ, στὸ σπί­τι τῆς για­γιᾶς του ποὺ κρα­τοῦ­σε συν­τρο­φιὰ σ’ αὐ­τὸν καὶ στὴν ἀ­δελ­φή του, τὶς βου­τι­ὲς ποὺ ἔ­κα­ναν στὴν πι­σί­να Ρε­κρέ­ο. Καὶ τὶς ἀ­τε­λεί­ω­τες πε­ραν­τζά­δες μὲ τὴ για­γιά του στὴν προ­βλή­τα τοῦ Βαλ­πα­ρα­ΐ­σο, καὶ τὸν βρά­χο τῶν ἐ­ρω­τευ­μέ­νων, ποὺ τὸν λέ­νε καὶ Σάλ­το ἢ Βρά­χο τῶν αὐ­το­χεί­ρων: ἕ­να κομ­μά­τι γῆς ποὺ κρέ­με­ται πά­νω ἀ­π’ τὴ θά­λασ­σα, ὅ­που πᾶ­νε γιὰ ν’ αὐ­το­κτο­νή­σουν οἱ ντό­πιοι ποὺ εἶ­ναι ἀ­πελ­πι­σμέ­νοι, θε­με­λι­ώ­νον­τας μὲ τὰ κορ­μιά τους —ποὺ τ’ ἀ­να­σύ­ρουν οἱ πυ­ρο­σβέ­στες μέ­σ’ ἀ­π’ τοὺς πέ­τρι­νους ὄγ­κους— τὴν αὔ­ρα ἑ­νὸς πράγ­μα­τος ἱ­ε­ροῦ, τῆς σπου­δαί­ας πέ­τρας, τό­που ἱ­ε­ροῦ γιὰ τοὺς ἐ­ρω­τευ­μέ­νους ποὺ ἀγ­κα­λι­ά­ζον­ται στὶς γω­νι­ές του ἢ ἑ­νὸς μέ­ρους σχε­δὸν του­ρι­στι­κοῦ, ὅ­που γη­ραι­ὲς κυ­ρί­ες κρα­τᾶ­νε φο­βι­σμέ­νες τὰ ἐγ­γό­νια τους γε­ρὰ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. Ὁ Βί­λα εἶ­πε πὼς εἶ­χε ἀ­να­γνω­ρί­σει τὸν αὐ­τό­χει­ρα σὲ μιὰ φω­το­γρα­φί­α ποὺ τοῦ ἔ­δει­ξαν τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ οἱ ἀ­στυ­νο­μι­κοί. Ἔ­με­νε δί­πλα στὸ μπάρ, ὅ­μως δὲν ἦ­ταν θα­μώ­νας του. Τὸν εἶ­χε δεῖ ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρὲς νὰ δι­α­σχί­ζει τὸν δρό­μο. Ὁ Μά­ριο ἤ­πι­ε ἄλ­λη μιὰ γου­λιὰ κα­φέ. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ ἰ­α­τρο­δι­κα­στὴς ἐ­ξέ­τα­ζε τὸ πτῶ­μα, οἱ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ μπού­κα­ραν στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα. Τὸ κα­θι­στι­κὸ ἦ­ταν ἄ­δει­ο. Τί­πο­τα, δὲν εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει τί­πο­τα· σκό­νη, ἕ­να κρε­βά­τι κι ἕ­νας Ὁ­δη­γὸς τῆς πό­λης τῆς Βαρ­κε­λώ­νης. Ὑ­πάρ­χουν καὶ τέ­τοι­οι ἄν­θρω­ποι. Ἴ­σως ἦ­ταν θλιμ­μέ­νος, ὁ Βί­λα ὅ­μως δὲν τὸ πί­στευ­ε.



Δευ­τέ­ρα, 12 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Στὶς δέ­κα καὶ μι­σὴ πε­ρί­που τὸ πρω­ῒ ὁ Μά­ριο πέ­ρα­σε τὸ κα­τώ­φλι καὶ κά­θι­σε στὴν μπά­ρα ἀ­κουμ­πών­τας τὰ χέ­ρια στὸν πάγ­κο. Ἦ­ταν πο­λὺ ἀρ­γά, ἔ­γρα­φε ὅ­λη νύ­χτα, ὥ­σπου νὰ ξη­με­ρώ­σει, καὶ ξύ­πνη­σε στὸ γρα­φεῖ­ο του, ὅ­που εἶ­χε ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ. Ἕ­ναν κα­φὲ σκέ­το, εἶ­πε λὲς κι ἔ­λε­γε κα­λη­μέ­ρα. Ὕ­στε­ρα κοι­τά­χτη­κε στὸν κα­θρέ­φτη ἀ­νά­βον­τας ἕ­να Ducados. Πί­σω του, ἕ­νας φοι­τη­τὴς καὶ μιὰ φοι­τή­τρια φι­λι­όν­του­σαν σ’ ἕ­να ἀ­π’ τὰ τρα­πέ­ζια, ἔ­χον­τας ἀ­κουμ­πή­σει σὲ μιὰ ἄ­κρη κά­τι φα­κέ­λους γε­μά­τους χαρ­τιὰ καὶ κλει­σμέ­νους μὲ λά­στι­χο. Ἡ κό­ρη τοῦ Βί­λα σκού­πι­ζε ἐ­κεῖ δί­πλα. Στὶς ἕν­τε­κα πα­ρὰ εἴ­κο­σι μπῆ­κε μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ φο­ροῦ­σε ἕ­να χον­τρὸ καὶ μα­κρὺ παλ­τὸ ποὺ ἔ­φτα­νε χα­μη­λὰ μέ­χρι τὰ ζω­η­ρό­χρω­μα καὶ ζε­στὰ πα­πού­τσια της. Ρώ­τη­σε, τρέ­μον­τας, ἂν μπο­ρεῖ νὰ κα­λέ­σει τὴν ἀ­στυ­νο­μί­α. Ὁ Βί­λα τὴν πα­ρα­τή­ρη­σε σα­στι­σμέ­νος. Ὁ Μά­ριο καὶ τὸ ζευ­γά­ρι ποὺ κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι σή­κω­σαν τὸ βλέμ­μα. Ἡ κό­ρη τοῦ ἰ­δι­ο­κτή­τη συ­νέ­χι­σε τὸ ἔρ­γο της. «Χρει­ά­ζε­στε βο­ή­θεια;», ρώ­τη­σε ὁ Βί­λα ἐ­νῶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ πιά­σει γραμ­μή. Ἀ­π’ τὴν κί­νη­ση τῆς γυ­ναί­κας συμ­πέ­ρα­ναν ὅ­λοι πὼς κά­τι τέ­τοι­ο δὲν χρει­α­ζό­ταν. Κά­λε­σε τὸν ἀ­ριθ­μὸ ποὺ ἦ­ταν γραμ­μέ­νος σ’ ἕ­να κομ­μά­τι χαρ­τὶ καὶ ζή­τη­σε τὸν ἐ­πι­θε­ω­ρη­τὴ Ἀν­δρά­δε. Ὕ­στε­ρα, συ­στή­θη­κε ὡς ἡ θυ­ρω­ρί­να τοῦ κτι­ρί­ου στὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­νε ὁ αὐ­τό­χει­ρας. Ὁ αὐ­τό­χει­ρας, ἐ­πα­νέ­λα­βε, εἶ­χε λά­βει ἕ­να γράμ­μα.



Τρί­τη, 13 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Μπῆ­κε ἕ­να νέ­ο παι­δὶ ἐν­τε­λῶς μου­σκε­μέ­νο, κά­θι­σε στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς μπά­ρας καὶ πα­ρήγ­γει­λε μιὰ κό­κα κό­λα. Ἡ πόρ­τα ἄρ­γη­σε νὰ κλεί­σει κι ὁ Μά­ριο ἔ­νι­ω­σε τὸ ψύ­χος. Ὁ Βί­λα ἦρ­θε πά­λι κον­τά του. Ἔ­μα­θαν ἀ­πὸ τὴ θυ­ρω­ρί­να ὅ­τι εἶ­ναι Χι­λια­νός, ἐ­ξοῦ καὶ σκέ­φτη­κα ὅ­τι ἴ­σως πρό­κει­ται γιὰ σέ­να. Τὴν πρώ­τη μέ­ρα κα­νεὶς δὲν σκέ­φτη­κε νὰ ψά­ξει κά­τω ἀ­π’ τὸ στρῶ­μα. Ἐ­κεῖ φυ­λοῦ­σε τὸ δι­α­βα­τή­ριό του. Ἐ­σύ, ποῦ τὸ φυ­λᾶς; Ὁ Μά­ριο τὸ κου­βα­λοῦ­σε πάν­το­τε πά­νω του. Ἕ­να πα­λιό, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο δι­α­βα­τή­ριο γα­λά­ζιου χρώ­μα­τος στὴν κω­λό­τσε­πη. Ὁ Μά­ριο δὲν ἐ­ξω­τε­ρί­κευ­σε κα­μιὰ χει­ρο­νο­μί­α ποὺ ν’ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τί σκε­φτό­ταν ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι καὶ ἔ­στρε­ψε τὴ μα­τιά του στὸν Βί­λα, κοι­τών­τας τὸν κα­τά­μα­τα. Ἦ­ταν σκε­πτι­κός, ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν τί εἴ­δους ἔ­ρευ­νες μπο­ρεῖ νὰ εἶ­χε ξε­κι­νή­σει ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α, στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ ὑ­πῆρ­χαν ὑ­πο­ψί­ες ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ αὐ­τό­χει­ρας. Ὁ Βί­λα ἔ­πα­ψε νὰ στη­ρί­ζε­ται στὴν μπά­ρα, πέ­τα­ξε τὸ πα­νὶ ἀ­π’ τὸν ὦ­μο του καὶ πλη­ρώ­θη­κε ἀ­π’ τὸν νε­α­ρὸ τὴν κό­κα κό­λα. Ἄ­νοι­ξε τὸ τα­μεῖ­ο μ’ ἕ­ναν ἐκ­κω­φαν­τι­κὸ με­ταλ­λι­κὸ θό­ρυ­βο καὶ τὸ ἔ­κλει­σε πά­λι μό­λις ἔ­φυ­γε ὁ νε­α­ρός. Ἔ­ξω ἔ­βρε­χε. Κοί­τα­ξε ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τὸν δρό­μο, δί­χως δι­α­βά­τες, γκρί­ζο ἐ­πά­νω σε γκρί­ζο, γε­μά­το αὐ­το­κί­νη­τα ποὺ κι­νοῦν­ταν ἀρ­γὰ πέ­ρα-δῶ­θε· ὁ­ρι­σμέ­να πα­ρά­θυ­ρα ἦ­ταν τό­σο θαμ­πά, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σες νὰ δι­α­κρί­νεις τί­πο­τα στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τους. Ἔ­λει­ψες μιὰ βδο­μά­δα καὶ δὲν ἤ­μουν σί­γου­ρος ἂν μέ­νουν κι ἄλ­λοι Χι­λια­νοὶ στὴ γει­το­νιά. Ὁ Μά­ριο σκέ­φτη­κε πὼς ἂν τυ­χὸν ἀ­νη­συ­χοῦ­σε κα­νεὶς γι’ αὐ­τόν, θὰ τοῦ ξέ­φευ­γε κα­μιὰ χον­τρά­δα. Ἴ­σως δὲν φα­νε­ρώ­νει ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ κά­ποι­ον τὸ νὰ ψά­ξεις νὰ βρεῖς ἂν εἶ­ναι νε­κρός. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση θὰ πρό­κει­ται πε­ρὶ ἀ­νη­συ­χί­ας γιὰ τοὺς οἰ­κεί­ους του ἢ τὰ νού­με­ρα στὴν ἀ­πο­γρα­φή, γιὰ κά­ποι­α κλη­ρο­νο­μιά, γιὰ τὸ ἄ­με­σο μέλ­λον ἢ γιὰ τὴ σύν­θε­ση κά­ποι­ας ἐ­λε­γεί­ας. Εἰ­λι­κρι­νά, σκέ­φτη­κε ὁ Χι­λια­νός, ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ἔ­χουν καὶ πολ­λὴ ση­μα­σί­α.



Τε­τάρ­τη, 14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Κα­τὰ βά­θος ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι γνω­στή, σκέ­φτη­κε ὁ Χι­λια­νός: ἡ πά­λη τῆς κά­θε μέ­ρας, στὸν ἔ­ξω κό­σμο κι ἐν­τὸς τοῦ κα­θε­νός, ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ πά­λη κι αὐ­τὴ ποὺ τρώ­ει τὰ σω­θι­κά. Ἔ­κλει­ναν τὰ μά­τια του. Ἀ­πο­κοι­μι­ό­ταν. Στὸ πί­σω κά­θι­σμα κά­ποι­ου αὐ­το­κι­νή­του ἕ­να κο­ρί­τσι κα­τέ­βα­σε τὸ τζά­μι, ἔ­βγα­λε ἔ­ξω το κε­φά­λι καὶ κοί­τα­ξε γιὰ λί­γο πρὸς τὸ μέ­ρος του, δί­χως νὰ τὸν δεῖ. Θὰ ἦ­ταν τὸ πο­λὺ ἐν­νιὰ χρό­νων, τὰ μαλ­λιά της ἦ­ταν πια­σμέ­να πλε­ξοῦ­δες κι ἔ­πε­φταν στὸ γα­λά­ζιο κολ­λε­για­κὸ φοῦ­τερ ποὺ φο­ροῦ­σε σκε­πά­ζον­τας τοὺς ὤ­μους της. Τὸ ἁ­μά­ξι ξε­κί­νη­σε, τὸ κο­ρί­τσι πέ­τα­ξε ἔ­ξω κά­τι χαρ­τά­κια ποὺ βρά­χη­καν ἀ­μέ­σως μό­λις ἔ­πε­σαν κά­τω, ὕ­στε­ρα ἀ­νέ­βα­σε τὸ τζά­μι. Πρό­λα­βε νὰ δεῖ ἄλ­λη μιὰ πλε­ξού­δα, ἴ­σως ἦ­ταν ἕ­να ἄλ­λο παι­δί, κουρ­νι­α­σμέ­νο πιὸ πέ­ρα στὸ πί­σω κά­θι­σμα. Κι ὕ­στε­ρα κι ἄλ­λα ἁ­μά­ξια. Ὅ­λα ἑρ­μη­τι­κὰ κλει­στά. Ὁ Μά­ριο ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια καὶ δὲν ἤ­ξε­ρε ἂν ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ εἶ­χε ὀ­νει­ρευ­τεῖ. Ἔ­μει­νε μὲ τὴν εἰ­κό­να τοῦ κο­ρι­τσιοῦ.



Πέμ­πτη, 15 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Ἦ­ταν φοι­τη­τὴς κι εἶ­χε σύν­τρο­φο. Μιὰ κο­πέ­λα τοῦ εἶ­χε γρά­ψει ἕ­να γράμ­μα. Μιὰ κο­πέ­λα ἀ­π’ τὴ Χι­ρό­να. Ἦ­ταν φοι­τη­τὴς καὶ στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα τὸ μό­νο ποὺ βρῆ­καν ἦ­ταν ἕ­νας Ὁ­δη­γὸς τῆς πό­λης τῆς Βαρ­κε­λώ­νης. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα αὐ­τὸ ἦ­ταν γιὰ ἄλ­λη δου­λειά, εἶ­πε ὁ Βί­λα. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὸν σκό­τω­σαν. Ὅ­λα αὐ­τὰ πα­ρα­ῆ­ταν πα­ρά­ξε­να. Ὑ­πάρ­χουν καὶ τέ­τοι­οι ἄν­θρω­ποι. Μιὰ κο­πέ­λα εἶ­χε γρά­ψει καὶ τοῦ εἶ­χε στεί­λει ἐ­ρω­τι­κὸ γράμ­μα. Πι­θα­νό­τα­τα ἦ­ταν ἡ κο­πέ­λα του. Ἦ­ταν φοι­τη­τὴς καὶ τὸ γράμ­μα ἄρ­γη­σε νὰ φτά­σει.



Πα­ρα­σκευ­ή, 16 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Σκέ­φτη­κε ὅ­τι, ἔ­χον­τας βρεῖ ἕ­να πρῶ­το στοι­χεῖ­ο (τὸ γράμ­μα ἀ­πο­τε­λεῖ στοι­χεῖ­ο), θὰ ξε­χνοῦ­σαν πὼς ὁ ἴ­διος, ὁ πρῶ­τος ποὺ ὑ­πο­ψι­ά­στη­καν ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει αὐ­το­κτο­νή­σει, δὲν δι­έ­θε­τε κὰν ἄ­δεια πα­ρα­μο­νῆς. Τί­πο­τα, οὔ­τε μιὰ ἀ­τζέν­τα, τοῦ εἶ­πε ὁ Βί­λα κα­θὼς προ­σέ­θε­τε λί­γο ἀ­κό­μη κο­νιὰκ στὸν κα­φέ. Λὲς καὶ ὁ τύ­πος δὲν εἶ­χε κα­θό­λου φί­λους σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ Βαρ­κε­λώ­νη. Νὰ ἔ­χεις φί­λους· νὰ εἶ­σαι μό­νος· νὰ κά­νεις σχέ­σεις· μιὰ κο­πέ­λα· ἕ­να γράμ­μα. Ἂν ὅ­μως ἔμ­παι­ναν στὸ δι­κό του σπί­τι, χα­μο­γέ­λα­σε ὁ Χι­λια­νός, θά ’­βρι­σκαν πε­ρισ­σό­τε­ρα: βι­βλί­α, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα γραμ­μέ­να μὲ τὸ χέ­ρι σὲ τε­τρά­δια δί­χως κα­μί­α ἔν­δει­ξη. Ἀ­να­ρω­τή­θη­κε τί τύ­χη θά ’­χε τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό του, ἂν θὰ ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νὰ τὸ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σουν λέ­ξη πρὸς λέ­ξη ντε­τέ­κτιβ δι­ψα­σμέ­νοι γιὰ πλη­ρο­φο­ρί­α, πά­νω στὴ φού­ρια νὰ κλεί­σουν μιὰ ὑ­πό­θε­ση, τὴ δι­κή του ὑ­πό­θε­ση. Ἂν ἔμ­παι­ναν στὸ σπί­τι του, εἶ­πε μὲ σι­γου­ριὰ ὁ Βί­λα, θὰ γέ­μι­ζαν φορ­τη­γὸ ὁ­λό­κλη­ρο μὲ τι­μο­λό­για καὶ ἀ­πο­δεί­ξεις πα­ρα­λα­βῆς μὲ τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ μπάρ. Ὁ Χι­λια­νὸς σκέ­φτη­κε τί θλι­βε­ρὸ ποὺ ἦ­ταν. Φαν­τά­στη­κε τὸν αὐ­τό­χει­ρα νὰ περ­πα­τᾶ κου­βα­λών­τας τὸν πε­ρί­φη­μο Ὁ­δη­γό. Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ ὅ,τι εἶ­χε συμ­βεῖ λί­γες μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα, τώ­ρα μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν δεῖ: κα­φε­τὶ ρι­γω­τὸ πα­νω­φό­ρι, ὁ ὁ­δη­γὸς στὸ δε­ξὶ χέ­ρι, τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι χω­μέ­νο στὴν τσέ­πη· νὰ ὀ­νει­ρο­πο­λεῖ συλ­λο­γι­ζό­με­νος πὼς τοῦ στέλ­νουν γράμ­μα. Ὁ Βί­λα ἔ­κα­νε νὰ ἰ­σι­ώ­σει μὲ τὸ χέ­ρι τὰ μαλ­λιά του, ἐ­πι­χει­ρών­τας νὰ βά­λει τά­ξη στὸ χά­ος. Ὁ Μά­ριο τὸν κοί­τα­ξε στὰ μά­τια. Νύ­στα­ζε, ὅ­πως πάν­τα. Τὸ γρά­ψι­μο τὸν εἶ­χε κρα­τή­σει ξύ­πνιο μέ­χρι πο­λὺ ἀρ­γά, φυ­σι­κά, ἴ­σα­με τὸ ξη­μέ­ρω­μα.



Σάβ­βα­το, 17 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Ὁ Βί­λα ἄ­να­ψε τὴν κα­φε­τι­έ­ρα. Ἦρ­θε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν μπά­ρα κι ἀ­νέ­βα­σε τὸ ρο­λὸ τῆς πόρ­τας. Πέ­ρα­σε τὰ τρα­πέ­ζια μὲ τὸ πα­νί. Ἔ­βα­λε πά­νω τα­σά­κια. Το­πο­θέ­τη­σε μη­χα­νι­κὰ στὴ σει­ρὰ τὰ σκαμ­πὸ καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε πί­σω ἀ­π’ τὴν μπά­ρα. Ἄ­νοι­ξε τὸ ψυ­γεῖ­ο κι ἔ­βγα­λε μι­κρὰ πι­α­τά­κια μὲ τά­πας τὰ ὁ­ποῖ­α ἄ­φη­σε στὴν προ­θή­κη προ­στα­τευ­μέ­να κά­τω ἀ­πὸ μιὰ τζα­μα­ρί­α. Ἔ­βα­λε λά­δι στὸ τη­γά­νι καὶ τὸ ἄ­φη­σε νὰ κά­ψει, ἔ­βγα­λε λί­γες πα­τά­τες ποὺ ἦ­ταν ἕ­τοι­μες, κομ­μέ­νες γιὰ τη­γά­νι­σμα καὶ τὶς ἄ­φη­σε δί­πλα στὴν κου­ζί­να. Ἄ­να­ψε τσι­γά­ρο καὶ πέ­τα­ξε τὸ σπίρ­το στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τῆς μπά­ρας, κά­τω στὸ πά­τω­μα, μα­ζὶ μὲ τ’ ἀ­πο­τσί­γα­ρα καὶ τ’ ἄ­δεια φα­κε­λά­κια ζά­χα­ρης. Ἡ κό­ρη τοῦ Βί­λα θὰ ἐρ­χό­ταν νὰ τὰ μα­ζέ­ψει σὲ κά­να-δυ­ὸ ὧ­ρες. Πε­ρί­με­νε πρῶ­τα νὰ ζε­στα­θεῖ ἡ κα­φε­τι­έ­ρα κι ἑ­τοί­μα­σε ἕ­ναν κα­φὲ δυ­να­τό. «Τί πρω­ϊ­νὸ κι αὐ­τό», εἶ­πε δί­χως νὰ ξέ­ρει τὸ για­τί. Ἔ­ξω ἔ­κα­νε κρύ­ο κι ἦ­ταν ἀ­κό­μη σκο­τά­δι, ὅ­ταν ἔ­φτα­σε ὁ Μά­ριο φα­νε­ρὰ νυ­σταγ­μέ­νος.



Κυ­ρια­κή, 18 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Ὁ δρό­μος δὲν εἶ­χε ξυ­πνή­σει ἀ­κό­μη κα­λά. Ἦ­ταν πο­λὺ ἀρ­γὰ ὅ­ταν ὁ Βί­λα ἄ­νοι­ξε τὸ μα­γα­ζὶ γιὰ τὸ κοι­νό. Ὁ Μά­ριο δι­α­σταυ­ρώ­θη­κε στὴν εἴ­σο­δο μὲ δυ­ὸ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους ποὺ πή­γαι­ναν στὴ λει­τουρ­γί­α. Ζή­τη­σε τὸ ἴ­διο ὅ­πως πάν­τα, ἕ­ναν κα­φὲ σκέ­το, λὲς κι ἔ­λε­γε κα­λη­μέ­ρα.



Δευ­τέ­ρα, 19 Φε­βρου­α­ρί­ου 1979


Πέ­ρα­σε ἕ­να κόκ­κι­νο ἁ­μά­ξι. Κα­τα­κόκ­κι­νο κι ἀ­στρα­φτε­ρό. Ἔ­πει­τα ἕ­να πρά­σι­νο ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμέ­νο. Ἕ­νας κου­τσο­δόν­της γέ­ρος ποὺ φο­ροῦ­σε ἕ­να κλα­σι­κὸ γκρί­ζο κο­στού­μι ἔ­πι­νε κα­φὲ μὲ γά­λα· τὸ κα­πέ­λο του τὸ εἶ­χε ἀ­φή­σει πά­νω στὸν πάγ­κο. Ἔ­ξω ἔ­βρε­χε, ὅ­πως κά­θε μέ­ρα σχε­δόν. Ἡ πο­λι­τεί­α σι­γὰ-σι­γὰ ξυ­πνοῦ­σε. Ὁ Μά­ριο πα­ρα­τή­ρη­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ πή­γαι­ναν στὶς δου­λει­ές τους, σκε­πα­σμέ­νους ἀ­π’ τὶς ὀμ­πρέ­λες τους, νὰ βα­στοῦν στὸ ἐ­λεύ­θε­ρο χέ­ρι ἕ­να σάν­του­ιτς τυ­λιγ­μέ­νο σὲ ἀ­λου­μι­νό­χαρ­το, μὲ τὰ μά­τια μι­σά­νοι­χτα· τὸν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ἥ­συ­χο ρυθ­μὸ τὶς πρῶ­τες ὧ­ρες τὶς μέ­ρας. Μπῆ­κε ὁ γιὸς τοῦ φούρ­να­ρη ἀ­νοί­γον­τας τὴν πόρ­τα μὲ τὸ πό­δι· κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια του ἕ­ναν δί­σκο μὲ γλυ­κὰ σκε­πα­σμέ­να μὲ δι­α­φα­νῆ μεμ­βρά­νη. Κα­λη­μέ­ρα, εἶ­πε. Κα­λη­μέ­ρα, ἀ­πάν­τη­σαν ὁ Βί­λα, ὁ γέ­ρος μὲ τὸ γκρί­ζο κο­στού­μι καὶ ὁ Μά­ριο, μὲ μιὰ φω­νή. Μό­λις ξεμ­πέρ­δε­ψε μὲ τὸ παι­δί, ὁ Βί­λα πλη­σί­α­σε τὸν Μά­ριο. Τώ­ρα λέ­νε ὅ­τι πέ­θα­νε προ­τοῦ πέ­σει ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Οἱ γεί­το­νες κου­τσομ­πο­λεύ­ουν καὶ βγά­ζουν τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά τους κά­θε φο­ρὰ ποὺ τοὺς προ­σεγ­γί­ζει κά­ποι­ος ντε­τέ­κτιβ καὶ τοὺς ρω­τᾶ γιὰ τοῦ­το καὶ γιὰ κεῖ­νο, μή­πως καὶ θυ­μη­θοῦν κά­ποι­α λε­πτο­μέ­ρεια. Ὁ Χι­λια­νὸς ρου­φοῦ­σε ἀρ­γὰ τὸν κα­φέ του, τρα­βοῦ­σε τὶς τε­λευ­ταῖ­ες τζοῦ­ρες τοῦ τσι­γά­ρου του καὶ χά­ζευ­ε τὴ βρο­χὴ νὰ πέ­φτει στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Γκρί­ζο πά­νω σε γκρί­ζο, ξα­νά. Κου­τσομ­πο­λιὸ στὴ γει­το­νιά. Δυ­ὸ Ἄ­ρα­βες ντυ­μέ­νοι μὲ κε­λεμ­πί­ες στα­μά­τη­σαν στὴν εἴ­σο­δο, ἔ­ρι­ξαν μιὰ μα­τιὰ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τοῦ μπὰρ καὶ συ­νέ­χι­σαν τὴν πο­ρεί­α τους. Ὁ Μά­ριο φαν­τά­στη­κε ὅ­τι θά ’­χουν κι αὐ­τοὶ τὸν θαυ­μά­σιο Ὁ­δη­γὸ τῆς πό­λης τῆς Βαρ­κε­λώ­νης. Σὰν πα­λιὸς ἐ­ρα­στὴς τοῦ νου­ὰρ ποὺ ἦ­ταν, ὄ­φει­λε νὰ γρά­ψει κά­τι γιὰ τὸν «Ἄν­θρω­πο ποὺ δι­ά­βα­ζε μό­νο τὸν Ὁ­δη­γὸ τῆς πό­λης τῆς Βαρ­κε­λώ­νης». Ὁ Χι­λια­νὸς ἔ­χω­σε τὸ χέ­ρι στὴν τσέ­πη ψά­χνον­τας λε­φτὰ γιὰ νὰ πλη­ρώ­σει τὸν λο­γα­ρια­σμό. Ὁ Βί­λα, ποὺ στη­ρι­ζό­ταν στὴν πρε­ξο­χὴ τῆς προ­θή­κης μὲ τὰ πο­τὰ βρῆ­κε ἀ­φορ­μὴ νὰ ση­κω­θεῖ· ὁ για­κάς του ἦ­ταν λε­ρω­μέ­νος καὶ τὰ μά­γου­λά του ἦ­ταν ὠ­χρά, λὲς καὶ δὲν τὰ ’­χε δεῖ πο­τὲ ὁ ἥ­λιος. Ἅρ­πα­ξε τὰ λε­φτὰ καὶ δί­χως νὰ πε­τά­ξει τὴ γό­πα ἀ­π’ τὸ στό­μα ἔ­γνευ­σε ἀν­τί­ο. Ὁ Μά­ριο κα­τέ­βη­κε ἀ­π’ τὸ σκαμ­πὸ κι ἔ­κα­νε λί­γα βή­μα­τα πρὸς τὴν πόρ­τα. Σκέ­φτη­κε νὰ γυ­ρί­σει στὸ σπί­τι, κά­νον­τας ἴ­σως πρῶ­τα ἕ­ναν μι­κρὸ κύ­κλο, γιὰ τὴ βόλ­τα, ἀν­τὶ νὰ πά­ρει τὸν πιὸ σύν­το­μο δρό­μο. Γιὰ νὰ πε­ρά­σει ἡ ὥ­ρα, εἶ­πε. Στὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, τὰ μά­τια του στά­θη­καν στὸ ἀ­στρα­φτε­ρὸ πλα­κό­στρω­το ποὺ ἀν­τα­να­κλοῦ­σε θραύ­σμα­τα τῶν πα­λι­ῶν τοί­χων, τῶν γκρί­ζων προ­σό­ψε­ων καὶ τῶν μαύ­ρων σι­δε­ρέ­νι­ων μπαλ­κο­νι­ῶν· σὰν χα­λά­σμα­τα ποὺ τὰ με­λε­τοῦν εὐ­λα­βι­κὰ οἱ εὐαί­σθη­τοι ἀρ­χι­τέ­κτο­νες τοῦ μέλ­λον­τος. Ἡ βρο­χὴ ἦ­ταν σὰν μιὰ μπά­ρα ποὺ θό­λω­νε τὸν προ­ο­ρι­σμό του. «Θὰ κοι­μη­θεῖς;», τὸν ρώ­τη­σε ἡ ἀ­δελ­φή του ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα. Βγά­λ’ τὰ αὐ­τὰ τὰ ροῦ­χα. Ὁ Μά­ριο φταρ­νί­στη­κε με­ρι­κὲς φο­ρές. Καὶ συμ­πλή­ρω­σε: «Στέ­γνω­σε, ἀ­γό­ρι μου, τὰ μαλ­λιά σου πρὶν ξα­πλώ­σεις». Ὁ Μά­ριο θυ­μή­θη­κε τί κα­λὰ ποὺ ἦ­ταν στὴ Βί­λα, μὲ τὴ για­γιά τους στὴ Βί­νια ντὲλ Μάρ, ἔ­ρι­ξε μιὰ τε­λευ­ταί­α μα­τιὰ στὸ γρα­φεῖ­ο του, τσα­λά­κω­σε τὰ χαρ­τιὰ μὲ τ’ ἀ­κρο­δά­χτυ­λά του ἐ­νῶ μὲ τὸ ἄλ­λο χέ­ρι ἔ­σβη­νε τὸ τσι­γά­ρο στὸ τα­σά­κι, κι ὕ­στε­ρα μὲ τὸ πά­σο του καὶ δί­χως κα­νέ­ναν δι­σταγ­μό, σάλ­τα­ρε στὸ κε­νὸ ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο στὸ αἴ­θριο. Σὰν νὰ βγαί­νει ἀ­π’ τὴν πί­σω πόρ­τα, σκέ­φτη­κε, ἔ­τσι ἁ­πλά, σὰν νὰ ’­χει θά­λασ­σα ἀ­πο­κά­τω.



Πη­γή: Roberto Bolano & A. G. Porta, Conse­­jos de un discí­­pulo de Moris­son a un fa­ná­ti­co de Joy­ce. Dia­­rio de bar, σει­ρά: Nar­rativa Hispánica / Biblio­teca Rober­to Bolaño, Μα­δρί­τη, Alfa­gua­ra, 2018 [α΄ ἔκ­δο­ση: 2006].

Ρομ­πέρ­το Μπο­λά­νιο (Roberto Bolaño) (1953, Σαν­τιά­γκο – 2003, Βαρ­κε­λώ­νη): Χι­λια­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Ἐ­ξέ­δω­σε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των, νου­βέ­λες καὶ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, κα­θὼς καὶ συλ­λο­γὲς ἀ­πὸ ἄρ­θρα. Ἐκ τῶν σπου­δαι­ό­τε­ρων μορ­φῶν τῆς σύγ­χρο­νης ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας, ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ ση­μαν­τι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ βρα­βεῖ­α καὶ ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες.

Ἀ. Γκ. Πόρ­τα (Antoni García Porta ) (1954, Βαρ­κε­λώ­νη): Βρα­βευ­μέ­νος Ἱ­σπα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ στε­νὸς φί­λος τοῦ Μπο­λά­νιο. Ἔ­γρα­ψαν μα­ζὶ τὸ Conse­­jos de un discí­­pulo de Mo­ris­son a un fa­ná­ti­co de Joy­ce, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τὸ βρα­βεῖ­ο Ám­bi­to Li­tera­rio de Nar­ra­tiva τὸ 1984, κα­θὼς καὶ τὸ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο μπά­ρας», κεί­με­νο ποὺ γρά­φτη­κε τὴν ἴ­δια πε­ρί­που ἐ­πο­χὴ μὲ τὸ πρῶ­το, πα­ρέ­μει­νε ὅ­μως ἀ­νέκ­δο­το ἕ­ως τὸ 2006.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke): Τὸ κλουβὶ μὲ τὰ λιοντάρια


Ράϊ­νερ Μα­ρί­α Ρίλ­κε (Rainer Maria Rilke)


Τὸ κλου­βὶ μὲ τὰ λι­ον­τά­ρια

(Der Löwenkäfig)


ΗΓΑΙΝΕΙ πέ­ρα-δῶ­θε ὅ­πως οἱ σκο­ποὶ ἔ­ξω στὴν ἄ­κρη τῶν τει­χῶν, ὅ­που τί­πο­τα πιὰ δὲν ὑ­πάρ­χει. Κι ὅ­πως καὶ στοὺς σκο­πούς, ὑ­πάρ­χει νο­σταλ­γί­α μέ­σα της, βα­ριὰ νο­σταλ­γί­α κομ­μα­τι­α­σμέ­νη.

            Ὅ­πως κά­τω στὸ πέ­λα­γος κά­που θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χουν κα­θρέ­φτες, κα­θρέ­φτες ἀ­πὸ τὶς καμ­πί­νες ναυ­α­γι­σμέ­νων πλοί­ων, κομ­μά­τια ἀ­πὸ κα­θρέ­φτες, ποὺ τώ­ρα πιὰ φυ­σι­κὰ δὲν πε­ρι­έ­χουν τί­πο­τα: οὔ­τε τὰ πρό­σω­πα τῶν τα­ξι­δι­ω­τῶν οὔ­τε κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τους· οὔ­τε τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο γυρ­νοῦ­σαν τὴν πλά­τη κι ἔ­μοια­ζαν ἀ­πὸ πί­σω τό­σο ἀλ­λό­κο­τα ἀ­δέ­ξιοι· οὔ­τε τὸν τοῖ­χο, οὔ­τε τὴ γω­νιά, στὴν ὁ­ποία κοι­μοῦν­ταν· ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρο ὅ,τι ἐ­δῶ μέ­σα ἔ­φεγ­γε τα­λαν­τευ­ό­με­νο ἀ­πὸ ἀ­πέ­ναν­τι κι ἀ­π’ ἔ­ξω· ὄ­χι, τί­πο­τα.

            Ὅ­μως ὅ­πως κά­ποι­ο φύ­κι ἴ­σως, κά­ποι­ο ἀ­νοιγ­μέ­νο κο­ράλ­λι ποὺ βυ­θί­ζε­ται, ἡ ἀ­να­πάν­τε­χη ἔκ­φρα­ση στὸ πρό­σω­πο κά­ποι­ου ψα­ριοῦ ἢ ἀ­κό­μη καὶ τὸ νε­ρὸ τὸ ἴ­διο, τὸ νε­ρὸ ποὺ ἀ­πο­τρα­βι­έ­ται, ποὺ δι­α­μοι­ρά­ζε­ται, τὸ νε­ρὸ ποὺ ἐ­πι­στρέ­φει καὶ μα­ζεύ­ε­ται ξα­νὰ καὶ γί­νε­ται ἕ­να, φέρ­νει στὸ νοῦ ὁ­μοι­ό­τη­τες μὲ ἐ­κεί­νους τοὺς κα­θρέ­φτες τοὺς μα­κρυ­σμέ­νους, τοὺς λο­ξούς, τοὺς κάλ­πι­κους, ὁ­μοι­ό­τη­τες εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νες, μα­ζὶ μὲ αὐ­τὸ ποὺ κά­πο­τε ὑ­πῆρ­ξε –:

            ἔ­τσι κεῖν­ται ἀ­να­μνή­σεις, κομ­μά­τια ἀ­να­μνή­σε­ων, θραύ­σμα­τα, στὸ σκο­τά­δι βα­θιὰ μέ­σα στὸ αἷ­μα της.

            Πη­γαί­νει πέ­ρα-δῶ­θε γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τό, γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ λι­ον­τά­ρι, ποὺ εἶ­ναι ἄρ­ρω­στο. Ἡ ἀρ­ρώ­στια δὲν τοῦ προ­ξε­νεῖ ἀ­νη­συ­χί­α καὶ δὲν τὸ ἐ­ξα­σθε­νί­ζει· μο­νά­χα τὸ ἐγ­κλω­βί­ζει. Ἔ­τσι ὅ­πως κεῖ­ται ἐ­κεῖ, τὰ ἁ­πα­λὰ πέλ­μα­τά του χω­ρὶς σκο­πό, τὸ πε­ρή­φα­νο πρό­σω­πό του κα­λυμ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ξε­φτι­σμέ­νη χαί­τη, τὰ μά­τια του ἀ­δεια­νά, ἔ­χει ἀ­νε­γεί­ρει στὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τὸ μνη­μεῖ­ο τῆς θλί­ψης του, μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ κά­πο­τε (πάν­το­τε πά­νω καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τὸ του) ὑ­πῆρ­ξε ὡς τραν­τα­χτὴ ἀ­πό­δει­ξη τῆς δύ­να­μής του.

            Τώ­ρα συ­σπᾶ­ται ἀ­κό­μα ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ στοὺς μῦς καὶ σφίγ­γε­ται, μι­κρὲς ἑ­στί­ες ὀρ­γῆς δι­α­μορ­φώ­νον­ται ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, ὑ­περ­βο­λι­κὰ μα­κριὰ ἡ μιὰ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη· τὸ αἷ­μα κυ­λᾶ μὲ με­γά­λη ὁρ­μή, ἀ­να­βλύ­ζει, ἀ­πὸ τὶς κά­μα­ρες τῆς καρ­διᾶς καὶ ἀ­σφα­λῶς δι­α­θέ­τει ἀ­κό­μα τὴν προ­σε­χτι­κὰ δο­κι­μα­σμέ­νη ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ στρί­βει ἀ­πό­το­μα κι ἀ­πο­φα­σι­στι­κά, κα­θὼς χυ­μᾶ στὸν ἐγ­κέ­φα­λο.

            Ὅ­μως ἀ­φή­νει τὰ πράγ­μα­τα νὰ πά­ρουν ἁ­πλῶς τὸν δρό­μο τους, για­τὶ δὲν ἔ­χει φτά­σει ἀ­κό­μα στὸ τέ­λος καὶ δὲν ἔ­χει ἄλ­λη ἐ­νέρ­γεια γιὰ ξό­δε­μα καὶ δὲν παίρ­νει μέ­ρος σὲ τί­πο­τα πιά. Μο­νά­χα πέ­ρα μα­κριά, σὰν ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τό, ζω­γρα­φί­ζει μὲ τὸ μα­λα­κὸ πι­νέ­λο τῆς οὐ­ρᾶς του ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ κά­ποι­α ἡ­μι­κυ­κλι­κὴ χει­ρο­νο­μί­α ἀ­πε­ρί­γρα­πτης κα­τα­φρό­νιας. Κι αὐ­τὸ συμ­βαί­νει μὲ τέ­τοι­α σπου­δαι­ό­τη­τα ποὺ ἡ λέ­αι­να στέ­κει ἀ­κί­νη­τη καὶ πα­ρα­κο­λου­θεῖ: ἀ­νή­συ­χη, τα­ραγ­μέ­νη, γε­μά­τη προ­σμο­νή.

            Ὕ­στε­ρα πιά­νει πά­λι ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τὸν βη­μα­τι­σμό της, τὸν ἄ­χα­ρο, γε­λοῖ­ο βη­μα­τι­σμὸ τῶν σκο­πῶν, ποὺ πάν­το­τε πά­ει καὶ πέ­φτει πά­νω στὰ ἴ­δια χνά­ρια ξα­νὰ καὶ ξα­νά. Καὶ πη­γαί­νει… καὶ πη­γαί­νει, καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ ρη­μαγ­μέ­νη μά­σκα της, ὁ­λο­στρόγ­γυ­λη, δι­α­γραμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ κάγ­κε­λα.

            Πη­γαί­νει ὅ­πως οἱ δεῖ­κτες στὰ ρο­λό­για. Καὶ στὸ πρό­σω­πό της φαί­νε­ται, ὅ­πως σὲ κά­ποι­ο καν­τράν, ποὺ τοῦ ρί­χνουν ἕ­να φῶς καὶ φω­τί­ζει τὴ νύ­χτα, κά­ποι­α ἀλ­λό­τρια, πα­ρά­ξε­νη ὥ­ρα ποὺ γιὰ λί­γο μό­νο μέ­νει σχη­μα­τι­σμέ­νη: μιὰ φρι­κτὴ ὥ­ρα, ἡ ὥ­ρα ποὺ κά­ποι­ος πε­θαί­νει.



Πη­γή: Rainer Maria Rilke, Werke, τ. ΙΙΙ-2 (Prosa), Φραγ­κφούρ­τη, Insel Ver­lag, 41968 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Rai­ner Ma­ria Ril­ke, Der Löwenkäfig, Βα­σι­λεία, Gryff-Pres­se, 1947].

Ρά­ι­νερ Μα­ρί­α Ρίλ­κε (Rai­ner Ma­ria Ril­ke) (1875, Πρά­γα – 1926, Βαλ­μόν). Γερ­μα­νό­φω­νος λυ­ρι­κὸς ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος καὶ κρι­τι­κός. Ση­μαί­νου­σα μορ­φὴ τῆς δυ­τι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Θρυ­λεῖ­ται πὼς ἀ­σθέ­νη­σε ἀ­πὸ καλ­πά­ζου­σα λευ­χαι­μί­α τραυ­μα­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ ἀγ­κά­θι ἑ­νὸς ρό­δου, ἐ­νῶ φρόν­τι­ζε τὸν κῆ­πο του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).


 

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan): Ἡ μι­κρό­τε­ρη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα



Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan)


Ἡ μι­κρό­τε­ρη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα

(The smallest snowstorm on record)


Η ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα συ­νέ­βη μιὰ ὥ­ρα πρὶν στὴν αὐ­λή μου. Ἦ­ταν δύ­ο μό­λις νι­φά­δες. Πε­ρί­με­να νὰ ρί­ξει κι ἄλ­λο χι­ό­νι, ὅ­μως αὐ­τὸ ἦ­ταν ὅ­λο. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ θύ­ελ­λα ἦ­ταν δύ­ο μό­νο νι­φά­δες.

       Ἔ­πε­σαν ἀ­π’ τὸν οὐ­ρα­νὸ μ’ ἕ­να στὶλ πού ’­φερ­νε στὸν νοῦ τὶς σπιρ­τό­ζι­κες γκά­φες τοῦ Χον­τροῦ καὶ τοῦ Λι­γνοῦ καί, τώ­ρα ποὺ τὸ σκέ­φτο­μαι, οἱ δυ­ὸ χι­ο­νο­νι­φά­δες τοὺς ἔ­μοια­ζαν. Ἦ­ταν λὲς κι ὁ Χον­τρὸς κι ὁ Λι­γνὸς εἶ­χαν με­τα­μορ­φω­θεῖ σὲ χι­ο­νο­νι­φά­δες καὶ πρω­τα­γω­νι­στοῦ­σαν στὴ μι­κρό­τε­ρη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα τοῦ κό­σμου.

       Οἱ δυ­ὸ νι­φά­δες ἔ­πε­φταν μὲ τὸ πά­σο τους, μὲ τοῦρ­τες στὸ πρό­σω­πο, ἀ­γω­νι­ώ­δεις προ­σπά­θει­ες νὰ βγά­λουν γέ­λιο καὶ νὰ δι­α­τη­ρή­σουν τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πειά τους σ’ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ ἤ­θε­λε νὰ τοὺς τὴ στε­ρή­σει, ἕ­ναν κό­σμο ποὺ ἦ­ταν μα­θη­μέ­νος σὲ με­γα­λύ­τε­ρες χι­ο­νο­θύ­ελ­λες, ἑ­ξήν­τα πόν­τους καὶ πά­νω, καὶ θὰ μπο­ροῦ­σε πο­λὺ εὔ­κο­λα νὰ δυ­σα­να­σχε­τή­σει βλέ­πον­τας μιὰ θύ­ελ­λα μὲ δύ­ο νι­φά­δες.

       Ἀ­φοῦ προ­σγει­ώ­θη­καν κω­μι­κὰ πά­νω στὸ χι­ό­νι πού ’­χε μεί­νει στρω­μέ­νο ἀ­πὸ κα­μιὰ δε­κα­ριὰ χι­ο­νο­πτώ­σεις ἐ­τοῦ­το τὸν χει­μώ­να, πε­ρί­με­να λι­γά­κι μὲ τὸ βλέμ­μα στὸν οὐ­ρα­νὸ νὰ δῶ ἂν θὰ ρί­ξει κι ἄλ­λο χι­ό­νι, κι ὕ­στε­ρα συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πὼς οἱ δυ­ὸ νι­φά­δες ἦ­ταν ἀ­πὸ μό­νες τους θύ­ελ­λα σω­στή, ὅ­πως ὁ Χον­τρὸς κι ὁ Λι­γνός.

       Βγῆ­κα ἔ­ξω κι ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ τὶς βρῶ. Θαύ­μα­σα τὸ θάρ­ρος τους νὰ μεί­νουν ἴ­δι­ες πα­ρὰ τὶς δυ­σκο­λί­ες. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­ψα­χνα νὰ τὶς βρῶ, σκαρ­φι­ζό­μουν τρό­πους νὰ τὶς βά­λω στὴν κα­τά­ψυ­ξη, νὰ νι­ώ­σουν ἄ­νε­τα καὶ νὰ δε­χτοῦν τὴν προ­σο­χή, τὸν θαυ­μα­σμὸ καὶ τὶς τι­μὲς ποὺ τοὺς ἄ­ξι­ζαν γιὰ τὴν τό­ση ὀ­μορ­φιά τους.

       Ἔ­χε­τε πο­τὲ ἐ­πι­χει­ρή­σει νὰ βρεῖ­τε δυ­ὸ χι­ο­νο­νι­φά­δες σ’ ἕ­να χει­μω­νι­ά­τι­κο το­πίο σκε­πα­σμέ­νο γιὰ μῆ­νες ἀ­π’ τὸ χι­ό­νι;

       Πῆ­γα στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τῆς προ­σγεί­ω­σης. Ἀ­να­ζη­τοῦ­σα δύ­ο χι­ο­νο­νι­φά­δες σ’ ἕ­ναν κό­σμο δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων. Ἐ­πι­πλέ­ον, θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τὶς πα­τή­σει, κι αὐ­τὸ δὲν ἦ­ταν κα­λὴ ἰ­δέ­α.

       Μοῦ πῆ­ρε λί­γη μό­νο ὥ­ρα νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω τὴ μα­ται­ό­τη­τα ὅ­λου αὐ­τοῦ. Ἡ μι­κρό­τε­ρη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα τοῦ κό­σμου εἶ­χε χα­θεῖ γιὰ πάν­τα. Ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ τὴν ξε­χω­ρί­σω.

       Μοῦ δί­νει χα­ρὰ ἡ σκέ­ψη πὼς ἴ­σως τὸ ἀ­πα­ρά­μιλ­λο θάρ­ρος τῶν δύ­ο αὐ­τῶν νι­φά­δων ἔ­χει βρεῖ τρό­πο νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει σ’ ἕ­ναν κό­σμο στὸν ὁ­ποῖ­ο τέ­τοι­α πράγ­μα­τα δὲν ἐ­κτι­μῶν­ται πάν­τα.

       Γύ­ρι­σα στὸ σπί­τι, κι ἄ­φη­σα τὸν Χον­τρὸ καὶ τὸν Λι­γνὸ χα­μέ­νους στὸ χι­ό­νι.



Πη­γή: Richard Brautigan, The TokyoMon­tana Ex­press, Λον­δί­νο, Pi­cador (Pan Books), 1982 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan): Τί θὰ τὶς κά­νεις 390 φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων;



Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan)


Τί θὰ τὶς κά­νεις 390 φω­το­γρα­φί­ες

χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων;

(What are you going to do with 390

photographs of Christmas trees?)


ΕΝ ΞΕΡΩ. Ἔ­μοια­ζε ὅ­μως νά ’­ναι ὅ,τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ροῦ­σα νὰ κά­νω τὴν πρώ­τη ἑ­βδο­μά­δα τοῦ Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1964, κι ἔ­πει­σα ἄλ­λους δύ­ο νά ’ρ­θουν μα­ζί μου. Ὁ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο θέ­λει νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α του, κι ἔ­τσι θὰ γί­νει.

       Θε­ω­ρῶ πὼς δὲν εἴ­χα­με συ­νέλ­θει ἀ­κό­μη ἀ­πὸ τὸ σὸκ τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ προ­έ­δρου Κέ­νεν­τι. Ἴ­σως αὐ­τὸ ἔ­χει κά­ποι­α σχέ­ση μ’ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς φω­το­γρα­φί­ες τῶν χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων.

       Τὰ Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1963 εἶ­χαν φρι­χτὴ ὄ­ψη, φω­τα­γω­γη­μέ­νη ἀ­π’ ὅ­λες τὶς ση­μαῖ­ες στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ποὺ κυ­μά­τι­ζαν με­σί­στι­ες ὅ­λον τὸν Δε­κέμ­βριο κι ἔ­φτια­χναν μιὰ σή­ραγ­γα πέν­θους.

       Ζοῦ­σα μό­νος μου σ’ ἕ­να πο­λὺ πα­ρά­ξε­νο δι­α­μέ­ρι­σμα καὶ φρόν­τι­ζα ἕ­να με­γά­λο κλου­βὶ μὲ που­λιὰ γιὰ λο­γα­ρια­σμὸ κά­ποι­ων ἄλ­λων ποὺ ἦ­ταν στὸ Με­ξι­κό. Τά­ϊ­ζα τὰ που­λιὰ κα­θη­με­ρι­νὰ καὶ τοὺς ἄλ­λα­ζα τὸ νε­ρό, ἐ­νῶ εἶ­χα καὶ μιὰ μι­κρὴ ἠ­λε­κτρι­κὴ σκού­πα γιὰ νὰ κα­θα­ρί­ζω τὸ κλου­βὶ ὅ­πο­τε χρει­α­ζό­ταν.

       Ἀ­νή­με­ρα τὰ Χρι­στού­γεν­να κά­θι­σα μό­νος μου νὰ φά­ω. Ἔ­φα­γα κάμ­πο­σα χὸτ ντὸγκ καὶ φα­σό­λια καὶ ἤ­πια ἕ­να μπου­κά­λι ρού­μι μὲ Coca-Cola. Ἦ­ταν μο­να­χι­κὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να αὐ­τὰ καὶ ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ προ­έ­δρου Κέ­νεν­τι ἦ­ταν θαρ­ρεῖς ἕ­να ἀ­κό­μη ἀ­π’ τὰ που­λιὰ ποὺ ἔ­πρε­πε κα­θη­με­ρι­νὰ νὰ τα­ΐ­ζω.

       Τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ θέ­σω, ἂς ποῦ­με, τὸ ψυ­χο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο ποὺ θὰ χω­ρέ­σει 390 φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων. Δὲν ξε­κι­νά­ει κα­νεὶς νὰ κά­νει κά­τι τέ­τοι­ο ἂν δὲν δι­α­θέ­τει ἰ­σχυ­ρὸ κί­νη­τρο.

       Ἕ­να βρά­δυ, ἀρ­γὰ ἦ­ταν, γυρ­νοῦ­σα μὲ τὰ πό­δια ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πί­σκε­ψη στὸ Νὸμπ Χίλ. Εἴ­χα­με ἀ­ρά­ξει καὶ πί­να­με τὸν ἕ­ναν κα­φὲ με­τὰ τὸν ἄλ­λον ὥ­σπου τὰ νεῦ­ρα μας γί­ναν τσα­τά­λια.

       Ἔ­φυ­γα γύ­ρω στὰ με­σά­νυ­χτα καὶ κα­τη­φό­ρι­σα σ’ ἕ­ναν ἥ­συ­χο, σκο­τει­νὸ δρό­μο ποὺ ἔ­βγα­ζε στὸ σπί­τι μου, καὶ εἶ­δα ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο πα­ρα­τη­μέ­νο δί­πλα σ’ ἕ­ναν πυ­ρο­σβε­στι­κὸ κρου­νό.

       Τὸ δέν­τρο γυ­μνό, χω­ρὶς τὰ στο­λί­δια του, ἦ­ταν πε­σμέ­νο ἐ­κεῖ, θλι­βε­ρό, σὰν νε­κρὸς στρα­τι­ώ­της ποὺ ἔ­πε­σε στὴ μά­χη. Τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἑ­βδο­μά­δα ἦ­ταν κά­τι σὰν ἥ­ρω­ας.

       Ἔ­πει­τα εἶ­δα ἕ­να ἀ­κό­μη χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, μ’ ἕ­να ἁ­μά­ξι παρ­κα­ρι­σμέ­νο κα­τα­πά­νω του. Κά­ποι­ος εἶ­χε ἀ­φή­σει τὸ δέν­τρο στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ τὸ ἁ­μά­ξι τὸ εἶ­χε κα­βα­λή­σει. Ἐ­κεῖ ποὺ ἦ­ταν τὸ δέν­τρο, ἦ­ταν πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ τὸ προ­σέ­ξουν τὰ παι­διὰ καὶ νὰ τ’ ἀ­γα­πή­σουν. Κά­τι λί­γα κλα­διὰ ξε­πρό­βαλ­λαν μέ­σα ἀ­π’ τὸν προ­φυ­λα­κτή­ρα.

       Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α στὸ Σὰν Φραν­σί­σκο οἱ ἄν­θρω­ποι ξε­φορ­τώ­νον­ται τὰ δέν­τρα τους βγά­ζον­τάς τα στοὺς δρό­μους ἢ το­πο­θε­τών­τας τα στὸν ἀ­κά­λυ­πτο ἢ ὁ­που­δή­πο­τε μπο­ροῦν, προ­κει­μέ­νου νὰ τὰ ξε­φορ­τω­θοῦν. Ταξι­διῶ­τες ποὺ ξε­μα­κραί­νουν ἀπ’ τὰ Χρι­στού­γεν­να.

       Τὰ θλι­βε­ρὰ αὐ­τὰ καὶ πα­ρα­τη­μέ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα δὲν ἄ­φη­ναν μὲ τί­πο­τα τὴ συ­νεί­δη­σή μου νὰ ἡ­συ­χά­σει. Εἶ­χαν δώ­σει ὅ,τι εἶ­χαν γιὰ χά­ρη τῶν δο­λο­φο­νη­μέ­νων αὐ­τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ βρέ­θη­καν τώ­ρα πε­τα­μέ­να σὰν ζη­τιά­νοι στὸν δρό­μο.

       Εἶ­δα δε­κά­δες τέ­τοι­α δέν­τρα περ­πα­τών­τας πρὸς τὸ σπί­τι στὸ ἔμ­πα τοῦ νέ­ου ἔ­τους. Ὁ­ρι­σμέ­νοι πα­ρα­τᾶ­νε ἁ­πλῶς τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα ἔ­ξω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ σπι­τιοῦ τους. Ἕ­νας φί­λος μου λέ­ει τὴν ἑ­ξῆς ἱ­στο­ρί­α: ἦ­ταν 26 Δε­κεμ­βρί­ου, περ­πα­τοῦ­σε στὸν δρό­μο κι ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο πέ­ρα­σε ξυ­στὰ ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι του, ἄ­κου­σε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ ἀ­έ­ρα στ’ αὐ­τί του καὶ μιὰ πόρ­τα ἀ­πό­το­μα νὰ κλεί­νει. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἔ­χει σκο­τώ­σει.

       Ἄλ­λοι πά­λι εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ φύ­ση τοὺς πο­λὺ ἱ­κα­νοὶ στὸ νὰ πα­ρα­τᾶ­νε τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα τους. Τὸ βρά­δυ ἐ­κεῖ­νο σχε­δὸν εἶ­δα τοὺς πάν­τες νὰ βγά­ζουν ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, χω­ρὶς ἀ­κρι­βῶς νὰ τοὺς δῶ. Ἦ­ταν ἀ­ό­ρα­τοι σὰν τὸν Σκάρ­λετ Πίμ­περ­νελ. Μπο­ροῦ­σα σχε­δὸν ν’ ἀ­κού­σω τὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ ἔ­βγα­ζαν.

       Σὲ κά­θε γω­νί­α ἔ­βρι­σκα μὲς στὴ μέ­ση του δρό­μου κι ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο, κι ἐ­κεῖ γύ­ρω δὲν ὑ­πῆρ­χε ψυ­χή. Πάν­τα θὰ βρε­θοῦν κά­ποι­οι νὰ κά­νουν κά­τι πά­ρα πο­λὺ κα­λά, ὅ,τι κι ἂν εἶ­ναι αὐ­τό.

       Μό­λις γύ­ρι­σα στὸ σπί­τι, πῆ­ρα τη­λέ­φω­νο ἕ­ναν φί­λο μου πού ’­ναι φω­το­γρά­φος καὶ ἀ­νοι­χτὸς στὰ πα­ρά­ξε­να ἐ­νερ­γεια­κὰ πε­δί­α τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να. Πρέ­πει νὰ ἦ­ταν γύ­ρω στὴ μί­α με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸν ξύ­πνη­σα κι ἡ φω­νὴ του ἦ­ταν φυ­γὰς πού ’χει ἔρ­θει ἀ­π’ τὸν ὕ­πνο.

       «Ποιός εἶ­ναι;», εἶ­πε.

       «Τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα», εἶ­πα.

       «Τί πράγ­μα;»

       «Τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.»

       «Ρί­τσαρντ, ἐ­σὺ εἶ­σαι;», ρώ­τη­σε.

       «Ναί.»

       «Τί πράγ­μα τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;»

       «Τὰ Χρι­στού­γεν­να εἶ­ναι σκέ­τη βι­τρί­να», εἶ­πα. «Τί λὲς νὰ τρα­βή­ξου­με ἑ­κα­τον­τά­δες φω­το­γρα­φί­ες μὲ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα πα­ρα­τη­μέ­να στοὺς δρό­μους; Θὰ φα­νε­ρώ­σου­με τὴν ἀ­πό­γνω­ση καὶ τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν Χρι­στου­γέν­νων δεί­χνον­τας πῶς οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­τᾶ­νε τὰ δέν­τρα τους.»

       «Μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω ὅ­πως κά­νω τὸ κα­θε­τί», εἶ­πε. «Θὰ ξε­κι­νή­σω αὔ­ριο στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά μου.»

       «Θέ­λω νὰ τὰ φω­το­γρα­φί­σεις σὰν νά ’­ναι νε­κροὶ στρα­τι­ῶ­τες», εἶ­πα. «Νὰ μὴν τὰ ἀγ­γί­ξεις οὔ­τε νὰ τὰ στή­σεις γιὰ νὰ σ’ ἀ­ρέ­σει ἡ πό­ζα. Φω­το­γρά­φι­σέ τα ἁ­πλῶς, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως εἶ­ναι με­τὰ τὴν πτώ­ση τους.»

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ὁ φί­λος μου φω­το­γρά­φι­σε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά του. Δού­λευ­ε στὰ Macy’s ἐ­κεῖ­νον τὸν και­ρὸ κι ἀ­νη­φό­ρι­σε στὶς πλα­γι­ὲς τοῦ Νὸμπ Χὶλ καὶ στὴν Τσά­ι­να­τά­ουν καὶ τρά­βη­ξε ἐ­κεῖ φω­το­γρα­φί­ες μὲ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.

       1, 2, 3, 4, 5, 9, 11, 14, 21, 28, 37, 52, 66.

       Τοῦ τη­λε­φώ­νη­σα τὸ ἴ­διο βρά­δυ.

       «Πῶς πῆ­γε;»

       «Θαυ­μά­σια», εἶ­πε.

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τρά­βη­ξε κι ἄλ­λες φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά του.

       72, 85, 117, 128, 137.

       Τοῦ ξα­να­τη­λε­φώ­νη­σα κι ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ.

       «Πῶς πῆ­γε;»

       «Κα­λύ­τε­ρα δὲν γί­νε­ται», εἶ­πε. «Ἔ­χω 150 πε­ρί­που φω­το­γρα­φί­ες.»

       «Συ­νέ­χι­σε ἔ­τσι», εἶ­πα. Εἶ­χα δου­λειά, μόν­τα­ρα ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με τὸ Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο νὰ πᾶ­με κι ἀλ­λοῦ νὰ φω­το­γρα­φί­σου­με χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.

       Πί­στευ­α πὼς ἕ­να κα­λὸ δεῖγ­μα τῆς προ­σφο­ρᾶς πα­ρα­τη­μέ­νων χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων στὸ Σὰν Φραν­σί­σκο θὰ μᾶς ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­ο.

       Ὁ ὁ­δη­γός μας τῆς ἑ­πό­με­νης μέ­ρας ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α του. Φο­βᾶ­ται ὅ­τι θὰ χά­σει τὴ δου­λειά του καὶ θὰ δε­χτεῖ πι­έ­σεις οἰ­κο­νο­μι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς ἂν βγεῖ πα­ρα­έ­ξω ὅ­τι συ­νερ­γα­στή­κα­με τὴ μέ­ρα ἐ­κεί­νη.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ῒ βά­λα­με μπρο­στὰ κι ὀρ­γώ­σα­με το Σὰν Φραν­σί­σκο τρα­βών­τας παν­τοῦ φω­το­γρα­φί­ες πα­ρα­τη­μέ­νων χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων. Ἐ­κτε­λέ­σα­με τὸ σχέ­διο μὲ τὴ θέρ­μη μιᾶς τριά­δας ἐ­πα­να­στα­τῶν.

       142, 159, 168, 175, 183.

       Γυρ­νού­σα­με μὲ τ’ ἁ­μά­ξι καὶ ἐν­το­πί­ζα­με χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα νὰ στέ­κον­ται γιὰ πα­ρά­δειγ­μα στὴν αὐ­λὴ ἑ­νὸς ὑ­πέ­ρο­χου σπι­τιοῦ στὸ Πα­σί­φικ Χά­ιτς ἢ στὸ πλά­ι κά­ποι­ου ἰ­τα­λι­κοῦ μπα­κά­λι­κου στὸ Νὸρθ Μπίτς. Στα­μα­τού­σα­με ἀ­πό­το­μα καὶ πη­δού­σα­με ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ ἁ­μά­ξι καὶ ὁρ­μού­σα­με μὲ μα­νί­α στὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο καὶ ἀρ­χί­ζα­με νὰ τὸ φω­το­γρα­φί­ζου­με ἀ­π’ ὅ­λες τὶς γω­νί­ες λή­ψης.

       Οἱ ἁ­πλοὶ ἄν­θρω­ποι τοῦ Σὰν Φραν­σί­σκο θὰ μᾶς πέ­ρα­σαν γιὰ τε­λεί­ως πα­ρά­φρο­νες: ἐκ­κεν­τρι­κούς. Ἀ­πο­τε­λού­σα­με ἀ­τρα­ξιόν, μὲ ὅ­λη τὴ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης.

       199, 215, 227, 233, 245.

       Πε­τύ­χα­με τὸν ποι­η­τὴ Λό­ρενς Φερ­λιν­γκέ­τι νά ’­χει βγά­λει βόλ­τα τὸν σκύ­λο του στὸ Πο­τρέ­ρο Χίλ. Μᾶς εἶ­δε νὰ πε­τα­γό­μα­στε μ’ ἕ­να σάλ­το ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ ν’ ἀρ­χί­ζου­με με­μιᾶς νὰ φω­το­γρα­φί­ζου­με ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ποὺ ἦ­ταν πε­σμέ­νο στὸ πε­ζο­δρό­μιο.

       277, 278, 279, 280, 281.

       Περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα, εἶ­πε: «Φω­το­γρα­φί­ζε­τε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;»

       «Πε­ρί­που», εἴ­πα­με κά­νον­τας ὅ­λοι μας τὴν ἴ­δια πα­ρα­νο­ϊ­κὴ σκέ­ψη: Ξέ­ρει ἄ­ρα­γε τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κά­νου­με; Θέ­λα­με νὰ τὸ κρα­τή­σου­με ἑ­πτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό. Τὸ πι­στεύ­α­με ὅ­τι εἴ­μα­στε σὲ κα­λὸ δρό­μο καὶ μιὰ κά­ποι­α ἐ­χε­μύ­θεια ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­τη ἕ­ως ὅ­του φτά­σου­με ἐ­κεῖ ποὺ θέ­λα­με.

       Κά­πως ἔ­τσι πέ­ρα­σε ἡ μέ­ρα καὶ ἡ σού­μα μας ἀ­πὸ φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων ξε­πέ­ρα­σε ἀ­θό­ρυ­βα τὸ φράγ­μα τῶν 300.

       «Τί λές; Ἀρ­κε­τὲς δὲν εἶ­ναι τώ­ρα;», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       «Ὄ­χι, λί­γες ἀ­κό­μη κι εἴ­μα­στε ἐν­τά­ξει.», εἶ­πα.

       317, 332, 345, 356, 370.

       «Τώ­ρα;», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       Εἴ­χα­με ἀ­φή­σει πί­σω μας τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο πολ­λὴ ὥ­ρα καὶ ἤ­μα­στε στὸ Τέ­λεγ­κραφ Χίλ, σκαρ­φα­λω­μέ­νοι σὲ μιὰ σκά­λα γιὰ νὰ ἑ­λι­χθοῦ­με ὣς τὸν ἀ­κά­λυ­πτο, ὅ­που κά­ποι­ος εἶ­χε σφη­νώ­σει ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο σ’ ἕ­να συρ­μα­τό­πλεγ­μα. Τὸ δέν­τρο ἔ­βγα­ζε τὴν ἴ­δια ἁ­γνό­τη­τα μὲ τὸν Ἅ­γιο Σε­βα­στια­νό, μὲ τὰ βέ­λη του, μὲ τὰ ὅ­λα του.

       «Ὄ­χι, λί­γες μο­νά­χα ἀ­κό­μη», εἶ­πα.

       386, 387, 388, 389, 390.

       «Τώ­ρα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τές», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       «Ἔ­τσι νο­μί­ζω», εἶ­πα.

       Εἴ­χα­με ὅ­λοι μας με­γά­λη χα­ρά. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ἑ­βδο­μά­δα τοῦ 1964. Πα­ρά­ξε­νοι και­ροὶ στὴν Ἀ­με­ρι­κή.



Πη­γή: Richard Brautigan, The TokyoMon­tana Ex­press, Λον­δί­νο, Pi­cador (Pan Books), 1982 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ράσελ Ἔντσον (Russell Edson): Ὥρα φαγητοῦ

Ρά­σελ Ἔν­τσον (Russell Edson)


Ὥ­ρα φα­γη­τοῦ

(Dinner time)


ΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ σὲ ἕ­να τρα­πέ­ζι πε­ρί­με­νε τὴ γυ­ναί­κα του νὰ σερ­βί­ρει φα­γη­τό. Τὴν ἄ­κου­σε νὰ χτυ­πᾶ μιὰ κα­τσα­ρό­λα ποὺ τὴν εἶ­χε κά­ψει. Μι­σοῦ­σε τὸν ἦ­χο ποὺ ἔ­κα­νε ἡ κα­τσα­ρό­λα ὅ­ταν τὴ χτυ­ποῦ­σαν, για­τὶ δι­α­τυμ­πά­νι­ζε τὸν πό­νο της μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε νὰ θέ­λει νὰ κα­τα­φέ­ρει κι ἄλ­λα τέ­τοι­α χτυ­πή­μα­τα. Καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ χτυ­πᾶ τὸ ἴ­διο του τὸ πρό­σω­πο, κι οἱ ἀρ­θρώ­σεις τῶν δα­χτύ­λων του κοκ­κί­νι­σαν. Πῶς μι­σοῦ­σε τὶς κόκ­κι­νες ἀρ­θρώ­σεις, ἐ­κεῖ­νο τὸ χτυ­πη­τὸ χρῶ­μα, πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­τά­ρε­σκο ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν πλη­γή.

            Ἄ­κου­σε νὰ πέ­φτει ὁ­λό­κλη­ρό το γεῦ­μα ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τῆς γυ­ναί­κας του στὸ πά­τω­μα τῆς κου­ζί­νας κι ἐ­κεί­νη νὰ ἀ­να­θε­μα­τί­ζει. Για­τὶ κα­θὼς τὸ ἔ­φερ­νε πρὸς τὰ μέ­σα, τῆς εἶ­χε κά­ψει τὸν ἀν­τί­χει­ρα. Ἄ­κου­σε τὰ πι­ρού­νια καὶ τὰ κου­τά­λια, τὶς κοῦ­πες καὶ τὰ πιά­τα νὰ κλαῖ­νε τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ποὺ προ­σγει­ώ­νον­ταν στὸ πά­τω­μα τῆς κου­ζί­νας. Πῶς μι­σοῦ­σε τὸ γεῦ­μα ἐ­κεῖ­νο πού, μό­λις ἔ­χει ἑ­τοι­μα­στεῖ, ἀρ­χί­ζει καὶ σὲ καί­ει θα­νά­σι­μα, καὶ σὰν νὰ μὴν ἔ­φτα­νε αὐ­τό, στριγ­γλί­ζει καὶ σκού­ζει τὴ στιγ­μὴ ποὺ προ­σγει­ώ­νε­ται στὸ πά­τω­μα, ὅ­που οὕ­τως ἢ ἄλ­λως ἀ­νή­κει.

            Ἔ­δω­σε ἄλ­λη μιὰ γρο­θιὰ στὸ πρό­σω­πό του κι ἔ­πε­σε στὸ πά­τω­μα.

            Μό­λις συ­νῆλ­θε, ἦ­ταν πο­λὺ θυ­μω­μέ­νος, κι ἔ­τσι ἔ­δω­σε ἄλ­λη μιὰ γρο­θιὰ στὸ πρό­σω­πό του καὶ ζα­λί­στη­κε. Ἡ ζα­λά­δα τὸν θύ­μω­σε κι ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νὰ κο­πα­νᾶ τὸ κε­φά­λι του στὸν τοῖ­χο, λέ­γον­τας τώ­ρα θὰ δεῖς τί πά­ει νὰ πεῖ στ’ ἀ­λή­θεια ζα­λά­δα ἀ­φοῦ θὲς νὰ ζα­λι­στεῖς. Σω­ρι­ά­στη­κε στὸ πά­τω­μα.

            Ἄ, τὰ πό­δια δὲν βα­στᾶ­νε, ἔ; … Ἄρ­χι­σε νὰ δί­νει γρο­θι­ὲς στὰ πό­δια του. Εἶ­χε δώ­σει ἕ­να κα­λὸ μά­θη­μα στὸ κε­φά­λι του καὶ τώ­ρα θὰ ἔ­δι­νε ἕ­να μά­θη­μα στὰ πό­δια του.

            Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἄ­κου­σε τὴ γυ­ναί­κα του νὰ θρυμ­μα­τί­ζει τὰ ἐ­να­πο­μεί­ναν­τα πι­α­τι­κὰ καὶ τὰ πι­α­τι­κὰ νὰ σκού­ζουν καὶ νὰ τσι­ρί­ζουν.

            Κοι­τά­χτη­κε στὸν κα­θρέ­φτη τοῦ τοί­χου. Ἄ, ὥ­στε μὲ κο­ρο­ϊ­δεύ­εις, ἔ; Κι ἔ­τσι ἔ­κα­νε τὸν κα­θρέ­φτη κομ­μά­τια μὲ μιὰ κα­ρέ­κλα, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­σπα­σε. Ἄ, μᾶλ­λον δὲν θέ­λεις νὰ εἶ­σαι κα­ρέ­κλα ἄλ­λο πιά· πα­ρα­εῖ­σαι κα­λὴ γιὰ νὰ κά­θον­ται πά­νω σου, ἔ; Ἄρ­χι­σε νὰ χτυ­πᾶ τὰ κομ­μά­τια τῆς κα­ρέ­κλας.

            Ἄ­κου­σε τὴ γυ­ναί­κα του νὰ χτυ­πᾶ τὴν ἑ­στί­α τοῦ μα­γει­ρέ­μα­τος μὲ ἕ­να σφυ­ρί. Φώ­να­ξε «πό­τε θὰ φᾶ­με;», ἐ­νῶ στρί­μω­χνε ἕ­να κε­ρὶ μέ­σα στὸ στό­μα του.

            Ὅ­ταν θὰ εἶ­μαι ἐν­τε­λῶς ἕ­τοι­μη, οὔρ­λια­ξε ἐ­κεί­νη.

            Θὲς νὰ ἔρ­θω νὰ στὶς βρέ­ξω; Οὔρ­λια­ξε ἐ­κεῖ­νος.

            Γιὰ κό­πια­σε καὶ θὰ φᾶς κλο­τσιὰ ποὺ θὰ σοῦ πε­τα­χτοῦν τὰ μά­τια ἔ­ξω.

            Θὰ σοῦ ξε­ρι­ζώ­σω τὰ αὐ­τιά.

            Θὰ σοῦ ρί­ξω σφα­λιά­ρα στὰ μοῦ­τρα.

            Θὰ σὲ κλο­τσή­σω ἀ­κρι­βῶς στὸ δι­ά­φραγ­μα.

            Θὰ σὲ δι­πλώ­σω στὰ δύ­ο.

            Ὁ γέ­ρος ἔ­φα­γε τε­λι­κά το ἕ­να ἀ­πὸ τὰ δυ­ό του χέ­ρια. Ἡ γριὰ εἶ­πε, πα­λι­ο­η­λί­θι­ε, για­τί δὲν τὸ μα­γεί­ρε­ψες πρῶ­τα; Σὰν ζῶ­ον κά­νεις – Ἀ­φοῦ τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι πρέ­πει νὰ κα­τευ­νά­ζω τὴν κου­ζί­να κά­θε βρά­δυ, εἰ­δάλ­λως θὰ μὲ μα­γει­ρέ­ψει καὶ θὰ μὲ προ­σφέ­ρει στὰ πον­τί­κια μέ­σα στὸ κα­λύ­τε­ρο σερ­βί­τσιο μου. Καὶ ξέ­ρεις τί λι­γο­φά­γα ποὺ εἶ­ναι· ὕ­στε­ρα θὰ πλα­κώ­σουν οἱ μύ­γες, καὶ πῶς μι­σῶ τὶς μύ­γες μέ­σα στὴν κου­ζί­να μου.

            Ὁ γέ­ρος κα­τά­πι­ε ἕ­να κου­τά­λι. Ὡ­ραῖ­α, εἶ­πε ἡ γριά, τώ­ρα εἴ­μα­στε μεῖ­ον ἕ­να κου­τά­λι.

            Ὁ γέ­ρος, μὴν μπο­ρών­τας νὰ συγ­κρα­τή­σει τὸν θυ­μό του, ἔ­κα­νε τὸν ἑ­αυ­τό του μιὰ χα­ψιά.

            Ἐν­τά­ξει, εἶ­πε ἡ γριά, τώ­ρα τὸ πα­ρά­κα­νες.



Πη­γή: Robert Shapard / James Thomas (ἐ­πιμ.), Sudden Fiction: American ShortShort Stories, Σὸλτ Λέ­ικ Σί­τι, Peregrine Smith Books (Gibbs Smith, Publisher), 1986 [ἀ­να­τύ­πω­ση ἀ­πό το: Russell Edson, The Very Thing That Happens, New Directions, 1964 = πρώ­τη ἔκ­δο­ση.].

Ρά­σελ Ἔν­τσον (Russell Edson) (1935, Κο­νέ­κτι­κατ – 2014, Κο­νέ­κτι­κατ). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ἐ­ξέ­δω­σε ἀρ­κε­τὲς συλ­λο­γὲς μι­κρῶν πε­ζῶν, κα­θὼς καὶ ἕ­να βι­βλί­ο μὲ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα. Τὰ σχέ­δια στὰ βι­βλί­α του τὰ ἔ­φτια­χνε ὁ ἴ­διος. Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔ­χει κυ­κλο­φο­ρή­σει ἡ συλ­λο­γὴ κει­μέ­νων Ὅ­ταν τὸ τα­βά­νι κλαί­ει (Αἰ­γό­κε­ρως, 1985) σὲ με­τά­φρα­ση τοῦ Ἀρ­γύ­ρη Χι­ό­νη.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).