Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati): Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση



Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati)


Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση

(Contestazione globale)


ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ τῶν συν­τα­ξι­ού­χων, ἕ­νας γέ­ρος ἀ­σφα­λι­στι­κὸς ὑ­πάλ­λη­λος ποὺ τὸν λέ­γαν Μον­τέ­στο Σβάμ­πα, ζή­τη­σε τὸ λό­γο.

       «Ἀ­γα­πη­τοί φί­λοι, ὅ­λοι ξέ­ρε­τε τί συμ­βαί­νει τώ­ρα στὸν κό­σμο. Πρό­κει­ται γιὰ κά­τι και­νούρ­γιο καὶ κα­τα­πλη­χτι­κὸ ποὺ δὲν ἔ­χει ξα­να­γί­νει. Δὲν ἔ­χει κα­μιὰ ση­μα­σί­α ποὺ εἴ­μα­στε στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς μας, ἀν­τι­θέ­τως, γιὰ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸ λό­γο, ὅ,τι γί­νε­ται μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει νὰ μᾶς χρη­σι­μεύ­σει ὡς πα­ρά­δειγ­μα.»

       Ἕ­να βου­η­τὸ ποὺ δή­λω­νε ἀ­πο­ρί­α κι ἀ­μη­χα­νί­α ὑ­ψώ­θη­κε στὴν αἴ­θου­σα ὅ­που βρί­σκον­ταν του­λά­χι­στον δε­κα­πέν­τε χι­λιά­δες  “Μα­θου­σά­λες”. Τί εἴ­δους ἀ­νο­η­σί­ες ξε­στό­μι­ζε ὁ γε­ρὸ-Σβάμ­πα, ποὺ ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νος νὰ ζω­η­ρεύ­ει μὲ τὶς πιὸ ἀλ­λό­κο­τες προ­τά­σεις τὶς ἐ­τή­σι­ες συγ­κεν­τρώ­σεις; Ὡ­στό­σο, δὲν τὸν δι­έ­κο­ψε κα­νείς.

       «Τὸ και­νούρ­γιο δε­δο­μέ­νο στὴν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ,­τι φαί­νε­ται, εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς. Ἀρ­κεῖ ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ κί­νη­ση με­ρι­κῶν χι­λιά­δων θαρ­ρα­λέ­ων καὶ βί­αι­ων νε­α­ρῶν, κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἄ­ο­πλων, γιὰ νὰ φέ­ρουν σὲ κρί­ση τὴν κυ­βέρ­νη­ση ἑ­νὸς ἰ­σχυ­ροῦ ἔ­θνους δε­κά­δων καὶ δε­κά­δων ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων κα­τοί­κων. Κι αὐ­τὸ τὸ κα­τα­φέρ­νουν για­τί ἔ­χουν κοι­νὴ βού­λη­ση καὶ στα­θε­ρό­τη­τα στὸ σκο­πό τους. Θὰ μοῦ πεῖ­τε: ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α, ἡ δι­οί­κη­ση, τὰ σώ­μα­τα ἀ­σφα­λεί­ας. Εἴ­δα­τε πό­σο με­τρᾶ­νε! Οἱ πιὸ αὐ­ταρ­χι­κοὶ καὶ ἀ­λα­ζο­νι­κοὶ πο­λι­τι­κοὶ μπρο­στά σε αὐ­τὸ τὸ κύ­μα νε­ό­τη­τας ποὺ δὲν δι­α­θέ­τει, πα­ρό­λα αὐ­τά, οὔ­τε ἅρ­μα­τα μά­χης, οὔ­τε ἀ­ε­ρο­πλά­να, οὔ­τε βόμ­βες, οὔ­τε κὰν σου­γιά­δες, κα­τέ­βα­σαν τὰ βρα­κιά τους, καὶ συγ­χω­ρέ­στε με γιὰ τὴν ἄ­κομ­ψη ἔκ­φρα­ση.»

       «Και τί θέ­λουν αὐ­τοὶ οἱ νε­α­ροί;» συ­νέ­χι­σε ὁ Σβάμ­πα, ὁρ­μη­τι­κός, πρὶν ἀ­κό­μα κα­νεὶς βρεῖ τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ δι­α­φω­νή­σει μα­ζί του. «Τί θέ­λουν; Τί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν; Ὁ σκο­πός τους εἶ­ναι πο­λὺ ξε­κά­θα­ρος: ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση. Θέ­λουν ἂν δι­α­λύ­σουν ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ σή­με­ρα εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός, ἐν­δε­χο­μέ­νως σά­πιος, τῆς κοι­νω­νί­ας, τὸν χω­ρι­σμό της σὲ τά­ξεις, τὶς ἀ­δι­κί­ες, τὸ ψέ­μα, τὶς ἀ­πάν­θρω­πες συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας, τὰ προ­νό­μια, τὴν σκλα­βιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ ἐν­τάσ­σε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἴ­διοι, σὲ ἕ­ναν μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο, κα­τα­πι­ε­στι­κό, ἰ­σο­πε­δω­τι­κό, ποὺ κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ σκο­νι­σμέ­να ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα, πιὸ πα­λιὰ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Καὶ θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν, νὰ εἶ­στε σί­γου­ροι πὼς θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν. Πεῖ­τε μου, μὲ ποιόν τρό­πο μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς στα­μα­τή­σου­με;»

       Πῆ­ρε ἀ­νά­σα, ἔ­πε­σε πα­ρά­ξε­νη σι­ω­πή. Τὸν κοι­τοῦ­σαν ὅ­λοι κα­τα­πλη­χτοι.

       «Μά εἶ­ναι νέ­οι!», ξα­νάρ­χι­σε. «Πα­ρό­λο τὶς κα­λές τους προ­θέ­σεις, δὲν μπο­ροῦν νὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ζω­ή. Ἐ­μεῖς, ἀν­τι­θέ­τως, δυ­στυ­χῶς τὴν γνω­ρί­ζου­με. Αὐ­τοὶ μά­χον­ται γιὰ ἕ­να ἰ­δα­νι­κό, τρε­λὸ καὶ ἀ­κα­θό­ρι­στο ἴ­σως, ὡ­στό­σο συ­ναρ­πα­στι­κό. Ἀλ­λά, σᾶς ρω­τῶ, εἶ­ναι, πραγ­μα­τι­κά, ὁ­λι­κὴ ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­σή τους; Για­τί, ἀ­φοῦ δι­α­θέ­τουν ἀ­κα­τα­νί­κη­τη δύ­να­μη ἐ­πι­βο­λῆς, δὲν τὴν στρέ­φουν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ χει­ρό­τε­ρου κα­κοῦ των ἀν­θρώ­πων; Τί σό­ι ἀμ­φι­σβή­τη­ση εἶ­ναι αὐ­τή, ἂν ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιὰ τὴν πιὸ τρο­με­ρὴ ἀ­δι­κί­α; Για­τί δὲν βά­ζουν τὸν θά­να­το στὸ πρῶ­το πλά­νο αὐ­τῆς τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης; Μό­νο κοι­νω­νι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες, ὑ­πο­δού­λω­ση τῶν μα­ζῶν, καὶ ἀ­κα­δη­μαϊ­κὲς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις! Ὁ θά­να­τος, αὐ­τὸς βέ­βαι­α εἶ­ναι ἡ μά­στι­γα ποὺ προ­σβάλ­λει, ἀ­π’ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ χρό­νου, τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.»

       Ἀ­κού­στη­καν σκόρ­πια γε­λά­κια. Ἀ­κού­στη­κε ἀ­κό­μη κι ἕ­να σφύ­ριγ­μα. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί. Κρε­μόν­του­σαν ἀ­πὸ τὰ χεί­λη τοῦ Σβάμ­πα.

       Πού, ἀ­μέ­σως με­τά, εἶ­πε: «Μὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­παι­τή­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τούς, ποὺ δὲν ἔ­χουν βγεῖ κα­λὰ-κα­λὰ ἀ­πὸ τὸ αὐ­γό τους, ὑ­πέ­ρο­χοι νε­α­νί­σκοι, ἂν θέ­λε­τε, μὰ ἀ­να­πό­φευ­κτα ἄ­πει­ροι καὶ ἀ­δα­εῖς νὰ ὑ­πο­βάλ­λουν αὐ­τὸ τὸ ὑ­πέρ­τα­το αἴ­τη­μα; Μπο­ροῦ­με νὰ τρέ­φου­με αὐ­τα­πά­τες ὅ­τι αὐ­τοὶ θὰ ἀμ­φι­σβη­τή­σουν, καὶ θὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νουν, τὸν πιὸ θλι­βε­ρὸ νό­μο ποὺ ἔ­χει κυ­βερ­νή­σει ἀ­νε­λέ­η­τα τὸν κό­σμο;

       »Ὦ, ἀ­γα­πη­τοὶ φί­λοι, ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε τί θαυ­μά­σια εὐ­και­ρί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὲ μᾶς, τοὺς παπ­ποῦ­δες, τοὺς πρὸ-παπ­ποῦ­δες ὅ­σο εἴ­μα­στε ἀ­κό­μα ζων­τα­νοὶ καὶ κύ­ριοι τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας; Ἀρ­κεῖ μιὰ πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὴ κί­νη­ση καὶ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πλά­σμα­τα στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς τους θὰ ἑ­νω­θοῦν μὲ μᾶς. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε ὅ­τι εἶ­ναι στὸ χέ­ρι μας νὰ ἀλ­λά­ξου­με ρι­ζι­κὰ τὸν ροῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας; Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α! Κα­τά­λη­ψη στὰ κοι­μη­τή­ρια! Ἂς ἐμ­πο­δί­σου­με, γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ἐ­πι­τέ­λους, τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ θα­νά­του!»

       Ἀ­κού­στη­κε ἕ­να στεν­τό­ρει­ο οὐρ­λια­χτό, ἂν καὶ κομ­μά­τι βρα­χνό, ἀ­πὸ χι­λιά­δες γέ­ρους. Ὁ σπό­ρος τῆς ἐ­ξέ­γερ­σης εἶ­χε σπαρ­θεῖ. Ἡ τα­χτι­κὴ συ­νέ­λευ­ση με­τα­τρά­πη­κε σὲ ἕ­να κα­ζά­νι ποὺ ἔ­βρα­ζε. Φαι­νόν­του­σαν ἀλ­λο­παρ­μέ­νοι. «Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη!» οὐρ­λι­ά­ζα­νε.

       Ἡ πομ­πὴ ξε­κί­νη­σε κα­τὰ τὶς ἑ­πτὰ τὸ βρά­δυ ἀ­πὸ τὸ θέ­α­τρο Μάγ­κνουμ, ὅ­που ἦ­ταν ἡ ἕ­δρα τῆς συ­νέ­λευ­σης: σὲ τά­ξη, ἀ­τά­ρα­χοι, ὁ ἕ­νας δί­πλα στὸν ἄλ­λο, μὲ στα­θε­ρὸ καὶ σί­γου­ρο βῆ­μα. Μὲ μα­γι­κὸ τρό­πο ξε­πρό­βα­λαν ἀ­πὸ τὴν κο­σμο­πλημ­μύ­ρα πλα­κὰτ καὶ πα­νό: «Ἀρ­κε­τὰ μὲ τὸν θά­να­το! Ζή­τω ἡ ἀ­λη­θι­νὰ ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση! Νὰ φύ­γει γιὰ πάν­τα ἡ κα­τα­ρα­μέ­νη Κυ­ρί­α!*» Ἤρ­θα­νε φω­το­γρά­φοι, ρε­πόρ­τερ, σχο­λια­στὲς τῆς τη­λε­ό­ρα­σης μὲ μπλὲ φορ­τη­γά. Τὸ νέ­ο δι­έ­τρε­ξε τὴν χώ­ρα καὶ τὸν κό­σμο.

       Εὐ­τυ­χῶς, ὁ και­ρὸς ἦ­ταν κα­λο­και­ρι­νός. Οἱ Μα­θου­σά­λες εἶ­χαν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν ἀ­δι­ά­σπα­στο κλοι­ὸ πε­ρι­φρού­ρη­σης γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο νο­σο­κο­μεῖ­ο. Δὲν εἶ­χαν μα­χαί­ρια, οὔ­τε πι­στό­λια, οὔ­τε ὁ­πλο­πο­λυ­βό­λα, με­ρι­κοὶ μό­νο κρα­τοῦ­σαν κα­νέ­να μπα­στού­νι. Ἀ­νά­φτη­καν φω­τι­ές. Ἕ­νας σε­βα­στὸς μου­σι­κὸς σὲ βα­ρι­ε­τὲ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Ἰ­νὲς Λίν­τελ­μπα, αὐ­το­σχε­δί­α­σε ἕ­ναν πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο ὕ­μνο. Τὸ ρε­φρὲν ἔ­λε­γε: «Θ’ ἀλ­λά­ξει θ’ ἀλ­λά­ξει ἡ μοί­ρα μας, χορ­τά­σα­με πιὰ θά­να­το!» Ἕ­νας κι­θα­ρί­στας, ποὺ τὶς κα­λὲς ἐ­πο­χὲς εἶ­χε δου­λέ­ψει στὴν ὀρ­χή­στρα τοῦ Τζὰκ Χίλ­τον, τὸν δι­α­σκεύ­α­σε σὲ σέ­ϊκ. H νύ­χτα ἔ­πε­σε καὶ οἱ γέ­ροι μέ­σα στὴν ἔ­ξαλ­λη χα­ρά τους χό­ρευ­αν μὲ ἔκ­στα­ση.

       Κα­τὰ τὶς ἕν­τε­κα καὶ μι­σὴ ἔ­φτα­σε πε­τών­τας, ἀ­πὸ τὴν Σα­μαρ­κάν­τη, μὲ τὴν τα­χύ­τη­τα τῆς σκέ­ψης, ἡ τρο­με­ρὴ Κυ­ρί­α. Ἐ­κεί­νη τὴν νύ­χτα ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρει ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ ζω­ές. Βέ­βαι­α φο­ροῦ­σε ροῦ­χα για­τροῦ, ἦ­ταν ντυ­μέ­νη ἁ­πλά, ἀλ­λὰ ξε­χώ­ρι­ζε. Δο­κί­μα­σε νὰ μπεῖ ἀ­πὸ τὴν κύ­ρια εἴ­σο­δο. Ἐ­δῶ, γιὰ κα­κή της τύ­χη, βρι­σκό­ταν ὁ Σβάμ­πα, ποὺ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σε μὲ τὴν πρώ­τη μα­τιά. Χτύ­πη­σε συ­να­γερ­μός. Ἡ ἄ­τυ­χη γυ­ναί­κα σπρώ­χτη­κε ἔ­ξω μέ­σα σὲ ἕ­να κα­ται­γι­σμὸ ὕ­βρε­ων.

       Στοὺς θα­λά­μους τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, οἱ βο­η­θοὶ καὶ οἱ νο­σο­κό­μες ποὺ πε­ρι­μέ­να­νε ἀ­πὸ λε­πτὸ σὲ λε­πτό το τέ­λος τοῦ ἑ­τοι­μο­θά­να­του γιὰ νὰ μπο­ρέ­σουν νὰ πᾶ­νε νὰ κοι­μη­θοῦν, εἴ­δα­νε τοὺς κα­τά­κοι­τους νὰ ἀ­να­ση­κώ­νον­ται στὸ μα­ξι­λά­ρι τους καί, πράγ­μα ἀ­πί­θα­νο, νὰ ξε­χει­λί­ζουν ἀ­πὸ ζω­ὴ καὶ νὰ ζη­τᾶ­νε ἕ­να πιά­το τα­λι­α­τέ­λες μὲ σκόρ­δο. Θά­να­τοι ποὺ κλι­νι­κὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ σί­γου­ροι, ξαφ­νι­κὰ κα­τα­λή­γα­νε σὲ ἀ­στρα­πια­ία ἀ­νάρ­ρω­ση.


Ἀ­πὸ τὴ με­ριά της, Ἐ­κεί­νη*, προ­στα­τευ­ό­ταν στὴ σκιὰ ἑ­νὸς ἐρ­γο­τα­ξί­ου ἐ­κεῖ κον­τά, ξε­φύλ­λι­ζε νευ­ρι­κὰ τὶς ση­μει­ώ­σεις της, κά­νον­τας ἕ­ναν ἔ­λεγ­χο στὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες νυ­χτε­ρι­νές της ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Τί νὰ κά­νει; Νὰ κα­τα­φύ­γει στὴ δύ­να­μη γιὰ νὰ ἐμ­πο­δί­σει τοὺς γέ­ρους; Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου δη­μο­φι­λής, αὐ­τὸ τῆς ἔ­λει­πε μό­νο γιὰ νὰ γί­νει ἐν­τε­λῶς μι­ση­τή. Μέ­σα σὲ τό­ση ἀ­πέ­χθεια θὰ δυ­σκο­λευ­ό­ταν νὰ ζή­σει.

       Ἀ­φοῦ ὑ­πο­λό­γι­σε τὰ ὑ­πὲρ καὶ τὰ κα­τά, ἔ­φυ­γε, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ νυ­χτε­ρι­νή της λεί­α σὲ ἄλ­λα μέ­ρη, σί­γου­ρα δὲν θὰ ξέ­με­νε ἀ­πὸ δου­λειά, πο­τὲ δὲν εἶ­χε ξε­μεί­νει .

       Μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν ἐ­πι­κοι­νω­νι­ῶν, δὲν χρει­ά­στη­κε πο­λὺ χρό­νος γιὰ νὰ τὸ πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ χώ­ρα. Πρό­σω­πα ὑ­ψη­λὰ ἱ­στά­με­να —ποὺ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τώ­ρα—, ἐ­ξέ­δω­σαν εὐ­χε­τή­ρι­ες δι­α­κη­ρύ­ξεις μὲ με­γα­λο­πρε­πὲς ὕ­φος, προ­σπα­θών­τας μὲ κά­ποι­ο τρό­πο νὰ ἐ­πω­φε­λη­θοῦν καὶ οἱ ἴ­διοι, ἔ­στω καὶ ἐ­λά­χι­στα, ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν συν­τρι­πτι­κὴ νί­κη· τὰ μυα­λὰ τοῦ κό­σμου ἄρ­χι­σαν νὰ παίρ­νουν ἀ­έ­ρα. Εἶ­χε λοι­πὸν ἀ­πο­δυ­να­μω­θεῖ ἡ αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη του ἀν­θρώ­που;

       Μό­νο πού, μό­λις μα­θεύ­τη­κε, συγ­κλή­θη­κε ἡ συ­νέ­λευ­ση τῶν δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νων φοι­τη­τῶν στὴν αἴ­θου­σα συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου. Δὲν εἶ­χαν τί­πο­τα μα­ζί τους ποὺ κα­τέ­βη­καν ξα­νὰ στὸ δρό­μο, μό­νο μιὰ πο­λὺ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­νη­συ­χί­α. Ἂν αὐ­τοὶ οἱ δι­α­ο­λε­μέ­νοι γέ­ροι ἐμ­πό­δι­ζαν τὴν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ θα­νά­του, κα­νέ­νας τους δὲν θὰ “ἔ­φευ­γε” πιά, ὁ πλη­θυ­σμὸς θὰ ἔ­φτα­νε σὲ τρο­μα­χτι­κὰ νού­με­ρα, θὰ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ τὸν θρέ­ψεις, ὄ­χι μό­νο δὲν ἐ­παρ­κοῦ­σαν οἱ ση­με­ρι­νοὶ δι­α­θέ­σι­μοι πό­ροι, ἀλ­λὰ δὲν θὰ ἔ­φτα­ναν οὔ­τε καὶ μὲ αὐ­τοὺς ποὺ οἱ ἴ­διοι, οἱ νε­α­ροὶ φοι­τη­τές, θὰ ἐ­φο­δί­α­ζαν τὸν κό­σμο λό­γω τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης. Ἔ­πρε­πε νὰ λά­βουν τὰ μέ­τρα τους.

       Νά την λοι­πὸν ἡ μαι­νό­με­νη πομ­πὴ ποὺ κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ πα­νε­πι­στή­μιο μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὸ κεν­τρι­κὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Κι ἐ­κεῖ οἱ δυ­ὸ “πα­ρα­τά­ξεις” παίρ­νουν τὴ θέ­ση τους ἡ μιὰ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἄλ­λη: οἱ γέ­ροι πα­ρα­ταγ­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο, οἱ νέ­οι ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά τους, κα­μιὰ πε­νην­τα­ριὰ μέ­τρα μα­κριά. Ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀν­ταλ­λά­σουν ἄ­γρι­ες μπη­χτές: «Σα­ρά­βα­λα, στὸ λάκ­κο σας! Νε­κρο­θά­λα­μοι! Σά­πιοι! Ἐ­χθροὶ τοῦ ἐρ­γα­ζό­με­νου λα­οῦ!»

       Ὁ Σβάμ­πα γύρ­να­γε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ προ­σπα­θών­τας νὰ ἐμ­ψυ­χώ­σει τοὺς σα­στι­σμέ­νους συν­τρό­φους του. Κι αὐ­τὸς ὅ­μως ἦ­ταν χλω­μός, ξαφ­νι­κὰ αἰ­σθα­νό­ταν κου­ρα­σμέ­νος καὶ ἀ­πο­θαρ­ρυ­μέ­νος. Μὲ ὀ­δυ­νη­ρὸ φθό­νο ἔ­βλε­πε τοὺς νε­α­ροὺς μὲ τὰ ἀ­θλη­τι­κὰ σώ­μα­τα ποὺ στέ­κον­ταν ἐμ­πρός του: κα­κοί, σκλη­ροί, κου­ρε­λῆ­δες, ἄ­πλη­στοι, μὲ γέ­νια, ἀ­νη­λε­εῖς, ὡ­στό­σο σκαν­δα­λι­στι­κὰ νέ­οι! Ποι­ός εἶ­χε δί­κιο;

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ φρά­χτη ποὺ σχη­μά­τι­ζαν οἱ φοι­τη­τές, πῆ­ρε τὸ μά­τι του Ἐ­κεί­νη, τὴν πε­ρι­βό­η­τη, ποὺ ἔ­χον­τας γυ­ρί­σει ἀ­πὸ τὴν Γῆ τῆς Φω­τιᾶς, γυ­ρό­φερ­νε μπᾶς καὶ βρεῖ κά­ποι­ο πέ­ρα­σμα.

       «Ἔ, ἔ, Κυ­ρί­α» τῆς φώ­να­ξε ὅ­σο πιὸ δυ­να­τὰ μπο­ροῦ­σε. Κι ἐ­κεί­νη γύ­ρι­σε.

       Προ­χώ­ρη­σε, ἀ­φή­νον­τας τοὺς δι­κούς του. Πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τοὺς φοι­τη­τές, ποὺ φαι­νόν­του­σαν ἔκ­πλη­κτοι, πῆ­γε πιὸ πέ­ρα, τὴν ἔ­φτα­σε.

       «Ἐμ­πρός, κον­τέ­σα», τῆς εἶ­πε μὲ ἕ­να πι­κρὸ κι ὡ­ραῖ­ο χα­μό­γε­λο, πι­ά­νον­τας τὴν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. «Ἐ­δώ εἶ­μαι. Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, πάρ­τε με μα­κριὰ ἀ­πὸ δῶ.»


* Σημ. μτφ.: Ὁ θά­να­τος στὴν ἰ­τα­λι­κὴ γλώσ­σα εἶ­ναι γέ­νους θη­λυ­κοῦ. «Ἐ­δῶ εἶ­ναι Κυ­ρί­α».


Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Le notti difficili (Οἱ δύ­σκο­λες νύ­χτες), Mondadori, Milano,1971.

Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ξε­κί­νη­σε τὴν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα δου­λεύ­ον­τας στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Corriere della Serra, τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ὣς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης ζω­γρά­φος, σκη­νο­γρά­φος καὶ μου­σι­κός. Γνώ­στης τῆς κεν­τρο­ευ­ρω­πα­ϊ­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τῆς σκαν­δι­να­βι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τὸν Κάφ­κα. Με­τὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α του στὴν Αἰ­θι­ο­πί­α ἔ­γρα­ψε τὸ πιὸ δι­ά­ση­μο βι­βλί­ο του  ἔ­ρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων τὸ ὁ­ποῖο με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες. Στὰ δι­η­γή­μα­τά του ξε­χω­ρί­ζει ὁ ὑ­περ­ρε­α­λι­στι­κὸς μύ­θος τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται ἀ­πὸ προ­βλή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ λύ­ση. Ἀ­πὸ μιὰ ἄ­πο­ψη, εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας πο­λὺ ρε­α­λι­στι­κὸς μὲ δι­εισ­δυ­τι­κὴ μα­τιὰ στὴν ἀν­θρώ­πι­νη μο­να­ξιὰ καὶ ἀ­γω­νί­α. Πραγ­μα­τεύ­ε­ται θέ­μα­τα καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα ὅ­πως ὁ φό­βος τοῦ θα­νά­του, ἡ μα­γεί­α, τὸ μυ­στή­ριο, ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ ἀ­πό­λυ­του καὶ τοῦ με­τα­βλη­τοῦ καὶ τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτο τῆς μοί­ρας. Ἡ τε­λευ­ταί­α εἶ­ναι συ­χνὰ ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια τῶν δι­η­γη­μά­των του, αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ καὶ παν­το­δύ­να­μη καὶ κά­ποι­ες φο­ρὲς σαρ­κα­στι­κή. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς λί­γους στὴν Ἰ­τα­λί­α ποὺ προ­ή­γα­γε τὴν φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ φαν­τα­στι­κὸ γιὰ νὰ κα­τα­δυ­θεῖ στοὺς με­γα­λύ­τε­ρους φό­βους καὶ ἐ­φιά­λτες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ποὺ τα­λα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς ἴ­δι­ες της τὶς ἀν­τι­θέ­σεις. Δεῖ­τε καὶ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στὸν συγ­γρα­φέ­α.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰταλι­κά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Πλα­νό­δι­ο­ν (τχ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Πλα­νό­δι­ο­ν – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι («Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στή­ν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τώ­ν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς Ἰ­τα­λοὺς συγ­γρα­φεί­ς Ντί­νο Μπου­τζά­τι καὶ Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Οἱ Γρί­λι­ες (ἐκδ. Βακ­χι­κό, 2020).


Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati): Ὁ δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε



Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati)


Ὁ δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε

(Il disco si posò)


ΤΑΝ ΒΡΑΔΥ καὶ ἡ ἐ­ξο­χὴ ἤ­δη μι­σο­κοι­μό­ταν. Ἀ­πὸ τὶς κοι­λά­δες ση­κω­νό­ταν τὸ χνού­δι τῆς ὁ­μί­χλης καὶ ἀ­κου­γό­ταν τὸ κά­λε­σμα τοῦ μο­να­χι­κοῦ βα­τρά­χου ποὺ ὅ­μως σύν­το­μα σι­ω­ποῦ­σε (τὴν ὥ­ρα ποὺ νι­κι­οῦν­ται ἀ­κό­μα καὶ οἱ καρ­δι­ὲς ἀ­πὸ πά­γο, μὲ τὸν κα­θά­ριο οὐ­ρα­νό, τὴν ἀ­νε­ξή­γη­τη γα­λή­νη τοῦ κό­σμου, τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ κα­πνοῦ, τὶς νυ­χτε­ρί­δες καὶ τὰ κρυ­φὰ βή­μα­τα τῶν πνευ­μά­των στὰ πα­λιὰ σπί­τια), ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα, νά­ ’­τος, ὁ ἱ­πτά­με­νος δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἐ­νο­ρί­ας ποὺ δε­σπό­ζει στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ χω­ριοῦ.

       Χω­ρὶς νὰ τὸν ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ μό­λις εἶ­χαν μπεῖ στὰ σπί­τια τους, ὁ μη­χα­νι­σμὸς κα­τέ­βη­κε κά­θε­τα ἀ­πὸ τὸ δι­ά­στη­μα, δί­στα­σε με­ρι­κὲς στιγ­μὲς βγά­ζον­τας ἕ­να εἶ­δος βου­η­τοῦ, καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἄγ­γι­ξε τὴ σκε­πὴ χω­ρὶς θό­ρυ­βο, ὅ­πως ἕ­να πε­ρι­στέ­ρι. Ἦ­ταν με­γά­λος, φω­τει­νός, συμ­πα­γής, ὅ­μοι­ος μὲ μί­α τε­ρά­στια φα­κή. Ἀ­πὸ κά­ποι­α ἀ­νοίγ­μα­τα συ­νέ­χι­σε νὰ βγαί­νει σφυ­ρί­ζον­τας ἕ­να ἀ­ε­ρά­κι. Στὴ συ­νέ­χεια σι­ώ­πη­σε καὶ ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τος, σὰν νε­κρός.

       Ἀ­πὸ κά­τω, στὸ δω­μά­τιο ποὺ βρί­σκε­ται ἀ­κρι­βῶς κά­τω ἀ­πὸ τὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ἐ­φη­μέ­ριος, ὁ δὸν Πι­έ­τρο, δι­ά­βα­ζε μὲ τὸ ποῦ­ρο το­σκά­νο στὸ στό­μα. Ἀ­κού­γον­τας τὸν ἀ­συ­νή­θι­στο θό­ρυ­βο, ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν πο­λυ­θρό­να καὶ πῆ­γε στὸ πα­ρά­θυ­ρο νὰ δεῖ τί συμ­βαί­νει. Εἶ­δε λοι­πὸν αὐ­τὸ τὸ πα­ρά­ξε­νο ἀν­τι­κεί­με­νο, ποὺ εἶ­χε γα­λά­ζιο ἀ­νοι­χτὸ χρῶ­μα καὶ δι­ά­με­τρο πε­ρί­που δέ­κα μέ­τρα.

       Δὲν φο­βή­θη­κε, οὔ­τε φώ­να­ξε, οὔ­τε ἔ­μει­νε κα­τά­πλη­κτος. Ἔ­χει ἄ­ρα­γε ἐν­τυ­πω­σια­στεῖ πο­τὲ ἀ­πὸ κά­τι ὁ ὑ­πε­ρο­πτι­κὸς καὶ ἀ­πτό­η­τος δὸν Πι­έ­τρο; Ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ, μὲ τὸ ποῦ­ρο στὸ στό­μα, νὰ τὸ πα­ρα­τη­ρεῖ. Καὶ ὅ­ταν εἶ­δε νὰ ἀ­νοί­γει ἡ πορ­τού­λα, ἁ­πλὰ τέν­τω­σε τὸ χέ­ρι του: πέ­ρα, στὸν τοῖ­χο ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο τὸ δί­καν­νο.

       Τώ­ρα, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν δύ­ο πα­ρά­ξε­νων πλα­σμά­των ποὺ βγῆ­καν ἀ­πὸ τὸ δί­σκο δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μί­α σι­γου­ριά. Προ­κα­λεῖ με­γά­λη σύγ­χυ­ση ὁ δὸν Πι­έ­τρο. Ἀ­κό­μα καὶ στὶς με­τα­γε­νέ­στε­ρες ἀ­φη­γή­σεις του συ­νε­χί­ζει νὰ ἀν­τι­φά­σκει. Σί­γου­ρα γνω­ρί­ζου­με μό­νο αὐ­τό: ἦ­ταν λε­πτοὶ καὶ κον­τοί, ἕ­να μέ­τρο, ἕ­να καὶ δέ­κα. Αὐ­τὸς ὅ­μως λέ­ει ὅ­τι μά­κραι­ναν ἢ κόν­ται­ναν σὰν νὰ ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ ἐ­λα­στι­κό. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν μορ­φή, δὲν κα­τά­λα­βε πολ­λά: «ἔ­μοια­ζαν μὲ πί­δα­κες σιν­τρι­βα­νιοῦ, πιὸ φαρ­διοὶ στὴν κο­ρυ­φὴ καὶ πιὸ στε­νοὶ χα­μη­λό­τε­ρα» ἔ­λε­γε ὁ δὸν Πι­έ­τρο, «ἔ­μοια­ζαν μὲ δύ­ο κα­λι­κάν­τζα­ρους, ἔ­μοια­ζαν μὲ δύ­ο ἔν­το­μα, ἔ­μοια­ζαν μὲ σκου­πί­τσες, ἔ­μοια­ζαν μὲ δύ­ο με­γά­λα σπίρ­τα». «Καὶ εἶ­χαν δύ­ο μά­τια ὅ­πως ἐ­μεῖς»; «Βέ­βαι­α, ἕ­να σὲ κά­θε με­ριά, ἀλ­λὰ μι­κρά». Καὶ τὸ στό­μα; Καὶ τὰ χέ­ρια; Καὶ τὰ πό­δια; Ὁ δὸν Πι­έ­τρο δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­πο­φα­σί­σει: «Κά­ποι­ες στιγ­μὲς ἔ­βλε­πα δύ­ο πο­δα­ρά­κια καὶ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο με­τὰ δὲν τὰ ἔ­βλε­πα πιά…ὅ­πως καὶ νά ’­χει, ποῦ νὰ ξέ­ρω ἐ­γώ; Ἀ­φῆ­στε με ἐ­πι­τέ­λους στὴν ἡ­συ­χί­α μου!».

       Σι­ω­πη­λός, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας τοὺς ἄ­φη­σε νὰ πει­ρα­μα­τί­ζον­ται μὲ τὸν δί­σκο. Μι­λοῦ­σαν με­τα­ξύ τους χα­μη­λό­φω­να, ἕ­νας δι­ά­λο­γος ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ τρί­ξι­μο. Με­τά, σκαρ­φά­λω­σαν στὴν ὀ­ρο­φὴ ποὺ ἔ­χει μί­α ἐ­λα­φριὰ κλή­ση πρὸς τὰ κά­τω, κι ἔ­φτα­σαν στὸ σταυ­ρό, αὐ­τὸν ποὺ ἦ­ταν στὴν κο­ρυ­φὴ τῆς πρό­σο­ψης. Γύ­ρι­σαν γύ­ρω του, τὸν ἄγ­γι­ξαν, ἔ­μοια­ζαν νὰ τὸν με­τρᾶ­νε. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τοὺς ἄ­φη­σε νὰ τὸν πε­ρι­ερ­γα­στοῦν, πάν­τα ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τας τὸ δί­καν­νο. Μὰ ξαφ­νι­κὰ ἄλ­λα­ξε γνώ­μη.

       «Ἔ­ϊ» τοὺς φώ­να­ξε μὲ τὴν στεν­τό­ρεια φω­νή του. «Ἐ­σεῖς, ἐ­κεῖ πά­νω, οἱ νε­α­ροί. Ποι­οί εἶ­στε;»

       Καὶ οἱ δύ­ο γύ­ρι­σαν καὶ τὸν κοί­τα­ξαν καὶ φά­νη­καν πο­λὺ λί­γο τα­ραγ­μέ­νοι. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ κα­τέ­βη­καν ἀ­μέ­σως καὶ πλη­σί­α­σαν στὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ ἱ­ε­ρέ­α. Με­τά, ὁ πιὸ ψη­λὸς ἄρ­χι­σε νὰ μι­λᾶ.

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο —κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴ­διος πα­ρα­δέ­χτη­κε— τα­ρά­χτη­κε: ὁ ἀ­ρεια­νὸς (για­τὶ ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μή, ποι­ός ξέ­ρει για­τί, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἦ­ταν πε­πει­σμέ­νος πὼς ὁ ἱ­πτά­με­νος δί­σκος ἦρ­θε ἀ­πὸ τὸν Ἄ­ρη κι οὔ­τε σκέ­φτη­κε πο­τὲ νὰ ἀλ­λά­ξει αὐ­τή του τὴν πε­ποί­θη­ση), ὁ ἀ­ρεια­νὸς μι­λοῦ­σε μιὰ ἄ­γνω­στη γλώσ­σα. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν μιὰ πραγ­μα­τι­κὴ γλώσ­σα; Κά­τι ἦ­χοι ἦ­ταν, τὴν ἀ­λή­θεια ὄ­χι δυ­σά­ρε­στοι, ὅ­λοι στὴ σει­ρὰ χω­ρὶς κα­μί­α παύ­ση. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας κα­τά­λα­βε τὰ πάν­τα ἀ­μέ­σως σὰν νὰ ἐ­πρό­κει­το γιὰ τὴν ἴ­δια του τὴν δι­ά­λε­κτο. Με­τα­φο­ρὰ σκέ­ψης; Ἢ μή­πως ἕ­να εἶ­δος παγ­κό­σμιας γλώσ­σας αὐ­τό­μα­τα κα­τα­νο­η­τῆς;

       «Ἠ­ρέ­μη­σε, ἠ­ρέ­μη­σε», εἶ­πε ὁ ἄ­γνω­στος, «σὲ λί­γο θὰ φύ­γου­με. Ξέ­ρεις, ἐ­δῶ καὶ πο­λὺ και­ρὸ γυ­ρί­ζου­με τὸν κό­σμο, σᾶς πα­ρα­τη­ροῦ­με, ἀ­κοῦ­με τὰ ρα­δι­ό­φω­νά σας, ἔ­χου­με μά­θει σχε­δὸν τὰ πάν­τα. Ὅ­ταν μι­λᾶς ἐ­σύ, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἐ­γὼ σὲ κα­τα­λα­βαί­νω. Μό­νο ἕ­να πράγ­μα δὲν ἔ­χου­με ἀ­πο­κω­δι­κο­ποι­ή­σει. Τί εἶ­ναι αὐ­τὲς οἱ κε­ραῖ­ες; (καὶ ἔ­δει­ξε τὸν σταυ­ρό). Τὶς ἔ­χε­τε παν­τοῦ, σὲ πύρ­γους καὶ σὲ καμ­πα­να­ριά, στὶς κο­ρυ­φὲς τῶν βου­νῶν, καὶ με­τὰ ἔ­χε­τε στρα­τι­ὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, κλει­σμέ­νες σὲ τεί­χη σὰν νὰ ἦ­ταν σὲ φυ­τώ­ρια. Πές μου λοι­πόν, ἄν­θρω­πε, σὲ τί χρη­σι­μεύ­ουν;»

       «Μὰ εἶ­ναι σταυ­ροί!» φώ­να­ξε ὁ δὸν Πι­έ­τρο. Καὶ τό­τε πρό­σε­ξε ὅ­τι αὐ­τοὶ οἱ δύ­ο ἔ­φε­ραν στὸ κε­φά­λι τους ἕ­να λο­φί­ο, σὰν μα­λα­κὴ βούρ­τσα, ψη­λὴ μέ­χρι εἴ­κο­σι ἑ­κα­το­στά. Ὄ­χι, δὲν ἦ­ταν μαλ­λιά, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­μοια­ζαν μὲ λε­πτοὺς μί­σχους φυ­τῶν ποὺ τρε­μό­παι­ζαν, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ζω­η­ροί, ποὺ ἔ­τρε­μαν συ­νέ­χεια. Ἢ μή­πως ἦ­ταν μι­κρὲς ἀ­κτί­νες ἢ ἕ­να στέμ­μα ἀ­πὸ ἠ­λε­κτρι­κὴ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α;

       «Σταυ­ροί» ἐ­πα­νά­λα­βε συλ­λα­βί­ζον­τας ὁ ξέ­νος. «Καὶ σὲ τί χρη­σι­μεύ­ουν;»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο ἀ­κούμ­πη­σε τὸ δί­καν­νο στὸ πά­τω­μα σὲ ἀ­πό­στα­ση ὅ­μως ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ πιά­σει. Ξε­δί­πλω­σε τὸ ἀ­νά­στη­μά του καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ εἶ­ναι ἐ­πί­ση­μος:

       «Εἶ­ναι χρή­σι­μοι γιὰ τὶς ψυ­χές μας» ἀ­πάν­τη­σε. «Εἶ­ναι τὸ σύμ­βο­λο τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ποὺ πέ­θα­νε γιὰ μᾶς πά­νω στὸ σταυ­ρό.»

       Ξαφ­νι­κά, στὸ κε­φά­λι τῶν ἀ­ρεια­νῶν, οἱ ἀ­χνὲς τοῦ­φες ἄρ­χι­σαν νὰ τρέ­μουν. Ἦ­ταν ἕ­να ση­μά­δι ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἢ συγ­κί­νη­σης; Ἢ ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ τρό­πος τους νὰ γε­λοῦν;

       «Καὶ ποῦ; ποῦ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει συμ­βεῖ αὐ­τό;» ρώ­τη­σε καὶ πά­λι ὁ πιὸ ψη­λὸς μὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ τρί­ξι­μο ποὺ θύ­μι­ζε σή­μα­τα Μὸρς καὶ μὲ μιὰ φευ­γα­λέ­α ἀ­πό­χρω­ση εἰ­ρω­νεί­ας. «Θέ­λεις νὰ πεῖς ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἦρ­θε ἐ­δῶ, ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­σάς;»

       «Ἐ­δῶ, στὴν Γῆ. Στὴν Πα­λαι­στί­νη.»

       Ὁ τό­νος ἀμ­φι­σβή­τη­σης ἐ­νό­χλη­σε τὸν δὸν Πέ­τρο.

       «Θὰ ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη ἱ­στο­ρί­α», εἶ­πε, «ἴ­σως πο­λὺ με­γά­λη γιὰ σο­φοὺς ὅ­πως ἐ­σεῖς».

       Στὸ κε­φά­λι τοῦ ξέ­νου τὸ χα­ρι­τω­μέ­νο ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο στέμ­μα τρε­μό­παι­ξε δύ­ο ἢ τρεῖς φο­ρές. Ἔ­μοια­ζε νὰ τὸ κι­νεῖ ὁ ἄ­νε­μος.

       «Ὤ, θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα μί­α ὑ­πέ­ρο­χη ἱ­στο­ρί­α» εἶ­πε μὲ συγ­κα­τά­βα­ση. «Ἄν­θρω­πε, θὰ ἤ­θε­λα πραγ­μα­τι­κὰ νὰ τὴν ἀ­κού­σω».

       Τὴν καρ­διὰ τοῦ δὸν Πι­έ­τρο φώ­τι­σε ἡ ἐλ­πί­δα νὰ προ­ση­λυ­τί­σει ἕ­ναν κά­τοι­κο ἄλ­λου πλα­νή­τη. Θὰ ἦ­ταν ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ γε­γο­νὸς καὶ ὁ ἴ­διος θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σε αἰ­ώ­νια δό­ξα.

       «Ἐ­ὰν θέ­λε­τε μό­νο αὐ­τό…» εἶ­πε κου­ρα­σμέ­νος. «Ἀλ­λὰ ἐ­λᾶ­τε κον­τά, ἐ­λᾶ­τε ἐ­δῶ, μέ­σα στὸ δω­μά­τιό μου.»

       Ἦ­ταν σί­γου­ρα μιὰ πα­ρά­ξε­νη σκη­νή, στὸ δω­μά­τιο τοῦ ἐ­φη­μέ­ριου, ἐ­κεῖ­νος κα­θι­σμέ­νος στὸ γρα­φεῖ­ο του κά­τω ἀ­πὸ τὸ φῶς μιᾶς πα­λιᾶς λάμ­πας, μὲ τὴν Βί­βλο στὰ χέ­ρια του καὶ οἱ δύ­ο ἀ­ρεια­νοὶ ὄρ­θιοι πά­νω στὸ κρε­βά­τι, για­τὶ ὁ δὸν Πι­έ­τρο τοὺς κά­λε­σε νὰ βο­λευ­τοῦν, νὰ κά­τσουν στὸ στρῶ­μα, καὶ ἐ­πέ­με­νε, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι δὲν κα­τά­φε­ραν νὰ κα­θί­σουν καὶ βλέ­πον­τας ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σαν, γιὰ νὰ μὴν ἀρ­νη­θοῦν, στὸ τέ­λος ἀ­νέ­βη­καν πά­νω στὸ κρε­βά­τι, στά­θη­καν ὄρ­θιοι, μὲ τὸ λο­φί­ο στη­τὸ καὶ τρε­μά­με­νο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ πο­τέ.

       «Ἀ­κοῦ­στε μι­κρές μου σκου­πί­τσες!» εἶ­πε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καὶ ἀ­πό­το­μα, ἀ­νοί­γον­τας τὸ βι­βλί­ο δι­ά­βα­σε: «ὁ Αἰ­ώ­νιος Θε­ὸς πῆ­ρε τό­τε τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἔ­βα­λε στὸν κῆ­πο τῆς Ἐ­δέμ…καὶ τοῦ ἔ­δω­σε αὐ­τὴ τὴν ἐν­το­λή: μπο­ρεῖ­τε νὰ φᾶ­τε ἐ­λεύ­θε­ρα καρποὺς ἀ­πὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε δέν­τρο τοῦ κή­που, ἀλ­λὰ τὸν καρπὸ τοῦ δέν­τρου τῆς γνώ­σης τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ δὲν θὰ τὸν φᾶ­τε: για­τὶ τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ θὰ φᾶ­τε ἀ­πὸ αὐ­τό, σί­γου­ρα θὰ εἶ­ναι ἡ μέ­ρα τοῦ θα­νά­του σας. Με­τά, ὁ Αἰ­ώ­νιος Θε­ός….».

       Σή­κω­σε τὰ μά­τια ἀ­πὸ τὴν σε­λί­δα καὶ εἶ­δε τὸ λο­φί­ο νὰ τρε­μο­παί­ζει πο­λὺ ἔν­το­να. «Ὑ­πάρ­χει κά­τι ποὺ δὲν κα­τα­λα­βαί­νε­τε;»

       Ὁ ἀ­ρεια­νὸς ρώ­τη­σε: «καὶ πές μου, τὸ φά­γα­τε πα­ρό­λα αὐ­τά; Δὲν ξέ­ρα­τε πῶς νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ­τε; Ἔ­τσι δὲν ἔ­γι­νε;»

       «Ἀ­κρι­βῶς. Τὸ ἔ­φα­γαν» πα­ρα­δέ­χτη­κε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καὶ ἡ φω­νή του γέ­μι­σε θυ­μό. «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ δῶ κι ἐ­σᾶς. Μή­πως ὑ­πῆρ­χε καὶ στὸν πλα­νή­τη σας τὸ δέν­τρο τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ;»

       «Φυ­σι­κά. Ὑ­πῆρ­χε καὶ στὸν πλα­νή­τη μας. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια πρίν. Εἶ­ναι ἀ­κό­μα πρά­σι­νο.»

       «Κι ἐ­σεῖς; θέ­λω νὰ πῶ, τοὺς καρπούς, δὲν τοὺς δο­κι­μά­σα­τε;»

       «Πο­τέ» εἶ­πε ὁ ἄ­γνω­στος. «Τὸ ἀ­πα­γο­ρεύ­ει ὁ νό­μος.»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο ἀ­να­στέ­να­ξε τα­πει­νω­μέ­νος. Αὐ­τοὶ οἱ δύ­ο λοι­πὸν ἦ­ταν ἁ­γνοί, ὅ­μοι­οι μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους στὸν οὐ­ρα­νό, δὲν γνώ­ρι­ζαν τὴν ἁ­μαρ­τί­α, δὲν ἤ­ξε­ραν τί θὰ πεῖ κα­κί­α, μί­σος, ψέ­μα; Κοί­τα­ξε γύ­ρω του σὰν νὰ ἔ­ψα­χνε γιὰ βο­ή­θεια μέ­χρι ποὺ εἶ­δε μέ­σα στὸ ἀ­χνὸ φῶς, πά­νω ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι, τὸν μαῦ­ρο ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο.

       Ἀ­να­θάρ­ρη­σε: «ναί, γι’ αὐ­τὸν τὸν καρπὸ κα­τα­στρα­φή­κα­με… ἀλ­λὰ ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ» φώ­να­ξε κι ἔ­νι­ω­σε ἕ­ναν κόμ­πο στὸ λαι­μὸ «ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Καὶ κα­τέ­βη­κε ἐ­δῶ, ἀ­νά­με­σά μας!». Ὁ ἄλ­λος πα­ρέ­μει­νε ἀ­πα­θής. Μό­νο τὸ λο­φί­ο πή­γαι­νε ἀ­πὸ τὴ μιὰ ἄ­κρη στὴν ἄλ­λη ὅ­μοι­ο μὲ μιὰ σκω­πτι­κὴ φλό­γα.

       «Λὲς ὅ­τι ἦρ­θε ἐ­δῶ, στὴ Γῆ; Κι ἐ­σεῖς; Τί κά­να­τε; Τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξα­τε βα­σι­λιά σας; Ἂν δὲν κά­νω λά­θος εἶ­πες πρὶν ὅ­τι πέ­θα­νε στὸν σταυ­ρό… τὸν σκο­τώ­σα­τε ἑ­πο­μέ­νως;»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο πά­λευ­ε σκλη­ρά: «ἀ­πὸ τό­τε ἔ­χουν πε­ρά­σει σχε­δὸν δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια! Ἀ­κρι­βῶς γιὰ ἐ­μᾶς πέ­θα­νε, γιὰ τὴν δι­κή μας αἰ­ώ­νια ζω­ή!».

       Σι­ώ­πη­σε, δὲν ἤ­ξε­ρε τί ἄλ­λο νὰ πεῖ. Καὶ στὴν σκο­τει­νὴ γω­νί­α τὰ δύ­ο μυ­στη­ρι­ώ­δη λο­φί­α καί­γον­ταν, πραγ­μα­τι­κὰ καί­γον­ταν ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­ξε­νο φῶς. Ἐ­πι­κρά­τη­σε σι­ω­πὴ καὶ ἀ­πέ­ξω ἀ­κού­στη­κε τὸ τρα­γού­δι τῶν γρύλ­λων.

       «Καὶ ὅ­λο αὐ­τό» ρώ­τη­σε ξα­νὰ ὁ ἀ­ρεια­νὸς μὲ ὑ­πο­μο­νὴ δα­σκά­λου «ὅ­λο αὐ­τὸ χρη­σί­μευ­σε κά­που;»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο δὲν μί­λη­σε. Πε­ρι­ο­ρί­στη­κε νὰ κά­νει μιὰ κί­νη­ση μὲ τὸ δε­ξί του χέ­ρι, ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος σὰν νὰ ἔ­λε­γε: τί θέ­λε­τε; ἔ­τσι πλα­στή­κα­με, εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί, φτω­χὰ ἁ­μαρ­τω­λὰ σκου­λή­κια ποὺ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα κα­λύ­πτον­τας τὸ πρό­σω­πο μὲ τὰ χέ­ρια του.

       Πό­ση ὥ­ρα πέ­ρα­σε; Ὧ­ρες, λε­πτά; Ἡ φω­νὴ τῶν φι­λο­ξε­νού­με­νων ἐ­πα­νέ­φε­ρε τὸν δὸν Πι­έ­τρο. Σή­κω­σε τὰ μά­τια καὶ τοὺς εἶ­δε ἤ­δη στὸ περ­βά­ζι νὰ ἑ­τοι­μά­ζον­ται, θὰ ἔ­λε­γε κα­νείς, νὰ φύ­γουν. Μὲ φόν­το τὸν νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νὸ τὰ δύ­ο λο­φί­α τρε­μό­παι­ζαν μὲ γο­η­τευ­τι­κὴ χά­ρη.

       «Ἄν­θρω­πε» ρώ­τη­σε ὁ συ­νή­θης ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο. «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ;»

       «Τί κά­νω; Προ­σεύ­χο­μαι!…ἐ­σεῖς ὄ­χι; Ἐ­σεῖς δὲν προ­σεύ­χε­στε;»

       «Νὰ προ­σευ­χό­μα­στε; Ἐ­μεῖς; Για­τί νὰ προ­σευ­χό­μα­στε;»

       «Δη­λα­δὴ τὸν Θε­ὸ δὲν τὸν πα­ρα­κα­λεῖ­τε πο­τέ;»

       «Μὰ ὄ­χι!» εἶ­πε τὸ πα­ρά­ξε­νο πλά­σμα καί, ποι­ός ξέ­ρει πῶς, τὸ ζω­η­ρὸ στέμ­μα του, στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα νὰ τρέ­μει, καὶ ἔ­γι­νε πλα­δα­ρὸ καὶ ἄ­χρω­μο.

       «Ὤ, κα­η­με­νού­λη­δες» μουρ­μού­ρι­σε ὁ δὸν Πι­έ­τρο, ἀλ­λὰ μὲ τρό­πο ποὺ οἱ δύ­ο ξέ­νοι δὲν τὸν ἄ­κου­σαν, ὅ­πως κά­νει κα­νεὶς μὲ τοὺς σο­βα­ρὰ ἀ­σθε­νεῖς. Ση­κώ­θη­κε στὰ πό­δια του, τὸ αἷ­μα ξα­νάρ­χι­σε νὰ τρέ­χει μὲ δύ­να­μη πά­νω-κά­τω στὶς φλέ­βες του. Πρὶν λί­γο αἰ­σθα­νό­ταν σὰν κάμ­πια. Μὰ τώ­ρα ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος. «Χέ,χέ» γε­λοῦ­σε μέ­σα του, «ἐ­σεῖς δὲν ἔ­χε­τε τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα μὲ ὅ­λες του τὶς συ­νέ­πει­ες. Εὐ­γε­νεῖς, σο­φοί, ἄ­κρι­τοι. Δὲν συ­ναν­τή­σα­τε πο­τὲ τὸ δαι­μό­νιο. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔρ­χε­ται τὸ βρά­δυ, θὰ ἤ­θε­λα νὰ ξέ­ρω πῶς αἰ­σθά­νε­στε! Ἀ­πί­στευ­τα μό­νοι, ὑ­πο­θέ­τω, νε­κροὶ ἀ­πὸ τὴν ἀ­χρη­στί­α καὶ τὴν πλή­ξη» (οἱ δύ­ο ξέ­νοι εἶ­χαν ἤ­δη πε­ρά­σει τὴν πορ­τού­λα τοῦ δί­σκου, τὴν εἶ­χαν κλεί­σει καὶ ὁ κι­νη­τή­ρας εἶ­χε ἤ­δη ξε­κι­νή­σει μὲ ἕ­ναν βου­βὸ καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἁρ­μο­νι­κὸ θό­ρυ­βο. Σι­γὰ-σι­γά, σχε­δὸν ἀ­πὸ θαῦ­μα, ὁ δί­σκος ἀ­πο­κολ­λή­θη­κε καὶ ἀ­νυ­ψώ­θη­κε σὰν νὰ ἦ­ταν μπα­λό­νι: με­τά, ἀ­φοῦ γύ­ρι­σε λί­γο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἔ­φυ­γε ψη­λὰ μὲ ἀ­πί­στευ­τη τα­χύ­τη­τα, ψη­λά, κα­τευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τὸν ἀ­στε­ρι­σμὸ τῶν Δι­δύ­μων.). «Ὤ» συ­νέ­χι­σε νὰ μουρ­μου­ρί­ζει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας «ὁ Θε­ὸς προ­τι­μᾶ σί­γου­ρα ἐ­μᾶς! Κα­λύ­τε­ρα με­ρι­κὰ γου­ρού­νια σὰν ἐ­μᾶς, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἄ­πλη­στοι, ἀ­νή­θι­κοι, ψεῦ­τες, ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς πρω­το­κλα­σά­τους ποὺ πο­τὲ δὲν τοῦ ἀ­πευ­θύ­νουν τὸ λό­γο. Τί ἱ­κα­νο­ποί­η­ση μπο­ρεῖ νὰ πά­ρει ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ τέ­τοι­α ὄν­τα; Καὶ τί ση­μα­σί­α ἔ­χει ἡ ζω­ὴ ἂν δὲν ὑ­πάρ­χει τὸ κα­κό, ἡ με­τά­νοι­α, τὸ κλά­μα;»

       Ἀ­πὸ τὴ χα­ρά του, ἅρ­πα­ξε τὸ ὅ­πλο, κοί­τα­ξε τὸν ἱ­πτά­με­νο δί­σκο ποὺ τώ­ρα πιὰ ἦ­ταν μί­α ἀ­χνὴ κη­λί­δα στὸ μέ­σο τοῦ οὐ­ρά­νιου θό­λου καὶ ἔ­ρι­ξε μία βο­λή. Κι ἀ­πὸ τοὺς μα­κρι­νοὺς λό­φους ἀ­πάν­τη­σε τὸ οὐρ­λια­χτὸ τῶν σκυ­λι­ῶν.


Δεῖτε καὶ ἀκοῦστε τὴν εἰκονογραφημένη ἀφήγηση

τοῦ Ginο Caiafa (δημ. 13.02.2018).


Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ξε­κί­νη­σε τὴν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα δου­λεύ­ον­τας στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Corriere della Serra, τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ὣς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης ζω­γρά­φος, σκη­νο­γρά­φος καὶ μου­σι­κός. Γνώ­στης τῆς κεν­τρο­ευ­ρω­πα­ϊ­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τῆς σκαν­δι­να­βι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τὸν Κάφ­κα. Με­τὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α του στὴν Αἰ­θι­ο­πί­α ἔ­γρα­ψε τὸ πιὸ δι­ά­ση­μο βι­βλί­ο του ­ρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων τὸ ὁ­ποῖ­ο με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες. Στὰ δι­η­γή­μα­τά του ξε­χω­ρί­ζει ὁ ὑ­περ­ρε­α­λι­στι­κὸς μύ­θος τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται ἀ­πὸ προ­βλή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ λύ­ση. Ἀ­πὸ μιὰ ἄ­πο­ψη, εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας πο­λὺ ρε­α­λι­στι­κὸς μὲ δι­εισ­δυ­τι­κὴ μα­τιὰ στὴν ἀν­θρώ­πι­νη μο­να­ξιὰ καὶ ἀ­γω­νί­α. Πραγ­μα­τεύ­ε­ται θέ­μα­τα καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα ὅ­πως ὁ φό­βος τοῦ θα­νά­του, ἡ μα­γεί­α, τὸ μυ­στή­ριο, ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ ἀ­πό­λυ­του καὶ τοῦ με­τα­βλη­τοῦ καὶ τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτο τῆς μοί­ρας. Ἡ τε­λευ­ταί­α εἶ­ναι συ­χνὰ ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια τῶν δι­η­γη­μά­των του, αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ καὶ παν­το­δύ­να­μη καὶ κά­ποι­ες φο­ρὲς σαρ­κα­στι­κή. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς λί­γους στὴν Ἰ­τα­λί­α ποὺ προ­ή­γα­γε τὴν φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ φαν­τα­στι­κὸ γιὰ νὰ κα­τα­δυ­θεῖ στοὺς με­γα­λύ­τε­ρους φό­βους καὶ ἐ­φιά­λτες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ποὺ τα­λα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς ἴ­δι­ες της τὶς ἀν­τι­θέ­σεις. Δεῖ­τε καὶ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στὸν συγ­γρα­φέ­α.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Μα­ρί­α Χα­τζη­κυ­ρι­α­κί­δου (Πει­ραι­ᾶς, 1980). Ἀ­πό­φοι­τη τοῦ τμή­μα­τος Ἰ­α­τρι­κῶν Ἐρ­γα­στη­ρι­ῶν ΣΕΥΠ ΑΤΕΙ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Σπού­δα­σε Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ Ἱ­σπα­νι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸ στὸ ΕΑΠ. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Εἰ­δι­κὸ Ἀν­τι­καρ­κι­νι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο Πει­ραι­ᾶ «Με­τα­ξᾶ». Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά, ἐ­νῶ ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὸ ἔρ­γο τῆς ἑλ­λη­νο-ἰ­τα­λί­δας ποι­ή­τριας καὶ πε­ζο­γρά­φου Angelica Palli-Bartolomei (1798-1875).

Corrado Farina (Κορ­ράν­το Φα­ρί­να): Συ­νέν­τευ­ξη μὲ τὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι


L'ecrivain et journaliste italien Dino Buzzati (1906-1972) a Cervinia 1954 Neg:B70379PL --- Italian journalist and writer Dino Buzzati (1906-1972) in Cervinia 1954

L’ecrivain et journaliste italien Dino Buzzati (1906-1972) a Cervinia 1954  — Italian journalist and writer Dino Buzzati (1906-1972) in Cervinia 1954


Corrado Farina (Κορ­ράν­το Φα­ρί­να)


Συ­νέν­τευ­ξη μὲ τὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι

(Interviste Dino Buzzati)


02-piΕΡΑΣΑΝ πολ­λὰ χρό­νια ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα ποὺ πῆ­γα νὰ βρῶ τὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι γιὰ νὰ τὸν ρω­τή­σω ἂν ἤ­θε­λε νὰ γυ­ρί­σου­με μιὰ ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους γιὰ τὸν ἴ­διο. Μοῦ τὸν εἴ­χα­νε πε­ρι­γρά­ψει ὡς ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο, δύ­στρο­πο καὶ ἀ­πό­το­μο. Ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο, σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, μοῦ φά­νη­κε τὸ σπί­τι του, κα­τά­με­στο ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἑ­τε­ρό­κλι­τα ἀν­τι­κεί­με­να καὶ κα­λυμ­μέ­νο, στοὺς τοί­χους καὶ τὴ σο­φί­τα, ἀ­πὸ πί­να­κες ὅ­λων των δι­α­στά­σε­ων καὶ ὅ­λων των εἰ­δῶν – με­ρι­κοὶ πο­λὺ ἄ­σχη­μοι, ἄλ­λοι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ὄ­μορ­φοι. Πε­ρι­έρ­γως, στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ εἶ­δα μό­νο μιὰ κά­ποι­α δυ­σπι­στί­α ποὺ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε μό­λις δι­α­πι­στώ­σα­με —καὶ δὲ μᾶς πῆ­ρε πο­λὺ χρό­νο— ὅ­τι ἀ­γα­πού­σα­με τὰ ἴ­δια βι­βλί­α, τοὺς ἴ­διους ζω­γρά­φους, τὰ ἴ­δια πράγ­μα­τα…

       Ἀ­φοῦ ἔ­πε­σε αὐ­τὴ ἡ προ­στα­τευ­τι­κὴ μά­σκα —ποὺ ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι πη­γά­ζει ἀ­πὸ μιὰ ἔμ­φυ­τη ντρο­πα­λό­τη­τα— ἔ­μει­νε μό­νο ἕ­νας με­σή­λι­κας κύ­ριος, εὐ­γε­νέ­στα­τος, φι­λι­κός, ποὺ τὸ ντύ­σι­μό του, ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του, ἀ­κό­μα καὶ ὁ τρό­πος ποὺ μι­λοῦ­σε ἦ­ταν, πε­ρι­έρ­γως, ντε­μον­τέ. Ἕ­νας κύ­ριος μὲ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κοὺς τρό­πους, πο­λὺ μον­τα­νελ­λιά­νο, πο­λὺ «Κορ­ρι­έ­ρε ντὲ λὰ Σέ­ρα» πα­λιᾶς κο­πῆς, γιὰ νὰ συ­νεν­νο­ού­μα­στε· τό­σο, ποὺ νὰ μοῦ μι­λά­ει, σ’ ἐ­μέ­να, ποὺ ἤ­μουν πο­λὺ νε­ό­τε­ρος ἀπ΄ αὐ­τόν, στὸν ἑ­νι­κό.

       Τὴν ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους τὴν γύ­ρι­σα, ἀλ­λά, δυ­στυ­χῶς, δὲν εὐ­δό­κη­σε νὰ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κα­λύ­τε­ρα πράγ­μα­τα ποὺ ἔ­χω κά­νει, ἔ­τσι ὥ­στε ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα προ­σπα­θῶ νὰ τὴ δεί­χνω ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν λι­γό­τε­ρο. Ὡ­στό­σο, ἴ­σως ἀ­ξί­ζει τὸν κό­πο νὰ ξα­να­κού­σου­με καὶ νὰ με­τα­γρά­ψου­με με­ρι­κὰ ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ μιὰ ται­νί­α ἠ­χο­γρα­φη­μέ­νη σὲ κεί­νη τὴν πε­ρί­στα­ση, κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὴ συ­νο­μι­λί­α ποὺ ἔ­μει­ναν ἀ­ναλ­λοί­ω­τα καὶ ξα­να­ζων­τα­νεύ­ουν τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν καλ­λι­τέ­χνη.


***


Μι­λών­τας γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ἔρ­γο ἑ­νὸς συγ­γρα­φέ­α δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ γί­νον­ται ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν συγ­γρα­φέ­α. Ὅ­ταν μὲ ρω­τοῦν ποι­ό εἶ­ναι τὸ κύ­ριο θέ­μα μου, δὲν ξέ­ρω νὰ πῶ ποι­ό εἶ­ναι. Αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ τὸ πεῖ­τε ἐ­σεῖς. Για­τί, συ­νή­θως, ὁ καλ­λι­τέ­χνης (θε­έ μου! ἡ λέ­ξη καλ­λι­τέ­χνης κρύ­βει πάν­τα μέ­σα της μιὰ κά­ποι­α ἔ­παρ­ση) πι­στεύ­ει ὅ­τι κά­νει κά­τι, εἶ­ναι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι κά­νει κά­τι, κι ὕ­στε­ρα γεν­νι­έ­ται κά­τι ἄλ­λο ποὺ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κό, δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο γί­νο­μαι κα­τα­νο­η­τός. Γιὰ αὐ­τὸ τὸ λό­γο, ἡ ἑρ­μη­νεί­α, ὄ­χι μό­νο ἡ ἑρ­μη­νεί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἡ πε­ρι­γρα­φή, ὁ ἀ­κρι­βὴς ὁ­ρι­σμὸς ἑ­νὸς ἔρ­γου, πρέ­πει νὰ δί­νε­ται ἀ­πὸ ἐ­σᾶς, ὄ­χι ἀπ΄τὸν δη­μι­ουρ­γό.


Τὸ σπί­τι στὸ Μπε­λλοῦ­νο


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-02ΔΕΝ ΖΟΥΣΑ στὸ Μπελ­λοῦ­νο ἀ­πὸ μι­κρός, ζοῦ­σα πάν­τα στὸ Μι­λά­νο· γεν­νή­θη­κα σὲ δι­α­κο­πές, μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κα­νείς. Τὸ σπί­τι στὸ Μπελλοῦ­νο εἶ­ναι ἕ­να σπί­τι ποὺ βρί­σκε­ται πε­ρί­που ἑ­νά­μι­σι χι­λι­ό­με­τρο ἀπ΄ τὴν πό­λη τοῦ Μπελ­λοῦ­νο, ποὺ σή­με­ρα σι­γὰ-σι­γὰ θὰ τὴν κα­τα­πι­εῖ ἡ πό­λη ποὺ ἐ­πε­κτεί­νε­ται πά­νω στὴν ἀ­ρι­στε­ρὴ ὄ­χθη τοῦ Πιά­βε. Σὲ κεῖ­νο τὸ σπί­τι, ποὺ κά­πο­τε ἦ­ταν ἐ­ξο­χι­κὸ (ὄ­χι πιὰ σή­με­ρα, ἀ­φοῦ τὰ σπί­τια ἀρ­χί­ζουν νὰ πλη­σιά­ζουν), μέ­να­με πε­ρί­που τρεῖς μῆ­νες τὸ χρό­νο, για­τὶ ὁ πα­τέ­ρας μου ἦ­ταν, οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ δι­και­οῦ­ταν τρεῖς μῆ­νες δι­α­κο­πῶν. Καὶ εἶ­ναι λο­γι­κὸ —ἢ, του­λά­χι­στον, σύ­νη­θες— οἱ ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ παι­δι­κά μου χρό­νια σὲ κεῖ­να τὰ μέ­ρη νὰ εἶ­ναι οἱ πιὸ δυ­να­τὲς ποὺ ἀ­πό­χτη­σα στὴ ζω­ή μου… καὶ οἱ πιὸ χα­ρού­με­νες, κα­τὰ βά­θος.

       Στὴ διά­ρκεια τοῦ πρώ­του παγ­κο­σμί­ου πο­λέ­μου αὐ­τὸ τὸ σπί­τι λε­η­λα­τή­θη­κε ἐν­τε­λῶς καὶ εἶ­χαν μεί­νει μό­νο οἱ τοῖ­χοι. Παρ΄ ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­φοῦ πρῶ­τα δι­α­κο­σμή­θη­κε μὲ δι­ά­φο­ρα ἔ­πι­πλα πιὸ ἁ­πλῆς φόρ­μας, δι­α­τή­ρη­σε — καὶ ἀ­κό­μα δι­α­τη­ρεῖ— αὐ­τὴ τὴ μα­γι­κὴ δύ­να­μη ποὺ αἰ­σθα­νό­μουν ἀ­πὸ παι­δί. Ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα, τὸ ὁ­μο­λο­γῶ, ὅ­ταν πη­γαί­νω ἐ­κεῖ, ἰ­δι­αί­τε­ρα σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­στά­σεις, ὁ­ρι­σμέ­νες ὧ­ρες, αἰ­σθά­νο­μαι ἀ­κό­μα αὐ­τὸν τὸν ἀ­έ­ρα, αὐ­τὴν τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ εἶ­χα βι­ώ­σει, καὶ ποὺ τὴν εἶ­χα κά­νει δι­κή μου, ὅ­ταν ἤ­μουν παι­δί.

 

Τὰ βου­νά


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-03ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ εἶ­χα ἕ­να εἶ­δος φο­βε­ροῦ πά­θους γιὰ τὰ βου­νά· τό­σο ὥ­στε νὰ κλαί­ω τὶς νύ­χτες, ὅ­ταν δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ πά­ω. Ἔ­κλαι­γα νύ­χτες ὁ­λό­κλη­ρες. Ἀρ­γό­τε­ρα ἄρ­χι­σα νὰ πη­γαί­νω. Πο­τὲ δὲν ὑ­πῆρ­ξα με­γά­λος ἀλ­πι­νι­στής, ὡ­στό­σο ἀ­ναρ­ρι­χή­θη­κα πο­λύ, στὴν ἀρ­χὴ μὲ φί­λους, με­τὰ μὲ ὁ­δη­γούς, ἀ­κό­μα καὶ μὲ κεί­νους ποὺ βαθ­μο­λο­γοῦν­ται μὲ ἑ­πτὰ στὴν κλί­μα­κα ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τας τῆς ἀ­ναρ­ρί­χη­σης καὶ κα­τά­γον­ταν ἀ­πὸ τὸ Μπε­λ­λοῦ­νο, ὅ­που καὶ ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας πυ­ρή­νας τέ­τοι­ων ἀ­ξι­ό­λο­γων καὶ ση­μαν­τι­κῶν ἀλ­πι­νι­στῶν στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ΄20 καὶ τοῦ ΄30.

       Τώ­ρα γιὰ νὰ πῶ πό­σες ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἀ­να­μνή­σεις ἔ­χουν μεί­νει στὰ γρα­πτά μου, θὰ χρει­α­ζό­ταν νὰ ἀ­να­τρέ­ξω σὲ ὅ­λα μου τὰ βι­βλί­α ἕ­να πρὸς ἕ­να.

       Τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο, ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Ὁ Μπάρ­ναμ­πο τῶν βου­νῶν (Bar­na­bo del­le mon­ta­gne), εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α μὲ δα­σο­φύ­λα­κες ποὺ ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται σὲ μιὰ πε­ρι­ο­χὴ δο­λο­μι­τι­κῶν βου­νῶν ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χουν. Αὐ­τὸς ὁ Μπάρ­ναμ­πο ἔ­χει κα­θα­ρὲς ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ βου­νά, ἀλ­λὰ ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τὰ τὰ βου­νά; Θά ΄λε­γα ὄ­χι οἱ πο­λὺ ψη­λοὶ Δο­λο­μί­τες, οἱ πλα­γι­ὲς τύ­που Τσι­βέτ­τα (Ci­vet­ta), τύ­που Πέλ­μο (Pel­mo). Ὄ­χι. Μᾶλ­λον βου­νά… πῶς νὰ τὰ ποῦ­με; Ὅ­πως τὰ βου­νὰ ποὺ βρί­σκον­ται στὴν ἀ­ρι­στε­ρὴ ὄ­χθη τοῦ Πιά­βε, ἡ ὁ­ρο­σει­ρὰ ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Μον­φαλ­κό­νε ντὶ Τό­ρο (Μon­­fal­­co­­ne di To­ro), ποὺ βρί­σκε­ται οὐ­σι­α­στι­κὰ πά­νω ἀ­πὸ τὸ Κα­λάλ­τσο (Ca­­lal­­zo), ἀ­να­το­λι­κὰ τοῦ Κα­λάλ­τσο: ὁ­ρο­σει­ρὰ ποὺ σή­με­ρα ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­σμο, ἐπειδὴ ὑ­πάρ­χουν πιὸ πολ­λὰ κα­τα­φύ­για. Τό­τε ποὺ πή­γαι­να ἐ­γὼ —δη­λα­δὴ τὸ ΄29 καὶ τὸ ΄30— πο­λὺ λί­γος κό­σμος πή­γαι­νε ἐ­κεῖ, στὴν οὐ­σί­α ἦ­ταν μιὰ ὁ­ρο­σει­ρὰ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νη.

       Τὸ δεύ­τε­ρο βι­βλί­ο ὀ­νο­μα­ζό­ταν: Τὸ μυ­στι­κὸ τοῦ Γέ­ρι­κου Δά­σους (Il Se­gre­­to del Bos­co Vec­chio) καὶ ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ ἕ­να δά­σος στὸ βου­νό, ἀλ­λὰ τὰ βου­νὰ δὲν ἔ­παι­ζαν κα­νέ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο ρό­λο. Ἀν­τί­θε­τα τὸ δά­σος εἶ­χε ση­μα­σία. Αὐ­τὸ τὸ φαν­τα­στι­κὸ δά­σος ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὶς ἐμ­πει­ρί­ες μου; Ὄ­χι. Θά ΄λε­γα ὄ­χι. Βέ­βαι­α, οἱ ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ δά­ση ποὺ δι­έ­σχι­σα γιὰ νὰ βρε­θῶ στὰ βου­νά, οἱ ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ βου­νὰ καὶ τὶς κοι­λά­δες, συσ­σω­ρεύ­ον­ται στὴν μνή­μη καὶ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ ἐ­ξά­γεις ἀ­πὸ αὐ­τὴν κά­τι και­νούρ­γιο, ποὺ νὰ μὴν ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ κά­ποι­α συγ­κε­κρι­μέ­νη το­πο­θε­σί­α.

       Μιὰ ἀ­σα­φῆ το­πο­γρα­φι­κὴ ἀ­να­φο­ρά, στὴν οὐ­σί­α ἡ αἴ­σθη­ση, ἡ ἰ­δέ­α ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­ρή­μου τοῦ βορ­ρᾶ ποὺ ἁ­πλω­νό­ταν στὰ ρι­ζὰ τοῦ φρου­ρί­ου Μπα­στιά­νη —φρού­ριο ποὺ βρι­σκό­ταν πά­νω σ΄ ἕ­να πέ­ρα­σμα ἀ­νά­με­σά σε κρη­μνώ­δη βου­νά— μοῦ ἦρ­θε στὸ μυα­λὸ ἀ­πὸ τὴν εἰ­κό­να τῆς πε­διά­δας τοῦ βορ­ρᾶ, ποὺ φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν Δο­λο­μι­τῶν τοῦ Σέ­στο (Do­lo­mi­ti di Ses­to), ὅ­πως ἡ κο­ρυ­φὴ Κρόν­τα Ρόσ­σα ντὶ Σέ­στο (Cro­da Ros­sa di se­sto), ἡ Κρόν­τα ντέι Τρὲ Σκά­πε­ρι (Cro­da dei Tre Sca­pe­ri), ἡ Κο­ρυ­φὴ 11 (Ci­ma 11). Στὴν κο­ρυ­φὴ Κρόν­τα ντέι τρὲ Σκά­πε­ρι πή­γαι­να ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἤ­μουν πο­λὺ νε­α­ρός: πέ­ρα ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς κο­ρυ­φές, ἀ­πὸ κά­τω, ὑ­πάρ­χει ἡ κοι­λά­δα Που­στέ­ρια (Pu­ste­ria), με­τὰ ἕ­νας λό­φος, μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ μι­κροὺς πρά­σι­νους λό­φους ποὺ ση­κώ­νον­ται ὁ­μα­λά, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι ψη­λοὶ κι ἀ­μέ­σως με­τὰ ἐ­κεί­νη ἡ πε­διά­δα, ἢ κα­λύ­τε­ρα μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι πε­διά­δα, ποὺ χά­νε­ται μέ­σα στὴν κα­τα­χνιὰ καὶ τὶς ὁ­μί­χλες τοῦ βορ­ρᾶ.


Ὁ χρό­νος κι ὁ θά­να­τος


Η ΑΙΣΘΗΣΗ τοῦ ἀ­με­τα­κί­νη­του χρό­νου δὲν εἶ­μαι σὲ θέ­ση νὰ πῶ ἀ­πὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται, εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος ἐ­φιά­λτη, μιὰ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α, ἕ­να ἐ­πί­μο­νο συ­ναί­σθη­μα ποὺ ἄρ­χι­σα νὰ αἰ­σθά­νο­μαι ἀ­πὸ παι­δί. Ποῦ νὰ ξέ­ρω ἀ­πὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται; Κα­τὰ βά­θος εἶ­ναι ἕ­να ἀ­να­πό­σπα­στο κομ­μά­τι τῆς ζω­ῆς, ἕ­να θε­με­λι­ῶ­δες συ­στα­τι­κό της ζω­ῆς.

       Θυ­μᾶ­μαι ἀ­πὸ τό­τε ἀ­κό­μη ποὺ ἤ­μουν μι­κρός, ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­στῶ κά­τι… Τέ­λει­ω­νε μιὰ χρο­νι­κὴ πε­ρί­ο­δος, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν ἔκλεινε τὸ σχο­λεῖ­ο κι ἤ­μουν χα­ρού­με­νος, καὶ τὴν ἴ­δια στιγμὴ εἶ­χα αὐ­τὴν τὴν αἴ­σθη­ση γιὰ κά­τι ποὺ τέ­λει­ω­νε μιὰ γιὰ πάν­τα, ποὺ δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πα­να­λη­φθεῖ πο­τέ.

       Τώ­ρα μὲ ρω­τᾶ­τε γιὰ τὸν θά­να­το – τὸν εἶ­χα ρω­τή­σει, φυ­σι­κά, για­τί αὐ­τὸ τὸ θέ­μα ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­ταν τό­σο συ­χνὰ στὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό του ἔρ­γο. Ἀ­ναμ­φί­βο­λα αὐ­τὴ ἦ­ταν πάν­τα μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐμ­μο­νές μου: ὁ χρό­νος ποὺ φεύ­γει καὶ ὁ θά­να­τος πού, ἀ­να­πό­φευ­κτα, πλη­σιά­ζει. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, κυ­ρί­ως κα­θὼς ἡ ζω­ὴ προ­χω­ροῦ­σε, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ μὲ ἐ­ξέ­πλητ­τε­ ἦ­ταν ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦ­σαν σὰ νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χε κὰν ὁ θά­να­τος.

       Γε­νι­κὰ ὅ­λοι πάν­τα μὲ ἐ­πέ­πλητ­ταν: «Θε­έ μου, συ­νε­χί­ζεις ἀ­κό­μη νὰ γρά­φεις γιὰ τὸ θά­να­το, γρά­ψε καὶ γιὰ κά­τι ἄλ­λο.» Μὰ στὴν οὐ­σί­α αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ζη­τού­με­νο, τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ θέ­μα ποὺ ὑ­πάρ­χει, νο­μί­ζω, ἀ­πὸ καλ­λι­τε­χνι­κὴ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὴ σκο­πιά. Χω­ρὶς ἄλ­λο, μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κα­νεὶς ὅ­τι εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ θέ­μα ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α. Τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ὅ­λων.

       Τώ­ρα, πράγ­μα­τι, γρά­φω ἕ­να βι­βλί­ο – μὰ δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου ἕ­να φι­λο­σο­φι­κὸ δο­κί­μιο, πρὸς θε­οῦ! Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­φή­γη­μα – ὅ­που ὁ θά­να­τος εἶ­ναι τὸ βα­σι­κὸ θέ­μα. Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ θὰ μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ νὰ ἐκ­φρά­σω εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη βλα­κεί­α τῆς πλει­ο­νό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ζοῦν (μι­λῶ γιὰ τὸν δυ­τι­κὸ κό­σμο ὅ­που ζῶ κι ἐ­γώ) λὲς κι ὁ θά­να­τος δὲν θὰ τοὺς βρεῖ πο­τέ.

       Βλέ­πω, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀν­θρώ­πους μιᾶς κά­ποι­ας ἡ­λι­κί­ας, ἀν­θρώ­πους μὲ ἀ­σπρι­σμέ­να τὰ μαλ­λιά τους καὶ μὲ τὸ ἕ­να πό­δι στὸν τά­φο, ποὺ ἀ­κό­μα τοὺς ἀ­πα­σχο­λεῖ τὸ μέλ­λον, τοὺς ἀ­πα­σχο­λοῦν οἱ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κὲς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, βα­σα­νί­ζον­ται για­τὶ δὲν ἔ­χουν πά­ρει ἕ­ναν ἔ­παι­νο, για­τὶ οἱ ἐ­φη­με­ρί­δες δὲν ἀ­να­φέ­ρουν τὸ ὄ­νο­μά τους… – ὅ­ταν με­τὰ πε­θαί­νουν, ὑ­πάρ­χουν στιγ­μὲς ποὺ σοῦ ΄ρχε­ται νὰ γε­λά­σεις. Ἴ­σως εἶ­ναι σκλη­ρό, ὡ­στό­σο σοῦ ΄ρχε­ται νὰ γε­λά­σεις. Γύ­ρω μου συ­νέ­βη­σαν πε­ρι­στα­τι­κὰ ἐν­τε­λῶς γε­λοῖα ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους (μι­λῶ γιὰ συγ­γρα­φεῖς, δη­μο­σι­ο­γρά­φους…) ποὺ ἀ­πο­τα­μί­ευ­αν χρή­μα­τα, τὰ ἐ­πέν­δυ­αν μὲ ἀ­συ­νή­θι­στη κα­πα­τσο­σύ­νη, ἔ­παιρ­ναν πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὸ χρη­μα­τι­στή­ριο καὶ τὴν ἀ­γο­ρὰ ἀ­κι­νή­των, ἐ­πέν­δυ­αν σὲ πί­να­κες ζω­γρα­φι­κῆς, κι ὅ­λα αὐ­τὰ γιὰ τὸ μέλ­λον τους, γιὰ νὰ ἔ­χουν ἥ­συ­χα καὶ ἄ­νε­τα γη­ρα­τειά… – κι ὕ­στε­ρα τοὺς ἔ­πι­α­νε ἕ­να βη­χα­λά­κι, ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἕ­να για­τρὸ καὶ με­τὰ δε­κα­πέν­τε μέ­ρες ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ χῶ­μα. Λοι­πόν; Λοι­πόν, ἄν σοῦ ΄ρχε­ται νὰ γε­λά­σεις, εἶ­ναι κι αὐ­τὸ ἀν­θρώ­πι­νο… αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο.

       Φυ­σι­κά, ἀ­να­φέ­ρο­μαι στὸ θά­να­το χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀλ­λη­γο­ρί­ες, καὶ γιὰ αὐ­τὸ τὸ λό­γο —στὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων— ὁ κό­σμος δὲν κα­τα­λα­βαί­νει.

       Πρό­σφα­τα ἔ­γρα­ψα ἕ­να βι­βλί­ο… ὄ­χι, ἕ­να δι­ή­γη­μα ποὺ τὸ δη­μο­σί­ευ­σε ἡ Corriere della sera, καὶ ποὺ ὀ­νο­μα­ζό­ταν, νο­μί­ζω, «Μιὰ ἀ­νη­συ­χη­τι­κὴ ἐ­πί­σκε­ψη» («Una visita sconcertante»). Τὸν τί­τλο δὲν τὸν βά­ζω ἐ­γώ – ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς τὸν ἀλ­λά­ζουν στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Οὐ­σι­α­στι­κὰ ἦ­ταν ὁ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος ποὺ φέρ­νει τὸ προ­άγ­γελ­μα τοῦ θα­νά­του· ἔ­λα­βα δυ­ὸ-τρί­α γράμ­μα­τα ἀ­πὸ τὸν κό­σμο ποὺ ἔ­λε­γαν: «Μά, τί πά­ει νὰ πεῖ αὐ­τό, τί ση­μαί­νει;». Εἶ­ναι ἄλ­λη μιὰ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν σκέ­φτε­ται κα­θό­λου τὸ θά­να­το, λὲς κι εἶ­ναι κά­τι ξέ­νο πρὸς τὸ πε­πρω­μέ­νο του. Για­τὶ ἂν αὐ­τοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι στὶς ἐ­πι­στο­λές, ποὺ κρί­νον­τας ἀ­πὸ τὰ συμ­φρα­ζό­με­να πρέ­πει νὰ εἶ­ναι κά­ποι­ας ἡ­λι­κί­ας, ἂν πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χαν τὴν ἰ­δέ­α τοῦ θα­νά­του, ὅ­πως ὅ­λοι θά ΄πρε­πε νὰ ἔ­χουν… ὡ­στό­σο, ὄ­χι μὲ τὴν μορ­φὴ φό­βου, ἐ­φιά­λτη, ἀλ­λὰ μὲ τὴν μορ­φὴ τῆς ἐ­πί­γνω­σης. Πι­στεύ­ω ὅ­τι σὲ ὁ­ρι­σμέ­να μέ­ρη τῆς ἀ­να­το­λῆς ὑ­πάρ­χει πιὸ πο­λὺ ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ θα­νά­του ἀ­πὸ ὅ­τι σὲ μᾶς ἐ­δῶ, κι ὅ­τι ὁ θά­να­τος τρο­μο­κρα­τεῖ λι­γό­τε­ρο.

       Ὅ­ταν τὸν σκέ­φτε­ται κα­νεὶς ὅ­λη του τὴ ζω­ή, κά­ποι­α στιγ­μὴ φτάνει, καὶ ἴ­σως θά ΄πρε­πε νὰ τὸν φο­βᾶ­ται, ὅ­πως ἐ­γώ. Σὲ μᾶς, ἀν­τι­θέ­τως, κά­θε φο­ρὰ ποὺ συ­ναν­τᾶ κα­νεὶς τὸ θά­να­το, μοιά­ζει σὰν νὰ γκρε­μί­ζε­ται ὁ κό­σμος γύ­ρω του, σὰν νὰ συ­ναν­τᾶ κά­τι ἐν­τε­λῶς ἀ­προσ­δό­κη­το, μιὰ τρο­με­ρὴ ἀ­δι­κία, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅ­τι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δυ­ὸ μέ­ρες ὅ­λοι εἶ­ναι τό­σο κα­θη­συ­χα­σμέ­νοι, ὅ­σο ἦταν καὶ πρὶν νὰ συμ­βεῖ. Πράγ­μα­τι, κά­τι ἄλ­λο ὑ­περ­βο­λι­κὰ γε­λοῖ­ο σὲ μᾶς σχε­τι­κὰ μὲ τὸ θά­να­το εἶ­ναι ὅ­τι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πε­θαί­νει, πρό­κει­ται γιὰ τρα­γω­δί­α, θρῆ­νο, ἀ­πελ­πι­σί­α, τέλος τῶν πάντων κλπ. – περ­νᾶ­νε εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις ὧ­ρες κι ὅ­λα γί­νον­ται ὅ­πως πρίν, ὅ­λοι ἀ­δι­α­φο­ροῦν.

 

Τὸ φαν­τα­στι­κό

 

12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-04ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ πε­ποί­θη­ση —εὐ­τυ­χῶς, δὲ μοῦ τὴν ἔ­χει δι­δά­ξει κα­νέ­νας— ὅ­τι ὅ­ταν πρό­κει­ται νὰ πραγ­μα­τευ­τεῖς ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ θέ­μα, τὸ γλωσ­σι­κὸ ἰ­δί­ω­μα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι σα­φές, ἁ­πλό, στρω­τό, σχε­δὸν ὑ­πη­ρε­σια­κό, ἐν ὀ­λί­γοις δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κό. Για­τί; Για­τὶ σὲ αὐ­τὴ τὴν φαν­τα­στι­κὴ ἐ­πι­νό­η­ση χρει­ά­ζε­ται νὰ δώ­σεις τὴ μέ­γι­στη δυ­να­τὴ ρε­α­λι­στι­κὴ ὑ­πό­στα­ση. Μιὰ ἀ­πό­δει­ξη σὲ αὐ­τὸ ποὺ λέ­ω εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι ζω­γρά­φοι τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ πάν­τα ζω­γρά­φι­ζαν χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μιὰ φόρ­μα πο­λὺ ἀ­κρι­βῆ, σχε­δὸν σχο­λα­στι­κή, σχε­δὸν τέ­λεια, σχε­δὸν φω­το­γρα­φι­κή. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα: ἀ­πὸ τὸν πα­λιὸ τοῦ ρο­μαν­τι­σμοῦ Γερ­μα­νὸ Γιό­χαν Χάινριχ Φίσλι, καὶ αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸν προ­η­γού­με­νο αἰ­ώ­να, γιὰ νὰ φτά­σου­με μέ­χρι τοὺς δι­κούς μας με­γά­λους ὑ­περ­ρε­α­λι­στές, πρῶ­τος με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων ὁ Τζόρ­τζιο Ντὲ Κί­ρι­κο, ποὺ ἐκ­φρά­ζει τὴ με­τα­φυ­σι­κή του μέ­σῳ μιᾶς ζω­γρα­φι­κῆς μὲ με­γά­λη ἀ­κρί­βεια, εἴ­τε ζω­γρα­φί­ζει τὶς πλα­τεῖ­ες τῆς Ἰ­τα­λί­ας, εἴ­τε ζω­γρα­φί­ζει κοῦ­κλες βι­τρί­νας, ἄ­λο­γα στὴ ὄ­χθη τῆς θά­λασ­σας, ἢ ἐ­κεῖ­να τὰ με­τα­φυ­σι­κὰ δω­μά­τια μὲ τὴ σο­φί­τα τους γε­μά­τη ἀ­πὸ πα­ρά­ξε­να καὶ ἑ­τε­ρό­κλι­τα ἀν­τι­κεί­με­να. To ἴ­διο καὶ οἱ ἄλ­λοι ὑ­περ­ρε­α­λι­στές: ὁ Μαγ­κρίτ, ὁ Μὰξ Ἔρ­νστ, —ὁ πι­ὸ ἀ­ξι­ό­λο­γος— ὁ Ντελ­βό, ἢ ὁ Ντα­λί – ἡ πρώ­ι­μη πε­ρί­ο­δος τοῦ Ντα­λί, ἐν­νο­εῖ­ται. Εἶ­ναι πράγ­μα­τα φτι­αγ­μέ­να μὲ με­γά­λη ἀ­κρί­βεια. Κι ὕ­στε­ρα ὅ­ταν οἱ ἴ­διοι ζω­γρά­φοι ἀρ­χί­ζουν νὰ ζω­γρα­φί­ζουν μὲ πιὸ ἐ­λεύ­θε­ρο τρό­πο, πιὸ κλα­σι­κό, ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ μα­γι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα δι­α­λύ­ε­ται ἐν­τε­λῶς. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ ὄ­ψι­μος Μὰξ Ἐρ­νστ, ποὺ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου δὲν ἀ­ξί­ζει πιὰ τί­πο­τα, ἄρ­χι­σε νὰ κά­νει πο­λὺ κομ­ψὰ καὶ ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να παι­χνί­δια εἰ­κο­νο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τὸ ποὺ κα­τά­φερ­νε νὰ πεῖ κά­πο­τε, τώ­ρα νὰ μὴν τὸ λέ­ει πιά. Τὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ χῶ­ρο. Γιὰ νὰ δώ­σεις μα­γι­κὴ δύ­να­μη στὰ πράγ­μα­τα καὶ στὰ πρό­σω­πα χρει­ά­ζε­ται νὰ τὰ πε­ρι­γρά­φεις μέ­χρι κε­ραί­ας, ποὺ λέ­νε… Ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ χῶ­ρο τὴν ἔ­χου­με στὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Πό­ε, ποὺ εἶ­ναι γραμ­μέ­να μὲ ἕ­να πο­λὺ ἁ­πλὸ τρό­πο, μὲ λε­πτο­με­ρεῖς καὶ ἀ­κρι­βεῖς πε­ρι­γρα­φές, ἔ­τσι ὥ­στε αὐ­τὲς οἱ πα­ρά­ξε­νες καὶ φαι­νο­με­νι­κὰ ἀν­τι­φα­τι­κὲς εἰ­κό­νες πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στὸν ἀ­να­γνώ­στη μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λε­πτο­μέ­ρεια. Ἕ­να ἀρ­νη­τι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα, ἀν­τί­θε­τα, εἶ­ναι αὐ­τὸ τοῦ Λάβ­κρα­φτ, ποὺ πολ­λοὶ κρι­τι­κοὶ τοῦ πλέ­κουν τώ­ρα τὸ ἐγ­κώ­μιο, ἀλ­λὰ ποὺ γιὰ μέ­να εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας δεύ­τε­ρης, ἂν ὄ­χι τρί­της, κα­τη­γο­ρί­ας. Ἔ­γρα­ψε δι­η­γή­μα­τα τρό­μου, υἱ­ο­θε­τών­τας συ­χνὰ ἕ­να γλωσ­σι­κὸ ἰ­δί­ω­μα συγ­κε­χυ­μέ­νο, ποὺ προ­κα­λεῖ τα­ρα­χή, ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ γλωσ­σι­κὸ ἰ­δί­ω­μα γιὰ νὰ δι­η­γη­θεῖ φαν­τα­στι­κὰ πράγ­μα­τα, κι ἔ­τσι τὰ πάν­τα κα­τα­στρέ­φον­ται.


Τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-05ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΛΕΤΕ [τοῦ εἶ­χα ἐ­πι­ση­μά­νει τὴν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὴ συ­νι­στώ­σα ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­με­ρι­κά­νι­κων δι­η­γη­μά­των ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας στὸ τέ­λος τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ΄50], εἶ­ναι μιὰ πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα δι­εύ­ρυν­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, δὲ δι­α­φω­νῶ, ποὺ πράγ­μα­τι ἔ­χει πο­λὺ ἐ­λα­στι­κὰ ὅ­ρια.

       Ὅ­λη ἡ φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­λο­γη, ἀ­κό­μα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ πραγ­μα­τεύ­ον­ται ἀ­πί­θα­νες κα­τα­στά­σεις, μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α, για­τὶ προ­τί­θεν­ται νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο ὅ­πως πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­ναι: ὄ­χι τό­σο γιὰ τὸν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο, ὅ­σο γιὰ τὸν αἰ­ώ­νιο ἄν­θρω­πο, ποὺ πι­στεύ­ω ὅ­τι στὴν οὐ­σί­α δὲν ἔ­χει ἀλ­λά­ξει κατ΄ ἐ­λά­χι­στον στὸ πέ­ρα­σμα τῶν αἰ­ώ­νων…

       Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι δὲν εἶ­μαι ἀ­να­γνώ­στης βι­βλί­ων ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας. Ἴ­σως τὸ λι­γό­τε­ρο ἀ­ξι­ό­λο­γο βι­βλί­ο ποὺ ἔ­χω γρά­ψει εἶ­ναι Τὸ τέ­λει­ο ἀν­τί­γρα­φο (Il grande ritratto): ἕ­να μη­χά­νη­μα (ποὺ ἔ­χει δι­ά­νοι­α καὶ αἴ­σθη­ση, ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος), δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν κα­τάλ­λη­λο χῶ­ρο ὅ­που κα­θο­ρί­στη­κε αὐ­τὸ ποὺ κοι­νῶς ὀ­νο­μά­ζου­με ψυ­χή. Καὶ τό­τε, σὲ αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νο ὀ­χυ­ρό, σὲ μιὰ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νη κοι­λά­δα τῶν Ἄλ­πε­ων, γεν­νι­έ­ται πραγ­μα­τι­κὰ ἕ­να ἀν­θρώ­πι­νο πλά­σμα μὲ ψυ­χὴ ἀ­λη­θι­νῆς γυ­ναί­κας. Ἐ­πει­δή, ὡ­στό­σο, βρί­σκε­ται φυ­λα­κι­σμέ­νη μέ­σα σὲ ἕ­να τε­ρα­τῶ­δες μη­χά­νη­μα, πα­ρα­φρο­νεῖ για­τὶ —ἀ­φοῦ ἔ­χει κε­φά­λι καὶ ψυ­χὴ γυ­ναί­κας, ὅ­πως τὴν ἔ­χουν κα­τα­σκευά­σει— θέ­λει νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὅ­πως οἱ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, καὶ για­υτὸ κά­νει τὰ πάν­τα γιὰ νὰ αὐ­το­κα­τα­στρα­φεῖ. Καὶ τὸ κα­τα­φέρ­νει: δὲν μπο­ρεῖ ἡ ἴ­δια, φυ­σι­κά, νὰ κα­τα­στρέ­ψει τὸν ἑ­αυ­τό της, ἀλ­λὰ κα­νο­νί­ζει νὰ τὴν κα­τα­στρέ­ψει κά­ποι­ος ἄλ­λος.

       Δὲν θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­μαι συγ­γρα­φέ­ας ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, ὡ­στό­σο Τὸ τέ­λει­ο ἀν­τί­γρα­φο θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας: ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α πα­λιοῦ στύλ, ἀλ­λὰ πάν­τως ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α. Κά­ποι­ος ποὺ δὲ θυ­μᾶ­μαι τὸ ὄ­νο­μά του ἐ­πέ­λε­ξε κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἀ­πὸ τὰ δι­η­γή­μα­τά μου, τὰ ὁποῖα κα­τὰ τὴ γνώ­μη του εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας ἢ του­λά­χι­στον τὴν προ­σεγ­γί­ζουν, ὅ­λα δι­η­γή­μα­τα φαν­τα­σί­ας ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται στὸ σύγ­χρο­νο τρό­πο ζω­ῆς: ὅ­πως τὸ «Ὁ ἱ­πτά­με­νος δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε» («Il disco si posό»), ἢ ὅ­πως τὸ «Κυ­νη­γοὶ γε­ρόν­των» («Cacciatori di vecchi») – ἐ­κεί­νη ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ κυ­νη­γοῦν ἕ­να μο­το­σι­κλε­τι­στή· ἢ ἐ­κεί­νη ἡ σει­ρὰ δι­η­γη­μά­των ποὺ ἦ­ταν στὸ Κο­λόμ­πρε (Colombre), «Τα­ξί­δι στὰ κο­λα­στή­ρια του αἰ­ώ­να» («Viaggio neg­li inferni del secolo»).


Ἡ ζω­γρα­φι­κή


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-06ΟΤΑΝ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ ἂν ζω­γρα­φί­ζω ἀ­πὸ χόμ­πι ἀ­παν­τῶ: ὄ­χι, δὲ ζω­γρα­φί­ζω ἀ­πὸ χόμ­πι· ὅ­ταν ζω­γρα­φί­ζω κά­νω ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια δου­λειὰ ποὺ κά­νω ὅ­ταν γρά­φω, κά­νω δη­λα­δὴ ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια δι­α­νο­η­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α, γιὰ νὰ μὴ τὴν ὀ­νο­μά­σου­με, ἀ­λα­ζο­νι­κά, καλ­λι­τε­χνι­κή. Μό­νο ποὺ στὴ μιὰ πε­ρί­πτω­ση ἐκ­φρά­ζο­μαι μὲ λέ­ξεις, ἐ­νῶ στὴν ἄλ­λη μὲ σχέ­δια καὶ χρῶ­μα.

       Ἁ­πλῶς, αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα τὸ ἔ­κα­να ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἤ­μουν παι­δί. Ἄρ­χι­σα νὰ σχε­διά­ζω καὶ νὰ ζω­γρα­φί­ζω πρὶν ἀρ­χί­σω νὰ γρά­φω, ἀλ­λὰ με­τὰ στὴν πρά­ξη… ἡ δου­λειὰ τοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ τοῦ δη­μο­σι­ο­γρά­φου ἔ­κα­ναν ἔ­τσι, ὥ­στε ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ ἀ­φο­σι­ω­θῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ συγ­γρα­φὴ πα­ρὰ στὴ ζω­γρα­φι­κή. Εἶ­ναι λο­γι­κὸ ποὺ στὴ συγ­γρα­φὴ ἀ­πέ­κτη­σα πεί­ρα μέ­σῳ τῆς δου­λειᾶς, πράγ­μα ποὺ στὴν ζω­γρα­φι­κὴ μοῦ λεί­πει ἤ, του­λά­χι­στον, εἶ­ναι ἀ­νε­παρ­κής. Στὸ σχέ­διο πι­στεύ­ω ὅ­τι τὰ κα­τα­φέρ­νω ἀρ­κε­τὰ κα­λά. Τὸ σχέ­διο εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ κεῖ­να τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δύ­σκο­λα μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ σοῦ μά­θει. Ὅ­σο καὶ νὰ με­λε­τή­σει κα­νεὶς σχέ­διο, ἂν δὲν ἔ­χει κλί­ση σ’ αὐτό, δὲν κα­τα­φέρ­νει νὰ κά­νει τί­πο­τα ἀ­πο­λύ­τως. Ἀν­τί­θε­τα, στὴ ζω­γρα­φι­κὴ ὑ­πάρ­χει μιὰ τε­χνι­κὴ ποὺ ἐ­μέ­να του­λά­χι­στον δὲ μοῦ τὴ δί­δα­ξε κα­νεὶς κι αὐ­τὸ τὸ λί­γο ποὺ κα­τα­φέρ­νω νὰ κά­νω, τὸ κα­τα­φέρ­νω μέ­σῳ τῆς πεί­ρας, τῶν δο­κι­μῶν, τῶν λα­θῶν, καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς, ποὺ ἔ­χω κά­νει μέ­χρι τώ­ρα. Ὡς ἐκ τού­του σὲ με­ρι­κοὺς πί­να­κές μου μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νεὶς κά­ποι­α ἀ­τολ­μί­α ἢ ἀ­πει­ρί­α ζω­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Μὰ στὴ δι­κιά μου πε­ρί­πτω­ση δὲν ἔ­χει καὶ με­γά­λη ση­μα­σί­α, για­τὶ ἡ οὐ­σί­α τῶν πι­νά­κων μου δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ κα­θαυ­τὴ ἡ ζω­γρα­φι­κή, ἀλ­λὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α, καὶ μπο­ρῶ κάλ­λι­στα νὰ κα­τορ­θώ­σω νὰ δι­η­γη­θῶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α πά­νω στὸν καμ­βά, πά­νω στὸ χαρ­τό­νι, ἀ­κό­μη καὶ πά­νω σὲ ἕ­να τρα­πέ­ζι, χω­ρὶς νὰ κά­νω ἐ­πί­δει­ξη τῶν χρω­μα­τι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των μου. Μό­νο καὶ μό­νο ὁ συν­δυα­σμὸς τοῦ ἄ­σπρου μὲ τὸ μαῦ­ρο μπο­ρεῖ νὰ δώ­σει ἕ­να ἀ­ξι­ό­λο­γο ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

       Αὐ­τὴ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τά μου —ἂν μπο­ρῶ νὰ τὸ πῶ ἔ­τσι—, αὐ­τὸ τὸ ἀ­σα­φὲς προ­σὸν τοῦ σχε­δια­στῆ, τὸ ἐκ­με­ταλ­λεύ­τη­κα γιὰ νὰ γρά­ψω ἕ­να βι­βλί­ο ποὺ ἀ­πὸ και­ρὸ σκε­φτό­μουν, δη­λα­δὴ ἕ­να ἀ­φή­γη­μα, ἕ­να μα­κρο­σκε­λὲς ἀ­φή­γη­μα φτι­αγ­μέ­νο μὲ εἰ­κό­νες. Τοῦ ἔ­δω­σα τὸν τί­τλο: Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο Ποί­η­μα, ἀ­κρι­βῶς για­τί ἡ λέ­ξη ποί­η­μα ἐρ­χό­ταν σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν ἀ­πο­δο­κι­μα­στέ­α λέ­ξη εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο, καὶ μοῦ φαι­νό­ταν ὡς τί­τλος πο­λὺ πνευ­μα­τώ­δης. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως τὸ δι­κό μου δὲν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τὸ κλα­σι­κὸ κό­μικ, ἀλ­λὰ ἕ­να κό­μικ μᾶλ­λον ἰ­δι­ό­μορ­φο, ἑ­τε­ρό­δο­ξο: κατ΄ ἀρ­χάς, ἐ­πει­δὴ σὲ κά­θε σε­λί­δα ὑ­πάρ­χει μό­νο μιὰ εἰ­κό­να —ἐ­κτὸς ἀ­πὸ λί­γες ἐ­ξαι­ρέ­σεις— καὶ ὕ­στε­ρα, ἐ­πει­δὴ χρη­σι­μο­ποι­ῶ στὸ ἐ­λά­χι­στο τὰ συν­νε­φά­κια τῶν δι­α­λό­γων ποὺ βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸ στό­μα τῶν ἡ­ρώ­ων. Ἐ­πι­πλέ­ον ὑ­πάρ­χουν λε­ζάν­τες γραμ­μέ­νες μέ­σα στὸ σχέ­διο. Ἐν τού­τοις, τὸ βι­βλί­ο αὐ­τό, ποὺ τὸ ὑ­πο­δέ­χτη­καν μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους —καὶ ἦ­ταν λο­γι­κὸ νὰ τὸ ὑ­πο­δε­χτοῦν ἔ­τσι—, πῆ­γε ἀρ­κε­τὰ κα­λά.


Ζω­γρα­φί­ζον­τας τοὺς Δο­λο­μί­τες


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-07ΤΑ ΒΟΥΝΑ τοῦ Μπάρ­ναμ­πο τῶν βου­νῶν δὲν τὰ ἔ­χω πο­τὲ ζω­γρα­φί­σει. Πι­στεύ­ω ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα πο­τὲ νὰ τὰ ζω­γρα­φί­σω. Ὅ­πως κα­νεὶς μέ­χρι τώ­ρα δὲ μπό­ρε­σε νὰ ζω­γρα­φί­σει τοὺς Δο­λο­μί­τες. Δὲν ξέ­ρω ἀ­κρι­βῶς γιὰ ποι­ό λό­γο, ἀλ­λὰ δὲν ὑ­πῆρ­ξε ζω­γρά­φος στὸν κό­σμο ποὺ νὰ κα­τά­φε­ρε νὰ ζω­γρα­φί­σει κα­λὰ τοὺς Δο­λο­μί­τες. Εἴ­τε για­τὶ πε­τύ­χαι­ναν τὸ χρῶ­μα, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τύγ­χα­ναν στὸ νὰ φτιά­ξουν τὴ δο­μὴ —ποὺ εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κή, ἀ­φοῦ ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ βου­νοῦ ὀ­φεί­λε­ται στὴ δο­μή του— εἴ­τε ὑ­πῆρ­χε ἡ δο­μὴ τοῦ σχε­δί­ου —ὅ­πως σὲ κεῖ­να τὰ ὡ­ραι­ό­τα­τα σχέ­δια τοῦ Ἄγ­γλου Κόμ­πτον τοῦ προ­η­γού­με­νου αἰ­ώ­να— ἀλ­λὰ δὲν ὑ­πῆρ­χε χρῶ­μα. Τώ­ρα τὸ χρῶ­μα ποὺ ἔ­χουν οἱ Δο­λο­μί­τες εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἰ­δι­αί­τε­ρο, δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρα­φεῖ μὲ λό­για καὶ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δύ­σκο­λο νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Αὐ­τὰ ποὺ ζω­γρα­φί­ζω ἐ­γὼ εἶ­ναι ἄλ­λου εἴ­δους βου­νὰ σὲ σχέ­ση μὲ κεῖ­να τοῦ Μπάρ­ναμ­πο… κι ὕ­στε­ρα ἐ­γὼ δὲ ζω­γρα­φί­ζω συ­χνὰ βου­νά: συ­νή­θως τὰ βου­νὰ ποὺ ζω­γρα­φί­ζω εἶ­ναι στὸ βά­θος τῆς εἰ­κό­νας, κά­πως μυ­στη­ρια­κά, καὶ δὲν ἔ­χουν κα­μιὰ ἀ­ξί­ω­ση νὰ θε­ω­ρη­θοῦν ρε­α­λι­στι­κά.

 

Ὁ ἐ­ρω­τι­σμός


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-08ΟΤΑΝ ΜΕ ΡΩΤΑΕΙ κα­νεὶς για­τί ὁ ἐ­ρω­τι­σμός, ὁ ἔ­ρω­τας, ἦρ­θε τό­σο ἀρ­γά, καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε τό­σο συ­χνὰ στὸ ἔρ­γο μου, πα­ρὰ μό­νο στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἕ­νας ἔ­ρω­τας (Un amore) καὶ εἰ­κα­στι­κὰ στὸ Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο Ποί­η­μα (Poema a Fumetti), δὲν ξέ­ρω νὰ ἀ­παν­τή­σω. Προ­φα­νῶς, δὲν εἶ­χα ἀ­πὸ πρὶν αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρέ­θι­σμα. Γιὰ ποι­ό λό­γο; Ποι­ός ξέ­ρει… Δὲ γνω­ρί­ζω· ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι δὲν τὸ ξέ­ρω. Εἶ­ναι προ­φα­νές, ὡ­στό­σο, ὅ­τι στὸ σχέ­διο τὸ ἐ­ρω­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ προ­βλη­θεῖ. Για­τί, τί εἶ­ναι αὐ­τὸ πού… κά­νω πάν­τα ἕ­να συλ­λο­γι­σμὸ: βλέ­πω ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς ζω­γρά­φους, τὴν πλει­ο­ψη­φί­α τῶν μον­τέρ­νων ζω­γρά­φων, ποὺ ἀ­πο­φεύ­γουν συ­στη­μα­τι­κὰ νὰ ζω­γρα­φί­ζουν ὡ­ραῖ­ες γυ­ναῖ­κες, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὶς γυ­μνές. Καὶ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι: τί προ­σπα­θεῖ νὰ κά­νει ἕ­νας ζω­γρά­φος: Ἕ­νας ζω­γρά­φος προ­σπα­θεῖ νὰ κά­νει ἕ­να πί­να­κα ποὺ θε­ω­ρη­τι­κὰ θὰ τοῦ ἄ­ρε­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἄλ­λους νὰ τὸν δεῖ κρε­μα­σμέ­νο στὸν τοῖ­χο. Κά­θε ζω­γρά­φος ἔ­χει μιὰ αὐ­τα­πά­τη: ἡ αὐ­τα­πά­τη κά­θε ζω­γρά­φου εἶ­ναι νὰ φτιά­ξει τὸν ὡ­ραι­ό­τε­ρο πί­να­κα στὸν κό­σμο. Ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ὡ­ραι­ό­τε­ρος πί­να­κας στὸν κό­σμο; Ὁ ὡ­ραι­ό­τε­ρος πί­να­κας στὸν κό­σμο εἶ­ναι ὁ πί­να­κας ποὺ ὁ ἴ­διος θὰ ἤ­θε­λε, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, νὰ θαυ­μά­ζει κρε­μα­σμέ­νο σ΄ἕ­να τοῖ­χο.Τώ­ρα ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι: τί εἶ­ναι αὐ­τὸ πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἀ­ρέ­σει ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα σὲ κά­ποι­ον νὰ βλέ­πει; Αὐ­τὸ πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἀ­ρέ­σει ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα σὲ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο νὰ βλέ­πει, εἶ­ναι μιὰ ὄ­μορ­φη καὶ νέ­α γυ­μνὴ γυ­ναί­κα. Πῶς ἐ­ξη­γεῖ­ται τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι σή­με­ρα κα­νεὶς δὲν ζω­γρα­φί­ζει νέ­ες καὶ ὡ­ραῖ­ες γυ­μνὲς γυ­ναῖ­κες; Ἔ­χω τὴ σο­βα­ρὴ ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι δὲν τὸ κά­νουν, για­τὶ τὸ νὰ ζω­γρα­φί­ζεις νέ­ες καὶ ὄ­μορ­φες γυ­μνὲς γυ­ναῖ­κες εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο. Εἶ­ναι πο­λὺ πιὸ δύ­σκο­λο νὰ ζω­γρα­φί­σει κα­νεὶς κα­λὰ ἕ­να γυ­ναι­κεῖ­ο γυ­μνὸ ἀ­πὸ τὸ νὰ κά­νει τέ­ρα­τα, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται σή­με­ρα.Τέ­ρα­τα ποὺ οὐρ­λιά­ζουν, κά­νουν φα­σα­ρί­α, σὲ ζα­λί­ζουν, σὲ βα­σα­νί­ζουν καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Εἶ­ναι ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φαι­νό­με­νο, για­τὶ στὸ πα­ρελ­θόν, ἀ­κό­μα καὶ στὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἀν­τι­με­ταρ­ρύθ­μι­σης, ποὺ εἶ­χε γε­μί­σει ὁ κό­σμος μὲ ἁ­γί­ους, Πα­να­γί­ες κι Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νους, οἱ ζω­γρά­φοι ἔ­κα­ναν κα­λὰ γυ­μνά, ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι; Ὄ­χι· σή­με­ρα κα­νεὶς δὲν τὸ κά­νει· μό­νο: τὰ πιὸ τρο­με­ρὰ τέ­ρα­τα, ἀν­θρώ­πους τε­ρα­τώ­δεις σὰν φαν­τά­σμα­τα, ποὺ φο­ρᾶ­νε τε­ρα­τό­μορ­φες μά­σκες· κα­νεὶς δὲν κά­νει πιὰ γυ­ναῖ­κες. Μό­νο σπά­νια, πο­λὺ σπά­νια. Προ­φα­νῶς κά­τι δὲν πά­ει κα­λά, κά­τι εἶ­ναι λά­θος…

       Γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με στὸ σχέ­διο, εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ εὐ­χά­ρι­στα θέ­μα­τα, γιὰ νὰ ἀ­σχο­λη­θεῖ κα­νείς, εἶ­ναι τὸ γυ­μνό. Ὡς ἐκ τού­του, ἡ ἀ­νά­δυ­ση τοῦ ἐ­ρω­τι­κοῦ στοι­χεί­ου­ στὸ βι­βλί­ο μου Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο Ποί­η­μα (Poema a fumetti), δι­και­ο­λο­γεῖ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἐ­ξη­γεῖ­ται κα­λύ­τε­ρα, σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­νη ἀ­νά­δυ­ση τοῦ ἐ­ρω­τι­κοῦ στοι­χεί­ου (eros) στὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό μου ἔρ­γο.

       Νω­ρί­τε­ρα δὲν εἶ­χες ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ αὐ­τό. Για­τί; Ἐν­τά­ξει! Δὲν ἦ­ταν ὅ­τι ἤ­μουν παν­τε­λῶς ἀ­νί­κα­νος νὰ τὸ κά­νω νω­ρί­τε­ρα. Ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­ζει για­τί, σὲ μιὰ δε­δο­μέ­νη στιγ­μή, γρά­φει κα­νεὶς αὐ­τὰ ποὺ τοῦ ἔρ­χον­ται νὰ γρά­ψει. Θὰ ἦ­ταν τὸ πιὸ ἠ­λί­θιο πράγ­μα στὸν κό­σμο ἂν ἔ­λε­γα: «μὰ πῶς, ἐ­γὼ δὲν ἀ­σχο­λοῦ­μαι μὲ τὸν ἔ­ρω­τα, ἂς γρά­ψω γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα…» Ἂν δὲν μοῦ ἐρ­χό­ταν νὰ γρά­ψω γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα, αὐ­τὸ πά­ει νὰ πεῖ πὼς δὲ μοῦ ἐρ­χό­ταν νὰ γρά­ψω γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα. Ἔ­τσι, σὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση, ποὺ προ­φα­νῶς οὔ­τε ὁ ἀ­να­γνώ­στης μπο­ρεῖ νὰ ἀ­παν­τή­σει, δὲν εἶ­μαι σὲ θέ­ση νὰ δώ­σω μιὰ ἀ­πάν­τη­ση.


Ἡ πί­στη


ΑΝΑΤΡΑΦΗΚΑ ὡς Κα­θο­λι­κός. Ἡ μά­να μου ἦ­ταν Κα­θο­λι­κή —ὄ­χι ἐ­πι­δει­κτι­κὰ κα­θο­λι­κή—, καὶ μᾶς με­γά­λω­σε —καὶ τὰ τέσ­σε­ρα ἀ­δέλ­φια— μὲ τὸν Κα­θο­λι­κὸ τρό­πο. Πάν­τως ἐ­γὼ δὲν πι­στεύ­ω στὸ Θε­ὸ οὔ­τε στὴ ζω­ὴ με­τὰ θά­να­τον. Εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα με­τὰ τὸ θά­να­το. Θὰ μοῦ πεῖ­τε: για­τί τό­τε γρά­φεις τό­σο συ­χνὰ γιὰ τὴν με­τὰ θά­να­τον ζω­ή; Για­τί κά­νεις φαν­τα­στι­κὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ ἔ­χουν νὰ κά­νουν μὲ τὴ ζω­ὴ με­τὰ θά­να­τον; Δυ­ὸ εἶ­ναι οἱ λό­γοι: κατ΄ ἀρ­χὰς για­τὶ θὰ ἤ­θε­λα νὰ ὑ­πάρ­χει με­τὰ θά­να­τον ζω­ή —γιὰ αὐ­τὸ καὶ στὰ γρα­πτά μου ὑ­πάρ­χει ἕ­να εἶ­δος πί­κρας, νο­σταλ­γί­ας, ἐ­πι­θυ­μί­ας γιὰ κά­τι ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει—, κι ὕ­στε­ρα για­τὶ πολ­λὲς φο­ρὲς —κι ὄ­χι μό­νο γιὰ μέ­να ἀλ­λὰ καὶ γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους συγ­γρα­φεῖς— ἡ με­τὰ θά­να­τον ζω­ὴ ἐ­πι­τρέ­πει κα­τα­στά­σεις ποὺ προ­ω­θοῦν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ τὴ δρά­ση, εἴ­τε ὡς γε­γο­νό­τα αὐ­τὰ κα­θαυ­τά εἴ­τε ὡς ἀλ­λη­γο­ρί­ες. Εἶ­ναι ἄλ­λοι ποὺ μὲ ρω­τοῦν: για­τί, τέ­λος πάν­των, μι­λᾶς συ­νέ­χεια γιὰ τὸ Θε­ό; Ὁ Θε­ὸς ἐ­δῶ, ὁ Θε­ὸς ἐ­κεῖ, οἱ ἅ­γιοι κλπ; Προ­φα­νῶς για­τὶ θὰ ἤ­θε­λα νὰ πι­στέ­ψω, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρῶ. Για­τὶ εἶ­ναι σα­φὲς πὼς ὅ­ταν ἔ­χει κα­νεὶς πραγ­μα­τι­κὴ πί­στη —ὄ­χι βέ­βαι­α τέ­τοι­ου εἴ­δους, ὥ­στε νὰ ζη­τά­ει ἀ­πὸ τὸν Ἅ­γιο Ἀν­τώ­νιο τῆς Παν­το­βας νὰ τοῦ βρεῖ τὸ πορ­το­φό­λι του—, ὅ­ταν ἔ­χει κα­νεὶς πραγ­μα­τι­κὴ πί­στη, ἔ­χει καὶ μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ δύ­να­μη νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὴ ζω­ή… δύ­να­μη ποὺ ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω.


[Αὐ­τὴ ἡ συ­νέν­τευ­ξη κα­τα­γρά­φη­κε τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 1971. Ὁ Ντί­νο Μπου­ζά­τι πέ­θα­νε λί­γο πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ τρεῖς μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, στὶς 23 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1972, σὲ μιὰ κλι­νι­κή του Μι­λά­νου.]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Corrado Farina: «Interviste Dino Buzzati» (Ὀκτώβριος 1971).

Κορ­ράν­το Φα­ρί­να (Corrado Farina) (Το­ρί­νο, 18 Μαρ­τί­ου 1939 – 11 Ιουλίου 2016). Σκη­νο­θέ­της, σε­να­ρι­ο­γρά­φος καὶ συγ­γρα­φέ­ας, ἄν­θρω­πος μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια. Δι­ηύ­θυ­νε τὸ Δι­ε­θνὲς Κέν­τρο Κι­νη­μα­το­γρά­φου (Cen­tro U­ni­ve­rsi­ta­rio Ci­ne­ma­to­gra­fi­co) καὶ με­τὰ δού­λε­ψε στὸ Στούν­τιο Τέ­στα (Stu­dio Te­sta), γρά­φον­τας καὶ σκη­νο­θε­τών­τας 500 Ca­ro­sel­li (ἐκ­πομ­πὲς στὴν ἰ­τα­λι­κὴ τη­λε­ό­ρα­ση ποὺ δι­α­φη­μί­ζουν προϊ­όν­τα μέ­σα ἀ­πὸ θε­α­τρι­κὰ σκὲτς καὶ μου­σι­κὰ δι­α­λείμ­μα­τα. Με­ρι­κὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ σκὲτς ποὺ σκη­νο­θέ­τη­σε ὁ Κορ­ράν­το Φα­ρί­να εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τa, ὅ­πως τὸ «Τrenino Saiwa»(1) καὶ τὸ «La pancia non c’è»(2). Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης δο­κί­μια γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο καὶ ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὰ κό­μικ. Τὸ 1969 ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Ρώ­μη καὶ ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ὡς σκη­νο­θέ­της. Μὲ τὴν ται­νί­α με­γά­λου μή­κους Ἄλ­λα­ξαν προ­σω­πο (Hanno cambiato faccia) κέρ­δι­σε τὸ 1971 τὸ βρα­βεῖ­ο τῆς Χρυ­σῆς Λε­ο­πάρ­δα­λης στὸ Δι­ε­θνὲς Φε­στι­βὰλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου ποὺ γί­νε­ται κά­θε χρό­νο στὸ Λο­κάρ­νο τῆς Ἐλ­βε­τί­ας (πρό­κει­ται γιὰ σα­τυ­ρι­κὴ ται­νί­α: ἡ σύγ­χρο­νη ἐκ­δο­χὴ τοῦ δρά­κου­λα στὴν κα­πι­τα­λι­στι­κὴ κοι­νω­νί­α). Ἀρ­γό­τε­ρα ξα­να­γύ­ρι­σε στὴν τη­λε­ό­ρα­ση, ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης 9 βι­βλί­α μὲ πρῶ­το τὸ Μιὰ θέ­ση στὸ σκο­τά­δι (Un posto al buio). Πρὶν ἀ­πὸ λί­γους μῆ­νες κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α του μὲ τί­τλο Μέ­σῳ τῆς ὀ­θό­νης.

(1) http://www.dailymotion.com/video/x1kv8c_trenino-saiwa-1-carosello-vafer-sai_news

(2) http://www.dailymotion.com/video/x1k0f5_sogno-e-risveglio-carosello-olio-sa_news

+

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.

12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-09

Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo): Ἡ κω­μι­κό­τη­τα, ἡ πα­ρω­δί­α, ἡ εἰ­ρω­νεί­α


11-buzzati-lardo-ikomikotita-mtf-apotaitalikap-fournarisl3354-eikona-01


Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo)


Ἡ κω­μι­κό­τη­τα, ἡ πα­ρω­δί­α, ἡ εἰ­ρω­νεί­α:

οἱ εὔ­θυ­μες ἀ­πο­χρώ­σεις στὸ ὕ­φος τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι

(Comico, parodia, ironia: i toni lieti di Dino Buzzati)


02-SigmaΕ ΜΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΚΕΨΗ ποὺ βρί­σκε­ται στὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό του —στὶς σε­λί­δες ποὺ γρά­φτη­καν τοὺς τε­λευ­ταί­ους μῆ­νες—, ὁ Μπου­τζά­τι γρά­φει:


Ἴ­σως, βέ­βαι­α, χρει­ά­ζε­ται ἕ­νας ξε­να­γὸς ποὺ θὰ μᾶς ὁ­δη­γεῖ στοὺς τό­πους τοῦ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμοῦ. Ἕ­να πνεῦ­μα: τὸ πνεῦ­μα τοῦ χρό­νου, ὄ­χι λυ­πη­μέ­νο, ἀν­τι­θέ­τως παι­χνι­δι­ά­ρι­κο, ἀ­λί­μο­νο ἂν δὲν ἀ­στει­ευ­ό­ταν. Ἢ ἕ­νας σκύ­λος. Γιὰ νὰ προ­ω­θη­θοῦν οἱ δι­ά­λο­γοι· ἢ, πιὸ ἁ­πλά, τὰ ἴ­δια τὰ πράγ­μα­τα θὰ μι­λοῦν. Ναί, ἴ­σως αὐ­τὴ ἡ λύ­ση εἶ­ναι ἡ κα­λύ­τε­ρη.(1)


Τὸ νὰ μι­λᾶ κα­νεὶς γιὰ ἀ­στεῖ­ο πνεῦ­μα ἢ γιὰ εὔ­θυ­μες ἀ­πο­χρώ­σεις, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να συγ­γρα­φέ­α ποὺ ἐ­θε­ω­ρεῖ­το πάν­τα πρό­τυ­πο τοῦ τρα­γι­κοῦ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ καλ­λι­τε­χνι­κοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ Νovecento, ἀ­κό­μα κι ἂν δώ­σει μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἑρ­μη­νεί­α, στὴν προ­σέγ­γι­σή του μὲ τὸ φαν­τα­στι­κό(2), εἶ­ναι κά­τι ποὺ ἴ­σως προ­κα­λεῖ ἀ­μη­χα­νί­α. Ὁ Μπου­τζά­τι πάν­τα ἦ­ταν ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας ἀ­ναμ­φί­βο­λα τρα­γι­κός: «Ἂν θέ­λει κα­νεὶς νὰ δεί­ξει πιὰ εἶ­ναι τὰ θε­με­λι­ώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ ἔρ­γου τοῦ Μπου­τζά­τι, δὲν μπο­ρεῖ νὰ μὴν ἀ­να­φερ­θεῖ στὸ πιὸ ἐμ­φα­νές, ποὺ εἶ­ναι ἡ τρα­γι­κή του πλευ­ρά.»(3) Δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ δι­α­φω­νή­σει: προ­φα­νῶς οἱ ἱ­στο­ρί­ες του ἔ­χουν συ­χνὰ τρα­γι­κὸ τέ­λος· οἱ ἥ­ρω­ες ἔ­χουν πάν­τα νὰ κά­νουν μὲ μιὰ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σα­φῶς δύ­σκο­λη καὶ ἀ­κα­τα­νό­η­τη.

       Ὑ­πάρ­χουν, ὡ­στό­σο, πολ­λὰ ση­μεῖ­α στὰ ἔρ­γα τοῦ Μπου­τζά­τι ποὺ κά­νουν τὸν ἀ­να­γνώ­στη του νὰ χα­μο­γε­λᾶ καί, κα­μιὰ φο­ρά, νὰ γε­λά­ει. Λὲς καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α λέ­ξη κα­θὼς καὶ ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ δι­α­πο­τί­ζει κά­θε του ἀ­φή­γη­μα νὰ προ­σπερ­νοῦν, νὰ βλέ­πουν πιὸ πέ­ρα, νὰ μὴν συμ­πί­πτουν που­θε­νὰ μὲ κεῖ­νον τὸν συ­νε­χῶς δυ­σά­ρε­στο ὁ­ρί­ζον­τα.

       Ὁ ἴ­διος ὁ Μπου­τζά­τι μι­λά­ει γιὰ αὐ­τὸ στὴν «Αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α»: ἕ­ναν δι­ά­λο­γο μὲ τὴν κρι­τι­κὸ Yves Panafieu, λί­γους μῆ­νες πρὶν πε­θά­νει —δη­μο­σι­εύ­τη­κε τὸ 1971 ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Mondadori— καὶ ποὺ εἶ­ναι «ὀ­ρυ­χεῖ­ο» πλη­ρο­φο­ρι­ῶν —κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, με­ρι­κὲς φο­ρές— γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη.(4) Στὴν ἐ­ρώ­τη­ση: «Στὰ παι­δι­κά σας χρό­νια ἤ­σα­στε ἐ­σω­στρε­φὴς ἢ ἐ­ξω­στρε­φής;», ὁ Μπου­τζά­τι ἀ­παν­τᾶ: «θά ΄λε­γα, μᾶλ­λον ἐ­ξω­στρε­φής… ἤ­μουν χα­ρού­με­νος. Δὲν ἤ­μουν κα­τσού­φης… Ἀν­τι­θέ­τως, ἤ­μουν, μᾶλ­λον, ὅ­λο ζων­τά­νια…»· κι ὅ­ταν ἡ Panafieu τὸν ρω­τᾶ: «Ὅ­ταν βρί­σκε­στε τώ­ρα μὲ παι­διά, τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ προ­σπα­θεῖ­τε νὰ τοὺς δώ­σε­τε ἢ νὰ τοὺς πεῖ­τε;», ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι: «Προ­σπα­θῶ νὰ τοὺς “προ­κα­λέ­σω­”, ὅ­πως λέ­με ἐ­δῶ στὸ Βέ­νε­το,­ νὰ τοὺς ἐμ­πνεύ­σω τὴ δι­ά­θε­ση γιὰ τὰ πιὸ φο­βε­ρὰ ἀ­στεῖ­α.» «Σοῦ ἀ­ρέ­σουν πο­λύ τα ἀ­στεῖ­α;» «Ναί, σί­γου­ρα στὰ σχο­λεῖ­α θά ΄πρε­πε τὸ ἀ­στεῖ­ο νὰ δι­δά­σκε­ται ὡς μά­θη­μα. Ὁ κό­σμος μας, τώ­ρα πιά, εἶ­ναι τό­σο στε­ρη­μέ­νος ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ψυ­χι­κὴ δι­ά­θε­ση!… Ἀρ­κεῖ τὸ ἀ­στεῖ­ο νὰ μὴν κά­νει κα­κὸ σὲ κα­νέ­ναν, ἐν­νο­εῖ­ται…»(5)

       Νὰ ἀ­στει­ευ­ό­μα­στε, λοι­πόν· ποὺ δὲ ση­μαί­νει ὅ­τι στε­ροῦ­με ἀ­πὸ τὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ σύμ­παν καὶ τὰ πράγ­μα­τα τὴ ση­μα­σί­α καὶ τὴ βα­ρύ­τη­τά τους. Ἀν­τι­θέ­τως, ἴ­σως, με­τα­ξύ του ἱ­λα­ροῦ τό­νου καὶ τὸ γοῦ­στο τοῦ εὐ­φη­μι­σμοῦ, ἡ λέ­ξη ἀ­στεῖ­ο γιὰ τὸν Μπου­τζά­τι νὰ εἶ­ναι σὰν ἕ­να ση­μά­δι ὅ­τι τὸ γε­γο­νὸς χρει­ά­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή, ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ λέ­ει εἶ­ναι πιὸ ἀ­λη­θι­νὸ ἀ­κό­μα· καὶ ὁ ἀ­να­γνώ­στης φτά­νει σὲ ἕνα σημαντικὸ ἐρώτημα:


Κα­τὰ ποι­ά ἔν­νοι­α ἡ τέ­χνη σοῦ κα­λυ­τε­ρεύ­ει τὴ ζω­ή;

       Μὲ χα­ρο­ποι­εῖ. Ὄ­χι… αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­κρι­βὴς λέ­ξη. Μὲ κά­νει νὰ ζῶ σ΄ἕ­να κό­σμο ὅ­που τὰ πά­ω κα­λά. Γιὰ μέ­να ἀ­νώ­τε­ρη εἶ­ναι ἡ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ μὲ συγ­κι­νεῖ, ἀλ­λὰ μὲ ἕ­ναν εὐ­γε­νι­κὸ τρό­πο, ὄ­χι μὲ γε­λοῖ­α μα­σκα­ρέ­μα­τα. Οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ σέ­βο­μαι πά­ρα πο­λὺ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ μὲ ἔ­χουν συγ­κι­νή­σει. Ὁ κύ­ριος σκο­πὸς τῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­ναι νὰ δί­νει χα­ρὰ στὸν ἀ­να­γνώ­στη.

Συ­νε­πῶς ἡ ἀν­τί­λη­ψη μιᾶς λο­γο­τε­χνί­ας μὲ ποι­κί­λες μορ­φές, ὅ­που κά­θε ἀ­να­γνώ­στης ἔ­χει τὸ δι­κό του τρό­πο νὰ βρί­σκει χα­ρὰ κι εὐ­χα­ρί­στη­ση;

       Πραγ­μα­τι­κά, ναί. Τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζω. Μὰ σὰν γε­νι­κὴ ἀρ­χή, ὡ­στό­σο, πρέ­πει κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου, νὰ δι­α­σκε­δά­ζει καί, ἐν­δε­χο­μέ­νως, νὰ συγ­κι­νεῖ.(6)


«Δὲν ὑ­πάρ­χει χει­ρό­τε­ρο πράγ­μα ἀ­πὸ τὰ νὰ σὲ παίρ­νουν στὰ σο­βα­ρά.»(7) Γιὰ τὸ «ἀ­στεῖ­ο» μι­λά­ει καὶ ὁ Indro Montanelli στὴν εἰ­σα­γω­γὴ τῆς πρώ­της ἔκ­δο­σης τοῦ βι­βλί­ου I Miracoli di Val Morel(8)· καὶ πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ δι­η­γή­μα­τά του προ­δι­α­θέ­τουν καὶ δι­α­τη­ροῦν ἕ­να χα­ρού­με­νο καὶ δι­α­σκε­δα­στι­κὸ τό­νο, ποὺ γιὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ λό­γο συγ­κι­νεῖ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. […]

       Τὸ ἀ­στεῖ­ο, ἡ εἰ­ρω­νεί­α, ἡ σά­τι­ρα, τὸ κω­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο: ὅ­λα εἶ­ναι ἐμ­μο­νὲς ποὺ δὲν ἀλ­λοι­ώ­νουν τὸ ὕ­φος. Ἀ­ξί­ζει, λοι­πόν, τὸν κό­πο νὰ δοῦ­με ποι­ές εἶ­ναι οἱ ἀ­πο­χρώ­σεις τοῦ ὕ­φους ποὺ προ­τι­μᾶ.

       «Σᾶς ἀ­ρέ­σει νὰ εἰ­ρω­νεύ­ε­στε;». «Ἄ!, θε­ω­ρη­τι­κὰ μι­λών­τας θά ΄θε­λα νὰ εἰ­ρω­νεύ­ο­μαι συ­νε­χῶς· καὶ στὶς κη­δεῖ­ες, ἂν ἦ­ταν δυ­να­τόν»(9): Ὁ Μπου­τζά­τι, ἀ­νά­με­σα στὶς ἀ­πο­χρώ­σεις τοῦ ὕ­φους του, δὲν ἔ­χει πο­τὲ ἐ­ξαι­ρέ­σει τὴν εἰ­ρω­νεί­α: ὁ­δη­γών­τας την σὲ πολ­λὲς ἀ­πὸ τὶς πι­θα­νὲς μορ­φές της.(10) Ἡ κρι­τι­κὴ τώ­ρα, ἐ­νι­σχυ­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς με­λέ­τες ποὺ ἀ­φο­ροῦν στὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τὸ ἀ­νά­στη­μά του καὶ μπο­ρεῖ, πλέ­ον, νὰ μι­λᾶ γιὰ τὴν «ἐ­λα­φριὰ» πλευ­ρά, τὴν ἱ­λα­ρή, χω­ρὶς ἄλ­λο τὴν κω­μι­κή, καί, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, πάν­τα τὴν εἰ­ρω­νι­κὴ στὸ γρά­ψι­μό του. Συμ­βι­ώ­νουν δί­πλα-δί­πλα ἡ τρα­γι­κό­τη­τα καὶ τὸ χι­οῦ­μορ, ἡ γο­η­τεί­α καὶ ἡ συγ­κί­νη­ση, τὸ δά­κρυ καὶ τὸ γέ­λιο, χω­ρὶς κα­νέ­να ἀπ΄αὐ­τὰ τὰ συ­στα­τι­κὰ νὰ ἐ­πι­κρα­τεῖ ἢ νὰ ὑ­πάρ­χει εἰς βά­ρος τοῦ ἄλ­λου.

       Πρέ­πει ὡ­στό­σο, νὰ λά­βου­με ὑπ΄ὄ­ψιν μας μιὰ θε­ώ­ρη­ση —ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νη μὲ πλά­γιο τρό­πο ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα κρι­τι­κὰ κεί­με­να τοῦ πα­ρελ­θόν­τος— ποὺ ἀν­τλεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, δη­λα­δὴ τῆς ἐ­πο­χῆς ποὺ ὁ Μπου­τζά­τι δη­μι­ούρ­γη­σε τὸ ἔρ­γο του· μιὰ θε­ώ­ρη­ση ποὺ ἀ­φο­ρᾶ στὴν ὑ­πο­ψί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἡ κρι­τι­κὴ τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ΄40, ΄50 καὶ ΄60 βλέ­πει τὴν χι­ου­μο­ρι­στι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, ἢ του­λά­χι­στον, ἐ­ὰν εἶ­ναι δό­κι­μος ὁ ὅ­ρος, τὴν «μὴ-σο­βα­ρὴ» λο­γο­τε­χνί­α(11): ἐ­ὰν ἡ λο­γο­τε­χνί­α σὲ κά­νει νὰ γε­λᾶς, τό­τε κα­τα­τάσ­σε­ται, ἀ­ναγ­κα­στι­κά, σὲ ἕ­να κα­τώ­τε­ρο εἶ­δος, λὲς καὶ ἡ «συγ­κί­νη­ση» τοῦ ἀ­να­γνώ­στη δὲν πε­ρι­έ­χει στὰ συ­στα­τι­κά της τὴν «δι­α­σκέ­δα­σή» του. Ἡ εἰ­ρω­νεί­α τοῦ Μπου­τζά­τι ἐ­κτο­νώ­νε­ται ἀ­βί­α­στα στὰ δι­η­γή­μα­τά του, στὶς ἐ­πι­φυλ­λί­δες του, στὰ θε­α­τρι­κά του· σὲ ἔρ­γα του, ἐν κα­τα­κλεί­δι, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν «κα­τώ­τε­ρα» καὶ πα­ρα­βαί­νουν τοὺς κα­νό­νες ποὺ τὸν κα­θι­έ­ρω­σαν ὡς συγ­γρα­φέ­α, ἐ­νῶ στὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, καὶ σὲ πολ­λὰ δι­η­γή­μα­τα, ἡ εἰ­ρω­νεί­α ἔ­χει δευ­τε­ρεύ­ον­τα ρό­λο. Μέ­νει, λοι­πόν, νὰ ἀ­πο­σα­φη­νί­σου­με ἂν αὐ­τὸ ποὺ θε­ω­ροῦ­με «κα­τώ­τε­ρο» —καὶ πιὸ ἐ­λεύ­θε­ρο στὺλ γρα­φῆς— ἐ­πέ­τρε­ψε στὸν συγ­γρα­φέ­α νὰ ἐ­κτο­νώ­σει τὴν κω­μι­κή του δύ­να­μη ἤ, ἀν­τι­θέ­τως, πε­ρι­ό­ρι­σε —ἀ­ναγ­κα­στι­κά— τὸ παι­χνι­δι­ά­ρι­κο πνεῦ­μα του, σὲ χώ­ρους ὅ­που ἡ κρι­τι­κὴ δὲν θὰ τὸ πρό­σε­χε – ἀ­φοῦ ἐ­πρό­κει­το γιὰ συλ­λο­γές, ἐ­σκεμ­μέ­να, λι­γό­τε­ρο ση­μαν­τι­κές. Σὰν νὰ λέ­με: ἡ θέ­ση τοῦ τρα­γι­κοῦ εἶ­ναι «ἀ­νώ­τε­ρη», ἐ­νῶ ἡ θέ­ση τοῦ κω­μι­κοῦ εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ συγ­κεν­τρώ­νει λι­γό­τε­ρους στο­χα­στές.

       Μιὰ πα­ρα­γω­γή, δη­λα­δή, δι­α­φο­ρε­τι­κή, ποὺ κα­τα­γρά­φει μὲ με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα λο­γο­τε­χνι­κὰ «παι­χνι­δί­σμα­τα», καὶ ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ τὴ βροῦ­με στὰ πιὸ «πε­ρι­φε­ρεια­κὰ» ἔρ­γα τοῦ Μπου­τζά­τι, σύμ­φω­να, του­λά­χι­στον, μὲ τὴν ἑ­δραι­ω­μέ­νη, ἐ­λά­χι­στα εὐ­νοϊ­­κὴ κρι­τι­κὴ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἡ Anna Pozzi γρά­φει:


Δι­α­βά­ζον­τας καὶ με­λε­τών­τας μὲ προ­σο­χὴ καὶ χω­ρὶς προ­κα­τα­λή­ψεις τὸ ἔρ­γο τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι, μπο­ροῦ­με νὰ υἱ­ο­θε­τή­σου­με μιὰ νέ­α ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ καὶ κρι­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση: Ὁ ἀ­φη­γη­τὴς-δη­μο­σι­ο­γρά­φος πα­ρα­τη­ρεῖ, ἐ­ρευ­νᾶ καὶ δι­η­γεῖ­ται τὶς ἐμ­πει­ρί­ες του ἀ­πὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χρη­σι­μο­ποι­ώντας τὴν εὔ­θυ­μη ἀ­να­τρο­πὴ τῆς πα­ρω­δί­ας. Γιὰ αὐ­τὴ τὴν δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ἀ­να­τρο­πὴ τῆς πα­ρω­δί­ας ἀ­παι­τεῖ­ται πρῶ­τα ἕ­να σύ­στη­μα ἀν­τί­λη­ψης τοῦ κό­σμου, ὥστε ἀ­κο­λού­θως νὰ τὸν ἀ­φη­γη­θεῖς μέ­σῳ τῆς γρα­φῆς, δη­λα­δὴ μὲ τὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἔ­τσι κα­τα­λή­γει κα­νεὶς στὴν με­τα­μόρ­φω­ση τῆς βα­θειᾶς συ­νεί­δη­σης τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ, ἀ­πο­κτών­τας τὸ πι­κρὸ χα­μό­γε­λο τῆς ὕ­παρ­ξης, τὸν πό­νο τῆς ζω­ῆς, τὴν ψυ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς αἰ­ώ­νιας ἀ­να­μο­νῆς, ποὺ ἀ­να­νε­ώ­νε­ται συ­νε­χῶς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν κα­τα­νό­η­ση τοῦ ἀ­να­πό­φευ­κτου τέ­λους: τοῦ θα­νά­του, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ συμ­φι­λι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή· ἀ­πὸ τὴν γέν­νη­ση(12).


Ὅ­μοι­α φαί­νε­ται νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ ἀ­νά­λυ­ση τοῦ Renzo Pavese: «Στὸν Μπου­τζά­τι ὑ­πάρ­χει τὸ εἰ­ρω­νι­κὸ πα­ρά­δο­ξο τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ ἤ, ἀλ­λι­ῶς, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ ἀ­πί­θα­νου ἐν­δε­δυ­μέ­νη τὴν εἰ­ρω­νεί­α, ἤ, ἂν θέ­λει κα­νείς, τὸ ἀ­πί­θα­νο τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ἐν­δε­δυ­μέ­νο τὴν εἰ­ρω­νεί­α.»(13) Πολ­λὲς εἶ­ναι οἱ ἀ­φη­γή­σεις ὅ­που φαί­νε­ται νὰ ἐ­πι­κρα­τεῖ τὸ εἰ­ρω­νι­κὸ ὕ­φος σὲ ὅ­λες του τὶς ἀ­πο­χρώ­σεις: ἡ δι­α­κρι­τι­κὴ εἰ­ρω­νεί­α με­ρι­κῶν δι­η­γη­μά­των ὅ­πως «Οἱ πει­ρα­σμοὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου» («Le tentazioni di Sant’Antonio»), συ­νυ­πάρ­χει μὲ τὴν καυ­στι­κὴ σά­τι­ρα ἄλ­λων ὅ­πως στὸ «Ὁ κρι­τι­κὸς τέ­χνης» («Il criticο d’arte») καὶ μὲ τὸ εἶ­δος ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με μαῦ­ρο χι­οῦ­μορ ὅ­πως στὸ «Κι ἂν εἶ­μαι χον­τρός, τί πει­ρά­ζει..» («Se sono grasso che male c’è»).

       Τε­λευ­ταῖα, ἡ κρι­τι­κὴ ποὺ ἀ­φο­ρᾶ τὸν Μπου­τζά­τι ἔ­δει­ξε κά­τι ση­μαν­τι­κό:

Ὁ Μπου­τζά­τι εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας ποὺ ἔ­χει ἐ­πί­γνω­ση τοῦ γλωσ­σι­κοῦ ἰ­δι­ώ­μα­τος ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιὰ νὰ ἐκ­φρα­στεῖ, κα­θὼς καὶ τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­κῶν συ­νε­πει­ῶν, ὅ­ταν δη­μι­ουρ­γεῖ κα­νεὶς λο­γο­τε­χνί­α: κι αὐ­τὸ πα­ρὰ τὴ θρυ­λι­κὴ λι­τό­τη­τα ποὺ τὸν χα­ρα­κτή­ρι­ζε, τὸν ἔ­βλα­ψαν κά­ποι­οι κρι­τι­κοὶ ποὺ ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ παίρ­νουν κα­τὰ γράμ­μα τὶς προ­κλη­τι­κὲς δη­λώ­σεις του. Ὅ­μως, δὲν εἶ­ναι ὁ βα­ρε­τὸς τε­χνί­της τῶν χι­λί­ων ὁ­μοί­ων ἱ­στο­ρι­ῶν ποὺ ὑ­πα­κού­ει συ­νε­χῶς στὰ ἴ­δια στοι­χει­ώ­δη κα­τα­σκευ­α­στι­κὰ μο­τί­βα, ἀλ­λὰ ἕ­νας ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νος πει­ρα­μα­τι­στὴς τῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς φόρ­μας, καὶ γε­νι­κό­τε­ρα μιᾶς ἐκ­φρα­στι­κῆς «ὑ­βρι­δι­κῆς» φόρ­μας ποὺ στέ­κει στὸ ὅ­ριο ἀ­νά­με­σα στὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ τὶς εἰ­κα­στι­κὲς τέ­χνες.(14)


Δὲν εἶ­ναι μό­νο στὴν «Αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α» ὅ­που μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα καὶ τὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς συγ­γένειες τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι. Ἀ­πὸ τὸ 1947 μέ­χρι τὸ 1971, ὁ Μπου­τζά­τι ἔ­γρα­φε, ἐ­πί­σης, κρι­τι­κὲς γιὰ βι­βλία(15). […] Ἀρ­νι­ό­ταν, ὡ­στό­σο, κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ τὸν τί­τλο τοῦ «κρι­τι­κοῦ». […] Τὰ βι­βλί­α αὐ­τὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ εἶ­ναι βι­βλί­α σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πρό­σφα­τη ἱ­στο­ρί­α, τὸν πό­λε­μο, βι­βλία ποὺ μι­λοῦ­σαν γιὰ τὸν ἀλ­πι­νι­σμό —δε­δο­μέ­νης τῆς ἄ­με­σης ἐμ­πει­ρί­ας του καὶ ἐ­πει­δὴ ἤ­ξε­ρε κα­λὰ τὰ ἀν­τι­κεί­με­νο—, τὰ ζῶ­α —ἰ­δι­αί­τε­ρά τα σκυ­λιά, ποὺ ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὸ πά­θος γιὰ ἐ­κεῖ­νον(16)—, ἀ­κό­μα καὶ βι­βλί­α γιὰ ἑ­στι­α­τό­ρια καὶ ἀ­ξι­ο­θέ­α­τα τῆς πό­λης τοῦ Μι­λά­νου.

       Ὑ­πάρ­χει ἕ­να χρο­νο­γρά­φη­μα-βι­βλι­ο­κρι­σί­α, ὡ­στό­σο, ποὺ εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κό. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να χρο­νο­γρά­φη­μα ὑ­πὸ μορ­φὴν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος, ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ μιὰ ἀνθολογία ἡ ὁποία ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Garzanti τὸ Δε­κέμ­βριο τοῦ 1959 κι εἶ­χε τί­τλο: «Εὐ­θυ­μο­γρά­φοι τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ Novecento». Ἡ βι­βλι­ο­κρι­σί­α ἢ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἢ χρο­νο­γρά­φη­μα, ἔ­χει τί­τλο: «Ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α καὶ ἕ­νας, ἐν­δε­χο­μέ­νως, γέ­λω­τες».(17)

       Γρά­φει ὁ Μπου­τζά­τι:


Δι­ά­βα­ζα τρί­α βρά­δια ἕ­να πο­λὺ ὀγ­κῶ­δες βι­βλί­ο μὲ τί­τλο: «Εὐ­θυ­μο­γρά­φοι τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ Novecento», ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πὸ τὸν Garzanti. Τρί­α βρά­δια καὶ δὲν τό ΄χα τε­λει­ώ­σει, ἂν καὶ εἶ­χα δι­α­βά­σει τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος, πα­ρα­λεί­πον­τας με­ρι­κὰ ση­μεῖ­α. Κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο ἤ­μουν πο­λὺ ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος. Πραγ­μα­τι­κά, δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο πράγ­μα νὰ βρεῖ κα­νεὶς ἕ­να τό­σο δι­α­σκε­δα­στι­κὸ βι­βλί­ο. Σκε­πτό­μουν νὰ μι­λή­σω γι’ αὐ­τὸ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα.

       Τὸ τρί­το βρά­δυ, μᾶλ­λον βα­θιὰ νύ­χτα ἤ­τα­νε πα­ρὰ βρά­δυ —δύ­ο καὶ μι­σή, τρεῖς πα­ρὰ τέ­ταρ­το—, ση­κώ­νω τὰ μά­τια ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο καί, στὴ σκιὰ τοῦ δω­μα­τί­ου —για­τί ὅ­λο το φῶς ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νο στὸ κρε­βά­τι μου—, βλέ­πω ἕ­να πλῆ­θος ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους.

       Πό­σοι νά ΄τα­νε; Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κα­τα­λά­βω […]. Με­ρι­κοὶ ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νοι, ἄλ­λοι στέ­κον­ταν ὄρ­θιοι, ἄλ­λοι σταυ­ρο­πό­δι στὸ πά­τω­μα κι ἄλ­λοι εἶ­χαν κά­τσει στὰ ψη­λό­τε­ρα ρά­φια τῶν βι­βλι­ο­θη­κῶν.Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἦ­ταν ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α ἀ­κρι­βῶς, ἀ­νά­με­σά τους καὶ μιὰ γυ­ναί­κα. Με­ρι­κοὶ ἦ­ταν γέ­ροι, ἀλ­λὰ στὴν πλει­ο­νό­τη­τά τους ἦ­ταν ὥ­ρι­μης ἡ­λι­κί­ας, εὐ­πρε­πῶς ντυ­μέ­νοι. Με­ρι­κοὶ εἶ­χαν γε­νειά­δα, ἄλ­λοι μου­στά­κια καὶ φο­ροῦ­σαν ροῦ­χα μιᾶς ἄλ­λης ἐ­πο­χῆς.

       Δύ­ο καὶ μι­σὴ με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα, ἐκ­πλή­ξεις σὰν κι αὐ­τὴ δὲν μοῦ κά­νουν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση, του­λά­χι­στον σὲ μέ­να· μοῦ ἔ­χουν συμ­βεῖ καὶ χει­ρό­τε­ρα. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν, βέ­βαι­α, ποι­οί ἦ­ταν καὶ τί θέ­λα­νε ἀ­πὸ μέ­να. Ἀ­να­σή­κω­σα τὸ ἀμ­πα­ζοὺρ γιὰ νὰ φω­τί­σω τὰ πρό­σω­πά τους κι ἀ­μέ­σως κα­τά­λα­βα.

       Εἶ­χαν βγεῖ, ἁ­πλῶς, ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο: οἱ ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α εὐ­θυ­μο­γρά­φοι τῆς πε­ρι­ό­δου τοῦ Novecento, ποὺ πε­ρι­εῖ­χε ἡ ἀνθολογία —μὲ τὸν ἀ­νά­ξιο ὑ­πο­γρά­φον­τα ἦ­ταν ἐ­νε­νήν­τα. […] Πρῶ­τα ἀ­να­γνώ­ρι­σα τὸν Campanile, ποὺ μὲ κάρ­φω­νε, πραγ­μα­τι­κά, μὲ μά­τια ἀ­γα­θὰ καὶ με­λαγ­χο­λι­κά, με­τὰ εἶ­δα τὸν Petrolini, τὸν Marotta, τὸν Calvino, τὸν Guareschi, τὸν Mosca, τὸν Ζavattini· φυ­σι­κὸ εἶ­ναι ποὺ εἶ­δα πρῶ­τα τοὺς συν­το­πί­τες μου.


Στὴ συ­νέ­χεια αὐ­τῆς τῆς τα­ραγ­μέ­νης νύ­χτας, ὅ­λοι οἱ εὐ­θυ­μο­γρά­φοι κά­νουν τὴν ἴ­δια ἐ­ρώ­τη­ση στὸ χρο­νο­γρά­φο: «Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι σκο­πεύ­ε­τε νὰ κά­νε­τε κρι­τι­κὴ στὸ βι­βλί­ο;» Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι κα­τα­φα­τι­κὴ καὶ ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­ρώ­τη­ση: «Λοι­πόν, τε­λι­κά, σᾶς δι­α­σκε­δά­σα­με;» Τε­λι­κὰ ἀ­κό­μη καὶ οἱ εὐ­θυ­μο­γρά­φοι βα­σα­νί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γω­νί­α τοῦ συγ­γρα­φέ­α…


Συγ­χω­ρέ­στε με, εἶ­πα. Μὰ ἐ­γώ […] σκε­πτό­μουν ὅ­τι ἐ­σεῖς, οἱ δι­ά­ση­μοι πρίγ­κι­πες τοῦ παγ­κό­σμιου εὐ­θυ­μο­γρα­φή­μα­τος, εἶ­στε οἱ με­γα­λύ­τε­ροι θε­μα­το­φύ­λα­κες τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ χι­οῦ­μορ —τῆς ἱ­κα­νό­τη­τας, δη­λα­δή, νὰ μὴν παίρ­νε­τε στὰ σο­βα­ρὰ οὔ­τε τοὺς ἴ­διους τοὺς ἑ­αυ­τούς σας— ποὺ εἶ­ναι μιὰ ἀ­πὸ τὶς πιὸ εὐ­γε­νεῖς ἐκ­φάν­σεις, ἡ πιὸ εὐ­γε­νής, ὑ­πο­θέ­τω, τῆς ἀν­θρώ­πι­νης νο­η­μο­σύ­νης.

       «Ἄ, ὄ­χι, ἀ­γα­πη­τέ μου κύ­ρι­ε. Ἐ­πέ­κρι­να ἕ­ναν τύ­πο, μᾶλ­λον συμ­πα­θη­τι­κό, ποὺ λί­γο πο­λὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ὁ Jerome K. Jerome. Ἄλ­λο τὸ γρα­πτὸ κι ἄλ­λο ἡ ζω­ή. Ἐ­πι­πλέ­ον, κύ­ρι­ε, μοῦ φαί­νε­σθαι ἐλ­λι­πῶς πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος. Γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ χι­οῦ­μορ στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ πρα­κτι­κὴ μπο­ρεῖ­τε νὰ ρω­τή­σε­τε τοὺς πο­λι­τι­κούς, τοὺς ἐ­πι­σκό­πους, τοὺς καλ­λι­γρά­φους, τοὺς χα­σά­πη­δες. Νὰ τὸ ἀ­παι­τεῖ­τε ἀ­πὸ μᾶς, ποὺ τὸ ρί­χνου­με ξα­νὰ στὸ χαρ­τί, πά­ει πο­λύ.»

       «Ξε­χά­στε το», εἶ­πα καὶ σώ­πα­σα.

       Ἀ­κό­μα κι ἐ­κεῖ­νοι, λοι­πόν; Οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ πνεύ­μα­τος, ποὺ γρά­φον­τας, κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο ὑ­πε­ρί­πταν­ται, πε­ρι­γε­λών­τας τὴν ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἀ­κό­μα κι αὐ­τοί, ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νὸς ἀ­πα­τη­λοῦ ὀ­νεί­ρου γιὰ μιὰ βι­βλι­ο­κρι­σί­α στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα, εἶ­χαν θο­ρυ­βη­θεῖ, τόσο ποὺ εἴ­χα­νε βγεῖ ἀ­πὸ τὸν τά­φο τους;


Οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἀν­θο­λο­γή­θη­καν τε­λι­κὰ στὴν ἔκ­δο­ση εἶ­ναι ἐ­νε­νήν­τα, για­τὶ ὁ ἐ­πι­με­λη­τὴς τῆς ἔκ­δο­σης, Giambattista Vicari, συμ­πε­ρι­έ­λα­βε καὶ τὸν με­γά­λο τρα­γι­κὸ Ντί­νο Μπου­τζά­τι, θε­ω­ρών­τας ὅ­τι ὁ συγ­γρα­φέ­ας στὴ βι­βλι­ο­κρι­σί­α του ἀ­ξί­ω­νε, κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο, νὰ πα­ρευ­ρί­σκε­ται κι αὐ­τὸς στὴν «πα­ρέ­α» τῶν εὐ­θυ­μο­γρά­φων: ὁ Μπου­τζά­τι πα­ρα­δε­χό­ταν τὴν «συ­στρά­τευ­σή του μὲ τὸ γέ­λιο», ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν θὰ ἔ­κα­νε ἀ­πὸ μό­νος του κά­τι πα­ρό­μοι­ο, θε­ω­ρών­τας το ὡς «αὐ­τὸ-βι­βλι­ο­κρι­σί­α» (Ἡ βι­βλι­ο­κρι­σί­α ἔ­χει τί­τλο: «Ὀ­γδόν­τα ἐν­νέ­α καὶ ἕ­νας, ἐν­δε­χο­μέ­νως, γέ­λω­τες»). Στὸν Μπου­τζά­τι, λοι­πόν, ἐν­δε­χο­μέ­νως, ἀ­ρέ­σει νὰ κά­νει τοὺς ἄλ­λους νὰ γε­λᾶ­νε. Οἱ σύγ­χρο­νοί του εὐ­θυ­μο­γρά­φοι ἀ­πο­δί­δουν στὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό του ἔρ­γο ἕ­να τέ­τοι­ο ἐν­δε­χό­με­νο. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἡ εἰ­ρω­νεί­α εἶ­ναι σί­γου­ρα ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τό­νους ποὺ δι­α­πο­τί­ζει ὅ­λα του τὰ ἔρ­γα. «Ἕ­να πνεῦ­μα παι­χνι­δι­ά­ρι­κο, ἀλ­λοί­μο­νο ἂν δὲν ἀ­στει­ευ­ό­ταν.»

       Ἀλ­λὰ τὸ χι­οῦ­μορ τοῦ Μπου­τζά­τι ἔ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­να­φο­ρές, ποὺ ἐν­δε­χο­μέ­νως εἶ­ναι ἐ­λά­χι­στα ἰ­τα­λι­κές, ὅ­πως ὁ ἴ­διος δη­λώ­νει στὴν «Αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α»:


Ἂν σὲ ρω­τοῦ­σα νὰ μοῦ πεῖς τί θε­ω­ρεῖς —κα­τὰ τὴ γνώ­μη σου— κω­μι­κό, τί θὰ ἀ­παν­τοῦ­σες; Θά ΄λε­γες ὅ­τι εἶ­ναι ὅ,τι σὲ κά­νει νὰ γε­λᾶς. Βλέ­πεις, στὴν Ἰ­τα­λί­α ἂν κά­ποι­ος ἀ­νέ­βει στὴ θε­α­τρι­κὴ σκη­νὴ καὶ πεῖ τὴ λέ­ξη «κῶ­λος», ὁ κό­σμος θὰ ἀρ­χί­σει νὰ γε­λά­ει. Ὅ­λη ἡ ἰ­τα­λι­κὴ κω­μι­κό­τη­τα κα­τὰ κα­νό­να δὲν ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὸ χι­οῦ­μορ, ἔ­χει νὰ κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὴ φάρ­σα καὶ τὴν εὐ­χα­ρί­στη­ση ποὺ παίρ­νεις ὅ­ταν βλέ­πεις κά­ποι­ον νὰ ἐ­ξευ­τε­λί­ζε­ται. Ἂν κλο­τσή­σουν κά­ποι­ον στὰ πι­σι­νά, στὴν Ἰ­τα­λί­α ὁ κό­σμος γε­λά­ει.

Προ­σω­πι­κά, αἰ­σθά­νε­σαι τὸ ἀν­τί­θε­το;

       Χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λί­α, τὸ δι­κό μου χι­οῦ­μορ μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ ἐγ­γλέ­ζι­κο χι­οῦ­μορ, ποὺ ἐ­γὼ τὸ θε­ω­ρῶ τὸ κα­λύ­τε­ρο.


Δη­λα­δή, μό­νο οἱ Ἐγ­γλέ­ζοι; Ὁ Jerome, ὁ Chesterton, ὁ Wodehouse, ὁ Carroll καὶ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι Ἐγ­γλέ­ζοι χι­ου­μο­ρί­στες συγ­γρα­φεῖς δὲν λεί­πουν ἀπὸ τὴν βι­βλι­ο­κρι­σί­α τοῦ βι­βλί­ου τοῦ Garzanti γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται λό­γος. Μὰ εἴ­μα­στε σί­γου­ροι ὅ­τι ἡ κω­μι­κό­τη­τα καὶ τὸ ἰ­τα­λι­κὸ χι­οῦ­μορ πρέ­πει νὰ ἐ­ξαι­ρε­θοῦν ἀ­πὸ τὸν ὁ­ρί­ζον­τά μας, ὡς πα­ρα­γε­μι­σμέ­νο πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ χυ­δαι­ό­τη­τα καὶ εὐ­φυ­ο­λο­γή­μα­τα; […]

       Ἀ­να­φο­ρὲς στοὺς Ἰ­τα­λοὺς χι­ου­μο­ρί­στες, ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὑ­πάρ­χουν πολ­λές. Ἂς πά­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ θε­α­τρι­κό του Ἦρ­θε μιὰ νέ­α… (U­na ra­gaz­za ar­ri­vò…), γραμ­μέ­νο γιὰ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κεί­με­νά του ποὺ δὲν ὑ­πα­κοῦ­νε στὸ «πρό­τυ­πο Μπου­τζά­τι», ὅ­πως μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μέ­χρι τώ­ρα. Με­τα­δό­θη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, ποὺ ἦ­ταν μό­νο τὸ RAI, στὶς 28 Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 1959, μὲ μου­σι­κὴ τοῦ Gino Negri, Τὸ Ἦρ­θε μιὰ νέ­α… εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Λε­ο­νέλ­λα Ντο­μι­νέν­το, μιᾶς φι­λό­δο­ξης κο­πέ­λας «ἡτ­τη­μέ­νης ἀ­πὸ τὸν ἔ­ρω­τα».

       Ἡ πρώ­τη σκη­νὴ δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται σὲ ἕ­να κά­στρο, κά­που στὸ μέλ­λον, ὅ­που ἕ­νας ξε­να­γὸς δεί­χνει στοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες με­ρι­κὲς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὲς συ­νή­θει­ες τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να – με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων καὶ οἱ κοι­νω­νι­κὲς βαθ­μί­δες τῶν ἀν­θρώ­πων της, ποὺ στὸ ἔρ­γο συμ­βο­λί­ζον­ται μὲ μιὰ σκά­λα μέ­σα στὸ κά­στρο. Με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων, ἡ προ­σο­χὴ ἐ­πι­κεν­τρώ­νε­ται στὴν κο­πέ­λα, ἀ­σκη­μού­λα, ἀ­πὸ σε­μνὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἱ­κα­νό­τα­τη στὶς σπου­δές της, πού, ἐν τού­τοις, σι­γὰ-σι­γά, κα­τα­βάλ­λον­τας με­γά­λη προ­σπά­θεια, γί­νε­ται πα­νέ­μορ­φη, ὕ­στε­ρα σο­πρά­νο στὸ θέ­α­τρο τῆς Ὄ­πε­ρας καὶ με­τὰ κά­τι σὰν ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη βα­σί­λισ­σα τοῦ κό­σμου, τὴν ὁποία θαυ­μά­ζουν καὶ οἱ πιὸ ἰ­σχυ­ροί… Ἀλ­λά, ἡ Λε­ο­νέλ­λα ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν τα­πει­νὸ λο­γι­στή, τὸν παν­τρεύ­ε­ται, γί­νε­ται μιὰ ὑ­πέ­ρο­χη μη­τέ­ρα καὶ περ­νά­ει τὴ ζω­ή της στὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἑ­στί­α, ὄ­μορ­φα κι εὐ­τυ­χι­σμέ­να. Ἡ κό­ρη τῆς Λε­ο­νέλ­λας εἶ­ναι κι αὐ­τὴ ἄ­σκη­μη, ἱ­κα­νό­τα­τη στὶς σπου­δές της καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­ας τῆς νε­α­ρῆς ποὺ φτά­νει στὴν ἀ­νώ­τα­τη κοι­νω­νι­κὴ βαθ­μί­δα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται.

       Τὸ ἔρ­γο εἶ­ναι πο­λὺ δι­α­σκε­δα­στι­κό, ἐν­τε­λῶς θε­τι­κό, καθὼς με­τα­βαί­νει ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νι­κὴ πα­ρω­δί­α —ἄλ­λο ἕ­να πρω­τεῦ­ον θέ­μα τοῦ εἴ­ρω­να Μπου­τζά­τι— […] στὴν ἁπλῆ κω­μι­κό­τη­τα χω­ρὶς νὰ γε­λοι­ο­ποι­εῖ, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς στὴν ἀρ­χή του:


Η ΕΝΡΙΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΞΕΝΑΓΟΥ: Ἀ­πὸ δῶ, πα­ρα­κα­λῶ, Κυ­ρί­ες καὶ Κύ­ριοι, προ­σο­χὴ στὸ σκα­λο­πά­τι ποὺ λεί­πει. Ὄ­πα! (Θό­ρυ­βος ἀ­πὸ πα­τή­μα­τα). Σὲ κά­θε πέν­τε σκα­λο­πά­τια λεί­πει τὸ ἕ­να: ἔ­χει ἀ­πο­δει­χθεῖ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά.

ΦΩΝΗ ΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ ΤΟΥΡΙΣΤΑ: Μὰ ἐ­δῶ μέ­σα εἶ­ναι τὸ ἀ­πό­λυ­το σκο­τά­δι […].Δὲν φαί­νε­ται τί­πο­τα.

ΞΕΝΑΓΟΣ: Κά­θε πέν­τε σκα­λιὰ λεί­πει ἕ­να. Εἶ­ναι ὑ­πο­λο­γι­σμέ­να. Γιὰ νὰ μὴν κου­τρου­βα­λή­σε­τε, ἂς με­τρᾶ­με ὅ­λοι μα­ζί.

ΧΟΡΟΣ: (Κρα­τών­τας τὸ ρυθ­μὸ μὲ τὰ βή­μα­τα): Σὲ κά­θε πέν­τε σκα­λιά, δη­λα­δὴ στὴν προ­τε­λευ­ταί­α συλ­λα­βὴ τοῦ στί­χου, πη­δᾶ­με. ὉΓεροντοκόρηΚόζιμο εἶχε ἕ­ναν ὑ­πέ­ρο­χο σά-­κο.

ΑΝΤΡΑΣ: Στα­μα­τῆ­στε ὅ­λοι.

ΞΕΝΑΓΟΣ: Τί τρέ­χει;

ΑΝΤΡΑΣ: Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ συ­νε­χί­σου­με ἔ­τσι, ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ο λά­θος. Ὁ Κό­ζι­μο, προ­φα­νῶς, ἦ­ταν ἄ­γα­μος κι ὄ­χι γε­ρον­το­κό­ρη.

Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ: Ἠ­λί­θι­ε, Γε­ρον­το­κό­ρη εἶ­ναι τὸ ἐ­πώ­νυ­μο.

ΣΑΡΚΑΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ: Τί νού­με­ρο ποὺ εἶ­ναι αὐ­τός! τί νού­με­ρο!

Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Συγ­χω­ρῆ­στέ τον, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πέ­θα­νε τὸ κα­να­ρί­νι ὁ σύ­ζυ­γός μου πά­σχει ἀ­πὸ κα­τά­θλι­ψη.

ΕΝΑΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: (Δεί­χνει ζω­η­ρὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον) Πό­τε συ­νέ­βη, Κυ­ρί­α, τὸ δυ­σά­ρε­στο γε­γο­νός;

Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Ἐ­δῶ καὶ δώ­δε­κα χρό­νια, ἀλ­λὰ ὁ σύ­ζυ­γός μου εἶ­ναι ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος.


Ἡ χα­ρού­με­νη δι­ά­θε­ση, ἢ κα­λύ­τε­ρα ἡ κω­μι­κή, εἶ­ναι τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ στοι­χεῖ­ο ἀ­πὸ ἀ­πο­σπά­σμα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα ποὺ ὀ­λι­σθαί­νουν στὸ γέ­λιο, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ γί­νον­ται ἄ­κομ­ψα καὶ χυ­δαῖ­α. Τὸ δι­α­κρι­τι­κὸ γνώ­ρι­σμα στὸ χι­οῦ­μορ τοῦ Μπου­τζά­τι —πιὸ συ­χνὸ ἀπ΄ ὅ,­τι θὰ πε­ρί­με­νε κα­νεὶς ἀ­πὸ ἕ­να με­γά­λο «τρα­γι­κό», ἀ­κρι­βῶς ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ μυ­στι­κό—, φαί­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἡ αὐ­ξο­μει­ού­με­νη κύ­μαν­ση τοῦ κω­μι­κοῦ στοι­χεί­ου: ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­λο­γο στὴν πα­ρω­δί­α, ἀ­πὸ τὴν κα­λο­προ­αί­ρε­τη εἰ­ρω­νεί­α στὸν πι­κρὸ σαρ­κα­σμὸ ἐ­ναν­τί­ων με­ρι­κῶν κοι­νω­νι­κῶν ὁ­μά­δων καὶ προ­σώ­πων ποὺ ἀ­νή­κουν πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τῆς δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας.(18)

       Ἡ κω­μι­κό­τη­τα τοῦ Μπου­τζά­τι ἔρ­χε­ται μὲ πλά­γιους τρό­πους: προ­τι­μᾶ τὶς χο­ρω­δια­κὲς σκη­νές (Ὁ ξε­να­γὸς καὶ οἱ του­ρί­στες), τὸν γρή­γο­ρο δι­ά­λο­γο, τὰ λο­γο­παί­γνια, καὶ λέ­ξεις ποὺ τὸ νό­η­μά τους δη­μι­ουρ­γεῖ τὸ γέ­λιο. (Γε­ρον­το­κό­ρης εἶ­ναι τὸ ἐ­πί­θε­το)[…]


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Ἀ­να­φέ­ρει ἡ Lucia Bellaspiga στὸ δο­κί­μιό της: Dio che non esisti, Ti prego [Θε­ὲ ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χεις, Σὲ πα­ρα­κα­λῶ], Ancora, Milano 2006, σελ. 182.
(2) Ση­μει­ώ­νει ἡ Antonia Arslan: «Ἀ­νά­με­σα στὴν ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ βά­θους, προ­σθέ­στε μιὰ δι­ά­στα­ση στὸν κό­σμο ποὺ ξε­ρου­με” (Antonia Arslan, Dino Buzzati tra fantastico e realistico [Ὁ Ντί­νο Μπου­τζά­τι με­τα­ξὺ φαν­τα­στι­κοῦ καὶ πραγ­μα­τι­κοῦ], Modena, Mucchi 1993).
(3) Annalisa Carbone, Φαν­τα­στι­κὲς ἀ­πο­κλί­σεις τοῦ τρα­γι­κοῦ, στὸ «Ὅ­λα εἶ­ναι ἄ­ξια γέ­λιου». Declinazioni del tragico nella letteratura italiana tra ottocento e Novecento [Ἀ­πο­κλί­σεις τοῦ τρα­γι­κοῦ στὴν ἰ­τα­λι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α τοῦ Δέ­κα­του ἔ­να­του καὶ Εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να], ἐ­πι­μέ­λεια An­to­nio Saccone,Liguori, Νά­πο­λη 2012, σελ. 116
(4) Yves Panafeu, Dino Buzzati: un autoritratto [Ντί­νο Μπου­τζά­τι: μιὰ αὐ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­α], Mondadori, Milano 1971.
(5) Yves Panafeu, σελ. 69.
(6) Yves Panafeu, σελ. 207.
(7) Yves Panafeu, σελ. 209.
(8) «Εἶ­χε τὴν πρό­θε­ση νὰ φτιά­ξει ἕ­να ἄλ­μπουμ μὲ ἀ­στεῖ­α, καὶ ἀν­τὶ γιὰ αὐ­τὸ ἔ­γρα­ψε μὲ τὸ πι­νέ­λο τὸ πιὸ ὄ­μορ­φο ποί­η­μά του. Ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι ἤ­θε­λε νὰ κά­νει ἕ­να ἀ­στεῖ­ο, ἀλ­λὰ ἀν­τι­θέ­τως, εἶ­ναι ἀ­πὸ τὰ μα­γι­κά του δι­η­γή­μα­τα» (στὸ Dino Buzzati, I miracoli di Val Morel [Στὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι, Τὰ θαύ­μα­τα τῆς Val morel], Mondadori, Milano 2012, σελ. 5).
(9) Yves Panafeu, op. cit, σελ. 69.
(10) Ἐ­πὶ τού­του, μιὰ ὑ­πό­θε­ση: ὁ ἀ­φη­γη­τὴς στὰ Θαύ­μα­τα εἶ­ναι κά­ποι­ος ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Toni Della Santa. Κι ἄν, ὁ Μπου­τζά­τι, μὲ τὴν προ­τί­μη­σή του γιὰ τὸ πα­ρά­δο­ξο εἶ­χε δώ­σει στὸ ὄ­νο­μα δι­πλὸ νό­η­μα; Ἂν ἦ­ταν «ἦ­χοι τῆς Ἁ­γί­ας», κυ­ρι­ο­λε­κτών­τας;
(11) «Ἦ­ταν τό­τε ποὺ ἔ­πει­σα τὸν ἑ­αυ­τό μου ὅ­τι ὑ­πο­φέ­ρω ἀ­πὸ μιὰ μορ­φὴ ψυ­χι­κοῦ πα­λιμ­παι­δι­σμοῦ. Μοῦ πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ἕ­να εἶ­δος δι­χα­σμοῦ τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας, σχε­δὸν σχι­ζο­φρε­νι­κῆς. Ὡς ἐ­πι­με­λὴς μα­θη­τευ­ό­με­νος, στὸ ξε­κί­νη­μα τῆς ἀ­κα­δη­μαϊ­κῆς μου κα­ρι­έ­ρας, ὄ­φει­λα νὰ ἀ­σχο­λοῦ­μαι μὲ συγ­γρα­φεῖς καὶ ἔρ­γα δεί­χνον­τας τὸν ἀ­παι­τού­με­νο σε­βα­σμό. Ἀν­τι­θέ­τως, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν νὰ μοῦ ἀ­ρέ­σουν τὰ εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να, τὰ χι­ου­μο­ρι­στι­κὰ βι­βλί­α, τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα πε­ρι­πέ­τειας. Ἕ­να εἶ­δος μο­να­χι­κῆς καὶ κα­κῆς συ­νή­θειας.» (Vittorio Spinazzola, Limmaginazione divertente [Ἡ φαν­τα­σί­α ποὺ σὲ δι­α­σκε­δά­ζει], Rizzoli, Milano 1995, σελ. 12)
(12) Anna Pozzi, Il divertito sovvertimento parodico di Dino Buzzati: «Il libro delle Pipe» e «Egregio signore, siamo spiacenti di…» [ δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ­να­τρο­πὴ τῆς πα­ρω­δί­ας τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι: «Τὸ βι­βλί­ο γιὰ τὶς πί­πες» καὶ «­ξι­ό­τι­με κύ­ρι­ε, με­τὰ λύ­πης μας…»], στὸ Si­ne­ste­si­e­on­line, n.10, Δε­κέμ­βρης 2014,
http://www.rivistasinestesie.it/sinestesieonline.html
(13) Renzo Pavese, Il bozzetto ironico di Dino Buzzati, στὸ AA. VV., La forma breve nella cultura del Novecento – Scritture ironiche [Τὸ εἰ­ρω­νι­κὸ σκί­τσο τοῦ Ντί­νο Μπου­τζά­τι, στὸ AA. VV., Ἡ σύν­το­μη φόρ­μα στὴν κουλ­τού­ρα τοῦ Νο­βε­τσέν­το – Εἰ­ρω­νι­κὰ κεί­με­να], Edizioni Scientifiche italiane, Napoli 2000, σελ. 170.
(14) Stefano Lazzarin, Il Buzzati “secondo”. Saggio sui fattori di letterarieta nel­l’o­pe­ra buzzatiana [Μπου­τζά­τι ὁ “ἐ­λάσ­σων”. Δο­κί­μιο σχε­τι­κὰ μὲ τοὺς λο­γο­τε­χνι­κοὺς πα­ρά­γον­τες στὸ ἔρ­γο τοῦ Μπου­τζά­τι], Vecchiarelli, Manziana 2008, σελ. 7.
(15) Cfr Giulio Carnazzi, Ὁ κρι­τι­κὸς Μπου­τζά­τι: δι­α­βά­ζον­τας τὰ βι­βλί­α τῶν ἄλ­λων, στὸ Buzzati giornalista Atti del Convegno internazionale [Ὁ Δη­μο­σι­ο­γρά­φος Μπου­τζά­τι. Πρα­κτι­κ το δι­ε­θνοῦς Συ­νε­δρί­ου], ἐ­πι­μέ­λεια Nella Giannetto, Mon­da­do­ri, Milano 2000, σελ. 261.
(16) Ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ αὐ­τό: ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ ἦ­ταν ἕ­νας πα­θι­α­σμέ­νος ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῶν δι­και­ω­μά­των τῶν ζώ­ων (ἕ­νας φι­λό­ζω­ος ante litteram) μα­ζὶ μὲ τὸν Gu­gliel­mo Bo­nuz­zi, ἠ­θο­λό­γο καὶ συγ­γρα­φέ­α ποὺ ξε­κί­νη­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ καμ­πά­νια ὑ­πὲρ τῶν δι­και­ω­μά­των τῶν ζώ­ων.
(17) Στὴν Corriere della Sera, 23 Δε­κεμ­βρί­ου 1959.
(18) Ὅ­πως στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ ἀ­κα­τα­μά­χη­του δι­η­γή­μα­τος «Il cri­ti­co d’ar­te» [«Ὁ κρι­τι­κὸς τέ­χνης»], πο­λὺ ἐ­κτε­νὲς γιὰ νὰ τὸ ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­δῶ.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Τὸ ἀ­πό­σπα­σμα εἶ­ναι ἀ­πὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Μπου­τζά­τι ποὺ ἔ­κα­νε τὸ ἰ­τα­λόγραπτο βραζιλιάνικο λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Μosaico Italiano τὸν Φε­βρουά­ριο τοῦ 2016. (Speciale Buz­za­ti, 2, a cura di Antonio R. Daniele, Mosaico Italiano, Anno XIII, no 145, Febbraio 2016.)

Κριστιάνα Λάρντο (Cristiana Lardo). Κα­θη­γή­τρια Ἰ­τα­λι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Tor Vergata στὴ Ρώ­μη.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ κύ­μα­τος…


10-buzzati-stinkoryfitoukymatos-mtf-apotaitalikap-fournarisl1125-eikona-01


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)


Στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ κύ­μα­τος,

ἢ στὸν κο­λο­φώ­να τῆς δό­ξας

(Sulla cresta dell’ onda)


12-EpsilonΙΜΑΙ ὁ δι­ευ­θυν­τὴς ὀρ­χή­στρας τοῦ μου­σι­κοῦ συ­νό­λου ποὺ κά­νει τοὺς πα­νη­γυ­ρι­σμοὺς στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ κύ­μα­τος.

       Εἴ­μα­στε τριά­ντα δύ­ο ἄν­θρω­ποι καὶ στε­κό­μα­στε πά­νω σ΄ἕ­να εἶ­δος μι­κρῆς σχε­δί­ας ποὺ σκαμ­πα­νε­βά­ζει ἰ­σορ­ρο­πών­τας πά­νω στὴν ὑ­δά­τι­νη κο­ρυ­φή· δὲν ὑ­πάρ­χει, ὅ­μως, κίν­δυ­νος νὰ γλι­στρή­σου­με καὶ νὰ πέ­σου­με ἀ­πὸ τὴν μιὰ ἢ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, για­τὶ εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ θε­οῦ.

       Ὅ­ταν παί­ζου­με, εἴ­μα­στε μοι­ρα­σμέ­νοι στὰ τέσ­σε­ρα ἄ­κρα τῆς σχε­δί­ας, μὲ τὸ πρό­σω­πο πρὸς τὰ ἔ­ξω, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ἀ­κού­ει ὅ­λος ὁ κό­σμος. Στὸ κέν­τρο ὑ­ψώ­νε­ται μιὰ ξύ­λι­νη κα­τα­σκευ­ὴ ποὺ μᾶς χρη­σι­μεύ­ει γιὰ κα­τοι­κί­α. Πά­νω στὴ στέ­γη ὑ­πάρ­χει ἕ­να μπαλ­κό­νι ἀπ΄ὅ­που δι­ευ­θύ­νω. Οἱ μου­σι­κοί, ἂν καὶ ἔ­χουν τὶς πλά­τες τους στραμ­μέ­νες πρὸς ἐ­μέ­να, ἀ­κο­λου­θοῦν τὶς ὁ­δη­γί­ες μου μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ τους.

       Πα­ρό­μοι­α μου­σι­κὰ σύ­νο­λα ὑ­πάρ­χουν χι­λιά­δες, ἴ­σως δε­κά­δες χι­λιά­δες, για­τί τὸ κύ­μα ἁ­πλώ­νε­ται μέ­χρι ἐ­κεῖ ποὺ φτά­νει τὸ μά­τι, σὲ ὅ­λα τα μή­κη καὶ πλά­τη τῆς γῆς, ἀ­κό­μη καὶ μέ­χρι τὶς πιὸ ἄ­θλι­ες χῶ­ρες: ἀ­κό­μα κι ἐ­κεῖ, ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι λί­γο πιὸ φτω­χοί, γυ­ναῖ­κες λί­γο πιὸ ἄ­σχη­μες, κυ­νη­γοὶ λί­γο πιὸ ἄ­τυ­χοι, ἡ κο­ρυ­φὴ τοῦ κύ­μα­τος ἀ­φο­ρᾶ καὶ σὲ αὐ­τούς.

       Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ θέ­ση ποὺ δὲν λὲς ὅ­τι εἶ­σαι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος, ἂν πα­ρα­δε­χτοῦ­με ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει εὐ­τυ­χί­α, εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ θέ­ση ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη, θέ­ση ἐ­ξου­σί­ας, πλού­του καὶ δό­ξας.

       Ἀ­πὸ ψη­λά, ἀ­πὸ τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ κύ­μα­τος ξε­χω­ρί­ζου­με κα­θα­ρὰ καὶ τὶς δυ­ό του πλευ­ρές: ἐ­κεί­νη ποὺ ἀ­νε­βαί­νει εἶ­ναι λεί­α ἀλ­λὰ ἀ­πό­το­μη – ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κομ­μά­τι της· ἐ­κεί­νη, ἀν­τί­θε­τα, ποὺ κα­τε­βαί­νει, εἶ­ναι τρα­χιὰ καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη: ἄλ­λο­τε κι­νεῖ­ται μα­ζὶ μὲ τὸ κύ­μα, ἄλ­λο­τε γκρε­μί­ζε­ται ἐν­τε­λῶς κά­θε­τα κι ἄλ­λο­τε σπά­ει καὶ θρυμ­μα­τί­ζε­ται σὲ ἀ­φρώ­δεις καὶ κα­τα­στρο­φι­κὲς δί­νες.

       Κι ἐ­γώ, ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ος καὶ σπού­δα­ζα στὸ ὠ­δεῖ­ο, ὀ­νει­ρευ­ό­μουν νὰ φτά­σω ἐ­κεῖ πά­νω νι­κη­τής, δι­ά­ση­μος, ἕ­νας νέ­ος Το­σκα­νί­νι, πιὸ φη­μι­σμέ­νος ἀ­κό­μα. Με­τά, ἡ ζω­ή. Τώ­ρα πιά, ἀ­πὸ τὰ σα­ράν­τα μου ποὺ μοῦ προ­σφέρ­θη­κε αὐ­τὴ ἡ θέ­ση, εἶ­μαι συμ­βι­βα­σμέ­νος μὲ τὴν με­τρι­ό­τη­τά μου. Τώ­ρα εἶ­μαι ἑ­ξήν­τα τρι­ῶν. Καὶ νὰ ξέ­ρα­τε τί ἔ­χω δεῖ! Καὶ τὸ κύ­μα προ­χω­ρᾶ, προ­χω­ρᾶ ἀ­πὸ τὰ χρό­νια τῶν πρώ­των Φα­ρα­ώ, πο­τὲ δὲν στα­μά­τη­σε, πο­τὲ δὲν θὰ στα­μα­τή­σει, ἡ ἐ­πέ­λα­σή του εἶ­ναι τρο­με­ρή· ὅ­ταν στυ­λώ­νου­με τὰ μά­τια μας στὸ νε­ρὸ ποὺ κυ­λά­ει ἀ­πὸ κά­τω, μᾶς πιά­νει ἴ­λιγ­γος καὶ φό­βος.

       Πρὶν δε­χτῶ τὴ θέ­ση, πί­στευ­α ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γιὰ μιὰ εὐ­χά­ρι­στη καὶ λαμ­πρὴ δου­λειά, πάν­τα σ΄ἐ­πα­φὴ μὲ τὶς δι­α­ση­μό­τη­τες καὶ τοὺς με­γά­λους τῆς γῆς.

       Ἀν­τι­θέ­τως, εἶ­ναι μιὰ κου­ρα­στι­κὴ δου­λειά, για­τί ζοῦ­με, βέ­βαι­α, μέ­σα στὸ φῶς τῆς δό­ξας, ἀλ­λὰ μό­νο ὡς ὑ­πη­ρέ­τες· κι ἔ­πει­τα, ὅ­σα συμ­βαί­νουν κά­τω ἀπ΄τὰ μά­τια μας, ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ ὣς τὸ βρά­δυ, κα­θὼς παι­α­νί­ζου­με τὰ θρι­αμ­βι­κὰ ἐμ­βα­τή­ρια, τὰ ὡ­σαν­νά, τοὺς χαι­ρε­τι­σμοὺς καὶ τὶς δο­ξο­λο­γί­ες, μᾶς πο­νᾶ­νε καὶ μᾶς ρα­γί­ζουν τὴν καρ­διά.

       Βλέ­που­με ἐ­κεῖ κά­τω, ὅ­που το κύ­μα ἀρ­χί­ζει νὰ ὑ­ψώ­νε­ται, τὸ ἀ­τε­λεί­ω­το, ἄ­μορ­φο πλῆ­θος. Ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πό­στα­σης μοιά­ζει μὲ μιὰ σκο­τει­νὴ συ­νά­θροι­ση ποὺ χά­νε­ται στὸν μα­κρι­νὸ ὁ­ρί­ζον­τα. Μὰ ἀπ΄ τὸ ἀ­ξε­δι­ά­λυ­το πλῆ­θος ξε­χω­ρί­ζουν συ­νε­χῶς οἱ ἐν­θου­σι­α­σμέ­νοι, ἢ οἱ ὀ­νει­ρο­πό­λοι, ἢ ἁ­πλῶς οἱ τυ­χε­ροί· καὶ ξε­κι­νοῦν τὴν ἀ­νά­βα­ση.

       Νέ­οι, ἀ­τρό­μη­τοι, μὲ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια, φαί­νε­ται νὰ προ­χω­ροῦν στὴν ἄ­κρη τοῦ νε­ροῦ καὶ νὰ ρί­χνον­ται πρὸς τὰ πά­νω. Γρή­γο­ρα κερ­δί­ζουν ἔ­δα­φος, ἤ­δη μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­κρί­νου­με τὰ πρό­σω­πά τους. Περ­πα­τοῦν μὲ κό­πο τεν­τώ­νον­τας τὰ χέ­ρια, φω­νά­ζον­τας, τρα­γου­δών­τας. Ὅ­μως, ξαφ­νι­κά, τοὺς κό­βε­ται ἡ φό­ρα, τρε­κλί­ζουν, στα­μα­τοῦν, δι­στά­ζουν· τὸ κύ­μα —κα­νεὶς δὲν ξέ­ρει πῶς— ἔ­χει στα­μα­τή­σει νὰ τοὺς πα­ρα­σύ­ρει.

       Εἶ­ναι μιὰ σύν­το­μη κρί­ση, ἐν­νο­εῖ­ται, μιὰ ἀ­ναγ­καί­α παύ­ση γιὰ νὰ πά­ρεις ἀ­νά­σα, με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να τέ­τοι­ον ἀ­νή­φο­ρο· σὲ λί­γο θὰ γί­νει ἡ τε­λι­κὴ προ­σπά­θεια. Μὰ τὰ νε­ρὰ συ­νε­χί­ζουν νὰ κυ­λοῦν ὁρ­μη­τι­κὰ ἀ­πὸ κά­τω τους, ἔ­τσι ποὺ χέ­ρια καὶ πό­δια δὲν μπο­ροῦν νὰ πια­στοῦν ἀ­πὸ που­θε­νά. Τοὺς βλέ­που­με, λοι­πόν, ἐ­κεῖ κά­τω, ποὺ μᾶς κοι­τοῦν τα­ραγ­μέ­νοι: κά­ποι­οι ζη­τοῦν βο­ή­θεια, γιὰ νὰ τοὺς πε­τά­ξου­με ἕ­να σκοι­νί, ἄλ­λοι μᾶς ρί­χνουν τσάν­τες γε­μά­τες μὲ χρυ­σὲς λί­ρες, γιὰ νὰ τοὺς παι­α­νί­σου­με ἕ­να ὡ­ραῖ­ο ἐμ­βα­τή­ριο, ὥ­στε νὰ τὸ μά­θουν οἱ συγ­γε­νεῖς καὶ οἱ φί­λοι τους, λὲς καὶ ἔ­φτα­σαν, πράγ­μα­τι, στὴν κο­ρυ­φή.

       Μὰ καὶ τὰ δυ­ὸ αὐ­τὰ πράγ­μα­τα ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται αὐ­στη­ρῶς, κι ἐ­γὼ δὲν θέ­λω νὰ χά­σω τὴ δου­λειά μου. Κλεί­νου­με, λοι­πόν, τ΄ αὐ­τιά μας στὶς ἀ­πελ­πι­σμέ­νες ἐ­πι­κλή­σεις καὶ τοὺς ξα­να­ρί­χνου­με τὶς τσάν­τες μὲ τὸ χρυ­σά­φι.

       Καὶ νὰ πού, σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­να­πνο­ῆς ἀ­πὸ τὴν κο­ρυ­φή, οἱ δυ­στυ­χεῖς δὲν ἀν­τέ­χουν ἄλ­λο, τὸ ρεῦ­μα ποὺ λί­γο πρὶν τοὺς πα­ρέ­συ­ρε πρὸς τὰ πά­νω, με­τα­τρέ­πε­ται σὲ μιὰ ὀ­λι­σθη­ρὴ τσου­λή­θρα ποὺ τοὺς ρου­φᾶ στὴν τά­φρο τῆς ἥτ­τας τους. Κα­η­μέ­νοι νέ­οι, δὲν ἔ­χουν ἀ­πὸ ποῦ νὰ πια­στοῦν, ὑ­πο­χω­ροῦν: ὅ­λο καὶ πιὸ κά­τω, μὲ ὅ­λο καὶ με­γα­λύ­τε­ρη τα­χύ­τη­τα, γκρε­μί­ζον­ται, σφα­δά­ζουν, με­τα­μορ­φώ­νον­ται, τὰ γε­ρά­κια σὲ ἀ­ρου­ραί­ους, οἱ νε­ρά­ι­δες σὲ καμ­ποῦ­ρες μά­γισ­σες, ὅ­λο καὶ πιὸ μα­κρυ­ά, γί­νον­ται θρύ­ψα­λα, χά­νον­ται ὁ­ρι­στι­κά, τοὺς κα­τα­πί­νει ξα­νὰ τὸ ἐ­ξα­θλι­ω­μέ­νο πλῆ­θος.

       Ὅ­μως, κα­μιὰ φο­ρά, κά­ποι­ος ἔ­χει τὴν τύ­χη μὲ τὸ μέ­ρος του, καὶ τὸν κά­νει νὰ ξε­πε­ρά­σει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ἐμ­πό­διο. Ἔ­τσι, τὸν βλέ­που­με ποὺ ξε­πε­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ φρύ­δι τοῦ κύ­μα­τος, μὲ τὸ πρό­σω­πό του νὰ συ­σπᾶ­ται σ΄ ἕ­να πα­ρά­ξε­νο χα­μό­γε­λο. Νά ΄τος, νά ΄τη ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά μας, στὸν κο­λο­φώ­να τῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν του: μιὰ με­γα­λο­φυ­ΐ­α, ἕ­νας καλ­λι­τέ­χνης, ἕ­νας ἐ­πι­στή­μο­νας, ἕ­νας τρα­πε­ζί­της, ἕ­νας με­γα­λό­πνο­ος πο­λι­τι­κός, ἕ­νας ἡ­γέ­της, ἕ­νας βι­ο­μή­χα­νος, ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας, ἕ­νας ἠ­θο­ποι­ός, μιὰ στάρ, μιὰ δι­σε­κα­τομ­μυ­ρι­οῦ­χος, μιὰ βα­σί­λισ­σα. Τόκ, τόκ, τὸ σι­νιά­λο τῆς μπαγ­κέ­τας μου ποὺ ὑ­ψώ­νε­ται: ὁ πρῶ­τος ἐ­ξαί­σιος ἦ­χος τῆς σάλ­πιγ­γας.

       Ἡ δό­ξα; Ἡ δύ­να­μη; Οἱ πα­ρε­λά­σεις στὸ Μπρόν­τγουα­ιη; Ὁ ἔ­ρω­τας τῶν ὄ­μορ­φων κο­ρι­τσι­ῶν; Εἶ­ναι νέ­οι, ἔ­χουν ὅ­λη τὴ ζω­ὴ μπρο­στά τους, τί μα­κρὺ τα­ξί­δι χω­ρὶς ὅ­ριο, ἀ­νά­με­σα στὰ χει­ρο­κρο­τή­μα­τα, τὰ λου­λού­δια, τὰ φῶ­τα, τὰ φι­λιά, τὰ με­γα­λεῖ­α, τὰ ὡ­ραῖ­α μας σαλ­πί­σμα­τα. Κοι­τᾶ­νε γύ­ρω τους θρι­αμ­βευ­τι­κά, τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νουν, λα­τρεύ­ον­ται, θε­ω­ροῦν­ται θε­οί.

       Ἕ­να γλί­στρη­μα, μιὰ ἀ­νε­παί­σθη­τη κί­νη­ση, ἕ­νας μυι­κὸς σπα­σμός. Κα­λὰ-κα­λὰ δὲν ἔ­χουν φτά­σει στὴν κο­ρυ­φή. Μό­νο ἕ­να λε­πτό, λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να λε­πτό. Οἱ μου­σι­κοὶ δὲν ἔ­χου­με φτά­σει ἀ­κό­μα στὴν πρώ­τη ἐ­πω­δό. Ἡ ἄ­βυσ­σος χαί­νει κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους, τὸ ἀ­φρῶ­δες βά­ρα­θρο, ἡ τρο­μα­κτι­κὴ τα­χύ­τη­τα τοῦ χρό­νου. Οἱ εὐ­νο­ού­με­νοι τῆς τύ­χης δὲν ἔ­χουν κὰν τὸν χρό­νο νὰ στρα­φοῦν γιὰ νὰ ζη­τή­σουν βο­ή­θεια, νὰ προ­βάλ­λουν ἔ­στω μιὰ κά­ποι­α ἀν­τί­στα­ση. Ἡ εὐ­τυ­χί­α στὴν κο­ρυ­φὴ κρά­τη­σε ὅ­σο καὶ μιὰ ἀ­νά­σα. Κα­τε­βαί­νουν κι­ό­λας· γκρε­μί­ζον­ται, ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται μὲς στὸ λάκ­κο. Λη­σμο­νή­θη­καν, πο­τὲ δὲν ὑ­πῆρ­ξαν · ἡ ἀ­νυ­παρ­ξί­α· ἡ σι­ω­πή.

       Καὶ τό­τε, ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, ποὺ προ­κα­λεῖ τὸ δέ­ος, ση­κώ­νω ξα­νὰ τὴν μπαγ­κέ­τα. Ἡ κο­ρυ­φὴ τοῦ κύ­μα­τος εἶ­ναι πρὸς στιγ­μὴν ἄ­δεια. Βρα­διά­ζει. Εἴ­μα­στε μό­νοι. Κου­ρά­γιο. Κατ΄ ἐ­ξαί­ρε­ση παί­ζου­με γιὰ μᾶς τοὺς ἴ­διους, τὴ φη­μι­σμέ­νη «Scalata del cielo» τοῦ Widmar Johannsen, ὕ­ψι­στη δο­ξο­λο­γί­α σὲ ρὲ μα­τζό­ρε. Γιὰ μᾶς τοὺς φου­κα­ρά­δες ποὺ ἐλ­πί­σα­με κά­πο­τε, μὰ δὲν εἴ­χα­με τὴ δύ­να­μη.

       Σύν­νε­φα ποὺ φέρ­νουν κα­ται­γί­δα, βαγ­κνε­ρι­κὰ σύν­νε­φα, κρέ­μον­ται πά­νω ἀ­πὸ τὴ με­λα­νὴ ρά­χη τοῦ κύ­μα­τος – αὐ­τὸ τὸ ἄ­σπλα­χνο τέ­ρας τοῦ βί­ου. Ἂς προ­σποι­η­θοῦ­με, φί­λοι. Ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ παί­ξου­με κα­λά. Ἂς βαυ­κα­λί­σου­με τοὺς ἑ­αυ­τούς μας ὅ­τι εἴ­μα­στε οἱ νι­κη­τές.

       Πο­λὺ ἀρ­γά. Ἡ νύ­χτα. Κα­νεὶς δὲν παί­ζει στὸ σκο­τά­δι. Εἴ­μα­στε μέ­σα στὴν πα­ράγ­κα μας. Στὸ φῶς τοῦ κε­ριοῦ: τὸ δεῖ­πνο. Κα­νεὶς δὲν μι­λᾶ: οἱ σκέ­ψεις. Μὰ ἀ­πὸ ἔ­ξω, ἀ­κό­μα κι ἐ­δῶ πά­νω, ἐ­ξα­πλώ­νε­ται ἡ ἀ­έ­να­η βου­ὴ τοῦ κύ­μα­τος —ἡ δό­ξα, τὸ χρυ­σά­φι, ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α, ἡ πο­λυ­τέ­λεια, τὸ ἐ­φή­με­ρο, ἡ σκό­νη— βου­η­τὸ ἀ­πὸ χει­ρο­κρο­τή­μα­τα καὶ θά­να­το.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le not­ti dif­fi­ci­li (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971.

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.



		

	

Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Ὑ­πὸ ἀμ­φι­σβή­τη­ση


09-buzzati-ypoamfisbitisi-mtf-apotaitalikap-fournarisl355-eikona-01


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)


Ὑ­πὸ ἀμ­φι­σβή­τη­ση

(Contestato)


13-Alpha-Century_Mag_A_AraratΚΟΜΗ ΚΙ ΕΓΩ εἶ­μαι ὑ­πό­λο­γος. Στὸ σπί­τι μου πού, ὡς συ­νή­θως, εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὸ σὲ ὅ­λους, ἔρ­χον­ται τὰ παι­διά μου. Μὲ τὸ ποὺ μπαί­νουν μὲ βλέ­πουν ἀ­μέ­σως.Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς εἶ­μαι ἀ­κί­νη­τος καὶ σι­ω­πη­λός, ἀ­πὸ τὴ μιὰ γιὰ νὰ μὴν τοὺς τρο­μά­ξω κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη γιὰ νὰ μὴν τοὺς βα­ρύ­νω μὲ τὸ πι­θα­νὸ κύ­ρος τῆς πα­τρι­κῆς μου ἐ­ξου­σί­ας – τό­σο ἀμ­φι­σβη­τού­με­νη στὶς μέ­ρες μας. Καὶ δὲν κά­θο­μαι σὲ κα­μιὰ ἐ­πι­βλη­τι­κὴ πο­λυ­θρό­να, οὔ­τε τοὺς κοι­τῶ μὲ σο­βα­ρὰ κι αἰ­νιγ­μα­τι­κὰ μά­τια, ὅ­πως ται­ριά­ζει σὲ ἕ­ναν ἀ­νώ­τε­ρό τους. Ἀν­τί­θε­τα τοὺς κοι­τῶ τα­πει­νὰ κι ἐγ­κάρ­δια, ἐλ­πί­ζον­τας ἡ πα­ρου­σί­α μου νὰ τοὺς δώ­σει κου­ρά­γιο, νὰ τοὺς γα­λη­νέ­ψει, νὰ τοὺς κά­νει νὰ νι­ώ­σουν ἄ­νε­τα, νὰ τοὺς πα­ρη­γο­ρή­σει.

       Παρ΄ὅ­λα αὐ­τά, τὰ παι­διά μου… τί­πο­τα. Τρι­γυ­ρί­ζουν ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, κοι­τά­ζουν ὁ­λό­γυ­ρα, ἐ­κτι­μοῦν τὶς ὡ­ραι­ό­τη­τες τῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς, κον­το­στέ­κον­ται γιὰ νὰ ἐ­ξε­τά­σουν τὰ ἔρ­γα τέ­χνης ποὺ κο­σμοῦν τὸ σπί­τι, συμ­βου­λεύ­ον­ται ἐ­πε­ξη­γη­τι­κὰ φυλ­λά­δια, ἀν­ταλ­λάσ­σουν σχό­λια πε­ρὶ αἰ­σθη­τι­κῆς. Ἐ­μέ­να, οὔ­τε πού μου δί­νουν ση­μα­σί­α, οὔ­τε ἕ­νας χαι­ρε­τι­σμός, ἕ­να χα­μό­γε­λο, μιὰ χει­ρα­ψί­α. Καὶ ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι εἶ­ναι παι­διά μου…

       Ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, ἀ­φοῦ εἶ­μαι ἱ­κα­νὸς νὰ ἀ­κού­ω κα­θα­ρὰ τὶς κου­βέν­τες τους, ἀ­κού­ω νὰ μὲ κα­κο­λο­γοῦν, νὰ μὲ κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν, ἀ­κό­μα καὶ νὰ μὲ χλευά­ζουν· ἐ­μέ­να, τὸν πα­τέ­ρα τους; Γε­λοῦν μὲ τὴν καρ­διά τους. Μὲ σαρ­κά­ζουν. Λὲς καὶ δὲν εἶ­μαι ἐ­κεῖ γιὰ νὰ τοὺς ἀ­κού­ω. Γιὰ αὐ­τοὺς εἶ­μαι ἕ­νας γε­λοῖ­ος κι ἀ­νί­κα­νος μα­θου­σά­λας, ὑ­πο­χεί­ριος —πῶς τοὺς ἀ­ρέ­σει αὐ­τὴ ἡ λέ­ξη!— στοὺς ἰ­σχυ­ροὺς καὶ τοὺς δυ­νά­στες.

       Δὲν μὲ χαι­ρε­τοῦν, δὲν μὲ κοι­τοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν βγά­λουν τὸ κα­πέ­λο οὔ­τε νὰ τὸ φαν­τα­στεῖς πὼς σκέ­πτον­ται νὰ μοῦ ἀ­πευ­θύ­νουν μιὰ προ­σευ­χή. Ἀ­φοῦ δὲν ὑ­πάρ­χω, δὲν μὲ λο­γα­ριά­ζουν κα­θό­λου.

       Τὸ ὡ­ραῖ­ο εἶ­ναι ὅ­τι καὶ μέ­σα μου κά­τι ἔ­χει ἀλ­λά­ξει. Κά­θε ἰ­δέ­α γιὰ ἐκ­δί­κη­ση, γιὰ τι­μω­ρί­α, γιὰ ἀν­τα­πό­δο­ση ἐ­νάν­τια σὲ αὐ­τοὺς τοὺς δυ­στυ­χι­σμέ­νους νε­α­ρούς, με­τα­τρέ­πε­ται ἐν τῇ γε­νέ­σει της σὲ δυ­σά­ρε­στη καρ­τε­ρί­α. Εἶ­ναι παι­διά μου, δὲν εἶ­ναι; Μέ­σα τους, ἂς τὸ ἀρ­νοῦν­ται μὲ θυ­μό, κι ἂς μὴν ἔ­χουν γιὰ αὐ­τὸ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ὑ­πο­ψί­α, συ­νε­χί­ζω νὰ ὑ­πάρ­χω ἐ­γώ. Πῶς νὰ τοὺς τι­μω­ρή­σεις; Πῶς νὰ τοὺς ἀ­πο­πά­ρεις; Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πά­λι, μπο­ροῦν τὰ πράγ­μα­τα νὰ συ­νε­χι­στοῦν ἔ­τσι; Σχε­δόν, δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζω πιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου. Χά­νε­ται ἡ γῆ κά­τω ἀπ΄ τὰ πό­δια μου. Βο­η­θῆ­στε με φί­λοι μου. Στὸ κά­τω-κά­τω εἶ­μαι ὁ ΘΕΟΣ.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le not­ti dif­fi­ci­li (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971.

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.


 

Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Ἡ για­γιά


08-buzzati-igiagia-mtf-apotaitalikap-fournarisl565-eikona-01


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)


Ἡ για­γιά

«La nonna»


h-itta-somataΜΟΥΝ τριά­ντα τεσ­σά­ρων χρο­νῶν, ὅ­ταν ὁ φί­λος μου, Σορ­ντί­νο Ἐ­σκε­νά­ζυ, μὲ προ­σκά­λε­σε νὰ πε­ρά­σω τὸ σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο στὴ ἐ­ξο­χι­κή του κα­τοι­κί­α, στὴ λί­μνη Ὄρ­τα. Ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη, πα­λαι­ϊ­κὴ βί­λα, ὅ­που το κα­λο­καί­ρι συγ­κεν­τρω­νό­ταν ὅ­λη ἡ με­γά­λη οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Ἐ­σκε­νά­ζυ.

       Μό­λις ἔ­φτα­σα ὁ φί­λος μου, ὁ Σορ­ντί­νο, μὲ συ­νό­δε­ψε στὸ δω­μά­τιό μου γιὰ νὰ φρε­σκα­ρι­στῶ, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται νὰ λέ­γε­ται. Με­τὰ δέ­κα λέ­πτα βγῆ­κα γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σω τὴν πα­ρέ­α ἀ­πὸ κά­τω.

       Στὸ μα­κρὺ δι­ά­δρο­μο, ποὺ φω­τι­ζό­ταν ἀ­μυ­δρὰ —ἀ­φοῦ ἡ πυ­κνὴ βλά­στη­ση ἀ­πὸ τὰ ἀ­ναρ­ρι­χη­τι­κὰ φυ­τὰ ἔ­κρυ­βε τὰ πα­ρά­θυ­ρα—, ἐρ­χό­ταν πρὸς ἐ­μέ­να μιὰ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα ποὺ κρα­τοῦ­σε στὸ χέ­ρι της ἕ­να στρογ­γυ­λὸ πα­κέ­το τυ­λιγ­μέ­νο μὲ μιὰ γα­λά­ζια κορ­δέ­λα. Ἐ­ξαι­τί­ας τῆς πρά­σι­νης πο­διᾶς της τὴν πέ­ρα­σα στὴν ἀρ­χὴ γιὰ κα­μα­ρι­έ­ρα. Με­τὰ ὑ­πέ­θε­σα ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γιὰ φο­ρε­σιὰ ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν συ­χνὰ στὴ ἐ­ξο­χὴ οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ ζοῦν στὴν κοι­λά­δα.

       Ἦ­ταν μιὰ με­λα­χρι­νὴ ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ὀ­μορ­φιᾶς. Θὰ χα­ρα­ζό­ταν βα­θιὰ στὴ μνή­μη μου τὸ αἰ­σθη­σια­κό της στό­μα μὲ τὸ πά­νω χεῖ­λος ἐ­λα­φριὰ ἀ­να­ση­κω­μέ­νο, ὅ­πως σὲ με­ρι­κὰ μω­ρὰ ἀ­πὸ τὸ τέν­τω­μα τοῦ νε­α­νι­κοῦ δέρ­μα­τος.

       Δὲν στα­μά­τη­σε ὅ­ταν συ­ναν­τη­θή­κα­με, ἀλ­λὰ βρά­δυ­νε τὸ βῆ­μα της καὶ μοῦ ἔ­ρι­ξε—μό­νο γιὰ λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα—, ἕ­να ἀ­πὸ κεῖ­να τὰ ὀ­λέ­θρια βλέ­μα­τα ποὺ σοῦ καῖ­νε τὰ σω­θι­κά.

       Ντρο­πα­λὸς ἀ­πὸ τὴ φύ­ση μου δὲν μπό­ρε­σα πα­ρὰ νὰ μουρ­μου­ρί­σω μιὰ «κα­λη­μέ­ρα». «Κα­λη­μέ­ρα», ἔ­κα­νε ἐ­κεί­νη χα­μο­γε­λών­τας, καὶ μὲ προ­σπέ­ρα­σε μό­λις ἀγ­γί­ζον­τάς με, δι­α­τη­ρών­τας πάν­τα ἐ­κεῖ­νο τὸ τρο­με­ρὸ βλέμ­μα.

       Κα­τέ­βη­κα στὸν κῆ­πο μὲ ἕ­να ὑ­πέ­ρο­χο προ­αί­σθη­μα ὅ­τι σὲ λί­γο, μὲ τὸν ἕ­ναν ἢ τὸν ἄλ­λον τρό­πο, θὰ γνώ­ρι­ζα τὸ γο­η­τευ­τι­κὸ πλά­σμα· ἴ­σως ἄλ­λα­ζε ἡ ζω­ή μου ὁ­ρι­στι­κά.

       Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νη στὸν κῆ­πο. Μὲ σύ­στη­σαν ἀ­μέ­σως στὴν οἰ­κο­δέ­σποι­να, τὴν για­γιὰ τοῦ Σορ­ντί­νο, μιὰ κυ­ρί­α πο­λὺ κομ­ψὴ πα­ρὰ τὴν προ­χω­ρη­μέ­νη ἡ­λι­κί­α της. Μοῦ ἔ­κα­νε με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση τὸ στό­μα της, μα­ρα­μέ­νο πιὰ ἀ­πὸ ἀ­χτι­δω­τὲς ρυ­τί­δες, ἀλ­λὰ μὲ τὰ ση­μά­δια μιᾶς πα­λιᾶς ὀ­μορ­φιᾶς. Τὸ πά­νω χεῖ­λος εἶ­χε μιὰ ἀ­να­ση­κω­μέ­νη ἐ­λα­φριὰ πτυ­χή, σὰν νὰ ἀ­πο­κά­λυ­πτε ἕ­να χα­μό­γε­λο.

       «Μὰ γνω­ρι­ζό­μα­στε ἤ­δη!», ἦ­ταν τὰ πρῶ­τα λό­για της σ΄ ἕ­να ξέ­σπα­σμα χα­ρᾶς.

       Εἶ­πα ἀ­μή­χα­νος: «Δὲν θυ­μᾶ­μαι, κυ­ρί­α…»

       «Ἐ­γὼ θυ­μᾶ­μαι. Ναί, σὰν νὰ ἦ­ταν χθές… Τί νὰ σᾶς πῶ; Εἶ­στε θαῦ­μα! Θαῦ­μα! Που­λή­σα­τε τὴν ψυ­χή σας στὸ δι­ά­βο­λο, πα­ρα­δε­χτεῖ­τε το… Ὄ­χι, ὄ­χι, ἀ­στει­εύ­ο­μαι. Ἔ­χε­τε δί­κιο ποὺ μὲ κοι­τᾶ­τε ἔ­τσι. Φαν­τα­στεῖ­τε, πέ­ρα­σαν σχε­δὸν πε­νήν­τα χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε… Δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ ἤ­σα­στε ἐ­σεῖς. Ἐ­σεῖς δὲν εἴ­χα­τε κὰν γεν­νη­θεῖ. Μὰ ἦ­ταν κά­ποι­ος σὰν ἐ­σᾶς, ὁ­λό­ι­διος, σᾶς τὸ ὁρ­κί­ζο­μαι. Σκέ­φτο­μαι: δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας σας ἢ ἴ­σως ὁ παπ­πούς σας;»

       «Δὲν γνω­ρί­ζω, κυ­ρί­α. Τὸν πα­τέ­ρα μου τὸν ἔ­χα­σα ὅ­ταν ἤ­μουν ἀ­κό­μη μω­ρό… Κι ἔ­πει­τα ἐ­μεῖς ζού­σα­με στὴν Ὀλ­λαν­δί­α…»

       Ἐ­κεί­νη, σὰν νὰ μὴν εἶ­χε ἀ­κού­σει: «Καὶ θέ­λε­τε νὰ μά­θε­τε τὸ πιὸ ὡ­ραῖ­ο; Ἦ­ταν γιὰ μέ­να κά­τι σὰν κε­ραυ­νο­βό­λος ἔ­ρω­τας, ὅ­πως λέ­γα­νε τό­τε… Ποιός ξέ­ρει, ἂν δὲν εἶ­χε φύ­γει τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα… Θε­έ μου, πό­σο γο­η­τευ­τι­κὸς ἦ­ταν… Φυ­σι­κὰ δὲν τοῦ ἔ­δω­σα νὰ κα­τα­λά­βει τί­πο­τα. Φαν­τα­στεῖ­τε. Ἐ­κεῖ­να τὰ χρό­νια. Μο­να­χὰ ἕ­να πράγ­μα: τὸ βρά­δυ, χω­ρὶς νὰ τὸ ξέ­ρει, χω­ρὶς νὰ τοῦ πῶ λέ­ξη, τοῦ ἄ­φη­σα στὸ δω­μά­τιο ἕ­να γλυ­κό, μιὰ πορ­το­κα­λό­πι­τα. Φτι­αγ­μέ­νη εἰ­δι­κὰ γιὰ αὐ­τόν. Ἦ­ταν ἡ σπε­σι­α­λι­τέ μου…»

       Ἡ κου­βέν­τα κα­τέ­λη­ξε σὲ γε­νι­κὴ εὐ­θυ­μί­α. Ὡ­στό­σο μοῦ ἔ­μει­νε μιὰ πα­ρά­ξε­νη αἴ­σθη­ση, κά­τι σὰν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα, κίν­δυ­νος, ἀ­να­στά­τω­ση. Καὶ δὲν τόλ­μη­σα νὰ ρω­τή­σω ποι­ά ἦ­ταν ἡ πα­νέ­μορ­φη νε­α­ρού­λα ποὺ εἶ­χα συ­ναν­τή­σει στὸ δι­ά­δρο­μο (για­τί ἤ­ξε­ρα ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε πιά). Κι ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­νέ­βη­κα ξα­νὰ στὸ δω­μά­τιό μου, δὲν τόλ­μη­σα κὰν νὰ ἀ­νοί­ξω τὸ πα­κέ­το, τὸ τυ­λιγ­μέ­νο μὲ μιὰ γα­λά­ζια κορ­δέ­λα, ποὺ βρι­σκό­ταν πά­νω στὴ σι­φο­νι­έ­ρα (για­τί ἤ­ξε­ρα πὼς ἦ­ταν ἡ πορ­το­κα­λό­πι­τα, φτι­αγ­μέ­νη πε­νήν­τα χρό­νια πρίν).


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le not­ti dif­fi­ci­li (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971.

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.



		

	

Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Ὁ σκύ­λος


07-buzzati-oskylos-mtf-apotaitalikap-fournarisl453-eikona-01


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)


Ὁ σκύ­λος

(Il cane)


«ΚΑΜΙΑ ΕΙΚΟΣΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ πρίν», μοῦ δι­η­γό­ταν ὁ δό­κτο­ρας Ντι­έγ­κο Βέ­σκα, για­τρὸς ἀ­πὸ τὴ Βερ­μπά­νια, «εἶ­χα ἕ­ναν ὑ­πέ­ρο­χο μο­λοσ­σὸ ποὺ τὸν λέ­γα­νε Φού­ριο καὶ ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­λά­τρευ­τος. Ἦ­ταν τό­σο ὑ­πέ­ρο­χος, ὥ­στε ἕ­να μοι­ραῖ­ο βρά­δυ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τὸν ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ. Ἤ­μουν ἀ­πελ­πι­σμέ­νος· γύρ­να­γα γιὰ μῆ­νες κι ἀ­πὸ τὶς δυ­ὸ με­ρι­ὲς τῆς λί­μνης, ἀλ­λὰ μά­ται­α. Κά­ποι­ος μου τὸν εἶ­χε κλέ­ψει…

       »Ὣς ἐ­δῶ, θὰ μοῦ πεῖ­τε, τί­πο­τε πε­ρί­ερ­γο. Ἀ­κοῦ­στε ὅ­μως. Πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τό­τε πά­νω ἀ­πὸ δέ­κα χρό­νια, ὅ­ταν ἕ­να πρω­ὶ παίρ­νω τὸ φε­ριμ­πὸτ γιὰ τὸ Λα­βέ­νο, ὅ­πως κά­νω του­λά­χι­στον δυ­ὸ φο­ρὲς τὴν ἑ­βδο­μά­δα, ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα. Βρι­σκό­μουν στὴν πρύ­μνη καὶ τὸ κα­ρα­βά­κι μό­λις εἶ­χε ξε­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὴν προ­κυ­μαί­α, ὅ­ταν βλέ­πω νὰ ἔρ­χε­ται τρε­χά­τος, μαν­τέψ­τε ποι­ός, ὁ Φού­ριό μου, ὁ­λό­ιδιος. Στα­μα­τά­ει στὴν ἄ­κρη τῆς προ­κυ­μαί­ας, γα­βγί­ζει δυ­ὸ τρεῖς φο­ρὲς κι ὕ­στε­ρα βου­τά­ει στὸ νε­ρὸ κι ἀρ­χί­ζει νὰ κο­λυμ­πά­ει. Τὸ κα­ρα­βά­κι εἶ­χε πιὰ ξε­κι­νή­σει κι ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ μὲ προ­φτά­σει τὸ φου­κα­ρι­ά­ρι­κο τὸ ζων­τα­νό. Τό­τε ἀρ­χί­ζω νὰ φω­νά­ζω «Στα­μα­τῆ­στε! Στα­μα­τῆ­στε!» Τρέ­χω πά­νω νὰ ζη­τή­σω τὸν κα­πε­τά­νιο ποὺ μὲ ἤ­ξε­ρε, τὸν ἱ­κε­τεύ­ω νὰ στα­μα­τή­σει. Στὸ με­τα­ξὺ ὁ σκύ­λος συ­νέ­χι­ζε νὰ κο­λυμ­πά­ει, ἀλ­λὰ ἦ­ταν πιὰ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος κι ἐ­γὼ συ­νέ­χι­ζα νὰ τοῦ φω­νά­ζω Φού­ριο, Φού­ριο, γιὰ νὰ τοῦ δώ­σω κου­ρά­γιο, ἀλ­λὰ τὸν ἔ­βλε­πα ὁ­λο­έ­να πιὸ μα­κρυ­ά. Ἦρ­θε κι ὁ κα­πε­τά­νιος στὴν πρύ­μνη καὶ τοῦ ἔ­δει­ξα τὸ σκύ­λο ποὺ κο­λυμ­ποῦ­σε, ἀλ­λὰ ἔ­λε­γε πὼς δὲν ἔ­βλε­πε τί­πο­τα. Οἱ ἄλ­λοι ἐ­πι­βά­τες ἔ­λε­γαν, κι αὐ­τοί, ὅ­τι δὲν ἔ­βλε­παν τί­πο­τα, κι ἄρ­χι­σαν νὰ μὲ κοι­τοῦν μὲ ἕ­να τρό­πο σὰν νὰ μὲ περ­νά­γα­νε γιὰ τρε­λό.

       »Τε­λι­κά, ὁ κα­πε­τά­νιος, ἀ­φοῦ μὲ εἶ­δε ποὺ ἤ­μου­να τό­σο τα­ραγ­μέ­νος, πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ νὰ μὲ εὐ­χα­ρι­στή­σει, γύ­ρι­σε τὸ φε­ριμ­πὸτ με­ρι­κὲς ἑ­κα­τον­τά­δες μέ­τρα πί­σω, μό­νο γιὰ νὰ μὲ πεί­σει ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε κα­νέ­να σκυ­λὶ ποὺ κο­λυμ­ποῦ­σε· καὶ πραγ­μα­τι­κά, ὅ­ταν τὸ φε­ριμ­πὸτ ἄρ­χι­σε νὰ γυρ­νά­ει, ὁ Φού­ριο εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ κι ἐ­γὼ δὲν ξα­να­εῖ­πα τί­πο­τα, γιὰ νὰ μὴ μὲ νο­μί­σουν τε­λεί­ως πα­λα­βό.

       »Ὣς ἐ­δῶ, θὰ μοῦ πεῖ­τε, τί­πο­τα πε­ρί­ερ­γο. Ὅ­μως ἀ­κοῦ­στε. Ἀ­πὸ τό­τε κά­θε δυ­ὸ-τρεῖς μῆ­νες, μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κα­νείς, ἡ σκη­νὴ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται: δὲν ἔ­χει κα­λὰ-κα­λά το φε­ριμ­πὸτ ξε­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὴν ὄ­χθη καὶ φτά­νει τρέ­χον­τας μὲ ὅ­λη του τὴ δύ­να­μη αὐ­τός, ὁ Φού­ριο, ποὺ ρί­χνε­ται στὸ νε­ρὸ καὶ δρό­μο πί­σω ἀ­πὸ τὸ κα­ρα­βά­κι. Μὰ τὸ κα­ρα­βά­κι προ­χω­ρᾶ πιὸ γρή­γο­ρα ἀπ΄αὐ­τὸν καὶ τὸ δύ­στυ­χο τὸ ζων­τα­νὸ μέ­νει πί­σω καὶ κο­λυμ­πᾶ μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας· καὶ μὲ κοι­τᾶ, μὲ κοι­τᾶ. Αἰ­σθά­νο­μαι τὰ μά­τια του ποὺ μπαί­νουν ἐ­δῶ μέ­σα», κι ἔ­δει­χνε τὴν καρ­διά του. «Ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ με­τὰ ὁ Φού­ριο δὲν τὰ κα­τα­φέρ­νει καὶ βλέ­πω τὸ κε­φα­λά­κι του νὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται κά­τω ἀπ΄τὸ νε­ρό· κά­θε φο­ρὰ τὰ ἴ­δια… Ὅ­μως δὲν τὸν κα­λῶ· μέ­νω ἤ­ρε­μος, δὲν φω­νά­ζω νὰ στα­μα­τή­σει τὸ κα­ρα­βά­κι. Ξέ­ρω ὅ­τι δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ ἕ­να φάν­τα­σμα. Ἂν κά­νω τὸ λο­γα­ρια­σμό, σή­με­ρα θά ΄πρε­πε νὰ ἦ­ταν εἴ­κο­σι τεσ­σά­ρων χρο­νῶν. Πο­τὲ σκύ­λος δὲν ἔ­ζη­σε τό­σο.» Δά­κρυ­α χα­ρά­κω­ναν τὰ μά­γου­λά του.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le not­ti dif­fi­ci­li (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971.

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Λε­πτό­τη­τα


06-buzzati-leptotita-mtf-apotaitalikap-fournarisl1314-eikona-01


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)


Λε­πτό­τη­τα

(Delicatezza)


05-Sigma-Harald_Hardraades_saga-Initial-G__MuntheΕ ΚΑΠΟΙΑ ΧΩΡΑ ἡ ποι­νὴ τοῦ θα­νά­του ἐ­κτε­λεῖ­ται μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρη λε­πτό­τη­τα. Ἰ­δοὺ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα:

       Ὅ­ταν ἔρ­θει ἡ στιγ­μὴ νὰ ἐ­κτε­λε­στεῖ ἡ δι­κα­στι­κὴ ἀ­πό­φα­ση, πρὶν ἀ­κό­μη τοῦ κοι­νο­ποι­η­θεῖ ἡ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ἐ­κτέ­λε­σης, ὁ δρά­στης —ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἐρ­νέ­στο Τρόλ, εἶ­ναι τα­πε­τσι­έ­ρης κι ἔ­χει σκο­τώ­σει τὴ σύ­ζυ­γό του μὲ δη­λη­τή­ριο—, ὁ­δη­γεῖ­ται δί­χως χει­ρο­πέ­δες στὴν Δι­εύ­θυν­ση τῶν Φυ­λα­κῶν.

       Ἐ­δῶ τὸν βά­ζουν νὰ κα­θί­σει στὸ γρα­φεῖ­ο τοῦ δι­ευ­θυν­τῆ σὲ μιὰ ἀ­να­παυ­τι­κὴ πο­λυ­θρό­να, τοῦ προ­σφέ­ρουν τσι­γά­ρο, κα­φέ, κα­ρα­μέ­λες, κι ὕ­στε­ρα οἱ φύ­λα­κες βγαί­νουν, ἀ­φή­νον­τας μό­νους δι­ευ­θυν­τὴ καὶ κα­τα­δι­κα­σμέ­νο.

       Ὁ δι­ευ­θυν­τὴς ξε­κι­νᾶ νὰ μι­λά­ει:

       «Λοι­πόν, κύ­ρι­ε Τρόλ, κα­τα­δι­κα­στή­κα­τε σὲ θά­να­το. Ὅ­μως εἶ­ναι κα­θῆ­κον μου νὰ σᾶς κα­θη­συ­χά­σω· νὰ σᾶς πλη­ρο­φο­ρή­σω δη­λα­δὴ ὅ­τι, κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο, πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ποι­νὴ μᾶλ­λον θε­ω­ρη­τι­κή.»

       «Θε­ω­ρη­τι­κή;»

       «Ἀ­κρι­βῶς. Θε­ω­ρη­τι­κή. Δι­ό­τι ὁ θά­να­τος, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δὲν ὑ­πάρ­χει.»

       «Τί ἐν­νο­εῖ­ται δὲν ὑ­πάρ­χει;»

       «Ἐν­νο­ῶ δὲν ὑ­πάρ­χει ὡς ποι­νή, ὡς τι­μω­ρί­α, ὡς τρα­γι­κὸ γε­γο­νός, πη­γὴ φό­βου καὶ ἀ­γω­νί­ας. Πά­νω σὲ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα κυ­ρια­ρχοῦν, παν­τοῦ στὸν κό­σμο, ἀ­νό­η­τες προ­κα­τα­λή­ψεις. Ἂς ἀ­φή­σου­με κα­τὰ μέ­ρος τὸ σω­μα­τι­κὸ πό­νο πού, του­λά­χι­στον στὴν πε­ρί­πτω­σή σας, κύ­ρι­ε Τρόλ, εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτος, λό­γῳ τῆς ἀρ­τι­ό­τη­τας τῶν ἐ­ξο­πλι­σμῶν μας.» Ἕ­να μι­κρὸ δι­πλω­μα­τι­κὸ χα­μό­γε­λο. «Γιὰ τὸν ἠ­θι­κὸ πό­νο μι­λῶ, ποὺ φο­βᾶ­ται κα­νεὶς ἄ­δι­κα, ὅ­πως ἐλ­πί­ζω νὰ μπο­ρέ­σω νὰ σᾶς πεί­σω.

       »Γιὰ νὰ δοῦ­με, λί­γο: για­τί ὁ ἄν­θρω­πος φο­βᾶ­ται νὰ πε­θά­νει; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἁ­πλού­στα­τη. Φο­βᾶ­ται για­τί με­τὰ ἀ­πὸ τὸ θά­να­τό του δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ πιά, δη­λα­δὴ νὰ κά­νει πράγ­μα­τα, νὰ βλέ­πει, νὰ ἀ­κού­ει κι ὅ,τι ἄλ­λο ἔ­κα­νε ἐ­νῶ ζοῦ­σε. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ποὺ τὸν δυ­σα­ρε­στεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Μὰ γιὰ νὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ αἰ­σθά­νε­ται τὸν πό­νο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο, conditio sine qua non, νὰ εἶ­ναι ζων­τα­νός. Συ­νε­πῶς ὁ νε­κρὸς δὲν ὑ­πο­φέ­ρει πιά, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει κὰν πί­κρες, νο­σταλ­γί­α καὶ τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­γω­νί­ες. Μὲ λί­γα λό­για, ὅ­ταν ἔ­χει ἔρ­θει ὁ θά­να­τος ὁ ἄν­θρω­πος δὲν στε­νο­χω­ρι­έ­ται ποὺ ἔ­χει πε­θά­νει. Ἠ­θι­κὸ δί­δαγ­μα: ἡ ἀρ­νη­τι­κὴ ὄ­ψη τοῦ θα­νά­του πού, σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μές, προ­κα­λεῖ τό­σο τρό­μο, εἶ­ναι μιὰ ἀ­νό­η­τη αὐ­τα­πά­τη.»

       Ὁ κύ­ριος Τρὸλ ἀν­τι­κρού­ει: «Εὔ­κο­λο νὰ τὸ λέ­τε, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, μὰ τὸ κα­κὸ μὲ τὸ θά­να­το δὲν εἶ­ναι μο­νά­χα ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ὅ,τι ἔ­κα­νες ὅ­ταν ἤ­σουν ζων­τα­νός. Εἶ­ναι κι ἡ πί­κρα ποὺ θ΄ἀ­φή­σεις ὁ­ρι­στι­κὰ ὅ­λους αὐ­τοὺς ποὺ ἀ­γα­πᾶς.»

       «Ὡ­ραί­α! Ἀ­κό­μη κι αὐ­τὴ τὴν πί­κρα, νε­α­ρέ μου, δὲ θὰ μπο­ρεῖ­τε πιὰ νὰ τὴ νι­ώ­σε­τε, ἀ­φοῦ θὰ εἶ­στε νε­κρός.»

       «Κι ὕ­στε­ρα, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, ποι­ός σᾶς λέ­ει ὅ­τι με­τὰ θά­να­τον δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα;»

       «Τὸ ἤ­ξε­ρα ὅ­τι θὰ τὸ πεῖ­τε αὐ­τό, κύ­ρι­ε Τρόλ. Μιὰ ἀν­τίρ­ρη­ση μᾶλ­λον δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη. Ἀ­κρι­βῶς ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ οὐ­σί­α τοῦ θέ­μα­τος.»

       «Σᾶς ἀ­κού­ω, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά.»

       «Ὡ­ραῖα. Προ­φα­νῶς, ὑ­πάρ­χουν δύο πε­ρι­πτώ­σεις: εἴ­τε ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη ζω­ὴ με­τὰ θά­να­τον, ὅ­ποι­α καὶ νὰ εἶ­ναι αὐ­τή, εἴ­τε δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα. Κα­τα­νο­η­τό. Ἁ­πλού­στα­το, θά ΄λε­γα. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με τώ­ρα ὅ­τι ἐ­σεῖς…»

       «Ἀ­λή­θεια, ἐ­γώ…»

       «Σᾶς ξα­να­λέ­ω, μό­νο μιὰ ὑ­πό­θε­ση κά­νω, χω­ρὶς νὰ δι­α­κυ­βεύ­ον­ται οἱ προ­σω­πι­κές σας πε­ποι­θή­σεις. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με δη­λα­δὴ ὅ­τι ἐ­σεῖς, κύ­ρι­ε Τρόλ, δὲν πι­στεύ­ε­τε στὴ με­τὰ θά­να­τον ζω­ή. Σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση, ἂν βρεῖ­τε μιὰ ἄλ­λη ζω­ὴ θὰ εἶ­ναι μιὰ εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη πρὸς ὄ­φε­λός σας. Δὲ θὰ ἔ­χε­τε κα­νέ­να λό­γο νὰ πα­ρα­πο­νι­έ­στε. Δι­και­ο­λο­γη­μέ­να ἡ πί­κρα γιὰ τὰ ἀ­γα­πη­μέ­να πρό­σω­πα ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­φή­σε­τε θὰ με­τρια­στεῖ κα­τὰ πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι κι αὐ­τά, ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα, θὰ τὰ συ­ναν­τή­σε­τε. Ἐ­πι­πλέ­ον, εἶ­ναι ἡ πα­ρη­γο­ριὰ ὅ­τι θὰ ξα­να­βρεῖ­τε ἐ­κεῖ πέ­ρα συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λους ποὺ ἔ­χουν πε­θά­νει πρὶν ἀ­πό σᾶς.»

       «Πα­ρα­κα­λῶ, μὲ τὸ μα­λα­κό, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τοὺς συγ­γε­νεῖς…»

       «Ὤ! Σᾶς ζη­τῶ συ­γνώ­μη…», κά­νει ὁ δι­ευ­θυν­τής, ποὺ ξέ­χα­σε πὼς ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ ἕ­ναν συ­ζυ­γο­κτό­νο. «Πάν­τως, ὣς ἐ­δῶ δὲν νο­μί­ζω πὼς ὑ­πάρ­χουν ἀν­τιρ­ρή­σεις. Τώ­ρα ἂς ἐ­ξε­τά­σου­με τὸ ἄλ­λο ἐν­δε­χό­με­νο, δη­λα­δὴ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά. Μά, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα, ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι οὔ­τε ἐ­σεῖς ὑ­πάρ­χε­τε, δὲν ὑ­πάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα νὰ τὸ ἀν­τι­λη­φθεῖ­τε, ὅ­πως εἴ­δα­με ἤ­δη. Μὲ λί­γα λό­για: κα­μιὰ στε­νο­χώ­ρια. Ὁ­ρί­στε, λοι­πόν, για­τὶ ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη ἀ­πελ­πι­σί­α ὅ­σων δὲν ἔ­χουν πί­στη στε­ρεῖ­ται κά­θε νο­ή­μα­τος.»

       «Πάν­τως, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά… Ὄ­χι πὼς εἶ­μαι τό­σο σκε­πτι­κι­στής… Ἔ­χω, μᾶλ­λον, τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι…»

       «Ὡ­ραι­ό­τα­τα. Ἂς πά­ρου­με τώ­ρα τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ πι­στεύ­ει στὴ με­τὰ θά­να­τον ζω­ή. Κα­τὰ πρώ­τον εἶ­ναι λο­γι­κό, λό­γῳ αὐ­τῆς του τῆς πε­ποί­θη­σης, νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸ θά­να­το μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ἠ­ρε­μί­α. Ἐ­λᾶ­τε νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὴ στιγ­μὴ ποὺ δι­α­σχί­ζει τὸ πε­ρί­φη­μο σύ­νο­ρο. Προ­χω­ρά­ει· τὸ πέ­ρα­σε· κοι­τά­ζει γύ­ρω του· ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μα, ἴ­σως μὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὴ μορ­φή, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει. Ἡ πί­στη του τὸν ἀν­τά­μει­ψε, νιώ­θει πα­ρη­γο­ρη­μέ­νος καὶ ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ κά­θε ὑ­λι­κὸ βά­ρος· ἴ­σως καὶ νὰ βρεῖ τὴν εὐ­τυ­χί­α ποὺ μά­ται­α ἔ­ψα­ξε στὴ γῆ.

       »Καὶ νά ΄μα­στε δεύ­τε­ρη φο­ρὰ μπρὸς στὸ ἀρ­νη­τι­κὸ ἐν­δε­χό­με­νο: ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ πι­στεύ­ει στὴ με­τὰ θά­να­τον ζω­ὴ πε­θαί­νει μὰ ἐ­κεῖ πέ­ρα δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα· ὡ­στό­σο, ὅ­λα πᾶ­νε ρο­λό­ι: δὲν τὸν ἔ­χει ἐ­ξα­πα­τή­σει κα­νείς. Γιὰ νὰ τὸ ποῦ­με ἔ­τσι: δὲν ὑ­πῆρ­ξε χρό­νος καὶ τρό­πος γιὰ δι­ά­ψευ­ση. Γιὰ αὐ­τὸ τὸ λό­γο βρί­σκο­μαι μα­ζί σας, ἀ­γα­πη­τὲ κύ­ρι­ε Τρόλ: ἡ πί­στη, ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νου­με, θὰ εἶ­ναι πάν­τα σπου­δαί­α ὑ­πό­θε­ση.»

       «Ἕ­να σί­γου­ρο στοί­χη­μα, ἔ;»

       «Βλέ­πω ἔ­χου­με δι­α­βά­σει Πα­σκάλ! Σᾶς συγ­χαί­ρω γι΄ αὐ­τό. Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ σᾶς ἐ­ξη­γή­σω κα­λύ­τε­ρα αὐ­τὲς τὶς σκέ­ψεις, για­τί δὲν κά­νου­με μιὰ δο­κι­μή;»

       «Τί δο­κι­μή;»

       «Κά­τι σὰν συμ­βο­λι­κὴ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση, ἕ­να θε­α­τρι­κὸ δρώ­με­νο, μιὰ ζων­τα­νὴ ἐ­πε­ξή­γη­ση, ἕ­να εἶ­δος παι­χνι­διοῦ.»

       «Τί θὰ πρέ­πει νὰ κά­νω;»

       Ὁ δι­ευ­θυν­τὴς πι­έ­ζει τὸ κουμ­πὶ τῆς ἐν­δο­ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Μιὰ βρα­χνὴ φω­νὴ ἀ­παν­τᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­σκευ­ή: «Δι­α­τάξ­τε, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά!»

       «Νὰ μοῦ στεί­λε­τε ἀ­μέ­σως τὴ Φι­ο­ρέλ­λα.»

       Ὁ κα­τά­δι­κος εἶ­ναι ἀ­νή­συ­χος. «Κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, νο­μί­ζω ὅ­τι δι­και­οῦ­μαι νὰ ξέ­ρω. Σὲ τί συ­νί­στα­ται αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση; Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­ο κόλ­πο.»

       «Κόλ­πο; Ὄ­χι δά! Ὁ σκο­πὸς εἶ­ναι νὰ σᾶς κα­θη­συ­χά­σω. Μέ­χρι τώ­ρα εἴ­πα­με μό­νο λό­για. Στὰ λό­για ὅ­λα κα­λὰ· πρῶ­τος ἐ­γὼ τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζω. Αὐ­τὸ ποὺ θὰ κά­νου­με τώ­ρα εἶ­ναι μιὰ δο­κι­μὴ στὴν πρά­ξη. Σκε­φτεῖ­τε τὶς δι­α­στη­μι­κὲς πτή­σεις: πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­κτό­ξευ­ση οἱ κο­σμο­ναῦ­τες κλεί­νον­ται μέ­σα σὲ μιὰ δι­α­στη­μι­κὴ κά­ψου­λα γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σουν, νὰ συ­νη­θί­σουν καὶ νὰ ἐ­ξοι­κει­ω­θοῦν μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Ἀλ­λὰ ἡ κά­ψου­λα δὲν ἀ­να­χω­ρεῖ, δὲν ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­ος κίν­δυ­νος. Τὸ ἴ­διο καὶ μὲ σᾶς. Αὐ­τὴ ἡ δο­κι­μή, σᾶς τὸ ξα­να­λέω, θὰ ξε­κα­θα­ρί­σει τὶς σκέ­ψεις σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση. Σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι με­τὰ θὰ αἰ­σθά­νε­στε πο­λὺ κα­λύ­τε­ρα. Δὲν ἔ­χε­τε πα­ρὰ νά… Ὤ, νά καὶ ἡ κα­λή μας ἡ Φι­ο­ρέλ­λα!»

       Ἔ­χει μπεῖ στὸ δω­μά­τιο μιὰ κο­πέ­λα γύ­ρω στὰ εἴ­κο­σι· ὡ­ραι­ό­τα­τη καὶ προ­κλη­τι­κή. Φο­ρά­ει μιὰ πο­λὺ κον­τὴ φού­στα καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ ντε­κολ­τέ. Μιὰ εἰ­κό­να, ἂν μή τι ἄλ­λο, ἀ­πί­στευ­τη στὴ φυ­λα­κὴ τοῦ θα­νά­του.

       «Θε­ω­ρῶ πε­ριτ­τὲς τὶς συ­στά­σεις», πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ δι­ευ­θυν­τής, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στὸν κα­τά­δι­κο. «Ἡ Φι­ο­ρέλ­λα μας εἶ­ναι εἰ­δι­κὴ σὲ αὐ­τὰ τὰ μι­κρὰ σκη­νι­κὰ δρώ­με­να. Ἡ Φι­ο­ρέλ­λα μας, στὴν πε­ρί­πτω­σή μας, συμ­βο­λί­ζει —κάλ­λι­στα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ κα­νεὶς ἐν­σαρ­κώ­νει—, τὴν ἄλ­λη ζω­ή. Καί, ἀ­κρι­βῶς γι΄ αὐ­τό, τώ­ρα ἀ­πο­σύ­ρε­ται… Τὰ λέ­με Φι­ο­ρέλ­λα…»

       Ἡ κο­πέ­λα ἀ­πευ­θύ­νει στὸν κα­τά­δι­κο ἕ­να ξε­δι­άν­τρο­πο χα­μό­γε­λο, τοῦ κλεί­νει τὸ μά­τι καὶ με­τὰ βγαί­νει ἀπ΄τὸ δω­μά­τιο.

       Δι­ευ­θυν­τὴς καὶ δρά­στης μέ­νουν ξα­νὰ μό­νοι.

       «Αὐ­τὴ ἡ Φι­ο­ρέλ­λα;» ρω­τά­ει ὁ κύ­ριος Τρόλ, κά­νον­τας μιὰ κί­νη­ση μὲ νό­η­μα.

       Ὁ δι­ευ­θυν­τὴς γε­λά­ει. «Βέ­βαι­α, βέ­βαι­α, φυ­σι­κὰ · ἂν τύ­χει ἡ πε­ρί­πτω­ση… Τώ­ρα θὰ κα­τα­λά­βε­τε πό­σο ἁ­πλὰ εἶ­ναι τὰ πράγ­μα­τα. Βλέ­πε­τε ἐ­κεί­νη τὴν πόρ­τα; Δὲν ἔ­χε­τε πα­ρὰ νὰ τὴν ἀ­νοί­ξε­τε καὶ νὰ πε­ρά­σε­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, στὸ ἄλ­λο δω­μά­τιο.Τώ­ρα, ἴ­σως ἀ­πὸ ἐ­κεῖ νὰ εἶ­ναι τὸ σκο­τά­δι. Τὸ σκο­τά­δι θὰ σή­μαι­νε τὸ τί­πο­τα. Μὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ Φι­ο­ρέλ­λα ποὺ σᾶς πε­ρι­μέ­νει. Δὲν εἶ­ναι, ἀ­λή­θεια, εὑ­ρη­μα­τι­κὴ ἀλ­λη­γο­ρί­α;»

       «Κι ἂν βρε­θῶ στὸ σκο­τά­δι; Ἐ­γώ…»

       «Ἐ­σεῖς, τί­πο­τα, ἀ­γα­πη­τὲ κύ­ρι­ε Τρόλ. Σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση, ἀ­φοῦ δὲν θὰ ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα, θὰ γυ­ρί­σε­τε ὡ­ραῖ­α-ὡ­ραῖ­α στὸ γρα­φεῖ­ο μου. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο. Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλό; Νο­μί­ζω τώ­ρα ὅ­τι ἀ­πὸ κεῖ εἶ­ναι ὅ­λα ἕ­τοι­μα.»

       «Καὶ ποι­ός ἀ­πο­φα­σί­ζει; Θέ­λω νὰ πῶ: ποι­ός κα­θο­ρί­ζει ἐ­ὰν θὰ βρῶ σκο­τά­δι ἢ τὴν κο­πέ­λα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ; Ἐ­σεῖς τὸ ἀ­πο­φα­σί­ζε­ται, κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά;»

       «Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ ὄ­χι. Ἡ κο­πέ­λα τὸ ἀ­πο­φα­σί­ζει. Καὶ ἡ Φι­ο­ρέλ­λα εἶ­ναι τὸ πιὸ ἀ­πρό­βλε­πτο πλά­σμα στὸν κό­σμο. Ἐμ­πρός, κου­ρά­γιο. Δο­κι­μά­ζου­με;»

       Ὁ κα­τά­δι­κος ση­κώ­νε­ται καὶ μὲ ἀ­βέ­βαι­α βή­μα­τα πλη­σιά­ζει πρὸς τὴν πόρ­τα. Πιά­νει δι­στα­κτι­κὰ τὸ πό­μο­λο, τὸ γυ­ρί­ζει ἀρ­γά, σπρώ­χνει μὲ πολ­λὴ προ­σο­χὴ τὸ πορ­τό­φυλ­λο. Δι­α­κρί­νει μιὰ λε­πί­δα ἀ­πὸ φῶς, μιὰ σχι­σμή, μιὰ λάμ­ψη στὸ ρὸζ χρῶ­μα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας.

       Ἀ­κρι­βῶς τό­τε, ἀ­πὸ μιὰ ἐ­λά­χι­στη χα­ρα­γὴ —κα­λὰ κρυμ­μέ­νη στὸν τοῖ­χο, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ γρα­φεί­ου—, ἕ­νας δει­νὸς σκο­πευ­τὴς πυ­ρο­βο­λεῖ καὶ σκο­τώ­νει τὸν κύ­ριο Τρὸλ μὲ μιὰ βο­λὴ στὸν αὐ­χέ­να.


Δραματοποίηση: Filippo Tognazzo


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le not­ti dif­fi­ci­li (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971.

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Οἱ χα­μέ­νες μέ­ρες


05-buzzati-oichamenesmeres-mtf-apotaitalikap-fournarisl363-eikona-01


Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)


Οἱ χα­μέ­νες μέ­ρες

(I giorni perduti)


02-OmikronΕΡΝΕΣΤΟ ΚΑΖΙΡΑ, με­ρι­κὲς ἡ­μέ­ρες με­τὰ τὴν ἐγ­κα­τά­στα­σή του στὴν πο­λυ­τε­λῆ βί­λα, ἐ­πι­στρέ­φον­τας, δι­έ­κρι­νε ἀ­πὸ μα­κριὰ ἕ­ναν ἄν­δρα μ΄ ἕ­να κι­βώ­τιο στὶς πλά­τες… Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ μιὰ πλα­ϊ­νὴ πορ­τού­λα τοῦ μαν­τρό­τοι­χου καὶ τὸ φόρ­τω­νε σ΄ ἕ­να φορ­τη­γό.

       Δὲν τὸν προ­λά­βαι­νε πρὶν φύ­γει. Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σε, λοι­πόν, μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Τὸ φορ­τη­γὸ ἔ­κα­νε πο­λὺ δρό­μο μέ­χρι τὶς ἀ­πό­μα­κρες πα­ρυ­φὲς τῆς πό­λης καὶ στα­μά­τη­σε στὸ χεῖ­λος μιᾶς χα­ρά­δρας.

       Ὁ Κα­ζί­ρα κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸ ἁ­μά­ξι καὶ πῆ­γε νὰ δεῖ. Ὁ ἄ­γνω­στος ξε­φόρ­τω­σε τὸ κι­βώ­τιο ἀ­πὸ τὸ φορ­τη­γὸ καί, ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε με­ρι­κὰ βή­μα­τα, τὸ πέ­τα­ξε στὴν τά­φρο ποὺ ἦ­ταν ξέ­χει­λη ἀ­πὸ χι­λιά­δες ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α κι­βώ­τια.

       Πλη­σί­α­σε τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ρώ­τη­σε: «Σὲ εἶ­δα νὰ βγά­ζεις ἐ­κεῖ­νο τὸ κι­βώ­τιο ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο μου. Τί εἶ­χε μέ­σα; Καὶ τί εἶ­ναι ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ κι­βώ­τια;»

       Ἐ­κεῖ­νος τὸν κοί­τα­ξε καὶ χα­μο­γέ­λα­σε: «Ἔ­χω κι ἄλ­λα στὸ φορ­τη­γὸ γιὰ πέ­τα­μα. Δὲν τὸ ξέ­ρεις; Εἶ­ναι οἱ μέ­ρες.»

       «Ποι­ὲς μέ­ρες;»

       «Οἱ μέ­ρες σου.»

       «Οἱ μέ­ρες μου;»

       «Οἱ χα­μέ­νες σου μέ­ρες. Οἱ μέ­ρες ποὺ ἔ­χα­σες. Δὲν τὶς πε­ρί­με­νες, ἔ; Ἦρ­θαν. Τί ἔ­κα­νες γιὰ αὐ­τές; Κοί­τα­ξέ τες, εἶ­ναι ἀ­νέ­πα­φες, ἀ­κό­μα ζω­η­ρές. Καὶ τώ­ρα…»

       Ὁ Κα­ζί­ρα κοί­τα­ξε. Τὰ κι­βώ­τια σχη­μά­τι­ζαν ἕ­να πε­λώ­ριο σω­ρό. Κα­τέ­βη­κε τὴν πλα­γιὰ κι ἄ­νοι­ξε ἕ­να.

       Μέ­σα ἦ­ταν ἕ­νας φθι­νο­πω­ρι­νὸς δρό­μος καὶ στὸ βά­θος ἡ Γκρα­τσι­έλ­λα, ἡ ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κιά του, ποὺ ἔ­φευ­γε ὁ­ρι­στι­κά. Κι αὐ­τὸς οὔ­τε κὰν τὴν κα­λοῦ­σε.

       Ἄ­νοι­ξε ἕ­να δεύ­τε­ρο. Ἦ­ταν ἕ­να δω­μά­τιο νο­σο­κο­μεί­ου καὶ στὸ κρε­βά­τι ὁ ἀ­δελ­φός του, ὁ Τζό­σου­α, ποὺ ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος καὶ τὸν πε­ρί­με­νε· αὐ­τὸς ὅ­μως ἔ­τρε­χε γιὰ τὶς δου­λει­ές του.

       Ἄ­νοι­ξε ἕ­να τρί­το. Στὸ κάγ­κε­λο τοῦ πα­λιοῦ φτω­χι­κοῦ σπι­τιοῦ στε­κό­ταν ὁ Ντιούκ, ὁ πι­στὸς μο­λοσ­σός, ποὺ τὸν πε­ρί­με­νε ἐ­δῶ καὶ δυ­ὸ χρό­νια, πα­ρα­τη­μέ­νος, πε­τσὶ καὶ κόκ­κα­λο. Μὰ ἐ­κεῖ­νος δὲν σκε­φτό­ταν νὰ γυ­ρί­σει.

       Αἰ­σθάν­θη­κε ἕ­να σφί­ξι­μο στὸ στο­μά­χι. Ὁ ἐκ­φορ­τω­τὴς στε­κό­ταν στη­τὸς στὸ χεῖ­λος τῆς χα­ρά­δρας, ψυ­χρὸς σὰν ἐ­κτε­λε­στής.

       «Κύ­ρι­ε!» φώ­να­ξε ὁ Κα­ζί­ρα. «Ἀ­κοῦ­στέ με. Ἀ­φῆ­στέ με νὰ πά­ρω μό­νο αὐ­τὰ τὰ τρί­α κι­βώ­τια. Σᾶς ἱ­κε­τεύ­ω. Μό­νο αὐ­τὰ τὰ τρί­α. Εἶ­μαι πλού­σιος. Θὰ σᾶς δώ­σω ὅ,τι θέ­λε­τε.»

       Ὁ ἐκ­φορ­τω­τὴς ἔ­κα­νε μιὰ κί­νη­ση μὲ τὸ δε­ξὶ χέ­ρι σὰν νὰ ἔ­δει­χνε ἕ­να ἀ­πρό­σι­το μέ­ρος, σὰν νὰ ἔ­λε­γε ὅ­τι ἦ­ταν πο­λὺ ἀρ­γά, ὅ­τι κα­μιὰ βελ­τί­ω­ση δὲν ἦ­ταν πι­θα­νή. Με­τὰ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ὡς διὰ μα­γεί­ας καὶ μο­νο­μιᾶς ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε κι ὁ γι­γαν­τια­ῖος σω­ρὸς τῶν μυ­στη­ρι­ω­δῶν κι­βω­τί­ων. Καὶ ἡ σκιὰ τῆς νύ­χτας ἔ­πε­φτε.


Δραματοποίηση: Monica Mainardi


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le not­ti dif­fi­ci­li (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971.

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.