Corrado Farina (Κορ­ράν­το Φα­ρί­να): Συ­νέν­τευ­ξη μὲ τὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι


L'ecrivain et journaliste italien Dino Buzzati (1906-1972) a Cervinia 1954 Neg:B70379PL --- Italian journalist and writer Dino Buzzati (1906-1972) in Cervinia 1954

L’ecrivain et journaliste italien Dino Buzzati (1906-1972) a Cervinia 1954  — Italian journalist and writer Dino Buzzati (1906-1972) in Cervinia 1954


Corrado Farina (Κορ­ράν­το Φα­ρί­να)


Συ­νέν­τευ­ξη μὲ τὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι

(Interviste Dino Buzzati)


02-piΕΡΑΣΑΝ πολ­λὰ χρό­νια ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα ποὺ πῆ­γα νὰ βρῶ τὸν Ντί­νο Μπου­τζά­τι γιὰ νὰ τὸν ρω­τή­σω ἂν ἤ­θε­λε νὰ γυ­ρί­σου­με μιὰ ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους γιὰ τὸν ἴ­διο. Μοῦ τὸν εἴ­χα­νε πε­ρι­γρά­ψει ὡς ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο, δύ­στρο­πο καὶ ἀ­πό­το­μο. Ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο, σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, μοῦ φά­νη­κε τὸ σπί­τι του, κα­τά­με­στο ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἑ­τε­ρό­κλι­τα ἀν­τι­κεί­με­να καὶ κα­λυμ­μέ­νο, στοὺς τοί­χους καὶ τὴ σο­φί­τα, ἀ­πὸ πί­να­κες ὅ­λων των δι­α­στά­σε­ων καὶ ὅ­λων των εἰ­δῶν – με­ρι­κοὶ πο­λὺ ἄ­σχη­μοι, ἄλ­λοι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ὄ­μορ­φοι. Πε­ρι­έρ­γως, στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ εἶ­δα μό­νο μιὰ κά­ποι­α δυ­σπι­στί­α ποὺ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε μό­λις δι­α­πι­στώ­σα­με —καὶ δὲ μᾶς πῆ­ρε πο­λὺ χρό­νο— ὅ­τι ἀ­γα­πού­σα­με τὰ ἴ­δια βι­βλί­α, τοὺς ἴ­διους ζω­γρά­φους, τὰ ἴ­δια πράγ­μα­τα…

       Ἀ­φοῦ ἔ­πε­σε αὐ­τὴ ἡ προ­στα­τευ­τι­κὴ μά­σκα —ποὺ ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι πη­γά­ζει ἀ­πὸ μιὰ ἔμ­φυ­τη ντρο­πα­λό­τη­τα— ἔ­μει­νε μό­νο ἕ­νας με­σή­λι­κας κύ­ριος, εὐ­γε­νέ­στα­τος, φι­λι­κός, ποὺ τὸ ντύ­σι­μό του, ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του, ἀ­κό­μα καὶ ὁ τρό­πος ποὺ μι­λοῦ­σε ἦ­ταν, πε­ρι­έρ­γως, ντε­μον­τέ. Ἕ­νας κύ­ριος μὲ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κοὺς τρό­πους, πο­λὺ μον­τα­νελ­λιά­νο, πο­λὺ «Κορ­ρι­έ­ρε ντὲ λὰ Σέ­ρα» πα­λιᾶς κο­πῆς, γιὰ νὰ συ­νεν­νο­ού­μα­στε· τό­σο, ποὺ νὰ μοῦ μι­λά­ει, σ’ ἐ­μέ­να, ποὺ ἤ­μουν πο­λὺ νε­ό­τε­ρος ἀπ΄ αὐ­τόν, στὸν ἑ­νι­κό.

       Τὴν ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους τὴν γύ­ρι­σα, ἀλ­λά, δυ­στυ­χῶς, δὲν εὐ­δό­κη­σε νὰ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κα­λύ­τε­ρα πράγ­μα­τα ποὺ ἔ­χω κά­νει, ἔ­τσι ὥ­στε ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα προ­σπα­θῶ νὰ τὴ δεί­χνω ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν λι­γό­τε­ρο. Ὡ­στό­σο, ἴ­σως ἀ­ξί­ζει τὸν κό­πο νὰ ξα­να­κού­σου­με καὶ νὰ με­τα­γρά­ψου­με με­ρι­κὰ ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ μιὰ ται­νί­α ἠ­χο­γρα­φη­μέ­νη σὲ κεί­νη τὴν πε­ρί­στα­ση, κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὴ συ­νο­μι­λί­α ποὺ ἔ­μει­ναν ἀ­ναλ­λοί­ω­τα καὶ ξα­να­ζων­τα­νεύ­ουν τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν καλ­λι­τέ­χνη.


***


Μι­λών­τας γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ἔρ­γο ἑ­νὸς συγ­γρα­φέ­α δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ γί­νον­ται ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν συγ­γρα­φέ­α. Ὅ­ταν μὲ ρω­τοῦν ποι­ό εἶ­ναι τὸ κύ­ριο θέ­μα μου, δὲν ξέ­ρω νὰ πῶ ποι­ό εἶ­ναι. Αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ τὸ πεῖ­τε ἐ­σεῖς. Για­τί, συ­νή­θως, ὁ καλ­λι­τέ­χνης (θε­έ μου! ἡ λέ­ξη καλ­λι­τέ­χνης κρύ­βει πάν­τα μέ­σα της μιὰ κά­ποι­α ἔ­παρ­ση) πι­στεύ­ει ὅ­τι κά­νει κά­τι, εἶ­ναι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι κά­νει κά­τι, κι ὕ­στε­ρα γεν­νι­έ­ται κά­τι ἄλ­λο ποὺ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κό, δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο γί­νο­μαι κα­τα­νο­η­τός. Γιὰ αὐ­τὸ τὸ λό­γο, ἡ ἑρ­μη­νεί­α, ὄ­χι μό­νο ἡ ἑρ­μη­νεί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἡ πε­ρι­γρα­φή, ὁ ἀ­κρι­βὴς ὁ­ρι­σμὸς ἑ­νὸς ἔρ­γου, πρέ­πει νὰ δί­νε­ται ἀ­πὸ ἐ­σᾶς, ὄ­χι ἀπ΄τὸν δη­μι­ουρ­γό.


Τὸ σπί­τι στὸ Μπε­λλοῦ­νο


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-02ΔΕΝ ΖΟΥΣΑ στὸ Μπελ­λοῦ­νο ἀ­πὸ μι­κρός, ζοῦ­σα πάν­τα στὸ Μι­λά­νο· γεν­νή­θη­κα σὲ δι­α­κο­πές, μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κα­νείς. Τὸ σπί­τι στὸ Μπελλοῦ­νο εἶ­ναι ἕ­να σπί­τι ποὺ βρί­σκε­ται πε­ρί­που ἑ­νά­μι­σι χι­λι­ό­με­τρο ἀπ΄ τὴν πό­λη τοῦ Μπελ­λοῦ­νο, ποὺ σή­με­ρα σι­γὰ-σι­γὰ θὰ τὴν κα­τα­πι­εῖ ἡ πό­λη ποὺ ἐ­πε­κτεί­νε­ται πά­νω στὴν ἀ­ρι­στε­ρὴ ὄ­χθη τοῦ Πιά­βε. Σὲ κεῖ­νο τὸ σπί­τι, ποὺ κά­πο­τε ἦ­ταν ἐ­ξο­χι­κὸ (ὄ­χι πιὰ σή­με­ρα, ἀ­φοῦ τὰ σπί­τια ἀρ­χί­ζουν νὰ πλη­σιά­ζουν), μέ­να­με πε­ρί­που τρεῖς μῆ­νες τὸ χρό­νο, για­τὶ ὁ πα­τέ­ρας μου ἦ­ταν, οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ δι­και­οῦ­ταν τρεῖς μῆ­νες δι­α­κο­πῶν. Καὶ εἶ­ναι λο­γι­κὸ —ἢ, του­λά­χι­στον, σύ­νη­θες— οἱ ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ παι­δι­κά μου χρό­νια σὲ κεῖ­να τὰ μέ­ρη νὰ εἶ­ναι οἱ πιὸ δυ­να­τὲς ποὺ ἀ­πό­χτη­σα στὴ ζω­ή μου… καὶ οἱ πιὸ χα­ρού­με­νες, κα­τὰ βά­θος.

       Στὴ διά­ρκεια τοῦ πρώ­του παγ­κο­σμί­ου πο­λέ­μου αὐ­τὸ τὸ σπί­τι λε­η­λα­τή­θη­κε ἐν­τε­λῶς καὶ εἶ­χαν μεί­νει μό­νο οἱ τοῖ­χοι. Παρ΄ ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­φοῦ πρῶ­τα δι­α­κο­σμή­θη­κε μὲ δι­ά­φο­ρα ἔ­πι­πλα πιὸ ἁ­πλῆς φόρ­μας, δι­α­τή­ρη­σε — καὶ ἀ­κό­μα δι­α­τη­ρεῖ— αὐ­τὴ τὴ μα­γι­κὴ δύ­να­μη ποὺ αἰ­σθα­νό­μουν ἀ­πὸ παι­δί. Ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα, τὸ ὁ­μο­λο­γῶ, ὅ­ταν πη­γαί­νω ἐ­κεῖ, ἰ­δι­αί­τε­ρα σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­στά­σεις, ὁ­ρι­σμέ­νες ὧ­ρες, αἰ­σθά­νο­μαι ἀ­κό­μα αὐ­τὸν τὸν ἀ­έ­ρα, αὐ­τὴν τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ εἶ­χα βι­ώ­σει, καὶ ποὺ τὴν εἶ­χα κά­νει δι­κή μου, ὅ­ταν ἤ­μουν παι­δί.

 

Τὰ βου­νά


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-03ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ εἶ­χα ἕ­να εἶ­δος φο­βε­ροῦ πά­θους γιὰ τὰ βου­νά· τό­σο ὥ­στε νὰ κλαί­ω τὶς νύ­χτες, ὅ­ταν δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ πά­ω. Ἔ­κλαι­γα νύ­χτες ὁ­λό­κλη­ρες. Ἀρ­γό­τε­ρα ἄρ­χι­σα νὰ πη­γαί­νω. Πο­τὲ δὲν ὑ­πῆρ­ξα με­γά­λος ἀλ­πι­νι­στής, ὡ­στό­σο ἀ­ναρ­ρι­χή­θη­κα πο­λύ, στὴν ἀρ­χὴ μὲ φί­λους, με­τὰ μὲ ὁ­δη­γούς, ἀ­κό­μα καὶ μὲ κεί­νους ποὺ βαθ­μο­λο­γοῦν­ται μὲ ἑ­πτὰ στὴν κλί­μα­κα ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τας τῆς ἀ­ναρ­ρί­χη­σης καὶ κα­τά­γον­ταν ἀ­πὸ τὸ Μπε­λ­λοῦ­νο, ὅ­που καὶ ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας πυ­ρή­νας τέ­τοι­ων ἀ­ξι­ό­λο­γων καὶ ση­μαν­τι­κῶν ἀλ­πι­νι­στῶν στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ΄20 καὶ τοῦ ΄30.

       Τώ­ρα γιὰ νὰ πῶ πό­σες ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἀ­να­μνή­σεις ἔ­χουν μεί­νει στὰ γρα­πτά μου, θὰ χρει­α­ζό­ταν νὰ ἀ­να­τρέ­ξω σὲ ὅ­λα μου τὰ βι­βλί­α ἕ­να πρὸς ἕ­να.

       Τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο, ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Ὁ Μπάρ­ναμ­πο τῶν βου­νῶν (Bar­na­bo del­le mon­ta­gne), εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α μὲ δα­σο­φύ­λα­κες ποὺ ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται σὲ μιὰ πε­ρι­ο­χὴ δο­λο­μι­τι­κῶν βου­νῶν ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χουν. Αὐ­τὸς ὁ Μπάρ­ναμ­πο ἔ­χει κα­θα­ρὲς ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ βου­νά, ἀλ­λὰ ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τὰ τὰ βου­νά; Θά ΄λε­γα ὄ­χι οἱ πο­λὺ ψη­λοὶ Δο­λο­μί­τες, οἱ πλα­γι­ὲς τύ­που Τσι­βέτ­τα (Ci­vet­ta), τύ­που Πέλ­μο (Pel­mo). Ὄ­χι. Μᾶλ­λον βου­νά… πῶς νὰ τὰ ποῦ­με; Ὅ­πως τὰ βου­νὰ ποὺ βρί­σκον­ται στὴν ἀ­ρι­στε­ρὴ ὄ­χθη τοῦ Πιά­βε, ἡ ὁ­ρο­σει­ρὰ ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Μον­φαλ­κό­νε ντὶ Τό­ρο (Μon­­fal­­co­­ne di To­ro), ποὺ βρί­σκε­ται οὐ­σι­α­στι­κὰ πά­νω ἀ­πὸ τὸ Κα­λάλ­τσο (Ca­­lal­­zo), ἀ­να­το­λι­κὰ τοῦ Κα­λάλ­τσο: ὁ­ρο­σει­ρὰ ποὺ σή­με­ρα ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­σμο, ἐπειδὴ ὑ­πάρ­χουν πιὸ πολ­λὰ κα­τα­φύ­για. Τό­τε ποὺ πή­γαι­να ἐ­γὼ —δη­λα­δὴ τὸ ΄29 καὶ τὸ ΄30— πο­λὺ λί­γος κό­σμος πή­γαι­νε ἐ­κεῖ, στὴν οὐ­σί­α ἦ­ταν μιὰ ὁ­ρο­σει­ρὰ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νη.

       Τὸ δεύ­τε­ρο βι­βλί­ο ὀ­νο­μα­ζό­ταν: Τὸ μυ­στι­κὸ τοῦ Γέ­ρι­κου Δά­σους (Il Se­gre­­to del Bos­co Vec­chio) καὶ ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ ἕ­να δά­σος στὸ βου­νό, ἀλ­λὰ τὰ βου­νὰ δὲν ἔ­παι­ζαν κα­νέ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο ρό­λο. Ἀν­τί­θε­τα τὸ δά­σος εἶ­χε ση­μα­σία. Αὐ­τὸ τὸ φαν­τα­στι­κὸ δά­σος ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὶς ἐμ­πει­ρί­ες μου; Ὄ­χι. Θά ΄λε­γα ὄ­χι. Βέ­βαι­α, οἱ ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ δά­ση ποὺ δι­έ­σχι­σα γιὰ νὰ βρε­θῶ στὰ βου­νά, οἱ ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὰ βου­νὰ καὶ τὶς κοι­λά­δες, συσ­σω­ρεύ­ον­ται στὴν μνή­μη καὶ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ ἐ­ξά­γεις ἀ­πὸ αὐ­τὴν κά­τι και­νούρ­γιο, ποὺ νὰ μὴν ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ κά­ποι­α συγ­κε­κρι­μέ­νη το­πο­θε­σί­α.

       Μιὰ ἀ­σα­φῆ το­πο­γρα­φι­κὴ ἀ­να­φο­ρά, στὴν οὐ­σί­α ἡ αἴ­σθη­ση, ἡ ἰ­δέ­α ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­ρή­μου τοῦ βορ­ρᾶ ποὺ ἁ­πλω­νό­ταν στὰ ρι­ζὰ τοῦ φρου­ρί­ου Μπα­στιά­νη —φρού­ριο ποὺ βρι­σκό­ταν πά­νω σ΄ ἕ­να πέ­ρα­σμα ἀ­νά­με­σά σε κρη­μνώ­δη βου­νά— μοῦ ἦρ­θε στὸ μυα­λὸ ἀ­πὸ τὴν εἰ­κό­να τῆς πε­διά­δας τοῦ βορ­ρᾶ, ποὺ φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν Δο­λο­μι­τῶν τοῦ Σέ­στο (Do­lo­mi­ti di Ses­to), ὅ­πως ἡ κο­ρυ­φὴ Κρόν­τα Ρόσ­σα ντὶ Σέ­στο (Cro­da Ros­sa di se­sto), ἡ Κρόν­τα ντέι Τρὲ Σκά­πε­ρι (Cro­da dei Tre Sca­pe­ri), ἡ Κο­ρυ­φὴ 11 (Ci­ma 11). Στὴν κο­ρυ­φὴ Κρόν­τα ντέι τρὲ Σκά­πε­ρι πή­γαι­να ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἤ­μουν πο­λὺ νε­α­ρός: πέ­ρα ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς κο­ρυ­φές, ἀ­πὸ κά­τω, ὑ­πάρ­χει ἡ κοι­λά­δα Που­στέ­ρια (Pu­ste­ria), με­τὰ ἕ­νας λό­φος, μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ μι­κροὺς πρά­σι­νους λό­φους ποὺ ση­κώ­νον­ται ὁ­μα­λά, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι ψη­λοὶ κι ἀ­μέ­σως με­τὰ ἐ­κεί­νη ἡ πε­διά­δα, ἢ κα­λύ­τε­ρα μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι πε­διά­δα, ποὺ χά­νε­ται μέ­σα στὴν κα­τα­χνιὰ καὶ τὶς ὁ­μί­χλες τοῦ βορ­ρᾶ.


Ὁ χρό­νος κι ὁ θά­να­τος


Η ΑΙΣΘΗΣΗ τοῦ ἀ­με­τα­κί­νη­του χρό­νου δὲν εἶ­μαι σὲ θέ­ση νὰ πῶ ἀ­πὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται, εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος ἐ­φιά­λτη, μιὰ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α, ἕ­να ἐ­πί­μο­νο συ­ναί­σθη­μα ποὺ ἄρ­χι­σα νὰ αἰ­σθά­νο­μαι ἀ­πὸ παι­δί. Ποῦ νὰ ξέ­ρω ἀ­πὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται; Κα­τὰ βά­θος εἶ­ναι ἕ­να ἀ­να­πό­σπα­στο κομ­μά­τι τῆς ζω­ῆς, ἕ­να θε­με­λι­ῶ­δες συ­στα­τι­κό της ζω­ῆς.

       Θυ­μᾶ­μαι ἀ­πὸ τό­τε ἀ­κό­μη ποὺ ἤ­μουν μι­κρός, ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­στῶ κά­τι… Τέ­λει­ω­νε μιὰ χρο­νι­κὴ πε­ρί­ο­δος, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν ἔκλεινε τὸ σχο­λεῖ­ο κι ἤ­μουν χα­ρού­με­νος, καὶ τὴν ἴ­δια στιγμὴ εἶ­χα αὐ­τὴν τὴν αἴ­σθη­ση γιὰ κά­τι ποὺ τέ­λει­ω­νε μιὰ γιὰ πάν­τα, ποὺ δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πα­να­λη­φθεῖ πο­τέ.

       Τώ­ρα μὲ ρω­τᾶ­τε γιὰ τὸν θά­να­το – τὸν εἶ­χα ρω­τή­σει, φυ­σι­κά, για­τί αὐ­τὸ τὸ θέ­μα ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­ταν τό­σο συ­χνὰ στὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό του ἔρ­γο. Ἀ­ναμ­φί­βο­λα αὐ­τὴ ἦ­ταν πάν­τα μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐμ­μο­νές μου: ὁ χρό­νος ποὺ φεύ­γει καὶ ὁ θά­να­τος πού, ἀ­να­πό­φευ­κτα, πλη­σιά­ζει. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, κυ­ρί­ως κα­θὼς ἡ ζω­ὴ προ­χω­ροῦ­σε, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ μὲ ἐ­ξέ­πλητ­τε­ ἦ­ταν ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦ­σαν σὰ νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χε κὰν ὁ θά­να­τος.

       Γε­νι­κὰ ὅ­λοι πάν­τα μὲ ἐ­πέ­πλητ­ταν: «Θε­έ μου, συ­νε­χί­ζεις ἀ­κό­μη νὰ γρά­φεις γιὰ τὸ θά­να­το, γρά­ψε καὶ γιὰ κά­τι ἄλ­λο.» Μὰ στὴν οὐ­σί­α αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ζη­τού­με­νο, τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ θέ­μα ποὺ ὑ­πάρ­χει, νο­μί­ζω, ἀ­πὸ καλ­λι­τε­χνι­κὴ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὴ σκο­πιά. Χω­ρὶς ἄλ­λο, μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κα­νεὶς ὅ­τι εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ θέ­μα ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α. Τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ὅ­λων.

       Τώ­ρα, πράγ­μα­τι, γρά­φω ἕ­να βι­βλί­ο – μὰ δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου ἕ­να φι­λο­σο­φι­κὸ δο­κί­μιο, πρὸς θε­οῦ! Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­φή­γη­μα – ὅ­που ὁ θά­να­τος εἶ­ναι τὸ βα­σι­κὸ θέ­μα. Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ θὰ μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ νὰ ἐκ­φρά­σω εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη βλα­κεί­α τῆς πλει­ο­νό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ζοῦν (μι­λῶ γιὰ τὸν δυ­τι­κὸ κό­σμο ὅ­που ζῶ κι ἐ­γώ) λὲς κι ὁ θά­να­τος δὲν θὰ τοὺς βρεῖ πο­τέ.

       Βλέ­πω, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀν­θρώ­πους μιᾶς κά­ποι­ας ἡ­λι­κί­ας, ἀν­θρώ­πους μὲ ἀ­σπρι­σμέ­να τὰ μαλ­λιά τους καὶ μὲ τὸ ἕ­να πό­δι στὸν τά­φο, ποὺ ἀ­κό­μα τοὺς ἀ­πα­σχο­λεῖ τὸ μέλ­λον, τοὺς ἀ­πα­σχο­λοῦν οἱ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κὲς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, βα­σα­νί­ζον­ται για­τὶ δὲν ἔ­χουν πά­ρει ἕ­ναν ἔ­παι­νο, για­τὶ οἱ ἐ­φη­με­ρί­δες δὲν ἀ­να­φέ­ρουν τὸ ὄ­νο­μά τους… – ὅ­ταν με­τὰ πε­θαί­νουν, ὑ­πάρ­χουν στιγ­μὲς ποὺ σοῦ ΄ρχε­ται νὰ γε­λά­σεις. Ἴ­σως εἶ­ναι σκλη­ρό, ὡ­στό­σο σοῦ ΄ρχε­ται νὰ γε­λά­σεις. Γύ­ρω μου συ­νέ­βη­σαν πε­ρι­στα­τι­κὰ ἐν­τε­λῶς γε­λοῖα ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους (μι­λῶ γιὰ συγ­γρα­φεῖς, δη­μο­σι­ο­γρά­φους…) ποὺ ἀ­πο­τα­μί­ευ­αν χρή­μα­τα, τὰ ἐ­πέν­δυ­αν μὲ ἀ­συ­νή­θι­στη κα­πα­τσο­σύ­νη, ἔ­παιρ­ναν πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὸ χρη­μα­τι­στή­ριο καὶ τὴν ἀ­γο­ρὰ ἀ­κι­νή­των, ἐ­πέν­δυ­αν σὲ πί­να­κες ζω­γρα­φι­κῆς, κι ὅ­λα αὐ­τὰ γιὰ τὸ μέλ­λον τους, γιὰ νὰ ἔ­χουν ἥ­συ­χα καὶ ἄ­νε­τα γη­ρα­τειά… – κι ὕ­στε­ρα τοὺς ἔ­πι­α­νε ἕ­να βη­χα­λά­κι, ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν ἕ­να για­τρὸ καὶ με­τὰ δε­κα­πέν­τε μέ­ρες ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ χῶ­μα. Λοι­πόν; Λοι­πόν, ἄν σοῦ ΄ρχε­ται νὰ γε­λά­σεις, εἶ­ναι κι αὐ­τὸ ἀν­θρώ­πι­νο… αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο.

       Φυ­σι­κά, ἀ­να­φέ­ρο­μαι στὸ θά­να­το χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀλ­λη­γο­ρί­ες, καὶ γιὰ αὐ­τὸ τὸ λό­γο —στὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων— ὁ κό­σμος δὲν κα­τα­λα­βαί­νει.

       Πρό­σφα­τα ἔ­γρα­ψα ἕ­να βι­βλί­ο… ὄ­χι, ἕ­να δι­ή­γη­μα ποὺ τὸ δη­μο­σί­ευ­σε ἡ Corriere della sera, καὶ ποὺ ὀ­νο­μα­ζό­ταν, νο­μί­ζω, «Μιὰ ἀ­νη­συ­χη­τι­κὴ ἐ­πί­σκε­ψη» («Una visita sconcertante»). Τὸν τί­τλο δὲν τὸν βά­ζω ἐ­γώ – ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς τὸν ἀλ­λά­ζουν στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Οὐ­σι­α­στι­κὰ ἦ­ταν ὁ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος ποὺ φέρ­νει τὸ προ­άγ­γελ­μα τοῦ θα­νά­του· ἔ­λα­βα δυ­ὸ-τρί­α γράμ­μα­τα ἀ­πὸ τὸν κό­σμο ποὺ ἔ­λε­γαν: «Μά, τί πά­ει νὰ πεῖ αὐ­τό, τί ση­μαί­νει;». Εἶ­ναι ἄλ­λη μιὰ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν σκέ­φτε­ται κα­θό­λου τὸ θά­να­το, λὲς κι εἶ­ναι κά­τι ξέ­νο πρὸς τὸ πε­πρω­μέ­νο του. Για­τὶ ἂν αὐ­τοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι στὶς ἐ­πι­στο­λές, ποὺ κρί­νον­τας ἀ­πὸ τὰ συμ­φρα­ζό­με­να πρέ­πει νὰ εἶ­ναι κά­ποι­ας ἡ­λι­κί­ας, ἂν πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χαν τὴν ἰ­δέ­α τοῦ θα­νά­του, ὅ­πως ὅ­λοι θά ΄πρε­πε νὰ ἔ­χουν… ὡ­στό­σο, ὄ­χι μὲ τὴν μορ­φὴ φό­βου, ἐ­φιά­λτη, ἀλ­λὰ μὲ τὴν μορ­φὴ τῆς ἐ­πί­γνω­σης. Πι­στεύ­ω ὅ­τι σὲ ὁ­ρι­σμέ­να μέ­ρη τῆς ἀ­να­το­λῆς ὑ­πάρ­χει πιὸ πο­λὺ ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ θα­νά­του ἀ­πὸ ὅ­τι σὲ μᾶς ἐ­δῶ, κι ὅ­τι ὁ θά­να­τος τρο­μο­κρα­τεῖ λι­γό­τε­ρο.

       Ὅ­ταν τὸν σκέ­φτε­ται κα­νεὶς ὅ­λη του τὴ ζω­ή, κά­ποι­α στιγ­μὴ φτάνει, καὶ ἴ­σως θά ΄πρε­πε νὰ τὸν φο­βᾶ­ται, ὅ­πως ἐ­γώ. Σὲ μᾶς, ἀν­τι­θέ­τως, κά­θε φο­ρὰ ποὺ συ­ναν­τᾶ κα­νεὶς τὸ θά­να­το, μοιά­ζει σὰν νὰ γκρε­μί­ζε­ται ὁ κό­σμος γύ­ρω του, σὰν νὰ συ­ναν­τᾶ κά­τι ἐν­τε­λῶς ἀ­προσ­δό­κη­το, μιὰ τρο­με­ρὴ ἀ­δι­κία, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅ­τι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δυ­ὸ μέ­ρες ὅ­λοι εἶ­ναι τό­σο κα­θη­συ­χα­σμέ­νοι, ὅ­σο ἦταν καὶ πρὶν νὰ συμ­βεῖ. Πράγ­μα­τι, κά­τι ἄλ­λο ὑ­περ­βο­λι­κὰ γε­λοῖ­ο σὲ μᾶς σχε­τι­κὰ μὲ τὸ θά­να­το εἶ­ναι ὅ­τι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πε­θαί­νει, πρό­κει­ται γιὰ τρα­γω­δί­α, θρῆ­νο, ἀ­πελ­πι­σί­α, τέλος τῶν πάντων κλπ. – περ­νᾶ­νε εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις ὧ­ρες κι ὅ­λα γί­νον­ται ὅ­πως πρίν, ὅ­λοι ἀ­δι­α­φο­ροῦν.

 

Τὸ φαν­τα­στι­κό

 

12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-04ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ πε­ποί­θη­ση —εὐ­τυ­χῶς, δὲ μοῦ τὴν ἔ­χει δι­δά­ξει κα­νέ­νας— ὅ­τι ὅ­ταν πρό­κει­ται νὰ πραγ­μα­τευ­τεῖς ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ θέ­μα, τὸ γλωσ­σι­κὸ ἰ­δί­ω­μα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι σα­φές, ἁ­πλό, στρω­τό, σχε­δὸν ὑ­πη­ρε­σια­κό, ἐν ὀ­λί­γοις δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κό. Για­τί; Για­τὶ σὲ αὐ­τὴ τὴν φαν­τα­στι­κὴ ἐ­πι­νό­η­ση χρει­ά­ζε­ται νὰ δώ­σεις τὴ μέ­γι­στη δυ­να­τὴ ρε­α­λι­στι­κὴ ὑ­πό­στα­ση. Μιὰ ἀ­πό­δει­ξη σὲ αὐ­τὸ ποὺ λέ­ω εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι ζω­γρά­φοι τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ πάν­τα ζω­γρά­φι­ζαν χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μιὰ φόρ­μα πο­λὺ ἀ­κρι­βῆ, σχε­δὸν σχο­λα­στι­κή, σχε­δὸν τέ­λεια, σχε­δὸν φω­το­γρα­φι­κή. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα: ἀ­πὸ τὸν πα­λιὸ τοῦ ρο­μαν­τι­σμοῦ Γερ­μα­νὸ Γιό­χαν Χάινριχ Φίσλι, καὶ αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸν προ­η­γού­με­νο αἰ­ώ­να, γιὰ νὰ φτά­σου­με μέ­χρι τοὺς δι­κούς μας με­γά­λους ὑ­περ­ρε­α­λι­στές, πρῶ­τος με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων ὁ Τζόρ­τζιο Ντὲ Κί­ρι­κο, ποὺ ἐκ­φρά­ζει τὴ με­τα­φυ­σι­κή του μέ­σῳ μιᾶς ζω­γρα­φι­κῆς μὲ με­γά­λη ἀ­κρί­βεια, εἴ­τε ζω­γρα­φί­ζει τὶς πλα­τεῖ­ες τῆς Ἰ­τα­λί­ας, εἴ­τε ζω­γρα­φί­ζει κοῦ­κλες βι­τρί­νας, ἄ­λο­γα στὴ ὄ­χθη τῆς θά­λασ­σας, ἢ ἐ­κεῖ­να τὰ με­τα­φυ­σι­κὰ δω­μά­τια μὲ τὴ σο­φί­τα τους γε­μά­τη ἀ­πὸ πα­ρά­ξε­να καὶ ἑ­τε­ρό­κλι­τα ἀν­τι­κεί­με­να. To ἴ­διο καὶ οἱ ἄλ­λοι ὑ­περ­ρε­α­λι­στές: ὁ Μαγ­κρίτ, ὁ Μὰξ Ἔρ­νστ, —ὁ πι­ὸ ἀ­ξι­ό­λο­γος— ὁ Ντελ­βό, ἢ ὁ Ντα­λί – ἡ πρώ­ι­μη πε­ρί­ο­δος τοῦ Ντα­λί, ἐν­νο­εῖ­ται. Εἶ­ναι πράγ­μα­τα φτι­αγ­μέ­να μὲ με­γά­λη ἀ­κρί­βεια. Κι ὕ­στε­ρα ὅ­ταν οἱ ἴ­διοι ζω­γρά­φοι ἀρ­χί­ζουν νὰ ζω­γρα­φί­ζουν μὲ πιὸ ἐ­λεύ­θε­ρο τρό­πο, πιὸ κλα­σι­κό, ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ μα­γι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα δι­α­λύ­ε­ται ἐν­τε­λῶς. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ ὄ­ψι­μος Μὰξ Ἐρ­νστ, ποὺ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου δὲν ἀ­ξί­ζει πιὰ τί­πο­τα, ἄρ­χι­σε νὰ κά­νει πο­λὺ κομ­ψὰ καὶ ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να παι­χνί­δια εἰ­κο­νο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τὸ ποὺ κα­τά­φερ­νε νὰ πεῖ κά­πο­τε, τώ­ρα νὰ μὴν τὸ λέ­ει πιά. Τὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ χῶ­ρο. Γιὰ νὰ δώ­σεις μα­γι­κὴ δύ­να­μη στὰ πράγ­μα­τα καὶ στὰ πρό­σω­πα χρει­ά­ζε­ται νὰ τὰ πε­ρι­γρά­φεις μέ­χρι κε­ραί­ας, ποὺ λέ­νε… Ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ χῶ­ρο τὴν ἔ­χου­με στὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Πό­ε, ποὺ εἶ­ναι γραμ­μέ­να μὲ ἕ­να πο­λὺ ἁ­πλὸ τρό­πο, μὲ λε­πτο­με­ρεῖς καὶ ἀ­κρι­βεῖς πε­ρι­γρα­φές, ἔ­τσι ὥ­στε αὐ­τὲς οἱ πα­ρά­ξε­νες καὶ φαι­νο­με­νι­κὰ ἀν­τι­φα­τι­κὲς εἰ­κό­νες πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στὸν ἀ­να­γνώ­στη μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λε­πτο­μέ­ρεια. Ἕ­να ἀρ­νη­τι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα, ἀν­τί­θε­τα, εἶ­ναι αὐ­τὸ τοῦ Λάβ­κρα­φτ, ποὺ πολ­λοὶ κρι­τι­κοὶ τοῦ πλέ­κουν τώ­ρα τὸ ἐγ­κώ­μιο, ἀλ­λὰ ποὺ γιὰ μέ­να εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας δεύ­τε­ρης, ἂν ὄ­χι τρί­της, κα­τη­γο­ρί­ας. Ἔ­γρα­ψε δι­η­γή­μα­τα τρό­μου, υἱ­ο­θε­τών­τας συ­χνὰ ἕ­να γλωσ­σι­κὸ ἰ­δί­ω­μα συγ­κε­χυ­μέ­νο, ποὺ προ­κα­λεῖ τα­ρα­χή, ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ γλωσ­σι­κὸ ἰ­δί­ω­μα γιὰ νὰ δι­η­γη­θεῖ φαν­τα­στι­κὰ πράγ­μα­τα, κι ἔ­τσι τὰ πάν­τα κα­τα­στρέ­φον­ται.


Τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-05ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΛΕΤΕ [τοῦ εἶ­χα ἐ­πι­ση­μά­νει τὴν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὴ συ­νι­στώ­σα ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­με­ρι­κά­νι­κων δι­η­γη­μά­των ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας στὸ τέ­λος τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ΄50], εἶ­ναι μιὰ πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα δι­εύ­ρυν­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, δὲ δι­α­φω­νῶ, ποὺ πράγ­μα­τι ἔ­χει πο­λὺ ἐ­λα­στι­κὰ ὅ­ρια.

       Ὅ­λη ἡ φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ εἶ­ναι ἀ­ξι­ό­λο­γη, ἀ­κό­μα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ πραγ­μα­τεύ­ον­ται ἀ­πί­θα­νες κα­τα­στά­σεις, μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α, για­τὶ προ­τί­θεν­ται νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο ὅ­πως πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­ναι: ὄ­χι τό­σο γιὰ τὸν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο, ὅ­σο γιὰ τὸν αἰ­ώ­νιο ἄν­θρω­πο, ποὺ πι­στεύ­ω ὅ­τι στὴν οὐ­σί­α δὲν ἔ­χει ἀλ­λά­ξει κατ΄ ἐ­λά­χι­στον στὸ πέ­ρα­σμα τῶν αἰ­ώ­νων…

       Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι δὲν εἶ­μαι ἀ­να­γνώ­στης βι­βλί­ων ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας. Ἴ­σως τὸ λι­γό­τε­ρο ἀ­ξι­ό­λο­γο βι­βλί­ο ποὺ ἔ­χω γρά­ψει εἶ­ναι Τὸ τέ­λει­ο ἀν­τί­γρα­φο (Il grande ritratto): ἕ­να μη­χά­νη­μα (ποὺ ἔ­χει δι­ά­νοι­α καὶ αἴ­σθη­ση, ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος), δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν κα­τάλ­λη­λο χῶ­ρο ὅ­που κα­θο­ρί­στη­κε αὐ­τὸ ποὺ κοι­νῶς ὀ­νο­μά­ζου­με ψυ­χή. Καὶ τό­τε, σὲ αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νο ὀ­χυ­ρό, σὲ μιὰ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νη κοι­λά­δα τῶν Ἄλ­πε­ων, γεν­νι­έ­ται πραγ­μα­τι­κὰ ἕ­να ἀν­θρώ­πι­νο πλά­σμα μὲ ψυ­χὴ ἀ­λη­θι­νῆς γυ­ναί­κας. Ἐ­πει­δή, ὡ­στό­σο, βρί­σκε­ται φυ­λα­κι­σμέ­νη μέ­σα σὲ ἕ­να τε­ρα­τῶ­δες μη­χά­νη­μα, πα­ρα­φρο­νεῖ για­τὶ —ἀ­φοῦ ἔ­χει κε­φά­λι καὶ ψυ­χὴ γυ­ναί­κας, ὅ­πως τὴν ἔ­χουν κα­τα­σκευά­σει— θέ­λει νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὅ­πως οἱ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, καὶ για­υτὸ κά­νει τὰ πάν­τα γιὰ νὰ αὐ­το­κα­τα­στρα­φεῖ. Καὶ τὸ κα­τα­φέρ­νει: δὲν μπο­ρεῖ ἡ ἴ­δια, φυ­σι­κά, νὰ κα­τα­στρέ­ψει τὸν ἑ­αυ­τό της, ἀλ­λὰ κα­νο­νί­ζει νὰ τὴν κα­τα­στρέ­ψει κά­ποι­ος ἄλ­λος.

       Δὲν θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­μαι συγ­γρα­φέ­ας ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, ὡ­στό­σο Τὸ τέ­λει­ο ἀν­τί­γρα­φο θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας: ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α πα­λιοῦ στύλ, ἀλ­λὰ πάν­τως ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α. Κά­ποι­ος ποὺ δὲ θυ­μᾶ­μαι τὸ ὄ­νο­μά του ἐ­πέ­λε­ξε κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἀ­πὸ τὰ δι­η­γή­μα­τά μου, τὰ ὁποῖα κα­τὰ τὴ γνώ­μη του εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας ἢ του­λά­χι­στον τὴν προ­σεγ­γί­ζουν, ὅ­λα δι­η­γή­μα­τα φαν­τα­σί­ας ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται στὸ σύγ­χρο­νο τρό­πο ζω­ῆς: ὅ­πως τὸ «Ὁ ἱ­πτά­με­νος δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε» («Il disco si posό»), ἢ ὅ­πως τὸ «Κυ­νη­γοὶ γε­ρόν­των» («Cacciatori di vecchi») – ἐ­κεί­νη ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ κυ­νη­γοῦν ἕ­να μο­το­σι­κλε­τι­στή· ἢ ἐ­κεί­νη ἡ σει­ρὰ δι­η­γη­μά­των ποὺ ἦ­ταν στὸ Κο­λόμ­πρε (Colombre), «Τα­ξί­δι στὰ κο­λα­στή­ρια του αἰ­ώ­να» («Viaggio neg­li inferni del secolo»).


Ἡ ζω­γρα­φι­κή


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-06ΟΤΑΝ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ ἂν ζω­γρα­φί­ζω ἀ­πὸ χόμ­πι ἀ­παν­τῶ: ὄ­χι, δὲ ζω­γρα­φί­ζω ἀ­πὸ χόμ­πι· ὅ­ταν ζω­γρα­φί­ζω κά­νω ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια δου­λειὰ ποὺ κά­νω ὅ­ταν γρά­φω, κά­νω δη­λα­δὴ ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια δι­α­νο­η­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α, γιὰ νὰ μὴ τὴν ὀ­νο­μά­σου­με, ἀ­λα­ζο­νι­κά, καλ­λι­τε­χνι­κή. Μό­νο ποὺ στὴ μιὰ πε­ρί­πτω­ση ἐκ­φρά­ζο­μαι μὲ λέ­ξεις, ἐ­νῶ στὴν ἄλ­λη μὲ σχέ­δια καὶ χρῶ­μα.

       Ἁ­πλῶς, αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα τὸ ἔ­κα­να ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἤ­μουν παι­δί. Ἄρ­χι­σα νὰ σχε­διά­ζω καὶ νὰ ζω­γρα­φί­ζω πρὶν ἀρ­χί­σω νὰ γρά­φω, ἀλ­λὰ με­τὰ στὴν πρά­ξη… ἡ δου­λειὰ τοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ τοῦ δη­μο­σι­ο­γρά­φου ἔ­κα­ναν ἔ­τσι, ὥ­στε ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ ἀ­φο­σι­ω­θῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ συγ­γρα­φὴ πα­ρὰ στὴ ζω­γρα­φι­κή. Εἶ­ναι λο­γι­κὸ ποὺ στὴ συγ­γρα­φὴ ἀ­πέ­κτη­σα πεί­ρα μέ­σῳ τῆς δου­λειᾶς, πράγ­μα ποὺ στὴν ζω­γρα­φι­κὴ μοῦ λεί­πει ἤ, του­λά­χι­στον, εἶ­ναι ἀ­νε­παρ­κής. Στὸ σχέ­διο πι­στεύ­ω ὅ­τι τὰ κα­τα­φέρ­νω ἀρ­κε­τὰ κα­λά. Τὸ σχέ­διο εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ κεῖ­να τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δύ­σκο­λα μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ σοῦ μά­θει. Ὅ­σο καὶ νὰ με­λε­τή­σει κα­νεὶς σχέ­διο, ἂν δὲν ἔ­χει κλί­ση σ’ αὐτό, δὲν κα­τα­φέρ­νει νὰ κά­νει τί­πο­τα ἀ­πο­λύ­τως. Ἀν­τί­θε­τα, στὴ ζω­γρα­φι­κὴ ὑ­πάρ­χει μιὰ τε­χνι­κὴ ποὺ ἐ­μέ­να του­λά­χι­στον δὲ μοῦ τὴ δί­δα­ξε κα­νεὶς κι αὐ­τὸ τὸ λί­γο ποὺ κα­τα­φέρ­νω νὰ κά­νω, τὸ κα­τα­φέρ­νω μέ­σῳ τῆς πεί­ρας, τῶν δο­κι­μῶν, τῶν λα­θῶν, καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς, ποὺ ἔ­χω κά­νει μέ­χρι τώ­ρα. Ὡς ἐκ τού­του σὲ με­ρι­κοὺς πί­να­κές μου μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νεὶς κά­ποι­α ἀ­τολ­μί­α ἢ ἀ­πει­ρί­α ζω­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Μὰ στὴ δι­κιά μου πε­ρί­πτω­ση δὲν ἔ­χει καὶ με­γά­λη ση­μα­σί­α, για­τὶ ἡ οὐ­σί­α τῶν πι­νά­κων μου δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ κα­θαυ­τὴ ἡ ζω­γρα­φι­κή, ἀλ­λὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α, καὶ μπο­ρῶ κάλ­λι­στα νὰ κα­τορ­θώ­σω νὰ δι­η­γη­θῶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α πά­νω στὸν καμ­βά, πά­νω στὸ χαρ­τό­νι, ἀ­κό­μη καὶ πά­νω σὲ ἕ­να τρα­πέ­ζι, χω­ρὶς νὰ κά­νω ἐ­πί­δει­ξη τῶν χρω­μα­τι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των μου. Μό­νο καὶ μό­νο ὁ συν­δυα­σμὸς τοῦ ἄ­σπρου μὲ τὸ μαῦ­ρο μπο­ρεῖ νὰ δώ­σει ἕ­να ἀ­ξι­ό­λο­γο ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

       Αὐ­τὴ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τά μου —ἂν μπο­ρῶ νὰ τὸ πῶ ἔ­τσι—, αὐ­τὸ τὸ ἀ­σα­φὲς προ­σὸν τοῦ σχε­δια­στῆ, τὸ ἐκ­με­ταλ­λεύ­τη­κα γιὰ νὰ γρά­ψω ἕ­να βι­βλί­ο ποὺ ἀ­πὸ και­ρὸ σκε­φτό­μουν, δη­λα­δὴ ἕ­να ἀ­φή­γη­μα, ἕ­να μα­κρο­σκε­λὲς ἀ­φή­γη­μα φτι­αγ­μέ­νο μὲ εἰ­κό­νες. Τοῦ ἔ­δω­σα τὸν τί­τλο: Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο Ποί­η­μα, ἀ­κρι­βῶς για­τί ἡ λέ­ξη ποί­η­μα ἐρ­χό­ταν σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν ἀ­πο­δο­κι­μα­στέ­α λέ­ξη εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο, καὶ μοῦ φαι­νό­ταν ὡς τί­τλος πο­λὺ πνευ­μα­τώ­δης. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως τὸ δι­κό μου δὲν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τὸ κλα­σι­κὸ κό­μικ, ἀλ­λὰ ἕ­να κό­μικ μᾶλ­λον ἰ­δι­ό­μορ­φο, ἑ­τε­ρό­δο­ξο: κατ΄ ἀρ­χάς, ἐ­πει­δὴ σὲ κά­θε σε­λί­δα ὑ­πάρ­χει μό­νο μιὰ εἰ­κό­να —ἐ­κτὸς ἀ­πὸ λί­γες ἐ­ξαι­ρέ­σεις— καὶ ὕ­στε­ρα, ἐ­πει­δὴ χρη­σι­μο­ποι­ῶ στὸ ἐ­λά­χι­στο τὰ συν­νε­φά­κια τῶν δι­α­λό­γων ποὺ βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸ στό­μα τῶν ἡ­ρώ­ων. Ἐ­πι­πλέ­ον ὑ­πάρ­χουν λε­ζάν­τες γραμ­μέ­νες μέ­σα στὸ σχέ­διο. Ἐν τού­τοις, τὸ βι­βλί­ο αὐ­τό, ποὺ τὸ ὑ­πο­δέ­χτη­καν μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους —καὶ ἦ­ταν λο­γι­κὸ νὰ τὸ ὑ­πο­δε­χτοῦν ἔ­τσι—, πῆ­γε ἀρ­κε­τὰ κα­λά.


Ζω­γρα­φί­ζον­τας τοὺς Δο­λο­μί­τες


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-07ΤΑ ΒΟΥΝΑ τοῦ Μπάρ­ναμ­πο τῶν βου­νῶν δὲν τὰ ἔ­χω πο­τὲ ζω­γρα­φί­σει. Πι­στεύ­ω ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα πο­τὲ νὰ τὰ ζω­γρα­φί­σω. Ὅ­πως κα­νεὶς μέ­χρι τώ­ρα δὲ μπό­ρε­σε νὰ ζω­γρα­φί­σει τοὺς Δο­λο­μί­τες. Δὲν ξέ­ρω ἀ­κρι­βῶς γιὰ ποι­ό λό­γο, ἀλ­λὰ δὲν ὑ­πῆρ­ξε ζω­γρά­φος στὸν κό­σμο ποὺ νὰ κα­τά­φε­ρε νὰ ζω­γρα­φί­σει κα­λὰ τοὺς Δο­λο­μί­τες. Εἴ­τε για­τὶ πε­τύ­χαι­ναν τὸ χρῶ­μα, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τύγ­χα­ναν στὸ νὰ φτιά­ξουν τὴ δο­μὴ —ποὺ εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κή, ἀ­φοῦ ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ βου­νοῦ ὀ­φεί­λε­ται στὴ δο­μή του— εἴ­τε ὑ­πῆρ­χε ἡ δο­μὴ τοῦ σχε­δί­ου —ὅ­πως σὲ κεῖ­να τὰ ὡ­ραι­ό­τα­τα σχέ­δια τοῦ Ἄγ­γλου Κόμ­πτον τοῦ προ­η­γού­με­νου αἰ­ώ­να— ἀλ­λὰ δὲν ὑ­πῆρ­χε χρῶ­μα. Τώ­ρα τὸ χρῶ­μα ποὺ ἔ­χουν οἱ Δο­λο­μί­τες εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἰ­δι­αί­τε­ρο, δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρα­φεῖ μὲ λό­για καὶ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δύ­σκο­λο νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Αὐ­τὰ ποὺ ζω­γρα­φί­ζω ἐ­γὼ εἶ­ναι ἄλ­λου εἴ­δους βου­νὰ σὲ σχέ­ση μὲ κεῖ­να τοῦ Μπάρ­ναμ­πο… κι ὕ­στε­ρα ἐ­γὼ δὲ ζω­γρα­φί­ζω συ­χνὰ βου­νά: συ­νή­θως τὰ βου­νὰ ποὺ ζω­γρα­φί­ζω εἶ­ναι στὸ βά­θος τῆς εἰ­κό­νας, κά­πως μυ­στη­ρια­κά, καὶ δὲν ἔ­χουν κα­μιὰ ἀ­ξί­ω­ση νὰ θε­ω­ρη­θοῦν ρε­α­λι­στι­κά.

 

Ὁ ἐ­ρω­τι­σμός


12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-08ΟΤΑΝ ΜΕ ΡΩΤΑΕΙ κα­νεὶς για­τί ὁ ἐ­ρω­τι­σμός, ὁ ἔ­ρω­τας, ἦρ­θε τό­σο ἀρ­γά, καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε τό­σο συ­χνὰ στὸ ἔρ­γο μου, πα­ρὰ μό­νο στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἕ­νας ἔ­ρω­τας (Un amore) καὶ εἰ­κα­στι­κὰ στὸ Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο Ποί­η­μα (Poema a Fumetti), δὲν ξέ­ρω νὰ ἀ­παν­τή­σω. Προ­φα­νῶς, δὲν εἶ­χα ἀ­πὸ πρὶν αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρέ­θι­σμα. Γιὰ ποι­ό λό­γο; Ποι­ός ξέ­ρει… Δὲ γνω­ρί­ζω· ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι δὲν τὸ ξέ­ρω. Εἶ­ναι προ­φα­νές, ὡ­στό­σο, ὅ­τι στὸ σχέ­διο τὸ ἐ­ρω­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ προ­βλη­θεῖ. Για­τί, τί εἶ­ναι αὐ­τὸ πού… κά­νω πάν­τα ἕ­να συλ­λο­γι­σμὸ: βλέ­πω ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς ζω­γρά­φους, τὴν πλει­ο­ψη­φί­α τῶν μον­τέρ­νων ζω­γρά­φων, ποὺ ἀ­πο­φεύ­γουν συ­στη­μα­τι­κὰ νὰ ζω­γρα­φί­ζουν ὡ­ραῖ­ες γυ­ναῖ­κες, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὶς γυ­μνές. Καὶ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι: τί προ­σπα­θεῖ νὰ κά­νει ἕ­νας ζω­γρά­φος: Ἕ­νας ζω­γρά­φος προ­σπα­θεῖ νὰ κά­νει ἕ­να πί­να­κα ποὺ θε­ω­ρη­τι­κὰ θὰ τοῦ ἄ­ρε­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἄλ­λους νὰ τὸν δεῖ κρε­μα­σμέ­νο στὸν τοῖ­χο. Κά­θε ζω­γρά­φος ἔ­χει μιὰ αὐ­τα­πά­τη: ἡ αὐ­τα­πά­τη κά­θε ζω­γρά­φου εἶ­ναι νὰ φτιά­ξει τὸν ὡ­ραι­ό­τε­ρο πί­να­κα στὸν κό­σμο. Ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ὡ­ραι­ό­τε­ρος πί­να­κας στὸν κό­σμο; Ὁ ὡ­ραι­ό­τε­ρος πί­να­κας στὸν κό­σμο εἶ­ναι ὁ πί­να­κας ποὺ ὁ ἴ­διος θὰ ἤ­θε­λε, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, νὰ θαυ­μά­ζει κρε­μα­σμέ­νο σ΄ἕ­να τοῖ­χο.Τώ­ρα ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι: τί εἶ­ναι αὐ­τὸ πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἀ­ρέ­σει ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα σὲ κά­ποι­ον νὰ βλέ­πει; Αὐ­τὸ πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἀ­ρέ­σει ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα σὲ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο νὰ βλέ­πει, εἶ­ναι μιὰ ὄ­μορ­φη καὶ νέ­α γυ­μνὴ γυ­ναί­κα. Πῶς ἐ­ξη­γεῖ­ται τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι σή­με­ρα κα­νεὶς δὲν ζω­γρα­φί­ζει νέ­ες καὶ ὡ­ραῖ­ες γυ­μνὲς γυ­ναῖ­κες; Ἔ­χω τὴ σο­βα­ρὴ ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι δὲν τὸ κά­νουν, για­τὶ τὸ νὰ ζω­γρα­φί­ζεις νέ­ες καὶ ὄ­μορ­φες γυ­μνὲς γυ­ναῖ­κες εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο. Εἶ­ναι πο­λὺ πιὸ δύ­σκο­λο νὰ ζω­γρα­φί­σει κα­νεὶς κα­λὰ ἕ­να γυ­ναι­κεῖ­ο γυ­μνὸ ἀ­πὸ τὸ νὰ κά­νει τέ­ρα­τα, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται σή­με­ρα.Τέ­ρα­τα ποὺ οὐρ­λιά­ζουν, κά­νουν φα­σα­ρί­α, σὲ ζα­λί­ζουν, σὲ βα­σα­νί­ζουν καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Εἶ­ναι ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φαι­νό­με­νο, για­τὶ στὸ πα­ρελ­θόν, ἀ­κό­μα καὶ στὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἀν­τι­με­ταρ­ρύθ­μι­σης, ποὺ εἶ­χε γε­μί­σει ὁ κό­σμος μὲ ἁ­γί­ους, Πα­να­γί­ες κι Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νους, οἱ ζω­γρά­φοι ἔ­κα­ναν κα­λὰ γυ­μνά, ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι; Ὄ­χι· σή­με­ρα κα­νεὶς δὲν τὸ κά­νει· μό­νο: τὰ πιὸ τρο­με­ρὰ τέ­ρα­τα, ἀν­θρώ­πους τε­ρα­τώ­δεις σὰν φαν­τά­σμα­τα, ποὺ φο­ρᾶ­νε τε­ρα­τό­μορ­φες μά­σκες· κα­νεὶς δὲν κά­νει πιὰ γυ­ναῖ­κες. Μό­νο σπά­νια, πο­λὺ σπά­νια. Προ­φα­νῶς κά­τι δὲν πά­ει κα­λά, κά­τι εἶ­ναι λά­θος…

       Γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με στὸ σχέ­διο, εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ εὐ­χά­ρι­στα θέ­μα­τα, γιὰ νὰ ἀ­σχο­λη­θεῖ κα­νείς, εἶ­ναι τὸ γυ­μνό. Ὡς ἐκ τού­του, ἡ ἀ­νά­δυ­ση τοῦ ἐ­ρω­τι­κοῦ στοι­χεί­ου­ στὸ βι­βλί­ο μου Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο Ποί­η­μα (Poema a fumetti), δι­και­ο­λο­γεῖ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἐ­ξη­γεῖ­ται κα­λύ­τε­ρα, σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­νη ἀ­νά­δυ­ση τοῦ ἐ­ρω­τι­κοῦ στοι­χεί­ου (eros) στὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό μου ἔρ­γο.

       Νω­ρί­τε­ρα δὲν εἶ­χες ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ αὐ­τό. Για­τί; Ἐν­τά­ξει! Δὲν ἦ­ταν ὅ­τι ἤ­μουν παν­τε­λῶς ἀ­νί­κα­νος νὰ τὸ κά­νω νω­ρί­τε­ρα. Ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­ζει για­τί, σὲ μιὰ δε­δο­μέ­νη στιγ­μή, γρά­φει κα­νεὶς αὐ­τὰ ποὺ τοῦ ἔρ­χον­ται νὰ γρά­ψει. Θὰ ἦ­ταν τὸ πιὸ ἠ­λί­θιο πράγ­μα στὸν κό­σμο ἂν ἔ­λε­γα: «μὰ πῶς, ἐ­γὼ δὲν ἀ­σχο­λοῦ­μαι μὲ τὸν ἔ­ρω­τα, ἂς γρά­ψω γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα…» Ἂν δὲν μοῦ ἐρ­χό­ταν νὰ γρά­ψω γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα, αὐ­τὸ πά­ει νὰ πεῖ πὼς δὲ μοῦ ἐρ­χό­ταν νὰ γρά­ψω γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα. Ἔ­τσι, σὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση, ποὺ προ­φα­νῶς οὔ­τε ὁ ἀ­να­γνώ­στης μπο­ρεῖ νὰ ἀ­παν­τή­σει, δὲν εἶ­μαι σὲ θέ­ση νὰ δώ­σω μιὰ ἀ­πάν­τη­ση.


Ἡ πί­στη


ΑΝΑΤΡΑΦΗΚΑ ὡς Κα­θο­λι­κός. Ἡ μά­να μου ἦ­ταν Κα­θο­λι­κή —ὄ­χι ἐ­πι­δει­κτι­κὰ κα­θο­λι­κή—, καὶ μᾶς με­γά­λω­σε —καὶ τὰ τέσ­σε­ρα ἀ­δέλ­φια— μὲ τὸν Κα­θο­λι­κὸ τρό­πο. Πάν­τως ἐ­γὼ δὲν πι­στεύ­ω στὸ Θε­ὸ οὔ­τε στὴ ζω­ὴ με­τὰ θά­να­τον. Εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα με­τὰ τὸ θά­να­το. Θὰ μοῦ πεῖ­τε: για­τί τό­τε γρά­φεις τό­σο συ­χνὰ γιὰ τὴν με­τὰ θά­να­τον ζω­ή; Για­τί κά­νεις φαν­τα­στι­κὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ ἔ­χουν νὰ κά­νουν μὲ τὴ ζω­ὴ με­τὰ θά­να­τον; Δυ­ὸ εἶ­ναι οἱ λό­γοι: κατ΄ ἀρ­χὰς για­τὶ θὰ ἤ­θε­λα νὰ ὑ­πάρ­χει με­τὰ θά­να­τον ζω­ή —γιὰ αὐ­τὸ καὶ στὰ γρα­πτά μου ὑ­πάρ­χει ἕ­να εἶ­δος πί­κρας, νο­σταλ­γί­ας, ἐ­πι­θυ­μί­ας γιὰ κά­τι ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει—, κι ὕ­στε­ρα για­τὶ πολ­λὲς φο­ρὲς —κι ὄ­χι μό­νο γιὰ μέ­να ἀλ­λὰ καὶ γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους συγ­γρα­φεῖς— ἡ με­τὰ θά­να­τον ζω­ὴ ἐ­πι­τρέ­πει κα­τα­στά­σεις ποὺ προ­ω­θοῦν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ τὴ δρά­ση, εἴ­τε ὡς γε­γο­νό­τα αὐ­τὰ κα­θαυ­τά εἴ­τε ὡς ἀλ­λη­γο­ρί­ες. Εἶ­ναι ἄλ­λοι ποὺ μὲ ρω­τοῦν: για­τί, τέ­λος πάν­των, μι­λᾶς συ­νέ­χεια γιὰ τὸ Θε­ό; Ὁ Θε­ὸς ἐ­δῶ, ὁ Θε­ὸς ἐ­κεῖ, οἱ ἅ­γιοι κλπ; Προ­φα­νῶς για­τὶ θὰ ἤ­θε­λα νὰ πι­στέ­ψω, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρῶ. Για­τὶ εἶ­ναι σα­φὲς πὼς ὅ­ταν ἔ­χει κα­νεὶς πραγ­μα­τι­κὴ πί­στη —ὄ­χι βέ­βαι­α τέ­τοι­ου εἴ­δους, ὥ­στε νὰ ζη­τά­ει ἀ­πὸ τὸν Ἅ­γιο Ἀν­τώ­νιο τῆς Παν­το­βας νὰ τοῦ βρεῖ τὸ πορ­το­φό­λι του—, ὅ­ταν ἔ­χει κα­νεὶς πραγ­μα­τι­κὴ πί­στη, ἔ­χει καὶ μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ δύ­να­μη νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὴ ζω­ή… δύ­να­μη ποὺ ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω.


[Αὐ­τὴ ἡ συ­νέν­τευ­ξη κα­τα­γρά­φη­κε τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 1971. Ὁ Ντί­νο Μπου­ζά­τι πέ­θα­νε λί­γο πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ τρεῖς μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, στὶς 23 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1972, σὲ μιὰ κλι­νι­κή του Μι­λά­νου.]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Corrado Farina: «Interviste Dino Buzzati» (Ὀκτώβριος 1971).

Κορ­ράν­το Φα­ρί­να (Corrado Farina) (Το­ρί­νο, 18 Μαρ­τί­ου 1939 – 11 Ιουλίου 2016). Σκη­νο­θέ­της, σε­να­ρι­ο­γρά­φος καὶ συγ­γρα­φέ­ας, ἄν­θρω­πος μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια. Δι­ηύ­θυ­νε τὸ Δι­ε­θνὲς Κέν­τρο Κι­νη­μα­το­γρά­φου (Cen­tro U­ni­ve­rsi­ta­rio Ci­ne­ma­to­gra­fi­co) καὶ με­τὰ δού­λε­ψε στὸ Στούν­τιο Τέ­στα (Stu­dio Te­sta), γρά­φον­τας καὶ σκη­νο­θε­τών­τας 500 Ca­ro­sel­li (ἐκ­πομ­πὲς στὴν ἰ­τα­λι­κὴ τη­λε­ό­ρα­ση ποὺ δι­α­φη­μί­ζουν προϊ­όν­τα μέ­σα ἀ­πὸ θε­α­τρι­κὰ σκὲτς καὶ μου­σι­κὰ δι­α­λείμ­μα­τα. Με­ρι­κὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ σκὲτς ποὺ σκη­νο­θέ­τη­σε ὁ Κορ­ράν­το Φα­ρί­να εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τa, ὅ­πως τὸ «Τrenino Saiwa»(1) καὶ τὸ «La pancia non c’è»(2). Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης δο­κί­μια γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο καὶ ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὰ κό­μικ. Τὸ 1969 ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Ρώ­μη καὶ ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ὡς σκη­νο­θέ­της. Μὲ τὴν ται­νί­α με­γά­λου μή­κους Ἄλ­λα­ξαν προ­σω­πο (Hanno cambiato faccia) κέρ­δι­σε τὸ 1971 τὸ βρα­βεῖ­ο τῆς Χρυ­σῆς Λε­ο­πάρ­δα­λης στὸ Δι­ε­θνὲς Φε­στι­βὰλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου ποὺ γί­νε­ται κά­θε χρό­νο στὸ Λο­κάρ­νο τῆς Ἐλ­βε­τί­ας (πρό­κει­ται γιὰ σα­τυ­ρι­κὴ ται­νί­α: ἡ σύγ­χρο­νη ἐκ­δο­χὴ τοῦ δρά­κου­λα στὴν κα­πι­τα­λι­στι­κὴ κοι­νω­νί­α). Ἀρ­γό­τε­ρα ξα­να­γύ­ρι­σε στὴν τη­λε­ό­ρα­ση, ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης 9 βι­βλί­α μὲ πρῶ­το τὸ Μιὰ θέ­ση στὸ σκο­τά­δι (Un posto al buio). Πρὶν ἀ­πὸ λί­γους μῆ­νες κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α του μὲ τί­τλο Μέ­σῳ τῆς ὀ­θό­νης.

(1) http://www.dailymotion.com/video/x1kv8c_trenino-saiwa-1-carosello-vafer-sai_news

(2) http://www.dailymotion.com/video/x1k0f5_sogno-e-risveglio-carosello-olio-sa_news

+

Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) (S­an P­e­l­­l­e­­g­r­i­­no di Bel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ἰτα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔγρα­ψε θε­α­τρικὰ ἔρ­γα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Ἡ ἔρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων). Τὸ 1942 δη­μο­σι­εύ­ει τὴ συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των I s­e­t­te m­e­s­s­a­g­g­e­ri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγε­λι­ο­φό­ροι) καὶ τὸ 1958 κερ­δί­ζει τὸ βρα­βεῖο Στρέγ­κα μὲ τὸ βι­βλί­ο S­e­s­s­a­n­ta r­a­c­c­o­n­ti (Ἑξήν­τα δι­η­γή­μα­τα). Ἔχει πα­ραλ­λη­λι­στεῖ μὲ τὸν Κάφ­κα λό­γῳ τῆς ἐφια­λτικῆς ἀτμό­σφαι­ρας πολ­λῶν ἔρ­γων του, τὰ ὁποῖ­α συν­δυά­ζουν τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ πα­ρά­δο­ξες κα­τα­στά­σεις ποὺ πα­ρει­σφρέ­ουν στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνα­τρέ­πουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱ­στο­­λό­γιό μας ἔ­χουν ἤδη παρου­σι­α­στεῖ τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Δή­λω­ση εἰ­σο­δή­μα­τος», «Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φία» καὶ «Ἡ μα­θή­τρια».

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου.

12-buzzati-farina-synenteyksi-eikona-09