Μάνος Καλπαδάκης
Τὸ δίλημμα
ΓΝΩΣΤΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ Νίκος Στάμου (Β’ βραβεῖο Φεστιβὰλ Θεσ/νίκης, Γ’ Βραβεῖο Φεστιβὰλ Νίκαιας) κάθεται ἀναπαυτικὰ στὴν πολυθρόνα, ρίχνει ἕνα αὐστηρὸ ἐξεταστικὸ βλέμμα τριγύρω, ἐπιθεωρεῖ. Ὅλοι κοντά του κρέμονται μὲ ἀγωνία ἀπὸ τὸ βλέμμα καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἱκανοποιημένος, νευρικός, ἤρεμος, ὀργισμένος; Ὅμως ἕνα συγκαταβατικό του χαμόγελο τοὺς καθησυχάζει, τὰ πνεύματα ἠρεμοῦν, ἕνα νεῦμα του μὲ νόημα εἶναι ἀρκετό. Ἀμέσως οἱ συνεργάτες του κινητοποιοῦνται, φωνὲς σκόρπιες, κοφτὲς ὁδηγίες, ὁ πυρετὸς ἀνεβαίνει. Ἡ δράση ἀρχίζει…
Ὁ ἄντρας αἰωρεῖται στὸ περβάζι τοῦ μπαλκονιοῦ τοῦ 12ου ὀρόφου τῆς πολυκατοικίας στὴ γωνία τῶν ὁδῶν Σιδωνίας καὶ Τίρυνθος. Μεγαλόπρεπο τὸ κάτω του θέαμα. Οἱ δρόμοι φορτωμένοι κίνηση, οἱ ἄνθρωποι σὰν μυρμήγκια, τὰ αὐτοκίνητα σὰν παιχνίδια κουρδισμένα ἀπὸ ἕνα τρελὸ ἐγκέφαλο νὰ στριφογυρίζουνε. Κοιτάζει μαγνητισμένος, θὰ ἤθελε νὰ μείνει ὧρες ἔτσι, ἀπολαμβάνοντας τὴ θέα. Ὅμως πρέπει νὰ πέσει, νὰ πέσει….
Ξαφνικά, χωρὶς νὰ ξέρει γιατί, ἡ ζωή του ἀρχίζει νὰ ξετυλίγεται μπροστά του, μὲ κινηματογραφικὴ ταχύτητα. Βασανισμένα παιδικὰ χρόνια μὲ μιὰ ἐγκαταλειμμένη ἀπὸ τὸν πατέρα του μητέρα, μὲ τὴν φτώχεια νὰ τοὺς δέρνει ἀλύπητα. Δύσκολα τελειώνει τὸ σχολεῖο, ἔπειτα ἡ πρώτη εὐκαιρία δουλειᾶς ποὺ τυχαίνει στὸ δρόμο του: ἕνας θίασος ἠθοποιῶν ποὺ τὸν παίρνουν μαζί τους γιὰ νὰ ἀναπληρώσει κάποιον δικό τους, τουρνὲ στὴν ἐπαρχία σιγὰ-σιγὰ κολλάει μαζί τους, τοὺς ἀκολουθεῖ ὅπου πηγαίνουν νὰ παίξουν. Βρίσκει βολικὸ τὸ ἐπάγγελμα, μονιμοποιεῖται σ’ αὐτὸ – μ’ ὅλες τὶς δυσκολίες ποὺ συναντᾶ μεταπηδώντας ἀπὸ τὸν ἕνα θίασο στὸν ἄλλο. Ἐρωτεύεται μιὰ συνάδελφό του, παντρεύεται – ὅμως σὲ μιὰ τέτοια δύσκολη ζωὴ πῶς μπορεῖ ἕνας γάμος νὰ στεριώσει; Ἡ γυναίκα του τὸν ἐγκαταλείπει γιὰ νὰ φύγει μὲ ἕνα φίλο της, ἐκεῖνος δὲν ἀντέχει εὔκολα τὸ πλῆγμα, ρίχνεται στὸ πιοτό, ἀντιδρᾶ μὲ περαστικοὺς ἔρωτες, στὴ δουλειὰ δίνεται πιὸ πολὺ γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ φαντάσματα ποὺ τὸν στοιχειώνουν, μιὰ σοβαρὴ ἀρρώστια τὸν τσακίζει – ἐνῶ ὅλη αὐτὴ ἡ ρημαγμένη ζωὴ τοῦ ἀφήνει μιὰ ὑπόπικρη γεύση ἀπογοήτευσης καὶ κατάθλιψης.
Καὶ τώρα ποὺ ὅλα αὐτὰ περνοῦν γοργὰ ἀπὸ τὸ μυαλὸ του καθὼς κοιτάζει κάτω, μιὰ ἰδέα κλωθογυρίζει μέσα του. Τί κέρδισε ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ ποὺ πέρασε καὶ περνάει τώρα; Ἄξιζε τάχα νὰ ὑποστεῖ τόσα …γιὰ νὰ φθάσει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο; Εἶναι ἡ ζωὴ ἕνα ἀγαθὸ ποὺ ἔχει ὑποχρέωση νὰ διατηρήσει ἢ ποὺ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐγκαταλείψει, ὅποτε θέλει, ἀφοῦ μάλιστα κανένας δὲν τὸν ρώτησε γιὰ νὰ ἔλθει στὸν κόσμο;
Ἰδιαίτερα ὅταν ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔζησε μέχρι σήμερα τοῦ ἔχουν δημιουργήσει ἕνα τέτοιο αἴσθημα ματαιότητας καὶ ἀδιέξοδου ὅπου ὁδηγεῖται; Κι ὅταν ἕνας πειρασμὸς ὅπως αὐτὸς ποὺ χαίνει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του παρουσιάζεται μπροστά του;
Στέκεται, δίγνωμος, πανικόβλητος, τρέμοντας μπροστὰ στὸ τρομερὸ δίλημμα. Ὅταν ξάφνου… ἕνα ἀεράκι φυσάει καὶ χαϊδεύει τὸ πρόσωπό του. Καὶ τότε, μέσα στὸ μυαλό του, χύνεται ἕνα ἀπροσδόκητο, ζεστὸ φῶς, ἕνα φῶς ζωῆς καὶ ἐλπίδας. Ναί, πρέπει —δὲν γίνεται ἀλλιῶς— ἡ ζωὴ αὐτὴ νὰ ἔχει δοθεῖ γιὰ κάποιο σκοπό (ὅπως πρέπει νὰ ἔχει κάποιο σκοπὸ τὸ ἀεράκι ποὺ φύσηξε καὶ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ τὸν τριγυρίζουν). Εἶναι λοιπὸν ἡ ζωὴ ἕνα δῶρο ποὺ δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἐγκαταλείψει, ὅποια καὶ ἂν εἶναι τὰ βάσανα καὶ οἱ ταλαιπωρίες ποὺ τοῦ ἔχει ἐπιφυλάξει· ἔχει μόνο χρέος νὰ συνεχίσει νὰ ἀγωνίζεται καὶ νὰ παίρνει ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ τῆς προσφέρει ὅ,τι μπορεῖ – κι αὐτὸ εἶναι τὸ σκοτεινὸ μὰ καὶ γοητευτικό της μυστήριο:
Προχωρεῖ ἕνα βῆμα, κι ἀκόμη ἕνα….
Ὁ Νίκος Στάμου σκύβει ἀπὸ πάνω του: «Ἐξαιρετικὸ πέσιμο, τοῦ λέει χαμογελαστός. Ρεαλιστικότατο. Μόνο γιὰ μιὰ στιγμή, γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, μὲ ἀνησύχησε ἡ ἔκφρασή σου —τὴν ἔχω ξαναδεῖ σὲ ἄλλους—, φοβήθηκα μήπως κάποιες περίεργες ἰδέες μπῆκαν στὸ μυαλό σου, ἂν καὶ ἤξερα πὼς ὅλα τὰ μέτρα ἀσφαλείας εἶχαν ληφθεῖ. Μὰ ἀμέσως ἔπειτα σκέφτηκα πὼς ἡ ἔκφραση αὐτὴ ἦταν ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ τὴν σκηνὴ τῆς ταινίας ποὺ γυρίζουμε. Ὁπότε τὸ σύνολο ἦταν πολὺ δεμένο κι ἐπιτυχημένο. Μπράβο σου!»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση: στὸ Πλανόδιον ἀρ. 51 (Δεκέμβριος, 2011) ποὺ κυκλοφορεῖ: βλ. ἐδῶ.
Μάνος Καλπαδάκης (Ἀθήνα, 1936). Σπούδασε Νομικὰ στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἀπὸ τὸ 1963 ἕως τὸ 1998 ὑπηρέτησε ὡς διπλωματικὸς στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν. Ἐξέδωσε τὰ βιβλία πεζογραφημάτων: Δανεικὰ τοπία, (Ἐκδ. Ὀδυσσέας, Ἀθήνα, 1988) καὶ Στὶς ἴδιες ράγες (Ἐκδ. Ὀδυσσέας, Ἀθήνα, 1993).
Filed under: Διδακτισμός,Ελληνικά,Θάνατος,Καλπαδάκης Μάνος,Μονόλογος,Τέχνη,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Μάνος Καλπαδάκης | Τὰ σχόλια στὸ Μάνος Καλπαδάκης: Τὸ δίλημμα ἔχουν κλείσει