Μanos Kalpadakis: La Puerta



Μanos Kalpadakis


La Puerta


O PARABA de darle vueltas a lo que será: ¿Napoleón? ¿Einstein? ¿Demóstenes? ¿Goethe? ¿Venizelos? De repente, entra el patrón amenazante: «¡A barrer se ha dicho!» Qué bonito que es el parque de San Andreas en Patisia… ¿Volaremos, Mirtó, a la lejana y desierta playa de Anafi para acabar el castillo que empezamos? Que no se me olvide mi deber sindicalista: «La Unión de Panaderos os convoca el lunes 15:30 a la sala del cine Kentrikón. Asunto: las justas reivindicaciones de nuestro sector».

       ¿Qué película hay hoy en la tele? Pausa: pitillo clandestino. Y vistazo a la calle. Madre, ¿por qué me fastidias con tu mal genio? Hoy se toman decisiones cruciales para la gente obrera. ¿No os chiflan las criaturas con curvas que circulan con las faldas rajadas y el caminar lento?

       Avanzo, pues, por la solitaria calle. ¿Abro la puerta a medio abrir que surge frente a mí? ¿Es esta la Puerta? La abro de par en par, me lleno de luz, lloro, río. Sí, esta es la Puerta. Los veo a todos ahora. Lo veo todo. Y a ti. Y a ti. Y a ti. Estoy cerca de vosotros. Estoy junto a vosotros. Estoy por encima de todo esto. Basta con que veas una vez esta luz para que se quede marcada de manera indeleble tu vida –incluso aunque vayas a pasarla en las galeras o en las profundidades de la tierra o en el infierno de la guerra.

       El reloj de San Dimitrios da las once. ¿Le dará tiempo a la ambulancia a trasladar a Urgencias a Christidis con su infarto?

       Mientras saca del horno los panecillos blancos y las roscas calientes, sonríe…



Fuente: De la colección de cuentos Δανεικὰ τοπία (Atenas, Ediciones Odiseas, 1988).

Manos Kalpadakis ha nacido en Atenas en 1936. Ha trabajado en el cuerpo diplomático griego. Ha publicado varias colecciones de cuentos.

Tra­duc­ción: I­lek­tra A­na­gno­stou, Be­atriz Cá­rca­mo A­boi­tiz, So­fía Fer­taki, Theoni Kabra, María Kalouptsi, Eduardo Lucena, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, E­vange­lía Po­lyra­ki, Anto­nia Vla­chou.

La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2017 hasta marzo de 2018, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.


			

Μάνος Καλπαδάκης: Ἡ πόρτα


 

Kalpadakis,Manos-IPorta-Eikona-02

 

Μά­νος Καλ­πα­δά­κης

 

Ἡ Πόρ­τα


01-PiΑΙΔΕΥΟΤΑΝ τί θὰ γί­νει: Να­πο­λέ­ων; Ἀ­ϊν­στά­ιν; Δη­μο­σθέ­νης; Γκαῖ­τε; Βε­νι­ζέ­λος; Ξαφ­νι­κὰ μπαί­νει τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ ἀ­πει­λη­τι­κό: «Τσα­κί­σου νὰ σκου­πί­σεις!» Τί ὄ­μορ­φο ποὺ εἶ­ναι τὸ πάρ­κο τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τρέ­α στὰ Πα­τή­σια… Θὰ πε­τά­ξου­με, Μυρ­τώ, στὴ μα­κρι­νή, ἐ­ρη­μι­κὴ πα­ρα­λί­α τῆς Ἀ­νά­φης νὰ τε­λει­ώ­σου­με τὸν πύρ­γο ποὺ ἀρ­χί­σα­με; Μὴν ξε­χά­σω τὸ συν­δι­κα­λι­στι­κό μου κα­θῆ­κον: «Ἡ Ἕ­νω­ση Ἀρ­τερ­γα­τῶν σᾶς προ­σκα­λεῖ τὴ Δευ­τέ­ρα 15:30 στὴν αἴ­θου­σα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου Κεν­τρι­κόν μὲ θέ­μα τὶς δί­και­ες δι­εκ­δι­κή­σεις τοῦ κλά­δου μας».

       Τί ἔρ­γο ἔ­χει σή­με­ρα ἡ τη­λε­ό­ρα­ση; Δι­ά­λειμ­μα: κλε­φτὸ τσι­γα­ρά­κι. Καὶ μα­τιὰ στὸ δρό­μο. Μά­να, για­τί μὲ τα­λαι­πω­ρεῖς μὲ τὴν γκρί­νια σου; Σή­με­ρα παίρ­νον­ται κρί­σι­μες γιὰ τὴν ἐρ­γα­τιὰ ἀ­πο­φά­σεις. Δὲν σᾶς ξε­τρε­λαί­νουν οἱ καμ­πυ­λω­τὲς ὑ­πάρ­ξεις ποὺ κυ­κλο­φο­ροῦν μὲ τὶς σκι­στὲς φοῦ­στες καὶ τὸ ἀρ­γὸ βά­δι­σμα;

       Ἂς προ­χω­ρή­σω στὸ μο­να­χι­κὸ δρό­μο. Ν’ ἀ­νοί­ξω τὴ μι­­σά­νοι­χτη πόρ­τα ποὺ προ­βάλ­λει μπρο­στά μου; Εἶ­ναι, αὐ­τὴ ἡ Πόρ­τα; Τὴν ἀ­νοί­γω δι­ά­πλα­τα, γε­μί­ζω φῶς, κλαί­ω, γε­λά­ω. Ναί, εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ Πόρ­τα. Τοὺς βλέ­πω ὅ­λους τώ­ρα. Καὶ ὅ­λα. Καὶ σέ­να. Καὶ σέ­να. Καὶ σέ­να. Εἶ­μαι κον­τά σας, εἶ­μαι δί­πλα σας. Εἶ­μαι πά­νω ἀ­π’ αὐ­τά. Ἀρ­κεῖ μιὰ φο­ρὰ νὰ δεῖς τοῦ­το τὸ φῶς γιὰ νὰ σφρα­γι­στεῖ ἀ­νε­ξί­τη­λα ἡ ζω­ή σου – κι ἂν ἀ­κό­μη πρό­κει­ται νὰ τὴν πε­ρά­σεις στὰ κά­τερ­γα ἢ στὰ κα­τά­βα­θα τῆς γῆς ἢ στὴν κό­λα­ση τοῦ πο­λέ­μου.

       Τὸ ρο­λό­ι τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου χτυ­πά­ει ἕν­τε­κα. Θὰ προ­λά­βει τὸ ἀ­σθε­νο­φό­ρο νὰ με­τα­φέ­ρει ἔγ­και­ρα στῶν Πρώ­των Βο­η­θει­ῶν τὸν Χρη­στί­δη μὲ τὸ ἔμ­φραγ­μα;

       Κα­θὼς ξε­φουρ­νί­ζει τὰ ἄ­σπρα φραν­τζο­λά­κια καὶ τὶς ζε­στὲς κου­λοῦ­ρες, χα­μο­γε­λά­ει…


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Δα­νει­κὰ το­πί­α, Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1988.

Μά­νος Καλ­πα­δά­κης (Ἀ­θή­να, 1936). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­πὸ τὸ 1963 ἕ­ως τὸ 1998 ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς δι­πλω­μα­τι­κὸς στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν. Ἐ­ξέ­δω­σε τὰ βι­βλί­α πε­ζο­γρα­φη­μά­των: Δα­νει­κὰ το­πί­α, (Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1988), Στὶς ἴ­δι­ες ρά­γες(Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1993) καὶ Φῶτα ὁμίχλης (Ἐκδ. Πλανόδιον, Ἀ­θή­να, 2012).


Μάνος Καλπαδάκης: Τὸ δίλημμα

 

 

Μά­νος Καλ­πα­δά­κης

 

Τὸ δί­λημ­μα

 

ΓΝΩΣΤΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ Νί­κος Στά­μου (Β’ βρα­βεῖ­ο Φε­στι­βὰλ Θεσ/νί­κης, Γ’ Βρα­βεῖ­ο Φε­στι­βὰλ Νί­και­ας) κά­θε­ται ἀ­να­παυ­τι­κὰ στὴν πο­λυ­θρό­να, ρί­χνει ἕ­να αὐ­στη­ρὸ ἐ­ξε­τα­στι­κὸ βλέμ­μα τρι­γύ­ρω, ἐ­πι­θε­ω­ρεῖ. Ὅ­λοι κον­τά του κρέ­μον­ται μὲ ἀ­γω­νί­α ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα καὶ ἀ­πὸ τὸ στό­μα του. Ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος, νευ­ρι­κός, ἤ­ρε­μος, ὀρ­γι­σμέ­νος; Ὅ­μως ἕ­να συγ­κα­τα­βα­τι­κό του χα­μό­γε­λο τοὺς κα­θη­συ­χά­ζει, τὰ πνεύ­μα­τα ἠ­ρε­μοῦν, ἕ­να νεῦ­μα του μὲ νό­η­μα εἶ­ναι ἀρ­κε­τό. Ἀ­μέ­σως οἱ συ­νερ­γά­τες του κι­νη­το­ποι­οῦν­ται, φω­νὲς σκόρ­πι­ες, κο­φτὲς ὁ­δη­γί­ες, ὁ πυ­ρε­τὸς ἀ­νε­βαί­νει. Ἡ δρά­ση ἀρ­χί­ζει…

       Ὁ ἄν­τρας αἰ­ω­ρεῖ­ται στὸ περ­βά­ζι τοῦ μπαλ­κο­νιοῦ τοῦ 12ου ὀ­ρό­φου τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας στὴ γω­νία τῶν ὁ­δῶν Σι­δω­νί­ας καὶ Τί­ρυν­θος. Με­γα­λό­πρε­πο τὸ κά­τω του θέ­α­μα. Οἱ δρό­μοι φορ­τω­μέ­νοι κί­νη­ση, οἱ ἄν­θρω­ποι σὰν μυρ­μήγ­κια, τὰ αὐ­το­κί­νη­τα σὰν παι­χνί­δια κουρ­δι­σμέ­να ἀ­πὸ ἕ­να τρε­λὸ ἐγ­κέ­φα­λο νὰ στρι­φο­γυ­ρί­ζου­νε. Κοι­τά­ζει μα­γνη­τι­σμέ­νος, θὰ ἤ­θε­λε νὰ μεί­νει ὧ­ρες ἔ­τσι, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὴ θέ­α. Ὅ­μως πρέ­πει νὰ πέ­σει, νὰ πέ­σει….

       Ξαφ­νι­κά, χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει για­τί, ἡ ζω­ή του ἀρ­χί­ζει νὰ ξε­τυ­λί­γε­ται μπρο­στά του, μὲ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὴ τα­χύ­τη­τα. Βα­σα­νι­σμέ­να παι­δι­κὰ χρό­νια μὲ μιὰ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα του μη­τέ­ρα, μὲ τὴν φτώ­χεια νὰ τοὺς δέρ­νει ἀ­λύ­πη­τα. Δύ­σκο­λα τε­λει­ώ­νει τὸ σχο­λεῖ­ο, ἔ­πει­τα ἡ πρώ­τη εὐ­και­ρί­α δου­λειᾶς ποὺ τυ­χαί­νει στὸ δρό­μο του: ἕ­νας θί­α­σος ἠ­θο­ποι­ῶν ποὺ τὸν παίρ­νουν μα­ζί τους γιὰ νὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σει κά­ποι­ον δι­κό τους, τουρ­νὲ στὴν ἐ­παρ­χί­α σι­γὰ-σι­γὰ κολ­λά­ει μα­ζί τους, τοὺς ἀ­κο­λου­θεῖ ὅ­που πη­γαί­νουν νὰ παί­ξουν. Βρί­σκει βο­λι­κὸ τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα, μο­νι­μο­ποι­εῖ­ται σ’ αὐ­τὸ – μ’ ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες ποὺ συ­ναν­τᾶ με­τα­πη­δών­τας ἀ­πὸ τὸν ἕ­να θί­α­σο στὸν ἄλ­λο. Ἐ­ρω­τεύ­ε­ται μιὰ συ­νά­δελ­φό του, παν­τρεύ­ε­ται – ὅ­μως σὲ μιὰ τέ­τοι­α δύ­σκο­λη ζω­ὴ πῶς μπο­ρεῖ ἕ­νας γά­μος νὰ στε­ρι­ώ­σει; Ἡ γυ­ναί­κα του τὸν ἐγ­κα­τα­λεί­πει γιὰ νὰ φύ­γει μὲ ἕ­να φί­λο της, ἐ­κεῖ­νος δὲν ἀν­τέ­χει εὔ­κο­λα τὸ πλῆγ­μα, ρί­χνε­ται στὸ πι­ο­τό, ἀν­τι­δρᾶ μὲ πε­ρα­στι­κοὺς ἔ­ρω­τες, στὴ δου­λειὰ δί­νε­ται πιὸ πο­λὺ γιὰ νὰ ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὰ φαν­τά­σμα­τα ποὺ τὸν στοι­χει­ώ­νουν, μιὰ σο­βα­ρὴ ἀρ­ρώ­στια τὸν τσα­κί­ζει – ἐ­νῶ ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ ρη­μαγ­μέ­νη ζω­ὴ τοῦ ἀ­φή­νει μιὰ ὑ­πό­πι­κρη γεύ­ση ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης καὶ κα­τά­θλι­ψης.

       Καὶ τώ­ρα ποὺ ὅ­λα αὐ­τὰ περ­νοῦν γορ­γὰ ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ του κα­θὼς κοι­τά­ζει κά­τω, μιὰ ἰ­δέ­α κλω­θο­γυ­ρί­ζει μέ­σα του. Τί κέρ­δι­σε ἀ­πὸ τού­τη τὴ ζω­ὴ ποὺ πέ­ρα­σε καὶ περ­νά­ει τώ­ρα; Ἄ­ξι­ζε τά­χα νὰ ὑ­πο­στεῖ τό­σα …γιὰ νὰ φθά­σει σ’ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο; Εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ ἕ­να ἀ­γα­θὸ ποὺ ἔ­χει ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ δι­α­τη­ρή­σει ἢ ποὺ ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει, ὅ­πο­τε θέ­λει, ἀ­φοῦ μά­λι­στα κα­νέ­νας δὲν τὸν ρώ­τη­σε γιὰ νὰ ἔλ­θει στὸν κό­σμο;

       Ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ ἔ­ζη­σε μέ­χρι σή­με­ρα τοῦ ἔ­χουν δη­μι­ουρ­γή­σει ἕ­να τέ­τοι­ο αἴ­σθη­μα μα­ται­ό­τη­τας καὶ ἀ­δι­έ­ξο­δου ὅ­που ὁ­δη­γεῖ­ται; Κι ὅ­ταν ἕ­νας πει­ρα­σμὸς ὅ­πως αὐ­τὸς ποὺ χαί­νει κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια του πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μπρο­στά του;

       Στέ­κε­ται, δί­γνω­μος, πα­νι­κό­βλη­τος, τρέ­μον­τας μπρο­στὰ στὸ τρο­με­ρὸ δί­λημ­μα. Ὅ­ταν ξάφ­νου… ἕ­να ἀ­ε­ρά­κι φυ­σά­ει καὶ χα­ϊ­δεύ­ει τὸ πρό­σω­πό του. Καὶ τό­τε, μέ­σα στὸ μυα­λό του, χύ­νε­ται ἕ­να ἀ­προσ­δό­κη­το, ζε­στὸ φῶς, ἕ­να φῶς ζω­ῆς καὶ ἐλ­πί­δας. Ναί, πρέ­πει —δὲν γί­νε­ται ἀλ­λι­ῶς— ἡ ζω­ὴ αὐ­τὴ νὰ ἔ­χει δο­θεῖ γιὰ κά­ποι­ο σκο­πό (ὅ­πως πρέ­πει νὰ ἔ­χει κά­ποι­ο σκο­πὸ τὸ ἀ­ε­ρά­κι ποὺ φύ­ση­ξε καὶ ὅ­λα τὰ θαυ­μα­στὰ ποὺ τὸν τρι­γυ­ρί­ζουν). Εἶ­ναι λοι­πὸν ἡ ζω­ὴ ἕ­να δῶ­ρο ποὺ δὲν ἔ­χει δι­καί­ω­μα νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει, ὅ­ποι­α καὶ ἂν εἶ­ναι τὰ βά­σα­να καὶ οἱ τα­λαι­πω­ρί­ες ποὺ τοῦ ἔ­χει ἐ­πι­φυ­λά­ξει· ἔ­χει μό­νο χρέ­ος νὰ συ­νε­χί­σει νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται καὶ νὰ παίρ­νει ἀ­πὸ αὐ­τὴν καὶ νὰ τῆς προ­σφέ­ρει ὅ,τι μπο­ρεῖ – κι αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ σκο­τει­νὸ μὰ καὶ γο­η­τευ­τι­κό της μυ­στή­ριο:

       Προ­χω­ρεῖ ἕ­να βῆ­μα, κι ἀ­κό­μη ἕ­να….

 

       Ὁ Νί­κος Στά­μου σκύ­βει ἀ­πὸ πά­νω του: «Ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸ πέ­σι­μο, τοῦ λέ­ει χα­μο­γε­λα­στός. Ρε­α­λι­στι­κό­τα­το. Μό­νο γιὰ μιὰ στιγ­μή, γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀ­λή­θεια, μὲ ἀ­νη­σύ­χη­σε ἡ ἔκ­φρα­σή σου —τὴν ἔ­χω ξα­να­δεῖ σὲ ἄλ­λους—, φο­βή­θη­κα μή­πως κά­ποι­ες πε­ρί­ερ­γες ἰ­δέ­ες μπῆ­καν στὸ μυα­λό σου, ἂν καὶ ἤ­ξε­ρα πὼς ὅ­λα τὰ μέ­τρα ἀ­σφα­λεί­ας εἶ­χαν λη­φθεῖ. Μὰ ἀ­μέ­σως ἔ­πει­τα σκέ­φτη­κα πὼς ἡ ἔκ­φρα­ση αὐ­τὴ ἦ­ταν ὅ,τι χρει­α­ζό­ταν γιὰ τὴν σκη­νὴ τῆς ται­νί­ας ποὺ γυ­ρί­ζου­με. Ὁ­πό­τε τὸ σύ­νο­λο ἦ­ταν πο­λὺ δε­μέ­νο κι ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νο. Μπρά­βο σου!­»

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 51 (Δε­κέμ­βρι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Μά­νος Καλ­πα­δά­κης (Ἀ­θή­να, 1936). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­πὸ τὸ 1963 ἕ­ως τὸ 1998 ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς δι­πλω­μα­τι­κὸς στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν. Ἐ­ξέ­δω­σε τὰ βι­βλί­α πε­ζο­γρα­φη­μά­των: Δα­νει­κὰ το­πί­α, (Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1988) καὶ Στὶς ἴ­δι­ες ρά­γες (Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1993).

 

Μάνος Καλπαδάκης: Μαραθώνιος

 

 

Μά­νος Καλ­πα­δά­κης

 

Μα­ρα­θώ­νιος

 

ΟΙ­ΜΗ­ΣΟΥ. Στὸ σκο­τά­δι ὅ­λα φω­τί­ζον­ται. Ὅ­ταν σκαρ­φα­λώ­σεις στὸ ἄ­σπρο σύν­νε­φο, οἱ τραυ­μα­τι­ο­φο­ρεῖς θὰ ἔ­χουν μα­ζέ­ψει τοὺς πε­σόν­τες ἀ­πὸ τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Τὸ πλῆ­θος θὰ συρ­ρέ­ει στὰ κα­τα­στή­μα­τα γιὰ τὶς ἐ­τή­σι­ες ἐκ­πτώ­σεις καὶ τὸ Μα­ρά­κι μας θὰ ἔ­χει τὴν πρώ­τη ἐ­ρω­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α του. Πι­στεύ­ω σὲ μί­α, ἁ­γί­α καὶ κα­θο­λι­κὴ ἀλ­λα­γὴ ποὺ θὰ ἀλ­λά­ξει τὴ θε­ω­ρί­α τοῦ κό­σμου. Ἦρ­θε ὁ και­ρὸς τῶν φαν­τα­σμά­των. Στά­σου μπρο­στὰ στὸν κα­θρέ­φτη καὶ πυ­ρο­βό­λη­σε. Ὁ κα­θρέ­φτης θὰ σοῦ ἀ­παν­τή­σει μὲ χί­λιους πυ­ρο­βο­λι­σμοὺς τῶν δι­κῶν σου ἀν­θρώ­πων.

         Για­τί οἱ δί­και­οι πρέ­πει νὰ σβή­νουν σι­ω­πη­λά; Οἱ πο­λι­τι­κοὶ προ­βάλ­λουν τὶς ἀ­θλη­τι­κὲς ἐ­πι­δό­σεις τους καὶ οἱ ἀ­θλη­τὲς τὶς πο­λι­τι­κὲς φι­λο­δο­ξί­ες τους. Σὰν φτά­σεις ἐ­κεῖ ψη­λά, ξέ­ρω πὼς θὰ φω­νά­ξεις γε­μά­τος πε­ρη­φά­νια: «Εἶ­μαι πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά!» Ἀλ­λὰ τό­τε γυ­ρί­ζον­τας πί­σω σου θὰ δεῖς νὰ σέρ­νεις σει­ρὰ τὰ κο­ρο­ϊ­δευ­τι­κὰ κον­σερ­βο­κού­τια.

        Πό­σο ἀ­χόρ­τα­γα κα­τα­βρο­χθί­ζουν τὰ παι­διὰ τοῦ Ἀ­δὰμ τὶς σάρ­κες τους γιὰ νὰ νι­ώ­σουν τὸν ὑ­πέρ­τα­το θρί­αμ­βο τοῦ ἐ­γώ τους!

        Θά ‘­θε­λα νὰ τρέ­ξω τὸ νέ­ο ἀ­τέ­λει­ω­το Μα­ρα­θώ­νιο καὶ φτά­νον­τας στὸ τέρ­μα νὰ φω­νά­ξω γε­μά­τος γνώ­ση: «Νι­κη­θή­κα­με!»

        Κι ἐ­κεῖ ξα­πλώ­νον­τας στὸ ἔ­δα­φος ν’ ἀ­φουγ­κρά­ζου­μαι τὸ νι­κη­φό­ρο πο­δο­βο­λη­τὸ Ἐ­κεί­νου ποὺ ἔρ­χε­ται.

        Ξυ­πνά­ω μὲ τὴν πα­ρά­ξε­νη γεύ­ση τῆς σι­τε­μέ­νης ἐλ­πί­δας.

  

 

Πη­γή: Δα­νει­κὰ το­πί­α, Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1988.

 

Μά­νος Καλ­πα­δά­κης (Ἀ­θή­να, 1936). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­πὸ τὸ 1963 ἕ­ως τὸ 1998 ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς δι­πλω­μα­τι­κὸς στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν. Ἐ­ξέ­δω­σε τὰ βι­βλί­α πε­ζο­γρα­φη­μά­των: Δα­νει­κὰ το­πί­α, Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1988, Στὶς ἴ­δι­ες ρά­γες, Ἐκδ. Ὀ­δυσ­σέ­ας, Ἀ­θή­να, 1993.

 

Φω­το­γρα­φί­α: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Ἡ ἐπι­στροφὴ τοῦ Μα­ρα­θω­νο­δρό­μου. 28ος Κλα­σι­κός Μα­ρα­θώ­νιος Ἀθηνῶν. 2500 χρό­νια ἀπὸ τὴν Μά­χη τοῦ Μα­ρα­θώ­να.

 

Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 10-11-2010.