Ἰβὰν Τουργκένιεφ (Иван Тургенев): Τὸ σπουργίτι



Ἰβὰν Τουργκένιεφ (Иван Тургенев)


Τὸ σπουργίτι

(Воробей)


ΠΕΣΤΡΕΦΑ ἀ­πὸ τὸ κυ­νή­γι βα­δί­ζον­τας στὴν ἀ­λέ­α τοῦ κή­που. Ὁ σκύ­λος ἔ­τρε­χε μπρο­στά μου. Ξαφ­νι­κά, ἔ­κο­ψε τὸν βη­μα­τι­σμό του καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ πε­ρά­σει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος, σὰν νὰ ὀ­σφραι­νό­ταν μπρο­στά του κά­ποι­ο θή­ρα­μα. Κοί­τα­ξα κα­τὰ μῆ­κος τῆς ἀ­λέ­ας καὶ εἶ­δα ἕ­να νε­α­ρὸ σπουρ­γί­τι μ’ ἕ­να κί­τρι­νο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ράμ­φος καὶ χνού­δι στὸ κε­φά­λι του. Εἶ­χε πέ­σει ἀ­π’ τὴ φω­λιά του (ὁ ἀ­έ­ρας κλυ­δώ­νι­ζε δυ­να­τὰ τὶς ση­μύ­δες στὴν ἀ­λέ­α) καὶ κα­θό­ταν ἀ­κί­νη­το, τεν­τώ­νον­τας ἀ­βο­ή­θη­τα τὰ νε­ο­γέν­νη­τα φτε­ρά του. Ὁ σκύ­λος μου τὸ πλη­σί­α­σε ἀρ­γά, ὅ­ταν ξαφ­νι­κά, ὁρ­μών­τας ἀ­πὸ ἕ­να κον­τι­νὸ δέν­τρο, ἕ­να ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο, μαυ­ρό­στη­θο σπουρ­γί­τι ἔ­πε­σε σὰν πέ­τρα μπρο­στὰ ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴ μου­σού­δα του – καὶ ἀ­να­μαλ­λι­α­σμέ­νο, πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο, μὲ μιὰ ἀ­πελ­πι­σμέ­νη καὶ ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη κραυ­γή, ἀ­να­πή­δη­σε δύ­ο πε­ρί­που φο­ρὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ δόν­τια τοῦ ἀ­νοι­χτοῦ στό­μα­τος τοῦ σκύ­λου. Ὅρ­μη­σε νὰ τὸ σώ­σει, κά­λυ­ψε μὲ τὸ σῶ­μα του τὸ γέν­νη­μά του… Ὅ­μως ὅ­λο το μι­κρό του σῶ­μα ἔ­τρε­με ἀ­πὸ τὴ φρί­κη, ἡ φω­νού­λα του εἶ­χε γί­νει τρα­χιὰ καὶ βρα­χνι­α­σμέ­νη, ἔ­σβη­νε ἀ­πὸ τὸν φό­βο, θυ­σί­α­ζε τὸν ἑ­αυ­τό του! Πό­σο τε­ρά­στιος θὰ τοῦ φαι­νό­ταν ὁ σκύ­λος, σὰν τέ­ρας! Κι ὅ­μως, δὲν ἀρ­κέ­στη­κε στὸ ψη­λό, ἀ­σφα­λὲς κλα­δί του… Μιὰ δύ­να­μη, ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ θέ­λη­σή του, τὸ ἔ­σπρω­ξε ἀ­πὸ κεῖ. Ὁ Τρε­ζόρ μου στα­μά­τη­σε, ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ἀ­να­γνώ­ρι­σε αὐ­τὴ τὴ δύ­να­μη. Ἔ­σπευ­σα νὰ τρα­βή­ξω στὴν ἄ­κρη τὸν σα­στι­σμέ­νο σκύ­λο καὶ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κα γε­μά­τος σε­βα­σμό. Ναί, μὴ γε­λᾶ­τε. Ἔ­νι­ω­σα σε­βα­σμὸ γι’ αὐ­τὸ τὸ μι­κρό, ἡ­ρω­ϊ­κὸ που­λί, γιὰ τὸ ξέ­σπα­σμα τῆς ἀ­γά­πης του. Ἡ ἀ­γά­πη, σκέ­φτη­κα, εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν θά­να­το ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν φό­βο τοῦ θα­νά­του. Μό­νο μ’ αὐ­τήν, μό­νο μὲ τὴν ἀ­γά­πη ἀν­τέ­χει κα­νεὶς στὴ ζω­ὴ καὶ προ­χω­ρᾶ.


Ἀ­πρί­λιος, 1878.

Δραματοποίηση (01.09.2016):


Πηγή: ἀπο τὴν ἱστοσελίδα:

https://rvb.ru/turgenev/01text/vol_10/02senilia/0222.htm

Ἰβὰν Σε­ργιέ­γκε­βιτς Τουργκένιεφ (И­ван Сер­ге­евич Тур­ге­нев) (Ὀριὸλ Ρω­σί­ας 09.11.1818 – Μπου­ζι­βὰλ κον­τὰ στὸ Π­ρίσι, 1883.) Ρῶ­σος μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, ποι­η­τὴς καὶ θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέας. Γνω­στό­τε­ρα ἔργα του: Μού­μου (1854), Πρώ­τη ἀ­γάπη (1860), Πατέρες καὶ γιοί (1862), Ὁ καπνός (1867), Ἀνοιξιάτικα νερά  (1872).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά:

Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005) καὶ Ση­μεῖ­ο Πε­τρού­πο­λης (Πλα­νό­διον, 2011). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007).

Ἰβὰν Τουργκένιεφ (Иван Тургенев): Ὁ Ζητιάνος



Ἰβὰν Τουργκένιεφ (Иван Тургенев)

Ὁ Ζη­τιά­νος

(Нищий)


ΑΘΩΣ βά­δι­ζα στὸν δρό­μο, μὲ στα­μά­τη­σε ἕ­νας ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τὰ γη­ρα­τειὰ ζη­τιά­νος. Φλο­γι­σμέ­να, γε­μά­τα δά­κρυ­α μά­τια, με­λα­νὰ χεί­λη, τρα­χιὰ κου­ρέ­λια, ἀ­κά­θαρ­τες πλη­γές… Ὤ, πό­σο ἀ­παί­σια κα­τέ­φα­γε ἡ ἔν­δεια τοῦ­το τὸ δύ­στυ­χο πλά­σμα!

            Ἅ­πλω­σε πρὸς τὸ μέ­ρος μου τὸ κόκ­κι­νο, πρη­σμέ­νο καὶ ἀ­κά­θαρ­το χέ­ρι του. Στέ­να­ζε καὶ βογ­κοῦ­σε γιὰ βο­ή­θεια.

            Ἄρ­χι­σα νὰ ψά­χνω ὅ­λες τὶς τσέ­πες μου… Οὔ­τε πορ­το­φό­λι, οὔ­τε ρο­λό­ι, οὔ­τε κὰν μαν­τή­λι… Τί­πο­τα δὲν εἶ­χα πά­ρει μα­ζί μου.

            Κι ὁ ζη­τιά­νος πε­ρί­με­νε… Καὶ τὸ προ­τε­τα­μέ­νο χέ­ρι του ἔ­τρε­με καὶ σκιρ­τοῦ­σε ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νο.

            Χα­μέ­νος, σα­στι­σμέ­νος, ἔ­σφι­ξα δυ­να­τὰ τοῦ­το τὸ βρώ­μι­κο καὶ τρε­μά­με­νο χέ­ρι…

            — Νὰ μὲ συμ­πα­θᾶς ἀ­δερ­φέ· δὲν ἔ­χω τί­πο­τα πά­νω μου, ἀ­δερ­φέ.

            Ὁ ζη­τιά­νος κάρ­φω­σε πά­νω μου τὰ φλο­γι­σμέ­να μά­τια του. Τὰ μπλά­βα χεί­λη του μει­δί­α­σαν κι ἔ­σφι­ξε κι αὐ­τὸς μὲ τὴ σει­ρά του τὶς ξυ­λι­α­σμέ­νες πα­λά­μες μου.

            Καὶ τί μ’ αὐ­τό, ἀ­δερ­φέ, μουρ­μού­ρι­σε, ἀ­κό­μα καὶ γι’ αὐ­τὸ σ’ εὐ­χα­ρι­στῶ. Κι αὐ­τὸ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι, ἀ­δερ­φέ.

            Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι κι ἐ­γὼ εἶ­χα λά­βει ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­πὸ τὸν ἀ­δερ­φό μου.


Φε­βρουά­ριος 1878.

Δραματοποίηση (15.01.2018):


Πηγή: ἀπο τὴν ἱστοσελίδα

https://rvb.ru/turgenev/01text/vol_10/02senilia/0222.htm

Ἰβὰν Σε­ργιέ­γκε­βιτς Τουργκένιεφ (И­ван Сер­ге­евич Тур­ге­нев) (Ὀριὸλ Ρω­σί­ας 09.11.1818 – Μπου­ζι­βὰλ κον­τὰ στὸ Π­ρίσι, 1883.) Ρῶ­σος μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, ποι­η­τὴς καὶ θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέας. Γνω­στό­τε­ρα ἔργα του: Μού­μου (1854), Πρώ­τη ἀ­γάπη (1860), Πατέρες καὶ γιοί (1862), Ὁ καπνός (1867), Ἀνοιξιάτικα νερά  (1872).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά:

Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005) καὶ Ση­μεῖ­ο Πε­τρού­πο­λης (Πλα­νό­διον, 2011). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007).