Κώστας Ποῦλος: Κατοικίδια


Κώ­στας Ποῦ­λος


Κα­τοι­κί­δια


Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ πή­γαι­ναν ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ στὸ χει­ρό­τε­ρο. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ πο­λὺ λί­γες ἐ­ξαι­ρέ­σεις, με­τρη­μέ­νες στὰ δά­χτυ­λα τοῦ ἑ­νὸς ἤ, τὸ πο­λύ, τῶν δύ­ο χε­ρι­ῶν, ὅ­λοι περ­πα­τοῦ­σαν σκυ­φτοὶ στὸν δρό­μο. Τὰ κα­τα­στή­μα­τα ἔ­κλει­ναν τὸ ἕ­να με­τὰ τὸ ἄλ­λο, οἱ δρό­μοι εἶ­χαν γε­μί­σει πε­σμέ­νες ἀ­φί­σες καὶ βρο­μι­ὲς ἀ­πὸ ἄ­στε­γους καὶ ἀ­δέ­σπο­τα. Τὰ αὐ­το­κί­νη­τα, ὅ­σα δὲν ἦ­ταν παρ­κα­ρι­σμέ­να, κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν μὲ ξε­φτι­σμέ­να λά­στι­χα καὶ ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ λε­πτή, ἀ­φρι­κα­νι­κὴ σκό­νη, ποὺ κά­νει τὸν ἥ­λιο καὶ τὸ φεγ­γά­ρι νὰ μοιά­ζουν μὲ δί­δυ­μα ἀ­δέρ­φια, ἐ­νῶ συμ­βαί­νει μᾶλ­λον τὸ ἀν­τί­θε­το.

            Τὸ προ­η­γού­με­νο δι­ά­στη­μα, τὶς μέ­ρες καὶ τοὺς μῆ­νες πρὶν ἀ­πὸ κεί­νη τὴ σκο­νι­σμέ­νη μέ­ρα, ἐ­μεῖς, δη­λα­δὴ ἐ­γὼ καὶ ἡ γυ­ναί­κα μου ἡ Λό­ρα, ἀ­πο­λαμ­βά­να­με τὶς κα­θη­με­ρι­νές μας βόλ­τες μὲ τὸν Ζα­χα­ρί­α, μί­α τὸ πρω­ὶ καὶ μί­α τὸ ἀ­πό­γευ­μα. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας ἦ­ταν τὸ κα­τοι­κί­διό μας. Καὶ τί δὲν κά­να­με μα­ζί του. Τρέ­χα­με δί­πλα στὸ πο­τά­μι, παί­ζα­με μὲ τὸ τό­πι στὸ γρα­σί­δι. Τοῦ Ζα­χα­ρί­α τοῦ ἄ­ρε­σαν πο­λὺ αὐ­τὲς οἱ βόλ­τες, ἂν καὶ τε­λευ­ταῖ­α ἔ­δει­χνε κου­ρα­σμέ­νος καὶ βα­ρι­ε­στη­μέ­νος. Ἡ Λό­ρα τὸ ἀ­πέ­δι­δε στὴ μο­να­ξιά, καὶ κά­θε τό­σο μὲ πί­ε­ζε νὰ πά­ρου­με καὶ ἕ­να θη­λυ­κό, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ ἀν­τι­στε­κό­μουν. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας ἦ­ταν γε­νι­κὰ πο­λὺ κα­λό­βο­λος καὶ σω­στὰ ἐκ­παι­δευ­μέ­νος. Πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἕ­να πο­λὺ πα­ρά­ξε­νο γά­βγι­σμα, μπο­ροῦ­σε νὰ στέ­κε­ται πά­ρα πολ­λὴ ὥ­ρα ὄρ­θιος στὰ πί­σω του πό­δια, κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι γιὰ φα­γη­τὸ καὶ κά­θε μέ­ρα —βρέ­ξει-χι­ο­νί­σει— ἔ­φερ­νε τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­πτε­ρο. Τὸν εἴ­χα­με ἀρ­κε­τὰ ἐ­λεύ­θε­ρο καὶ ἀ­νε­ξάρ­τη­το. Ὅ­πο­τε ἤ­θε­λε ξε­πόρ­τι­ζε. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἔ­λει­πε ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα. Μα­κά­ρι νὰ ἤ­ξε­ρα ποῦ γύ­ρι­ζε. Ὅ­που καὶ νὰ πή­γαι­νε πάν­τως, τὸ βρά­δυ ἦ­ταν πί­σω. Ἕ­να βρά­δυ γύ­ρι­σε μὲ ἕ­να θη­λυ­κό. Τὴν Ἥ­ρα. Στὴν ἀρ­χή, γιὰ νὰ λέ­με τὴν ἀ­λή­θεια, δὲν μοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου αὐ­τό. «Ἄ­σ’ το, κα­η­μέ­νε, τὸ ζων­τα­νό.» Ἡ Λό­ρα. «Σάμ­πως δὲ θέ­λει κι αὐ­τὸ λί­γη πα­ρέ­α; Θὰ σοῦ ἄ­ρε­σε ἐ­σέ­να νὰ ἔ­φευ­γα καὶ νὰ ἔ­με­νες μο­να­χός σου;» Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι σκέ­φτη­κα λί­γο τὴν ἐκ­δο­χή, ἀλ­λὰ με­τὰ εἶ­πα ὄ­χι, δὲν θὰ μοῦ ἄ­ρε­σε. Ἡ Ἥ­ρα πάν­τως εἶ­χε ἔρ­θει γιὰ νὰ μεί­νει. Ἡ κα­τά­στα­ση στὸ σπί­τι βελ­τι­ώ­θη­κε αἰ­σθη­τά, πα­ρό­λο ποὺ ἐ­κεί­νη ἦ­ταν κά­πως δύ­στρο­πη καὶ δὲν μᾶς πο­λυ­συμ­πα­θοῦ­σε.

            Ζέ­στη, βρο­χή, γέ­λια, κα­βγά­δες, βόλ­τες στὸ πο­τά­μι, κι ὕ­στε­ρα πί­σω στὸ σπί­τι, ὥ­σπου ἦρ­θε ἐ­κεί­νη ἡ μέ­ρα μὲ τὴ σκό­νη, ποὺ ὁ ἥ­λιος καὶ τὸ φεγ­γά­ρι ἔ­μοια­ζαν μὲ δί­δυ­μα ἀ­δέρ­φια, ἐ­νῶ συμ­βαί­νει μᾶλ­λον τὸ ἀν­τί­θε­το. Ἡ Ἥ­ρα χά­θη­κε. Ἔ­τσι ξαφ­νι­κά. Τὸ πιὸ πι­θα­νό, ἔ­φυ­γε τὴ νύ­χτα κρυ­φά. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας ἔ­δει­χνε πο­λὺ λι­ῶ­μα. Τὰ μά­τια του γυ­ά­λι­ζαν. Ἡ Λό­ρα φο­βή­θη­κε μή­πως εἶ­χε ἁρ­πά­ξει κα­μιὰ λύσ­σα. Κα­τὰ τὶς τρεῖς το με­ση­μέ­ρι τὸν εἴ­δα­με νὰ πλη­σιά­ζει τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Μᾶς κοί­τα­ξε μὲ τὸ βλέμ­μα ποὺ λέ­ει θέ­λω βόλ­τα. Ἀ­νη­σύ­χη­σα. Μπή­κα­με μὲ τὴ Λό­ρα στὸ πί­σω κά­θι­σμα. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας στὸ τι­μό­νι. Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ πο­λὺ πα­ρά­ξε­νος. Σὰν νὰ μὴν ἦ­ταν αὐ­τός, σὰν νὰ ἦ­ταν ἕ­νας ἄλ­λος. Ἡ Λό­ρα μοῦ ψι­θύ­ρι­σε κά­τι στὸ αὐ­τί. Συμ­φώ­νη­σα. Πράγ­μα­τι, τὸ δέρ­μα του ἔ­βγα­ζε μιὰ ἄ­σχη­μη μυ­ρω­διά. Δυ­ὸ ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα φτά­σα­με σὲ ἕ­να ἄ­γνω­στο μέ­ρος. Ἦ­ταν πά­λι στὴν ἄ­κρη στὸ πο­τά­μι, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὸ δι­κό μας. Βγή­κα­με ἔ­ξω καὶ ἀρ­χί­σα­με τὸ γνω­στὸ παι­χνί­δι μὲ τὸ τό­πι. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας πε­τοῦ­σε τὸ μπα­λά­κι ὅ­λο καὶ πιὸ μα­κριὰ κι ἐ­μεῖς τρέ­χα­με ποιός θὰ τὸ πρω­το­πιά­σει. Με­τὰ τὴν ἔ­κα­νε τὴ βλα­κεί­α: τὸ πέ­τα­ξε μέ­σα στὸ πο­τά­μι (γε­νι­κὰ ἦ­ταν ἄ­γαρ­μπος, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη τὴ μέ­ρα δὲν ξέ­ρω τί τὸν εἶ­χε πιά­σει). Βου­τή­ξα­με, ἡ Λό­ρα κι ἐ­γώ, μέ­σα στὸ πα­γω­μέ­νο νε­ρό. Τὸ ρεῦ­μα ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ δυ­να­τὸ σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο. Τε­λι­κὰ ἡ Λό­ρα τὸ ἅρ­πα­ξε πρώ­τη. Βγή­κα­με στὴν ὄ­χθη, τρί­α χι­λι­ό­με­τρα πιὸ κά­τω. Ὅ­ταν γυ­ρί­σα­με, ὁ Ζα­χα­ρί­ας ἔ­λει­πε. «Χά, χὰ» εἶ­πα μέ­σα μου. «Νο­μί­ζει ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ τὸ σκά­σει.» Ἔ­χον­τας στὴ μύ­τη μου τὴ μυ­ρω­διά του, ἀ­κο­λού­θη­σα τὰ ἴ­χνη. Ὁ πο­νη­ρός, εἶ­χε πά­ει ἀ­κρι­βῶς στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ εἴ­χα­με ἀ­φή­σει τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μας. Κοί­τα­ξα κα­λὰ-κα­λὰ ἕ­να γύ­ρο. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας που­θε­νά. Μα­ζί του ἔ­λει­πε καὶ τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Τι­να­χτή­κα­με λί­γο νὰ φύ­γουν τὰ νε­ρά. Στὸ με­τα­ξύ, εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ νυ­χτώ­νει. Δὲν ἤ­θε­λα νὰ τρο­μά­ξω τὴ Λό­ρα, ὅ­μως ἦ­ταν φα­νε­ρὸ ὅ­τι τὰ πράγ­μα­τα πή­γαι­ναν ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ στὸ χει­ρό­τε­ρο. Κοί­τα­ξα γύ­ρω. Ποι­ός ξέ­ρει ποι­ό πα­ρα­τη­μέ­νο προ­ά­στιο θὰ ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ θὰ περ­νού­σα­με τὸ βρά­δυ. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ πο­λὺ λί­γες ἐ­ξαι­ρέ­σεις, με­τρη­μέ­νες στὰ δά­χτυ­λα τοῦ ἑ­νὸς ἤ, τὸ πο­λύ, τῶν δύ­ο χε­ρι­ῶν, ὅ­λοι περ­πα­τοῦ­σαν σκυ­φτοὶ στὸν δρό­μο. Βρή­κα­με ἕ­να μέ­ρος νὰ πε­ρά­σου­με τὴ νύ­χτα. Τὸ πρω­ῒ ἡ Λό­ρα εἶ­χε κά­νει πέν­τε μι­κρά. Βγῆ­καν ὅ­λα μὲ κλει­στὰ μά­τια, ἀλ­λὰ ἤ­ξε­ραν πο­λὺ κα­λὰ νὰ βρί­σκουν τὸ κα­θέ­να τὴ δι­κή του θη­λή. Ἡ Λό­ρα μὲ κοί­τα­ξε μὲ αὐ­τὸ τὸ βλέμ­μα ποὺ εἶ­ναι χα­ρού­με­νο καὶ λυ­πη­μέ­νο μα­ζί.

            «Δὲ πᾶς νὰ ρί­ξεις μιὰ μα­τιά, μπᾶς καὶ βρεῖς κα­νέ­να και­νούρ­γιο κα­τοι­κί­διο;»

            «Εἶ­σαι τρε­λή;» τῆς εἶ­πα. «Θὰ μᾶς τὰ πά­ρουν καὶ τὰ πέν­τε!»



Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀμ­φί­βια τέ­ρα­τα. Ἱ­στο­ρί­ες στὸν δρό­μο γιὰ τὴ λί­μνη (Με­ταίχ­μιο, 2020).

Κώ­στας Ποῦ­λος. Γεν­νήθη­κε στὸν Ἐ­λι­κώνα τῆς Βοι­ω­τίας. Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γία, Φι­λο­σο­φί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὴ Γερ­μα­νί­α. Ἔ­χει γρά­ψει, με­τα­φρά­σει καὶ δι­α­σκευ­ά­σει πλῆθος βι­βλί­ων γιὰ με­γά­­λους καὶ κυ­­ρί­ως γιὰ παι­διά. Ἔργα του ἔχουν λά­βει τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις (κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο παι­δι­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ βι­βλί­ου) ἢ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες.


			

Κώ­στας Ποῦ­λος: Τὸ νόημα



Κώ­στας Ποῦ­λος


Τὸ νό­η­μα


Ο ΣΗΜΕΙΩΜΑ εἶ­χε μό­νο τρεῖς λέ­ξεις. Τρεῖς ἁ­πλὲς λέ­ξεις γραμ­μέ­νες μὲ κε­φα­λαῖ­α γράμ­μα­τα: «ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ». Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ μό­νο γράμ­μα ποὺ ἔ­λα­βε ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα του. Πρῶ­το καὶ τε­λευ­ταῖ­ο. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, δὲν τὸ ἔ­γρα­ψε εἰ­δι­κὰ γιὰ κεῖ­νον. Τὸ ἔ­γρα­ψε γε­νι­κά. Πα­ρα­λή­πτης ἡ ὑ­φή­λιος. Αὐ­τὸς ὅ­μως τὸ πῆ­ρε προ­σω­πι­κά. Ὁ ἴ­διος ὁ πα­τέ­ρας του… δὲν ἦ­ταν μι­κρὸ πράγ­μα. Εἶ­χε κλεί­σει τὰ δε­κα­ο­χτὼ ὅ­ταν τοῦ τὸ εἶ­πε. Ἡ μά­να. Και­ρὸ κρα­τοῦ­σε μέ­σα της αὐ­τὴ τὴν πέ­τρα. Χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα. Στὴν ἀρ­χὴ ὁ πα­τέ­ρας ἤ­τα­νε, λέ­ει, στὰ κα­ρά­βια. Πό­σα χρό­νια νὰ εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος στὰ κα­ρά­βια; «Βα­σι­λι­κή, πές το τοῦ παι­διοῦ». Ἡ ἀ­δερ­φή της. «Τί πε­ρι­μέ­νεις; Νὰ τὸ ἀ­κού­σει ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους;» Καὶ τὸ παι­δὶ με­γά­λω­νε μὲ τὸ παι­χνί­δι, μέ­σα σὲ πλα­για­στὰ βλέμ­μα­τα καὶ ψι­θύ­ρους. «Ἴ­διος ὁ μα­κα­ρί­της.» Κι ὕ­στε­ρα, μὲ νό­η­μα: «Ἀρ­κεῖ νὰ μὴν τοῦ μοιά­σει καὶ στ’ ἄλ­λα…».

       Μιὰ μέ­ρα τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε. «Τὸ καί τό, παι­δί μου.» Ἡ Βα­σι­λι­κή. Τοῦ ἔ­δει­ξε καὶ τὸ ση­μεί­ω­μα. Τοῦ ἔ­δει­ξε καὶ τὸ κλα­δὶ ποὺ ἔ­δε­σε τὴ θη­λιά. «Τὸ κλα­δὶ τοῦ πα­τέ­ρα.» Ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶ­πε τί­πο­τα. Μό­νο πῆ­ρε τὸ ση­μεί­ω­μα καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὴν τσέ­πη. Ἔ­τσι, νὰ ἔ­χει κι αὐ­τὸς κά­τι ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα. Ἀρ­γό­τε­ρα τὸ ση­μεί­ω­μα τσα­λα­κώ­θη­κε, τὸ ἔ­βα­λε στὸ πορ­το­φό­λι. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸ ἄ­νοι­γε, τὸ ἔ­βλε­πε καὶ ἦ­ταν σὰν νὰ ἔ­κα­νε μιὰ ἐ­πα­νά­λη­ψη. Σὰν κά­ποι­ος νὰ τοῦ εἶ­χε βά­λει μιὰ ἐρ­γα­σί­α γιὰ τὸ σπί­τι καὶ ἔ­πρε­πε ἀ­νυ­περ­θέ­τως νὰ τὸ μά­θει ἀ­πέ­ξω. «ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ». Ἀρ­γό­τε­ρα, ἄ­νοι­ξε κλεῖ­σε τὸ πορ­το­φό­λι, τὸ ση­μεί­ω­μα ἄρ­χι­σε νὰ ξε­θω­ριά­ζει. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ φύ­γει. Τα­ξί­δε­ψε. Με­τὰ ἄ­ρα­ξε στὰ νη­σιά. Βρῆ­κε δου­λει­ές, γνώ­ρι­σε ἀν­θρώ­πους, μί­ση­σε, χά­ρη­κε, λυ­πή­θη­κε. Ὁ κό­σμος γύ­ρι­ζε μὲ με­γά­λες τα­χύ­τη­τες. Στὸ κέν­τρο αὐ­τός. Ὅ­λα ἔ­τρε­χαν γύ­ρω του, ὅ­λα ἄλ­λα­ζαν. Ἀ­κό­μα καὶ μέ­σα στὸ πορ­το­φό­λι του – κάρ­τες ἔμ­παι­ναν καὶ ἔ­βγαι­ναν, εἰ­σι­τή­ρια, λε­φτά. Πέ­ρα­σαν πολ­λὰ λε­φτὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ πορ­το­φό­λι. Ὅ­λα ἦ­ταν ὄ­μορ­φα καί, κυ­ρί­ως, ὅ­λα εἶ­χαν τὸ νό­η­μά τους καὶ σὲ φώ­να­ζαν νὰ τὸ ἀγ­γί­ξεις, νὰ τὸ βρεῖς. Ξα­μο­λοῦ­σε τὶς πέν­τε αἰ­σθή­σεις γιὰ θε­λή­μα­τα, μὲ μί­α μό­νη καὶ στα­θε­ρὴ πα­ραγ­γε­λί­α: τὰ θέ­λω ὅ­λα καὶ τὰ θέ­λω τώ­ρα. Ἦ­ταν τό­σο ὡ­ραῖ­ο νὰ εἶ­σαι τὸ κέν­τρο τοῦ κό­σμου!

       Ἔ­πει­τα ἐ­ρω­τεύ­τη­κε, καὶ τὸ κέν­τρο τοῦ κό­σμου ξαφ­νι­κὰ ἄλ­λα­ξε.Ἔ­γι­νε αὐ­τή. Τὸ ση­μεί­ω­μα στὸ πορ­το­φό­λι ἦ­ταν πάν­τα ἐ­κεῖ. Μό­νο ποὺ συ­νέ­χι­σε νὰ ξε­θω­ριά­ζει. Πρῶ­τα χά­θη­κε ἡ πρώ­τη λέ­ξη, ἀν­τι­στρέ­φον­τας τὴ ση­μα­σί­α. «… ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ». «Ἄ, ρὲ πα­τέ­ρα, δὲν εἶ­χες δί­κιο. Κα­θό­λου δί­κιο δὲν εἶ­χες» σκε­φτό­ταν, κι ἔ­σφιγ­γε ἀ­κό­μα πιὸ δυ­να­τὰ στὴν ἀγ­κα­λιά του τὸ κέν­τρο τοῦ κό­σμου.

       Ὅ­μως αὐ­τὰ ἦ­ταν πα­λιά. Ἡ σκέ­ψη τους ἄ­φη­νε μό­νο μιὰ πι­κρὴ γεύ­ση στὸν οὐ­ρα­νί­σκο. Ἡ ὑ­φή­λιος γύ­ρι­σε πολ­λὲς φο­ρὲς γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό της. Οἱ φυ­γό­κεν­τρες δυ­νά­μεις τὸν ἔ­σπρω­ξαν, τὸν πέ­τα­ξαν τό­σο μα­κριά, ποὺ ἀ­να­ρω­τι­έ­ται ποιός τοῦ ἔ­στη­σε αὐ­τὸ τὸ παι­χνί­δι. Ποι­ός τοῦ σκά­ρω­σε αὐ­τὸ τὸ κα­κό­γου­στο ἀ­στεῖ­ο – ἂν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ ἑ­αυ­τός του ἢ κά­ποι­ος ἄλ­λος. Εἶ­δε τὸν κό­σμο ὅ­πως πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν. Ἄ­θλιος, μί­ζε­ρος καὶ κα­κός. Εἶ­χε ὅ­μως ἀ­κό­μη τὴ δύ­να­μη, κυ­ρί­ως εἶ­χε τὴ θέ­λη­ση νὰ τὸν ἀλ­λά­ξει. Σι­γὰ-σι­γά, λί­γο-λί­γο. Πέ­ρα­σαν χρό­νια ἔ­τσι, μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τὸ σι­γὰ-σι­γά, τὸ λί­γο-λί­γο. Αὐ­τὰ τὰ δυ­ό, τὸ σι­γὰ καὶ τὸ λί­γο, τοῦ ρο­κά­νι­σαν ἀρ­γὰ δύ­να­μη καὶ θέ­λη­ση. Τὴ θέ­λη­ση, κυ­ρί­ως αὐ­τή. Χτυ­ποῦ­σαν τὰ τη­λέ­φω­να. Δὲν τὰ σή­κω­νε. Τώ­ρα ἔ­με­νε σὲ τού­τη τὴν κα­λύ­βα στὸν λό­φο καὶ κοί­τα­ζε ἀ­πὸ τὸ νο­τι­σμέ­νο τζά­μι τὸν και­ρό, κα­θι­σμέ­νος στὸ μο­νὸ κρε­βά­τι, τὸ ἴ­διο ὅ­που ἡ Βα­σι­λι­κὴ μιὰ μέ­ρα κοι­μή­θη­κε δί­χως νὰ ξυ­πνή­σει. Τὸν εἰ­δο­ποί­η­σαν. «Ἔ­λα, ἡ μά­να σου» τοῦ εἶ­παν. Δὲν τὴν πρό­λα­βε. Ἔ­φυ­γε ἔ­τσι αὐ­τή, χω­ρὶς ση­μει­ώ­μα­τα.

       Ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­κα­νε με­ρι­κὰ βή­μα­τα πρὸς τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ὁ και­ρὸς φαι­νό­ταν πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γρι­ε­μέ­νος. Κα­μιὰ δε­κα­ριὰ μέ­τρα πιὸ πέ­ρα, τὸ με­γά­λο πλα­τά­νι, γυ­μνὸ ἀ­πὸ φύλ­λα, ἀ­πει­λη­τι­κό. Τὸ με­γά­λο κλα­δί, τὸ κλα­δὶ τοῦ πα­τέ­ρα, σὰν τε­ρά­στιο μπρά­τσο τεν­τω­μέ­νο, κόν­τευ­ε νὰ ἀγ­γί­ξει τὸ σπί­τι. Τού­τη τὴν ἄ­νοι­ξη μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὰ κα­τά­φερ­νε. Νὰ τὸ φτά­σει. Νὰ τὸ πιά­σει. Ὁ Φλε­βά­ρης ἦ­ταν στὰ τε­λευ­ταῖ­α του. Δί­σε­χτο ἔ­τος. Ὁ χει­μώ­νας εἶ­χε μιὰ ὕ­στα­τη εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­πο­δεί­ξει γιὰ πό­σο τρο­με­ρὰ πράγ­μα­τα ἦ­ταν ἄ­ξιος. Καὶ ἦ­ταν. Ὅ­λη τὴ νύ­χτα δού­λευ­ε. Κι ὅ­ταν τὸ πρω­ῒ τῆς 29ης τρα­βή­χτη­καν τὰ σκο­τά­δια, τὸ το­πί­ο ἄ­στρα­ψε λευ­κό, βου­λι­αγ­μέ­νο στὸ χι­ό­νι, ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ πέ­φτει πυ­κνό. Μι­κρές, ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στες νι­φά­δες, μι­κρὰ τί­πο­τα χό­ρευ­αν σὰν λι­λι­πού­τει­οι ἀ­λε­ξι­πτω­τι­στές, ἀ­πι­θώ­νον­τας τὴν ἀ­νυ­παρ­ξία τους πά­νω στὴν ἐ­πι­φά­νεια τῶν ἀ­δι­ά­φο­ρων πραγ­μά­των. Ἀ­λή­θεια, πό­σο ζυ­γί­ζει μιὰ νι­φά­δα; Τί­πο­τα. Βρά­χια, δέν­τρα, σπί­τια, ὅ­λα λευ­κά. Βγῆ­κε ἔ­ξω σπρώ­χνον­τας μὲ δυ­σκο­λί­α τὴν πόρ­τα.Ἔ­κα­νε με­ρι­κὰ βή­μα­τα, βου­λι­ά­ζον­τας ὣς τὴ μέ­ση στὸ χι­ό­νι. Ἔ­δει­χνε εὔ­κο­λο, ἀλ­λὰ δὲν ἦ­ταν. Δέ­κα μέ­τρα ὣς τὸν πλά­τα­νο τοῦ φά­νη­καν αἰ­ῶ­νες. Στα­μά­τη­σε νὰ πά­ρει μιὰ ἀ­νά­σα. Ἔ­βγα­λε τὸ πορ­το­φό­λι ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη καὶ ἔ­ψα­ξε τὸ ση­μεί­ω­μα. Φυ­σι­κὰ καὶ μπο­ροῦ­σε νὰ ξα­να­χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὸ ἴ­διο. Εἶ­χε ξα­να­πα­τή­σει τὰ γράμ­μα­τα μὲ τὸ στι­λό, καὶ τώ­ρα οἱ τρεῖς λέ­ξεις ἔ­δει­χναν σὰν νὰ πρω­το­γρά­φτη­καν ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι του ψη­λά. Τὸ με­γά­λο κλα­δί, μὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ χι­ό­νι ποὺ εἶ­χαν ἀ­πο­θέ­σει οἱ νι­φά­δες πά­νω του, φάν­τα­ζε σὰν τέ­ρας, φορ­τω­μέ­νο μὲ χι­λιά­δες, ἑ­κα­τομ­μύ­ρια νι­φά­δες. Τὶς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε πῶς ἔ­πε­φταν, σὰν τρε­λὲς μὲ τὸ ἀ­νύ­παρ­κτο βά­ρος τους. Τοῦ θύ­μι­σαν τὴ ζω­ή του, μὲ τὰ μι­κρὰ καὶ τὰ με­γά­λα πε­ρι­στα­τι­κά της ὅ­λα τό­σο μη­δα­μι­νά, τό­σο τι­πο­τέ­νια, ὑ­πε­ρε­κτι­μη­μέ­να, σὰν αὐ­τὲς τὶς νι­φά­δες δί­χως ὑ­πό­στα­ση, ποὺ ἦ­ταν σὲ λί­γο κα­τα­δι­κα­σμέ­νες νὰ λι­ώ­σουν καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στοῦν, δί­χως νὰ ἀ­φή­σουν ἴ­χνη πί­σω τους.

       Τό­τε ἔ­γι­νε τὸ ἀ­πρό­σμε­νο: τὸ με­γά­λο κλα­δί, ἐ­κεῖ­νο τὸ κλα­δὶ ποὺ ἔ­δει­χνε νὰ τὸν πε­ρι­μέ­νει μὲ μιὰ ἀ­πί­στευ­τη σι­γου­ριά, γραμ­μέ­νη ἴ­σως σὲ ἕ­να στρα­βὸ ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στο γο­νί­διο ποὺ περ­νά­ει ἀ­πὸ πα­τέ­ρα σὲ γιό, σω­ρι­ά­στη­κε ξαφ­νι­κὰ μὲ ἕ­ναν τρο­με­ρὸ θό­ρυ­βο ἐ­κεῖ, δυ­ὸ μέ­τρα μπρο­στά του. Ἑ­κα­τον­τά­δες, χι­λιά­δες μι­κρὲς νι­φά­δες πά­νω σε αὐ­τὸ τὸ κλα­δὶ πε­ρί­με­ναν αὐ­τὴ τὴ μί­α, τὴν κα­θο­ρι­στι­κή, αὐ­τὴ ποὺ ἔ­κα­νε τὴ δι­α­φο­ρά. Ἔ­μει­νε λί­γη ὥ­ρα ἔ­τσι, νὰ τὸ πα­ρα­τη­ρεῖ ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νος.

       Σὰν ζα­λι­σμέ­νος ἀ­κο­λού­θη­σε ἀ­νά­πο­δα τὸ μι­κρό, τὸ λί­γων μέ­τρων μο­νο­πά­τι ποὺ ὁ ἴ­διος εἶ­χε χα­ρά­ξει μὲ τό­ση δυ­σκο­λί­α. Ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ ἦ­ταν πιὸ εὔ­κο­λη. Πο­λὺ πιὸ εὔ­κο­λη. Μπῆ­κε στὸ σπί­τι, ἀ­κούμ­πη­σε τὸ σχοι­νὶ πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι καὶ κά­θι­σε στὴν κα­ρέ­κλα, ποὺ ἦ­ταν σὰν νὰ μὴν πί­στευ­ε καὶ ἡ ἴ­δια στὰ μά­τια της. Ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ κα­θι­σμέ­νος πολ­λὴ ὥ­ρα. Τὸ κου­δού­νι­σμα τοῦ τη­λε­φώ­νου τὸν συ­νέ­φε­ρε. Ἔ­τρε­ξε νὰ τὸ ση­κώ­σει.

       — Ἐμ­πρός!



Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀμ­φί­βια τέ­ρα­τα. Ἱ­στο­ρί­ες στὸν δρό­μο γιὰ τὴ λί­μνη (Με­ταίχ­μιο, 2020).

Κώ­στας Ποῦ­λος. Γεν­νήθη­κε στὸν Ἐ­λι­κώνα τῆς Βοι­ω­τίας. Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γία, Φι­λο­σο­φί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὴ Γερ­μα­νί­α. Ἔ­χει γρά­ψει, με­τα­φρά­σει καὶ δι­α­σκευ­ά­σει πλῆθος βι­βλί­ων γιὰ με­γά­­λους καὶ κυ­­ρί­ως γιὰ παι­διά. Ἔργα του ἔχουν λά­βει τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις (κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο παι­δι­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ βι­βλί­ου) ἢ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες.

Εἰκόνα: Φωτογραφία τοῦ συγγραφέα.