Κρίστα Ράινιγκ (Christa Reinig): Σκορπιός

 

 

Κρί­στα Ρά­ι­νιγκ (C­h­r­i­s­ta R­e­i­n­ig)

 

Σκορ­πιός

(S­k­o­r­p­i­on)

 

ΤΑΝ ΗΠΙΟΣ καὶ φι­λι­κός. Τὰ μά­τια του σμι­χτά. Ση­μά­δι πο­νη­ριᾶς. Τὰ φρύ­δια του πά­νω ἀ­π’ τὴ μύ­τη ἑ­νω­μέ­να. Ση­μά­δι ἐ­ρι­στι­κό­τη­τας. Ἡ μύ­τη του μα­κριὰ καὶ μυ­τε­ρή. Ση­μά­δι ἀ­στεί­ρευ­της πε­ρι­έρ­γειας. Οἱ λο­βοὶ τῶν ἀ­φτι­ῶν του τρι­χω­τοί. Ση­μά­δι ρο­πῆς πρὸς τὸ ἔγ­κλη­μα. «Για­τί δὲ βγαί­νεις ἔ­ξω, στοὺς ἀν­θρώ­πους;» Τὸν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος. Ἐ­κεῖ­νος κοι­τά­χτη­κε στὸν κα­θρέ­φτη καὶ πα­ρα­τή­ρη­σε μιὰ ἔκ­φρα­ση ἀ­πε­χθῆ γύ­ρω ἀπ’ τὸ στό­μα. «Δὲν εἶ­μαι κα­λὸς ἄν­θρω­πος» εἶ­πε. Βυ­θί­στη­κε στὰ βι­βλί­α του. Σὰν τὰ δι­ά­βα­σε ὅ­λα καὶ τέ­λει­ω­σαν τὰ ἀ­πο­θέ­μα­τά του, ἔ­πρε­πε ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ νὰ βγεῖ ἔ­ξω στοὺς ἀν­θρώ­πους, γιὰ ν’ ἀ­γο­ρά­σει ἕ­να βι­βλί­ο και­νού­ριο. Ἂς ἐλ­πί­σου­με ὅ­τι δὲ θὰ συμ­βεῖ κα­μιὰ κα­τα­στρο­φή, σκέ­φτη­κε καὶ βγῆ­κε ἔ­ξω στοὺς ἀν­θρώ­πους. Μιὰ γυ­ναί­κα τοῦ μί­λη­σε καὶ τοῦ ζή­τη­σε νὰ τῆς ἀλ­λά­ξει ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα. Κα­θὼς ἡ μυ­ω­πί­α της ἦ­ταν με­γά­λη, ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρει καὶ νὰ δώ­σει νο­μί­σμα­τα κάμ­πο­σες φο­ρές. Ὁ σκορ­πιὸς σκέ­φτη­κε τὰ μά­τια του, τὰ σμι­χτά, κι ἀρ­νή­θη­κε ν’ αὐ­ξή­σει τὸ κέρ­δος του μὲ πο­νη­ριὰ. Στὸ τρὰμ μέ­σα, τὸν πά­τη­σε ἕ­νας ἄ­γνω­στος καὶ τὸν ἔ­βρι­σε σὲ μιὰ γλώσ­σα ξέ­νη. Ὁ σκορ­πιὸς σκέ­φτη­κε τὰ ἑ­νω­μέ­να φρύ­δια του καὶ προ­τί­μη­σε νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὶς βρι­σιὲς —τὶς ὁ­ποῖ­ες οὕ­τως ἢ ἄλ­λως δὲν κα­τα­λά­βαι­νε— ὡς πα­ρά­κλη­ση γιὰ συγ­χώ­ρε­ση. Ἀ­πο­βι­βά­στη­κε καὶ εἶ­δε μπρο­στὰ του στὸ πε­ζο­δρό­μιο ξε­χα­σμέ­νο ἕ­να χαρ­το­φύ­λα­κα. Ὁ σκορ­πιὸς σκέ­φτη­κε τὴ μύ­τη του καὶ δὲν ἔ­σκυ­ψε, οὔ­τε γύ­ρι­σε κὰν νὰ δεῖ. Στὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο βρῆ­κε ἕ­να βι­βλί­ο. Πό­σο θὰ τὸ ἤ­θε­λε δι­κό του! Ἦ­ταν ὅ­μως πο­λὺ ἀ­κρι­βό. Θὰ χω­ροῦ­σε ἄ­νε­τα στὴν τσέ­πη τοῦ παλ­τοῦ του. Ὁ σκορ­πιὸς σκέ­φτη­κε τοὺς λο­βοὺς τῶν ἀ­φτι­ῶν του καὶ γύ­ρι­σε τὸ βι­βλί­ο στὴ θέ­ση του, στὸ ρά­φι. Δι­ά­λε­ξε κά­ποι­ο ἄλ­λο. Πε­ρι­μέ­νον­τας γιὰ νὰ πλη­ρώ­σει, πα­ρα­πο­νέ­θη­κε ἕ­νας βι­βλι­ό­φι­λος: «Τὸ βι­βλί­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ βι­βλί­ο ποὺ ψά­χνω ἐ­δῶ καὶ χρό­νια. Καὶ τώ­ρα μοῦ τὸ παίρ­νει κά­ποι­ος ἄλ­λος.» Ὁ σκορ­πιὸς σκέ­φτη­κε τὴν ἔκ­φρα­ση τὴν ἀ­πε­χθῆ γύ­ρω ἀ­π’ τὸ στό­μα του καὶ εἶ­πε: «Ὁ­ρί­στε, δι­κό σας τὸ βι­βλί­ο. Σᾶς τὸ πα­ρα­χω­ρῶ.» Ὁ βι­βλι­ό­φι­λος ἔ­βα­λε σχε­δὸν τὰ κλά­μα­τα. Ἔ­σφι­ξε μὲ τὰ δυ­ό του χέ­ρια τὸ βι­βλί­ο πά­νω στὸ στῆ­θος του κι ἔ­φυ­γε. «Αὐ­τὸς εἶ­ναι κα­λὸς πε­λά­της» εἶ­πε ὁ βι­βλι­ο­πώ­λης, «ἀλ­λὰ κά­τι θὰ κά­νου­με καὶ γιὰ ἐ­σᾶς». Τρά­βη­ξε ἀ­π’ τὸ ρά­φι τὸ βι­βλί­ο ποὺ ὁ σκορ­πιὸς ἤ­θε­λε τό­σο γιὰ δι­κό του. Ὁ σκορ­πιὸς τὸν ἀ­πο­θάρ­ρυ­νε: «Τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­κρι­βὸ γιὰ τὴν τσέ­πη μου.» «Μᾶλ­λον ὄ­χι καὶ τό­σο» ἀ­πάν­τη­σε ὁ βι­βλι­ο­πώ­λης, «μιὰ τέ­τοι­α, ἀ­ξι­α­γά­πη­τη πρά­ξη ἀ­ξί­ζει ἀν­τα­πό­δο­ση. Δῶ­στε μου ὅ,τι νο­μί­ζε­τε ἐ­σεῖς.» Ὁ σκορ­πιὸς ἔ­βα­λε σχε­δὸν τὰ κλά­μα­τα. Ἔ­σφι­ξε μὲ τὰ δυ­ό του χέ­ρια τὸ βι­βλί­ο πά­νω στὸ στῆ­θος του καί, κα­θὼς δὲν εἶ­χε κά­τι ἄλ­λο ἐ­λεύ­θε­ρο γιὰ ν’ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σει τὸ βι­βλι­ο­πώ­λη, πρό­τει­νε τὸ κεν­τρί του. Ὁ βι­βλι­ο­πώ­λης ἕ­σφι­ξε τὸ κεν­τρὶ κι ἔ­πε­σε στὸ πά­τω­μα νε­κρός.

 

 

Πη­γή: K­u­r­z­g­e­s­c­h­i­c­h­t­en f­ür d­en D­e­u­t­s­ch-U­n­t­e­r­r­i­c­ht

 

C­h­r­i­s­ta R­e­i­n­ig (Βε­ρο­λί­νο, 6 Αὐ­γού­στου 1926 – Μό­να­χο, 30 Σε­πτεμ­βρί­ου 2008): Γερ­μα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ ποι­ή­τρια τῆς πρώ­ην ἀ­να­το­λι­κῆς Γερ­μα­νί­ας. Λό­γῳ τῆς ἀν­τι­συμ­βα­τι­κῆς της στά­σης, ὑ­πῆρ­ξε θύ­μα λο­γο­κρι­σί­ας. Τὸ ἔρ­γο της χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς φε­μι­νι­στι­κές της τά­σεις, τὴ σά­τι­ρα καὶ τὸ ὀ­ξυ­δερ­κὲς χι­οῦ­μορ της. Τῆς ἔ­χουν ἀ­πο­νε­μη­θεῖ δι­ά­φο­ρα λο­γο­τε­χνι­κὰ βρα­βεῖα.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.