Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Ἕ­να πι­κρὸ τέ­λος εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο

                                         ἀ­πὸ μιὰ πί­κρα χω­ρὶς τέ­λος.

 ΓΥΝΑΙΚΑ, προ­αι­σθα­νό­με­νη τὸ μέλ­λον, δι­α­βά­ζει τὸ Χρο­νι­κὸ ἑ­νὸς προ­α­ναγ­γελ­θέν­τος θα­νά­του, ἐ­νῶ ὁ ἄν­τρας, βυ­θι­σμέ­νος στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ξέ­νου, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὰ σκο­τά­δια τῆς ὕ­παρ­ξης. Ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ δοῦν συν­τρο­φιὰ τὴν ται­νί­α Ση­μα­σί­α ἔ­χει ν’ ἀ­γα­πᾶς.

        Ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια, παν­τρε­μέ­νη μὲ κά­ποι­ον ποὺ τῆς στε­ρεῖ τὴν ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­πα­φή, συγ­χέ­ει τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ τὸ πλα­τὸ καὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ πεῖ «σ’ ἀ­γα­πῶ» στὸν παρ­τε­νέρ της ποὺ «πε­θαί­νει» στὴν ὀ­θό­νη. Ὅ­ταν ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν ἄν­τρα τοῦ ὑ­πο­κό­σμου, βι­ώ­νει τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς σκη­νὴ κα­θὼς ὁ ἐ­ρα­στὴς της ξε­ψυ­χᾶ στὴν ἀγ­κα­λιά της. Μό­νον τό­τε, κυ­ρι­ο­λε­κτοῦν στὰ χεί­λη της οἱ λέ­ξεις.

        Τὸ ἔρ­γο τε­λει­ώ­νει τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸ ζευ­γά­ρι ἐ­πι­στρέ­φει στὴ σι­ω­πή.



Πη­γή: Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη, Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, Ἄ­γρα (2023).

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις “Ἄ­γρα”. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.


			

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου: Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου


Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να

 

ΗΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΕΚΕΙ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου. Βρέ­χει συ­χνά σοῦ λέ­ω. Ὑ­πέρ­βα­ρο τὸ σύν­νε­φο ποὺ κα­τε­βαί­νει φο­βε­ρὸ ἀ­π’ τὸ τα­βά­νι. Βρέ­χει συ­χνά. Βρέ­χει ρα­γδαί­α. Ἄλ­λο­τε δά­κρυ­α ἀ­π’ τὰ πολ­λὰ κρεμ­μύ­δια. Τὸ στι­φά­δο θέ­λει δάφ­νη. Δὲν πῆ­γα φέ­τος τῶν Βα­γι­ῶν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Τὸν ἀ­γα­πῶ, ἀλ­λὰ κου­ρά­στη­κα στὴ ρά­χη νὰ τὸν φέ­ρω. Ὄ­χι, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸ βά­ρος του τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο, ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τὸ ἀ­σή­κω­το τῆς γνώ­σης. Δῶ­σε μου τώ­ρα δάφ­νη ἀ­π’ τὴ δι­κή σου. Αὐ­τὴ ποὺ ἔ­χεις φυ­λαγ­μέ­νη καὶ μα­σᾶς γιὰ τοὺς χρη­σμοὺς καὶ γιὰ τοὺς γρί­φους σου. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει δά­χτυ­λα ποὺ ἀρ­νή­θη­καν σὲ μούν­τζα νὰ ἀ­νοί­ξουν. Ἀγ­κυ­λω­μέ­να, σὲ γρο­θιὰ σφιγ­μέ­να. Τὰ κό­βου­με σὲ σχῆ­μα κύ­βου στὸ ξύ­λο κο­πῆς. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει ὄ­νει­ρα μα­ται­ω­μέ­να. Γλά­σο σο­κο­λά­τας μπί­τερ γιὰ τὸ κέ­ικ. Ἄλ­λο­τε ὑ­πο­σχέ­σεις καὶ ὅρ­κους ποὺ προ­δό­θη­καν. Πέ­φτει ἡτ­τη­μέ­νο τὸ σου­φλέ σου. Ἄλ­λο­τε ἀ­παι­τή­σεις καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις καὶ ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις. Χα­λα­ζό­πτω­ση. Ἅ­πλω­σε μὲ προ­σο­χὴ τὸ χέ­ρι νὰ πέ­σει τὸ πα­γά­κι στὸ πο­τή­ρι. Μὴν πί­νεις σκέ­το τὸ πο­τό σου. Τί θὰ φᾶ­με; Ἡ μι­κρὴ δη­λώ­νει χορ­το­φά­γος κι ὁ ἀ­θλη­τὴς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πρω­τε­ΐ­νη. Ἄλ­λο­τε φτε­ρὰ δι­α­με­λι­σμέ­να πέ­φτουν μὲς στὴν κα­τσα­ρό­λα. Σού­πα πτή­σης. Τὸ χά­δι τοῦ ἀ­νέ­μου μὲς στὰ πού­που­λα θέ­λει νὰ βρά­σει ὧ­ρες μέ­χρι νὰ πά­ψει πιὰ ν’ ἀ­κού­γε­ται. Ἄλ­λο­τε στή­θη ἀ­τμί­ζον­ται. Ὑ­γεί­α πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα. Ἄλ­λο­τε μπού­τια ξε­κλει­δώ­νον­ται καὶ ρί­γες ἀ­πο­κτοῦν στὶς σχά­ρες. Μώ­λω­πες. Ὅ­λως ἐ­λα­φρὰ ἡ κά­κω­ση. Ἄλ­λο­τε λι­α­νί­ζον­ται πλευ­ρά. Δὲν πρό­σε­ξες, τὸ πά­τω­μα ἦ­ταν βρεγ­μέ­νο. Ἄλ­λο­τε ψι­λο­κό­βον­ται ἐν­τό­σθια. Νε­φροί, καρ­δι­ές, πνευ­μό­νια.

        Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να σοῦ λέ­ω.

        Κι αὐ­τὲς τὶς νύ­χτες ποὺ τρυ­πώ­νει ἐ­κεῖ τὸ κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι καὶ τὸ σύν­νε­φο τὸ βά­φει καὶ τὸ πυ­ρα­κτώ­νει μὲ τὰ γοῦ­στα του, τό­τε γί­νε­ται αἱ­μά­τι­νη ἡ βρο­χή. Ἔ­τσι ὅ­πως σι­γο­βρά­ζει κά­τι, κά­τι γί­νε­ται, κά­τι μι­κρὸ κι ἀ­σή­μαν­το, ἕ­να πο­τή­ρι σπά­ει, ἄς ποῦ­με, ἢ πέ­φτει ἀ­πὸ τὸ ντου­λά­πι ἕ­να βά­ζο ζά­χα­ρη, κι ἐ­κρή­γνυ­ται. Ἐ­λατ­τω­μα­τι­κὸς ὁ θερ­μο­στά­της. Συμ­βαί­νει… στὴν κου­ζί­να ἑ­δρεύ­ουν ὅ­λα τὰ ἐ­νερ­γεια­κὰ βαμ­πίρ.

        Μὴν μπαί­νεις ἐ­κεῖ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου.

        Ἂν εἶ­ναι ἄ­σχη­μη ἡ­μέ­ρα, ἂν ἡ κα­κιὰ στιγ­μὴ μὲ τὰ βα­ριά της παν­τε­λό­νια μπῆ­κε νὰ πά­ρει μυ­ρω­διὰ τί μα­γει­ρεύ­ε­ται ἐ­κεῖ μέ­σα, φό­ρα καὶ σω­σί­βιο.

      Κι ὅ­ταν κο­πά­σει ἡ μπό­ρα, μὴν ξε­χά­σεις νὰ πε­τά­ξεις τὰ σκου­πί­δια.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.



		

	

Ἀντώνης Δ. Σκιαθᾶς: Ἀναρρωτήριο


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


­ναρ­ρω­τή­ριο


Στὴν Υ.Μ.


ΕΚΙΝΗΣΑ νὰ γρά­φω γιὰ τὸν λέ­ον­τα καὶ τὸ κο­ρι­τσά­κι.

Ἕ­να πα­ρα­μύ­θι γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα στὸ με­γά­λο τσίρ­κο ποὺ κά­η­κε ὁ­λο­σχε­ρῶς στὴν πα­ρα­λια­κὴ πό­λη τῶν Ἀ­χαι­ῶν.

        Ἔ­κτο­τε τὰ θη­ρί­α ἔ­γι­ναν κα­τοι­κί­δια σὲ κή­πους καὶ αὐ­λές, οἱ θη­ρι­ο­δα­μα­στὲς ἔμ­μι­σθοι κη­που­ροὶ σ’ ἀν­θῶ­νες μὲ σέρ­σε­κες καὶ σμή­νη χε­λι­δο­νό­ψα­ρων. Ἡ μι­κρὴ ἔ­πα­σχε ἀ­πὸ κα­τά­θλι­ψη, ὁ λέ­ον­τας ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη κοι­νοῦ καὶ ὁ θη­ρι­ο­δα­μα­στὴς ἀ­πὸ τὴν ἀ­πώ­λεια τῆς ἐ­ξου­σί­ας του.

        Τὸ δη­μο­τι­κὸ συμ­βού­λιο ἀ­πε­φάν­θη γιὰ τὴν λει­τουρ­γί­α τοῦ πρώ­του ἀ­ναρ­ρω­τη­ρί­ου γιὰ νο­σοῦν­τες ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη χα­ρᾶς.

        Ὅ­ρι­σε τοὺς θε­ρά­πον­τες, ὅ­λοι τους πρώ­ην ζα­χα­ρο­πλά­στες, ἀν­θο­πῶ­λες καὶ πω­λη­τὲς στὰ πα­νη­γύ­ρια ζα­χα­ρω­τῶν πο­λύ­χρω­μων σὲ ξύ­λα στε­ρε­ω­μέ­να.

        Μὲ ὁ­μό­φω­νη ἀ­πό­φα­ση τῶν δη­μο­τι­κῶν συμ­βού­λων στὴν ρι­γὲ τέν­τα τοῦ τσίρ­κου, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὸ πρῶ­το σχο­λεῖ­ο γιὰ ἀ­όμ­μα­τους, ποὺ μὲ τοὺς ἤ­χους τῶν πτη­νῶν, τῶν τε­τρά­πο­δων καὶ τῶν ψα­ρι­ῶν μά­θαι­ναν τὸν κό­σμο.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ



Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ

(Castle of the Snow Bride)


… ὅ,τι λεί­πει ἐ­δῶ εἶ­ναι πο­λὺ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἀ­κο­λου­θεῖ, δι­ό­τι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­που­σιά­ζει εἶ­ναι τὸ φι­νά­λε μιᾶς ἰ­α­πω­νι­κῆς τσόν­τας μὲ τί­τλο Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ἡ ται­νί­α ἦ­ταν ἀ­πί­στευ­τα αἰ­σθη­σια­κή. Ἔ­πει­τα ἀ­π’ τὴν πα­ρα­κο­λού­θη­ση λί­γων μό­νο σκη­νῶν, ἡ στύ­ση μου ἔ­μοια­ζε μὲ τὴ στύ­ση ἐ­φή­βου. Ἦ­ταν φλο­γε­ρὴ καὶ ἀ­κα­νό­νι­στη, τρε­μό­παι­ζε ὅ­πως το­πί­ο στὴν καυ­τὴ ἔ­ρη­μο.

       Οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ στὴν ται­νί­α ἦ­ταν ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της ὀ­μορ­φιᾶς, χά­ρης καὶ ἡ­δο­νῆς. Ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τα ὁ­λο­έ­να πιὸ πο­λύ­πλο­κα, ὁ­λο­έ­να πιὸ εὐ­φάν­τα­στα.

       Ἡ πί­ε­ση τῆς στύ­σης μου εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο σχε­δὸν νὰ μὲ πε­τᾶ πρὸς τὰ πί­σω, κόν­τευ­α νὰ ἐ­κτο­ξευ­θῶ ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου καὶ νὰ προ­σγει­ω­θῶ στὰ γό­να­τα τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ κα­θό­ταν πί­σω μου.

       Τὸ κορ­μί μου παλ­λό­ταν ἀ­π’ τὸν ἴ­λιγ­γο τοῦ σὲξ σὰν δί­νη σὲ τρο­πι­κὴ θά­λασ­σα καὶ ὁ νοῦς μου πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν σὰν τὸ χτύ­πη­μα πόρ­τας ποὺ δὲν στα­μα­τᾶ ν’ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει.

       Ἡ ται­νί­α προ­χω­ροῦ­σε ὅ­λο καὶ βα­θύ­τε­ρα σὲ πιὸ πε­ρί­τε­χνο καὶ φαν­τα­σμα­γο­ρι­κὸ σέξ, στὸ τα­ξί­δι αὐ­τὸ μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν πλέ­ον αἰ­σθη­σια­κὴ ἐμ­πει­ρί­α πού ’­χα δεῖ ἢ φαν­τα­στεῖ πο­τέ μου. Λί­γο ἀ­κό­μη καὶ ὅ­λη ἡ προ­η­γού­με­νη ἐμ­πει­ρί­α μου στὸ σὲξ θά ’­μοια­ζε λὲς κι εἶ­χα πε­ρά­σει ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ δου­λεύ­ω λο­γι­στὴς σὲ μι­κρὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ φτιά­χνει τοῦ­βλα καὶ πον­τι­κο­πα­γί­δες σὲ μιὰ πό­λη τό­σο ζο­φε­ρὴ καὶ μο­νό­το­νη, ποὺ δὲν ἔ­χει κὰν ὄ­νο­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ζοῦν ἐ­κεῖ ὅ­λο τὸ ἀ­να­βάλ­λουν καὶ πά­νω ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ χρό­νια δὲν τὴν ὀ­νο­μα­τί­ζουν.

       «Θὰ πρέ­πει νὰ ὀ­νο­μα­τί­σου­με τὴν πό­λη αὐ­τὴ τοῦ χρό­νου», ἔ­τσι κά­πως τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν κι ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς θά ’­μοια­ζε ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ συγ­κρι­νό­με­νη μὲ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας.

       Εἶ­χαν μεί­νει ἐν­νέ­α λε­πτὰ γιὰ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας. Εἶ­χα συγ­κρα­τή­σει τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­π’ τὸ γκι­σέ. Ἡ ται­νί­α θὰ τε­λεί­ω­νε στὶς ἑ­φτὰ καὶ ἐν­νέ­α λε­πτὰ καὶ τὸ ρο­λό­ι τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­δει­χνε ἑ­φτὰ ἀ­κρι­βῶς. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ θὰ περ­νοῦ­σε στὴν ἀ­φά­νεια, θὰ γι­νό­ταν μου­σεια­κὸ εἶ­δος.

       Οἱ ἐ­ρω­τι­κὲς πε­ρι­πτύ­ξεις τῶν γυ­ναι­κῶν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου ἄρ­χι­σαν τώ­ρα νὰ με­τα­τρέ­πουν τὰ κα­θί­σμα­τα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου σὲ ἀ­τμό. Ἦ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καὶ εὐ­χά­ρι­στη ἐμ­πει­ρί­α νὰ νι­ώ­θω τὸ κά­θι­σμά μου νὰ ἐ­ξα­τμί­ζε­ται ἀ­π’ τὴν ἡ­δο­νή.

       Τό­τε συ­νέ­βη κά­τι ποὺ μ’ ἔ­κα­νε νὰ ση­κω­θῶ καὶ νὰ βγῶ στὸ φουα­γιέ. Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ση­μαν­τι­κή. Ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­φύ­γω. Ἐ­κεῖ τα πράγ­μα­τα ἄρ­χι­σαν κά­πως νὰ πε­ρι­πλέ­κον­ται μὲς στὴν ἀ­σά­φειά τους.

       Ἴ­σως ση­κώ­θη­κα νὰ πά­ρω ἀ­να­ψυ­κτι­κὸ θε­ω­ρών­τας πὼς ἔ­χω ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ τὸ κά­νω καὶ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὴν αἴ­θου­σα προ­τοῦ ἀρ­χί­σει ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νή, μπο­ρεῖ ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο νὰ μὲ σή­κω­σε ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου.

       Μπο­ρεῖ νὰ θέ­λη­σα νὰ πά­ω στὴν του­α­λέ­τα ἢ νά ’­πρε­πε νὰ δώ­σω σὲ κά­ποι­ον ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γράμ­μα κι εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με στὸ φουα­γιὲ καὶ δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α πό­τε ξε­κι­νᾶ ἡ ται­νί­α ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴν πιὸ θε­σπέ­σια ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νὴ ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

       Τέ­λος πάν­των, ἔ­κα­να αὐ­τὸ πού ’­χα νὰ κά­νω στὸ φουα­γιὲ —ὅ,τι κι ἂν ἦ­ταν— κι ἔ­τρε­ξα μὲ φό­ρα στὴν αἴ­θου­σα γιὰ νὰ δῶ τὴν αὐ­λαί­α νὰ πέ­φτει στὸ τέ­λος τῆς ται­νί­ας μὲ τὸ μα­κρι­νὸ πλά­νο ἑ­νὸς κά­στρου τὴ δύ­ση πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νου ἀ­πὸ κο­ρά­κια.

       Τὰ φῶ­τα ἄ­να­ψαν γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­λα κι ἡ αἴ­θου­σα ἦ­ταν γε­μά­τη λι­πό­θυ­μους ἄν­τρες. Ὁ­ρι­σμέ­νοι ἦ­ταν σω­ρι­α­σμέ­νοι στοὺς δι­α­δρό­μους. Ὅ­λοι τους εἶ­χαν μιὰ ἔκ­φρα­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας ζω­γρα­φι­σμέ­νη στὰ πρό­σω­πά τους, λὲς κι ὁ ἄγ­γε­λος τῆς ἡ­δο­νῆς τοὺς εἶ­χε ἀγ­γί­ξει ὅ­σο ἔ­κα­να ὅ,τι ἔ­κα­να.

       Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως τὸ ἔρ­γο θὰ παι­ζό­ταν ἄλ­λη μιὰ μέ­ρα. Πῆ­γα στὸ σπί­τι ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ζών­τας τὴν κό­λα­ση ἐ­πὶ γῆς. Ἡ νύ­χτα κύ­λη­σε σὰν πα­γω­μέ­νο νε­ρὸ ποὺ πέ­φτει στα­γό­να-στα­γό­να σὲ μιὰ πυ­ρέσ­σου­σα στύ­ση ποὺ κρά­τη­σε ὅ­λο τὸ βρά­δυ στὸν ὕ­πνο μου, πα­γι­δεύ­ον­τάς με σ’ ἕ­να κα­θε­στὼς τρο­με­ροῦ πό­νου.

       Ἡ πρώ­τη προ­βο­λὴ τοῦ Κά­στρου τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ ἦ­ταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη γιὰ τὸ με­ση­μέ­ρι στὶς δώ­δε­κα καὶ ἕ­να λε­πτό. Τὸ πρω­ῒ πέ­ρα­σε σὰν μα­ϊ­μοὺ ποὺ πα­λεύ­ει νὰ χο­ρέ­ψει στὸν πά­γο.

       Ὅ­ταν πῆ­γα στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο στὶς δώ­δε­κα πα­ρὰ τέ­ταρ­το, ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Στὴ θέ­ση του ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ πάρ­κο μὲ παι­διὰ ποὺ παί­ζουν καὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους κα­θι­σμέ­νους σὲ παγ­κά­κια νὰ δι­α­βά­ζουν.

       Ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ ρω­τή­σω γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως κα­νεὶς ἐ­κεῖ δὲν μι­λοῦ­σε ἀγ­γλι­κά. Μό­λις βρέ­θη­κε ἐ­πι­τέ­λους κά­ποι­ος ποὺ γνώ­ρι­ζε ἀγ­γλι­κά, μοῦ ’­πε μὲ ὕ­φος ἀ­πο­λο­γη­τι­κὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς του­ρί­στας ἀ­π’ τὴν Ὀ­σά­κα, ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πρώ­τη φο­ρὰ τὸ Τό­κιο καὶ δὲν ξέ­ρει τί­πο­τε γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως τὸ πάρ­κο εἶ­ναι πα­νέ­μορ­φο. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ πού ’­χε τό­σα δέν­τρα.

       Ἀρ­γό­τε­ρα συ­νάν­τη­σα ἀν­θρώ­πους μὲ κα­λὴ γνώ­ση τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου. Τοὺς ρώ­τη­σα γιὰ τὸ Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δὲν τὸ εἶ­χαν ξα­να­κού­σει πο­τέ τους καὶ μὲ ρώ­τη­σαν ἂν εἶ­μαι σί­γου­ρος γιὰ τὸν τί­τλο.

       Ναί, ἤ­μουν σί­γου­ρος. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μό­νο ἕ­να Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δυ­στυ­χῶς δὲν μπό­ρε­σαν νὰ μὲ βο­η­θή­σουν. Ἰ­δοὺ λοι­πόν: Ὅ­λα εἶ­ναι ἐ­δῶ πέ­ρ’ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ λεί­πει.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη: Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!



Να­τά­σα Κε­σμέ­τη


Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!


ΣΩΣ νά ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­κό­μη ἀ­σή­μαν­τος ἄν­θρω­πος πού ἔ­βρι­σκε πα­ρη­γο­ριά σέ ἀ­κα­τα­νό­η­τες φρά­σεις δι­α­τη­ρών­τας τήν αὐ­τα­πά­τη πώς ἔ­χει ἕ­να ὄ­νο­μα πού πρέ­πει νά τό ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται ὥς τήν τε­λευ­ταί­α του ἀ­να­πνο­ή. Καί πράγ­μα­τι λί­γο πρίν τήν στερ­νή του ἀ­νά­σα, γύ­ρι­σε κι εἶ­πε μέ στεν­τό­ρια φω­νή στόν πα­λιό του φί­λο «Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!».

       Ἄλ­λες αἰ­νιγ­μα­τι­κές κου­βέν­τες πού ἔ­μοια­ζε νά τόν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν, τίς ἔ­λε­γε χα­μο­γε­λών­τας κι ἁ­πλώ­νον­τας τά χέ­ρια στίς πλα­τι­ές λου­ρί­δες πο­λύ­χρω­μο φῶς πού περ­νοῦ­σε μέ­σα ἀ­πό τά τζα­μι­λί­κια τῆς τρα­πε­ζα­ρί­ας τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἀλ­λά κι ὅ­ταν πή­γαι­νε νά βρεῖ τή φί­λη του τήν πα­λιά ἠ­θο­ποι­ό δί­πλα στό συν­τρι­βά­νι ὅ­που το­ύς ἔ­λου­ζε τό θάλ­πος μιᾶς γε­να­ρι­ά­τι­κης με­σημ­βρί­ας, πά­λι ἔ­βρι­σκε εὐ­και­ρί­α νά τίς ἐ­πα­να­λά­βει.

       Τί ἤ­θε­λε νά πεῖ; Πώς δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τίς λέ­ξεις; Πώς εἶ­χε γλι­τώ­σει ἀ­πό τά ὀ­νό­μα­τα; Πώς μέ­σα του κρου­νί­ζει σάν τό συν­τρι­βά­νι ἕ­να νό­η­μα πλῆ­ρες ἀ­πό εἰ­κό­νες καί αἰ­σθή­μα­τα λου­σμέ­να στή σι­ω­πή;

       Ἤ ἀν­τί­θε­τα πώς στό κέν­τρο τῆς ὕ­παρ­ξής του εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μιά πο­λύ­λα­λη ἡ­συ­χί­α; Ἀλ­λά τό­τε για­τί φώ­να­ξε μέ στεν­τό­ρια φω­νή «Κρά­τα τό ὄ­νο­μά μου ψη­λά»;

       Κά­πο­τε εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πώς εἶ­χε δη­μο­σι­εύ­σει με­ρι­κά κα­λά ποι­ή­μα­τα ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α με­ρι­κά θε­ω­ρή­θη­καν ὑ­πο­δε­ίγ­μα­τα τοῦ εἴ­δους τους καί συ­ζη­τή­θη­καν πο­λύ. Κά­πο­τε εἶ­χε ἀ­γα­πη­θεῖ ἀ­πό ἕ­να μι­κρό ἀλ­λά πι­στό ἀ­να­γνω­στι­κό κοι­νό, μέ δυό λό­για, ἄν ἦ­ταν ἕ­νας ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος πού εἶ­χε ἀ­να­λώ­σει ἀλ­λι­ῶς τή ζωή του, ἡ πρό­τα­ση μπο­ρεῖ νά ἀ­κου­γό­ταν καί σάν πα­ρα­δο­ξο­λο­γί­α – τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τό κα­πρί­τσιο κά­ποι­ου νά ξε­φουρ­νί­σει μιά δι­α­νο­ου­με­νί­στι­κη ἤ ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρο “κουλ­του­ρι­ά­ρι­κη ἐ­ξυ­πνά­δα”. Ἀλ­λά αὐ­τός πού ἔ­ζη­σε τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του ὥς τό ση­μεῖ­ο νά γί­νει ἐ­ρη­μί­της “ἐ­νώ­πιόν τους μό­νον”, τί μπο­ροῦ­σε νά ἐν­νο­εῖ ἐ­πι­μέ­νον­τας πώς τό «πο­ί­η­μα πιά πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα του»;

       Τόν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν μιά ἄ­φω­νη Δι­ο­τί­μα; Ἤ πώς ἔ­φτα­σε σέ μιάν ψυ­χι­κή ἀ­νύ­ψω­ση ὅ­που ἡ Μο­ύ­σα καί ἡ χα­ρά τῆς πα­ρου­σί­ας της δι­ώ­χνει κά­θε ἀ­πό­πει­ρα κα­τα­φυ­γῆς στόν λό­γο; Εἶ­ναι τό­σο ἡ­δύ αὐ­τό πού τοῦ συμ­βα­ί­νει ὥ­στε δέν μπο­ρεῖ νά ἀρ­θρώ­σει κα­μιά λέ­ξη; Πο­ρε­ύ­ε­ται ἤ­δη μέ­σα σέ ἄρ­ρη­τα ρή­μα­τα τῶν ὁ­πο­ί­ων δέν δύ­να­ται νά κά­νει ἄλ­λους κοι­νω­νο­ύς; Ἤ ἀ­φή­νει, χω­ρίς κι ὁ ἴ­διος νά τό ἐ­πι­δι­ώ­κει, μιά πα­ρα­κα­τα­θή­κη γιά το­ύς ἄ­σω­τους τῆς ἐ­φή­με­ρης φλυ­α­ρί­ας πώς ἡ πραγ­μα­το π ο ί η σ η εἶ­ναι βα­θιά ἐ­σω­τε­ρι­κή; Μιά κί­νη­ση, μιά πρά­ξη πού ἀ­να­τέλ­λει κα­ταυ­γά­ζοντας τόν και­ρό μιᾶς κρυμ­μέ­νης ἡ­μέ­ρας;

Ἡ ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νη ἠ­θο­ποι­ός τόν κοί­τα­ζε λυ­πη­μέ­να, για­τί σ’ αὐ­τήν ἔ­λει­πε ἀ­φό­ρη­τα ἡ σκη­νή, τό ρε­περ­τό­ριο, ὁ σκη­νο­θέ­της… Πρω­τί­στως ἡ φω­νή της νά τι­νά­ζε­ται ἀ­πό τό λα­ρύγ­γι κρου­νί­ζον­τας στό ἠ­χεῖ­ο τοῦ στό­μα­τός της.

       «Δέν εἶ­μαι συν­θέ­της», ἀ­παν­τοῦ­σε με­τά ἀ­πό ὥ­ρα κα­μιά φο­ρά, «γιά νά σέ κα­τα­νο­ή­σω. Εἶ­μαι μό­νον ἕ­να ὄρ­γα­νο, σω­πα­σμέ­νο πιά.»

       «Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ τυ­χε­ρός», ἔ­λε­γε ἀ­κό­μα. Κι αὐ­τός τέν­τω­νε πά­λι τά χέ­ρια του πρός τή γε­να­ρι­ά­τι­κη φεγ­γο­βο­λή πού δια­ρκεῖ λί­γο ἀλ­λά, ὥ­σπου νά φτά­σει στό ζε­νίθ της, προ­χω­ρεῖ ἀ­πό ἔν­τα­ση σέ ἔν­τα­ση, καί χα­μο­γε­λοῦ­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος.

       «Μή φε­ύ­γεις» ἔ­μοια­ζε νά λέ­ει : «Μή φε­ύ­γεις φῶς μου.»!


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012Ἐ­ρωτή­ματα σέ ἀ­νάλγη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα: Ὁ Φι­λόσο­φος. Σιω­πή. Πίνα­κας (1940) τοῦ Ni­cho­las Roe­rich (Ни­­ко­лай Ре­рих, Ἁ­γία Πε­τρού­πο­λη, 1874-Παν­τζάμπ, Ἰν­δία, 1947).



		

	

Ἰωάννα Γαλανάκη: Λαβύρινθος



Ἰωάννα Γαλανάκη

 

Λα­βύ­ριν­θος


ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΣ μέ­σα σ’ ἕ­να ξε­ρό­λακ­κο, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος, ἡ­μι­λι­πό­θυ­μος ἀ­π’ τὴν κού­ρα­ση καὶ τὴν προ­σπά­θεια νὰ σκαρ­φα­λώ­σει ἔ­ξω, στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ θα­νά­του, ἕ­νας ἐ­λέ­φαν­τας ἀρ­χί­ζει νὰ θυ­μᾶ­ται. Μιὰ πα­λιὰ δι­α­δρο­μὴ μέ­σα στὴν ἔ­ρη­μο Να­μίμπ. Τοῦ τὴν εἶ­χε δεί­ξει ἡ μά­να του προ­τοῦ χα­θεῖ καὶ μεί­νει ὀρ­φα­νός, τὴ χρο­νιὰ τῆς φο­βε­ρῆς ξη­ρα­σί­ας. Ἔ­πει­τα εἶ­χε βρε­θεῖ σ’ ἕ­να μέ­ρος ποὺ οἱ ἐ­λέ­φαν­τες τῆς νέ­ας του ἀ­γέ­λης τὸ λέ­γα­νε λα­βύ­ριν­θο. Ἡ βλά­στη­ση ἐ­κεῖ ἦ­ταν πο­λὺ πυ­κνή. Στὸ λα­βύ­ριν­θο κά­πο­τε πρέ­πει νὰ κρα­τᾶς ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἀ­να­πνο­ή σου, τοῦ ’­λε­γε ἡ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀ­γέ­λης. Τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ μπερ­δεύ­ε­ται ἀ­νά­με­σα στὰ πό­δια της ἔ­τσι κα­θὼς τὸ κο­πά­δι βά­δι­ζε, νὰ νοι­ώ­θει τὴν προ­βο­σκί­δα της νὰ τοῦ ἀ­να­δεύ­ει τὶς βα­ρι­ὲς βλε­φα­ρί­δες. Στὸ λα­βύ­ριν­θο πρέ­πει νά ’­σαι ἀ­πό­λυ­τα συγ­κεν­τρω­μέ­νος. Ν’ ἀ­κοῦς τὶς στριγ­γι­ὲς κραυ­γὲς τῶν που­λι­ῶν, τὸ φτε­ρού­γι­σμα τοῦ καλ­πα­σμοῦ τῆς ἀν­τι­λό­πης, τὸν κο­φτε­ρὸ ἦ­χο ποὺ κά­νουν τὰ σπα­θέ­νια κέ­ρα­τα τοῦ ὄ­ρυ­γα κό­βον­τας τὰ κλα­διὰ τῶν δέν­τρων. Νὰ μὴ βλέ­πεις τὸ σα­γη­νευ­τι­κὸ χρῶ­μα τοῦ κρό­κου στὰ μά­τια τῆς ἀ­φρι­κα­νι­κῆς κου­κου­βά­γιας, τὸ μι­σο­βυ­θι­σμέ­νο στὸ χῶ­μα σκο­τει­νὸ καύ­κα­λο τοῦ σκα­θα­ριοῦ καὶ τὴν ὑ­γρὴ ὁ­μί­χλη ποὺ κά­πο­τε πέ­φτει κου­βα­λών­τας μέ­σα της θα­λασ­σι­νὲς ἱ­στο­ρί­ες. Ἡ νέ­α του μά­να ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τὰ βή­μα­τα τῶν συγ­γε­νῶν της, δι­ά­βα­ζε τὰ ση­μά­δια μιᾶς ἀρ­χαί­ας γρα­φῆς ποὺ ἐ­κεῖ­νοι τῆς εἶ­χαν δι­δά­ξει γιὰ νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θεῖ καὶ μά­θαι­νε τὰ μυ­στι­κὰ στὸ κο­πά­δι. Ἤ­ξε­ρε τὰ πιὸ με­γά­λα μυ­στι­κὰ τῆς ζούγ­κλας ἡ νέ­α του μά­να, δὲν εἶ­χε χα­θεῖ οὔ­τε μιὰ φο­ρὰ στὴ ζω­ή της, θυ­μό­ταν ὅ­λους τους ἱ­ε­ροὺς τό­πους τοῦ νε­ροῦ, τοὺς λάκ­κους μὲ τὰ λα­σπό­νε­ρα, τὶς λί­μνες μὲ τὰ φλα­μίν­γκος. Τοῦ φαί­νον­ταν πὼς τὰ βα­ριὰ σὰ κορ­μοὶ δέν­τρων πό­δια της ἐμ­πό­δι­ζαν τοὺς ἐ­πι­κίν­δυ­νους ἤ­χους νὰ τὸν φτά­σουν καὶ ἔ­νοι­ω­θε ἀ­νά­με­σά τους σί­γου­ρος γιὰ τὸ μέλ­λον. Ὑ­πνω­τι­σμέ­νος ἀ­π’ τὴν ἀ­νά­σα της πά­νω στὶς βλε­φα­ρί­δες του τὴν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε σι­ω­πη­λός. Κά­πο­τε, σὲ μιὰ στά­ση τοῦ κο­πα­διοῦ, ἐ­κεί­νη σή­κω­σε ἕ­να ξε­ρα­μέ­νο κλα­δὶ μὲ τὴν προ­βο­σκί­δα της καὶ τοῦ ζω­γρά­φι­σε ἕ­να πα­ρά­ξε­νο σχῆ­μα πά­νω στὸ κα­τα­κόκ­κι­νο χῶ­μα. Ἔ­μοια­ζε μὲ μα­κρό­στε­νο φύλ­λο δέν­τρου ποὺ ἡ μιά του πλευ­ρὰ εἶ­χε δαν­τε­λω­τὲς ἀ­πο­λή­ξεις ἐ­νῶ ἡ ἄλ­λη ἦ­ταν μυ­τε­ρὴ κι μοιά­ζε μὲ ἀν­τί­χει­ρα πι­θή­κου. Τοῦ ‘πε «αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ σχῆ­μα τοῦ τό­που μας παι­δί μου, νὰ ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ πέ­ρα ἀρ­χί­σει ἡ με­γά­λη ἔ­ρη­μος. Μὴν δι­α­σχί­σεις πο­τὲ τὸ σύ­νο­ρο ποὺ δεί­χνει ὁ πί­θη­κος καὶ θὰ ζή­σεις μιὰ κα­λὴ καὶ μα­κριὰ ζω­ή, γε­μά­τη φρέ­σκα πρά­σι­να κλα­διά, νε­ρὸ κα­θα­ρὸ καὶ τα­χτι­κὰ λα­σπό­λου­τρα». Εἶ­χαν πε­ρά­σει τριά­ντα χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε κι ἀ­κό­μη θυ­μό­ταν ἐ­κεῖ­νον τὸ χάρ­τη στὸ χῶ­μα μα­ζὶ καὶ τὰ λό­για τῆς μά­νας «λα­βύ­ριν­θος-νε­ρὸ-ζω­ή, ἔ­ρη­μος-θά­να­τος».

       Δὲν ξέ­ρει οὔ­τε κεῖ­νος πῶς ἀ­πο­μο­νώ­θη­κε ἀπ΄τοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἐ­λέ­φαν­τες, πῶς ἔ­χα­σε τὸ σω­στὸ δρό­μο. Ὕ­στε­ρα σκο­τεί­νια­σε καὶ εἶ­δε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἀ­στρα­φτε­ρὸ γα­λα­ξί­α τῆς ἐ­ρή­μου νὰ ἀ­κον­τί­ζει μὲ φῶς τὸ οὐ­ρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, εἶ­δε τὸ σα­γη­νευ­τι­κὸ χρῶ­μα τοῦ κρό­κου στὰ μά­τια τῆς ἀ­φρι­κα­νι­κῆς κου­κου­βά­γιας, εἶ­δε τὸ φί­δι νὰ τι­νά­ζε­ται καὶ νὰ γλι­στρᾶ λο­ξὰ ἐ­πά­νω στοὺς ἀμ­μό­λο­φους, τρό­μα­ξε ὅ­ταν κα­τά­λα­βε πῶς ἕ­να τό­σο δὰ πλά­σμα σὰν τὸ σα­μι­α­μί­δι μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ μέ­σα στὴν ἔ­ρη­μο. Τὸν πε­ρι­έ­ζω­σε ἡ ἀ­νοι­χτο­σύ­νη τῆς ἐ­ρή­μου, τὸ ἅ­πλω­μα τῆς νύ­χτας της. Μιὰ σι­ω­πη­ρὴ ὀ­μορ­φιὰ φτι­αγ­μέ­νη ἀ­πὸ κα­θα­ροὺς ἤ­χους. Ὥ­στε ὑ­πάρ­χει ζω­ὴ λοι­πὸν στὴν ἔ­ρη­μο! Κι ὅ­λα μέ­σα σ’ αὐ­τὴν μοιά­ζουν και­νούρ­για! Ὥ­στε ὁ λα­βύ­ριν­θος ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο τὸ στέ­νε­μα χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, ἐ­κεῖ­νος ὁ φό­βος ν’ ἀ­να­σά­νεις. Για­τί ἄ­ρα­γε ἡ μά­να νὰ μοῦ πεῖ ἕ­να τέ­τοι­ο ψέ­μα; Κι εἶ­ναι στ’ ἀ­λή­θεια τό­σο ἀ­λη­θι­νὴ ἡ ἔ­ρη­μος ἢ μή­πως ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι; Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε. Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἦ­ταν μέ­σα σ’­ ἕ­να λάκ­κο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ βγεῖ. Τρεῖς μέ­ρες πά­λευ­ε μὲ νύ­χια καὶ μὲ προ­βο­σκί­δα. Τὶς νύ­χτες ἔ­με­νε ξά­γρυ­πνος καὶ ἀ­πο­θαύ­μα­ζε τὸ μέ­γα του κό­σμου μυ­στή­ριο. Στὸ τέ­λος τῆς τρί­της μέ­ρας ἄρ­χι­σε νὰ θυ­μᾶ­ται. Θυ­μή­θη­κε τὴν πρώ­τη, τὴν ἀ­λη­θι­νή του μά­να. Νὰ πα­λεύ­ει καὶ κεί­νη νὰ βγεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να λάκ­κο. Θυ­μή­θη­κε πὼς δὲν ὑ­πῆρ­χαν τρι­γύ­ρω τους δέν­τρα, πὼς τὸ πέλ­μα του βυ­θί­ζον­ταν στὴν ἄμ­μο κα­θὼς περ­πα­τοῦ­σε πλά­ι της. Θυ­μή­θη­κε πῶς ἐ­κεί­νη ἀ­κουμ­ποῦ­σε πά­νω στὴν καυ­τὴ ἐ­ρη­μιὰ τὴν προ­βο­σκί­δα της γιὰ νὰ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τὰ ση­μά­δια ποὺ ὁ­δη­γού­σα­νε στὴ μα­κρι­νὴ ἐλ­πί­δα τοῦ νε­ροῦ. Κι ἀ­φοῦ ἡ ἔ­ρη­μος ἔ­χει τέ­τοι­α κρυ­φὴ ζω­ὴ ἐν­τός της, τὴν κου­κου­βά­για καὶ τὸ φί­δι καὶ τὸ σα­μι­α­μί­δι, τό­τε, μή­πως ἄ­ρα­γε; Τριά­ντα χρό­νια μέ­σα στὸ λα­βύ­ριν­θο κι οὔ­τε τοῦ πέ­ρα­σε ἀ­π’ τὸ νοῦ. Τέ­λος ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια του ἀ­πο­κα­μω­μέ­νος. Ἔ­νοι­ω­σε τό­τε κά­τι νὰ τοῦ ἀ­να­δεύ­ει τὶς βα­ρι­ὲς βλε­φα­ρί­δες. Ἦ­ταν μιὰ τε­ρά­στια προ­βο­σκί­δα, ἕ­νας ἐ­λέ­φαν­τας, ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο κο­πά­δι ἔ­σκυ­βε πά­νω του. Τὸν ἀ­κουμ­ποῦ­σαν τρυ­φε­ρὰ μὲ τὶς προ­βο­σκί­δες τους, πά­λευ­αν νὰ τὸν κρα­τή­σουν στὴ ζω­ή. Τὸ δι­κό του κο­πά­δι – οἱ ἐ­λέ­φαν­τες τῆς ἐ­ρή­μου!



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.



		

	

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης: Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα



Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα


Ε ΛΕΝΕ… τέ­λος πάν­των, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πῶς μὲ λέ­νε, αὐ­τὸ συ­νέ­βη χθὲς τὸ βρά­δυ: Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σα τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου (πό­σους μῆ­νες μοῦ πῆ­ρε; μή­πως ἦ­ταν χρό­νια;.. δὲν θυ­μᾶ­μαι), ἔ­πλυ­να τὰ χέ­ρια μου, κλεί­δω­σα τὴν πόρ­τα τοῦ κει­με­νουρ­γεί­ου ἀ­πὸ μέ­σα κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὸ γρα­φεῖ­ο κοι­τά­ζον­τας τὸν πί­να­κα τοῦ J. Pollock Ἡ λύ­και­να ποὺ εἶ­χα στὸν τοῖ­χο ἀν­τὶ πα­ρα­θύ­ρου. Εἶ­χαν πέ­σει κάμ­πο­σα φύλ­λα πά­νω στὸ φθι­νό­πω­ρο καί­τοι γυ­ά­λι­ζε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το.

       Ὅ­σο κοι­μό­μουν ἡ φω­νὴ τῆς λύ­και­νας —ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, ἔ­βγα­λε τὴ στο­λή της καὶ μὲ σκέ­πα­σε μ’ αὐ­τὴ— πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὴ χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας κι ἔ­φυ­γε. Τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ… Που­θε­νὰ δὲ βρῆ­κα τ’ ὄ­νο­μά μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).

Εικόνα: «Λύκαινα» του Τζάκσον Πόλοκ, 1934.



		

	

Χρῖστος Δάλκος: Οἱ ἀνακρίσεις γιὰ τὸν θάνατο τῆς Κοκκινοσκουφίτσας καὶ τῆς γιαγιᾶς της


Χρῖ­στος Δάλ­κος


Οἱ ἀ­να­κρί­σεις γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας

καὶ τῆς για­γιᾶς της


ΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας καὶ τῆς για­γιᾶς της, ὅ­λοι ἐλ­πί­σα­με ὅ­τι τὸ μα­χαί­ρι θὰ ἔ­φτα­νε ὣς τὸ κόκ­κα­λο καὶ ὅ­τι δὲν θὰ συγ­κα­λύ­πτον­ταν οἱ τε­ρά­στι­ες εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας ἢ καὶ τοῦ (ἀ­νύ­παρ­κτου) πα­τέ­ρα, καὶ δὲν θὰ φορ­τώ­νον­ταν μο­νο­με­ρῶς στὸν με­γά­λο κα­κὸ λύ­κο.

        Ἐ­ξη­γοῦ­μαι ἀπ᾿ τὴν ἀρ­χή, γιὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χῃ καμ­μί­α πα­ρε­ξή­γη­ση: Δὲν ἀρ­νοῦ­μαι ὅ­τι ὁ λύ­κος κα­τά­πι­ε τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα καὶ τὴν για­γιά της — ἐξ ἄλ­λου αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ φύ­ση του καὶ ἡ δου­λειά του — δι­ε­ρω­τῶ­μαι ἁ­πλῶς ποι­ά ἦ­ταν ἐ­κεῖ­να τὰ μέ­τρα ποὺ ἐ­λή­φθη­σαν ὥ­στε νὰ μὴν δι­ευ­κο­λυν­θῇ ἡ ἀν­θρω­πο­βό­ρα δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του.

        Ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἄ­πο­ψη, κά­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ ἀ­να­κρι­τι­κὲς ἀρ­χὲς δὲν ἐ­πι­χει­ροῦν οὔ­τε κατ᾿ ἐ­λά­χι­στον νὰ δώ­σουν ἀ­πάν­τη­ση σὲ δύ­ο εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα:

        α) Για­τί ἡ για­γιὰ μέ­νει στὸ δά­σος καὶ δὲν εἶ­ναι ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη στὸ σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὴν κό­ρη καὶ τὴν ἐγ­γό­να της;

        β) Για­τί ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, μὲ τὴν ἀ­πο­στο­λή της στὸ δά­σος, ἐ­κτί­θε­ται στὸν προ­φα­νῆ κίν­δυ­νο νὰ φα­γω­θῇ ἀ­πὸ τὸν λύ­κο;

        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ στὰ δύ­ο ἐ­ρω­τή­μα­τα ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς τε­ρά­στι­ες ἕ­ως ἐγ­κλη­μα­τι­κὲς εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας καὶ ἐμ­βάλ­λει σὲ ὑ­πο­ψί­ες γιὰ ἐν­δε­χό­με­νο δό­λο, ἤ­τοι γιὰ πρό­θε­σή της νὰ ἀ­παλ­λα­γῇ ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴν για­γιὰ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα.

        Ἡ ἄρ­νη­ση τῶν ἀ­να­κρι­τι­κῶν ἀρ­χῶν νὰ θέ­σουν — πό­σῳ μᾶλ­λον νὰ ἀ­παν­τή­σουν — τὰ ἀ­μεί­λι­κτα ἐ­ρω­τή­μα­τα προ­ϊ­δε­ά­ζει γιὰ μιὰ ἐ­πι­χεί­ρη­ση συγ­κά­λυ­ψης τῆς ἀ­λή­θειας ἐκ μέ­ρους τους, κά­τι πού, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, δὲν συμ­βαί­νει γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Νω­πὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­φα­ση γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση Κον­το­ρε­βι­θού­λη, ὅ­που κα­τα­βλή­θη­κε προ­σπά­θεια  — καὶ τε­λι­κῶς ἐ­πι­τεύ­χθη­κε — νὰ ἀ­πο­σι­ω­πη­θῇ ἐν­τε­λῶς ὁ ἐγ­κλη­μα­τι­κὸς ρό­λος τῶν γο­νέ­ων στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν παι­δι­ῶν τους στὸ δά­σος.

        Τὰ πα­ρα­μύ­θια πε­ρὶ τε­λι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ Κον­το­ρε­βι­θού­λη καὶ τῶν ἀ­δελ­φῶν του ἢ πε­ρὶ συρ­ρα­φῆς τῆς γε­μά­της μὲ πέ­τρες κοι­λιᾶς τοῦ λύ­κου (!) καὶ συ­να­κό­λου­θης κα­τα­βα­ρά­θρω­σής του δὲν πεί­θουν κα­νέ­να, καὶ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ ἀ­πὸ μό­να τους νὰ ἀ­θω­ώ­σουν τοὺς βα­σι­κοὺς ὑ­πεύ­θυ­νους αὐ­τῆς τῆς συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νης ἀν­θρω­πο­κτο­νί­ας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019).


Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς: Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας



Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς

 

Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας


Waiting for Godot

ΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ. Θὰ μὲ ἐ­κτε­λοῦ­σαν. Ὄ­χι ὅ­τι μὲ ἔ­νοια­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἀλ­λὰ ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νεις ἕ­νας θά­να­τος εἶ­ναι θά­να­τος καὶ εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν εἶ­ναι βί­αι­ος.

       Ἦρ­θε στὸ κε­λί μου ὁ φρου­ρὸς καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα νὰ πᾶ­με.

       Τὸ κα­τά­λα­βε καὶ ὁ ἴ­διος ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ μὲ ἁ­λυ­σο­δέ­σει. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ὄ­ρε­ξη νὰ φύ­γω.

       Ἄ­νοι­ξε τὴ με­ταλ­λι­κὴ πόρ­τα καὶ βγή­κα­με στὸ μα­κρο­σκε­λὴ δι­ά­δρο­μο. Περ­πά­τη­σα ἀρ­κε­τὰ μέ­τρα δί­πλα του, σι­ω­πη­ρὸς καὶ βα­ρι­ε­στη­μέ­νος.

       Μπή­κα­με στὸ δω­μά­τιο. Πέν­τε ἄν­τρες ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σὲ μιὰ γω­νιὰ συ­ζη­τών­τας ψι­θυ­ρι­στά.

       Εἶ­χαν τό­σο κοι­νὰ πρό­σω­πα ποὺ τοὺς ξέ­χνα­γες τὸ ἑ­πό­με­νο λε­πτὸ ποὺ τοὺς ἔ­βλε­πες.

       Ὅ­ταν μᾶς ἀν­τι­λή­φθη­καν, στα­μά­τη­σαν καὶ ἕ­νας τους ἦρ­θε πρὸς τὸ μέ­ρος μας. Ἦ­ταν ἐ­ξί­σου βα­ρι­ε­στη­μέ­νος μὲ ἐ­μέ­να. Τὸ ἔ­βλε­πα στὸ πρό­σω­πό του καὶ στὰ ὑ­πο­το­νι­κὰ λό­για μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μοῦ μί­λη­σε.

       «Ἄν­τε ἔ­λα, νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἠ­λε­κτρι­κὴ κα­ρέ­κλα. Κα­λὸ εἶ­ναι νὰ σὲ δέ­σου­με, για­τὶ ὁ προ­η­γού­με­νος, ποὺ ἐ­πέ­με­νε τὸ ἀν­τί­θε­το, πε­τά­χτη­κε μι­σο­πε­θα­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του κι ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ δι­α­κό­ψου­με καὶ νὰ τὸν ξα­να­κα­θί­σου­με, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος οὔρ­λια­ζε ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Ἦ­ταν πο­λὺ ἐ­πώ­δυ­νο γιὰ ὅ­λους. Χώ­ρια ὅ­τι κα­τα­λέ­ρω­σε τὸν τό­πο μὲ κα­μέ­νες σάρ­κες καὶ αἵ­μα­τα.»

       Δὲν εἶ­χα ὄ­ρε­ξη νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σω, οὔ­τε ποὺ μὲ συγ­κί­νη­σε ἡ φρι­κι­α­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φή του. Μὰ δὲν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦρ­θε.

       «Θὰ ἤ­θε­λα μιὰ χά­ρη κύ­ρι­ε ἐ­κτε­λε­στή.»

       «Ὢχ αὐ­τοὶ οἱ κα­τά­δι­κοι μὲ τὶς χά­ρες τους. Ὅ­λο μπε­λά­δες μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν», σκέ­φτη­κε.

       Εἶ­δα τὶς σκέ­ψεις του στὸ πρό­σω­πό του, ποὺ σφί­χτη­κε ἀ­συ­ναί­σθη­τα, μὰ δὲν εἶ­πα κου­βέν­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος.

       «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἀ­να­βά­λου­με τὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ μιὰ ἄλ­λη φο­ρά. Ἴ­σως σὲ λί­γες μέ­ρες. Βα­ρι­έ­μαι ἀ­φό­ρη­τα σή­με­ρα.»

       Ἔ­κα­νε ἕ­ναν μορ­φα­σμὸ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης.

       «Δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Κα­λύ­τε­ρα νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο καὶ γιὰ ­σέ­να. Ἂν θε­λή­σεις κά­τι, ἂς ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πί­μο­να ἀρ­νεῖ­σαι τό­σο και­ρό. Νὰ ζη­τή­σεις χά­ρη καὶ δι­α­γρα­φὴ τῆς ποι­νῆς σου ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σουν. Ἔ­χει συμ­βεῖ σὲ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη καὶ τὸ ξέ­ρε­τε. Μό­νο λί­γο χρό­νο θὰ χρεια­στῶ.»

       «Τί νὰ τὸν κά­νεις τὸν χρό­νο; Ξέ­ρεις ὅ­τι τί­πο­τα δὲ θὰ συμ­βεῖ καὶ θὰ μεί­νεις κλει­σμέ­νος ὅ­λη τὴν ὥ­ρα στὸ κε­λί σου μό­νος.»

       «Δὲν εἶ­μαι χα­ζός, τὸ κα­τα­λα­βαί­νω. Μπο­ρεῖ νὰ μὲ κα­τη­γο­ρή­σε­τε γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε καὶ νὰ ἔ­χε­τε καὶ δί­κιο, ἀλ­λὰ χα­ζὸς δὲν εἶ­μαι.»

       «Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω για­τί δὲν ζη­τᾶς χά­ρη. Τό­σα χρό­νια καὶ πρώ­τη φο­ρὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό. Μά­λι­στα τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σει. Ἀρ­κεῖ νὰ τὴ ζη­τή­σεις. Εἶ­ναι πα­ρά­βα­ση κα­θή­κον­τος ποὺ στὸ λέω, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τέ­χω νὰ βλέ­πω αὐ­τὸν τὸν πα­ρα­λο­γι­σμό, πα­ρό­λο ποὺ δὲ μοῦ πέ­φτει λό­γος.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη, στὸ λέ­ω γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρά. Θέ­λω νὰ πε­θά­νω ὅ­πως ὅ­λοι. Μό­νο νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ ἡ ἐ­κτέ­λε­ση ἐ­πι­θυ­μῶ. Του­λά­χι­στον νὰ μὴ γί­νει σή­με­ρα.»

       Δί­στα­σε. «Πε­ρι­μέ­νεις καὶ ­σὺ νά ’ρ­θει. Τὸ βλέ­πω στὰ μά­τια σου. Πε­ρι­μέ­νεις. Εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α. Πο­τὲ δὲν ἔ­χει συμ­βεῖ μέ­χρι τώ­ρα καὶ εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲ θὰ γί­νει πο­τέ. Καὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ ποὺ κά­πο­τε, λέ­νε, ὅ­τι τὸ βί­ω­σαν, ἦ­ταν μι­σό­τρε­λοι ἢ τό­σο στε­ρη­μέ­νοι ποὺ δὲν ἔ­βλε­παν τὴν τύ­φλα τους. Ἄ­σε ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει πιὰ κα­νέ­νας τους νὰ μᾶς τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει.

       »Κά­ποι­οι ἄλ­λοι μά­λι­στα εἶ­παν, ὅ­τι μό­λις τὸ ἔ­νοι­ω­σαν, ἔ­πα­ψε νὰ τοὺς συγ­κι­νεῖ καὶ ἦ­ταν ἁ­πλῶς μιὰ τε­τριμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια ἢ μιὰ ἀ­νού­σια συ­νή­θεια.

       »Στα­μά­τα λοι­πὸν τὶς χα­ζο­μά­ρες, ἐ­πί­στρε­ψε στὴ ζω­ή, καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἰ­θύ­νον­τες χά­ρη. Θὰ στὴ δώ­σουν σί­γου­ρα καὶ θὰ γλι­τώ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν κό­πο.»

       Τὸν κοί­τα­ξα ἀ­δι­ά­φο­ρα. Ἂν μπο­ροῦ­σα νὰ ἐ­κτε­λε­στῶ μό­νος μου καὶ τὸν γλύ­τω­να ἀ­πὸ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν θὰ τὸν ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

       «Σοῦ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι δὲν εἶ­μαι χα­ζός. Δὲν πε­ρι­μέ­νω τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς ὅ­λα πρέ­πει νὰ γί­νουν ὅ­πως πρέ­πει. Ἡ ἐ­κτέ­λε­ση πρέ­πει νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ. Ἄν μοῦ τὸ ἀρ­νη­θεῖς θὰ τὸ ζη­τή­σω ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους σου καὶ σί­γου­ρα θὰ δε­χθοῦν.»

       «Ἔμ­πλε­ξα μὲ μουρ­λό», σκέ­φτη­κε.

       Μοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στοὺς ἄλ­λους στὴν ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ξα­νάρ­χι­σαν πά­λι νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν.

       Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε φα­νε­ρὰ μπου­χτι­σμέ­νος.

       «Ἄν­τε, πή­γαι­νε στὸ κε­λί σου. Δὲν ἔ­χει ἐ­κτέ­λε­ση σή­με­ρα. Αὔ­ριο πά­λι.»

       Ὁ φρου­ρὸς μὲ χτύ­πη­σε φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη καὶ ξε­κι­νή­σα­με γιὰ τὸ κε­λί.

       Τώ­ρα εἶ­μαι μό­νος καὶ πά­λι. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι θέ­λε­τε νὰ ζη­τή­σω αὐ­τὴν τὴν ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νη χά­ρη, ἀλ­λὰ δὲ θὰ σᾶς κά­νω τὸ χα­τί­ρι. Μά­λι­στα αὔ­ριο θὰ πά­ρω καὶ ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς μα­ζί μου στὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Πρέ­πει νὰ ξέ­ρει, για­τὶ καὶ ­σεῖς ἐ­κεῖ κά­πο­τε θὰ κα­τα­λή­ξε­τε.

       Μπο­ρεῖ νὰ μὴ σᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν, ἀλ­λὰ σί­γου­ρα θὰ πε­θά­νε­τε. Ὅ­σο γιὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὅ­λοι πε­ρι­μέ­νε­τε, σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἴ­σως ἦ­ταν μιὰ φάρ­σα, καὶ ἐ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ βε­βαι­ό­τη­τα. Ἄλ­λω­στε ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο γιὰ τὸν κα­θέ­να σας. Ἐ­γὼ πο­τὲ δὲν τὸ πί­στε­ψα, ἀλ­λὰ ἂν νοι­ώ­θε­τε κα­λύ­τε­ρα ἂς τὸ πε­ρι­μέ­νε­τε νά ’ρ­θει. Ἡ αὐ­τα­πά­τη…

       Σή­με­ρα εἶ­μαι πο­λὺ χα­ρού­με­νος. Ἐ­πι­τέ­λους θὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Καὶ τὸ πα­ρά­ξε­νο εἶ­ναι ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ἐ­θε­λον­τές. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ ἕ­να εἶ­δος δι­καί­ω­σης. Μή, ὄ­χι, μὴ μοῦ κρυ­φο­γε­λᾶ­τε. Μὴ μοῦ λέ­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ἔ­χει σχέ­ση μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­γὼ πε­ρι­μέ­νω νά ’ρ­θει. Δὲν ἀν­τέ­χω αὐ­τὴ τὴν εἰ­ρω­νεί­α.

       Θὰ σᾶς πῶ τί θὰ γί­νει στὸ μέλ­λον κι ἀ­μέ­σως θὰ στα­μα­τή­σε­τε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ θὰ ἀρ­χί­σουν οἱ ὁ­μα­δι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις ποὺ πάν­τα φο­βό­σα­στε. Μὴν ἀ­να­τρι­χι­ά­ζε­τε, οὔ­τε νὰ λυ­πᾶ­στε. Ἂν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­τε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο —ξέ­ρε­τε ποι­ό, μὴ κά­νε­τε τοὺς ἀ­νή­ξε­ρους— ποτὲ δὲ θὰ φα­νεῖ, δὲ θὰ σᾶς νοιά­ζει ὅ­πως καὶ ἐ­μέ­να. Μπο­ρεῖ τό­τε νὰ βα­ρι­έ­στε, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας.



Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς (Ἀ­θή­να,1968). Σπού­δα­σε θε­τι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ σχό­λιά του σὲ ἔρ­γα συ­να­δέλ­φων του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴν Ἔ­λε­να, κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἠ­ρι­δα­νὸς (2007). Ἀ­πὸ τὸ 2011 δι­ευ­θύ­νει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ὁ Σί­συ­φος». Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κοὺς δι­α­γω­νι­σμούς.

Δι­α­τη­ρεῖ τὸ blog: www.tehlemetzis.blogspot.com.