Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης: Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα



Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα


Ε ΛΕΝΕ… τέ­λος πάν­των, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πῶς μὲ λέ­νε, αὐ­τὸ συ­νέ­βη χθὲς τὸ βρά­δυ: Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σα τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου (πό­σους μῆ­νες μοῦ πῆ­ρε; μή­πως ἦ­ταν χρό­νια;.. δὲν θυ­μᾶ­μαι), ἔ­πλυ­να τὰ χέ­ρια μου, κλεί­δω­σα τὴν πόρ­τα τοῦ κει­με­νουρ­γεί­ου ἀ­πὸ μέ­σα κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὸ γρα­φεῖ­ο κοι­τά­ζον­τας τὸν πί­να­κα τοῦ J. Pollock Ἡ λύ­και­να ποὺ εἶ­χα στὸν τοῖ­χο ἀν­τὶ πα­ρα­θύ­ρου. Εἶ­χαν πέ­σει κάμ­πο­σα φύλ­λα πά­νω στὸ φθι­νό­πω­ρο καί­τοι γυ­ά­λι­ζε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το.

       Ὅ­σο κοι­μό­μουν ἡ φω­νὴ τῆς λύ­και­νας —ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, ἔ­βγα­λε τὴ στο­λή της καὶ μὲ σκέ­πα­σε μ’ αὐ­τὴ— πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὴ χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας κι ἔ­φυ­γε. Τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ… Που­θε­νὰ δὲ βρῆ­κα τ’ ὄ­νο­μά μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).

Εικόνα: «Λύκαινα» του Τζάκσον Πόλοκ, 1934.