Χριστίνα Συμβουλίδου
Freerider
ΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ τὴν ἔχεις ψηλαφήσει. Στὸ σχόλασμα ἁλωνίζεις κάθε μέρα τὰ στενὰ ψάχνοντας μὲ τὸ βλέμμα τὶς γωνίες. Πεζούλια, κράσπεδα, σκαλιά, ὅπου καὶ νὰ κοιτάξεις βλέπεις μονάχα εὐκαιρίες. Ὅταν τὴν πρωτοεῖδες, ἕξι χρονῶν, σοῦ φάνηκε θηρίο· φῶτα, κόρνες, τόσος κόσμος, δὲν ἤτανε νὰ μείνετε, ἔλεγαν, ἁπλὰ ἕνας σταθμὸς μὰ ἐσένα σὲ κέρδισε ἀμέσως ἡ γεύση της, κρουασὰν ἀμυγδάλου, πρώτη φορὰ δοκίμαζες καὶ γλυκάθηκε τὸ στόμα σου. Συνήθισες, δὲν ἤθελες νὰ φύγεις. Ὅμως τὸ θηρίο τὸ ἐξημέρωσες στ’ ἀλήθεια μὲ τούτη τὴ σανίδα. Σανίδα σωτηρίας, δὲν τὴν ἀποχωρίζεσαι ποτέ. Ἑπτὰ στρώσεις σφεντάμι, ἑπτὰ ζωὲς κι ἐσύ, σὰν γάτα, ὅπως κι ἂν πέσει ἀπὸ ψηλὰ προσγειώνεται στὰ πόδια της. Ἔμαθες νὰ σκέφτεσαι πιὸ γρήγορα γλιστρώντας πάνω στὰ ροδάκια αὐτά. Ἔμαθες ν’ ἀφήνεις πίσω σου ὅλα τ’ ἄλλα.
Τὸ ὄνομα μόνο σὲ προδίδει. Τὰ ροῦχα, τὰ μαλλιά σου, ὁ τρόπος ποὺ μιλᾶς, δὲν ξεχωρίζουν πιά. Ἕνας ἀπ’ ὅλους. Ἀκόμα καὶ στὴ σκέψη. Ὅταν ἤρθατε ἤξερες πέντε λέξεις ὅλες κι ὅλες, μ’ αὐτὲς πῆγες σχολεῖο. Γέλασε κατάμουτρα ὁ δάσκαλος μόλις ἄνοιξες τὸ στόμα. Πείσμωσες· τὸ πάλεψες καὶ σὲ δυὸ μῆνες ἔμαθες. Ὥσπου νὰ βγάλεις τὸ δημοτικὸ ἤσουν πρῶτος. Τὴ γλώσσα τῆς μάνας σου πάλι ὅσο πάει τὴν ξεχνᾶς.
Ἐκεῖνος βέβαια στέκεται στὸ ὄνομα. Φαίνεται πὼς φοροῦν τὴ στάση αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴ στολή. Βαράει ρυθμικὰ τὸ νύχι στὴν ταυτότητα καὶ ἀποφεύγει νὰ σὲ κοιτάξει, γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ γίνεσαι ἀόρατος. Σωπαίνει. Τόση ὥρα ποὺ μουρμούραγε τσογλάνια, ἀλῆτες, καταστρέφετε τὰ μάρμαρα, ἤθελες νὰ τοῦ πεῖς πὼς μπορεῖ τὰ μνημεῖα νά ’ναι ἄψυχα, νὰ μὴν μιλᾶνε ὅμως γυρεύουν ἀνθρώπους νὰ τὰ ζωντανέψουν, ζητᾶνε φαντασία, ἐσὺ ἄκουσες τὸ κάλεσμα, εἶσαι πιὰ μόνιμος ἐδῶ, κάθε βραδάκι τρία χρόνια τώρα, τὴν πρώτη φορὰ ἔκατσες παράμερα, μετὰ σηκώθηκες νὰ δοκιμάσεις, μιὰ δυὸ σαβοῦρες κι ἀμέσως κάποιο ἄλλο παιδὶ πλησίασε νὰ σοῦ δείξει τὸν τρόπο, καθένας γιὰ πάρτη του ἀλλὰ ὅλοι βοηθᾶνε, ἔτσι εἶναι ἐδῶ καὶ κανεὶς δὲ νοιάζεται πὼς σὲ λένε στ’ ἀλήθεια. Θέλει πολὺ ἐξάσκηση νὰ βγάλεις ἕνα κόλπο, ὁ πιὸ ἐπίμονος κερδίζει. Κάθε ἅλμα μοναδικό, χωρὶς κανόνες, καμιὰ χαραγμένη πορεία. Εἶναι θέμα συγκέντρωσης, νὰ ξεχάσεις κίνηση, πλατεία, περαστικούς, τοὺς σκύλους ποὺ κοιμοῦνται, τοὺς τουρίστες στὰ παγκάκια, νὰ ξεχάσεις ἀκόμα καὶ πὼς αὐτὸ ποὺ προσπαθεῖς μοιάζει ἀδύνατο. Παίρνεις φόρα καὶ ξαφνικὰ πετᾶς, τὸ σῶμα μένει στὸν ἀέρα λίγες στιγμὲς μετέωρο. Τί νὰ συγκριθεῖ μ’αὐτό; Κι ἂν ξαστοχήσεις δὲν πειράζει. Ὅσο χτυπᾶς, μαθαίνεις.
Σηκώνει κάποτε τὸ πρόσωπο, ἡ φωνὴ του ἔχει σκληρύνει, διαβάζεις τὸ βλέμμα του ἀμείλικτο· ἐσὺ τῆς μιάμισης γενιᾶς, πάντα στὸ ἀνάμεσα, ἐσὺ θὰ πληρώσεις γιὰ ὅλους. Πισωπατᾶς σφίγγοντας τὴ σανίδα στὸ πλευρό σου μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ξεκολλάει, γράφει κύκλο μισὸ καὶ τσακίζεται στὶς πλάκες ἄς νομίζουν ἀκόμα τὰ χέρια σου πὼς τὴν κρατοῦν. Γυαλόχαρτο καὶ σκλῆθρες κοφτερὲς σὰν τὸ γέλιο του. Σκύβεις στὰ πόδια του γονατιστός, μαζεύεις τὰ κομμάτια, τὰ χώνεις ὅπως να ’ναι στὸ σακίδιο. Θα’ θελες νὰ τοῦ πεῖς, εἴμαστε σὰν τὴ βροχή, θὲς δὲ θὲς νὰ τὴν ἀποφύγεις δὲ γίνεται. Μὰ δὲ μιλᾶς, ἔχεις μάθει. Πάει τὸ σανίδι σου ποὺ σὲ κρατοῦσε ὅσο διάβαζες, πλάι σου τὸ φύλαγες τὶς νύχτες, μόνο τὰ ρουλεμὰν καὶ τὰ ροδάκια γλίτωσαν. Σέρνεσαι ὡς τὴ μπούκα τοῦ μετρό, δὲν ἔχεις λεφτὰ οὔτε γιὰ εἰσιτήριο πόσο μᾶλλον γι’ ἄλλο σανίδι, ἑκατό, διακόσια τελάρα τὴ μέρα, τόσα πρέπει νὰ ξεφορτώνεις μήνα ὁλόκληρο γιὰ νὰ πάρεις καινούργιο, τὰ φτηνιάρικα ἴσα ποὺ τσουλᾶνε κι ἡ μάνα σου ἂν τὸ μάθει θὰ χαρεῖ, βαρέθηκε λέει νὰ σὲ βλέπει νὰ γυρνᾶς ματωμένος.
Ἐκείνη ποὺ βλέπεις ἐσὺ ὅμως τώρα μπροστά σου δὲν γίνεται νὰ μὴν τὴ δεῖς, τὰ μάτια της φέγγουν, ψηλή, λεπτή, περπατάει κι οἱ γοφοὶ της χορεύουν, θεὰ κι ἔρχεται ἴσια σὲ ἐσένα, χαμογελώντας, πῶς γίνεται, κοντὰ πολὺ κοντά σου καὶ παίρνει τὸ χέρι σου, τὸ σφίγγει μὲς στὰ δικά της καὶ σὲ κοιτάει, χαμογελάει, τὰ μαλλιὰ της μακριὰ σὲ χαϊδεύουν, μυρίζουν ἀμύγδαλο, κάτι κλείνει στὴ χούφτα σου, χαρτί, ἀποκλείεται, θα ’ναι εἴκοσι, εἴκοσι δυὸ τουλάχιστον, τόσο ὄμορφη, σοῦ χαμογελάει, ἐσένα, ἀδύνατον, κι ὅμως τὴ νιώθεις ἀκόμα τὴν ὥρα ποὺ φεύγει. Μὲ τὴν ἀνάσα κομμένη ξεσφίγγεις τὰ δάχτυλα μὰ φυσικὰ δὲν εἶναι τηλέφωνο: ἕνα εἰσιτήριο.
Ψάχνεις μπρὸς πίσω νὰ μαντέψεις. Ἀκυρωμένο, μένει ἀκόμα μιὰ ὥρα καὶ κάτι. Σοῦ τό ’δῶσε, δῶρο, σὲ ἐσένα, σὲ διάλεξε, ἐσένα ἀπ’ ὅλους στὴν πλατεία. Στριφογυρνᾶς τὸ εἰσιτήριο, τὸ μάτι στέκεται σὲ σκόρπιες λέξεις τυπωμένες στὴ ράχη του …Η ΑΠΟΔΟΧΗ….ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ… Δὲν ξέρεις πρέπει, μόνο ἐπιλογές. Πιάνεσαι ἀπ’ τὸ χαρτάκι, μακρόστενο σὰν τὴ σανίδα σου κι ἂς εἶναι μιὰ σταλιά, τόσο ἐλαφρὺ ποὺ σίγουρα ἐπιπλέει. Ρίχνεις τὸν σάκο στὸν ὦμο καὶ σαλτάρεις με μιᾶς στὶς κυλιόμενες. Ἡ πόλη σοῦ χαρίζει ἄλλη μιὰ εὐκαιρία· νὰ τριγυρνᾶς ἐλεύθερος στὰ σωθικά της μὲ ρόδες δανεικές.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Πλανόδιον – Τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι: Ποιὰ ἐπιλέγονται».
Χριστίνα Συμβουλίδου (Ἀθήνα, 1966). Σπούδασε Φιλολογία καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἔρευνα ἀρχείων.
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Καθημερινά,Κοινωνικοί κώδικες,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Συμβουλίδου Χριστίνα,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Χριστίνα Συμβουλίδου | Τὰ σχόλια στὸ Χριστίνα Συμβουλίδου: Freerider ἔχουν κλείσει