Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Λαθροβίωση



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Λαθροβίωση


ΠΕΡΑΣΑΝ χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε, ἀλ­λὰ ἡ εἰ­κό­να της μὲ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται συ­χνά. Ἦ­ταν τὸ πρῶ­το μου τα­ξί­δι στὴν Ἀγγλία. Σὲ μιὰ ἐ­παρ­χια­κὴ πό­λη τοῦ Νό­του, ὄ­μορ­φη, λαμ­πε­ρὴ καὶ ἀλ­λό­κο­τη μιὰ κο­πέ­λα στε­κό­ταν στὴν εἴ­σο­δο τῆς ἀ­νοι­χτῆς ἀ­γο­ρᾶς. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν ἂν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κή —πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πα πάνκ—, μαλ­λιὰ μι­σὰ μώβ, μι­σὰ πρά­σι­να, χτε­νι­σμέ­να σὰν λο­φί­ο, ροῦ­χα πα­ρά­ται­ρα, ἁ­λυ­σί­δες, πα­πού­τσια ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να.

       Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­κολ­λή­σω τὸ βλέμ­μα μου ἀ­πὸ πά­νω της. Τὴν πλη­σί­α­σα προ­σπα­θών­τας νὰ ἀρ­θρώ­σω τὰ σα­στι­σμέ­να ἀγ­γλι­κά μου:

       «Δὲν ἔ­χω δεῖ πιὸ ὄ­μορ­φο κο­ρί­τσι. Για­τί κά­νεις ὅ,τι μπο­ρεῖς γιὰ νὰ χα­λά­σεις τὸ δῶ­ρο ποὺ σοῦ ἔ­δω­σε ἡ φύ­ση;»

       «Βλέ­πεις τί­πο­τε ὄ­μορ­φο σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο; Παν­τοῦ ἀ­σχή­μια… Δὲν θέ­λω νὰ ξε­χω­ρί­ζω.»

       Καὶ ρού­φη­ξε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸ τσι­γά­ρο της.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]: Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]


Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

[La realidad]


«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μα­μά, κοί­τα πώς βρέ­χει!»

            Ἀ­να­φω­νεῖ γε­λών­τας ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, ποὺ περ­πα­τᾶ πι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τῆς μη­τέ­ρας της. Γιὰ νὰ εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς, δὲν μᾶς πο­λυ­α­ρέ­σει τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι. Ὅ­μως ἔ­τσι τὴν ἕν­τυ­σε ἡ μη­τέ­ρα της, καὶ ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­κρί­νει κα­νεὶς τὶς ἐν­δυ­μα­το­λο­γι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς τῶν ἄλ­λων, πό­σο μᾶλ­λον μιᾶς τό­σο χα­ρι­τω­μέ­νης μι­κρῆς, ἂς κοι­τά­ζει κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα.

            Κι ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, γε­λών­τας χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, τρα­βά­ει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τὴ μη­τέ­ρα της: μιὰ γυ­ναί­κα μὲ σο­βα­ρὸ πα­ρου­σι­α­στι­κὸ καὶ κά­πως ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἢ κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς κό­ρης της. Αὐ­τὸ μᾶς τὴν κά­νει λι­γό­τε­ρο συμ­πα­θη­τι­κή, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­θέ­νας ἀ­να­τρέ­φει τὰ βλα­στά­ρια του ὅ­πως νο­μί­ζει, καὶ κα­λύ­τε­ρα νὰ κοι­τά­ζει τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα καὶ τὰ λοι­πά, καὶ τὰ λοι­πά. Ἃς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω κυ­ρί­α δι­α­θέ­τει ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς ἀ­στρα­γά­λους. Περ­πα­τᾶ στη­τὴ σὰν βα­σί­λισ­σα. Τὰ τα­κού­νια της, τὰκ τούκ.

            «Μα­μὰ βρέ­χει! Κοί­τα πῶς βρέ­χει!», ἐ­πι­μέ­νει ἡ μι­κρή.

            Ἡ κυ­ρί­α πα­τά­ει φρέ­νο στε­γνά, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μι­λών­τας, καὶ τῆς ρί­χνει ἕ­να βλέμ­μα πού, ἂν κά­ποι­ος δὲν εἶ­χε πολ­λὰ στὸ κε­φά­λι του καὶ τὰ λοι­πά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει ἄ­δι­κο, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­παί­σιο. Ἀ­φή­νει τὸ χέ­ρι τῆς κό­ρης της. Κοι­τά­ζει μὲ δα­σκα­λί­στι­κο ζῆ­λο πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­που ὑ­ψώ­νον­ται σει­ρὲς ἀ­πὸ λου­λου­δι­α­σμέ­να μπαλ­κό­νια, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­θά­ριο, κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό. Ὕ­στε­ρα ξα­να­κοι­τά­ζει τὴ μι­κρὴ καὶ βά­ζει τὰ χέ­ρια της στὴ μέ­ση.

            «Βρέ­χει, μα­μά, βρέ­χει!»

            Ἡ μι­κρὴ γε­λά­ει, ὅ­λο γε­λά­ει. Χο­ρο­πη­δά­ει γύ­ρω-γύ­ρω, τι­νά­ζον­τας τοὺς μου­σκε­μέ­νους ὤ­μους της. Ἡ μη­τέ­ρα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της καὶ ξε­φυ­σά­ει φου­σκώ­νον­τας τὰ κα­λο­βαμ­μέ­να χεί­λη της.

            «Βρέ­χει! Βρέ­χει…!»

            Ὅ­μως με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὰ προ­φα­νῆ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου προ­φα­νῆ: ἡ αὐ­στη­ρὴ κυ­ρί­α στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τῆς κό­ρη της, σὰν κά­ποι­ος ποὺ βά­ζει τὸ δά­χτυ­λο πά­νω σε μιὰ σβού­ρα, πι­έ­ζει τὸ λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πά­κι καὶ σκύ­βει μι­λών­τας της στὸ ἀ­φτί:

            «Ἄλ­μπα, κο­ρί­τσι μου, ἄ­κου. Μὴ λὲς χα­ζο­μά­ρες. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι τὸ νε­ρὸ πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια;»

            Ἡ Ἄλ­μπα γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ πρό­σω­πό της, χα­μη­λώ­νει γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ βλέμ­μα. Ὕ­στε­ρα πλα­τα­γί­ζει τὴ γλώσ­σα της ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δεί­ξει ὑ­πο­μο­νὴ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Ἀ­παν­τά­ει πο­λὺ ἀρ­γά, το­νί­ζον­τας κά­θε συλ­λα­βή:

            «Τὸ ξέ­ρω, βρὲ μα­μά: τὰ μπαλ­κό­νια. Φυ­σι­κά. Μά… κοί­τα, μα­νού­λα, κοί­τα πώς βρέ­χει! Τί ὄ­μορ­φη, τί πα­νέ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ βρο­χή!»

            Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­σα εἶ­χε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλ­μπα ἐ­πι­στρέ­φει εὐ­θὺς στὴ χα­ρὰ καὶ στὰ χο­ρο­πη­δη­τά της, κά­νον­τας νὰ ἀ­νε­μί­ζει τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι της, ποὺ δὲν θὰ σχο­λι­ά­σου­με ἄλ­λο πιά.



Πη­γή: Alumbramiento (Páginas de Espuma, 2016)

Ὁ Ἀν­τρὲς Νέου­μαν (Andrés Neuman) γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἅ­ι­ρες τὸ 1977, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἐ­τῶν ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Γρα­νά­δα. Ἔ­χει γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους σύγ­χρο­νους ἱ­σπα­νό­φω­νους μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Ἡ πα­ρού­σα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2023/24, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἰ­ά­σων Βα­ὴς Στερ­γιά­δης, Ἀ­λέ­σια Γκο­λέ­μι, Κων­σταν­τί­να Δρά­τσα, Μα­ρί­α Λα­ζα­ρί­δου, Ἀ­να­στα­σί­α Μπο­ζί­νου, Βί­κυ Πα­πα­κώ­στα, Δη­μή­τριος Σα­λο­νι­κί­δης, Ἐ­λε­ούσα-Ἐ­λευ­θε­ρί­α Σαρ­ρή, Χρι­στό­φο­ρος-Γε­ρά­σι­μος Σκλα­βοῦ­νος, Ἔ­λε­να Τά­που, Λί­να Χα­ρι­στού, Αἰ­μί­λιος Χρυ­σι­κό­που­λος.

 

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἱ­στο­ρί­α


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἱ­στο­ρί­α

 

ΑΠΟΤΕ, ὅ­ταν εἴ­μα­στε παι­διά, εἴ­δα­με κρε­μα­σμέ­να στὸν τοῖ­χο τοῦ σπι­τιοῦ τὸν κόκ­κι­νο σκοῦ­φο τοῦ κο­ρι­τσιοῦ, τὴ νυ­χτι­κιὰ τῆς για­γιᾶς, τὴ μου­σού­δα τοῦ λύ­κου καὶ τὸ ψα­λί­δι τοῦ κυ­νη­γοῦ. Ἡ πε­ρι­έρ­γεια τῆς ἡ­λι­κί­ας καὶ τὸ ρί­σκο τοῦ παι­χνι­διοῦ, μᾶς ὁ­δή­γη­σαν ἐν­στι­κτω­δῶς στὸ μοί­ρα­σμα τῶν ρό­λων, ἐ­νῶ ἡ μα­γεί­α τοῦ μύ­θου καὶ ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς με­τα­μόρ­φω­σης δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸν ἐ­θι­σμό μας στὴν ὑ­πο­κρι­τι­κή. Ἀ­πὸ τό­τε, ὑ­πο­δυ­ό­μα­στε τα­κτι­κὰ καὶ ἐ­ναλ­λὰξ τὰ πρό­σω­πα τῆς ἱ­στο­ρί­ας, πό­τε κα­τα­πί­νον­τας καὶ πό­τε ἐ­λευ­θε­ρώ­νον­τας ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον.



Πη­γή: Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, (Ἄ­γρα, 2023)

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἄ­γρα. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση: Με­τὰ τὴ βρο­χὴ

 

 

 


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χὴ


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.



		

	

Θανάσης Μανιφάβας: Θα σωπάσουμε μαζί


Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας


Θὰ σω­πά­σου­με μα­ζί


ΟΡΤΩΜΕΝΟΣ ἀ­πὸ τὶς κα­θη­με­ρι­νὲς μι­κρο­έ­γνοι­ες τοῦ βι­ο­πο­ρι­σμοῦ κα­τευ­θύν­θη­κα σ’ ἕ­να κρη­τι­κὸ στέ­κι γιὰ μιὰ ρα­κή.

        — Ἡ ρα­κή, εἶ­πε ὁ τα­βερ­νιά­ρης, κε­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν μπάρ­μπα-Γιάν­νη, ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως μοῦ ἔ­κλει­σε τὸ μά­τι μὲ νό­η­μα. Πῆ­ρα τὸ πο­τή­ρι καὶ πῆ­γα στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ γέ­ρον­τα, ποὺ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ἦ­ταν ὁ μο­να­δι­κὸς θα­μώ­νας. Σὲ λί­γο προ­σποι­ή­θη­κα κά­ποι­α δου­λειὰ καὶ πῆ­γα στὴν κου­ζί­να.

        — Ξέ­ρεις ποιός εἶ­ναι, μὲ ρώ­τη­σε ὁ τα­βερ­νιά­ρης.

        — Ὄ­χι, ποι­ός εἶ­ναι;

        — Εἶ­ναι ὁ Γιά­ννης ὁ… δά­σκα­λος ὅ­λων σχε­δὸν τῶν ση­με­ρι­νῶν με­γά­λων λυ­ρά­ρη­δων. Κον­τεύ­ει τὰ ἑ­κα­τό, ἀλ­λὰ τά ‘­χει τε­τρα­κό­σια.

        Γύ­ρι­σα στὸ τρα­πέ­ζι καὶ βάλ­θη­κα νὰ τὸν πε­ρι­ερ­γά­ζο­μαι. Ὁ τα­βερ­νιά­ρης τὸν ρω­τοῦ­σε συ­νέ­χεια γιὰ νὰ τὸν κεν­τρί­ζει νὰ μι­λά­ει.

          Σὲ λί­γο στὸ στέ­κι μπῆ­κε «ὁ Ἀν­τώ­νης ὁ…»

        Θαυ­μά­σιος λυ­ρά­ρης, μα­θη­τὴς τοῦ μπάρ­μπα-Γιά­ννη. Ὁ Ἀν­τώ­νης ἄν­θρω­πος ἀ­μί­λη­τος καὶ βα­ρύς, μό­λις εἶ­δε τὸν δά­σκα­λο, χα­μο­γέ­λα­σε πλα­τιὰ κι ἄ­νοι­ξε τὴν ἀγ­κα­λιά του. Ἀλ­λὰ κι ὁ δά­σκα­λος, πα­ρὰ τὰ χρό­νια του, ση­κώ­θη­κε νὰ τὸν ὑ­πο­δε­χτεῖ ὄρ­θιος. Εἶ­χαν νὰ συ­ναν­τη­θοῦν του­λά­χι­στον δυ­ὸ δε­κα­ε­τί­ες. Σὲ λί­γο ὅ­μως μι­λά­γα­νε σὰ νὰ συ­νέ­χι­ζαν μιὰ κου­βέν­τα, ποὺ τὴν εἶ­χαν ἀ­φή­σει στὴ μέ­ση ἀ­πὸ τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα. Κα­μιὰ προ­σπά­θεια τοῦ χρό­νου ποὺ εἶ­χαν νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­νε.

        Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γη ὥ­ρα ὁ Ἀν­τώ­νης εἶ­πε.

        — Δά­σκα­λε, θὰ μοῦ κά­νεις μιὰ χά­ρη;

        — Ὅ,τι θέ­λεις Ἀν­τώ­νη.

        — Θὰ μοῦ παί­ξεις ἕ­ναν αὐ­το­σχε­δια­σμὸ στὴ λύ­ρα;

        — Νὰ σοῦ παί­ξω, ἀλ­λὰ θά ‘ναι κα­λύ­τε­ρα, λέ­ω, νὰ μὲ συ­νο­δεύ­σεις κι ἐ­σὺ μὲ λα­γοῦ­το. (Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ λύ­ρα ἤ­ξε­ραν καὶ οἱ δύ­ο καὶ λα­γοῦ­το.)

        — Κι ἴν­τα λο­γῆς αὐ­το­σχε­δια­σμὸς θά’ ναι αὐ­τός, ποὺ θὰ παί­ζου­νε δύ­ο;

        Νὰ σοῦ πῶ τί θὰ κά­νου­με: Θὰ πι­οῦ­με μα­ζί, θὰ μι­λή­σου­με μα­ζί, θὰ σω­πά­σου­με μα­ζὶ καὶ τέ­λος θὰ παί­ξου­με μα­ζί.

        Κι ἔ­τσι ἔ­γι­νε.



Πη­γή: Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀ­γρι­νί­ου, 2021).

Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας (Ἀ­γρί­νιο) Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Γιὰ τὸ βι­βλί­ο του Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὰ ἑ­ξῆς: «[…] Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν εἶ­ναι μιὰ προ­σπά­θεια χαρ­το­γρά­φη­σης τῆς λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς, ὅ­πως αὐ­τὴ ἀ­να­δεί­χνε­ται ἀ­νό­θευ­τα καὶ αὐ­θόρ­μη­τα στὶς ἁ­πλὲς στιγ­μὲς τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εἶ­ναι ὅ­λες ἀ­λη­θι­νὰ πε­ρι­στα­τι­κά. […] Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἄρ­χι­σε ἡ λε­η­λα­σί­α τοῦ λα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ […] Στὸν ἑ­αυ­τό μου ἐ­πι­φυ­λάσ­σω ἕ­να ρό­λο: τοῦ ἁ­πλοῦ κα­τα­γρα­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νὰ δώ­σει στὸν ἀ­να­γνώ­στη καὶ κά­ποι­ες ἀ­πα­ραί­τη­τες γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση πλη­ρο­φο­ρί­ες, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­σκή­σεις εὐ­αι­σθη­σί­ας καὶ εὐ­και­ρί­ες γαλ­βα­νι­σμοῦ τῆς ψυ­χῆς…» (red line agrinio, 2017)

Εἰκόνα: Τὸ σχέ­διο εἶ­ναι τοῦ Δη­μή­τρη Δή­μα ἀ­πὸ τὴν πρω­τό­τυ­πη εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση γιὰ τὸ βι­βλίο (μει­κτὴ τε­χνι­κὴ, 11,5Χ16,5 ἐκ.)


Δήμητρα Γεράση: Με­τὰ τὴ βρο­χή

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χή


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.



		

	

Καλλιόπη Ἐ­ξάρ­χου: Διπλωματικὲς σχέσεις


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Δι­πλω­μα­τι­κὲς σχέ­σεις


ΑΘΕ ΜΕΡΑ, ἀ­νή­με­ρα τῆς ζω­ῆς, ἡ Κυ­ρί­α X ξε­κι­νοῦ­σε δι­πλω­μα­τι­κὲς σχέ­σεις μὲ ἐ­πι­σκέ­πτες ἀ­κά­λε­στους. Τῆς ἐ­πι­βάλ­λον­ταν ὡς ἀ­ναι­δὴς συ­να­να­στρο­φή, χτυ­πών­τας τὰ κου­δού­νια μὲ τὸ πρῶ­το φῶς. Ἄ­φη­ναν ἀ­νοι­χτὲς τὶς πόρ­τες πί­σω τους καὶ ἔ­κα­νε ρεῦ­μα. Δι­α­σταυ­ρώ­νον­ταν κα­θέ­τως καὶ ὁ­ρι­ζον­τί­ως καὶ προ­κα­λοῦ­σαν συ­νω­στι­σμὸ στὴ μνή­μη τῆς Κυ­ρί­ας X — καὶ τί νὰ πρω­το­θυ­μη­θεῖ ἀ­πὸ δαύ­τους. Ἄ­φη­ναν καὶ ἴ­χνη ἀ­νε­ξί­τη­λα, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὰ κα­θα­ρί­σει μὲ τί­πο­τε.

        Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν μή­πως θὰ ἔ­πρε­πε νὰ προ­βεῖ σὲ συ­στά­σεις ἢ δὲν θὰ ἔ­παιρ­ναν ἀ­πὸ λό­για; Μή­πως θὰ ἔ­πρε­πε νὰ τοὺς ἀ­κρο­α­στεῖ; Ἢ μή­πως νὰ τοὺς ἐ­πι­κη­ρύ­ξει γιὰ νὰ τοὺς συλ­λά­βουν καὶ νὰ τὴν ἀ­φή­σουν στὴν ἡ­συ­χί­α της μιὰ καὶ κα­λή; Κι ἂν τὴν ἐκ­δι­κοῦν­ταν καὶ τὴν κα­τά­πι­ναν ἀ­μά­ση­τη πρὶν τὴν ὥ­ρα της; Ἔ­τσι ἀ­πρό­βλε­πτοι καὶ δί­κο­ποι ποὺ ἦ­ταν;

        Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ Κυ­ρί­α X πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν κά­θε μέ­ρα σὲ ἡτ­τη­μέ­νες δι­α­πραγ­μα­τεύ­σεις μὲ τὶς ρυ­τί­δες. Τὶς κα­τὰ συρ­ρο­ήν.



Πηγή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα). Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.

 

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ἑστία ὑπερηλίκων



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 4/6)


Ἑ­στί­α ὑ­πε­ρη­λί­κων


ΝΑΥΑΡΧΟΣ, μὲ τὰ τό­σα χρή­μα­τα ποὺ εἶ­χε κι ἔ­χα­σε παί­ζον­τας στὸ κα­ζί­νο (ὁ τρο­χὸς τῆς τύ­χης γυ­ρί­ζει κα­τὰ τὸ δο­κοῦν), τώ­ρα τρώ­ει τὸ μῆ­λο ποὺ τοῦ ἔ­φε­ρε ἡ ἀ­πο­κλει­στι­κή. Οἱ ἀ­να­μνή­σεις δι­α­δέ­χον­ται ἡ μιὰ τὴν ἄλ­λη χω­ρὶς εἱρ­μό. Ἕ­νας χι­ο­νάν­θρω­πος, τὸ κόκ­κι­νο πλι­σὲ φου­στά­νι τῆς μη­τέ­ρας, ἡ «Πα­λό­μα» ἀπ’ τὸ γραμ­μό­φω­νο μὲ τὸ χω­νί, τὸ χνου­δω­τὸ ἀρ­κου­δά­κι μὲς στὴ ζε­στή του ἀγ­κα­λιά. Τὸ κομ­πρε­σὲρ πιὸ ἐκ­κω­φαν­τι­κὸ ἀ­πὸ πρὶν σκά­βει τὴ λε­ω­φό­ρο, κα­θὼς ἡ κί­νη­ση τῶν τρο­χο­φό­ρων δι­ο­χε­τεύ­ε­ται σὲ κον­τι­νὸ πα­ρά­δρο­μο μὲ βλα­στή­μι­ες ἀ­νά­κα­τες μὲ κορ­να­ρί­σμα­τα. Μὰ πιὸ πο­λὺ τὸν ἀ­να­στα­τώ­νει μιὰ ἄ­ναρ­θρη κραυ­γὴ ποὺ ἀ­πὸ χθές, λί­αν πρω­ΐ, σκορ­πά­ει ἀ­νε­λέ­η­τα σὲ δό­σεις πολ­λα­πλὲς τὴ φρί­κη.



Πη­γή: Τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ τὸ ἄ­λο­γο (Ποι­ή­μα­τα 1989-2009, Θερ­μα­ϊ­κὸς ἐκ­δό­σεις, Θεσ­σα­λο­νί­κη,  2011).



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

       Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).

Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ: Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου



Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου


ΙΣΤΕΥΕ ὅ­τι ἦ­ταν πα­σι­φί­στρια, ὅ­τι κα­τα­δί­κα­ζε κά­θε μορ­φὴ βί­ας. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τῆς Χα­μᾶς στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, πρῶ­τα σκέ­φτη­κε τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Γο­λιὰθ —μό­νο ποὺ ὁ Γολιὰθ ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν ἦ­ταν Ἰσ­ρα­η­λί­της— με­τὰ ἄ­κου­σε κραυ­γὲς καὶ ἀ­λα­λαγ­μούς, κα­τό­πιν εἶ­δε τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α, τὸ μί­σος, τοὺς νε­κρούς, καὶ ἀ­μέ­σως ἦρ­θαν οἱ φω­νὲς τῶν Φι­λι­σταί­ων καὶ ἡ ἐκ­δί­κη­ση τοῦ ἀ­νί­κη­του Γο­λιάθ. Τό­τε ἡ φω­νὴ βο­ῶν­τος στὴν ἔ­ρη­μο τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πεί­λη­σε νὰ τὶς σπά­σει τὰ τύμ­πα­να. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­νά­πο­δα.

       Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες καὶ τοὺς Σου­λι­ῶ­τες. Τὴν εἶ­χαν πο­λὺ προ­βλη­μα­τί­σει στὸ Γυ­μνά­σιο. Αὐ­τὴ θὰ ἔ­ρι­χνε τὰ παι­διά της στὸ γκρε­μό; Τί εἴ­δους ἡ­ρω­ι­σμὸς ἦ­ταν αὐ­τός; Πῶς ἀ­πο­φά­σι­ζαν γιὰ αὐ­τά; Μιὰ χα­νού­μι­σα ἡ ἕ­νας γε­νί­τσα­ρος δὲν ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να παι­δὶ νε­κρὸ μὲ ἐ­κτε­λε­στῆ τὸν ἴ­διο του τὸν γο­νιό; Δὲν θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε προ­βάλ­λει ἀν­τίρ­ρη­ση στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ δὲν δέ­χτη­κε τὴν ἐ­πί­ση­μη ἐκ­δο­χή. Ἴ­σως γιὰ αὐ­τὸ οἱ Σου­λι­ῶ­τες τῆς ἔ­γι­ναν γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Θρύ­λος, ξε­θρύ­λος, αὐ­τὴ δὲν θὰ χό­ρευ­ε τὸν χο­ρό. Θὰ ἔ­δι­νε τὸ παι­δί της στοὺς Τούρ­κους. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ ἡ­ρω­ι­σμός; Τε­λι­κὰ τὶς ξέ­χα­σε. Ἄλ­λα αἰ­νίγ­μα­τα, πι­ε­στι­κὰ καὶ αὐ­τά, πῆ­ραν τὴν θέ­ση τους. Οὔ­τε χρει­ά­στη­κε βέ­βαι­α νὰ τὶς θυ­μη­θεῖ. Προ­στα­τευ­τι­κὸς καὶ ὁ πα­σι­φι­σμός.

       Μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες στὸ μυα­λὸ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­κε­λει­ό. Στὴν Γά­ζα ὅ­λοι χό­ρευ­αν τὸν χο­ρό. Ἤ­θε­λαν, δὲν ἤ­θε­λαν. Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­σπα­γαν οἱ πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι τὸν κλοι­ό. Χο­ρεύ­ον­τας στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε καὶ τὸν Σο­λω­μό. Ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χε νὰ τὸν δι­α­βά­σει. Ἔ­τρε­φε κά­ποι­α προ­κα­τά­λη­ψη γιὰ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς ποι­η­τές. Νὰ σκο­νί­ζε­ται τὸν ἄ­φη­σε πί­σω στὸ πα­τρι­κό της σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ τὴν αἰφ­νι­δί­α­σαν. Μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες ἔ­κα­ναν ἕ­φο­δο στὸ μυα­λό της. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ στὸν τύ­πο χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­ρεί­πια καὶ ἡ ἀ­λή­θεια. Βομ­βάρ­δι­σαν καὶ τὴν δι­κή της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).