Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike)
Πυγμαλίων
(Pygmalion)
ΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ στὴν πρώτη του γυναίκα ἦταν τὸ ταλέντο της στὶς μιμήσεις: Ὕστερα ἀπὸ κάθε συνάθροιση, στὸ σπίτι τὸ δικό τους ἢ σὲ κάποιου ἄλλου ζευγαριοῦ, ἀναπαριστοῦσε γιὰ χάρη του ὅσα εἶχαν δεῖ, τὰ πρόσωπα, τὶς φωνές, στραβώνοντας τὸ στοματάκι της μὲ μικροὺς μορφασμοὺς ποὺ γιὰ μία ἐκπληκτικὴ στιγμὴ ξανάφερναν κοντά τους ἕναν ἀπόντα γνωστό. «Ποὺ λέτε, ἐὰν μὲ ἐνδιέφεγε —πῶς τὸ λέει ἡ Γκουέν; — ἐὰν μὲ ἐνδι-έφεγε ἡ συντήγηση–» Κι ἐκεῖνος, ὁ σύζυγος, γελοῦσε μὲ τὴν καρδιά του, παρότι ἡ Γκουὲν ἦταν στὰ κρυφὰ ἐρωμένη του καὶ ἔμελλε νὰ γίνει ἡ δεύτερη σύζυγός του. Αὐτὸ ποὺ τοῦ ἄρεσε σ’ ἐκείνη ἦταν ἡ ζωηράδα της στὸ κρεβάτι, κι αὐτὸ ποὺ ἀπεχθανόταν στὴν πρώτη του γυναίκα ἦταν τὸ ὅτι τοῦ ζητοῦσε νὰ τῆς τρίψει τὴν πλάτη κι ὕστερα, κάτω ἀπ’ τὰ χέρια του ποὺ μοχθοῦσαν, τὴν ἔπαιρνε, κάθε νύχτα, ὁ ὕπνος.
Τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ νέου γάμου, κάθε ποὺ ἐπέστρεφαν στὸ σπίτι μὲ τὴν Γκουὲν μετὰ ἀπὸ συνάθροιση, ἐκεῖνος περίμενε, ἀσυνείδητα, ν’ ἀρχίσουν οἱ μιμήσεις, ἡ ἀνακεφαλαίωση. Μάλιστα τὴν παρότρυνε: «Πῶς εἶδες τὸν ἀδελφὸ τῆς οἰκοδέσποινάς μας;»
«Ἄ», ἀπαντοῦσε ἁπλὰ ἡ Γκουέν, «πολὺ εὐχάριστος μοῦ φάνηκε». Καὶ ἐπειδὴ ἔνιωθε μὲ τὴ γυναικεία της διαίσθηση ὅτι ἐκεῖνος περίμενε περισσότερα, ἴσως νὰ πρόσθετε «Ἄκακος. Λίγο στενόμυαλος ἴσως.». Τὰ μάτια της ἄστραφταν, ἐνῶ ἄκουγε στὴν ἀναμενόμενη σιωπή του μιὰ ἄρρητη ἀπαίτηση, καὶ μ’ ἐκεῖνο τὸ συγκινητικό, παιδικὸ ψεύδισμά της τοῦ ἔλεγε «Τί πγαγματικὰ θέλεις;»
«Ἄ, τίποτα. Τίποτα. Ἁπλῶς – τὸν εἶχε συναντήσει μιὰ φορὰ ἡ Μαργκερὶτ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ τῆς εἶχε κάνει ἐντύπωση τί πομπώδης βλάκας ποὺ εἶναι. Ἔτσι ποὺ ρουφάει τὴν ἄκρη τῆς πίπας του καὶ τελειώνει κάθε δήλωσή του λέγοντας “Μὲ παρακολουθεῖτε;”»
«Ἐγὼ τὸν βρῆκα ἀπολύτως εὐχάριστο», εἶπε παγερὰ ἡ Γκουὲν καὶ τοῦ γύρισε τὴν πλάτη γιὰ νὰ βγάλει τὸ ἀσημί, ἐφαρμοστὸ φουστάνι της. Ἐνῶ τὸ τραβοῦσε τινάζοντας τοὺς γοφούς της δεξιὰ-ἀριστερὰ γιὰ νὰ τὸ κατεβάσει, γύρισε τὸ κεφάλι της καὶ πρόσθεσε προκλητικὰ «Εἶχε πολλὰ νὰ πεῖ γιὰ τοὺς φορολογικοὺς παράδεισους».
«Εἶμαι σίγουρος», σάρκασε ξεψυχισμένα ὁ Πυγμαλίων, ναρκωμένος ἀπὸ τὸ θέαμα τῆς γυναίκας του ποὺ προέλαυνε, γυμνή, πρὸς τὸ μέρος του καὶ τὴ συζυγική τους κλίνη. «Εἶναι πολὺ ἀργά», τὴν προειδοποίησε.
«Ἄχ, ἔλα τώρα», εἶπε ἐκείνη, σβήνοντας τὸ φῶς.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ μιμήθηκε ἡ Γκουὲν ἦταν ὁ δεύτερος σύζυγος τῆς Μαργκερίτ, ὁ Ἔντ· εἶχαν συναντηθεῖ ὅλοι ἀναπάντεχα σ’ ἕναν φιλανθρωπικὸ χορὸ γιὰ τὴ διάσωση τῶν φαλαινῶν, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν σταλεῖ προσκλήσεις ἀδιακρίτως. «Ὄ-χὸ-χό», βροντοφώναξε ὕστερα ὅταν βρέθηκαν μόνοι τους στὴν κρεβατοκάμαρά τους, «ὥστε ἐσὺ εἶσαι ὁ εὐγενὴς προκάτοχός μου!» Κι ἔπειτα πρόσθεσε «Νὰ χαρῶ ἐγὼ εὐγενῆ. Σὲ μισεῖ τόσο πολὺ ποὺ τὸν ἐρέθισες».
«Ἀλήθεια;» εἶπε ἐκεῖνος. «Ἐμένα μοῦ φάνηκε ἀπολύτως εὐχάριστος, σὲ μιὰ συνάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν πολὺ ἀμήχανη».
«Ναί, ἀμέεε», συμφώνησε ἐκείνη, μιμούμενη τὸν ἐγκάρδιο Ἔντ, ἀφήνοντας γιὰ μιὰ ἐκπληκτικὴ στιγμὴ τὸ ἐλαφρῶς ἀνέκφραστο καὶ ἄψυχο ὕφος βεβιασμένης ἀγαθοσύνης τοῦ Ἒντ νὰ εἰσβάλει στὰ συνήθως μικροσκοπικὰ καὶ στρογγυλεμένα χαρακτηριστικά της.
«Δὲν ὑπάρχει καθόλου ἀμηχανία μεταξύ μας, χό, χό», συνέχισε, ἐνθαρρυμένη. «Καί, γιὰ πές μου, φίλε μου, γιατί δὲν ἔρχεται ποτὲ πιὰ στὴν ὥρα της ἡ διατροφὴ γιὰ τὰ παιδιά;»
Κι αὐτὸς γελοῦσε μὲ τὴν καρδιά του, ἐκστασιασμένος ποὺ ἔβλεπε τὴ σύζυγό του νὰ φτάνει σ’ αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος θεωροῦσε σωστὴ γυναικεία συμπεριφορὰ – μιὰ εὔπλαστη, ἀκοίμητη εὐαισθησία στὸ ἀνθρώπινο περιβάλλον, μιὰ εὐάγωγη αἰσθαντικότητα ποὺ παρασυρόταν ἀπὸ τὰ ρεύματα τῆς Φύσης αὐτοπροσώπως. Ὁ ἴδιος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γνωρίσει τὸν κόσμο, αὐτὸς ἦταν ὁ φόβος του, ἐὰν δὲν τοῦ τὸν μετέφραζε μιὰ γυναίκα. Τώρα, ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπὸ μιὰ συγκέντρωση, καὶ τὴ ρωτοῦσε πῶς τῆς εἶχε φανεῖ ὁ τάδε, ἡ Γκουὲν στεκόταν ὄρθια φορώντας τὰ ἐσώρουχά της καὶ συλλογιζόταν, σὰ νὰ βρισκόταν πάνω στὴ σκηνή. «Ἐμεῖς – νὰ πάρει, ἀγαπητέ μου», ἀνακοίνωνε σὲ μιὰ ξαφνική, μελωδικὴ παρωδία, «ἂν δὲν ἦταν ἡ Πορτογαλία, εἰλικρρρινά, δὲν θά ’χε μείνει οὔτε μία χώρα στὴν Εὐρώπη!»
«Ἄχ, ἔλα τώρα», διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος, κατευχαριστημένος ποὺ ἔβλεπε τὰ ὄμορφα χαρακτηριστικά της νὰ ἀλλοιώνονται σὲ μιὰ παράξενη, ἀλαζονικὴ χοντροκοπιά.
«Πῶς τὸ κάνει;» ρωτοῦσε ἡ Γκουέν, σὰν ἀπὸ ἐπαγγελματικὸ ἐνδιαφέρον. «Κάπως κάνει τὸ σαγόνι της, σὰ νὰ τὸ στρίβει δεξιὰ-ἀριστερὰ χωρὶς νὰ ξεσφίγγει τὰ δόντια.»
«Τό ’πιασες!» ἐπικροτοῦσε αὐτός.
«Φυσικά, ξέρρρετε», συνέχιζε ἐκείνη μὲ τὴν προσποιητὴ φωνή, «κάποτε ἦταν ἡ Ἑλλάδα, ἀλλὰ τώρα ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀπαίσιοι Ἄραβες…»
«Ἄχ, ναί, ναί», ἔλεγε ἐκεῖνος, ἐνῶ τὸ πρόσωπό του πονοῦσε ἀπὸ τὰ δυνατά, γεμάτα περηφάνια, γέλια. Εἶχε γίνει τέλεια γιὰ ἐκεῖνον.
Στὸ κρεβάτι ἐκείνη τοῦ τόνιζε «Εἶναι πολὺ ἀργά».
«Θέλεις νὰ σοῦ τρίψω τὴν πλάτη;»
«Μμμ. Αὐτὸ θὰ ἦταν πγαγματικὰ ὡραῖο». Ἐνῶ τὸ ἀριστερό του χέρι μοχθοῦσε μαλάζοντας τὴ λεία, ζεστή, εὔπλαστη ἐπιφάνεια, ἡ σύζυγός του —αὐτὸ τὸ μικρὸ κατιτὶς μέσα της ποὺ ἦταν ὅλο δικό της— βυθιζόταν μακριά του· τὴν ἔπαιρνε, κάθε νύχτα, ὁ ὕπνος.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986. Πρώτη δημοσίευση: στὸ Πλανόδιον ἀρ. 50 (Ἰούνιος, 2011) ποὺ κυκλοφορεῖ: βλ. ἐδῶ.
Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike) (Ρέντινγκ, Πενσιλβάνια, 1932-Ντάνβερς, Μασαχουσέτης, 2009). Θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους συγγραφεῖς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἔχει γράψει πάμπολλα διηγήματα καὶ μυθιστορήματα καὶ ἔχει ἐπηρεάσει πολλοὺς συγγραφεῖς. Βιβλία του ἔχουν μεταφερθεῖ στὸν κινηματογράφο. Κέρδισε δύο βραβεῖα Πούλιτζερ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Νίνα Μπούρη (1983). Σπούδασε στὸ τμῆμα Ἐπικοινωνίας καὶ ΜΜΕ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μεταφράζει βιβλία —κυρίως λογοτεχνικὰ καὶ δοκίμια γιὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά— καὶ ὑποτιτλίζει ταινίες γιὰ φεστιβὰλ κινηματογράφου.
Filed under: Αγγλικά,Μπούρη Νίνα,Οικογένεια,Ρεαλισμός,Ψυχογραφία,Updike John | Tagged: Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Νίνα Μπούρη,John Updike | Τὰ σχόλια στὸ Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike): Πυγμαλίων ἔχουν κλείσει