Γιάννης Παγώνης: Στὴ ζώνη τοῦ λυκόφωτος

Γιά­ννης Πα­γώ­νης


Στὴ ζώ­νη τοῦ Λυ­κό­φω­τος


 ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ εἶ­χε χά­σει κά­θε κέ­φι γιὰ τὴν Τέ­χνη του, και­ρὸ πρὶν ἐν­σκή­ψει ἡ παν­δη­μί­α. Ἁ­πλὰ ὁ κο­ρο­νο­ϊ­ὸς ἔ­θε­τε τὰ καρ­φιὰ στὸ φέ­ρε­τρο αὐ­τοῦ ποὺ κά­πο­τε θε­ω­ροῦ­σε λο­γο­τε­χνι­κό του σῶ­μα, ἀ­ναγ­κά­ζον­τάς τον νὰ πα­ραι­τη­θεῖ ἀ­πὸ κά­θε ἐλ­πί­δα ἔ­στω καὶ μιᾶς με­ρι­κῆς ἀ­νά­τα­ξης.

        Βρά­δυα­ζε 25η Μαρ­τί­ου καὶ κου­ρα­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν κλει­σού­ρα, δή­λω­σε στὴ συμ­βί­α ὅτι θὰ ἔ­βγαι­νε γιὰ ἕ­ναν πε­ρί­πα­το.

«Νὰ συμ­πλη­ρώ­σεις βε­βαί­ω­ση», τοῦ ἐ­πέ­στη­σε τὴν προ­σο­χὴ ἐ­κεί­νη καὶ βάλ­θη­κε μὲ πα­νὶ καὶ ντε­τὸλ νὰ ἀ­πο­λυ­μαί­νει ὅ­σες ἐ­πι­φά­νει­ες μπο­ροῦ­σε νὰ φτά­σει τὸ χέ­ρι της.

        Βγῆ­κε στὴν πα­γω­νιὰ καὶ κι­νή­θη­κε ἄ­κε­φα πρὸς τὴν πα­λιά του γει­το­νιά, ὅ­που ἔ­στε­κε τὸ σκέ­λε­θρο τῆς πα­τρι­κῆς ἑ­στί­ας.

        Ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς χα­ψω­μέ­νος στὰ ρη­μα­δό­σπι­τα ρευ­ό­ταν μπα­κα­λιά­ρο καὶ χου­ζού­ρια­ζε μπρὸς στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Ψυ­χὴ ζῶ­σα στοὺς δρό­μους. Μό­νο γά­τες κι αὐ­τὲς μα­ραγ­κι­α­σμέ­νες ἀ­πὸ τὴν τό­ση ἐ­ρη­μί­α, γύ­ρευ­αν στὰ σκου­πί­δια τρο­φή.

         Ἡ σι­ω­πὴ ἦ­ταν τό­σο πυ­κνὴ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ τὴν κό­ψεις, μὲ τὸ κου­ζι­νο­μά­χαι­ρο.

         Ἔ­κλει­σε τ΄αὐ­τιά, νὰ μὴν γρι­κά­ει τὸν ἦ­χο τῆς σι­ω­πῆς.

         Μὲ τὰ πολ­λὰ ἀ­πέ­ρα­σε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ πα­τρι­κό. Πρὸς με­γά­λη του ἔκ­πλη­ξη εἶ­δε φῶ­τα. Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε.

         «Μπᾶς κι ἔ­χουν τὸ σπί­τι ξε­νι­κοί», λο­γί­στη­κε καὶ ἔ­σπρω­ξε θυ­μω­μέ­νος τὴν ἐ­ξώ­θυ­ρα.

         Χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα καὶ στά­θη­κε στὸ κα­τώ­φλι, ἀ­φουγ­κρα­ζό­με­νος τοὺς ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς θο­ρύ­βους ποὺ κα­τέ­κλυ­ζαν ἀ­νυ­πό­φο­ροι τοὺς ἀ­κου­στι­κούς του πό­ρους.

          Ἄ­νοι­ξε ὁ πα­τέ­ρας.

         «Πα­τέ­ρα» τραύ­λι­σε στὸν πε­θα­μέ­νο γι­ο­μά­τος τρό­μο, μὰ κά­τι μέ­σα του δυ­να­τό, τὸν ὤ­θη­σε νὰ κα­τα­λα­γιά­σει τὴν φρι­κί­α­ση καὶ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὸ γε­γο­νός, ὡς κά­τι τὸ ἀ­πό­λυ­τα φυ­σι­ο­λο­γι­κό.

         Ὁ πα­τέ­ρας πα­ρα­μέ­ρι­σε, ἀ­φή­νον­τάς τον νὰ πε­ρά­σει.

       Ἡ μά­να ἔ­πλε­κε στὴ κα­ρέ­κλα της ὅ­πως τό­τε ποὺ ἦ­ταν στὸν κό­σμο. Μό­λις τὸν ἔ­νοι­ω­σε, ἀ­πα­ρά­τη­σε τὸ ἐρ­γό­χει­ρο, τὸν ἔ­κο­ψε, καὶ ρώ­τη­σε ὅ­λο ἔ­γνοι­α:

         «Τί ἔ­χεις Γρη­γο­ρά­κη; Χλω­μι­σμέ­νος δεί­χνεις! Συμ­βαί­νει κά­τι;»

         «Ρὲ μά­να», γκρί­νια­ξε τό­τε ἐ­κεῖ­νος. «Χα­μὸς γί­νε­ται ὄ­ξω. Δὲν ἔ­χε­τε ἐ­δῶ μέ­σα πά­ρει χαμ­πά­ρι τί­πο­τα;»

         «Τὰ ἴ­δια μᾶς ἔ­σου­ρε καὶ ὁ Νι­κή­τας ἐ­χτὲς τ΄ἀ­πο­με­σή­με­ρο ποὺ ἐ­φά­νη­κε, ἀλ­λὰ δὲν νοι­ώ­σα­με τί πά­λευ­ε νὰ μᾶς εἰ­πεῖ;»

         «Ποιός Νι­κή­τας ρὲ μά­να;» τόλ­μη­σε νὰ ἀν­τι­μι­λή­σει.

          Ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε αὐ­τὴ ἐ­κνευ­ρι­σμέ­να:

         «Ἅ­μα δὲν θὲς παρ­τί­δες μὲ τ΄ἀ­δέρ­φι σου, χα­λά­λι. Ἀ­πα­ρά­τη­σέ τον κι αὐ­τόν. Μπο­ρεῖς τὸ λοι­πὸν ἐ­σὺ ποὺ κα­τέ­χεις τὸ πράγ­μα κα­λύ­τε­ρα, νὰ μᾶς δώ­κεις νὰ κα­τα­λά­βου­με τί συμ­βαί­νει;»

          Ὁ πα­τέ­ρας πλη­σιά­σε καὶ κου­νών­τας ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ το κε­φά­λι στὰ λό­για τῆς κυ­ρᾶς του, κρε­μά­στη­κε ἀ­πὸ τὰ χεί­λη του καρ­τε­ρών­τας ἐ­ξη­γή­σεις.

* * *

Ὁ πα­ρα­λο­ϊ­σμέ­νος γιὸς βρέ­θη­κε ἄ­ξαφ­να στὸ σπί­τι του.

        Δι­η­γή­θη­κε στὴ γυ­ναί­κα τὰ κα­θέ­κα­στα.

        «Ἂχ ἄν­τρα μου», εἶ­πε ἐ­κεί­νη:

       «Στοὺς χα­λε­πο­και­ρούς, πάν­τα ἐ­πι­στρέ­φου­με στὰ παι­δι­κά­τα μας. Ἡ φαν­τα­σιά σου εἶ­ναι ποὺ σὲ παι­χνι­διά­ζει», καὶ σι­μώ­νον­τας ἔ­βα­λε τὸ χε­ρά­κι της ποὺ ἀ­κό­μα μύ­ρι­ζε ἀ­πο­λυ­μαν­τι­κό, ἀ­πά­νω στὸ μέ­τω­πό του.

        «Καῖς κα­κο­μοί­ρη. Μπᾶς κόλ­λη­σες τὸν ἰ­ό; Ξά­πλω­σε γρή­γο­ρα καὶ σοῦ φέρ­νω ἀν­τι­πυ­ρε­τι­κό. Χά­ζε­ψε λί­γο ται­νί­α στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Ἀ­πό­ψε ἔ­χει “Πα­πα­φλέσ­σα”… Ἄ! μὴν λη­σμο­νή­σω! Ἀ­να­κοί­νω­σαν στὶς εἰ­δή­σεις ὅ­τι ὅ­λα θά ‘χουν τε­λει­ώ­σει μέ­χρι νὰ ἔ­βγει ὁ Μά­ης!»

        Τὸν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος μπρο­στὰ στὴν αὐ­γά­ζου­ζα ὀ­θό­νη, μὲ τὸ νοῦ στὰ λό­για τῆς μά­νας.

        Ποι­όν ἀ­δελ­φὸ Νι­κή­τα ὑ­πο­νο­οῦ­σε ἄ­ρα­γε ἡ γριά; Αὐ­τός ἀπ΄ὅ­σο κά­τε­χε, ἦ­ταν μο­να­χο­παί­δι.

* * *

Ξύ­πνη­σε ἀ­πὸ τὰ σκουν­τή­μα­τα τοῦ πα­πᾶ-Φώ­τη.

        «Σή­κω κα­πε­τά­νιο! Ἔ­γει­ρες καὶ εἶ­πα νὰ σ΄ἀ­φή­σω νὰ τὸν πά­ρεις κομ­μά­τι, πού ΄σαι ἄ­γρυ­πνος τό­σες ἡ­μέ­ρες. Πε­ρι­μέ­νει ἔ­ξω καὶ ὁ Τι­σα­με­νὸς γιὰ τὴ γρα­φή.»

       «Πα­ρά­ξε­να ὀ­νεί­ρα­τα εἶ­δα γέ­ρον­τα! Ταγ­κα­λά­κια ἀπ΄τὰ μελ­λού­με­να…. Τί νὰ σοῦ λέ­γω! Ση­μεῖ­α καὶ τέ­ρα­τα! Ἀλ­λὰ νό­η­μα δὲν βγαί­νει!.. Κα­λύ­τε­ρον νὰ τ΄ἀ­φή­κω πί­σω, ὅτι πε­ρι­μέ­νει ὁ Μπρα­γί­μης νὰ μᾶς κα­τα­πι­εῖ ὁ­λά­κε­ρους!

        »Πὲ τοῦ Μι­χά­λη νὰ ὁ­ρί­σει…»

        Ὁ γραμ­μα­τι­κὸς μπῆ­κε φου­ρι­ό­ζι­κα στὴ τέν­τα καὶ φα­νέ­ρω­σε τὰ τσιμ­πρά­κα­λα τῆς γρα­φῆς.

        «Γρά­φε Τι­σα­με­νὲ καὶ τα­χιὰ στ΄ ἀ­δέλ­φι μου τὸν Νι­κή­τα μὲ τα­τά­ρη.»

Νι­κή­τα,

       Ἔ­λα­βα τὴν ἐ­πι­στο­λήν σου καὶ εἰς ἀ­πάν­τη­σίν σου λέ­γω ὅ­τι δὲν εἶ­μαι σὰν καί σὲ καὶ σὰν τὸν κουμ­πά­ρο σου τὸν Κε­φά­λα, ὅ­που τρέ­χε­τε ἀ­πὸ ρά­χη σὲ ρά­χη στοὺς Ἁ­η­λιά­δες.

        Ἐ­γὼ ἅ­παξ ὠρ­κί­σθην νὰ χύ­σω τὸ αἷ­μα μου εἰς τὴν ἀ­νάγ­κην τῆς πα­τρί­δoς, καὶ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα. Εὔ­χο­μαι δὲ εἰς τὸν Θε­ὸν πρώ­τη μπά­λα τοῦ Ἰμ­βρα­ὴμ νὰ μὲ πά­ρει εἰς τὸ κε­φά­λι, δι­ό­τι σᾶς γρά­φω νὰ τα­χύ­νε­τε τὸν ἐρ­χο­μόν σας καὶ σεῖς μοῦ γρά­φε­τε κo­υ­ρo­υ­φέ­ξα­λα.

        Νι­κή­τα, πρώ­τη καὶ τε­λευ­ταί­α ἐ­πι­στο­λή μου εἶ­ναι αὕ­τη. Βά­στα την νὰ τὴν δι­α­βά­ζεις κα­μί­α φο­ρᾶ νὰ μὲ θυ­μᾶ­σαι καὶ νὰ κλαῖς.

        Πα­πα­φλέσ­σας

Ρο­δο­χρω­μα­τι­σμέ­νη ἀ­νοι­γό­ταν ἡ πύ­λη τοῦ πρω­ϊ­οῦ, ἀ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ Μα­νιά­κι. Κι ὁ Μά­ης εἶ­χε εἴ­κο­σι.

        Ὁ Δε­σπό­της βγῆ­κε στὸ ξά­γναν­το καὶ τη­ροῦ­σε γιὰ ὥ­ρα, τὶς ἀ­μέ­τρη­τες φω­τι­ὲς τῶν στρα­βα­ρα­πά­δων ποὺ ἀ­γά­λι-ἀ­γά­λι ξε­θώ­ρια­ζαν κά­του στὸν κάμ­πο.

        «Μέ­χρι νὰ ἔ­βγει ὁ Μά­ης» μο­νο­λό­γη­σε με­λαγ­χο­λι­κά, «μέ­χρι νὰ ἔ­βγει ὁ Μά­ης, θά ΄χουν τε­λει­ώ­σει ὅ­λα…»



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Γιά­ννης Πα­γώ­νης (Ἀ­θή­να, 1961). Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Δι­κα­στι­κὸς Γραμ­μα­τέ­ας. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Δη­μο­σι­εύ­ει σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους κα­θὼς καὶ στὸ ποι­η­τι­κὸ μπλὸγκ Κοι­μη­τή­ριο Λό­γου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ στὸ Δι­α­δί­κτυο.


			

Γιάννης Παγώνης: Ἡ Γριά


Γιά­ννης Πα­γώ­νης


Ἡ Γριά


ΕΦΤΟΝΤΑΣ μὲ τὴν τα­χύ­τη­τα τῶν ἑ­κα­τὸ χι­λι­ο­μέ­τρων πά­νω στὸν κορ­μὸ τῆς ἀρ­χαί­ας ἐ­λιᾶς, του­λά­χι­στον ἀ­πὸ με­ριά μου δὲν ἔ­νοι­ω­σα τὸ πα­ρα­μι­κρό, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ δι­α­βε­βαι­ώ­σω τὸ ἴ­διο καὶ ἐκ μέ­ρους τῆς γυ­ναι­κός μου.

        Μιὰ φω­νὴ σὰν ἀ­πὸ χί­λια με­γά­φω­να, δι­έ­τα­ξε ἀ­ρει­μά­νια:

        «Ἐ­σὺ ὁ ὁ­δη­γός, γραμ­μὴ γιὰ τὸ Γρα­φεῖ­ο!», καὶ με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­λά­χι­στα δευ­τε­ρό­λε­πτα, «καὶ σὺ γύ­ναι ἡ συ­νε­πι­βά­της, τα­χιὰ στὸ Μα­γει­ρεῖ­ο!».

        Ἔ­τσι ξαφ­νι­κὰ βρέ­θη­κα μό­νος σ΄αὐ­τὸ τὸ φω­τει­νό­τα­το δω­μά­τιο. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να ζε­στὸ ἐν­δι­αί­τη­μα δέ­κα πε­ρί­που τε­τρα­γω­νι­κῶν, μὲ βι­βλι­ο­θῆ­κες ὣς τὸ τα­βά­νι, ἕ­να γρα­φεῖ­ο πα­λιὸ δρύ­ϊ­νο, μιὰ κα­ρέ­κλα ἀ­να­παυ­τι­κὴ μὲ μα­ξι­λα­ρά­κι καὶ ἄ­φθο­νη γρα­φι­κὴ ὕ­λη ποὺ ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη κι­ό­λας στιγ­μὴ τέ­θη­κε στὴ δι­ά­θε­σή μου.

        Τὸ πα­ρά­θυ­ρο ποὺ βρί­σκε­ται στὰ δε­ξιά μου τυ­φλό. Πόρ­τα, δὲν ὑ­πάρ­χει.

        Πό­σο και­ρὸ βρί­σκο­μαι σ΄αὐ­τὸ τὸ δω­μά­τιο δὲν μπο­ρῶ ν΄ἀ­παν­τή­σω. Ἴ­σως λί­γα λε­πτά τῆς ὥ­ρας, ἴ­σως μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Τὸ μό­νο ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α εἶ­ναι ὅ­τι βρί­σκο­μαι σὲ ἕ­να χῶ­ρο κα­τα­δι­κό μου ἐν ἀ­πο­λύ­τῳ ἡ­συ­χί­ᾳ, ἔ­τσι ὥ­στε τὸ πα­λιό μου ὄ­νει­ρο νὰ γρά­ψω ἀ­πε­ρί­σπα­στος κά­ποι­α στιγ­μὴ βρί­σκει ἐ­πι­τέ­λους μιὰ σχε­τι­κὴ δι­καί­ω­ση.

        Γιὰ ὅ­λα αἰ­τί­α εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ἡ πα­λι­ό­γρια, ἡ κα­τα­ρα­μέ­νη μαυ­ρο­φο­ροῦ­σα ποὺ πα­ρου­σι­ά­στη­κε νὰ βα­δί­ζει στὴν ἄ­κρη τοῦ ἐ­παρ­χια­κοῦ δρό­μου σὰν ἀ­ε­ρι­κό, λί­γο πρὶν τὴ στρο­φὴ τοῦ νε­κρο­τα­φεί­ου.

        Τὴν εἶ­χα ξα­να­συ­ναν­τή­σει τὸ 1998 σὲ μιὰ κα­λο­και­ρι­νὴ ἐκ­δρο­μὴ στὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ση­μεῖ­ο. Ὁ­δη­γοῦ­σα τὸ ἴ­διο αὐ­το­κί­νη­το, ἕ­να «Το­γι­ό­τα Κο­ρό­λα», δί­πλα μου συ­νο­δη­γὸς ἦ­ταν πά­λι ἡ γυ­ναί­κα μου, μό­νο ποὺ στὰ πί­σω κα­θί­σμα­τα τὰ δυ­ό μου ἀ­γό­ρια γκρί­νια­ζαν γιὰ τὸ μά­κρος τῆς δι­α­δρο­μῆς ἔ­χον­τας σπά­σει μὲ τὰ βα­βί­σμα­τά τους κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ τὰ νεῦ­ρα μου.

        Τό­τε εἶ­χα κό­ψει λί­γο τα­χύ­τη­τα μὴν τὴν χτυ­πή­σω καὶ βρῶ κα­νὰ μπε­λά. Περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα της μοῦ ἔ­κα­νε νό­η­μα νὰ φρε­νά­ρω. Πλη­σί­α­σε τὸ αὐ­το­κί­νη­το μὲ γορ­γὸ γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α της βη­μα­τι­σμὸ καὶ βγά­ζον­τας ἀ­πὸ τὸν κόρ­φο της δυ­ὸ ρό­δια θε­ό­ρα­τα τὰ ἔ­τει­νε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νοι­χτὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ συ­νο­δη­γοῦ, στὰ κού­τσι­κα.

        Ἅ­πλω­σαν ἐ­κεῖ­να τὰ χε­ρά­κια τους, καὶ πῆ­ραν τοὺς καρ­ποὺς μὲ μιὰ σο­βα­ρό­τη­τα ἐμ­πο­τι­σμέ­νη πλέ­ρια εὐ­γνω­μο­σύ­νη, ποὺ μοῦ ἔ­κα­νε θυ­μᾶ­μαι ἐν­τύ­πω­ση.

       Τῆς μί­λη­σε ἡ γυ­ναί­κα μου ἐν­τε­λῶς αὐ­θόρ­μη­τα:

       «Χρω­στᾶ­με κά­τι;,», θε­ω­ρών­τας ὅ­τι ἡ γριὰ θὰ ἦ­ταν κά­ποι­α φτω­χή, ποὺ προ­σπα­θοῦ­σε μ΄αὐ­τὸν τὸν ἀ­νοί­κειο τρό­πο νὰ που­λή­σει τὴν πρα­μά­τεια της.

       Τό­τε αὐ­τὴ τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε μ΄ ἕ­να λυ­πη­μέ­νο βλέμ­μα ποὺ δὲν ἐ­πι­δε­χό­ταν τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀν­τίρ­ρη­ση:

       «Πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα κυ­ρά μου!», καὶ στρε­φό­με­νη ἀν­τί­θε­τα ἀ­πὸ τὴν πο­ρεί­α μας, χά­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς κα­θρέ­φτες μου.

       Εἰ­κο­σι­δύ­ο χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ἔ­τυ­χε νὰ κά­νω τὴν ἴ­δια δι­α­δρο­μή. Μό­νο ποὺ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ τὰ ἀ­γό­ρια βρί­σκον­ταν στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ γιὰ σπου­δές, καὶ ἔ­τσι μὲ μο­να­δι­κὴ συν­τρο­φιὰ τὴ γυ­ναί­κα μου ἀ­να­πο­λοῦ­σα ἀ­μί­λη­τος τὴν προ­η­γού­με­νη χρυ­σὴ ζω­ή μας, τὴν κα­λο­και­ρι­νή, μὲ μιὰ δό­ση νο­σταλ­γί­ας.

       Βρέ­θη­κα στὴ στρο­φὴ πρὶν ἀ­πὸ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο.

       Μιὰ γριὰ προ­χω­ροῦ­σε μπρο­στά, κρα­τών­τας σὲ μιὰ ἄ­σπρη πε­τσέ­τα τυ­λι­μέ­νο ἕ­να πιά­το μᾶλ­λον μὲ κό­λυ­βα. Θὰ τὰ πή­γαι­νει σκέ­φτη­κα στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο γιὰ δι­ά­βα­σμα. Περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα της ἡ γριὰ γύ­ρι­σε καὶ μᾶς κοί­τα­ξε. Εἶ­χε ἐ­κεῖ­νο τὸ γνω­στὸ πε­ρί­λυ­πο βλέμ­μα ποὺ γνώ­ρι­σα κά­πο­τε. Ἄρ­χι­σα νὰ τρέ­μω σύγ­κορ­μα.

       Γύ­ρι­σα τὸ κε­φά­λι πρὸς τὴ με­ριὰ τῆς γυ­ναί­κας μου. Ἦ­ταν τὸ ἴ­διο κα­τά­πλη­κτη μὲ μέ­να. Ψέ­λι­σε:

       «Εἶ­ναι ἡ γριά, ὅ­πως τό­τε μὲ τὰ παι­διά.»

       «Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τόν», τῆς ἀ­γρι­ο­μί­λη­σα. «Ἔ­χουν πε­ρά­σει δὰ τό­σα χρό­νια. Ἡ γριὰ μᾶλ­λον θὰ βρί­σκε­ται πε­θα­μέ­νη ἐ­δῶ καὶ και­ρό.»

        Ἀ­πὸ τὴν τα­ρα­χή, ἔ­χα­σα τὸ τι­μό­νι.

        Τὰ ὑ­πό­λοι­πα τὰ γνω­ρί­ζε­τε.

       Κά­θο­μαι τὸ λοι­πὸν στὸ Γρα­φεῖ­ο, καὶ συν­τάσ­σω κά­θε μέ­ρα τὴν ἴ­δια ἱ­στο­ρί­α, προ­σπα­θών­τας νὰ βρῶ ἕ­να κά­ποι­ο νό­η­μα ποὺ μέ­χρις ὥ­ρας μοῦ δι­α­φεύ­γει. Ἀλ­λὰ εὐ­τυ­χῶς! Ἔ­χω μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα μπροστά μου…


* * *


Προ­χώ­ρη­σε ὣς τὴ σι­δε­ρέ­νια καγ­κε­λό­πορ­τα τοῦ νε­κρο­τα­φεί­ου, πέ­ρα­σε ἀ­πέ­ναν­τι τὸν δρό­μο καὶ χά­θη­κε μὲς στὰ χω­ρά­φια μὲ τὶς αἰ­ω­νό­βι­ες ἐ­λι­ές.

        Κά­που στὸ λόγ­γο, ἔ­στε­κε μο­να­χὸ ἕ­να σπι­τά­κι. Ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα καὶ μπῆ­κε.

        «Κα­λῶς τὴν ἀ­δελ­φή μας τὴν ψυ­χο­πο­νιά­ρα!» ἔ­συ­ρε μιὰ γριὰ φα­φού­τα ποὺ ἔ­πλε­κε μ΄ἕ­να βε­λο­νά­κι.

        «Τὰ κα­νό­νι­σες ὅ­πως πρέ­πει;», ρώ­τη­ξε μιὰ δεύ­τε­ρη, ποὺ συμ­πλή­ρω­νε ἕ­να δελ­τί­ο λότ­το κα­θι­σμέ­νη σ΄ἕ­ναν σο­φὰ κον­τὰ στὸ πα­ρα­θύ­ρι γιὰ νὰ βλέ­πει.

       «Ὅ­λα, ἀ­δελ­φές μου ἀ­γα­πη­μέ­νες, γί­ναν κα­τὰ πὼς ται­ριά­ζει. Του­λά­χι­στον, γλυ­τώ­σα­νε τὰ παι­διά…»



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Γιά­ννης Πα­γώ­νης (Ἀ­θή­να, 1961). Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Δι­κα­στι­κὸς Γραμ­μα­τέ­ας. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Δη­μο­σι­εύ­ει σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους κα­θὼς καὶ στὸ ποι­η­τι­κὸ μπλὸγκ Κοι­μη­τή­ριο Λό­γου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ στὸ Δι­α­δί­κτυο.


Γιά­ννης Πα­γώ­νης: Τὰ σου­τζου­κά­κια



Γιά­ννης Πα­γώ­νης


Τὰ σου­τζου­κά­κια


ΡΕ ΤΙ ΚΕΡΑΤΟ βερ­νι­κω­μέ­νο αὐ­τὸς ὁ Γι­ωρ­γῆς, τῆς συγ­χω­ρε­μέ­νης τῆς Κασ­σια­νῆς ὁ γιὸς» γύ­ρι­σε στὴ φι­λε­νά­δα ποὺ τὴ βο­η­θοῦ­σε στὴ λά­τρα ἡ Κα­τε­ρί­να, ἡ ὑ­πεύ­θυ­νη συσ­σι­τί­ου στὴν ἐ­νο­ρί­α τῆς Ἁ­γί­ας Σκέ­πης, δω­δε­κά­μι­σι τὸ με­ση­με­ρά­κι μιὰ Δευ­τέ­ρα Σα­ρα­κο­στῆς.

       «Ἄ­κου­σον-ἄ­κου­σον τί μοῦ ξε­φούρ­νι­σε στὰ κα­λὰ τοῦ κα­θου­μέ­νου ὁ ἀ­ναι­δέ­στα­τος… Νε­ρομ­πού­λια ἀ­πὸ σή­με­ρα τέρ­μα. Μπού­χτι­σα τὰ ἴ­δια καὶ τὰ ἴ­δια. Τὸ κέ­φι μου τρα­βά­ει σου­τζου­κά­κια. Ἢ αὔ­ριο μοῦ τὰ φτειά­χνεις ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως τὰ μα­στό­ρευ­ε ἡ μά­να μου, ἢ δὲν ξα­να­πα­τά­ω τὸ πο­δά­ρι μου ἐ­δῶ μέ­σα, τὸ Θε­ὸ μπάρ­μπα νά ‘χεις. Τί μὲ λέ­γεις παι­δά­κι μου, τὸν ἀ­πο­πῆ­ρα. Σα­ρα­κο­στὴ ἔ­χου­με, ποῦ νὰ τὰ βροῦ­με τὰ σου­τζου­κά­κια; Ἐ­δῶ, καὶ τὶς κα­λὲς μέ­ρες ἀ­κό­μα, τὶς γι­ορ­τά­δες νὰ ποῦ­με, μὲ τὰ χί­λια ζό­ρια βγά­ζου­με λί­γες με­ρί­δες ἴ­σα-ἴ­σα νὰ βρί­σκουν ἀν­θρῶ­ποι σὰν καὶ τοῦ λό­γου σου ἕ­να πιά­το φα­γὶ νὰ λι­γδώ­νει τὸ ἄν­τε­ρό τους. Ἂν τώ­ρα ἡ γκα­στριά σου τρα­βά­ει ἐ­ξά­παν­τος σου­τζου­κά­κια, τί νὰ σὲ πῶ, ξυ­πνὸς δεί­χνεις, σύ­ρε νὰ βρεῖς κα­μιὰ δου­λειά, δὲν σὲ πῆ­ραν δὰ καὶ τὰ χρό­νια καὶ ξε­φορ­τώ­σου μας ποὺ μᾶς γέ­νη­κες τσιμ­πού­ρι μὲ τὶς ἀ­παι­τή­σεις σου. Αὐ­τὸ ποὺ σοῦ λέ­ω, γκά­ρι­ξε, καρ­φώ­νον­τάς με μὲ τὶς ἀ­γρι­ο­μα­τά­ρες του, ποὺ πῆ­γα νὰ κα­του­ρη­θῶ ἀπ΄τὴ τρο­μά­ρα μου. Δὲν στὸ κρύ­βω φι­λε­νά­δα, ἀν­τα­ρι­ά­στη­κα. Συ­ζη­τι­έ­ται ἄλ­λω­στε στὴ γει­το­νιά, πὼς με­τὰ τὸ θά­να­το τῆς κυ­ρὰ-Κασ­σια­νῆς τοῦ ΄χει λι­γου­λά­κι σα­λέ­ψει. Ὅ­λη μέ­ρα λέ­νε, κά­θε­ται κλει­σμέ­νος στὸ ἄ­δει­ο σπί­τι καὶ βγαί­νει μό­νο ἴ­σα νὰ βρεῖ κά­τι νὰ βά­λει στὸ στό­μα.»

       Ἔ­τσι κου­τσομ­πό­λευ­ε ἡ Κα­τε­ρί­να ἡ μα­γεί­ρισ­σα, ἡ ψυ­χο­πο­νιά­ρα, ποὺ πα­ρὰ τὰ πε­νῆν­τα της χρο­νά­κια καὶ τὴν ἀ­σου­λου­πω­σύ­νη ποὺ τὴν ἔ­δερ­νε, ἔ­τρε­φε ἀ­κό­μα κά­ποι­ες ἀ­μυ­δρὲς ἐλ­πί­δες νὰ ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ, ἐν ἀ­νάγ­κῃ καὶ μὲ κά­να συν­τα­ξι­οῦ­χο ἀ­πὸ τοὺς δε­κά­δες ἐ­κεί­νους ποὺ με­λίσ­σι σω­στὸ μα­ζεύ­ον­ταν Κυ­ρια­κὲς καὶ γι­ορ­τά­δες στὸν ἐ­πι­βλη­τι­κὸ να­ὸ πρὸς ἐκ­κλη­σια­σμό, δι­αγ­κω­νι­ζό­με­νοι ἀ­γρί­ως, ποι­ός θὰ σώ­σει πρῶ­τος τὴ μί­ζε­ρη, μπα­κα­λί­στι­κη ψυ­χή του. Ἔ­ρι­χνε τὸ λοι­πὸν αὐ­τὴ τὰ δί­χτυ­α της κα­λὰ μα­τι­σμέ­να καὶ ἀ­νελ­λι­πῶς, ἀλ­λὰ τὰ γέ­ρι­κα ψα­ρά­κια, ἔ­δει­χναν νὰ προ­τι­μοῦν τὰ Ρώ­σι­κα κα­λά­μια μὲ τὸ ψεύ­τι­κο σκου­λή­κι, ἀ­πὸ τὴν σα­πι­σμέ­νη σα­γή­νη της. Ἡ ἐλ­πί­δα ὅ­μως κα­θὼς λέ­νε, πε­θαί­νει τε­λευ­ταί­α καὶ στὴ πε­ρί­πτω­ση της ὅ­σο περ­νοῦ­σε βέ­βαι­α καὶ ἀ­πὸ τὸ χε­ρά­κι της, θὰ τὴ δι­α­τη­ροῦ­σε ἐν ἀ­νάγ­κῃ ἀ­κό­μα καὶ τα­ρι­χευ­μέ­νη, στὸ κέν­τρο ἀ­κρι­βῶς τῆς κα­κο­χτι­σμέ­νης πυ­ρα­μί­δας τῆς ὕ­παρ­ξής της.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο με­ση­μέ­ρι βρῆ­κε τὴν Κα­τε­ρί­να πί­σω ἀ­πὸ τὸν πάγ­κο τῆς αἴ­θου­σας ἐκ­δη­λώ­σε­ων τοῦ να­οῦ, νὰ βο­λεύ­ει κά­τι νε­ρό­βρα­στα φα­σό­λια ψα­ρεύ­ον­τάς τα μὲ μιὰ κου­τά­λα ἀ­πὸ τὸν πά­το τοῦ τέν­τζε­ρη, σὲ κά­τι πλα­στι­κοὺς κε­σέ­δες.

       Ἕ­νας-ἕ­νας, μὲ τά­ξη ἀ­πό­λυ­τη, πα­ρή­λαυ­ναν οἱ ἀ­να­ξι­ο­πα­θοῦν­τες τῆς συ­νοι­κί­ας, ποὺ ἐ­πι­μέ­νον­τας νὰ ξε­ρο­γοῦν τὸ κομ­πο­λό­ι τῶν πι­κρῶν τους ἡ­με­ρῶν κα­τὰ τὸ δί­και­ο λό­γο τοῦ Ποι­η­τοῦ μὲ ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση γαι­δου­ρι­νή, δέ­χον­ταν ἀ­πὸ τὰ χε­ρά­κια της εὐ­γνώ­μο­να, —λὲς θεί­α κοι­νω­νί­α—, τὸ κε­σε­δά­κι κα­πα­κω­μέ­νο μιὰ φέ­τα χά­σι­κο ψω­μί.

       Τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη του ὥ­ρα ἀ­ρί­βα­ρε καὶ ὁ λε­γά­με­νος, κου­νά­με­νος λυ­γά­με­νος. Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸν τέν­τζε­ρη καὶ φα­νε­ρὰ ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἐ­ρευ­νη­τι­κοῦ του οἴ­στρου, ἄρ­χι­σε νὰ στριγ­γλί­ζει στὴ κα­κο­μοί­ρα τὴ Κα­τε­ρί­να.

       «Ποῦ ‘ναι μω­ρή τα σου­τζου­κά­κια ποὺ σοῦ γύ­ρε­ψα; Μπέ­σα δὲν ἔ­χεις; Ἀλ­λὰ τί πε­ρι­μέ­νεις ἀ­πὸ μιὰ πα­λι­ομ­πα­κα­τέ­λα σὰν καὶ τοῦ λό­γου σου; Φεύ­γω, κι οὔ­τε πρό­κει­ται νὰ ξα­να­πα­τή­σω σὲ τοῦ­το τὸ μπουρ­δέ­λο, ποὺ νὰ πε­θαί­νω τῆς πεί­νας. Στὸ δι­ά­βο­λο καὶ σὺ καὶ τὰ πορ­δο­σπό­ρια σου», συμ­πλή­ρω­σε καὶ τρά­βη­ξε ἔ­ξαλ­λος γιὰ τὴν ἔ­ξο­δο.

       Ἡ Κα­τε­ρί­να πε­τά­χτη­κε στὸ κα­τό­πι του.

       «Γύρ­να πί­σω ἀ­θε­ό­φο­βε» προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν καλ­μά­ρει. «Πά­ρε τὴ με­ρί­δα καὶ θὰ σοῦ βά­λω καὶ λί­γη φέ­τα ποὺ σοῦ ἀ­ρέ­σει.»

       Στά­θη­κε αὐ­τὸς δί­βου­λος κά­τω ἀ­πὸ τὸ γεῖ­σο καὶ δὲν μι­λοῦ­σε κα­κι­α­σμέ­νος. Ἄ­ξαφ­να τὸν πή­ρα­νε τὰ ζου­μιά.

       «Ἡ μά­να μου ὅ­τι γου­στά­ρι­ζα μοῦ μα­γέ­ρευ­ε καὶ πο­τέ της δὲ πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Σου­τζου­κά­κια ἤ­θε­λα, σου­τζου­κά­κια μοῦ ΄κα­μνε. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ τὴν πα­ρά­χω­σα, ἔ­χω νὰ φά­ω τῆς προ­κο­πῆς. Τί σοῦ γύ­ρε­ψα μω­ρή; Λί­γα σου­τζου­κά­κια σὰν κι αὐ­τὰ πού μοῦ μα­γεί­ρευ­ε ἡ συγ­χω­ρε­μέ­νη.»

       Τὰ λό­για του, χτύ­πη­σαν τὴ με­γα­λο­κο­πέ­λα ἴ­σα στὴ καρ­διά.

       Πα­ρα­τη­ρών­τας τον νὰ ξε­μα­κραί­νει, ἔ­χον­τας δε­χτεῖ ἐν­τέ­λει νὰ πά­ρει τὸ γλί­σχρο γεῦ­μα, ὁρ­κί­στη­κε στὸ στε­φά­νι ποὺ πε­ρί­με­νε, τὸ ἴ­διο ἐ­κεῖ­νο βρά­δυ χω­ρὶς ἀρ­γο­πο­ρί­α κα­μιά, νὰ τοῦ κά­μει τὸ χα­τί­ρι καὶ νὰ τοῦ πά­ει ἡ ἴ­δια αὐ­το­προ­σώ­πως στὸ μπε­κι­ά­ρι­κό του, τὰ σου­τζου­κά­κια ποὺ τό­σο λα­χτα­ροῦ­σε.

       Κι­νών­τας βι­α­στι­κὴ γιὰ τὸ χα­σά­πη τῆς συ­νοι­κί­ας, δὲν γνώ­ρι­ζε ἡ δό­λια, πό­ση ἡ­δο­νὴ μπο­ρεῖ νὰ κρύ­βε­ται μέ­σα σὲ μιὰ ντου­ζί­να κα­λο­μα­γει­ρε­μέ­να σου­τζου­κά­κια. Αὐ­τό, θὰ τὸ δι­α­πί­στω­νε λί­α­ν συν­τόμως.


Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Γιά­ννης Πα­γώ­νης (Ἀ­θή­να, 1961). Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Δι­κα­στι­κὸς Γραμ­μα­τέ­ας. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Δη­μο­σι­εύ­ει σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους κα­θὼς καὶ στὸ ποι­η­τι­κὸ μπλὸγκ Κοι­μη­τή­ριο Λό­γου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ στὸ Δι­α­δί­κτυο.



		

	

Γιά­ννης Πα­γώ­νης: Μιὰ ἀ­στεί­α γυ­ναί­κα



Γιά­ννης Πα­γώ­νης

 

Μιὰ ἀ­στεί­α γυ­ναί­κα


ΗΜΕΡΑ σκο­τώ­θη­κα στὴ δου­λειά», τῆς πέ­τα­ξε βα­ρι­ε­στη­μέ­να ὁ σύ­ζυ­γος γυρ­νών­τας ἀ­πο­με­σή­με­ρο στὸ σπί­τι καὶ χω­ρὶς δεύ­τε­ρη κου­βέν­τα, χά­θη­κε στὴ κρε­βα­το­κά­μα­ρα.

       Χτύ­πη­σε τὸ τη­λέ­φω­νο.

       Τὸ σή­κω­σε ἐ­κεί­νη.

       «Σᾶς παίρ­νω ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο Εὐ­αγ­γε­λι­σμός… Λυ­πᾶ­μαι κυ­ρί­α μου, μὰ βρί­σκο­μαι στὴ δυ­σά­ρε­στη θέ­ση νὰ σᾶς ἀ­να­κοι­νώ­σω…»

       «Πα­να­γιά μου» στρίγ­γλι­σε, δι­α­κό­πτον­τας ἀ­πό­το­μα τὸν ἄγ­γε­λο τῶν κα­κῶν εἰ­δή­σε­ων. «Ἔ­πα­θε μή­πως κά­τι ὁ πα­τέ­ρας μου;»

       «Ἀ­στεί­α γυ­ναί­κα ποὺ ἔ­χω», ἀ­κού­στη­κε τό­τε ἀ­πὸ μέ­σα ἡ φω­νὴ τοῦ ἄν­τρα της, ἀ­νά­κα­τη γέ­λιο πι­κρό.



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Γιά­ννης Πα­γώ­νης (Ἀ­θή­να, 1961). Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Δι­κα­στι­κὸς Γραμ­μα­τέ­ας. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Δη­μο­σι­εύ­ει σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους κα­θὼς καὶ στὸ ποι­η­τι­κὸ μπλὸγκ Κοι­μη­τή­ριο Λό­γου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ στὸ Δι­α­δί­κτυο.



		

	

Γιάννης Παγώνης: Δὸν Κιχώτης γιὰ κλάματα


07-Pagonis,Giannis-DonKichotisGiaKlammata-Eikona-01


Γιά­ννης Πα­γώ­νης


Δὸν Κι­χώ­της γιὰ κλά­μα­τα


01-LamdaΕΝΕ ὅ­τι, πε­θαί­νον­τας, ὁ­λά­κε­ρη ἡ ζω­ὴ περ­νά­ει ἀ­στρα­πη­δὸν ἀ­πὸ μπρο­στά σου.

       Καὶ ψέ­μα­τα δὲν εἶ­ναι…

       Πι­ά­σα­με λι­μά­νι ἀ­πο­με­σή­με­ρο καὶ μὲ τὴν Καί­τη συ­νο­δη­γὸ τρά­βη­ξα βό­ρεια. Πρὶν τὸ Κα­λυ­βά­ρι, φά­νη­καν οἱ γι­γάν­τι­ες ἀ­νε­μο­γεν­νή­τρι­ες νὰ στρο­φά­ρουν μέ­σα σὲ μελ­τέ­μι δυ­να­τό.

       Πάρ­κα­ρα στὸ πλά­τω­μα.

       Ἀ­πὸ τὸ πορ­τμπαγ­κὰζ ξέ­θα­ψα κα­λά­μι ψα­ρέ­μα­τος, τὸ σῶ­μα μιᾶς κα­τσα­ρό­λας ποὺ ἔ­σερ­να ἀν­τά­μα γιὰ οἰ­κο­νο­μί­α, κα­θὼς καὶ τὸ κον­τά­ρι τῆς ὀμ­πρέ­λας θα­λάσ­σης. Ἔ­τσι, στη­μέ­νος θε­α­τρι­κὰ κα­ταν­τι­κρὺ στὰ σι­δε­ρέ­νια θε­ριά, φω­το­γρα­φή­θη­κα ἀ­πὸ τὴ σύ­ζυ­γο, ὡς Δὸν Κι­χώ­της ἐν ἐ­πι­θέ­σει.

       Φθι­νό­πω­ρο, ἕ­να φα­κε­λά­κι ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νὰ μὲ βά­λουν σὲ ἀρ­γί­α καί, σὰ νὰ μὴν ἔ­φτα­νε, ἡ λε­γά­με­νη μα­θαί­νον­τας γιὰ κά­ποι­α τσι­λιμ­πουρ­δί­σμα­τα καὶ τρα­πε­ζι­κοὺς λο­γα­ρια­σμοὺς ποὺ δι­α­τη­ροῦ­σα ἐ­ρή­μην της μοῦ ἔ­δω­κε πα­σα­πόρ­τι.

       Μέ­σα στὸ χαρ­τό­κου­το ποὺ ξα­πό­στει­λε, ἀ­νέ­συ­ρα κι ἐ­κεί­νη τὴ φω­το­γρα­φί­α τῆς Ἀν­δρου, μὲ γραμ­μέ­νη πί­σω τὴ φρά­ση: «Δὸν Κι­χώ­της γιὰ κλά­μα­τα».

       Μέ­χρι τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη ὥ­ρα ποὺ θρόμ­βος μὲ σώ­ρια­σε, τὴν κρα­τοῦ­σα τσα­κι­σμέ­νη στὸ πορ­το­φό­λι μου.


Don-Quixote-WindTurbine


Πηγή: ἐπιθεώρηση The Books’ Journal, ἀρ. 63, Φεβουάριος 2016.

Γιά­ννης Πα­γώ­νης (Ἀ­θή­να, 1961). Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Δι­κα­στι­κὸς Γραμ­μα­τέ­ας. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Δη­μο­σι­εύ­ει σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους κα­θὼς καὶ στὸ ποι­η­τι­κὸ μπλὸγκ Κοι­μη­τή­ριο Λό­γου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ στὸ Δι­α­δί­κτυο.