Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(4/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α

(Demonios en paro)

 

ΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ ὁ Πά­πας δή­λω­σε ὅ­τι ἡ Κό­λα­ση ἦ­ταν μό­νο μιὰ με­τα­φο­ρά, οἱ δαί­μο­νες ἔ­μει­ναν χω­ρὶς δου­λειὰ ἀ­νά­με­σα σὲ κα­ζά­νια καὶ τρί­αι­νες. Ἀλ­λὰ κα­θὼς οἱ δι­ά­βο­λοι ἄλ­λα θέ­μα­τα μᾶλ­λον ἔ­χουν, ἀλ­λὰ χα­ζοὶ δὲν εἶ­ναι, κα­τά­φε­ραν ὅ­λοι νὰ βροῦν δου­λειά, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας σὲ ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες. Αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς ταί­ρια­ζε ἡ δρά­ση καὶ ἡ φυ­σι­κὴ ἄ­σκη­ση ἔμ­πλε­καν μὲ τοὺς κλέ­φτες ἢ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες ἢ τοὺς ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ δο­λο­φό­νους. Ἄλ­λοι προ­τι­μοῦ­σαν νὰ παί­ζουν μὲ τὶς λέ­ξεις γιὰ νὰ τὶς με­τα­τρέ­ψουν σὲ δη­λη­τή­ρια καὶ γί­νον­ταν ἐκ­φω­νη­τὲς ρα­δι­ο­φώ­νου ἢ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἢ ἐ­ξα­πα­τοῦ­σαν γρι­οῦ­λες ἢ πα­ρί­στα­ναν τοὺς πα­πά­δες ἥ τους προ­φῆ­τες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


			

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἱ­στο­ρί­α


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἱ­στο­ρί­α

 

ΑΠΟΤΕ, ὅ­ταν εἴ­μα­στε παι­διά, εἴ­δα­με κρε­μα­σμέ­να στὸν τοῖ­χο τοῦ σπι­τιοῦ τὸν κόκ­κι­νο σκοῦ­φο τοῦ κο­ρι­τσιοῦ, τὴ νυ­χτι­κιὰ τῆς για­γιᾶς, τὴ μου­σού­δα τοῦ λύ­κου καὶ τὸ ψα­λί­δι τοῦ κυ­νη­γοῦ. Ἡ πε­ρι­έρ­γεια τῆς ἡ­λι­κί­ας καὶ τὸ ρί­σκο τοῦ παι­χνι­διοῦ, μᾶς ὁ­δή­γη­σαν ἐν­στι­κτω­δῶς στὸ μοί­ρα­σμα τῶν ρό­λων, ἐ­νῶ ἡ μα­γεί­α τοῦ μύ­θου καὶ ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς με­τα­μόρ­φω­σης δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸν ἐ­θι­σμό μας στὴν ὑ­πο­κρι­τι­κή. Ἀ­πὸ τό­τε, ὑ­πο­δυ­ό­μα­στε τα­κτι­κὰ καὶ ἐ­ναλ­λὰξ τὰ πρό­σω­πα τῆς ἱ­στο­ρί­ας, πό­τε κα­τα­πί­νον­τας καὶ πό­τε ἐ­λευ­θε­ρώ­νον­τας ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον.



Πη­γή: Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, (Ἄ­γρα, 2023)

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἄ­γρα. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.


Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ: Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου



Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου


ΙΣΤΕΥΕ ὅ­τι ἦ­ταν πα­σι­φί­στρια, ὅ­τι κα­τα­δί­κα­ζε κά­θε μορ­φὴ βί­ας. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τῆς Χα­μᾶς στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, πρῶ­τα σκέ­φτη­κε τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Γο­λιὰθ —μό­νο ποὺ ὁ Γολιὰθ ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν ἦ­ταν Ἰσ­ρα­η­λί­της— με­τὰ ἄ­κου­σε κραυ­γὲς καὶ ἀ­λα­λαγ­μούς, κα­τό­πιν εἶ­δε τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α, τὸ μί­σος, τοὺς νε­κρούς, καὶ ἀ­μέ­σως ἦρ­θαν οἱ φω­νὲς τῶν Φι­λι­σταί­ων καὶ ἡ ἐκ­δί­κη­ση τοῦ ἀ­νί­κη­του Γο­λιάθ. Τό­τε ἡ φω­νὴ βο­ῶν­τος στὴν ἔ­ρη­μο τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πεί­λη­σε νὰ τὶς σπά­σει τὰ τύμ­πα­να. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­νά­πο­δα.

       Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες καὶ τοὺς Σου­λι­ῶ­τες. Τὴν εἶ­χαν πο­λὺ προ­βλη­μα­τί­σει στὸ Γυ­μνά­σιο. Αὐ­τὴ θὰ ἔ­ρι­χνε τὰ παι­διά της στὸ γκρε­μό; Τί εἴ­δους ἡ­ρω­ι­σμὸς ἦ­ταν αὐ­τός; Πῶς ἀ­πο­φά­σι­ζαν γιὰ αὐ­τά; Μιὰ χα­νού­μι­σα ἡ ἕ­νας γε­νί­τσα­ρος δὲν ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να παι­δὶ νε­κρὸ μὲ ἐ­κτε­λε­στῆ τὸν ἴ­διο του τὸν γο­νιό; Δὲν θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε προ­βάλ­λει ἀν­τίρ­ρη­ση στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ δὲν δέ­χτη­κε τὴν ἐ­πί­ση­μη ἐκ­δο­χή. Ἴ­σως γιὰ αὐ­τὸ οἱ Σου­λι­ῶ­τες τῆς ἔ­γι­ναν γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Θρύ­λος, ξε­θρύ­λος, αὐ­τὴ δὲν θὰ χό­ρευ­ε τὸν χο­ρό. Θὰ ἔ­δι­νε τὸ παι­δί της στοὺς Τούρ­κους. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ ἡ­ρω­ι­σμός; Τε­λι­κὰ τὶς ξέ­χα­σε. Ἄλ­λα αἰ­νίγ­μα­τα, πι­ε­στι­κὰ καὶ αὐ­τά, πῆ­ραν τὴν θέ­ση τους. Οὔ­τε χρει­ά­στη­κε βέ­βαι­α νὰ τὶς θυ­μη­θεῖ. Προ­στα­τευ­τι­κὸς καὶ ὁ πα­σι­φι­σμός.

       Μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες στὸ μυα­λὸ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­κε­λει­ό. Στὴν Γά­ζα ὅ­λοι χό­ρευ­αν τὸν χο­ρό. Ἤ­θε­λαν, δὲν ἤ­θε­λαν. Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­σπα­γαν οἱ πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι τὸν κλοι­ό. Χο­ρεύ­ον­τας στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε καὶ τὸν Σο­λω­μό. Ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χε νὰ τὸν δι­α­βά­σει. Ἔ­τρε­φε κά­ποι­α προ­κα­τά­λη­ψη γιὰ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς ποι­η­τές. Νὰ σκο­νί­ζε­ται τὸν ἄ­φη­σε πί­σω στὸ πα­τρι­κό της σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ τὴν αἰφ­νι­δί­α­σαν. Μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες ἔ­κα­ναν ἕ­φο­δο στὸ μυα­λό της. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ στὸν τύ­πο χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­ρεί­πια καὶ ἡ ἀ­λή­θεια. Βομ­βάρ­δι­σαν καὶ τὴν δι­κή της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).



		

	

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων


[people walking across the Shibuya crossing in Tokyo, Japan]


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων

(Shrine of carp)


ΕΙΝΑΙ Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ, τὰ μπὰρ κλεί­νουν στὴ Σιμ­πού­για καὶ χι­λιά­δες ξε­χύ­νον­ται στοὺς δρό­μους σὰν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη, με­θυ­σμέ­νη ὀ­δον­τό­πα­στα, γε­λών­τας καὶ μι­λών­τας ἰ­α­πω­νι­κά.

       Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι φρα­κα­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ γε­μά­τα τα­ξί. Εἶ­ναι πα­σί­γνω­στο ὅ­τι πο­λὺ δύ­σκο­λα βρί­σκεις τα­ξὶ στὴ Σιμ­πού­για Πα­ρα­σκευ­ὴ ἢ Σάβ­βα­το βρά­δυ. Κά­ποι­ες φο­ρὲς δὲ εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, μό­νο το πε­πρω­μέ­νο κι ἡ θε­ϊ­κὴ πα­ρέμ­βα­ση θὰ σοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τα­ξί.

       Στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ στὴ Σιμ­πού­για στὴν καρ­διὰ τοῦ τε­ρά­στιου αὐ­τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ πάρ­τι. Δὲν καί­γο­μαι νὰ γυ­ρί­σω πί­σω, για­τί εἶ­μαι μό­νος. Μό­λις ἐ­πι­στρέ­ψω, μὲ πε­ρι­μέ­νει ἕ­να ἄ­δει­ο κρε­βά­τι στὸ δω­μά­τιο ἑ­νὸς ξε­νο­δο­χεί­ου σὰν γέ­φυ­ρα ποὺ βγά­ζει σ’ ἔ­ρη­μο κι ἀ­συν­τρό­φευ­το ὕ­πνο.

       Ἔ­τσι, στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ γα­λή­νιος σὰν μπα­νά­να, ἀ­φοῦ κά­πως ἔ­τσι μοιά­ζω, μό­νος μὴ Ἰ­ά­πω­νας σὲ πλῆ­θος Ἰ­α­πώ­νων. Ὅ­λα τὰ τα­ξὶ ποὺ περ­νοῦν στὸ πλά­ι μου εἶ­ναι γε­μά­τα κι ἔ­χει τό­ση κί­νη­ση, ποὺ μό­λις με­τὰ βί­ας κι­νοῦν­ται. Βλέ­πω μπρο­στά μου ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­δεια, ὅ­μως, ἀ­μέ­σως μό­λις ἐμ­φα­νί­ζον­ται, τὰ παίρ­νουν.

       Δὲν μὲ νοιά­ζει.

       Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι δὲν ἔ­χω νὰ πά­ω καὶ σὲ τί­πο­τα σπου­δαῖ­ο, ἀν­τί­θε­τα μ’ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς ποὺ βλέ­πω γύ­ρω μου καὶ πᾶ­νε πρὸς ἕ­να με­θυ­σμέ­νο, χα­ρού­με­νο γα­μή­σι.

       Δι­κά τους τὰ τα­ξί.

       Ἂς εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ εὐ­χή μου.

       Κά­πο­τε ἤ­μουν κι ἐ­γὼ νέ­ος.

       Τό­τε βλέ­πω ἕ­να ἄ­δει­ο τα­ξὶ νά ’ρ­χε­ται πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ γιὰ κά­ποι­ον πε­ρί­ερ­γο λό­γο ὅ­λοι οἱ ἐ­ρα­στὲς κοι­τοῦν ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη καὶ ση­κώ­νω τὸ χέ­ρι μη­χα­νι­κὰ καὶ τοῦ κά­νω νό­η­μα νὰ στα­μα­τή­σει. Δὲν τὸ κά­νω για­τὶ θέ­λω τὸ τα­ξί. Γί­νε­ται ἀ­συ­ναί­σθη­τα ἀ­πὸ συ­νή­θεια. Πο­σῶς μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει νὰ τοὺς κλέ­ψω τὸ τα­ξί.

       Μ’ ἕ­να τέ­τοι­ο νεῦ­μα, ἀ­σφα­λῶς, τὸ τα­ξὶ στα­μα­τᾶ, κι ἔ­τσι μπαί­νω μέ­σα. Καὶ ἡ κα­λο­σύ­νη ἔ­χει ὅ­ρια. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι ἰ­δι­ό­κτη­το, ἀ­φοῦ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του κα­θρε­φτί­ζε­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ κα­τό­χου καὶ φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ποὺ πη­γά­ζει ἀ­π’ τ’ ὅ­τι ἔ­χει δι­κό του τα­ξί.

       Λέ­ω στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ στὸν ὁ­δη­γὸ ποῦ πη­γαί­νω καὶ ξε­κι­νᾶ­με. Ἔκ­πλη­κτος ἀ­κό­μη ποὺ στα­μά­τη­σε τὸ τα­ξί, κά­νω ἕ­να λε­πτὸ πε­ρί­που νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω πλή­ρως τί ὑ­πάρ­χει μὲς στὸ τα­ξί. Μὲ τὸ ποὺ μπαί­νω ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι κά­τι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­συ­νή­θι­στο, πο­λὺ πέ­ρα ἀ­π’ τὶς προ­σω­πι­κὲς πι­νε­λι­ὲς ποὺ προ­σθέ­τουν στὰ τα­ξὶ οἱ τα­ξι­τζῆ­δες.

       Τό­τε, ὅ­πως λέ­νε, μοῦ ’ρ­χε­ται ἐ­πι­φοί­τη­ση μὲς στὸ κομ­φού­ζιο τοῦ κλει­σί­μα­τος τῶν μπὰρ τῆς Σιμ­πού­για καὶ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ποῦ πραγ­μα­τι­κὰ βρί­σκο­μαι. Δὲν εἶ­μαι σὲ τα­ξί. Εἶ­μαι σὲ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι γε­μά­το σκί­τσα, φω­το­γρα­φί­ες, ἀ­κό­μη καὶ πί­να­κες ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζουν κυ­πρί­νους. Στὸ πί­σω κά­θι­σμα βλέ­πω δύ­ο πί­να­κες μὲ κυ­πρί­νους μέ­σα σὲ χρυ­σὸ κά­δρο, ἕ­ναν σὲ κά­θε πόρ­τα.

       Παν­τοῦ μὲς στὸ τα­ξὶ κο­λυμ­ποῦν κυ­πρί­νοι.

       «Κυ­πρί­νοι», λέ­ω στὸν ὁ­δη­γὸ στὰ ἀγ­γλι­κά, ἐλ­πί­ζον­τας πὼς κά­τι θὰ κα­τα­λά­βει. Δὲν ξέ­ρω πῶς εἶ­ναι ὁ κυ­πρί­νος στὰ ἰ­α­πω­νι­κά.

       «Χά­ι», λέ­ει στὰ ἰ­α­πω­νι­κά, ποὺ ση­μαί­νει ναί. Τό­τε σχη­μα­τί­ζω τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς γνω­ρί­ζει πῶς λέ­νε τὸν κυ­πρί­νο ὅ­λοι οἱ λα­οὶ τῆς γῆς, ἀ­κό­μη κι οἱ Ἐ­σκι­μῶ­οι ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­θό­λου κυ­πρί­νους, μό­νο πα­γό­βου­να καὶ τὰ τοια­ῦτα. Ὁ τύ­πος γου­στά­ρει γιὰ τὰ κα­λὰ τοὺς κυ­πρί­νους.

       Τὸν κοι­τῶ προ­σε­χτι­κά.

       Εἶ­ναι εὐ­τυ­χὴς καὶ πρό­σχα­ρος.

       Θυ­μᾶ­μαι ὅ­τι στὴν Ἰ­α­πω­νί­α ὁ κυ­πρί­νος συμ­βο­λί­ζει τὴν κα­λὴ τύ­χη κι εἶ­μαι σ’ ἕ­ναν κι­νη­τὸ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων ἐ­νῶ μπαι­νο­βγαί­νω στὴν πο­λύ­βου­η ἐ­ρω­τι­κὴ λε­ω­φό­ρο των Ἰ­α­πώ­νων. Βγά­ζει νό­η­μα. Βλέ­πω νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς στὰ τα­ξὶ ὁ­λό­γυ­ρά μας στὸν δρό­μο γιὰ τὴν ἡ­δο­νὴ καὶ τὸ πά­θος.

       Πλέ­ου­με ἀ­νά­με­σά τους σὰν κα­λὴ τύ­χη.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη: Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!



Να­τά­σα Κε­σμέ­τη


Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!


ΣΩΣ νά ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­κό­μη ἀ­σή­μαν­τος ἄν­θρω­πος πού ἔ­βρι­σκε πα­ρη­γο­ριά σέ ἀ­κα­τα­νό­η­τες φρά­σεις δι­α­τη­ρών­τας τήν αὐ­τα­πά­τη πώς ἔ­χει ἕ­να ὄ­νο­μα πού πρέ­πει νά τό ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται ὥς τήν τε­λευ­ταί­α του ἀ­να­πνο­ή. Καί πράγ­μα­τι λί­γο πρίν τήν στερ­νή του ἀ­νά­σα, γύ­ρι­σε κι εἶ­πε μέ στεν­τό­ρια φω­νή στόν πα­λιό του φί­λο «Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!».

       Ἄλ­λες αἰ­νιγ­μα­τι­κές κου­βέν­τες πού ἔ­μοια­ζε νά τόν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν, τίς ἔ­λε­γε χα­μο­γε­λών­τας κι ἁ­πλώ­νον­τας τά χέ­ρια στίς πλα­τι­ές λου­ρί­δες πο­λύ­χρω­μο φῶς πού περ­νοῦ­σε μέ­σα ἀ­πό τά τζα­μι­λί­κια τῆς τρα­πε­ζα­ρί­ας τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἀλ­λά κι ὅ­ταν πή­γαι­νε νά βρεῖ τή φί­λη του τήν πα­λιά ἠ­θο­ποι­ό δί­πλα στό συν­τρι­βά­νι ὅ­που το­ύς ἔ­λου­ζε τό θάλ­πος μιᾶς γε­να­ρι­ά­τι­κης με­σημ­βρί­ας, πά­λι ἔ­βρι­σκε εὐ­και­ρί­α νά τίς ἐ­πα­να­λά­βει.

       Τί ἤ­θε­λε νά πεῖ; Πώς δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τίς λέ­ξεις; Πώς εἶ­χε γλι­τώ­σει ἀ­πό τά ὀ­νό­μα­τα; Πώς μέ­σα του κρου­νί­ζει σάν τό συν­τρι­βά­νι ἕ­να νό­η­μα πλῆ­ρες ἀ­πό εἰ­κό­νες καί αἰ­σθή­μα­τα λου­σμέ­να στή σι­ω­πή;

       Ἤ ἀν­τί­θε­τα πώς στό κέν­τρο τῆς ὕ­παρ­ξής του εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μιά πο­λύ­λα­λη ἡ­συ­χί­α; Ἀλ­λά τό­τε για­τί φώ­να­ξε μέ στεν­τό­ρια φω­νή «Κρά­τα τό ὄ­νο­μά μου ψη­λά»;

       Κά­πο­τε εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πώς εἶ­χε δη­μο­σι­εύ­σει με­ρι­κά κα­λά ποι­ή­μα­τα ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α με­ρι­κά θε­ω­ρή­θη­καν ὑ­πο­δε­ίγ­μα­τα τοῦ εἴ­δους τους καί συ­ζη­τή­θη­καν πο­λύ. Κά­πο­τε εἶ­χε ἀ­γα­πη­θεῖ ἀ­πό ἕ­να μι­κρό ἀλ­λά πι­στό ἀ­να­γνω­στι­κό κοι­νό, μέ δυό λό­για, ἄν ἦ­ταν ἕ­νας ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος πού εἶ­χε ἀ­να­λώ­σει ἀλ­λι­ῶς τή ζωή του, ἡ πρό­τα­ση μπο­ρεῖ νά ἀ­κου­γό­ταν καί σάν πα­ρα­δο­ξο­λο­γί­α – τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τό κα­πρί­τσιο κά­ποι­ου νά ξε­φουρ­νί­σει μιά δι­α­νο­ου­με­νί­στι­κη ἤ ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρο “κουλ­του­ρι­ά­ρι­κη ἐ­ξυ­πνά­δα”. Ἀλ­λά αὐ­τός πού ἔ­ζη­σε τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του ὥς τό ση­μεῖ­ο νά γί­νει ἐ­ρη­μί­της “ἐ­νώ­πιόν τους μό­νον”, τί μπο­ροῦ­σε νά ἐν­νο­εῖ ἐ­πι­μέ­νον­τας πώς τό «πο­ί­η­μα πιά πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα του»;

       Τόν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν μιά ἄ­φω­νη Δι­ο­τί­μα; Ἤ πώς ἔ­φτα­σε σέ μιάν ψυ­χι­κή ἀ­νύ­ψω­ση ὅ­που ἡ Μο­ύ­σα καί ἡ χα­ρά τῆς πα­ρου­σί­ας της δι­ώ­χνει κά­θε ἀ­πό­πει­ρα κα­τα­φυ­γῆς στόν λό­γο; Εἶ­ναι τό­σο ἡ­δύ αὐ­τό πού τοῦ συμ­βα­ί­νει ὥ­στε δέν μπο­ρεῖ νά ἀρ­θρώ­σει κα­μιά λέ­ξη; Πο­ρε­ύ­ε­ται ἤ­δη μέ­σα σέ ἄρ­ρη­τα ρή­μα­τα τῶν ὁ­πο­ί­ων δέν δύ­να­ται νά κά­νει ἄλ­λους κοι­νω­νο­ύς; Ἤ ἀ­φή­νει, χω­ρίς κι ὁ ἴ­διος νά τό ἐ­πι­δι­ώ­κει, μιά πα­ρα­κα­τα­θή­κη γιά το­ύς ἄ­σω­τους τῆς ἐ­φή­με­ρης φλυ­α­ρί­ας πώς ἡ πραγ­μα­το π ο ί η σ η εἶ­ναι βα­θιά ἐ­σω­τε­ρι­κή; Μιά κί­νη­ση, μιά πρά­ξη πού ἀ­να­τέλ­λει κα­ταυ­γά­ζοντας τόν και­ρό μιᾶς κρυμ­μέ­νης ἡ­μέ­ρας;

Ἡ ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νη ἠ­θο­ποι­ός τόν κοί­τα­ζε λυ­πη­μέ­να, για­τί σ’ αὐ­τήν ἔ­λει­πε ἀ­φό­ρη­τα ἡ σκη­νή, τό ρε­περ­τό­ριο, ὁ σκη­νο­θέ­της… Πρω­τί­στως ἡ φω­νή της νά τι­νά­ζε­ται ἀ­πό τό λα­ρύγ­γι κρου­νί­ζον­τας στό ἠ­χεῖ­ο τοῦ στό­μα­τός της.

       «Δέν εἶ­μαι συν­θέ­της», ἀ­παν­τοῦ­σε με­τά ἀ­πό ὥ­ρα κα­μιά φο­ρά, «γιά νά σέ κα­τα­νο­ή­σω. Εἶ­μαι μό­νον ἕ­να ὄρ­γα­νο, σω­πα­σμέ­νο πιά.»

       «Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ τυ­χε­ρός», ἔ­λε­γε ἀ­κό­μα. Κι αὐ­τός τέν­τω­νε πά­λι τά χέ­ρια του πρός τή γε­να­ρι­ά­τι­κη φεγ­γο­βο­λή πού δια­ρκεῖ λί­γο ἀλ­λά, ὥ­σπου νά φτά­σει στό ζε­νίθ της, προ­χω­ρεῖ ἀ­πό ἔν­τα­ση σέ ἔν­τα­ση, καί χα­μο­γε­λοῦ­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος.

       «Μή φε­ύ­γεις» ἔ­μοια­ζε νά λέ­ει : «Μή φε­ύ­γεις φῶς μου.»!


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012Ἐ­ρωτή­ματα σέ ἀ­νάλγη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα: Ὁ Φι­λόσο­φος. Σιω­πή. Πίνα­κας (1940) τοῦ Ni­cho­las Roe­rich (Ни­­ко­лай Ре­рих, Ἁ­γία Πε­τρού­πο­λη, 1874-Παν­τζάμπ, Ἰν­δία, 1947).



		

	

Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά



Ἰωάννα Γαλανάκη


Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά


ΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ Ζαν­σκάρ, στὰ Ἰ­μα­λά­ϊ­α, σχε­δὸν τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες μέ­τρα πά­νω ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα βρί­σκε­ται τὸ χω­ριὸ ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ μι­κρὸς Κεν­ράπ. Τὰ κα­λο­καί­ρια ὁ Κεν­ρὰπ θέ­ρι­ζε χόρ­τα στὰ πλα­τώ­μα­τα τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ χω­ριό του μα­ζὶ μὲ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέλ­φια του, τοὺς γο­νεῖς του καὶ τὴν ὀ­γδον­τά­χρο­νη τυ­φλὴ για­γιά του. Ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ ὅ­λοι στὸ χω­ριό του. Ἀ­πὸ τὸ πρω­ῒ ὣς τὸ βρά­δι, χω­ρὶς στα­μα­τη­μὸ θέ­ρι­ζαν καὶ ἔ­φτια­χναν δε­μά­τια. Νὰ προ­λά­βουν πρὶν τοὺς βροῦν τὰ χι­ό­νια τοῦ Σε­πτέμ­βρη νὰ μα­ζέ­ψουν ἀρ­κε­τὰ χόρ­τα καὶ νὰ τὰ στοι­βά­ξουν πά­νω στὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν τους. Μὰ τὰ δε­μά­τια δὲν ἦ­ταν πο­τὲ ἀρ­κε­τά, κι ἂς ἔ­μοια­ζαν τὰ σπί­τια καὶ τὸ χω­ριὸ ὁ­λό­κλη­ρο κα­μιὰ φο­ρὰ χορ­τα­ρέ­νιοι λό­φοι ἀ­π’ τὸ ὑ­περ­βο­λι­κὸ φορ­τί­ο τους. Κι αὐ­τὸ σή­μαι­νε πὼς ὅ­ταν τὸ χι­ό­νι θὰ γι­νό­ταν βα­θὺ καὶ τὰ γιὰκ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν πιὰ νὰ βροῦν τί­πο­τα νὰ βο­σκή­σουν καὶ τὸ χορ­τά­ρι στὸ χω­ριὸ θά ’­χε σω­θεῖ, τό­τε, τὰ γιὰκ θὰ πέ­θαι­ναν. Κι ἂν πέ­θαι­ναν τὰ γιὰκ τό­τε θὰ πει­νοῦ­σε καὶ ἴ­σως νὰ πέ­θαι­νε κι­ό­λας ὁ­λό­κλη­ρο τὸ χω­ριό. Ἀ­φοῦ ἡ μό­νη τρο­φὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε γιὰ νὰ τοὺς θρέ­ψει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ γά­λα τους ἦ­ταν τὸ κρι­θά­ρι.

       Για­τὶ ἡ ζω­ὴ στὰ ἀ­πο­μο­νω­μέ­να χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων δὲν συγ­χω­ροῦ­σε λά­θη καὶ δὲν σ’ ἄ­φη­νε ν’ ὀ­νει­ρευ­τεῖς. Κι ἂς ἦ­ταν τοῦ­το τὸ μέ­ρος τό­σο πο­λὺ κον­τὰ στὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ Κεν­ρὰπ λοι­πὸν κά­θε πρω­ῒ ὅ­λο το κα­λο­καί­ρι κρα­τών­τας μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὴν τυ­φλὴ για­γιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο τὸ μι­κρὸ δρε­πά­νι ποὺ τοῦ ’­χε χα­ρί­σει ὁ πα­τέ­ρας του μό­λις ἔ­γι­νε τεσ­σά­ρων χρο­νῶν ἔ­βγαι­νε νὰ θε­ρί­σει.

       Μὰ ἕ­να πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἀλ­λι­ώ­τι­κος. Δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ φά­ει τὸν κρι­θα­ρέ­νιο χυ­λὸ μὲ γι­α­ούρ­τι ποὺ τοῦ ’­χε ἑ­τοι­μά­σει ἡ μά­να του. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του δρε­πά­νι καὶ δὲν ἄ­κου­γε τὶς προ­τρο­πὲς τῆς τυ­φλῆς για­γιᾶς του. Δὲν θέ­λη­σε κὰν νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ ὅ­λοι νό­μι­σαν πὼς ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος.

       Ὅ­μως, ὁ Κεν­ρὰπ εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὄ­νει­ρο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε κά­τι νὰ θυ­μη­θεῖ…

       Ἔ­τσι τὸ βρά­δι ὅ­ταν γύ­ρι­σε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­π’ τὸ θέ­ρι­σμα καὶ κά­θι­σαν ὅ­λοι γύ­ρω ἀ­π’ τὴ χα­μη­λὴ σόμ­πα γιὰ νὰ βρά­σουν τὸν χυ­λό τους εἶ­πε πὼς θὰ πή­γαι­νε σὲ μο­να­στή­ρι. Σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ κον­τι­νὸ μο­να­στή­ρι ποὺ ἦ­ταν καὶ ὁ θεῖ­ος του μο­να­χὸς καὶ ποὺ γιὰ νὰ πᾶς ἔ­πρε­πε νὰ περ­πα­τή­σεις πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­κο­λου­θών­τας ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο στε­νὸ μο­νο­πά­τι πά­νω στὸ φρύ­δι τοῦ γκρε­μοῦ κα­τὰ μῆ­κος τοῦ με­γά­λου πο­τα­μοῦ. Σὲ κεῖ­νο τὸ μο­να­στή­ρι τοὺς εἶ­πε πὼς κά­τι εἶ­χε ξε­χά­σει, πὼς εἶ­χε ἀ­φή­σει μιὰ δου­λειὰ στὴ μέ­ση κι ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ τὴ συ­νε­χί­σει. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του δὲν λυ­πή­θη­κε κα­θό­λου. Δὲν ἔ­δω­σαν βέ­βαι­α με­γά­λη ση­μα­σί­α στὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ παι­διοῦ μὰ στὸ μο­να­στή­ρι ἡ ζω­ή του θὰ ἦ­ταν πιὸ ἄ­νε­τη καὶ πιὸ ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νη. Κι ὕ­στε­ρα δὲν θὰ ἦ­ταν μό­νο του. Καὶ θὰ ’ρ­χό­ταν του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο νὰ τοὺς δεῖ ὅ­πως κά­νουν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοὶ στὰ χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων.

       Ἀ­φοῦ ἦρ­θε τὸ παι­δὶ στὸ μο­να­στή­ρι οἱ με­γα­λύ­τε­ροι στὴν ἡ­λι­κί­α μο­να­χοὶ πα­ρα­ξε­νεύ­τη­καν ὅ­ταν ἕ­να πρω­ῒ εἶ­δαν τὸν Κεν­ρὰπ νὰ παίρ­νει τὸ με­γά­λο πλα­στι­κὸ μπι­τό­νι, νὰ κα­τε­βαί­νει στὴν πη­γή, νὰ τὸ γε­μί­ζει κι ὕ­στε­ρα νὰ τὸ κου­βα­λᾶ καὶ νὰ τὸ ἀ­δειά­ζει σὲ πολ­λὰ μι­κρὰ δο­χεῖ­α στὸν πιὸ ψη­λὸ ἐ­ξώ­στη τοῦ μο­να­στη­ριοῦ. Ἐ­κεῖ ποὺ κά­πο­τε, ὅ­ταν ζοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος μο­να­χὸς ποὺ τὸν κα­τά­πι­ε ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα, πή­γαι­ναν τὰ που­λιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σουν. Οἱ μο­να­χοὶ κοι­τά­χτη­καν με­τα­ξύ τους μὲ νό­η­μα κι ὅ­ταν τέ­λει­ω­σε ὁ μι­κρὸς Κεν­ρὰπ τὸν φώ­να­ξαν κον­τά τους.

       — Πῶς ἤ­ξε­ρες ποῦ εἶ­ναι ἡ πη­γή, Κεν­ράπ; Καὶ για­τί ἀ­νέ­βα­σες τὸ νε­ρὸ στὸν ἐ­ξώ­στη; Καὶ για­τί τὸ ἄ­δεια­σες μέ­σα στὰ πή­λι­να; τὸν ρώ­τη­σαν.

       Κι ἔ­πει­τα προ­σποι­ού­με­νοι πὼς εἶ­χαν θυ­μώ­σει μα­ζί του τοῦ εἶ­παν:

       — Δὲν ἔ­μα­θες, Κεν­ράπ, πὼς τὸ νε­ρὸ δὲν σπα­τα­λι­έ­ται ἔ­τσι ἄ­σκο­πα;

       Ὁ Κεν­ρὰπ ὄ­χι μό­νο δὲν τοὺς φο­βή­θη­κε μὰ γέ­λα­σε κι­ό­λας μα­ζί τους μ’ ὅ­λη του τὴν καρ­διά. Κι ἀ­φοῦ κου­ρά­στη­κε πιὰ νὰ γε­λᾶ τοὺς εἶ­πε:

       — Μο­να­χοί, μά ἐ­πι­τέ­λους τί ἔ­χε­τε πά­θει; Δὲν μὲ θυ­μᾶ­στε; Εἶ­μαι ἐ­γὼ ὁ χα­μέ­νος σας ἀ­δελ­φὸς ποὺ μὲ κα­τά­πι­ε ἐ­κεῖ­νο τὸ βα­ρὺ χει­μώ­να ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα! Δὲν ἄ­κου­σα τὶς συμ­βου­λές σας καὶ σᾶς λύ­πη­σα. Ὅ­μως νὰ ποὺ τώ­ρα γύ­ρι­σα καὶ σᾶς ζη­τῶ νὰ μὲ συγ­χω­ρέ­σε­τε καὶ νὰ μὲ δε­χτεῖ­τε πά­λι ἀ­νά­με­σά σας. Γύ­ρι­σα γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σω τὰ που­λιά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.



		

	

Ἰωάννα Γαλανάκη: Πα­λά­τι ὁ­λό­αν­θου βυ­θοῦ



Ἰωάννα Γαλανάκη


Πα­λά­τι ὁ­λό­αν­θου βυ­θοῦ*


ΡΟΝΙΑ, και­ρὸς πο­λὺς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἡ θεί­α της τὴν κοί­τα­ζε τὴν Πα­να­γιὰ Τα­ξι­δια­νή, πρω­ῒ-βρά­δι, τῆς ἄ­να­βε τὰ καν­τή­λια, τὴν εἶ­χε γει­τό­νισ­σα καὶ τῆς γυ­ά­λι­ζε τὰ φτω­χὰ μα­νουά­λια, τὴν κα­θά­ρι­ζε καὶ τὴ θυ­μι­ά­τι­ζε σ’ ὅ­λες τὶς γι­ορ­τές. Ἀ­πὸ τὴ θεί­α της τὰ ἔ­μα­θε ὅ­λα ἡ Ἀν­νι­ώ. Πῶς τὸ ἐκ­κλη­σά­κι ἐ­κεῖ­νο ἤ­τα­νε θαυ­μα­τουρ­γό, πῶς ἡ Πα­να­γί­α τοὺς φύ­λα­ε ὅ­λους τους στὸ νη­σὶ καὶ πῶς ἀ­νά­βουν μὲ τὶς μπιμ­πλῆ­θρες ἀν­τὶ γιὰ φυ­τι­λά­κια τὰ καν­τή­λια. Πῶς σὰν περ­πα­τᾶς στὸ σω­στὸ δρό­μο καὶ σοῦ τύ­χει μιὰ ὥ­ρα κα­κή, πάν­τα ἡ Πα­να­γί­α μα­ζὶ κι ὁ ἅ­γιος ἀ­π’ τὸ κον­τι­νὸ ξωκ­κλή­σι θὰ τρέ­ξουν νὰ σὲ βο­η­θή­σουν. Ἔ­τσι μὲ τὴ φρον­τί­δα γιὰ τὸ κά­θε τὶ ἔ­μα­θε νὰ τὴν νοι­ώ­θει ζων­τα­νὴ μέ­σα της τὴν Πα­να­γιά, νὰ τῆς μι­λᾶ σὰ σὲ δι­κό της ἄν­θρω­πο καὶ προ­παν­τὸς νὰ τὴν ἐμ­πι­στεύ­ε­ται. Στὸ χω­ριὸ τοῦ πα­τέ­ρα πά­λι, στὸ σπί­τι τους, τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται ἀ­γναν­τεύ­ον­τας ἀ­πέ­ναν­τι τὴν Ἀ­ρα­σιά. Πά­γω­νε στὴν προ­σμο­νὴ ἐ­κεί­νης τῆς ὥ­ρας ποὺ θὰ ἀ­νέ­βαι­νε τὸ βου­νὸ κρα­τών­τας κι ἐ­κεί­νη τ’ ἀ­ναμ­μέ­νο της κε­ρὶ καὶ πα­ρα­κα­λών­τας Την. Ἀ­νέ­μι­ζε πά­νω στὰ με­λω­δι­κὰ λό­για ἡ σκέ­ψη της «Πα­να­γί­α Ἀ­ρασ­σια­νή, φέ­το ἦρ­θα μο­να­χή, καὶ τοῦ χρό­νου μὲ τὸ ταί­ρι».

       Μο­νά­χα ἕ­να πρά­μα ἦ­ταν ποὺ τῆς ἔ­σφιγ­γε τὴν ἀ­νά­σα. Ἔ­μοια­ζε πέ­τρι­νο ὅ­πως τὸ καλ­ντε­ρί­μι μὲ τὸν κου­φό του ἀν­τί­λα­λο καὶ κί­τρι­νο σὰν τὰ σβη­σμέ­να ἀ­πο­κέ­ρια. Ἕ­να ὄ­νει­ρο ποὺ τῆς μάγ­γω­νε τὰ χέ­ρια τὶς νύ­χτες, ἕ­νας ἐ­φιά­λτης ποὺ ἔ­βλε­πε καὶ ξα­νά­βλε­πε, μιὰ μορ­φὴ ἀλ­λό­κο­τη καὶ ξέ­νη. Ἕ­νας ἴ­σκιος βγαλ­μέ­νος ἀ­π’ τὴ σι­ω­πὴ καὶ τὴν ἐ­ρη­μιὰ τοῦ με­γά­λου βυ­θοῦ, ἀ­νά­με­σα στὰ δυ­ὸ νη­σιά, ἐ­κεῖ ποὺ κα­θὼς τῆς εἶ­χαν πεῖ στὸ σχο­λει­ὸ ὁ Πο­σει­δώ­νας εἶ­χε στ’ ἀρ­χαῖ­α χρό­νια τα πα­λά­τια του. Ὕ­στε­ρα ξύ­πνα­γε κι ἔ­κα­νε τὸ σταυ­ρό της, ἔ­λε­γε «πά, τί μ’ ἔ­πι­α­σε, ἡ Πα­να­γί­α μᾶς φυ­λᾶ ὅ­λους μας στὸ νη­σί». Καὶ ἔ­φερ­νε στὸ νοῦ της τὰ ἑ­κα­τον­τά­δες ἀ­κοί­μη­τα καν­τή­λια στὰ σπαρ­μέ­να μὲ κα­τά­νυ­ξη ξωκ­κλή­σια τοῦ νη­σιοῦ, ἕ­να δι­ά­φα­νο πέ­πλο κεν­τη­μέ­νο μὲ φῶ­τα, τὸ πέ­πλο τῆς Πα­να­γιᾶς. Καὶ τὶς ζω­ὲς τῶν ἀν­θρώ­πων του τό­σο δε­μέ­νες μὲ τὸ νη­σι­ώ­τι­κο κυμ­μα­τι­στὸ χῶ­μα, τὶς γι­ορ­τὲς τὰ βου­νὰ τοὺς βρά­χους τὶς κοι­λά­δες τὶς ἐ­λι­ὲς τ’ ἀμ­πέ­λια τοὺς μπαχ­τσέ­δες τὶς βρύ­σες τὰ πλα­τά­νια τὶς ἀ­σκα­μι­ὲς τὶς συ­κι­ὲς τὶς ἀ­μυ­γδα­λι­ές τὶς κοκ­κι­να­πι­δι­ὲς τὶς δα­μα­σκη­νι­ὲς τὶς ρο­δα­κι­νι­ὲς τὶς βυσ­σι­νι­ὲς τοὺς ὀν­τά­δες τὶς φι­ρι­κι­ὲς τὶς κον­το­πο­δα­ροῦ­σες τοὺς τρο­χά­λους τοὺς φρά­χτες τὶς ἐ­ξο­χὲς τ’ ἀ­γρι­ο­λού­λου­δα τοὺς νε­ρό­μυ­λους τὶς κα­ρυ­δι­ὲς τοὺς κα­ταρ­ρά­χτες τοὺς ἀ­νε­μό­μυ­λους τ’ ἁ­γι­ά­σμα­τα. Μιὰ εὐ­λά­βεια βα­θειὰ μέ­σα ἀ­π’ τὸ χῶ­μα κι ἀ­πὸ τ’ ἀρ­χαῖ­ο ἁ­λά­τι ποὺ κου­βα­λᾶ ὁ θα­λασ­σι­νὸς ἀ­γέ­ρας καὶ ποὺ θαρ­ροῦ­σε πὼς τὸ γεύ­ον­ταν πά­νω στὰ χεί­λη της σὰν περ­πα­τοῦ­σε κά­θε κα­λο­καί­ρι στὴν ξω­με­ριά τους, τὸν πιὸ ὄ­μορ­φο τό­πο τοῦ κό­σμου ὅ­λου. Καὶ ὕ­στε­ρα τρα­γου­δοῦ­σε ὥ­σπου νὰ πε­ρά­σει κεῖ­νος ὁ πό­νος στοὺς καρ­ποὺς τῶν χε­ρι­ῶν της, ὥ­ρα πολ­λὴ με­τά.


Τὴν νύ­φη μας τὴν εἴ­χα­με εἰς τὸ κου­τὶ βαλ­μέ­νη…

Γαμ­πρὸς εἶν’ τὸ ζιμ­πού­λι κι ἡ νύ­φη δι­α­σε­μί…

Ἀ­να­στε­νά­ζω θλι­βε­ρὰ καὶ κλαί­γω λυ­πη­μέ­να

Καὶ λέ­γω πὼς ἐ­χά­θη­κε ὁ κό­σμος πιὰ γιὰ μέ­να

 Ἀ­να­στε­νά­ζω δὲ μ’ ἀ­κοῦς, κλαί­γω δὲ μὲ λυ­πᾶ­σαι


Με­τὰ ποὺ χά­λα­σε ἡ κα­τά­στα­ση τὸ ὄ­νει­ρο πιὰ δὲν τὴν ἔ­με­λε. Ἀ­φοῦ νό­μι­σε πὼς ξε­δι­ά­λυ­νε σὰν ἄ­κου­σε μιὰ μέ­ρα τὸν πα­τέ­ρα της νὰ λέ­ει γιὰ κεί­νους τοὺς νε­ο­φερ­μέ­νους ἀλ­λό­κο­τους ἀν­θρώ­πους μὲ τὰ κί­τρι­να ροῦ­χα καὶ μὲ τοὺς σου­γιά­δες ποὺ ἔμ­παι­ναν σὲ κα­φε­νεῖ­α καὶ σὲ σπί­τια, ποὺ φο­βέ­ρι­ζαν τοὺς νη­σι­ῶ­τες, ποὺ ρή­μα­ζαν καὶ ἅρ­πα­ζαν, καὶ ποὺ ἀ­π’ τὸ πο­λύ τους μί­σος ξε­ρί­ζω­ναν βα­σι­λι­κὰ καὶ καν­τι­φέ­δες χω­ρὶς νὰ σκέ­φτον­ται Θε­ό. Εἶ­δε ἔ­πει­τα στὸν ὕ­πνο της μιὰ γυ­ναί­κα νὰ τὴν παίρ­νει στὴν ἀγ­κα­λιά της, νὰ τὴν τα­ξι­δεύ­ει ψη­λὰ πά­νω ἀ­π’ τὴ θά­λασ­σα πρὸς τὴ με­ριὰ τῆς Λή­μνου καὶ νὰ τῆς δεί­χνει κά­τω το βυ­θό. Τὸ νε­ρὸ ἦ­ταν δι­ά­φα­νο κι ἔ­τσι ἡ Ἀν­νι­ὼ μπο­ροῦ­σε νὰ βλέ­πει μέ­σα του κα­θα­ρά. Στὸν τό­πο ποὺ ὁ δά­σκα­λος τοὺς ἔ­λε­γε πὼς βρί­σκον­ταν τὰ βυ­θι­σμέ­να πα­λά­τια τοῦ Πο­σει­δώ­να ἕ­νας μπαχ­τσὲς μ’ ὅ­λα τα χρώ­μα­τα ποὺ στό­λι­ζαν κά­θε ἄ­νοι­ξη τοὺς ἐ­πι­τά­φιους στὸ νη­σί τους. Ξύ­πνη­σε χω­ρὶς τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο πό­νο στοὺς καρ­ποὺς τῶν χε­ρι­ῶν της, χω­ρὶς ἀ­νάγ­κη γιὰ τρα­γού­δια.

       Τὴ βρή­κα­νε τὴν ἄλ­λη μέ­ρα μὲς στὰ αἵ­μα­τα, τὰ ροῦ­χα της σκι­σμέ­να, τὰ ξέ­πλε­κα μαλ­λιὰ τρυ­φε­ρὰ νὰ τῆς σκε­πά­ζουν τὸ πρό­σω­πο. Στὸ χέ­ρι της κρα­τοῦ­σε ἕ­να κε­ρί. Κι ἦ­ταν μι­σο­λι­ω­μέ­νο λὲς μό­λις εἶ­χε ἀ­πο­τε­λει­ώ­σει τὰ λό­για τῆς εὐ­χῆς «φέ­το ἦρ­θα μο­να­χή, καὶ τοῦ χρό­νου μὲ τὸ ταί­ρι». Τὸ βλέμ­μα της λαμ­πρὸ λὲς εἶ­χε συ­ναν­τή­σει τὸν πο­θη­τό της νυμ­φί­ο.


Χρό­νια, και­ρὸς πο­λὺς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἡ θεί­α της τὴν ἔ­μα­θε νὰ κοι­τά­ζει τὴν Πα­να­γιὰ Τα­ξι­δια­νὴ κι Ἐ­κεί­νη ἀν­τα­πο­δί­δον­τας τὴν εἶ­χε τώ­ρα ἐ­πι­σκε­φθεῖ, προ­στά­της καὶ βο­η­θὸς στὸ τε­λευ­ταῖ­ο της τα­ξί­δι. Λί­γο προ­τοῦ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι πρό­λα­βε κι­ό­λας νὰ τῆς δεί­ξει ἐ­κεῖ­νο τὸ ὁ­λό­αν­θο θα­λασ­σι­νὸ πα­λά­τι τοῦ βυ­θοῦ.


* Ὠδὴ στὴν Ἴμβρο.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.


Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ γράδο



Ἰωάννα Γαλανάκη


Τὸ γρά­δο


ΕΝΝΗΘΗΚΑ σ’ ἕ­να χω­ριὸ τῆς Ἀ­τλαν­τί­δας. Ἔ­φυ­γα νω­ρὶς μὰ νά ποὺ τά ‘φέ­ρε ἔ­τσι ἡ τύ­χη καὶ ὁ κό­βιντ καὶ ξα­να­γύ­ρι­σα σχε­δὸν δυ­ὸ χρό­νια στὸ χω­ριό μου. Στὴν κα­ραν­τί­να ἔ­μα­θα πολ­λά. Ἀ­νά­με­σά τους μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ μιὰ γριά. Μοῦ τὴν εἶ­πε ἕ­να κα­λὸ παι­δὶ ποὺ κα­θὼς ἔ­μα­θα πέ­θα­νε, ἀ­φοῦ ἔ­τσι γί­νε­ται μὲ τὰ κα­λὰ παι­διά, κά­τι κα­κὸ τοὺς συμ­βαί­νει στὸ τέ­λος. Αὐ­τὴ ἡ γριὰ λοι­πόν, κα­λὴ γυ­ναί­κα, μό­νο ποὺ ἔ­πι­νε κρυ­φὰ γι’ αὐ­τὸ καὶ τὰ σαΐνια τοῦ χω­ριοῦ τῆς κόλ­λη­σαν τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἐ­γὼ δὲν τὴν θυ­μᾶ­μαι, θυ­μᾶ­μαι ὅ­μως μί­α ἄλ­λη γριά. Ἤ­τα­νε χή­ρα μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, μὲ μαν­τή­λι στὸ κε­φά­λι κι ὅ­λο μι­λοῦ­σε γιὰ τὸν ἄν­τρα της, τὸ μα­κα­ρί­τη. «Ἔ­χα­σα τὸ στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ μου, ἀ­πό­μει­να ἔ­ρη­μη καὶ μο­να­χή» καὶ ἄλ­λα τέ­τοια. Ὁ μα­κα­ρί­της ἐν­τω­με­τα­ξὺ κα­θώς μοῦ λε­γαν οἱ γο­νεῖς μου ἤ­τα­νε με­γά­λο κά­θαρ­μα. Τὴν εἶ­χε ἀ­πο­πλα­νή­σει κο­ρι­τσά­κι ἀ­κό­μη κι ὕ­στε­ρα τὴν ἔ­φε­ρε στὸ χω­ριὸ καὶ τὴν ἔ­ρι­ξε στὶς βα­ρει­ὲς δου­λει­ές. Κι ἀ­πὸ πά­νω τὴν ξυ­λο­φόρ­τω­νε σχε­δὸν κα­θη­με­ρι­νά. Ἄ­κου­γε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ κοι­λά­δα τὶς κραυ­γὲς της ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὰ βά­λει μὲ τὸ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ ὅ­πως προ­εῖ­πα ὁ μα­κα­ρί­της ἤ­τα­νε με­γά­λη λέ­ρα. Ἔ­κα­νε κι ἄλ­λα χει­ρό­τε­ρα ὅ­πως κα­τα­λά­βαι­να ἀ­π’ τοὺς ὑ­παι­νιγ­μοὺς τῶν γο­νι­ῶν μου, μὰ ὅ­ταν τοὺς ρω­τοῦ­σα δὲ μι­λοῦ­σαν, μό­νο ἔ­δει­χναν τὸν ἀ­πο­τρο­πια­σμό τους γιὰ τὸ «στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ». Ἡ γριὰ αὐ­τὴ ἡ ἄλ­λη, ὄ­χι τὸ γρά­δο, ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Ἔ­πι­νε βέ­βαι­α κι κεί­νη, ἂν καὶ χω­ρὶς τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἔ­βη­χε κι ὄ­λας καὶ γε­νι­κὰ εἶ­χε κα­κὴ ὑ­γεί­α ὁ­πό­τε τῆς μά­νας μου τῆς κόλ­λη­σε ὅ­τι εἶ­χε κά­ποια με­τα­δο­τι­κὴ ἀρ­ρώ­στια. Κά­θε ποὺ ἐρ­χό­ταν σπί­τι μας καὶ τρώ­γα­με ὅ­λοι μα­ζὶ τὴν ἔ­βα­ζε νὰ κά­θε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ μέ­να, μὴ μὲ πλη­σιά­σουν τὰ μι­κρό­βια. Ὕ­στε­ρα ἀ­φοῦ μά­ζευ­ε τὰ πιά­τα ξε­χώ­ρι­ζε τὸ δι­κό της μα­ζὶ καὶ τὸ πο­τή­ρι της καὶ τοὺς ἔ­χυ­νε καυ­τὸ νε­ρὸ μὲ σα­που­νά­δα. Τέ­λος, ἀ­πο­φά­σι­σε πὼς οὔ­τε αὐ­τὴ ἡ μέ­θο­δος δὲν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ ἐγ­γυ­η­μέ­νη ὁ­πό­τε τῆς εἶ­χε πάν­τα το ἴ­διο πιά­το καὶ τὸ ἴ­διο πο­τή­ρι ποὺ τὰ κρα­τοῦ­σε σὲ εἰ­δι­κὸ ση­μεῖ­ο στὸ ντου­λά­πι. Ἡ γριὰ ὅ­πως προ­εῖ­πα ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Μὲ ἀ­γα­ποῦ­σε καὶ ὅ­λο μὲ συμ­βού­λευ­ε. Ἔ­λε­γε γιὰ μέ­να τὰ κα­λύ­τε­ρα λό­για σ’ ὁ­λό­κλη­ρό το χω­ριό. Πί­στευ­ε πὼς μοῦ ἄ­ξι­ζε μιὰ κα­λὴ τύ­χη καὶ ὅ­λο σχε­δί­α­ζε μέ­σα της κι ἔ­ξω της πῶς θά ‘πρε­πε νὰ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ θὰ μὲ πά­ρει, πό­σο ἄ­ξιος καὶ κα­λός, πό­σο ὄ­μορ­φα θά ’­πρε­πε νὰ μοῦ φέ­ρε­ται. Ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γα, ἐ­κεί­νη, κα­θὼς μά­θαι­να, ἀ­κό­μη ἀ­γω­νι­οῦ­σε προ­σπα­θών­τας νὰ βρεῖ τὸν κα­λύ­τε­ρο συν­δυα­σμὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τοῦ ὑ­πο­ψή­φιου συ­ζύ­γου μου. Ὅ­ταν τὴν εἶ­δα τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ θά ’­μου­να γύ­ρω στὰ 25, μοῦ ’­πε μὲ ἀ­γά­πη στορ­γι­κὴ «ἀρ­γο­μοί­ρα- κα­λο­μοί­ρα». Καὶ μοῦ ‘δω­σε κι ἄλ­λες πολ­λὲς εὐ­χές. Δὲν ἔ­πι­α­σαν τε­λι­κά, μᾶλ­λον για­τὶ τὶς στοί­χει­ω­σε τὸ φάν­τα­σμα τοῦ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ πέ­θα­νε τὴν εἶ­δα ἄλ­λες δυ­ὸ φο­ρές, στὸ χω­μα­τό­δρο­μο, κον­τὰ στὸ σπί­τι μας. Τό­τε τὴν ἔ­λε­γαν Λί­λα. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δια πα­ρα­δεί­σια πο­νε­μέ­νη ψυ­χὴ καὶ γῶ θὰ ἤ­μουν τό­τε γύ­ρω στὰ 35. Μοῦ ‘πε «ἐ­σὺ ἀ­να­γεν­νι­έ­σαι ἀ­π’ τὶς στά­χτες σου», εἶ­σαι ἀ­κό­μη ὄ­μορ­φη, νὰ βια­στεῖς νὰ κά­νεις ἕ­να παι­δά­κι, ἔ­χεις χρό­νο, νὰ δὲς ἡ τά­δε ποὺ εἶ­στε καὶ στὴν ἴ­δια ἡ­λι­κί­α. Ἡ Λί­λα ἔ­μα­θα εἶ­χε τέ­λος κα­κὸ κλει­σμέ­νη σ’ ἕ­να ἵ­δρυ­μα. Καὶ ἡ δι­κή της ἱ­στο­ρί­α πο­λὺ λυ­πη­τε­ρή, τό­σο ποὺ δὲν τὴν ἔ­λε­γε κα­νεὶς ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κά­τι μι­σό­λο­γα καὶ κά­τι εἰ­ρω­νεῖ­ες ἀ­π’ τὰ τσό­κα­ρα γιὰ τὴν κα­τάν­τια της. Πα­νέ­μορ­φη στὰ νιά­τα της, τὴν εἶ­δα σὲ πα­λι­ὲς φω­το­γρα­φί­ες, τό­τε, στὴν κα­ραν­τί­να. Μιὰ μέ­ρα στὴν πρω­τεύ­ου­σα τὴ θυ­μή­θη­κα. Κα­θό­μα­σταν με­γά­λη πα­ρέ­α, τρώ­γα­με καὶ πί­να­με. Δί­πλα μου αὐ­τός, πα­ρα­δί­πλα ἡ γυ­ναί­κα του καὶ ἀ­πέ­ναν­τι μιὰ ἀ­π’ τὶς φι­λε­νά­δες. Ἤ­τα­νε βλέ­πεις τέ­τοι­α ἡ «ἰ­δε­ο­λο­γί­α» του. Σε­βα­στόν. Μὲ πε­ρι­ποι­οῦν­ταν χω­ρὶς νὰ τὸ ζη­τή­σω. Τοὺς κα­λύ­τε­ρους με­ζέ­δες, τὸ πο­τή­ρι μου πάν­τα μι­σο­γε­μά­το. Κά­πο­τε ἅ­πλω­νε τὸ χέ­ρι του καὶ μοῦ ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ γό­να­το ἔ­τσι ποὺ οἱ φί­λοι του νὰ βλέ­που­νε. Ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ φύ­γω με­τα­νά­στις νὰ μὴ βλέ­πω του­λά­χι­στον ἐ­γώ. Εἶ­χα μιὰ φί­λη ἀ­πὸ τὴ Χιὸ καὶ μοῦ βρῆ­κε βα­πό­ρι ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ σαλ­πά­ρει γιὰ Νό­τιο Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ λέ­γα­νε «Lά­y­os». Πάν­τα ἔ­λε­γα στὴ μά­να μου πὼς ἤ­θε­λα νὰ πά­ω στὴ γῆ τοῦ πυ­ρός. Ἀ­πο­φά­σι­σα πὼς εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα. Μπάρ­κα­ρα τὸ λοι­πόν. Τὸ βα­πό­ρι κου­βα­λοῦ­σε τό­νους πα­λιὰ ροῦ­χα ποὺ προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ θά­ψι­μο στὴν ἔ­ρη­μο Ἀ­τα­κά­μα. Ἐ­κεῖ, τε­τρα­κό­σια χρό­νια δὲν ἔ­χει πέ­σει οὔ­τε στά­λα βρο­χή. Στὸ βα­πό­ρι γνώ­ρι­σα καὶ μιὰ ἰν­διά­να Χι­λια­νὴ ποὺ πή­γαι­νε νὰ με­λε­τή­σει τὴν ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza. Δὲν τὸ με­τά­νοι­ω­σα κα­θό­λου ποὺ ἔ­φυ­γα με­τα­νά­στις. Θυ­μᾶ­μαι καὶ τὸ συ­χω­ρε­μέ­νο τὸ Χρι­στι­α­νό­που­λο ποὺ ἔ­λε­γε αὐ­τὰ πε­ρὶ σπό­ρων καὶ θά­ψι­μου καὶ νοι­ώ­θω θαλ­πω­ρή. Πάν­τως στὴν Ἀ­τα­κά­μα καὶ νὰ θα­φτεῖ ὁ σπό­ρος δὲ φυ­τρώ­νει, φταί­ει βλέ­πεις τὸ ἔ­δα­φος ποὺ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ξη­ρό. Ἡ ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza ὅ­μως ὑ­πάρ­χει ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­να­βι­ώ­σει.


Σα­ου­θάμ­πτον, 7 Φε­βρου­α­ρί­ου 2023


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰκονα: Ἔρημος Ἀτακάμα.



		

	

Χρῖστος Δάλκος: Οἱ ἀνακρίσεις γιὰ τὸν θάνατο τῆς Κοκκινοσκουφίτσας καὶ τῆς γιαγιᾶς της


Χρῖ­στος Δάλ­κος


Οἱ ἀ­να­κρί­σεις γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας

καὶ τῆς για­γιᾶς της


ΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας καὶ τῆς για­γιᾶς της, ὅ­λοι ἐλ­πί­σα­με ὅ­τι τὸ μα­χαί­ρι θὰ ἔ­φτα­νε ὣς τὸ κόκ­κα­λο καὶ ὅ­τι δὲν θὰ συγ­κα­λύ­πτον­ταν οἱ τε­ρά­στι­ες εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας ἢ καὶ τοῦ (ἀ­νύ­παρ­κτου) πα­τέ­ρα, καὶ δὲν θὰ φορ­τώ­νον­ταν μο­νο­με­ρῶς στὸν με­γά­λο κα­κὸ λύ­κο.

        Ἐ­ξη­γοῦ­μαι ἀπ᾿ τὴν ἀρ­χή, γιὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χῃ καμ­μί­α πα­ρε­ξή­γη­ση: Δὲν ἀρ­νοῦ­μαι ὅ­τι ὁ λύ­κος κα­τά­πι­ε τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα καὶ τὴν για­γιά της — ἐξ ἄλ­λου αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ φύ­ση του καὶ ἡ δου­λειά του — δι­ε­ρω­τῶ­μαι ἁ­πλῶς ποι­ά ἦ­ταν ἐ­κεῖ­να τὰ μέ­τρα ποὺ ἐ­λή­φθη­σαν ὥ­στε νὰ μὴν δι­ευ­κο­λυν­θῇ ἡ ἀν­θρω­πο­βό­ρα δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του.

        Ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἄ­πο­ψη, κά­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ ἀ­να­κρι­τι­κὲς ἀρ­χὲς δὲν ἐ­πι­χει­ροῦν οὔ­τε κατ᾿ ἐ­λά­χι­στον νὰ δώ­σουν ἀ­πάν­τη­ση σὲ δύ­ο εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα:

        α) Για­τί ἡ για­γιὰ μέ­νει στὸ δά­σος καὶ δὲν εἶ­ναι ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη στὸ σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὴν κό­ρη καὶ τὴν ἐγ­γό­να της;

        β) Για­τί ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, μὲ τὴν ἀ­πο­στο­λή της στὸ δά­σος, ἐ­κτί­θε­ται στὸν προ­φα­νῆ κίν­δυ­νο νὰ φα­γω­θῇ ἀ­πὸ τὸν λύ­κο;

        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ στὰ δύ­ο ἐ­ρω­τή­μα­τα ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς τε­ρά­στι­ες ἕ­ως ἐγ­κλη­μα­τι­κὲς εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας καὶ ἐμ­βάλ­λει σὲ ὑ­πο­ψί­ες γιὰ ἐν­δε­χό­με­νο δό­λο, ἤ­τοι γιὰ πρό­θε­σή της νὰ ἀ­παλ­λα­γῇ ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴν για­γιὰ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα.

        Ἡ ἄρ­νη­ση τῶν ἀ­να­κρι­τι­κῶν ἀρ­χῶν νὰ θέ­σουν — πό­σῳ μᾶλ­λον νὰ ἀ­παν­τή­σουν — τὰ ἀ­μεί­λι­κτα ἐ­ρω­τή­μα­τα προ­ϊ­δε­ά­ζει γιὰ μιὰ ἐ­πι­χεί­ρη­ση συγ­κά­λυ­ψης τῆς ἀ­λή­θειας ἐκ μέ­ρους τους, κά­τι πού, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, δὲν συμ­βαί­νει γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Νω­πὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­φα­ση γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση Κον­το­ρε­βι­θού­λη, ὅ­που κα­τα­βλή­θη­κε προ­σπά­θεια  — καὶ τε­λι­κῶς ἐ­πι­τεύ­χθη­κε — νὰ ἀ­πο­σι­ω­πη­θῇ ἐν­τε­λῶς ὁ ἐγ­κλη­μα­τι­κὸς ρό­λος τῶν γο­νέ­ων στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν παι­δι­ῶν τους στὸ δά­σος.

        Τὰ πα­ρα­μύ­θια πε­ρὶ τε­λι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ Κον­το­ρε­βι­θού­λη καὶ τῶν ἀ­δελ­φῶν του ἢ πε­ρὶ συρ­ρα­φῆς τῆς γε­μά­της μὲ πέ­τρες κοι­λιᾶς τοῦ λύ­κου (!) καὶ συ­να­κό­λου­θης κα­τα­βα­ρά­θρω­σής του δὲν πεί­θουν κα­νέ­να, καὶ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ ἀ­πὸ μό­να τους νὰ ἀ­θω­ώ­σουν τοὺς βα­σι­κοὺς ὑ­πεύ­θυ­νους αὐ­τῆς τῆς συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νης ἀν­θρω­πο­κτο­νί­ας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019).


Ἱωάννα Γαλανάκη: ὅ,τι κι ἄν ἔπαθες


Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη


ὅ,τι κιν ἔ­πα­θες


ΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΙ βα­ρὺ ἕ­να αὐ­γου­στι­ά­τι­κο ἀ­πο­με­σή­με­ρο. Προ­σκυ­νή­σα­με, ἤ­πια­με ἁ­γί­α­σμα ἀ­πὸ τὴν πη­γή. Κά­θι­σα ἔ­πει­τα πα­ρά­με­ρα σὲ μιὰ δρο­σιὰ κι ἐ­κεί­νη ἄρ­χι­σε νὰ τρα­βᾶ φω­το­γρα­φί­ες. Φω­το­γρά­φι­σε τὴν δε­ξα­με­νὴ μὲ τὰ μι­σο­τη­γα­νι­σμέ­να ψά­ρια, τὸ τέμ­πλο τοῦ να­οῦ, τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ αὐ­λὴ μὲ τοὺς τά­φους τῶν Πα­τρια­ρχῶν κι ἄλ­λων ἐ­πι­φα­νῶν, τὸν με­γά­λο πλά­τα­νο, τὰ παγ­κά­κια μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «Zeytinburnu», τὶς στρω­μέ­νες στὴν μπρο­στι­νὴ αὐ­λὴ τα­φό­πλα­κες μὲ λα­ξευ­μέ­να πά­νω τους ἕ­να-ἕ­να ὅ­λα τὰ σύ­νερ­γα τοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος τῶν νε­κρῶν ποὺ κά­πο­τε προ­στά­τευ­αν, τὸ φτε­ρω­τὸ ἄ­γαλ­μα ποὺ στό­λι­ζε τὸν τά­φο ἑ­νὸς νε­α­ροῦ κο­ρι­τσιοῦ ποὺ εἶ­χε ἄ­δι­κα χα­θεῖ, τὰ δυ­ὸ πα­πα­γα­λά­κια στὰ κρε­μα­σμέ­να κλου­βιὰ στὸν τοῖ­χο δί­πλα ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να τοῦ μο­να­στη­ριοῦ.

        Πά­νω ποὺ νό­μι­σα πὼς ἡ μα­νί­α της ἐ­κεί­νη ποὺ ὧ­ρες-ὧ­ρες μὲ πε­ρί­ζω­νε ἀ­κό­μη πιὸ πο­λὺ κι ἀ­πὸ τὴν πνι­γε­ρὴ ὑ­γρα­σί­α τῆς πο­λί­τι­κης ζέ­στης εἶ­χε ἐ­πι­τέ­λους χορ­τά­σει, τὴν εἶ­δα νὰ γυρ­νά­ει πρὸς τὰ πί­σω. Λὲς καὶ θυ­μή­θη­κε ἀ­πό­το­μα πὼς κά­που εἶ­χε ξε­χά­σει κά­τι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ πο­λύ­τι­μο. Ἴ­σως τὸ κι­νη­τό της. Στὴν πί­σω αὐ­λὴ ἕ­να σχοι­νὶ πε­ρα­σμέ­νο σὲ με­ταλ­λι­κὸ κρί­κο ἔ­φρα­ζε ἐμ­πο­δί­ζον­τας τὴν δι­έ­λευ­ση τῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν πρὸς μιὰ μαρ­μά­ρι­νη σκά­λα. Ἀ­πὸ μα­κριὰ τὴν εἶ­δα νὰ ἀ­φαι­ρεῖ τὴν θη­λιὰ τοῦ σχοι­νιοῦ ἀ­πὸ τὸν κρί­κο. Ὁ φύ­λα­κας τῆς φώ­να­ξε αὐ­στη­ρὰ «ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ κεῖ καὶ πά­νω». «Και για­τί;» ἀν­τέ­τει­νε ἐ­κεί­νη ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη. «Ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται! Ἀ­πὸ κεῖ εἶ­ν’ τὰ κε­λιά!»

        Δι­ά­βα­σα τὸ θυ­μὸ ἀ­νά­με­σα στὰ φρύ­δια της ποὺ ἔ­σμι­ξαν ἀ­στρα­πια­ῖα τὶς ρη­χὲς ρυ­τί­δες τους, γύ­ρω ἀ­π’ τὸ στό­μα της ποὺ βί­αι­α συγ­κρά­τη­σε τὰ λό­για ποὺ τό­σο ἤ­θε­λε νὰ τοῦ ἐ­κτο­ξεύ­σει. Προ­σποι­ή­θη­κε τὴν ἀ­δι­ά­φο­ρη. Κι ὅ­ταν λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ὁ φύ­λα­κας ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε σὲ μιὰ κου­βέν­τα του μὲ τὸν πα­πὰ ἐ­κεί­νη ἐκ­δι­κη­τι­κὰ τοῦ ξε­γλί­στρη­σε. Κι ἀ­νέ­βη­κε τὴν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη σκά­λα.

        Εἶ­χε ξε­κρε­μά­σει τὸ λου­ρὶ τῆς Nikon ἀ­πὸ τὸ λαι­μό της καὶ εἶ­χε σκύ­ψει πά­νω σὲ κά­τι γλά­στρες μὲ τρι­αν­τά­φυλ­λα νὰ τὰ φω­το­γρα­φί­σει ἀ­πὸ κον­τά. Τὸ λου­ρὶ πι­ά­στη­κε στὰ ἀγ­κά­θια μιᾶς τρι­αν­τα­φυλ­λιᾶς, καὶ μό­λις πῆ­γε νὰ ἀ­να­ση­κω­θεῖ ἡ μη­χα­νὴ τρα­βή­χτη­κε ἀ­πό­το­μα ἀ­π’ τὰ χέ­ρια της καὶ ἔ­πε­σε στὶς πλά­κες κά­τω ἀ­πὸ τὴν σκά­λα. Χω­ρί­στη­κε στὰ δυ­ό, τὸ ἕ­να κομ­μά­τι ἔ­κα­νε γκὲλ καὶ προ­σγει­ώ­θη­κε μὲς στὸν κου­βὰ μὲ τὸ νε­ρὸ ποὺ εἶ­χαν ἀ­φή­σει γιὰ τὸ πό­τι­σμα. Τὸ μπλοὺμ ἀ­πὸ τὸ βά­πτι­σμα τῆς μη­χα­νῆς ἀ­κού­στη­κε δυ­να­τά, τρέ­ξα­με ὅ­λοι καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε κα­βγὰς τρι­κού­βερ­τος.

        Τὸ βρά­δυ μοῦ ’­πε παν­τε­λῶς ἀ­πελ­πι­σμέ­νη: «καὶ νὰ φαν­τα­στεῖς τό ’­ξε­ρα, τὸ ’­ξε­ρα πὼς δὲν θά ’­χε τί­πο­τα νὰ δεῖς ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω… Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νο τὸ σκοι­νὶ ποὺ ἔ­φρα­ζε τὴ σκά­λα τὸ ἔ­νοι­ω­σα σὰ νὰ τυ­λί­γε­ται τρι­γύ­ρω ἀ­π’ τὸ λαι­μό μου κι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θῶ πά­σῃ θυ­σίᾳ.» Ὕ­στε­ρα ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει γιὰ ὅ­λες τὶς χα­μέ­νες πιὰ φω­το­γρα­φί­ες τοῦ τα­ξι­διοῦ, γιὰ τὴν κα­τε­στραμ­μέ­νη μη­χα­νή, γιὰ τὶς προ­σβο­λὲς ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ὑ­πο­στεῖ σι­ω­πη­λά, γιὰ ὅ­σα θλι­βε­ρὰ τῆς εἶ­χαν συμ­βεῖ ὣς τώ­ρα στὴ ζω­ή της ποὺ ὅ­που κι ἂν τα­ξί­δευ­ε τὴν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Καὶ δὲν τῆς ἄ­φη­ναν χα­ρά.

        Γιὰ νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σω σκέ­φτη­κα νὰ τῆς πῶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χα ἠ­χο­γρα­φή­σει ἀ­πὸ ἕ­να γη­ραι­ὸ Πο­λί­τη στὸ προ­η­γού­με­νο τα­ξί­δι μου στὴν Ἴ­σταν­μπουλ:

        «Πο­λύ πα­λιά, στὸν τό­πο ποὺ τώ­ρα λέ­νε Μπα­λου­κλὶ βρέ­θη­κε λέ­νε κά­ποι­ος ποὺ εἶ­χε χά­σει τὴν ὅ­ρα­σή του. Ξέ­πλυ­νε τὰ μά­τια του στὸ νε­ρὸ τῆς πη­γῆς καὶ λί­γο με­τὰ γι­α­τρεύ­τη­κε. Αὐ­τὸ τὸ ἄ­κου­σε ὁ βα­σι­λιὰς Ἰ­ου­στι­νια­νὸς καὶ πί­στε­ψε πὼς ἦ­ταν θαῦ­μα ἐ­νῶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἂν καὶ μι­λοῦ­σαν μὲ εὐ­λά­βεια θε­ω­ροῦ­σαν αὐ­τὴν τὴν ἱ­στο­ρί­α ἕ­ναν ἀ­κό­μη πα­λιὸ θρύ­λο. Ἔ­τσι ἐ­πει­δὴ πί­στε­ψε στὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ τό­που ὁ βα­σι­λιὰς ὅ,τι ὑ­λι­κὰ πε­ρίσ­σε­ψαν ἀ­πὸ τὸ χτί­σι­μο τῆς Ἁ­γιὰ Σο­φιᾶς δι­έ­τα­ξε νὰ τὰ με­τα­φέ­ρουν ὅ­λα ἐ­κεῖ, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ στε­ρε­ὰ τεί­χη τῆς Πό­λης, στὸ κα­τά­φυ­το ἐ­κεῖ­νο μέ­ρος μὲ τὶς πη­γές, τὰ ψη­λὰ κυ­πα­ρίσ­σια, τὰ συμ­με­τρι­κὰ πλα­τά­νια, τὰ ἄν­θη καὶ τὸν κα­λὸ ἀ­έ­ρα ποὺ ἔ­κα­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους τό­σο πο­λὺ νὰ ξε­χνοῦν τὶς φρον­τί­δες τους ὥ­σπου στὸ τέ­λος θε­ρα­πεύ­ον­ταν ἀ­π’ τὸ κά­θε τί ποὺ τοὺς βα­σά­νι­ζε. Κά­πο­τε ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ τὶς ἀρ­ρώ­στι­ες. Ἐ­κεῖ ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νὸς ἔ­φτια­ξε ἐκ­κλη­σί­α καὶ κα­θώς μοῦ ’­λε­γε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἐ­κεῖ­νος Πο­λί­της μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν βέ­βαι­α ὁ βα­σι­λιὰς πε­ρή­φα­νος γιὰ τὴν Ἁ­γιὰ Σο­φιὰ μὰ ἀ­γα­ποῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­τὸν τὸν μι­κρὸ να­ὸ τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς. Ἐ­κεῖ λέ­ει ἔ­νοι­ω­θε ἐ­λευ­θε­ρω­μέ­νος ἀ­π’ τὶς ἔ­γνοι­ες του, ἐ­κεῖ ἔ­νοι­ω­θε σὰν νὰ ἦ­ταν πά­λι παι­δὶ καὶ ὄ­χι ὁ βα­σι­λιάς. Τὰ βα­σί­λεια ἄλ­λω­στε στὰ παι­διὰ ἀ­νή­κουν, κα­τέ­λη­ξε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἐ­κεῖ­νος Πο­λί­της. Κι ἦ­ταν ἀ­κλό­νη­τος στὴν πε­ποί­θη­σή του πὼς ἔ­ξω ἀ­π’ αὐ­τὴν τὴν Πό­λη δὲν ὑ­πάρ­χουν καὶ πολ­λὲς ἀ­λή­θει­ες γι’ αὐ­τὸ κι ἀ­ξί­ζει νὰ θυ­μό­μα­στε τὸ κά­θε της κομ­μά­τι.»


Κι ἀ­φοῦ τῆς τέ­λει­ω­σα τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς εἶ­πα: Νὰ ξέ­ρεις κα­λύ­τε­ρα ποὺ δὲν ἄ­φη­σες ἐ­κεῖ­νο τὸ σχοι­νὶ νὰ σὲ στα­μα­τή­σει. Ἄ­ξι­ζε ὅ,τι κι ἂν ἔ­πα­θες.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη (Χα­νιά). Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α καὶ Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Durham (Ἀγ­γλί­α). Εἶ­ναι ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Leiden (Ὀλ­λαν­δί­α). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὴ Νέ­α Εὐ­θύ­νη, ἐ­πί­σης κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Monumenta, στὸ μπλὸγκ Σταυ­ρο­δρό­μι καὶ ἀλ­λοῦ. Πρῶ­το της βι­βλί­ο Ἀ­ρα­δή­ν (ποί­η­ση, Publibook 2010).