Μαρία Μπότεβα (Мария Ботева): Μὲ τὴν πλάτη στητή

 

 

Μαρία Μπότεβα(Мария Ботева)

 

Μὲ τὴν πλάτη στητή

(С прямой спиной)

           

ΠΗΚΕ ΣΤΟ ΤΡΟΛΕΪ ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στά­ση, τὸ «Νο­σο­κο­μεῖ­ο τοῦ Βορ­ρᾶ». Ἦ­ταν νε­α­ρή. Πί­σω ἀ­πὸ τὴ στά­ση ὑ­πῆρ­χε μό­νο τὸ νε­κρο­το­μεῖ­ο. Γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ μά­τια της δι­α­γρά­φον­ταν με­λα­νοὶ κύ­κλοι. Κά­θι­σε, καρ­φώ­νον­τας τὸ βλέμ­μα πρὸς τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἔ­βγα­λε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ τὸ ἄ­νοι­ξε. Ὡ­στό­σο δὲν ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει, κοί­τα­ζε μό­νο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἄρ­χι­σαν νὰ μπαί­νουν στὸ τρό­λε­ϊ ὁ ἕ­νας με­τὰ τὸν ἄλ­λον, σύν­το­μα πλη­σί­α­ζε ἡ ὥ­ρα αἰχ­μῆς. Καὶ νά ποὺ μπαί­νει μιὰ γριά, ἀ­νε­βαί­νον­τας μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας τὰ σκα­λο­πά­τια. Στέ­κε­ται ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ, δί­πλα στὴ νε­α­ρή. Κοι­τά­ζει μὲ ἀ­γα­νά­κτη­ση. Ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­νή­θως σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, ἀρ­χί­ζει νὰ δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται μὲ κλι­μα­κού­με­νη ἀ­γα­νά­κτη­ση.

       — Νε­α­ρή, ἄ­φη­σε σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ γριά!

       Στὰ χέ­ρια της βα­στά­ει τσάν­τες, πολ­λὲς τσάν­τες. Του­λά­χι­στον τρι­α­κό­σι­ες. Ἡ νε­α­ρὴ μὲ τοὺς κύ­κλους στὰ μά­τια δὲν ἀ­κού­ει τί­πο­τα. Κοι­τά­ζει πρὸς τὸ πα­ρά­θυ­ρο.

       — Θὰ μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψεις, ἔ! Δὲν βλέ­πεις, ἴ­σα ποὺ στέ­κο­μαι.

       Κα­μί­α ἀ­πάν­τη­ση.

       Πλη­σιά­ζει ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας. Κοι­τά­ζει. Πιά­νει τὴ νε­α­ρὴ ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο.

       — Ἐι! Ἐι, σή­κω! Δὲν βλέ­πεις, ἡ για­γιὰ πρέ­πει νὰ κα­θί­σει!

       Ἡ ἀν­τί­δρα­ση εἶ­ναι τέ­τοι­α ποὺ ὅ­λοι τρο­μά­ζουν. Ἡ νε­α­ρὴ ἀρ­χί­ζει νὰ γέρ­νει στὸ πλά­ι. Στα­μα­τά­ει ἀ­πό­το­μα. Κοι­τά­ζει στὰ μά­τια τὸν εἰ­σπρά­κτο­ρα.

       — Εἶ­σαι κα­λά; τὴ ρω­τά­ει αὐ­τός. Κα­λὰ εἶ­σαι; Ἕ­ναν για­τρό!

       Ἐ­κεί­νη ἀ­πο­στρέ­φει τὸ βλέμ­μα. Κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι.

       —Ὄ­χι.

       — Ἄ­φη­σε τὴ γριὰ νὰ κα­θί­σει!

       Κου­νά­ει ἐκ νέ­ου τὸ κε­φά­λι.

       — Θὰ κα­θί­σω κι ἄλ­λο. Ὅ­λα ἐν­τά­ξει.

       Ἡ γριὰ δὲν ἀν­τέ­χει ἄλ­λο. Ἀ­φή­νει τὶς μι­σὲς τσάν­τες πά­νω στὰ γό­να­τα τῆς νε­α­ρῆς καὶ ἀρ­χί­ζει νὰ κραυ­γά­ζει σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ τρό­λε­ϊ.

       — Πε­ρί­με­νε καὶ θὰ δεῖς, θὰ γί­νεις καὶ σὺ κά­πο­τε γριά! Θὰ γί­νεις! Οὔ­τε καὶ σέ­να θὰ σοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν τό­τε νὰ κα­θί­σεις. Τὰ πό­δια σου θὰ σὲ ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν! Νὰ τὸ θυ­μᾶ­σαι!

       Αὐ­τὴ κοι­τά­ζει τὴ γριά. Βυ­θί­ζε­ται σὲ σκέ­ψεις. Νὰ τῆς τὸ πεῖ ἄ­ρα­γε ἢ ὄ­χι; Κα­λά-κα­λὰ οὔ­τε καὶ στὸ σπί­τι της ἀ­κό­μα δὲν εἶ­ναι σί­γου­ρη ὅ­τι ἀ­ξί­ζει νὰ τὸ ἀ­να­φέ­ρει. Κοι­τά­ζει γιὰ μι­σὸ λε­πτὸ τὴν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη, ὡ­σό­του αὐ­τὴ νὰ σω­πά­σει.

       — Πρό­κει­ται ν’ ἀ­πο­κτή­σω αὐ­το­κί­νη­το, λέ­ει στὸ τέ­λος καὶ ση­κώ­νε­ται ἀ­πό­το­μα. Βα­δί­ζει πρὸς τὴν ἔ­ξο­δο μὲ ἀ­στα­θῆ βή­μα­τα. Ἡ πλά­τη της στη­τή.

  

 

Πη­γή: Ἱ­στό­το­πος ВАВИЛОН: Современная малая проза-В с­т­о­р­о­ну а­н­т­о­л­о­г­ии. (Ἱ­στό­το­πος ΒΑΒΥΛΩΝ: Σύγ­χρο­νη μι­κρὴ πρό­ζαΠρο­σπά­θεια ἀν­θο­λό­γη­σης).

 

Μα­ρί­α Μπό­τε­βα (Мария Бoтева) (Κί­ροφ, 1980). Πεζογραφία, ποίηση, θέατρο. Σπού­δα­σε στὸ τμῆ­μα Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Οὐ­ρὰλ κα­θὼς καὶ στὸ τμῆ­μα Λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ Θε­α­τρι­κοῦ Ἰν­στι­τού­του τοῦ Ἐ­κα­τε­ριν­μπούργκ. Τὸ 2005 τῆς ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τὸ καλ­λι­τε­χνι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Τριούμφ», ἐ­νῶ τὰ ἔ­τη 2005 καὶ 2006 τὸ ὄ­νο­μά της βρι­σκό­ταν στὴ βρα­χεί­α λί­στα τῶν ὑ­πο­ψη­φί­ων γιὰ τὸ βρα­βεῖ­ο «Ντιμ­πιούτ». Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πρό­ζα (2005) καὶ ποί­η­ση (2008).

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά:

Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005) καὶ Ση­μεῖο Πε­τρού­πο­λης (Πλανόδιον, 2011). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007).