Ἄννα Στρούλια: Ἡ Ξένη


Ἄν­να Στρού­λια


H Ξέ­νη


ΝΑ ΠΡΩΙ ξύ­πνη­σα καὶ δὲν θυ­μό­μουν τί­πο­τα. Εἶ­χα μό­λις ἀ­νοί­ξει τὰ μά­τια μου, καὶ πρὶν προ­λά­βω ν’ ἀ­να­ρω­τη­θῶ ποι­ό εἶ­ναι τὸ ἄ­γνω­στο δω­μά­τιο καὶ πῶς βρέ­θη­κα ἐ­κεῖ, ἡ πόρ­τα ἄ­νοι­ξε καὶ μπῆ­κε φου­ρι­ό­ζα μιὰ ἀ­να­μαλ­λι­α­σμέ­νη Κυ­ρί­α —τὰ ροῦ­χα της ἦ­ταν ἔ­τσι βαλ­μέ­να ποὺ δὲν κα­τα­λά­βαι­νες ἂν μ’ αὐ­τὰ εἶ­χε κοι­μη­θεῖ ἢ ἦ­ταν ντυ­μέ­νη γιὰ ἔ­ξω— ἡ ὁ­ποί­α, μὲ ἐκ­πλη­κτι­κὴ βε­βαι­ό­τη­τα, μοῦ εἶ­πε νευ­ρι­α­σμέ­να: «Σή­κω γρή­γο­ρα, Ἄν­να! Τί κά­νεις; Θ’ ἀρ­γή­σεις.»

        Πρὶν προ­λά­βω κὰν ν’ ἀν­τι­δρά­σω, εἶ­χε βρον­τή­ξει τὴν πόρ­τα πί­σω της κι εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ, ἐ­γὼ ὅ­μως εἶ­χα ἤ­δη λά­βει τὴν πρώ­τη πλη­ρο­φο­ρί­α γιὰ τὸ ἄ­το­μό μου, ὅ­τι δη­λα­δὴ μὲ λέ­νε Ἄν­να, καὶ ὅ­τι γιὰ κά­ποι­ο λό­γο πρέ­πει νὰ βια­στῶ. Αὐ­τὸ τὸ δεύ­τε­ρο μοῦ δη­μι­ούρ­γη­σε μιὰ κά­ποι­α δυ­σφο­ρί­α. Θὰ προ­τι­μοῦ­σα νὰ εἶ­χα τὸν χρό­νο νὰ πε­ρι­ερ­γα­στῶ τὸ δω­μά­τιο.

        Ἔ­τσι ὅ­πως ἦρ­θαν τὰ πράγ­μα­τα, δὲν εἶ­χα χρό­νο γιὰ πολ­λὰ-πολ­λά. Ση­κώ­θη­κα γρή­γο­ρα, ἔ­ρι­ξα μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ στὸν κα­θρέ­φτη, κι ἄ­νοι­ξα τὴ ντου­λά­πα γιὰ νὰ ντυ­θῶ. Φό­ρε­σα μιὰ μπλού­ζα κι ἕ­να παν­τε­λό­νι, πῆ­ρα καὶ ἕ­να παλ­τὸ κι ἄ­νοι­ξα τὴν πόρ­τα.

        Πρὶν ἀ­κό­μη προ­λά­βω νὰ φτά­σω στὸ κε­φα­λό­σκα­λο, ἡ ἴ­δια Κυ­ρί­α πε­τά­χτη­κε ἀ­π’ τ’ ἀ­ρι­στε­ρὰ καί, πάν­το­τε φου­ρι­ό­ζα, δί­χως στιγ­μὴ νὰ στα­μα­τή­σει, μοῦ φώ­να­ξε: «Τί νὰ σοῦ ἔ­χω γιὰ με­ση­μέ­ρι; Καὶ μὴ δι­α­νο­η­θεῖς νὰ κά­τσεις μὲ τὶς ὧ­ρες, ὁ για­τρὸς τὸ εἶ­πε: Πρέ­πει νὰ ξε­κου­ρά­ζε­σαι.» Ἡ φω­νή της ἐρ­χό­ταν ἀ­π’ τὰ δε­ξιά μου τώ­ρα.


Ἤ­μουν πλέ­ον στὸν πά­νω ὄ­ρο­φο. Τζα­μα­ρί­ες παν­τοῦ καὶ μπρο­στά μου ἕ­νας κα­να­πὲς μὲ τὸ τρα­πε­ζά­κι – τὸ κα­θι­στι­κό. Ἀ­να­ρω­τή­θη­κα γιὰ λί­γο ἂν πρέ­πει νὰ πά­ω ἀ­ρι­στε­ρὰ ἢ δε­ξιά, πά­λι ὅ­μως ἤ­ξε­ρα πὼς ἀ­ρι­στε­ρὰ εἶ­ναι ἡ κου­ζί­να, καὶ πὼς ἐ­γὼ πρέ­πει νὰ φύ­γω. Προ­χώ­ρη­σα λοι­πὸν στὰ δε­ξιὰ καί, δυ­ὸ-τρί­α βή­μα­τα με­τά, βρέ­θη­κα σ’ ἕ­να τε­ρά­στιο σα­λό­νι: Ἐμ­πρὸς ἡ τρα­πε­ζα­ρί­α, στὸ βά­θος δυ­ὸ κα­να­πέ­δες καὶ πέ­ρα, στὴν ἄ­κρα ἀ­ρι­στε­ρά, ἕ­να πιά­νο. Δί­πλα του ἡ μπαλ­κο­νό­πορ­τα καὶ πα­ρα­δί­πλα μιὰ πόρ­τα, ἡ ἔ­ξο­δος. «Τί κρί­μα», σκέ­φτη­κα, «ποὺ δὲν ἔ­χω τὸν χρό­νο νὰ μά­θω ἂν ξέ­ρω πιά­νο. Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο νὰ μὴν ξέ­ρω για­τί βι­ά­ζο­μαι». Ἡ Κυ­ρί­α, βέ­βαι­α, δὲ φαι­νό­ταν που­θε­νά. «Στὴ βε­ράν­τα θὰ εἶ­ναι μᾶλ­λον» σκέ­φτη­κα, «ἀλ­λά, ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει, δὲν μπο­ρῶ νὰ τὸ ρι­σκά­ρω. Ἄς φύ­γω, τώ­ρα ποὺ προ­λα­βαί­νω».

        Προ­χώ­ρη­σα ἴ­σια στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα καί, πρὶν τὴν ἀ­νοί­ξω, κον­το­στά­θη­κα καὶ φώ­να­ξα «Φεύ­γω», χω­ρὶς νὰ πά­ρω ἀ­πάν­τη­ση. Μπῆ­κα στὸ ἀ­σαν­σὲρ καὶ πά­τη­σα τὸ κουμ­πὶ τοῦ ἰ­σο­γεί­ου.

        Τέ­ταρ­τος ὄ­ρο­φος. «Ἄ­ρα ἤ­μουν στὸν πέμ­πτο». Κα­θὼς οἱ ὄ­ρο­φοι κα­τέ­βαι­ναν, σκέ­φτη­κα: «Καὶ τί χαί­ρο­μαι ποὺ ξέ­φυ­γα, ἀ­φοῦ δὲν ξέ­ρω ἀ­πὸ τί; Καὶ ποῦ θὰ πά­ω τώ­ρα;… Για­τί φεύ­γω;… Δὲν ξέ­ρω για­τί, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ γυ­ρί­σω… Ἀ­φοῦ μὲ πε­ρι­μέ­νουν…»

        Ἀ­πὸ τὸ ἀ­σαν­σὲρ βγῆ­κα στὸν δι­ά­δρο­μό τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, καὶ ἔ­ψα­ξα τὶς τσέ­πες μου. Οὔ­τε χαρ­τιά, οὔ­τε λε­φτά, οὔ­τε τί­πο­τα Δὲν ἤ­ξε­ρα κὰν σὲ ποι­ά πό­λη καὶ σὲ ποι­ά χώ­ρα βρί­σκο­μαι. Τὸ ἀ­πο­φά­σι­σα. «Θὰ γυ­ρί­σω πί­σω καὶ θὰ ρω­τή­σω.»

        Μπῆ­κα στὸ ἀ­σαν­σὲρ καὶ πά­τη­σα τὸ κουμ­πὶ τοῦ πέμ­πτου. Κα­θὼς ἀ­νέ­βαι­να ἔ­νι­ω­θα ἀ­μή­χα­να. Ντρε­πό­μουν νὰ ἐ­νο­χλή­σω πά­λι αὐ­τὴν τὴν πο­λυ­ά­σχο­λη Κυ­ρί­α, ποὺ τό­σο ἀ­γω­νι­οῦ­σε μὴν ἀρ­γή­σω. Δὲν εἶ­χα ὅ­μως ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γή.


Ἤ­μου­να πιὰ μπρο­στὰ στὴ μί­α καὶ μο­να­δι­κὴ πόρ­τα τοῦ πέμ­πτου. Οὔ­τε ὄ­νο­μα, οὔ­τε μα­τά­κι – τί­πο­τα, μό­νο το κου­δού­νι. Τὸ χτύ­πη­σα, καὶ πε­ρί­με­να. Δευ­τε­ρό­λε­πτα με­τὰ ἀ­κού­στη­καν βι­α­στι­κὰ βή­μα­τα, κι ἡ πόρ­τα ἄ­νοι­ξε. Μπῆ­κα καὶ εἶ­δα τὴν πλά­τη τῆς Κυ­ρί­ας ν’ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται βι­α­στι­κά, τρέ­χον­τας σχε­δόν. Φο­βή­θη­κα ὅ­τι πά­λι θὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. «Ἐ­ε­ε­ε­ε…», εἶ­πα, τρέ­χον­τας κι ἐ­γὼ πί­σω της.

        «Για­τί γύ­ρι­σες;», μοῦ φώ­να­ξε δί­χως νὰ στα­μα­τή­σει. Ἤ­μα­σταν ἤ­δη στὸ κα­θι­στι­κὸ καὶ τρέ­χα­με πρὸς τὴν κου­ζί­να. «Μι­σὸ λε­πτό», τῆς φώ­να­ξα, κι ἀ­μέ­σως ντρά­πη­κα. «Πο­λὺ δυ­να­τὰ τὸ εἶ­πα», σκέ­φτη­κα, καὶ αἰ­σθα­νό­μουν χει­ρό­τε­ρα ἀ­πὸ πρίν. Κον­το­στά­θη­κε, γύ­ρι­σε πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ μὲ κοί­τα­ξε. Τὰ μά­τια της ἦ­ταν κοκ­κι­νι­σμέ­να καὶ γυ­ά­λι­ζαν. «Τί ἔ­γι­νε πά­λι; Τί ξέ­χα­σες;», μοῦ εἶ­πε θυ­μω­μέ­να, καὶ φαι­νό­ταν ἕ­τοι­μη πά­λι νὰ φύ­γει. Ξε­ρο­κα­τά­πια. «Συγ­γνώ­μη», τῆς εἶ­πα κομ­πι­ά­ζον­τας, «Ποι­ὰ εἶ­σαι;».

        Χα­μή­λω­σε τὰ μά­τια καὶ με­μιᾶς σω­ρι­ά­στη­κε στὴν πο­λυ­θρό­να. Γιὰ λί­γο ἔ­μοια­ζε νὰ ἠ­ρε­μεῖ. Μό­νο γιὰ λί­γο. Ὕ­στε­ρα ξα­να­θύ­μω­σε, καὶ μοῦ φώ­να­ξε νευ­ρι­α­σμέ­νη: «Δὲν νο­μί­ζεις ὅ­τι πα­ρα­τρά­βη­ξε αὐ­τό; ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ! ΦΤΑ-ΝΕΙ! Πρέ­πει νὰ ξε­χά­σεις κά­ποι­α στιγ­μὴ καὶ νὰ προ­χω­ρή­σεις. Πές, ρὲ παι­δί μου, ὅ­τι ξυ­πνᾶς μιὰ μέ­ρα καὶ τὰ ἔ­χεις ἀ­φή­σει ὅ­λα πί­σω. Πὲς ὅ­τι μιὰ μέ­ρα ξυ­πνᾶς, καὶ δὲν θυ­μᾶ­σαι τί­πο­τα.»



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἄν­να Στρού­λια (Βό­λος, 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη (ΑΠΘ), Γλωσ­σο­λο­γί­α (ΜΑ, Paris 8) καὶ Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­παί­δευ­σης στὸ Πα­ρί­σι (ΜΑ, Paris 5), Ἐ­πι­μέ­λεια Κει­μέ­νων (ΜΙΕΤ) καὶ Κα­λὲς Τέ­χνες στὴν Ἀ­θή­να (MA, ΑΣΚΤ), ὅ­που ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται. Ἔρ­γα της ἔ­χουν ἐ­κτε­θεῖ στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό.