.
.
Μάικλ Νάιτ (Michael Knight)
.
Ὁ Ὑπνωτιστής
(The Mesmerist)
.
ΜΟΥΝΤΥ(1) μόλις ἐπιβιβάστηκε στὸ Silver Star(2) μὲ κατεύθυνση τὴν Οὐάσινγκτον· ἐκεῖ θὰ ἔπαιρνε τὸ Crescent(3) καὶ θὰ ταξίδευε ὅλη νύχτα. Στὴ Νέα Ὀρλεάνη μιὰ μουσικὴ σκηνὴ ἀναζητοῦσε κάποιον ὑπνωτιστὴ γιὰ νὰ ἀνοίξει τὴν παράσταση· εἶχε ξαναπαίξει ἐκεῖ στὸ παρελθόν. Στὴ θέση ἀπέναντί του, ἕνα κορίτσι διάβαζε κάποιο περιοδικὸ μόδας. Φοροῦσε κολεγιακὸ φοῦτερ (ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΒΟΣΤΩΝΗΣ ΛΕΣΧΗ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΔΩΜΑΤΙΟΥ) καὶ κάθε τόσο μάζευε τὴν ἴδια πεισματάρικη τούφα πίσω ἀπὸ τὸ ἀφτί της. Ὁ Μούντυ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τοὺς ἀνθρώπους καί, σὲ αὐτὸ τὸ κορίτσι, ἀναγνώρισε μιὰ κάποια θλίψη, κάτι οἰκεῖο καὶ κοντινὸ στὴν καρδιά του. Τὸ εἶδε στοὺς πεσμένους ὤμους της. Τὸ εἶδε στὴν ὑπόνοια ποὺ εἶχε ἀφήσει ἡ φυσιολογικὴ φθορὰ γύρω ἀπὸ τὰ μάτια της. Φέρελπις καὶ φοβισμένη. Ἄτυχη σὲ ὅλη της τὴ ζωή. Κάποιος μᾶλλον τῆς εἶχε ραγίσει τὴν καρδιὰ καιρὸ πρίν.
«Μὲ παρακολουθεῖς;» εἶπε ἐκείνη. «Δὲν μ’ἀρέσει καθόλου νὰ μὲ παρακολουθοῦν.»
Ἔκλεισε τὸ περιοδικὸ κι ἔστρεψε τὸ βλέμμα πρὸς τὸν Μούντυ. Μὲ μιὰ κίνηση, ἐκεῖνος ἔβαλε τὸ χέρι του στὴν τσέπη τοῦ παλτοῦ του, τράβηξε ἕνα μικροσκοπικὸ φακὸ καὶ τίναξε τὴν ἀκτίνα φωτὸς πάνω στὴ νοητὴ γραμμὴ τοῦ βλέμματός της. Κι εἶπε: «Κάθε μῦς στὸ σῶμα σου εἶναι χαλαρὸς τώρα. Τραβῶ τὰ μάτια σου τὰ κλειστὰ μὲ μεταξένια νήματα.» Τὸ κορίτσι ἄνοιξε τὸ στόμα του, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ μιλήσει, σωριάστηκε στὴ θέση του. Ἐκεῖνος μέτρησε ἀντίστροφα ἀπὸ τὸ δέκα μέχρι τὸ ἕνα, καὶ ὅταν τελείωσε, ἐκείνη εἶχε ἀποκοιμηθεῖ μὲ τὰ χέρια της στραμμένα πρὸς τὰ πάνω, κρεμασμένα δίπλα της. Τὸ κεφάλι της τιναζόταν καθὼς τραντάζονταν περνώντας μιὰ γέφυρα. Εἶχε μιὰ ὄψη ἀπροσδιόριστης ἔκπληξης.
Στὴ Φιλαδέλφεια, ὁ Μούντυ τὴν ὁδήγησε μέσα ἀπὸ τὸ ρεῦμα τῶν ἐνθουσιωδῶν ἐπιβατῶν κι ἀγόρασε δυὸ εἰσιτήρια γιὰ τὴν κλινάμαξα μὲ κατεύθυνση τὸ Κλίβελαντ. Καθὼς διέσχιζαν τὴ χώρα μὲς στὸ σκοτάδι, ὁ Μούντυ περιέγραφε τὴ ζωὴ ποὺ θὰ εἶχαν ἀπὸ κοινοῦ. Τῆς εἶπε πὼς ποτὲ δὲν θὰ ἦταν μόνη. Τῆς εἶπε πὼς θὰ τὴν διέκρινε ἡ χάρη κι ἡ γοητεία. «Θὰ ξαναμετρήσω», εἶπε. «Αὐτὴ τὴ φορά, ὅταν ξυπνήσεις, δὲν θὰ σὲ συνδέει τίποτα πλέον μὲ τὴ δυστυχία.»
Ὁ Μούντυ βρῆκε πρωινὴ δουλειὰ καὶ νοίκιασαν ἕνα σπίτι σὲ μιὰ πολυτελέστατη γειτονιὰ χτισμένη μὲ τοῦβλα καὶ σκιά. Ἦταν χαρούμενοι γιὰ λίγο. Ἡ Πηνελόπη ἔκανε μαθήματα πιάνου μὲ μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα στὸ ἴδιο οἰκοδομικὸ τετράγωνο, τὴν κ. Μπέρυμαν, ποὺ κάθε τόσο σταματοῦσε τὸν Μούντυ στὸν δρόμο καὶ τοῦ ἔλεγε, «Αὐτὴ ἡ Πηνελόπη σου εἶναι ἡ πιὸ ἀποφασισμένη μαθήτρια ποὺ εἶχα ποτέ. Εἶναι σὰν νὰ ξέρει πιάνο ἀπὸ γεννησιμιοῦ της.» Ὅταν ὁ καιρὸς τὸ ἐπέτρεπε, ἄφηναν ἀνοιχτὰ τὰ παράθυρα κι ὁ Μούντυ τὴν ἄκουγε νὰ ἐξασκεῖται καθὼς ἐπέστρεφε στὸ σπίτι τους τὴ νύχτα. Στεκόταν στὴν αὐλὴ θαυμάζοντας τὰ ἁπλὰ τοῦβλα καὶ τὰ ντελικάτα σφενδάμια κι ἔνιωθε ἔκπληκτος, συναισθανόμενος ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ ζωὴ ποὺ ἀναζητοῦσε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια.
Ἕνα ἀπόγευμα, ἤδη σὲ ἀρκετὰ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὶς μελωδίες τῆς Πηνελόπης, ὁ Μούντυ διέκρινε ἕναν ξένο νὰ κρυφοκοιτᾶ ἀπὸ τὰ παράθυρα. Ἦταν φθινόπωρο καὶ τὰ φύλλα ἄλλαζαν χρῶμα στὰ κλαδιά τους. Ὁ Μούντυ ἔτρεξε, φωνάζοντας ἕνα φιλικὸ «γειά», κι ἀναρωτήθηκε φωναχτὰ τί ἔκανε ὁ ἄντρας ἐκεῖνος στὴ βεράντα του. Ὁ ἄντρας χαμογέλασε μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ὁ Μούντυ ἔπρεπε νὰ ἐκλάβει ὡςκαθησυχαστικό.
«Εἶμαι ἰδιωτικὸς ἐρευνητής», εἶπε. «Ψάχνω ἕνα κορίτσι.» Ἔβγαλε μιὰ φωτογραφία ἀπὸ τὸν χαρτοφύλακά του – ἡ Πηνελόπη μὲ πράσινη κορδέλα στερεωμένη στὸν ὦμο της.
«Τί κέρδισε;» εἶπε ὁ Μούντυ.
«Τὸ δεύτερο βραβεῖο στὸ Ρεσιτὰλ Πιάνου Fairfax County(4)», εἶπε. «Ἔπαιξε Σοπέν. Τὸ ὄνομά της εἶναι Πηνελόπη.»
Ὁ Μούντυ τράβηξε τὸ μικροσκοπικὸ φακὸ ἀπὸ τὴν τσέπη του κι ἄναψε τὴ δεσμίδα φωτὸς μὲ τὸν γνώριμο, ἐξασκημένο τρόπο του. Χαμήλωσε τὴ φωνή του καὶ εἶπε: «Κάποιο λάθος ἔχεις κάνει. Δὲν ὑπάρχει καμία Πηνελόπη ἐδῶ.»
«Κάποιο λάθος ἔχω κάνει», ἐπανέλαβε ὁ ἄντρας. «Δὲν ὑπάρχει καμία Πηνελόπη ἐδῶ.»
Τὰ μάτια του γυάλιζαν, τὸ στόμα του ἔχασκε. Ἡ φωτογραφία ἔπεσε στροβιλιζόμενη ἀπὸ τὶς ἄκρες τῶν δακτύλων του.
Ὁ Μούντυ εἶπε: «Ἴσως τὸ ἔσκασε γιὰ τὴν Ὀνδούρα. Πρέπει νὰ πᾶς ἐκεῖ καὶ νὰ ρίξεις μιὰ ματιά.»
«Ἴσως τὸ ἔσκασε γιὰ τὴν Ὀνδούρα», ἐπανέλαβε ὁ ἄντρας. «Πρέπει νὰ πάω ἐκεῖ καὶ νὰ ρίξω μιὰ ματιά.»
Ὁ Μούντυ τὸν εἶδε νὰ περπατᾶ στὸ πεζοδρόμιο τρεκλίζοντας μέχρι τὸ αὐτοκίνητό του καὶ νὰ φεύγει. Ἔσκυψε καὶ σήκωσε τὴ φωτογραφία, κι ἔμεινε ἐκεῖ νὰ τὴν κοιτάζει ἕως ὅτου ἡ μουσικὴ τῆς Πηνελόπης ξανάφτασε στὰ ἀφτιά του, ἕνας μελαγχολικὸς ἦχος στὸν εὔθραυστο ἀέρα.
Τὰ Χριστούγεννα, κάλεσαν τὴν κυρία Μπέρυμαν, ποὺ ζοῦσε μόνη. Μετὰ τὸ δεῖπνο κάθισε δίπλα στὴν Πηνελόπη στὸ σκαμπὸ τοῦ πιάνου καὶ ἔπαιξαν μαζὶ χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ὅταν κουράστηκε πιά, τύλιξαν τὴν κ. Μπέρυμαν μὲς στὸ παλτό της καὶ τὴν πῆγαν σπίτι μὲ τὰ πόδια. Στάθηκαν στὸ κράσπεδο καὶ ἔβλεπαν τὸ χιόνι νὰ μαζεύεται στὸ καπὸ τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ Μούντυ.
Ἡ Πηνελόπη εἶπε: «Μ’ἀρέσει ἔτσι ὅπως τὸ χιόνι καλύπτει καὶ παράλληλα μεγεθύνει τὰ πάντα. Ἡ φωνή μου ἀκούγεται τόσο δυνατὴ τώρα.»
Ὁ Μούντυ γλίστρησε τὸ χέρι του γύρω ἀπὸ τὴ μέση της, ἄφησε τὴ σιωπὴ ποὺ δυνάμωνε νὰ κυλήσει ἀργὰ πίσω ἀπὸ τὰ λόγια της. Φίλησε τὴν κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ τῆς Πηνελόπης, τὰ μαλλιά της ἦταν κρύα κι εὔθραυστα, σκονισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι.
Τῆς εἶπε: «Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχες βάλει τὸ καπέλο σου.»
«Ἐντάξει εἶμαι», εἶπε ἐκείνη. «Ὅλο μὲ νταντεύεις, Μούντυ.»
Ἔγειρε τὸ κεφάλι της στὸν ὦμο του καὶ τὸν τράβηξε πρὸς τὸ μέρος της. Τὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα ἔλαμπαν ἀνάμεσα στὶς παραμερισμένες κουρτίνες. Τὸ χιόνι λαμπύριζε. Ὁ Μούντυ ἀναρωτήθηκε ἂν οἱ πατημασιές τους θὰ εἶχαν καλυφθεῖ ὣς τὸ πρωί.
1. Τὸ ὄνομα Μούντυ (στὰ ἀγγλικὰ “Moody”) ἀναφέρεται στὸν κυκλοθυμικό, δύσθυμο ἄνθρωπο.
2. Δρομολόγιο ἐπιβατικοῦ τρένου ποὺ καλύπτει μεγάλο μέρος τῶν ΗΠΑ.
3. Ἐπιβατικὸ τρένο στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῶν ΗΠΑ.
4. Κομητεία στὴ Βόρεια Βιρτζίνια τῶν ΗΠΑ.
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James and Robert Shapard, eds., Flash Fiction Forward, 80 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.
Μάικλ Νάιτ (Michael Knight). Εἶναι συγγραφέας δύο μυθιστορημάτων, Divining Rod καὶ The Typist· δύο συλλογῶν διηγημάτων, Dogfight and Other Stories καὶ Goodnight, Nobody· καὶ μίας συλλογῆς μὲ νουβέλες, The Holiday Season. Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ Esquire, The New Yorker καὶ Oxford American. Διδάσκει Δημιουργικὴ Γραφὴ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Τενεσί.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Ἑλένη [Νέλλη] Μπουραντάνη (Πειραιᾶς, 1976). Ἐκπαιδευτικός, μεταφράστρια. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία καὶ Λογοτεχνικὴ Μετάφραση στὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἐργάζεται στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴ δημιουργικὴ γραφὴ καὶ τὴ συγγραφή. Δημοσίευσε (μεταξὺ ἄλλων) τὸ διήγημα «Habari Rafiki!» στὸ συλλογικὸ ἔργο: Φανταστεῖτε τὸ μέλλον σας σὲ μιὰ πόλη ποὺ ἀλλάζει (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἰανός, 2009).
Filed under: Αγγλικά,Ερωτας,Μπουραντάνη Ελένη,Μυστήριο,Μοναξιά,Knight Michael | Tagged: Διήγημα,Ελένη Μπουραντάνη,Λογοτεχνία,Michael Knight | Τὰ σχόλια στὸ Μάικλ Νάιτ (Michael Knight): Ὁ Ὑπνωτιστής ἔχουν κλείσει