Πάμελα Πέιντερ (Pamela Painter): Γίνομαι Σοφότερη

 

Painter,Pamela-GinomaiSofoteri--Eikona-02

 

Πάμελα Πέιντερ (PamelaPainter)

 

Γίνομαι Σοφότερη

(I G­et S­m­a­rt)

 

ΤΟΥ ΛΕΩ πὼς σκέ­φτο­μαι νὰ πά­ρω μιὰ νέ­α γά­τα.

       «Μὲ τί­πο­τα», ἀ­παν­τά­ει, σὰν νὰ μὴν εἶ­ναι δι­α­πραγ­μα­τεύ­σι­μο. Σὰν νὰ ἔ­χω νὰ πλη­ρώ­σω τὸ μι­σὸ ἐ­νοί­κιο ἀ­πὸ τό­τε στὸ με­τα­πτυ­χια­κὸ καὶ ὅ­λες οἱ γά­τες κο­στί­ζουν, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης καὶ τῆς νέ­ας στι­λά­της πόρ­τας γιὰ γά­τες ποὺ εἶ­ναι ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη δί­πλα ἀ­πὸ τὸ ψυ­γεῖ­ο.

       Τοῦ ἐ­ξη­γῶ πὼς βρι­σκό­μουν στὸ Κέν­τρο Δι­ά­σω­σης Ζώ­ων καὶ εἶ­δα πὼς ἔ­χουν δε­κα­ε­πτὰ ἀ­ξι­α­γά­πη­τα γα­τά­κια – σ’ ὅ­λα τὰ χρώ­μα­τα. «Τὸ μό­νο ποὺ μέ­νει εἶ­ναι νὰ δι­α­λέ­ξεις τὸ χρῶ­μα» τοῦ λέ­ω.

       «Γιὰ στά­σου», ἀ­παν­τά­ει, κα­θὼς πα­ρα­τάσ­σει τὸ μυ­τε­ρὸ λο­γι­στι­κό του μο­λύ­βι ὁ­ρι­ζον­τί­ως στὸ πά­νω μέ­ρος τοῦ σταυ­ρό­λε­ξου καὶ κρο­τα­λί­ζει νευ­ρι­κὰ τὶς ἀρ­θρώ­σεις τοῦ δε­ξιοῦ του χε­ριοῦ. «Δὲν θέ­λω κι ἄλ­λη γά­τα. Τί πρό­βλη­μα ἔ­χουν οἱ τρεῖς ποὺ ἔ­χου­με;»

       Ἐν τῷ με­τα­ξύ, οἱ τρεῖς ποὺ ἔ­χου­με, ἀ­κοῦ­νε τὸν τό­νο τῆς συ­ζή­τη­σής μας νὰ ὑ­ψώ­νε­ται καὶ βα­δί­ζουν πρὸς τὴν κου­ζί­να γιὰ νὰ δοῦν τί συμ­βαί­νει. Ἡ περ­σι­κή, ἡ Τζα­νέτ, μπαι­νο­βγαί­νει ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὰ πό­δια μου καὶ τὸ μα­κρύ της τρί­χω­μα ἀ­νε­μί­ζει, κα­θὼς ὁ γκρι­ζο-ρι­γω­τὸς Πα­ρα­πο­νιά­ρης πη­δά­ει πά­νω στὸ ψυ­γεῖ­ο ἀ­νοι­γο­κλεί­νον­τας τὰ βλέ­φα­ρά του πρὸς ἐ­μᾶς. Ἡ Ρο­δα­κι­νού­λα ἡ τρί­χρω­μη, πη­δά­ει μέ­σα στὴν ἀγ­κα­λιά μου καὶ τρί­βει τὸ ἐ­ρε­θι­σμέ­νο μου στο­μά­χι. Οὔ­τε μιὰ γά­τα δὲν πλη­σιά­ζει τὸν Ρό­ι. «Δὲν τρέ­χει τί­πο­τα μὲ τὶς τρεῖς ποὺ ἔ­χου­με», τοῦ ἀ­παν­τά­ω.

       «Τό­τε ξέ­χα­σε τὴν ἰ­δέ­α γιὰ μιὰ νέ­α γά­τα», λέ­ει καὶ βυ­θί­ζε­ται στὸ σταυ­ρό­λε­ξό του.

       Ξύ­νω τὴν Ρο­δα­κι­νού­λα στὸ ση­μεῖ­ο πί­σω ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ γιὰ νὰ τὴν κά­νω νὰ γουρ­γου­ρί­σει καὶ τε­λει­ώ­νω τὸ κυ­ρι­α­κά­τι­κό μου φλι­τζά­νι ἀ­λη­θι­νοῦ κα­φέ. Ἔ­χω ἤ­δη τε­λει­ώ­σει ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο τοῦ σταυ­ρο­λέ­ξου τοῦ Ρό­ι καὶ ξέ­ρω ἀ­κρι­βῶς πιὰ λέ­ξη θὰ τὸν δυ­σκο­λέ­ψει.

       Τὴν ἑ­πό­με­νη Κυ­ρια­κή, κά­που ἀ­νά­με­σα στὰ σταυ­ρό­λε­ξα καὶ τοὺς κα­φέ­δες κά­νω τὶς συ­στά­σεις λέ­γον­τας, «Λοι­πόν, τώ­ρα ἔ­χου­με τρεῖς και­νούρ­γι­ες γά­τες».

       Ὁ Ρό­ι ἀ­γρι­εύ­ει, μὲ ση­μα­δεύ­ει μὲ τὸ μο­λύ­βι του καὶ ξε­φω­νί­ζει, «Τί στὸ δι­ά­ο­λο – σοῦ εἶ­πα…»

       Τοῦ λέ­ω, «Ἠ­ρέ­μη­σε, μὴν νευ­ριά­ζεις πρὶν τὰ γνω­ρί­σεις». Ἀλ­λὰ ὁ τό­νος τῆς φω­νῆς του ὑ­ψώ­νε­ται πα­ρὰ τὶς προ­σπά­θει­ές μου νὰ κρα­τή­σω τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α. Ἔ­τσι, ὑ­ψώ­νω καὶ ἐ­γὼ τὸν τό­νο τῆς φω­νῆς μου, ὅ­πως γί­νε­ται σὲ κά­θε σω­στὴ δι­ω­δί­α καὶ τώ­ρα σί­γου­ρα οἱ γά­τες ἔρ­χον­ται νὰ δοῦν τί συμ­βαί­νει.

       «Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ Σα­βά­να», λέ­ω ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ Ρο­δα­κι­νού­λα μα­στι­γώ­νον­τας μὲ τὴν οὐ­ρά της τὸν ἀ­έ­ρα, ἰ­σο­ζυ­γί­ζον­τας τὴ δυ­σχε­ρῆ μου θέ­ση. Ὁ Ρό­ι ξε­φυ­σᾶ καὶ προ­σπα­θῶ νὰ θυ­μη­θῶ, ἂν ἔ­χει πο­τὲ κα­λέ­σει ὀ­νο­μα­στι­κὰ τὶς γά­τες. «Καὶ αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Γό­ης», δεί­χνον­τας τὸν Πα­ρα­πο­νιά­ρη ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­πὸ τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ ψυ­γεί­ου ἰ­σορ­ρο­πών­τας σὲ στά­ση τῶν τρι­ῶν. «Πο­τὲ δὲν ἐ­νήρ­γη­σε σὰν ἕ­νας πα­ρα­πο­νιά­ρης», συ­νε­χί­ζω. «Γι’ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸν λό­γο οἱ γο­νεῖς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἀλ­λά­ζουν τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν παι­δι­ῶν τους κά­θε λί­γα χρό­νια ἢ νὰ τοὺς δί­νουν πα­ρα­τσού­κλια.»

       «Εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­θε­το», λέ­ει ὁ Ρό­ι. «Τὰ παι­διὰ ποὺ λέ­γον­ταν Φεγ­γα­ρο­α­χτί­δα, Αἰ­ώ­νια Ἀ­γά­πη καὶ Ἐ­λεύ­θε­ρος τώ­ρα ἀ­πο­κα­λοῦν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους Σού­ζι, Πὰτ καὶ Τζίμ.»

       «Βλέ­πεις;» λέ­ω.

       «Ὄ­χι», ἀ­παν­τά­ει, «δὲν βλέ­πω­», ἀρ­νού­με­νος νὰ ἑ­στιά­σει σὲ μέ­να ἢ στὶς γά­τες ἀ­φή­νον­τας τὸν κα­φέ του νὰ κρυ­ώ­σει. Ἡ Τζα­νὲτ πη­δά­ει πά­νω στὸν πάγ­κο καὶ συ­νε­χί­ζει ἐ­λα­φρο­πα­τών­τας πά­νω στὴν κου­ζί­να μα­γει­ρέ­μα­τος γιὰ νὰ πά­ει στὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­π’ ὅ­που πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὴ δρά­ση στὸν ὑ­ψη­λῆς τε­χνο­λο­γί­ας τρο­φο­δό­τη γιὰ που­λιὰ τοῦ χορ­το­φά­γου γεί­το­νά μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ἀ­σφα­λὴς ἐ­νάν­τια στὶς γά­τες. Λέ­ω στὸν Ρό­ι πὼς σί­γου­ρα θὰ θυ­μᾶ­ται τὸ ὄ­νο­μά της, ἀ­φοῦ πάν­τα λέ­ει, «Τί μπε­λάς. Ἔ­τσι, αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ Μπέ­λα».

       «Μὴν τὸ κά­νεις αὐ­τό», ξε­φω­νί­ζει.

       «Ἔ­τσι δὲν ἔ­χου­με μό­νο μί­α ἀλ­λὰ τρεῖς και­νούρ­γι­ες γά­τες», τοῦ ἀ­παν­τά­ω, κα­θὼς θά­βω τὴ μύ­τη μου στὴ γε­μά­τη μὲ βοῦ­λες γού­να τῆς Σα­βά­να. Εἶ­ναι μα­λα­κὴ καὶ ζε­στὴ ὅ­πως τὸ και­νούρ­γιο της ὄ­νο­μα καὶ τὰ γα­τί­σια της μά­τια θυ­μί­ζουν καυ­τὰ ἀ­φρι­κα­νι­κὰ λι­βά­δια καὶ ἁρ­πα­κτι­κὰ δέ­κα φο­ρὲς με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ αὐ­τήν.

       «Ἔ­χου­με τρι­ῶν γά­των – πε­ρί­ο­δο», λέ­ει ὁ Ρό­ι. Ἔ­χει ἕ­να τρό­πο νὰ τὰ κά­νει θά­λασ­σα στὴ σύν­τα­ξη.

       «Τρεῖς νέ­ες γά­τες», λέ­ω καὶ τὸ μο­λύ­βι τοῦ μα­νι­α­σμέ­νου, ὡ­σὰν ταύ­ρου, Ρό­ι ξε­πε­τά­γε­ται ψη­λὰ σὰν παι­χνί­δι γά­τας.

       Ὁ Γό­ης πη­δά­ει ἀ­πὸ τὸ ψυ­γεῖ­ο πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι καὶ γλι­στρά­ει μέ­σα στὸ σταυ­ρό­λε­ξο τοῦ Ρό­ι. Ὅ­μως ἡ ἀν­τί­δρα­ση τοῦ Ρό­ι εἶ­ναι ἄ­γρια καὶ ὁ Γό­ης γρυ­λί­ζει κα­θὼς ὁ Ρό­ι τὸν ἐκ­σφεν­δο­νί­ζει στὴν τρα­πε­ζα­ρί­α. Ἡ Μπέ­λα, ἡ πτη­νο-πα­ρα­τη­ρή­τρια, φέρ­νει τὸ ἕ­να της αὐ­τὶ τρι­γύ­ρω γιὰ νὰ ξέ­ρει πό­τε νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴ θέ­ση της. Ὁ Ρό­ι φτυ­α­ρί­ζει τὸ μο­λύ­βι του ἀ­πὸ τὸ πά­τω­μα καὶ τὸ πε­τᾶ πά­νω στὸ σταυ­ρό­λε­ξό του ἀ­η­δι­α­σμέ­νος. Τρεῖς λέ­ξεις νω­ρί­τε­ρα τὰ ἔ­κα­νε μαν­τά­ρα, ἀλ­λὰ δὲν θὰ τὸ ξέ­ρει αὐ­τὸ μέ­χρι νὰ τοῦ τὸ πῶ. Σκουν­τῶ τὴ Σα­βά­να νὰ φύ­γει ἀπ’ τὴν ἀγ­κα­λιά μου καὶ πά­ω γιὰ ντούς.

       Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν δύ­ο ἑ­πό­με­νων βδο­μά­δων, ὁ Ρό­ι τρε­λαί­νε­ται κά­θε φο­ρὰ ποὺ φω­νά­ζω τὶς γά­τες μὲ τὰ νέ­α τους ὀ­νό­μα­τα. Ἀλ­λὰ γί­νε­ται Τοῦρ­κος στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἡ Σα­βά­να, ὁ Γό­ης καὶ ἡ Μπέ­λα μα­θαί­νουν τὰ ὀ­νό­μα­τά τους τό­σο γρή­γο­ρα. Εἶ­ναι ὅ­λα θέ­μα το­νι­σμοῦ τῆς φω­νῆς, τοῦ λέ­ω.

       Τὴ «βρί­σκω» μὲ τὶς νέ­ες μου γά­τες.

       Λί­γους μῆ­νες με­τὰ γί­νο­μαι σο­φό­τε­ρη. Τὸ ἐ­περ­χό­με­νο κυ­ρια­κά­τι­κο πρω­ι­νὸ δὲν εἶ­ναι ὁ Ρό­ι ποὺ γε­μί­ζει τὸ σταυ­ρό­λε­ξο, εἶ­ναι ἕ­νας νέ­ος ἄν­δρας —κα­λύ­τε­ρος μὲ τὶς λέ­ξεις καὶ τὶς γά­τες— ὀ­νό­μα­τι Ράλφ.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes and Ro­bert Sha­pard, eds., Flash Fi­ction For­ward, 80 ve­ry short sto­ries, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.

 

PainterPamela-Eikona-01Πά­με­λα Πέ­ιν­τερ (P­a­m­e­laP­a­i­n­t­er). Συγ­γρα­φέ­ας δύ­ο συλ­λο­γῶν δι­η­γη­μά­των G­e­t­t­i­ngtok­n­owt­heW­e­a­t­h­er, ποὺ κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖ­ο G­L­CA A­w­a­rd, καὶ T­heLo­nga­ndS­h­o­rtS­t­o­ryofit. Ἔ­χει συμ­βά­λει ἐ­πί­σης στὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου W­h­atif? W­r­i­t­i­ngE­x­e­r­c­i­s­esf­orF­i­c­t­i­onW­r­i­t­e­rs. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ τρεῖς φο­ρὲς μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο P­u­s­h­c­a­rt, τὸ A­g­niR­e­v­i­e­w­’s καὶ τὸ T­heJ­o­hnC­h­e­e­v­erA­w­a­rd. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν ἀ­νε­βεῖ ἐ­πὶ σκη­νῆς στὰ W­o­rd T­h­e­a­t­re, S­t­a­ge T­u­r­n­er, καὶ W­e­l­l­f­l­e­et H­a­r­b­or A­c­t­o­rs T­h­e­a­t­re. Μιὰ βρα­βευ­μέ­νη ἱ­στο­ρί­α της, μὲ τί­τλο «L­ove Hu­rts», ἠ­χο­γρα­φή­θη­κε πρό­σφα­τα σὲ CD N­o­r­t­on. Ἡ P­a­i­n­t­er μέ­νει στὴ Βο­στό­νη καὶ δι­δά­σκει στὸ πρό­γραμ­μα Συγ­γρα­φῆς, Λο­γο­τε­χνί­ας καὶ Ἐκ­δό­σε­ων στὸ κο­λέ­γιο Ἔ­μερ­σον. Ἡ και­νού­ρια της συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των μὲ τί­τλο W­o­u­l­d­n­’ty­oul­i­ketok­n­ow κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 2010 ἀ­πὸ τὸ C­a­r­n­e­g­ie M­e­l­l­on U­n­i­v­e­r­s­i­ty P­r­e­ss.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Γιῶργος Ὀρφανός. Φοι­τη­τὴς τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.