Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος: Ἡ λι­τα­νεί­α


Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος

 

Ἡ λι­τα­νεί­α

 

ΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 195Χ, ὁ μή­νας Αὔ­γου­στος στὴν ἀρ­χή του, ἄ­νυ­δρη χρο­νιά, μῆ­νες εἶ­χε νὰ φα­νεῖ σύν­νε­φο στὸν οὐ­ρα­νό, ὁ ἥ­λιος ἀ­πὸ εὐ­ερ­γέ­της, δυ­νά­στης, ἀ­νε­λέ­η­τος καύ­σω­νας, ἔ­­λι­ω­νε τὸ βό­λι πέ­ρα στὰ στουρ­νά­ρια. Καὶ δὲν ἔ­φτα­ναν ὅ­λα αὐ­τά, ἀν­τὶ νὰ φα­νοῦν σύν­νε­φα βρο­χῆς, σύν­νε­φα ἀ­πὸ ἀ­κρί­δες κά­λυ­ψαν τὸν οὐ­ρα­νό, ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­κρί­δες πει­να­σμέ­νες, λὲς καὶ τὶς γεν­νοῦ­σε ἡ γῆ, ρο­κά­νι­ζαν ὅ,τι φυλ­λα­ρά­κι πρά­σι­νο ἔ­βρι­σκαν μπρο­στά τους, μέ­ρα καὶ νύ­χτα, ἀ­στα­μά­τη­τα. Τὰ σπαρ­τά, τὰ κη­πευ­τι­κά, τὰ λου­λού­δια, τὰ δέν­δρα ἀ­φα­νί­ζον­ταν, σή­με­ρα τὸ κτῆ­μα τοῦ ἑ­νός, αὔ­ριο τὸ χω­ρά­φι τοῦ ἄλ­λου, λὲς καὶ εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει ἔρ­γο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­κτε­λοῦ­σαν μὲ σύ­στη­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι βρί­σκον­ταν σὲ ἀ­πό­γνω­ση, σὲ ἀ­πελ­πι­σί­α, ὁ λι­μὸς θὰ τοὺς ἀ­φά­νι­ζε κι αὐ­τούς. Πολ­λοὶ μι­λοῦ­σαν γιὰ ὀρ­γὴ θε­οῦ, ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν ὑ­πο­μο­νή, ἄλ­λοι σι­χτί­ρι­ζαν, ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν προ­σευ­χές.

        Ἦ­ταν Κυ­ρια­κὴ πρω­ί, ὅ­ταν ὅ­λοι μα­ζεύ­τη­καν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ Πα­πα­γι­ώρ­γης στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα τὴ λει­τουρ­γί­α, ξε­σκέ­πα­σε τὴν ἁ­γί­α τρά­πε­ζα, δί­πλω­σε μὲ εὐ­λά­βεια τὸ ἀν­τι­τρα­πέ­ζιο καὶ τὸ ἔ­χω­σε στὸν κόρ­φο του, πῆ­ρε μὲ τὰ δυ­ό του χέ­ρια τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὸ ἀ­κούμ­πη­σε στὸ στῆ­θος του, βγῆ­κε πρῶ­τος ἔ­ξω στὸ δρό­μο καὶ μπῆ­κε μπρο­στά. Ἀ­πὸ κον­τά το ἐκ­κλη­σί­α­σμα ἀ­κο­λου­θοῦ­σε σὰν πο­τά­μι. Ἡ πομ­πὴ πῆ­γε πρὸς τὸν κάμ­πο, σὲ μιὰ το­πο­θε­σί­α ποὺ τὴν ἔ­λε­γαν Κα­ροῦ­λες. Κα­τα­με­σὶς σ’ ἕ­να χω­ρά­φι στά­θη­κε ὁ πα­πάς, ἦρ­θε κι ὁ κό­σμος, ἔ­κα­ναν ὅ­λοι ἕ­να κύ­κλο γύ­ρω του. Ξε­δί­πλω­σε αὐ­τὸς τὸ ὑ­φα­σμα­τά­κι τῆς ἁ­γί­ας τρά­πε­ζας καὶ τὸ ἔ­στρω­σε κά­τω στὸ χῶ­μα. «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ πα­τρός, τοῦ υἱ­οῦ καὶ τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος», ἀ­κού­στη­κε ἡ βρον­τε­ρὴ φω­νή του, «ἀ­μήν», ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν. Ἔ­ψα­λαν τὸ, «Σῶ­σον κύ­ρι­ε τὸν λα­όν σου», τὸ «πά­σα πνο­ὴ αἰ­νε­σά­τω τὸν κύ­ριον» καὶ πο­λὺ κα­τα­νυ­κτι­κά τὸ, «κα­τευ­θυν­θή­τω ἡ προ­σευ­χή μου ὡς θυ­μί­α­μα». Στὸ «πά­τερ ἠ­μῶν» ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὸ «δὸς ἠ­μὶν σή­με­ρον τὰ ὠ­φε­λή­μα­τα ἠ­μῶν» γο­νά­τι­σαν ὅ­λοι στὴ γῆ καὶ προ­σευ­χή­θη­καν. Ὁ πα­πὰς ἀ­νέ­γνω­σε τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο κι ἔ­δω­σε τὴν ἀ­πό­λυ­ση μὲ τὸ «δὶ’ εὐ­χῶν». Ἄ­ξαφ­να ὁ οὐ­ρα­νὸς γέ­μι­σε ἀ­πὸ μαῦ­ρα σύν­νε­φα, πρὶν προ­λά­βουν νὰ φτά­σουν ξα­νὰ στὰ σπί­τια ἐ­πί­α­σε δυ­να­τὴ βρο­χή, κα­τα­κλυ­σμός, πνί­γη­κε ὁ τό­πος. Μα­ζὶ πνί­γη­καν καὶ τὰ λε­φού­σια οἱ ἀ­κρί­δες ποὺ ρή­μα­ζαν κι ἀ­φά­νι­ζαν τὰ σπαρ­τά, ἀ­παλ­λά­χτη­κε ὁ τό­πος.

        Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­κρί­δες, ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­λο­καί­ρι, ἐ­κεῖ­νο κι ὄ­χι ἄλ­λο, κα­θώς μοῦ ἔ­λε­γαν οἱ πα­λι­ό­τε­ροι, ἔρ­χον­ταν κύ­μα­τα κύ­μα­τα καὶ ρο­κά­νι­ζαν τὰ σπαρ­τά, τὰ κη­πευ­τι­κά, τὰ δέν­τρα, τὰ λου­λού­δια, τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­ρα καὶ νύ­χτα. Ρή­μα­ζαν τὶς σο­δι­ές, ἔ­φερ­ναν τὴ φτώ­χεια καὶ τὴν ἀ­νέ­χεια στὰ σπί­τια.

        Ὁ Πα­πα­γι­ώρ­γης συμ­μά­ζε­ψε τὸ ἀν­τι­τρα­πέ­ζιο ἀ­πὸ τὴ γῆ, τὸ δί­πλω­σε εὐ­λα­βι­κά, τὸ ἀ­σπά­στη­κε, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­σπά­ζον­ταν τὴν ἁ­γί­α τρά­πε­ζα κά­θε Κυ­ρια­κή, καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν κόρ­φο του. Ἔ­βα­λε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο κά­τω ἀ­πὸ τὸ ρά­σο γιὰ νὰ μὴν βρα­χεῖ. Πῆ­ρε τὸ δρό­μο κι αὐ­τὸς γιὰ τὸ σπί­τι του τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­π’ ὅ­λους, χω­ρὶς νὰ βι­ά­ζε­ται. Τὸ νε­ρὸ τῆς δυ­να­τῆς βρο­χῆς τοῦ ἔ­λου­ζε τὰ μαλ­λιὰ καὶ τὰ γέ­νια. «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ πα­τρὸς καὶ τοῦ υἱ­οῦ καὶ τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος», τὸν ἄ­κου­σαν νὰ μο­νο­λο­γεῖ, κα­θὼς πλα­τσού­ρι­ζε μέ­σα στὰ νε­ρά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος (1955, Αἰ­τω­λί­α). Σπού­δα­σε οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ ἐρ­γά­στη­κε στὸν τρα­πε­ζι­κὸ χῶ­ρο. Συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του μὲ τὸν τί­τλο, Ἐξ ἀ­δι­α­θέ­του, ἐκ­δό­θη­κε τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2020 ἀ­πὸ τὶς Ἐκ­δό­σεις «Ἀ­λε­ξάν­δρεια».


Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης: Ὁ πα­τέ­ρας



Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης


Ὁ πα­τέ­ρας


ΕΣΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ βα­σι­λι­κός. Τὸ φύλ­λω­μά του ἔ­χει ἀ­ραι­ώ­σει, πολ­λὰ φύλ­λα του ἔ­χουν μα­ρα­θεῖ. Ἕ­να σύν­νε­φο ἀ­πὸ πρά­σι­να μι­κρο­σκο­πι­κὰ μυ­γά­κια ση­κώ­νε­ται ὅ­ταν ἀ­να­μο­χλεύ­ω τὰ κλα­διά του. Μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ σά­πιο χῶ­μα μέ­νει στὰ χέ­ρια μου. Ψά­χνω στὸ ἴν­τερ­νετ γιὰ λύ­ση. Μᾶλ­λον με­λίγ­κρα, κα­τα­λή­γω, καὶ τὸν ψε­κά­ζω ἕ­να αὐ­το­σχέ­διο μεῖγ­μα μὲ σα­πού­νι καὶ νε­ρό. Μαύ­ρη ἐ­πί­στρω­ση κα­λύ­πτει κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ κλω­νά­ρια του. Μύ­κη­τας τῆς κα­πνιᾶς, ἀ­π’ ὅ­τι δι­α­βά­ζω. Τὸν πα­ρα­τη­ρῶ ἀ­δύ­να­μο καὶ κα­τσού­φη. Χα­ϊ­δεύ­ω τὰ φύλ­λα του ποὺ τρί­βον­ται σὰν τσι­γα­ρό­χαρ­τα. Πό­σα πράγ­μα­τα δὲν ξέ­ρω γι’ αὐ­τόν. Ἔ­πρε­πε ν’ ἀρ­ρω­στή­σει γιὰ νὰ ἀ­σχο­λη­θῶ. Τί ρά­τσα νὰ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε; Σγου­ρός, πλα­τύ­φυλ­λος, τζε­νο­βέζ, νυ­χά­τος, κόκ­κι­νος (μᾶλ­λον ὄ­χι), ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κος, δεν­τρο­βα­σι­λι­κός; Πῶς νὰ πεῖ κα­νεὶς στὰ χά­λια ποὺ εἶ­ναι; Εἶ­ναινὰ τὸν λυ­πᾶ­σαι.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κη­ς ζεῖ στὴ Ση­τεί­α μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Παι­δί­α­τρος. Εἶ­ναι φα­να­τι­κὸς ἀ­να­γνώ­στης.


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυ­ρί­α X κα­τέ­βη­κε πα­νέ­τοι­μη στὴν πα­ρα­λί­α. Ψά­θι­νη τσάν­τα, κα­πε­λά­κι, γυα­λιὰ ἡ­λί­ου, κα­ρε­κλά­κι, πε­τσε­τού­λα, ὀμ­πρε­λί­τσα, κα­φε­δά­κι, νε­ρά­κι, βι­βλί­ο. Τὸ μα­γιὸ τὸ φο­ροῦ­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       Πρῶ­τα δο­κί­μα­σε τὴν ἄμ­μο. Ζε­στὴ τό­σο ὅ­σο. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ μπρο­στά της. Ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ θά­λασ­σα συ­ναν­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ ἔ­λε­γαν ὅ­πως πάν­τα. Κου­βέν­τες σὲ μπλὲ ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ Κυ­ρί­α X χα­μο­γέ­λα­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­λα ἦ­ταν ὅ­πως ἔ­πρε­πε.

       Ἔ­στη­σε τὴν ὀμ­πρε­λί­τσα της. Πρά­σι­νη στὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­λιᾶς. Με­τὰ ξε­δί­πλω­σε τὴν κα­ρε­κλί­τσα της. Κί­τρι­νη σὰν τὸ λε­μό­νι. Τέ­λος, ἔ­στρω­σε τὴν πε­τσε­τού­λα της. Κόκ­κι­νη τῆς φω­τιᾶς. Ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­να­στε­ναγ­μὸ ἀ­πό­λαυ­σης καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τη­ρά­κι τοῦ θερ­μὸς μὲ κα­φέ. Ζε­στὸ γαλ­λι­κὸ μὲ λί­γο γά­λα. Πα­ρα­φω­νί­α, θὰ σκε­φτεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἐν μέ­σω θέ­ρους. Ὅ­μως, γοῦ­στα εἶ­ναι αὐ­τά. Πλα­τά­γι­σε ἡ­δο­νι­κὰ τὰ χεί­λη της. Ὁ κα­φὲς ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας της, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀρ­χί­σει.

       Στὴν πα­ρα­λί­α μιὰ ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια. Κό­σμος σὲ κα­λο­και­ρι­νὴ δι­ά­θε­ση. Ἁ­πλω­μέ­να κορ­μιὰ σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­χαύ­νω­σης κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, μα­μά­δες τρο­χο­νό­μοι, ἡ γνω­στὴ για­γιὰ ποὺ μά­λω­νε καὶ σή­με­ρα τὸν μα­κά­ριο κου­φὸ παπ­πού, ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ποὺ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­δι­ά­λει­πτα ἁλ­μυ­ρὲς θω­πεῖ­ες.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α τῶν εἰ­ω­θό­των, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν ψά­θι­νη τσάν­τα της τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρό. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Γαλ­λι­κὸ καὶ αὐ­τό. Ἀ­σορ­τὶ μὲ τὸν κα­φέ της. Τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette.

       Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νά­γνω­σμά της πά­ραυ­τα. Τό­σο ὥ­στε νὰ αἰφ­νι­δια­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μπα­λά­κι τοῦ τέ­νις ποὺ προ­σγει­ώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀ­πὸ ποῦ τῆς ἦρ­θε, καὶ ἀν­τί­κρι­σε ἕ­ναν νε­α­ρὸ ἄν­τρα νὰ τὴν πλη­σιά­ζει καὶ νὰ τῆς λέ­ει εὐ­γε­νι­κά: «Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη.» Πρὶν τοῦ ἀ­παν­τή­σει νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ, αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν, ἄ­κου­σε μιὰ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νή: «Ντίκ, ζε­στά­θη­κα. Θέ­λω λί­γη σαμ­πά­νια.» «Ἔρ­χο­μαι, ντάρ­λινγκ» τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεῖ­νος καὶ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἡ Κυ­ρία X δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ τοῦ ρί­ξει μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της. Ὁ Ντὶκ φο­ροῦ­σε ἕ­να θα­λασ­σὶ ὁ­λό­σω­μο μα­γιὸ μὲ ἄ­σπρες ρί­γες. Ἀ­πό­ρη­σε κι ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν «ντάρ­λινγκ», γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τί γι­νό­ταν. Τὴν εἶ­δε στὴν ἀμ­μου­διὰ νὰ τοῦ γνέ­φει μὲ νά­ζι. Κον­τὸ μαλ­λά­κι μὲ βάγκ, κορ­δέ­λα πρά­σι­νη, με­τα­ξω­τὸ φό­ρε­μα ἐ­κροὺ καὶ ξυ­πό­λυ­τη.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­κά­θι­σε νευ­ρι­κὰ στὴν πτυσ­σό­με­νη κα­ρε­κλί­τσα της. Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρα. Στὶς γει­το­νι­κὲς ὀμ­πρέ­λες ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν τά­ξη καὶ ἀ­σφά­λεια. «Τέ­λος πάν­των» μουρ­μού­ρι­σε, ἐ­νῶ ὁ ἥ­λιος δυ­νά­μω­νε καὶ ἡ θά­λασ­σα ἄρ­χι­ζε τὰ κα­λέ­σμα­τα. Ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ξα­πλώ­νει ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­σκα­γε τὸ κύ­μα.

       Αὐ­τὸ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ τὴν ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πὸ τὸ προ­σφι­λές της πλα­τσού­ρι­σμα: «Συγ­γνώ­μη, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὸ μα­γιό μου;» Ἡ Κυ­ρί­α X, πρὶν ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός τῆς ἀ­πεύ­θυ­νε τὸν λό­γο, εἶ­δε τὰ πα­πού­τσια «του», ἢ μᾶλ­λον «της». Ἄ­σπρα μπο­τά­κια μὲ ρὸζ κορ­δέ­λες. Πε­τά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον μιᾶς ὄ­μορ­φης γυ­ναί­κας μὲ θλιμ­μέ­νο χα­μό­γε­λο, ντυ­μέ­νης στὶς δαν­τέ­λες καὶ μὲ ἕ­να ὀμ­πρε­λί­νο ἀ­νοι­χτὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι. Φο­ροῦ­σε καὶ γάν­τια. Λευ­κά! «Κυ­ρί­α μου…» ψέλ­λι­σε ἔν­τρο­μη ἡ Κυ­ρί­α X καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. «Ἔμ­μα μὲ λέ­νε» τῆς ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἄ­γνω­στη καὶ ἡ Κυ­ρί­α X ἔ­νι­ω­σε μιὰ θο­λού­ρα. Πρὶν προ­λά­βει νὰ λι­πο­θυ­μή­σει, τὶς πλη­σί­α­σε ἕ­νας κύ­ριος ντυ­μέ­νος κι ἐ­κεῖ­νος στὰ λευ­κά. Κο­στού­μι λι­νό, πα­πι­γιόν, κα­πέ­λο ψά­θι­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας, μο­κα­σί­νια, μπα­στού­νι μὲ ἀ­ση­μέ­νια λα­βή.

       «Ἔμ­μα, ἀ­γα­πη­τή μου! Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη! Κι ἐ­σεῖς ἐ­δῶ;» «Ὤ! Φίλ­τα­τε Ἄ­σεν­μπαχ! Ἦρ­θα γιὰ νὰ ξε­σκά­σω λι­γά­κι. Πλήτ­τω. Πλήτ­τω ἀ­φό­ρη­τα. Ἐ­σεῖς; Πῶς καὶ ἀ­φή­σα­τε τὴ Βε­νε­τί­α;» «Πα­ρά­τα­ση ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τή μου Ἔμ­μα. Ἐ­δῶ, ξα­να­ζῶ, ὅ­πως κι ἐ­σεῖς, ἐ­ξάλ­λου.» Χα­μο­γέ­λα­σαν μὲ νό­η­μα, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σαν νω­χε­λι­κὰ τὴν Κυ­ρί­α X καὶ συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια βόλ­τα τους. Ἡ Ἔμ­μα μά­ζευ­ε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὸ δαν­τε­λέ­νιο φου­στά­νι της, ποὺ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν συ­νε­χῶς μὲ τὴν ἄμ­μο. Ἄ­βο­λο, εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ στη­ρι­ζό­ταν στὸ λευ­κό του μπα­στού­νι, ἐ­νῶ σκού­πι­ζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ κά­τα­σπρο μαν­τί­λι του.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἦ­ταν ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ βγά­λει ἄ­κρη μὲ τὰ πα­ρά­δο­ξα. Τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σε. Δι­α­κρι­τι­κά. Τοὺς εἶ­δε νὰ χα­ρι­εν­τί­ζον­ται καὶ νὰ πλη­σιά­ζουν ὁ­λο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Ντίκ. «Ἐ­λᾶ­τε, ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη σαμ­πά­νια γιὰ ὅ­λους» τοὺς φώ­να­ξε ἡ «ντάρ­λινγκ», μᾶλ­λον ἐ­λα­φρῶς με­θυ­σμέ­νη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τῆς ἔ­δι­νε καυ­τὰ φι­λιὰ στὸ στό­μα. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ δέ­χτη­καν μὲ κομ­ψὸ δι­σταγ­μὸ τὴ σαμ­πά­νια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ραν. Τὴ γεύ­τη­καν μὲ ἐμ­φα­νὴ εὐ­φο­ρί­α.

       «Στὴν ὑ­γειά μας…» εἶ­παν καὶ ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τὰ κο­λο­νά­τα πο­τή­ρια τους. Ἤ­πιαν μιὰ με­γά­λη, χορ­τα­στι­κὴ γου­λιά.

       Ξαφ­νι­κά, μιὰ δυ­να­τὴ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νὴ ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ ὀμ­πρέ­λα ἔ­μελ­λε νὰ τοὺς χα­λά­σει τὴν ἀ­πό­λαυ­ση: «Γι­αν­νά­κη­η­η, τὰ κου­βα­δά­κια σου καὶ φύ­γα­με!».

       Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» θο­ρυ­βή­θη­καν. «Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με, ἀ­γα­πη­τοί μου! Φεύ­γουν…» εἶ­παν καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ουν βι­α­στι­κά τὸ κα­λά­θι μὲ τὴ σαμ­πά­νια καὶ τὰ πο­τή­ρια. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ τοὺς κοί­τα­ξαν τρυ­φε­ρὰ καὶ μὲ κα­τα­νό­η­ση. «Φεύ­γου­με κι ἐ­μεῖς, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ ὅ­λους μας.»

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα μά­τια, αὐ­τιὰ καὶ στό­μα. «Νὰ φύ­γουν, νὰ πᾶ­νε ποῦ καὶ μὲ ποι­ούς» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε.

       Στὸ με­τα­ξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο φι­λί, τί­να­ξαν τὴν ἄμ­μο ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους καὶ χώ­θη­καν στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου Τρυ­φε­ρὴ εἶ­ναι ἡ νύ­χτα, πρὶν τὸ κλεί­σει ἡ μα­μὰ τοῦ Γι­αν­νά­κη. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ πλεύ­ρι­σε ἕ­ναν κύ­ριο στὴν ξα­πλώ­στρα ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸν Θά­να­το στὴ Βε­νε­τί­α. Ὅ­σο γιὰ τὴν Ἔμ­μα, μά­ζε­ψε τὶς δαν­τέ­λες της, ἔ­κλει­σε τὸ ὀμ­πρε­λί­νο της, ἄ­φη­σε ἕ­να βα­θὺ σκο­τει­νὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ  ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἄ­ναυ­δη, ἔ­τρε­ξε νὰ ξε­φυλ­λί­σει τὸ δι­κό της βι­βλί­ο, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ ἥ­ρω­ές της ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἀ­φοῦ σι­γου­ρεύ­τη­κε, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ ἐ­πι­στρέ­φει, γιὰ νὰ συ­νέλ­θει.

       Λί­γα βή­μα­τα πιὸ κά­τω, «σκόν­τα­ψε» στὸ λευ­κὸ μαν­τί­λι τοῦ Ἄ­σεν­μπαχ.



Πη­γή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα) Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.



		

	

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.



		

	

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

.

.

Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián)

(3/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

(Las mariposas sólo viven un día)


ΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΕ πρωῒ-πρωῒ τὴν πό­λη ἀ­να­ζη­τών­τας θλι­βε­ροὺς τοί­χους ποὺ πά­νω τους ἀ­να­πτύσ­σον­ταν ἀ­ναρ­ρι­χη­τι­κὰ φυ­τὰ καὶ σὲ αὐ­τοὺς ζω­γρά­φι­ζε δυ­ὸ πο­λύ­χρω­μες πε­τα­λοῦ­δες, ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς τε­λει­ό­τη­τας, ποὺ ἔ­μοια­ζαν νὰ πε­τοῦν ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὴν βλά­στη­ση. Πολ­λοὶ πέρ­να­γαν χω­ρὶς νὰ τὶς βλέ­πουν, βι­α­στι­κοὶ νὰ φτά­σουν στὰ σπί­τια τους ἢ στὰ γρα­φεῖ­α τους, ὅ­που δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται τὰ χρω­μα­τι­στὰ μο­λύ­βια. Ἄλ­λοι στα­μα­τοῦ­σαν νὰ τὶς κοι­τά­ξουν καὶ χα­μο­γε­λοῦ­σαν καὶ αὐ­τὴ ἡ μι­κρὴ εὐ­θυ­μί­α τοὺς συν­τρό­φευ­ε στὸ δρό­μο τους. Καὶ με­τὰ ἐρ­χό­ταν τὸ συ­νερ­γεῖ­ο τοῦ δή­μου, ποὺ πάλευε νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν πό­λη ὄ­μορ­φη καὶ κα­τέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὰ φορ­τη­γά­κια τους καὶ μὲ δυ­ὸ πι­νε­λι­ὲς γκρί­ζας μπο­γιᾶς σκό­τω­ναν τὶς πε­τα­λοῦ­δες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]: Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]


Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

[La realidad]


«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μα­μά, κοί­τα πώς βρέ­χει!»

            Ἀ­να­φω­νεῖ γε­λών­τας ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, ποὺ περ­πα­τᾶ πι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τῆς μη­τέ­ρας της. Γιὰ νὰ εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς, δὲν μᾶς πο­λυ­α­ρέ­σει τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι. Ὅ­μως ἔ­τσι τὴν ἕν­τυ­σε ἡ μη­τέ­ρα της, καὶ ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­κρί­νει κα­νεὶς τὶς ἐν­δυ­μα­το­λο­γι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς τῶν ἄλ­λων, πό­σο μᾶλ­λον μιᾶς τό­σο χα­ρι­τω­μέ­νης μι­κρῆς, ἂς κοι­τά­ζει κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα.

            Κι ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, γε­λών­τας χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, τρα­βά­ει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τὴ μη­τέ­ρα της: μιὰ γυ­ναί­κα μὲ σο­βα­ρὸ πα­ρου­σι­α­στι­κὸ καὶ κά­πως ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἢ κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς κό­ρης της. Αὐ­τὸ μᾶς τὴν κά­νει λι­γό­τε­ρο συμ­πα­θη­τι­κή, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­θέ­νας ἀ­να­τρέ­φει τὰ βλα­στά­ρια του ὅ­πως νο­μί­ζει, καὶ κα­λύ­τε­ρα νὰ κοι­τά­ζει τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα καὶ τὰ λοι­πά, καὶ τὰ λοι­πά. Ἃς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω κυ­ρί­α δι­α­θέ­τει ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς ἀ­στρα­γά­λους. Περ­πα­τᾶ στη­τὴ σὰν βα­σί­λισ­σα. Τὰ τα­κού­νια της, τὰκ τούκ.

            «Μα­μὰ βρέ­χει! Κοί­τα πῶς βρέ­χει!», ἐ­πι­μέ­νει ἡ μι­κρή.

            Ἡ κυ­ρί­α πα­τά­ει φρέ­νο στε­γνά, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μι­λών­τας, καὶ τῆς ρί­χνει ἕ­να βλέμ­μα πού, ἂν κά­ποι­ος δὲν εἶ­χε πολ­λὰ στὸ κε­φά­λι του καὶ τὰ λοι­πά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει ἄ­δι­κο, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­παί­σιο. Ἀ­φή­νει τὸ χέ­ρι τῆς κό­ρης της. Κοι­τά­ζει μὲ δα­σκα­λί­στι­κο ζῆ­λο πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­που ὑ­ψώ­νον­ται σει­ρὲς ἀ­πὸ λου­λου­δι­α­σμέ­να μπαλ­κό­νια, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­θά­ριο, κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό. Ὕ­στε­ρα ξα­να­κοι­τά­ζει τὴ μι­κρὴ καὶ βά­ζει τὰ χέ­ρια της στὴ μέ­ση.

            «Βρέ­χει, μα­μά, βρέ­χει!»

            Ἡ μι­κρὴ γε­λά­ει, ὅ­λο γε­λά­ει. Χο­ρο­πη­δά­ει γύ­ρω-γύ­ρω, τι­νά­ζον­τας τοὺς μου­σκε­μέ­νους ὤ­μους της. Ἡ μη­τέ­ρα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της καὶ ξε­φυ­σά­ει φου­σκώ­νον­τας τὰ κα­λο­βαμ­μέ­να χεί­λη της.

            «Βρέ­χει! Βρέ­χει…!»

            Ὅ­μως με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὰ προ­φα­νῆ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου προ­φα­νῆ: ἡ αὐ­στη­ρὴ κυ­ρί­α στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τῆς κό­ρη της, σὰν κά­ποι­ος ποὺ βά­ζει τὸ δά­χτυ­λο πά­νω σε μιὰ σβού­ρα, πι­έ­ζει τὸ λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πά­κι καὶ σκύ­βει μι­λών­τας της στὸ ἀ­φτί:

            «Ἄλ­μπα, κο­ρί­τσι μου, ἄ­κου. Μὴ λὲς χα­ζο­μά­ρες. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι τὸ νε­ρὸ πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια;»

            Ἡ Ἄλ­μπα γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ πρό­σω­πό της, χα­μη­λώ­νει γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ βλέμ­μα. Ὕ­στε­ρα πλα­τα­γί­ζει τὴ γλώσ­σα της ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δεί­ξει ὑ­πο­μο­νὴ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Ἀ­παν­τά­ει πο­λὺ ἀρ­γά, το­νί­ζον­τας κά­θε συλ­λα­βή:

            «Τὸ ξέ­ρω, βρὲ μα­μά: τὰ μπαλ­κό­νια. Φυ­σι­κά. Μά… κοί­τα, μα­νού­λα, κοί­τα πώς βρέ­χει! Τί ὄ­μορ­φη, τί πα­νέ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ βρο­χή!»

            Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­σα εἶ­χε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλ­μπα ἐ­πι­στρέ­φει εὐ­θὺς στὴ χα­ρὰ καὶ στὰ χο­ρο­πη­δη­τά της, κά­νον­τας νὰ ἀ­νε­μί­ζει τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι της, ποὺ δὲν θὰ σχο­λι­ά­σου­με ἄλ­λο πιά.



Πη­γή: Alumbramiento (Páginas de Espuma, 2016)

Ὁ Ἀν­τρὲς Νέου­μαν (Andrés Neuman) γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἅ­ι­ρες τὸ 1977, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἐ­τῶν ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Γρα­νά­δα. Ἔ­χει γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους σύγ­χρο­νους ἱ­σπα­νό­φω­νους μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Ἡ πα­ρού­σα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2023/24, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἰ­ά­σων Βα­ὴς Στερ­γιά­δης, Ἀ­λέ­σια Γκο­λέ­μι, Κων­σταν­τί­να Δρά­τσα, Μα­ρί­α Λα­ζα­ρί­δου, Ἀ­να­στα­σί­α Μπο­ζί­νου, Βί­κυ Πα­πα­κώ­στα, Δη­μή­τριος Σα­λο­νι­κί­δης, Ἐ­λε­ούσα-Ἐ­λευ­θε­ρί­α Σαρ­ρή, Χρι­στό­φο­ρος-Γε­ρά­σι­μος Σκλα­βοῦ­νος, Ἔ­λε­να Τά­που, Λί­να Χα­ρι­στού, Αἰ­μί­λιος Χρυ­σι­κό­που­λος.

 

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


ΑΡΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ξη­με­ρώ­σει ἀ­κό­μη γιὰ τὰ κα­λὰ (μό­λις ποὺ ἄρ­χι­ζε νὰ δι­α­κρί­νε­ται πρὸς ἀ­να­το­λὰς τὸ γα­λα­κτῶ­δες φῶς τῆς αὐ­γῆς) τὸ εἶ­δα σχε­τι­κὰ ἔγ­και­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ κα­θρέ­φτη.

        Ἡ με­γά­λη εὐ­θεί­α ἐ­ξα­σφά­λι­ζε στὰ ἔμ­πει­ρα μά­τια μου (δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα στὸ τι­μό­νι) τὸν ἀ­πό­λυ­το ἔ­λεγ­χο τῆς κί­νη­σης. Τῆς «ἔλ­λει­ψης κί­νη­σης» στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ἀ­φοῦ δὲν δι­α­κρι­νό­ταν κα­νέ­να ὄ­χη­μα σὲ κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις.

        Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, βρι­σκό­μουν σὲ συ­νε­χῆ ἐ­γρή­γορ­ση κι ἔ­τσι τὸ εἶ­δα (σὲ οὐ­δέ­τε­ρο, ἀ­φοῦ δὲν ἤ­ξε­ρα τί ἦ­ταν) ἀ­πὸ με­γά­λη ἀ­πό­στα­ση. Ἕ­νας πε­ρί­ερ­γος σκο­τει­νὸς ὄγ­κος ποὺ κι­νοῦν­ταν μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα κά­που στὸ ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο πί­σω μου.

        «Ὁ μα­λά­κας πά­ει χω­ρὶς φῶ­τα», πρό­λα­βα νὰ μο­νο­λο­γή­σω δευ­τε­ρό­λε­πτα πρὶν τὸ ἀ­πό­κο­σμο ὃν μὲ προ­σπε­ρά­σει ἀ­πὸ ἀ­ρι­στε­ρὰ μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα. «Ἕ­νας τυ­ραν­νό­σαυ­ρος στὴν Ἀ­θη­νῶν – Λα­μί­ας!!!», μο­νο­λό­γη­σα ξα­νά. Τὸ ὀγ­κῶ­δες κε­φά­λι, ὁ κον­τὸς μυ­ώ­δης λαι­μός, τὰ με­γά­λα ὀ­πί­σθια ἄ­κρα, ἡ μα­κριὰ καὶ βα­ριὰ οὐ­ρὰ χά­θη­καν στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα στὸ ἄ­ψε σβῆ­σε.

        Ὅ­ταν συ­νῆλ­θα (λέ­με τώ­ρα) ἀ­πὸ τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἡ κο­ρυ­φο­γραμ­μὴ τοῦ Παρ­νασ­σοῦ δι­α­γρα­φό­ταν πλέ­ον πεν­τα­κά­θα­ρα στὰ δε­ξιά μου καὶ μιὰ κα­τά­φω­τη ντα­λί­κα, μ’ ἕ­να εὐ­τυ­χι­σμέ­νο ἀν­θρω­πά­κι Michelin στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς καμ­πί­νας, κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὸ ἀν­τί­θε­το ρεῦ­μα.

        «Ἥ­μαρ­τον, Θε­έ μου», δι­πλο­σταυ­ρο­κο­πή­θη­κα, παίρ­νον­τας γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή μου καὶ τὰ δυ­ό μου χέ­ρια ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι, «Τζου­ρά­σικ Πὰρκ γί­να­με!»



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου: βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον



Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου


βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον


ΚΑΠΟΤΕ –καὶ πό­τε ἦ­ταν;– δι­α­βά­ζον­τας τὴν Φό­νισ­σα ση­μεί­ω­να σὲ ἕ­να φύλ­λο χαρ­τὶ (ἀ­πὸ πεν­τά­γραμ­μο) τὰ το­πω­νύ­μια. Ἀ­νὰ κε­φά­λαι­ο, γέ­μι­ζε σι­γὰ-σι­γὰ το λευ­κό, ὁ­δοι­πο­ρῶν­τας τὴν ὕ­παρ­ξη, ρί­χνον­τας τὸν κου­βᾶ στὰ βα­θιά, τὰ δύ­σκο­λα. «Σκιὰν ἀν­τὶ φω­τὸς» γρά­φω στὴν ἀρ­χή. Εὐ­τυ­χῶς τὸ βρῆ­κα δι­πλω­μέ­νο στὰ σκι­α­θί­τι­κα ρά­φια. Μὲ τὸν και­ρό, τὰ χρό­νια, τὶς ἔ­γνοι­ες, τὰ χαρ­τιὰ με­γα­λώ­νουν, πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται, χά­νον­ται, σβή­νουν μέ­σα σὲ ρωγ­μὲς κρυ­φές. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­λη­θι­νὰ τὰ χρεια­στεῖς ἔρ­χον­ται καὶ σὲ βρί­σκουν, σὲ πιά­νουν κου­βέν­τα, ἴ­σως νὰ σοῦ ψή­σουν καὶ κα­φέ. Τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, τῶν τό­πων εἶ­ναι τὸ πιὸ δυ­να­τὸ χαρ­τί. Σα­ρώ­νει φι­λο­σο­φί­ες καὶ κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ες (ἀ­πα­ραί­τη­τες ἀλ­λὰ ἀ­νε­παρ­κεῖς οἱ κα­η­μέ­νες) καὶ μᾶς πιά­νουν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, μο­λο­γῶν­τας ἀ­λή­θει­ες, ὀ­δύ­νες, χα­ρές, λε­πτὲς σκι­ὲς καὶ πε­τά­με­να φῶ­τα καὶ ἄν­τε κυ­νή­γη­σέ τα. Ἀν­τι­γρά­φω ὀ­λί­γα, πα­τή­μα­τα στὸν χάρ­τη τῆς ζω­ῆς: κο­ρυ­φὴν τ’ Ἅ­ϊ-Θα­να­σοῦ, ὁ πεῦ­κος τοῦ Μω­ρα­ΐ­τη, χω­ρά­φι στὸ Στοι­βω­τό, ἀμ­πέ­λι στὴν Ἀμ­μου­διά, κα­τὰ τὰ Πη­γά­δια, Μα­μοῦς τὸ ρέ­μα, Κο­νό­μου τὰ ρόγ­για, Μι­κρὸν Ἀ­νάρ­γυ­ρον, τὰ Κο­τρώ­νια, Λε­χού­νι, στὸ Κλῆ­μα στὸ μο­νο­πά­τι, Κα­κό­ρεμ­μα, Γλυ­φο­νέ­ρι, τοῦ Που­λιοῦ τὴ Βρύ­ση, τὸν ἁ­λί­κτυ­πον βρά­χον (Ἁγ. Σώ­ζον­τος).



Πη­γή: Χρο­νι­κὰ Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας, φ. 1045,01.12.2023.

Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου (Γρε­βε­νά, 1969). Ζεῖ στὰ Γρε­βε­νά. Συ­νερ­γά­ζε­ται στὴν ἔκ­δο­ση τῆς Ἑ­βδο­μα­δια­ίας Ἐ­φη­με­ρί­δα­ς Χρο­νι­κὰ Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­α­ς καὶ δι­δά­σκει ἀγ­γλι­κά. Τυ­πώ­νει τὸ ἑ­ξα­μη­νια­ῖο μο­νό­φυλ­λο ΤΥΡΒΗ. Βι­βλί­ο του: Λό­για Ρι­ζω­μέ­να (manifesto, 2017).


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς: Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


ΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ τρέ­κλι­ζε σ’ ὅ­λο το σπί­τι ἡ μο­να­ξιά. Στὰ κλά­μα­τα τῶν ἐ­νοί­κων συ­ναν­τοῦ­σε τὸν ρο­λο­γὰ ποὺ ἔ­ψα­χνε τὶς σαρ­κο­φά­γους τοῦ χρό­νου. Τὸ τώ­ρα κούρ­δι­ζε μὲ ρή­μα­τα αἰ­ω­νι­ό­τη­τας ἀ­λα­φι­α­σμέ­νες τὶς στιγ­μές. Τὰ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κεί­ας στὸ ἀν­τρι­λί­κι τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ καρ­φιὰ στὰ ξύ­λα τῆς πόρ­τας μί­σχοι ξε­νι­τειᾶς. Τὸ πρό­σω­πο τῆς μά­νας ἔ­στα­ζε ἱ­δρώ­τα μ’ ἕ­να τζά­μι στὸ λα­ρύγ­γι καρ­φω­μέ­νο. Εἰ­κο­νο­στά­σια ἱ­στο­ρη­μέ­να στὶς βι­ο­γρα­φί­ες τῆς παν­δη­μί­ας. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στοῦ δρά­κου κα­θρέ­πτη τὰ γη­ρα­τειά, ζη­τι­ά­νευ­ε μπα­ρού­τι ὁ θά­να­τος τὰ πε­ρα­σμέ­να ν’ ἀ­να­στή­σει. Τὰ πιά­τα ἄ­πλυ­τα στὰ ἐ­ρεί­πια τοῦ νε­ρο­χύ­τη. Νε­κρι­κὴ ἡ­συ­χί­α στὴν ἀ­νέλ­πι­στη ἀ­σά­φεια τοῦ τέ­λους. Ἐ­νο­χές, ψεύ­δη τῆς ἔ­σχα­της στιγ­μῆς γιὰ τὴν πτώ­ση. Τὰ ἔ­πι­πλα γε­μά­τα σκό­νη. Χαλ­κο­μα­νί­ες μὲ ἀ­φι­ε­ρώ­σεις γιὰ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὅ­πως στὸ πα­τά­ρι ποὺ ἔ­βγα­λε γρα­φὴ φρί­κης ἡ νε­α­ρὴ κο­ρα­σί­δα Ἄν­να Φράνκ, ὁ­ρί­ζουν τὸ ποί­η­μα καὶ τὸν ποι­η­τή. Τὸν ἔγ­κλει­στο ποι­η­τή, τὸν ἀ­νέ­στιο, στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς χλω­μῆς ζω­ῆς, τὴν ἄ­δεια πι­σί­να τῶν λέ­ξε­ων, τῶν τη­λε­φω­νι­κῶν κα­τα­λό­γων μὲ ὀ­νό­μα­τα νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­πό­τι­στο λα­χα­νό­κη­πο καὶ τ’ ἁ­πλω­μέ­να ροῦ­χα τῆς βε­ράν­τας στὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Νιόβη Κώστογλου: Γάτος στὸ χιόνι



Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου


Γά­τος στὸ χι­ό­νι


Στὸν Hendrix

ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἀ­νά­με­σα στοὺς βρά­χους εἶ­ναι στρω­μέ­νος μὲ ἕ­να ἀ­φρᾶ­το χα­λὶ ἀ­πὸ χι­ό­νι. Πλη­σιά­ζεις καὶ βλέ­πεις πὼς κι οἱ ψη­λοὶ αὐ­τοὶ βρά­χοι δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τε­ρά­στιοι στα­λαγ­μῖ­τες σχη­μα­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ πά­γο. Προ­χω­ρᾶς στὸν χι­ο­νι­σμέ­νο δι­ά­δρο­μο ἀ­νά­με­σά τους καὶ κα­θρε­φτί­ζε­σαι στὰ πα­γω­μέ­να τεί­χη ποὺ χτί­ζον­ται ἀ­κό­μα – μιὰ στα­γό­να τὴ φο­ρά. Δί­πλα σου, κα­θρε­φτί­ζε­ται καὶ μιὰ ὁ­λό­μαυ­ρη γά­τα ποὺ σὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ἐ­δῶ καὶ ἀρ­κε­τὸ και­ρό. Ὅ­σο πη­γαί­νεις πρὸς τὰ μέ­σα, ὁ ἀ­έ­ρας σφυ­ρί­ζει μιὰ δι­α­κρι­τι­κὴ με­λω­δί­α. Τὰ πό­δια σου βου­λιά­ζουν στὸ χι­ό­νι καὶ κρα­τοῦν τὸν ρυθ­μὸ στὸ σφύ­ριγ­μα, σπά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να ἀ­μέ­τρη­τες, μο­να­δι­κὲς χιο­νο­νι­φά­δες. Τὰ βή­μα­τα τῆς γά­τας δὲν ἀ­κού­γον­ται κα­θό­λου, εἶ­ναι τό­σο ἐ­λα­φρὺ τὸ πά­τη­μά της ποὺ ἴ­σα ποὺ ἀ­φή­νει με­ρι­κὰ χνά­ρια στὸ χι­ό­νι. Μό­νο ἡ ἀν­τα­νά­κλα­ση στὸν πά­γο θυ­μί­ζει τὴν ὕ­παρ­ξή της. Στὸ τέ­λος τοῦ δι­α­δρό­μου, οἱ στα­λαγ­μῖ­τες ἔ­χουν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν θό­λο ποὺ μοιά­ζει μὲ με­γά­λη σπη­λιά. Μπαί­νεις μέ­σα κι ἀλ­λά­ζει ὁ ρυθ­μός, τώ­ρα ἀ­κοῦς τὰ βή­μα­τά σου νὰ τρί­ζουν τα­ρά­ζον­τας τὸ χῶ­μα καὶ τὶς πέ­τρες. Ἡ γά­τα, ἀ­κό­μα ἀ­θό­ρυ­βη. Στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς βρί­σκε­ται ἕ­να κου­τί, τὸ πε­ρι­ερ­γά­ζε­σαι καὶ φαί­νε­ται ὅ­τι τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του λεί­πει ἀ­πὸ και­ρό. Τὸ γυ­ρί­ζεις ἀ­νά­πο­δα καὶ πέ­φτει σκό­νη. Τί­πο­τα καὶ στὸ κά­τω μέ­ρος, εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλὸ ξύ­λι­νο κου­τί. Τὸ ἀ­φή­νεις ξα­νὰ κά­τω. Ἡ γά­τα πλη­σιά­ζει γιὰ νὰ τὸ πε­ρι­ερ­γα­στεῖ. Τὸ κε­νό του τὴν τρα­βά­ει σὰν μα­γνή­της, πα­τά­ει τὸ ἕ­να της πό­δι καὶ βε­βαι­ώ­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι στα­θε­ρό. Μὲ μιὰ γρή­γο­ρη κί­νη­ση μπαί­νει μέ­σα, ἀ­φή­νει ἕ­να κε­λα­η­δι­στὸ νι­α­ού­ρι­σμα χα­ρᾶς καὶ στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται. Τώ­ρα, τὸ μό­νο ποὺ ἀ­κού­γε­ται εἶ­ναι τὸ γουρ­γου­ρη­τό της.


Κα­μί­α γά­τα δὲν ἀν­τι­στέ­κε­ται σὲ ἕ­να ἄ­δει­ο κου­τί, ἀ­κό­μα κι ἂν αὐ­τὸ εἶ­ναι τό­σο-δά-μι­κρὸ καὶ ἐ­κεί­νη θε­ό­χον­τρη. Οἱ γά­τες ἔ­χουν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ὅ­ρα­ση, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὸ ἴ­διο ἄ­δει­ο κου­τὶ μὲ τὸ σκι­ε­ρὸ κε­νὸ μέ­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Εἰ­δι­κὰ σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ συμ­πα­θοῦν. Ἂν ἀρ­ρω­στή­σει ὁ ἄν­θρω­πός τους ἢ πλη­γω­θεῖ, ἐ­κεῖ­νες βλέ­πουν ἕ­να ἀ­δεια­νὸ κου­τὶ μέ­σα στὸ σῶ­μα του. Βρί­σκε­ται ἄλ­λο­τε στὴν κοι­λιά, ἄλ­λο­τε στὴν καρ­διὰ κι ἄλ­λο­τε στὸ κε­φά­λι, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ εἶ­δος τοῦ λα­βώ­μα­τος ἢ τῆς ἀ­σθέ­νειας. Τὸ κε­νὸ τοῦ κου­τιοῦ τὶς προ­κα­λεῖ ὅ­σο τί­πο­τα ἄλ­λο καὶ τρέ­χουν νὰ τὸ γε­μί­σουν. Πη­δοῦν καὶ κουρ­νιά­ζουν ἐ­πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο καὶ βυ­θί­ζουν στὸ ἄ­δει­ο του κου­τὶ τὴ γουρ­γου­ρι­στή τους ὕ­παρ­ξη. Ξε­χνοῦν νὰ παί­ξουν ἢ νὰ κυ­νη­γή­σουν ζω­ύ­φια, μό­νο κά­θον­ται μὲ τὶς ὧ­ρες καὶ ζυ­μώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὰ μπρο­στι­νά τους πό­δια. Τό­τε, τὸ κε­νὸ γε­μί­ζει μὲ τὴν ἁ­πα­λή τους γού­να καὶ ἡ κρύ­α σκιὰ τῆς ἀ­δει­ο­σύ­νης ξε­χει­λί­ζει μὲ γα­τί­σια ζε­στα­σιά.


* * *


Τὸ τρα­γού­δι σώ­πα­σε, ἡ γά­τα κοι­μή­θη­κε μέ­σα στὸ κου­τί. Τὸ κοι­τᾶς καὶ φαί­νε­ται πά­λι ἄ­δει­ο. Τὸ ση­κώ­νεις καὶ τὸ γυρ­νᾶς ἀ­νά­πο­δα, πέ­φτουν με­ρι­κὲς μαῦ­ρες τρί­χες. Ἦ­ταν με­γά­λο τὸ κε­νὸ ποὺ εἶ­χε νὰ γε­μί­σει καὶ δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ σὲ ἀ­κο­λου­θή­σει στὴν ἐ­πι­στρο­φή. Πιά­νεις μιὰ πέ­τρα καὶ σκα­λί­ζεις μιὰ γά­τα ἐ­πά­νω στὸ ξύ­λο τοῦ κου­τιοῦ. Τὸ το­πο­θε­τεῖς προ­σε­κτι­κὰ στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς καὶ γυρ­νᾶς νὰ φύ­γεις. Ἔ­χεις πολ­λὲς μο­να­δι­κὲς χι­ο­νο­νι­φά­δες νὰ σπά­σεις στὴ δι­α­δρο­μή. Ἴ­σως κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς νὰ ἔ­χει καὶ σχῆ­μα γά­τας.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου (Ἀ­θή­να, 1983). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δι­α­φή­μι­ση καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ συγ­γρα­φὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ποι­η­μά­των. Ἔρ­γα της ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ στὴ συλ­λο­γὴ Σὰν βγῶ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ φυ­λα­κή ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γρα­φή, στὴ συλ­λο­γὴ Δώ­μα­τα μὲ θέ­α ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες καὶ ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.