Μαρία Τσολακούδη: Arte povera


Μα­ρί­α Τσο­λα­κού­δη


Arte Povera


ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ἦ­ταν μπηγ­μέ­νη στὰ κάγ­κε­λα τῆς βε­ράν­τας κι ἀ­πὸ κά­τω ἦ­ταν στε­ρε­ω­μέ­νο ἕ­να δί­χτυ ψα­ρέ­μα­τος ποὺ ἔ­φτα­νε μέ­χρι τὸ πε­ζο­δρό­μιο. Πά­νω στὸ δί­χτυ ἦ­ταν καρ­φι­τσω­μέ­να ἕ­να πλῆ­θος ἑ­τε­ρό­κλη­των ἀν­τι­κει­μέ­νων. Στά­θη­κα καὶ τὰ πε­ρι­ερ­γα­ζό­μουν.

        Ἕ­νας ψη­λὸς με­σό­κο­πος ἄν­τρας βγῆ­κε στὴ βε­ράν­τα. Φο­ροῦ­σε φόρ­μα γυ­μνα­στι­κῆς καὶ παν­τό­φλες.

        — Μπο­ρῶ νὰ βγά­λω φω­το­γρα­φί­ες; τὸν ρώ­τη­σα δεί­χνον­τας τὸ δί­χτυ.

        — Ὅ­ποι­ος περ­νᾶ αὐ­τὸ κά­νει. Ντό­πιοι καὶ του­ρί­στες. Οὔ­τε ποὺ ρω­τᾶ­νε.

        Κα­τέ­βη­κε τὰ λί­γα σκα­λο­πά­τια ποὺ τὸν χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τὸ πε­ζο­δρό­μιο καὶ στά­θη­κε δί­πλα μου.

        — Αὐ­τό, εἶ­πε κι ἔ­δει­ξε στὸ κέν­τρο τῆς σύν­θε­σης, εἶ­ναι ἡ καρ­διὰ τοῦ παι­διοῦ μου καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα εἶ­ναι τὰ πράγ­μα­τα ποὺ ἀ­γα­ποῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Βγαί­νω ἔ­ξω τα τα­κτο­ποι­ῶ, τοὺς ἀλ­λά­ζω θέ­ση ξα­νὰ καὶ ξα­νά, μπαί­νω στὸ σπί­τι καὶ μι­λῶ μὲ τὶς φω­το­γρα­φί­ες. Ἀλ­λὰ μή­πως ἀ­πάν­τη­σαν πο­τὲ σὲ κα­νέ­ναν;

        Ἔ­φυ­γα βι­α­στι­κὰ χω­ρὶς νὰ τρα­βή­ξω φω­το­γρα­φί­ες. Ἔ­τσι πα­ρα­θέ­τω ἀ­πὸ μνή­μης. Ὑ­πῆρ­χαν: τὸ δί­χτυ, μιὰ μπά­λα πο­δο­σφαί­ρου, ἕ­να σω­σί­βιο, κου­βα­δά­κι καὶ φτυ­α­ρά­κι, ἕ­να καύ­κα­λο χε­λώ­νας, ση­μαιά­κι τοῦ Ὀ­λυμ­πια­κοῦ, ρό­δα πο­δη­λά­του, εἰ­κο­νί­τσα τῆς Πα­να­γί­ας, κυ­πε­λά­κι πα­γω­τοῦ καί, στὸ κέν­τρο τῆς σύν­θε­σης μιὰ καρ­διὰ ἀ­πὸ γύ­ψο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Μα­ρί­α Τσο­λα­κού­δη (Λῆ­μνος). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πρῶτο της βιβλίο: Γραμ­μα­τι­κὴ (διηγήματα, ἐκ­δ. Τό­πος, 2009).


Μαρία Τσολακούδη: Ἡ ἐπίσκεψη

 

 

Μα­ρί­α Τσο­λα­κού­δη

 

Ἡ ἐ­πί­σκε­ψη

 

ΥΡΙΣΑ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ἀ­π’ τὴ δου­λειὰ καὶ βρῆ­κα ἐ­κεῖ τὸν πα­τέ­ρα μου ποὺ ἔ­χει πε­θά­νει ἐ­δῶ καὶ εἴ­κο­σι χρό­νια. Κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι τῆς τρα­πε­ζα­ρί­ας κι εἶ­χε ἁ­πλω­μέ­να μπρο­στά του χαρ­τιὰ καὶ φα­κέ­λους. Σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ μὲ εἶ­δε. «Ἄ! ἐ­σὺ εἶ­σαι», μοῦ εἶ­πε. Ὅ­ταν πέ­θα­νε, ἤ­μουν ἕ­να λε­πτὸ κο­ρί­τσι μὲ κα­στα­νὰ κον­το­κου­ρε­μέ­να μαλ­λιὰ καὶ τώ­ρα ἤ­μουν μιὰ χον­τρὴ ξαν­θιὰ με­σή­λι­κη. Ἡ ζω­ὴ μ’ ἔ­χει ρη­μά­ξει, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­δει­ξε νὰ τὸ πρό­σε­ξε. Ἀν­τί­θε­τα ἐ­κεῖ­νον ὁ θά­να­τος τὸν εἶ­χε ἀ­φή­σει ἄ­θι­κτο. Ἦ­ταν ὁ ἴ­διος, ὄ­μορ­φος καὶ κομ­ψὸς ὅ­πως πάν­τα, μό­νο ἕ­να κλα­ρά­κι ἀ­πὸ ἀ­γρι­ε­λιὰ ἦ­ταν σκα­λω­μέ­νο πά­νω στὰ μαλ­λιά του. «Ποι­ὸς πεί­ρα­ξε τὰ χαρ­τιά μου» μὲ ρώ­τη­σε, «πά­λι ἀ­να­κα­τε­μέ­να τὰ βρί­σκω. Τὸ ἔ­χω πεῖ χί­λι­ες φο­ρὲς δὲν θέ­λω νὰ πει­ρά­ζε­τε τὰ χαρ­τιά μου». Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι δὲν ξέ­ρει πὼς εἶ­ναι πε­θα­μέ­νος καὶ μ’ ἔ­πια­σε ἀ­γω­νί­α, φό­βος, μὴ τυ­χὸν κά­νω ἢ πῶ κά­τι καὶ τὸ ἀν­τι­λη­φθεῖ. «Καὶ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα μου», μοῦ εἶ­πε αὐ­στη­ρά, «θέ­λω νὰ τὴ δι­α­βά­ζω ἐ­γὼ πρῶ­τα ὄ­χι νὰ τὴν παίρ­νεις ἐ­σὺ καὶ νὰ τὴν κά­νεις πα­τσα­βού­ρα». Πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι ὑ­πῆρ­χε πράγ­μα­τι μιὰ ἐ­φη­με­ρί­δα κι­τρι­νι­σμέ­νη καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη. «Μὰ μπαμ­πά, μό­λις μπῆ­κα στὸ σπί­τι πό­τε νὰ προ­λά­βω νὰ κά­νω πα­τσα­βού­ρα τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα σου;» «Ναί, ἀλ­λὰ σὲ ξέ­ρω ἤ­σουν ἕ­τοι­μη νὰ τὴ βου­τή­ξεις.» Μὲ μιὰ μη­χα­νι­κὴ κί­νη­ση ἔ­φε­ρε τὸ χέ­ρι στὰ μαλ­λιά του κι τρά­βη­ξε τὸ κλα­ρά­κι τῆς ἀ­γρι­ε­λιᾶς. «Αὐ­τὸ δὲ φεύ­γει, λὲς κι ἔ­βγα­λε ρί­ζες στὸ κε­φά­λι μου», εἶ­πε σὰ νὰ μο­νο­λο­γοῦ­σε. Ἐ­γὼ ἤ­ξε­ρα, ἡ ἀ­γρι­ε­λιὰ εἶ­χε φυ­τρώ­σει στὴν καρ­διά του ἀλ­λὰ φυ­σι­κὰ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τοῦ τὸ πῶ. Γύ­ρι­σε πά­λι σὲ μέ­να. «Τί στέ­κεις ἀ­πὸ πά­νω μου, ἔ­χω δου­λειὰ ὅ­πως βλέ­πεις, μὴ μ’ ἐ­νο­χλή­σει κα­νείς», κι ἔ­σκυ­ψε στὰ χαρ­τιά του. «Κλεῖ­σε καὶ τὴν πόρ­τα», μοῦ εἶ­πε πά­λι καὶ πῆ­ρε ἕ­να φά­κε­λο «Ὑ­πο­χρε­ώ­σεις: Ὀ­φει­λὲς πρὸς τρί­τους» ἔ­γρα­φε ἀ­π’ ἔ­ξω, καὶ τὸν ἄ­νοι­ξε. Στά­θη­κα πί­σω ἀ­π’ τὴν κλει­στὴ πόρ­τα καὶ σκε­φτό­μουν τί θὰ ἔ­λε­γα στὰ παι­διὰ ὅ­ταν θὰ ἐ­πέ­στρε­φαν ἀ­π’ τὸ σχο­λεῖ­ο, γιὰ τὸν ἄ­γνω­στο ποὺ εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στὴν τρα­πε­ζα­ρί­α τοῦ σπι­τιοῦ μας.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Μα­ρί­α Τσο­λα­κού­δη (Λῆ­μνος). Ζεῖ στὴν Ἀθή­να. Δη­μο­σί­ευ­σε τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Γραμ­μα­­τι­κή (ἐκ­δό­σεις Τό­πος, 2009).