Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Νών­τας Τσίγ­κας: Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


Νών­τας Τσίγ­κας


Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


…νὰ ἰ­δῶ τοὺς ποι­η­τὲς πρό­λα­βα ἐ­γώ.

Δ. Σαβ­βό­που­λος


ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ἐ­ξα­δέλ­φη κά­πο­τε μοῦ εἶ­πε: «κον­τὰ στὴν Πέ­τρου Συν­δί­κα, μέ­νει ἡ Ζω­ὴ Κα­ρέλ­λη. Τὴ βλέ­πω καμ­μιὰ φο­ρά.» Ἔ­μοια­ζε νὰ μοῦ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται, ὑ­πε­ρη­φά­νως, πὼς μιὰ ἀ­πλη­σί­α­στη στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­φα­νὴς στὸ φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας ἔ­λα­φος, τι­μη­τι­κὰ καὶ χα­ρι­στι­κῶς πως, ζοῦ­σε στὴν ἴ­δια σχε­δὸν γει­το­νιὰ μ’­ ἐ­κεί­νη.

        Ἕ­νας ἄλ­λος ντό­πιος, γε­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, χρό­νια φευ­γά­τος στὴν Ἀ­θή­να, ἐ­πέ­στρε­ψε γιὰ νὰ τα­φεῖ στὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α τῆς «πό­λης τῶν προ­σφύ­γων», καὶ ὄ­χι στὴ «με­γα­λο­πρε­πὴ τούρ­τα» τῆς Μη­τρό­πο­λής της, μιὰ βρο­χε­ρὴ μέ­ρα τοῦ Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1985. Στὸ κα­τό­πι πῆ­ραν νὰ φυλ­λορ­ρο­οῦν ἕ­νας-ἕ­νας: Κα­ζαν­τζῆς, Ἀσ­λά­νο­γλου, Πεν­τζί­κης, Βαρ­βι­τσι­ώ­της, Θέ­με­λης, Μπα­κό­λας, Μο­σκώφ… Σὰν τὸν πνιγ­μέ­νο, ποὺ πι­ά­νε­ται ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά του, πά­σχι­ζα φο­ρὲς νὰ δι­α­κρί­νω τὸ μαῦ­ρο θο­λω­τὸ κα­πέ­λο τοῦ Κώ­στα Λα­χᾶ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος ἢ τὴν κα­παρ­ντί­να τοῦ πι­κρό­στο­μου Χρι­στι­α­νό­που­λου, μὲ τὸν ἴ­διο μέ­σα της, νὰ πε­ρι­μέ­νει στὴ στά­ση τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου γιὰ τὶς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­γει­ο πλέ­ον βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Ρα­γιᾶ στὴν Ἑρ­μοῦ. Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­χα δεῖ τὸν Τη­λέμα­χο Ἀ­λα­βέ­ρα νὰ βα­δί­ζει μὲ μιὰ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐ­πι­τή­δευ­ση στὸ δρό­μο. Σὰν νὰ ἀ­πό­φευ­γε τὶς πλά­κες τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου ἢ ἄλ­λα ἀ­ό­ρα­τα ἐμ­πό­δια ποὺ ὑ­πῆρ­χαν κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια του… Λὲς κι ἔ­πλε­ε μέ­σα σὲ μιὰ ζε­λε­δέ­νια λί­μνη καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ χω­ρὶς νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ ἡ πε­ρι­ρέ­ου­σα πη­κτω­μα­τώ­δης οὐ­σί­α. Λί­γο με­τὰ χά­θη­κε κι ἐ­κεῖ­νος. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια θαρ­ρεῖς κι ἔ­γι­νε ἐ­πέ­λα­ση σὲ χάρ­τι­νο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ σκη­νι­κὸ καὶ ἀ­φα­νί­στη­καν μὲ μιᾶς τὰ το­πό­ση­μα τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ μας προ­σα­να­το­λι­σμοῦ: βι­βλι­o­πω­λεῖ­α, κα­φε­νεῖ­α, τα­βερ­νά­κια καὶ λοι­ποὶ θύ­λα­κες φι­λό­τη­τας τῆς πό­λης μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­μιὰ φο­ρὰ βλέ­πω τὴν ἀ­ση­μέ­νια χαί­τη τοῦ Ἠ­λί­α Κου­τσού­κου κα­θὼς αὐ­τὸς ἀ­νε­βαί­νει βα­ρύ­θυ­μος κα­τὰ τὴν Ἀ­χει­ρο­ποί­η­το ἢ τὸν Θω­μᾶ Κο­ρο­βί­νη, εὐ­θυ­τε­νῆ μὲ μὼβ-μπορ­ντὸ φου­λά­ρι, νὰ προ­βαί­νει στὴν Τσι­μι­σκῆ τὸ πρω­ί. Εἶ­ναι κά­ποι­α πα­ρη­γο­ριὰ ὅ­σο νά ’­ναι.

        Ὅ­μως, οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως, ὅ­πως καὶ οἱ ἀρ­χές, ἀ­δη­μο­νοῦν γιὰ τὸ ἂν καὶ πό­τε θὰ ἐλ­λι­με­νι­σθοῦν τὰ θη­ρι­ώ­δη πλέ­ον­τα ξε­νο­δο­χεῖ­α ποὺ θὰ ἀ­πο­βι­βά­σουν τοὺς τρι­σχι­λί­ους των. Ἐ­κεῖ­νοι θὰ βη­μα­τί­σουν χα­ρί­εν­τες στὸ πα­ρά­λιο μέ­τω­πο μὲ ἐ­λά­χι­στη ἔν­δον κί­νη­ση αἰ­σθη­μά­των. Τοὺς πα­ρα­κο­λου­θῶ πε­ρι­δε­ὴς μέ­σα στὴν ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τή τους κα­τά­στα­ση. Για­τί οἱ του­ρί­στες δὲν πο­νοῦν. Ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χουν χά­σει τί­πο­τα ἐ­δῶ…


 Ἰ­ού­νιος 2023



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πέρ. Τύρ­βη, ἀρ. 21, Κα­λο­καί­ρι 2023.

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμου­ς (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι«Δι­­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­α­ς (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ό δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙἩ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Εἰκόνα: Ζωῆς Καρέλλη 2, Θεσσαλονίκη. Φωτογραφία: Google, Αὔγουστος 2022.


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Ἕ­να πι­κρὸ τέ­λος εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο

                                         ἀ­πὸ μιὰ πί­κρα χω­ρὶς τέ­λος.

 ΓΥΝΑΙΚΑ, προ­αι­σθα­νό­με­νη τὸ μέλ­λον, δι­α­βά­ζει τὸ Χρο­νι­κὸ ἑ­νὸς προ­α­ναγ­γελ­θέν­τος θα­νά­του, ἐ­νῶ ὁ ἄν­τρας, βυ­θι­σμέ­νος στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ξέ­νου, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὰ σκο­τά­δια τῆς ὕ­παρ­ξης. Ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ δοῦν συν­τρο­φιὰ τὴν ται­νί­α Ση­μα­σί­α ἔ­χει ν’ ἀ­γα­πᾶς.

        Ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια, παν­τρε­μέ­νη μὲ κά­ποι­ον ποὺ τῆς στε­ρεῖ τὴν ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­πα­φή, συγ­χέ­ει τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ τὸ πλα­τὸ καὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ πεῖ «σ’ ἀ­γα­πῶ» στὸν παρ­τε­νέρ της ποὺ «πε­θαί­νει» στὴν ὀ­θό­νη. Ὅ­ταν ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν ἄν­τρα τοῦ ὑ­πο­κό­σμου, βι­ώ­νει τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς σκη­νὴ κα­θὼς ὁ ἐ­ρα­στὴς της ξε­ψυ­χᾶ στὴν ἀγ­κα­λιά της. Μό­νον τό­τε, κυ­ρι­ο­λε­κτοῦν στὰ χεί­λη της οἱ λέ­ξεις.

        Τὸ ἔρ­γο τε­λει­ώ­νει τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸ ζευ­γά­ρι ἐ­πι­στρέ­φει στὴ σι­ω­πή.



Πη­γή: Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη, Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, Ἄ­γρα (2023).

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις “Ἄ­γρα”. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.



		

	

Καί­τη Παυ­λῆ: Τὸ Πράγ­μα


Καί­τη Παυ­λῆ


Τὸ Πράγ­μα


Ι ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ κα­θι­σμέ­νοι στὴ δρο­σε­ρὴ βε­ράν­τα κι αὐ­τὸ τὸ βρά­δυ συ­ζη­τοῦ­σαν φω­νά­ζον­τας, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χαν δι­α­φω­νί­ες με­τα­ξύ τους. Ὁ κα­θέ­νας ἐ­ξέ­θε­τε τὴν ἄ­πο­ψή του σὰν νὰ ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ποὺ θὰ ἔ­σω­ζε τὸν τό­πο καὶ τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Σκέ­πα­ζαν ὁ ἕ­νας τὸ λό­γο τοῦ ἄλ­λου καὶ ἦ­ταν φα­νε­ρὸ πὼς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­κου­γαν μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸν ἑ­αυ­τό τους.

        Τὸ Πράγ­μα ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λών­τας πλη­σί­α­σε στὸ τρα­πέ­ζι κι ἀ­πό­θε­σε τὸ κέ­ρα­σμα, τσί­που­ρο καὶ με­ζε­δά­κια. Ὕ­στε­ρα ἀ­κούμ­πη­σε προ­σε­χτι­κὰ στὴν ἄ­κρη μιᾶς κα­ρέ­κλας ἕ­τοι­μο νὰ κυ­λή­σει πά­λι, ἂν χρει­ά­ζον­ταν. Οἱ ἄν­τρες ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ ζω­η­ρὴ « συ­ζή­τη­ση» χω­ρὶς νὰ τὸ προ­σέ­ξουν.

        Τὸ Πράγ­μα ξε­φύ­ση­σε σι­γα­νά, χα­λά­ρω­σε καὶ φω­τί­στη­κε μ’ ἕ­να ἁ­πα­λὸ μώβ, ἀ­νά­βον­τας τὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ φω­τά­κια.

        — Ἐ­γὼ νο­μί­ζω, εἶ­πε σι­γα­νά, πώς…

        — Πά­ψε σὺ πρό­στα­ξε μὲ δυ­να­τὴ ἐ­πι­τι­μη­τι­κὴ φω­νὴ ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν ἀ­νὴρ καὶ ἔ­τει­νε τὸ χέ­ρι του ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, σπρώ­χνον­τας πρὸς τὰ πί­σω τὸ Πράγ­μα.

        Τὸ Πράγ­μα ἔ­σβη­σε στὴ στιγ­μὴ τοὺς φω­τι­σμοὺς καὶ βυ­θί­στη­κε στὸ σκό­τος.

        Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες συ­νέ­χι­σαν τὴ συ­ζή­τη­ση. «Ἐ­γὼ τοὺς τὰ `πὰ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ ποι­ὸς μ’ ἀ­κού­ει;» ὁ ἕ­νας, «Τοὺς ἔ­δει­ξα τὸ χάρ­τη ποὺ σχε­δί­α­σα, ἀ­πὸ ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει ὁ δρό­μος. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη λύ­ση, πά­ει καὶ τέ­λει­ω­σε!» ὁ ἄλ­λος, καὶ χτύ­πη­σε μὲ δύ­να­μη τὴν πα­λά­μη του στὸ τρα­πέ­ζι. Τὰ πο­τη­ρά­κια τα­λαν­τεύ­τη­καν καὶ κου­δού­νι­σαν.

        — Ἕ­να τσι­που­ρά­κι ἀ­κό­μα; πρό­τει­νε ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν, κα­θὼς φαί­νε­ται ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της, καὶ ἔ­τει­νε πά­λι τὸ χέ­ρι πρὸς τὸ Πράγ­μα δί­νον­τας τὸ ἄ­δει­ο μπου­κά­λι. Τὸ Πράγ­μα τρε­μού­λια­σε ἐ­λα­φρὰ καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως δεί­χνον­τας εὐ­γε­νι­κὰ τὴ συμ­μόρ­φω­ση. Κύ­λη­σε πρὸς τὰ μέ­σα ἀ­θό­ρυ­βα, ὅ­πως ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λᾶ μιὰ ὑ­πο­ψί­α ὑ­γρα­σί­ας. Σὲ λί­γο ἐμ­φα­νί­στη­κε τρε­μου­λια­στὸ ἀ­πὸ ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς κρα­δα­σμοὺς καὶ ἀ­κούμ­πη­σε τὸ δί­σκο μὲ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη. Μμμ… Ω..ἐ­α μμ! ἀ­κού­στη­κε σὰν μουγ­κρη­τὸ ἡ φω­νὴ τοῦ ἄλ­λου ἄρ­ρε­νος, τοῦ ἐκ δε­ξι­ῶν. Τὸ Πράγ­μα ἀ­πο­σύρ­θη­κε γρή­γο­ρα στὰ ἐν­δό­τε­ρα σκο­τει­νι­α­σμέ­νο καὶ ἄ­η­χο.

        Κι ἐ­νῶ οἱ ἄν­δρες τρω­γό­πι­ναν, μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­κού­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὰ ἐν­δό­τε­ρα τὸν ἦ­χο τοῦ νε­ροῦ ποὺ ρέ­ει, τοὺς με­ταλ­λι­κοὺς ἤ­χους ποὺ κά­νουν με­τα­ξύ τους τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να καὶ τοὺς γυ­ά­λι­νους των πο­τη­ρι­ῶν καὶ τῶν πιά­των, εὔ­θραυ­στη σύν­θε­ση τοῦ νε­ρο­χύ­τη.

        Ὕ­στε­ρα ἐ­πι­κρά­τη­σε σι­ω­πὴ μὲ μι­κροὺς ἀ­νε­παί­σθη­τους ἤ­χους νύ­χτας κι ἔ­τσι τὸ Πράγ­μα ἀ­φοῦ τέ­λει­ω­σε καὶ κά­τι ψι­λο­δου­λει­ὲς πρό­βα­λε δι­στα­χτι­κὰ νὰ δεῖ. Ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­δεια πο­τή­ρια καὶ πιά­τα, κου­κού­τσια ἐ­λιᾶς πά­νω στὶς χαρ­το­πε­τσέ­τες, ψα­ρο­κό­κα­λα καὶ τρίμ­μα­τα γύ­ρω. Τέν­τω­σε τὸ κε­φά­λι καὶ ἀ­φουγ­κρά­στη­κε νὰ δεῖ τί ἔ­γι­ναν οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες. Βα­θὺ σκο­τά­δι ὁ­λό­γυ­ρα κεν­τη­μέ­νο μὲ μι­κρὰ φω­τά­κια στὸ βά­θος, πα­νη­γυ­ρι­κοὺς ἤ­χους τζι­τζι­κι­ῶν καὶ γρύ­λων, κο­ά­σμα­τα δι­ψα­σμέ­νων βα­τρά­χων, ποὺ καὶ ποὺ κα­μιὰ σι­γα­νὴ κρω­ξιὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἐ­νο­χλη­μέ­νο νυ­χτο­πού­λι καὶ αἴφ­νης ἡ ἀ­να­πάν­τε­χη κραυ­γὴ τοῦ ὄρ­νιου. Ἀ­πὸ μα­κριὰ ἔ­φτα­ναν σὰν μουρ­μου­ρη­τὸ φω­νὲς πολ­λῶν ἀν­δρῶν μα­ζί. Φω­νὲς κα­φε­νεί­ου.

        Τὸ Πράγ­μα κά­θι­σε σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να, τέν­τω­σε τὰ πό­δια κι ἄ­να­ψε πά­λι τὰ μώβ. Ὕ­στε­ρα προ­ση­λώ­θη­κε στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ με­ριὰ κοι­τά­ζον­τας τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ ἀ­πέ­ναν­τι. Ἡ σε­λή­νη ξε­πρό­βα­λε σὲ λί­γο ἀρ­γυ­ρή, ὁ­λό­φω­τη καὶ με­γα­λει­ώ­δης. Τὸ Πράγ­μα ἀ­να­βό­σβη­σε μ’ ἕ­να ρο­δα­λὸ φῶς καὶ ἔ­τει­νε τὰ χέ­ρια του πρὸς τὰ `κεῖ. Σὲ λί­γο μὲ κυ­μα­τι­στοὺς μου­σι­κοὺς ἤ­χους ἀ­νυ­ψώ­θη­κε σὰν νὰ `ταν δε­μέ­νο μὲ μυ­στι­κὴ κλω­στὴ μα­ζί της. Στά­λες βρο­χῆς σὰν χον­τρὰ δά­κρυ­α ἔ­πε­σαν στὸ σκο­τει­νὸ ἄ­δει­ο της βε­ράν­τας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Καί­τη Παυ­λῆ (Λέ­σβος). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, σπού­δα­σε στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων, τμῆ­μα ΜΝΕΣ, καὶ ἐρ­γά­στη­κε γιὰ πολ­λὰ χρό­νια στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὴν συλλογὴ Ἀ­νοί­γεις τὸ πα­ρά­θυ­ρο (ποίηση, ἐκδ. ΑΩ, 2019), συμ­πε­ρί­λη­ψη ποι­ή­μα­τος στὴν ἀν­θο­λο­γί­α «Τὰ ποι­ή­μα­τα τοῦ 2019» καὶ «Φύ­ση­ξε ἀ­γέ­ρας καὶ σκόρ­πι­σαν-Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες, (δι­η­γή­μα­τα, ἀ­φη­γή­σεις, ἐκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023). Το διήγημα «Παγίδα» συμπεριλήφθηκε στην συλ­λο­γι­κὴ ἔκ­δο­ση Ὁ χρό­νος ποὺ περ­νᾶ καὶ χά­νε­ται, ἔκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023.



		

	

Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς: Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς


Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


ΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ facebook, μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ κά­ποι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἕ­να χρό­νο με­τὰ ποὺ ἔ­χα­σε τὴ γυ­ναί­κα του, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πη­γαί­νει τα­κτι­κὰ στὸν τά­φο της καὶ νὰ τῆς δι­α­βά­ζει λο­γο­τε­χνί­α.

        Πρώ­τ’ ἂ­π’ ὅ­λα στά­θη­κα στὴ δυ­να­τή, τὴ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πό του.

        Εἶ­χα ἀ­κού­σει γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι μι­λοῦν στοὺς δι­κούς τους ποὺ ἔ­χουν «φύ­γει», τοὺς λὲν πό­σο τοὺς ἀ­γα­ποῦν ἀ­κό­μα, καὶ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ δι­κά τους, τὰ προ­σω­πι­κά, ἀλ­λὰ καὶ προ­πάν­των γιὰ τὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὰ παι­διά τους. Γιὰ τὰ θε­τι­κά τους –φαν­τά­ζο­μαι– μό­νο,  ἀ­φοῦ κά­ποι­οι ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν σὲ κά­τι ἀρ­νη­τι­κό, μὴ στε­να­χω­ρή­σουν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους στὸν τά­φο.

        Γιὰ τὴν κα­τα­φυ­γὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­θρώ­που, ὅ­μως, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­κα­να δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις:  ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἶ­χαν κοι­νὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, ἤ, ἔ­στω, ὅ­τι αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ τὶς προ­τι­μή­σεις της. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει δη­λα­δὴ στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι, εἴ­τε νὰ τῆς ξα­να­δι­α­βά­ζει ἀ­γα­πη­μέ­να της ἔρ­γα ἢ νὰ τῆς συ­στή­νει νέ­ες ἐκ­δό­σεις, δι­α­βά­ζον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἢ ἐ­ξο­λο­κλή­ρου –σὲ συ­νέ­χει­ες– προ­κει­μέ­νου νὰ τῆς προ­σφέ­ρει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἀ­κό­μα, ἴ­σως, καὶ κά­ποι­ες κρι­τι­κές, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦν συ­ζή­τη­ση. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γι’ αὐ­τὲς ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐκ­φέ­ρει καὶ τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ποὺ δὲν μὲ ἄ­φη­σε νὰ ἡ­συ­χά­σω εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σὲ τέ­τοι­ες σπά­νι­ες ἀ­κό­μα πε­ρι­στά­σεις. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι μᾶλ­λον κα­τέ­φυ­γε σ’ αὐ­τήν,  ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζει καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ καὶ τὴ σύν­τρο­φό του. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ βι­βλί­ο, τὸν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, για­τί τῆς μι­λᾶ μέ­σω ἄλ­λων, τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ κά­θε ἔρ­γου. Σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη γνω­ρί­ζει νέ­ους χα­ρα­κτῆ­ρες, ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­φω­νεῖ μα­ζί τους, κρί­νει τὸν συγ­γρα­φέ­α, λει­τουρ­γεῖ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνί­α ὀ­νο­μά­ζου­με προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη.

        Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος λό­γος τοῦ συγ­κλο­νι­σμοῦ μου ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν κά­ποι­α συ­νά­φεια αὐ­τῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου «Ἀ­θα­λάσ­σα», ποὺ  ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α του συ­νέ­πε­σε πε­ρί­που μὲ τὸν θά­να­το τῆς ἐν λό­γω γυ­ναί­κας. Σ’ αὐ­τό, ὁ κύ­ριος ἥ­ρω­ας ἐγ­κλεί­ε­ται ἐ­θε­λον­τι­κὰ στὸ ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα, γιὰ νὰ εἶ­ναι κον­τὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του. Μιὰ ἀ­γά­πη, δη­λα­δή, ἀ­νά­λο­γα δυ­να­τὴ μ’ αὐ­τὴν ποὺ εἶ­χε καὶ ἔ­χει πάν­τα ὁ σύ­ζυ­γος τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου γιὰ τὴ γυ­ναί­κα του. «Λο­γι­κά», θὰ  βροῦν καὶ οἱ δύ­ο τὸ θέ­μα μου στὰ δι­κά τους ἀ­συ­νή­θι­στα μέ­τρα.

        Φαν­τά­ζο­μαι, ἔ­τσι, τὸν σύ­ζυ­γο νὰ δι­α­βά­ζει στὴ χα­μέ­νη του ἀ­γά­πη τὸ βι­βλί­ο μου.

        Καί, βέ­βαι­α, μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν δι­ά­φο­ρα πε­ρί­ερ­γα: Θὰ τῆς τὸ δι­α­βά­σει μὲ τὴ σω­στὴ ἐκ­φο­ρά; Ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τέ­τοι­ο θέ­μα, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν ξε­χω­ρι­στὸν αὐ­τὸν ἀ­πο­δέ­χτη, πρέ­πει νὰ φτά­σει κον­τά του, μὲ τὸν πλέ­ον ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τρό­πο. Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πό­σο θ’ ἀ­ρέ­σει στὸν ἴ­διο. Θὰ ἔ­χω δη­λα­δή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, πρῶ­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση, τὴ δι­κή του προ­σέγ­γι­ση τῆς δου­λειᾶς μου.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, αὐ­τό, βε­βαί­ως, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῆς νε­κρῆς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κώ­στας Λυμ­που­ρῆς  (Λευ­κω­σί­α, 1950) Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ ’74 στὸ κα­τε­χό­με­νο Κά­τω Δί­κω­μο τῆς ἐ­παρ­χί­ας Κε­ρύ­νειας. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση τῆς Κύ­πρου. Εἶ­χε πλού­σια δρά­ση στὴ συν­δι­κα­λι­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν κα­θη­γη­τῶν (ΟΕΛΜΕΚ) καὶ στὸν Σύν­δε­σμο Ἑλ­λή­νων Κυ­πρί­ων Φι­λο­λό­γων, στὴν προ­ε­δρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιὰ ἑ­φτὰ χρό­νια. Ἀ­πὸ τὸ 2000 συ­νεκ­δί­δει μὲ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς ἀ­πὸ τὴν Κύ­προ καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ὑλαν­τρον. Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Ὑ­λαν­τρον, Πόρ­φυ­ρας, Ἡ λέ­ξη και Νέ­α Εὐ­θύ­νη. Βι­βλί­α του: Προ­σω­ρι­νὰ κλει­στὸ (δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2006). Τῶν ἡ­με­τέ­ρων ἄλ­λων (Πα­ρά­κεν­τρον, 2014) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, κ.ἀ.



		

	

Ἀν­τώ­νης Σκια­θᾶς: Σά­πια ψά­ρια


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Σά­πια ψά­ρια


 ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΑΣ μί­α δε­ξιά, μί­α ἀ­ρι­στε­ρά, ἔ­σερ­νε δυ­σο­σμί­α σφαγ­μέ­νης θά­λασ­σας ἀ­πὸ και­ρό. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα τοῦ τέ­ταρ­του ὀ­ρό­φου, στὴν πε­ρι­φρού­ρη­ση πο­λυ­κα­τοι­κι­ῶν τῆς ἀν­τι­πα­ρο­χῆς. Ὁ ἀ­κά­λυ­πτος γε­μά­τος δέν­δρα κι ἄ­κλη­ρες φω­λι­ὲς χε­λι­δο­νι­ῶν. Στὰ κάγ­κε­λα κρε­μα­σμέ­να σεν­τό­νια, ἐ­σώ­ρου­χα γυ­ναι­κὼν με­γά­λης ἡ­λι­κί­ας καὶ λά­βα­ρα πο­δο­σφαι­ρι­κῶν ὁ­μά­δων ποὺ τὰ ἕ­λι­ω­νε ὁ ἥ­λιος.

        Οἱ χα­ρὲς τῶν ἐ­νοί­κων στὸ τσι­μέν­το. Σπιρ­τό­κου­τα χω­ρὶς σπίρ­τα τὸ ἕ­να πά­νω στὸ ἄλ­λο τὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα.

        Στὸ μπαλ­κό­νι τοῦ τέ­ταρ­του ὀ­ρό­φου τὸ λι­βα­νι­στή­ρι στὴν ἄ­κρη, στὸ πρε­βά­ζι μὲ τὰ σύ­νερ­γα ψα­ρι­κῆς νὰ χά­σκουν στὸ κε­νό.

        Οἱ χω­ρο­φύ­λα­κες ἔ­σπα­σαν τὴν πόρ­τα, ἀ­μέ­τρη­τα μάν­τα­λα καὶ κλει­δα­ρι­ές. Ὁ ἀ­νε­μι­στή­ρας καὶ πά­λι μί­α δε­ξιά, μί­α ἀ­ρι­στε­ρά, τὸ δω­μά­τιο γε­μά­το φα­νέ­λες μὲ ἱ­δρώ­τα καὶ λε­κέ­δες ἀ­πὸ ἀγ­κί­στρια.

        Ὁ ἰ­χθυ­έμ­πο­ρας ἀ­κί­νη­τος στὴν πο­λυ­θρό­να μπρο­στὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση, μὲ μα­θη­τευ­ό­με­νους μά­γει­ρες νὰ κό­βουν κρέ­ας. Στὰ χέ­ρια του μιὰ ἀρ­μα­θιὰ κοκ­κι­νό­ψα­ρα, μὲ χι­λιά­δες μύ­γες νὰ γε­μί­ζουν αὐ­γὰ τὰ μά­τια του, τὰ αὐ­τιά του, τὸ στό­μα του καὶ τὶς οὐ­ρὲς τῶν χε­λι­δο­νό­ψα­ρων τῆς τε­λευ­ταί­ας ἁ­λι­εί­ας.

        Στὸν ἀ­κά­λυ­πτο ἀ­κού­γον­ταν τὸ μοι­ρο­λό­ι μὲ τὴν φω­νὴ τοῦ λα­ϊ­κοῦ ἀ­οι­δοῦ Στυ­λια­νοῦ Κα­ζαν­τζί­δη ποὺ λα­λοῦ­σε τὴν ξε­νι­τιὰ τῆς μο­να­ξιᾶς, ἀ­πὸ τὸ τραν­ζι­στο­ρά­κι τῶν φοι­τη­τῶν τοῦ δευ­τέ­ρου ὀ­ρό­φου, κα­θὼς τὸν σή­κω­ναν ἀ­πὸ τὶς μα­σχά­λες νὰ τὸν ντύ­σουν.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Α­θή­να 1960) Ζει στην Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κός Μη­χα­νι­κός με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στην Συν­τή­ρη­ση Έρ­γων Τέ­χνης και στη Δη­μι­ουρ­γι­κή Γρα­φή. Έ­χουν εκ­δο­θεί 12 ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και άλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του έ­χουν με­τα­φρα­στεί σε 15 γλώσ­σες, ε­νώ έ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεί σε αν­θο­λο­γί­ες στην Ελ­λά­δα και στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Άρ­θρα και δο­κί­μιά του για την ποί­η­ση, την ι­στο­ρί­α και την εκ­παί­δευ­ση έ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεί σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε το λο­γο­τε­χνι­κό πε­ρι­ο­δι­κό «Ε­λί­τρο­χος» στη δε­κα­ε­τί­α του ’90. Στη συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε και δια – χει­ρί­ζε­ται το Patras World Poetry Festival, το «Γρα­φεί­ον Ποι­ή­σε­ως», τα Βρα­βεί­α Ποί­η­σης «Z­αν M­ο­ρε­άς», το Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Το 2020 τι­μή­θη­κε α­πό τον φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμού στην Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Έ­νω­ση EUNIC να εκ­προ­σω­πή­σει την Ελ­λά­δα ως ποι­η­τής στο Η­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στο Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κό Με­τα­πτυ­χια­κό Τμή­μα Δη­μι­ουρ­γι­κής Γρα­φής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας και του Α­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εί­ναι μέ­λος της Ε­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, του Κύ­κλου Ποι­η­τών και πρό­ε­δρος της Greek Library of London.


 

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος: Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος


Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


 ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ἄλ­λος ἕ­νας ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο. Φύ­ση καλ­λι­τε­χνι­κή, ἔ­φτια­χνε πε­ρί­τε­χνες ἀν­θο­δέ­σμες γά­μου καὶ στό­λι­ζε τὸν ἐ­πι­τά­φιο θε­ά­ρε­στα. Τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του ἔπια­νε τὰ μο­λύ­βια καὶ σχε­δί­α­ζε ἀν­θρώ­πους ἢ ἀν­τι­κεί­με­να. Μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­ση­κώ­σει μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­ποι­α εἰ­κό­να ἔ­βλε­πε.

        Αὐ­τὸς ἦ­ταν ποὺ –τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ ἑ­νὸς κει­μέ­νου ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ σχέ­δια– ζω­γρά­φι­ζε στὰ μα­θη­τι­κὰ τε­τρά­δια σχο­λι­α­ρό­παι­δων συγ­γε­νῶν του, ἀ­φοῦ, ἀ­νύ­παν­τρος, δὲν εἶ­χε παι­διὰ δι­κά του. Οἱ δά­σκα­λοι, κα­τα­λα­βαί­νον­τας, ἀ­σφα­λῶς, πὼς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­παν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μα­θη­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α, τὸ πα­ρά­βλε­παν. Τὰ σχέ­δια τοῦ Τα­ξιά­ρχη ἦ­ταν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν. Ἕ­νας δά­σκα­λος, μά­λι­στα, εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο νὰ βαθ­μο­λο­γή­σει μὲ ἄ­ρι­στα καὶ τὴν εἰ­κό­να!

        Στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο, στὴν πλα­τεί­α Δα­βά­κη, ἦ­ταν πε­ρι­ζή­τη­τος. Τὸν Τα­ξιά­ρχη γύ­ρευ­αν οἱ πε­λά­τες γιὰ τὶς χα­ρὲς ἢ τὶς λύ­πες τους. Αὐ­τὸν ἤ­θε­λαν νὰ στο­λί­ζει τὴν ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴ γα­μή­λια τε­λε­τή, καὶ τὰ στε­φά­νια του ξε­χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὶς μοι­ραῖ­ες ἀ­πο­δη­μί­ες. Τό­τε τὰ ἄν­θη μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.

        Κά­πο­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης ὑ­πῆρ­ξε ἄν­θρω­πος εὔ­θυ­μος καὶ πρό­σχα­ρος· ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­χε τὴν ἀ­ρε­τὴ νὰ με­τα­δί­δει τὴν εὐ­δι­α­θε­σί­α καὶ στὴν πα­ρέ­α του. Σή­με­ρα ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­γέ­λα­στος, μο­να­χι­κός. Μιὰ χρό­νια ψυ­χι­κὴ νό­σος, συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, τὸν εἶ­χε κά­νει λι­γο­μί­λη­το. Σχε­δὸν ἀ­μί­λη­το. Ἔ­κα­νε τὸ ὀ­κτά­ω­ρό του στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ὧ­ρες τὶς περ­νοῦ­σε στὸ σπί­τι. Δὲν ἔ­βγαι­νε πο­τέ, μό­νο κά­πνι­ζε τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο.

        Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε στὴν Κα­το­χή. Τό­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης δού­λευ­ε σ’ ἕ­να ἀν­θο­πω­λεῖ­ο στὰ Ἀ­νά­κτο­ρα. Ὁ Σπή­λιος, ἰ­δι­ο­κτή­της γει­το­νι­κοῦ μα­γα­ζιοῦ, τὸν φθο­νοῦ­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χω­νέ­ψει τὸ χά­ρι­σμα τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ὁ Σπή­λιος κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲν εἶ­χαν ἔρ­θει στὸ φῶς πο­τὲ οἱ δο­σο­λη­ψί­ες ποὺ ἔ­κα­νε στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­σπα­γε τὸ κε­φά­λι του τί νὰ κά­νει ὥ­στε νὰ χαν­τα­κώ­σει τὸν Τα­ξιά­ρχη ὁ­ρι­στι­κά. Σκε­φτό­ταν τὸ ἕ­να, σκε­φτό­ταν τὸ ἄλ­λο, τί­πο­τε δὲν τοῦ φαι­νό­ταν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ὥ­σπου τὸ βρῆ­κε. Κα­τέ­δω­σε τὸν Τα­ξιά­ρχη ὅ­τι τά­χα πού­λη­σε τὴ Λά­ρι­σα στοὺς Ἐ­λα­σί­τες. Τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο ἦ­ταν εὔ­κο­λες τέ­τοι­ες συ­κο­φαν­τί­ες κι ὁ Σπή­λιος ἤ­ξε­ρε κα­λὰ ἀ­π’ αὐ­τά.

        Τὰ βα­σα­νι­στή­ρια κα­τέ­στρε­ψαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ἔ­χα­σε τὴ δου­λειά του, ἀλ­λὰ ὅ­ταν πέ­ρα­σε ἡ φουρ­τού­να δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κε νὰ βρεῖ ἄλ­λη. Ἐν­τού­τοις ἡ δει­νό­τη­τά του δὲν χά­θη­κε. Δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν μέ­σα του μὲ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες του –δὲν τὸ ἔ­δει­χνε–, πάν­τως ὁ Σπή­λιος δὲν ἔ­πα­ψε νὰ τὸν ζη­λεύ­ει καὶ νὰ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ προ­τε­ρή­μα­τά του.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος (Ἀ­θή­να, 1962). Ἐκ­δί­δει, κυ­ρί­ως, πε­ζο­γρα­φί­α. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Γε­ρά­σι­μος Βῶ­κος. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του. Ἡ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ (1886–2020). Στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο ἐκ­πό­νη­σε τὴ Με­τα­πτυ­χια­κὴ Δι­πλω­μα­τι­κὴ Ἐρ­γα­σί­α μὲ θέ­μα: «Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὸ συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Φώ­τη Κόν­το­γλου».


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου: Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου


Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να

 

ΗΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΕΚΕΙ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου. Βρέ­χει συ­χνά σοῦ λέ­ω. Ὑ­πέρ­βα­ρο τὸ σύν­νε­φο ποὺ κα­τε­βαί­νει φο­βε­ρὸ ἀ­π’ τὸ τα­βά­νι. Βρέ­χει συ­χνά. Βρέ­χει ρα­γδαί­α. Ἄλ­λο­τε δά­κρυ­α ἀ­π’ τὰ πολ­λὰ κρεμ­μύ­δια. Τὸ στι­φά­δο θέ­λει δάφ­νη. Δὲν πῆ­γα φέ­τος τῶν Βα­γι­ῶν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Τὸν ἀ­γα­πῶ, ἀλ­λὰ κου­ρά­στη­κα στὴ ρά­χη νὰ τὸν φέ­ρω. Ὄ­χι, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸ βά­ρος του τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο, ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τὸ ἀ­σή­κω­το τῆς γνώ­σης. Δῶ­σε μου τώ­ρα δάφ­νη ἀ­π’ τὴ δι­κή σου. Αὐ­τὴ ποὺ ἔ­χεις φυ­λαγ­μέ­νη καὶ μα­σᾶς γιὰ τοὺς χρη­σμοὺς καὶ γιὰ τοὺς γρί­φους σου. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει δά­χτυ­λα ποὺ ἀρ­νή­θη­καν σὲ μούν­τζα νὰ ἀ­νοί­ξουν. Ἀγ­κυ­λω­μέ­να, σὲ γρο­θιὰ σφιγ­μέ­να. Τὰ κό­βου­με σὲ σχῆ­μα κύ­βου στὸ ξύ­λο κο­πῆς. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει ὄ­νει­ρα μα­ται­ω­μέ­να. Γλά­σο σο­κο­λά­τας μπί­τερ γιὰ τὸ κέ­ικ. Ἄλ­λο­τε ὑ­πο­σχέ­σεις καὶ ὅρ­κους ποὺ προ­δό­θη­καν. Πέ­φτει ἡτ­τη­μέ­νο τὸ σου­φλέ σου. Ἄλ­λο­τε ἀ­παι­τή­σεις καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις καὶ ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις. Χα­λα­ζό­πτω­ση. Ἅ­πλω­σε μὲ προ­σο­χὴ τὸ χέ­ρι νὰ πέ­σει τὸ πα­γά­κι στὸ πο­τή­ρι. Μὴν πί­νεις σκέ­το τὸ πο­τό σου. Τί θὰ φᾶ­με; Ἡ μι­κρὴ δη­λώ­νει χορ­το­φά­γος κι ὁ ἀ­θλη­τὴς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πρω­τε­ΐ­νη. Ἄλ­λο­τε φτε­ρὰ δι­α­με­λι­σμέ­να πέ­φτουν μὲς στὴν κα­τσα­ρό­λα. Σού­πα πτή­σης. Τὸ χά­δι τοῦ ἀ­νέ­μου μὲς στὰ πού­που­λα θέ­λει νὰ βρά­σει ὧ­ρες μέ­χρι νὰ πά­ψει πιὰ ν’ ἀ­κού­γε­ται. Ἄλ­λο­τε στή­θη ἀ­τμί­ζον­ται. Ὑ­γεί­α πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα. Ἄλ­λο­τε μπού­τια ξε­κλει­δώ­νον­ται καὶ ρί­γες ἀ­πο­κτοῦν στὶς σχά­ρες. Μώ­λω­πες. Ὅ­λως ἐ­λα­φρὰ ἡ κά­κω­ση. Ἄλ­λο­τε λι­α­νί­ζον­ται πλευ­ρά. Δὲν πρό­σε­ξες, τὸ πά­τω­μα ἦ­ταν βρεγ­μέ­νο. Ἄλ­λο­τε ψι­λο­κό­βον­ται ἐν­τό­σθια. Νε­φροί, καρ­δι­ές, πνευ­μό­νια.

        Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να σοῦ λέ­ω.

        Κι αὐ­τὲς τὶς νύ­χτες ποὺ τρυ­πώ­νει ἐ­κεῖ τὸ κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι καὶ τὸ σύν­νε­φο τὸ βά­φει καὶ τὸ πυ­ρα­κτώ­νει μὲ τὰ γοῦ­στα του, τό­τε γί­νε­ται αἱ­μά­τι­νη ἡ βρο­χή. Ἔ­τσι ὅ­πως σι­γο­βρά­ζει κά­τι, κά­τι γί­νε­ται, κά­τι μι­κρὸ κι ἀ­σή­μαν­το, ἕ­να πο­τή­ρι σπά­ει, ἄς ποῦ­με, ἢ πέ­φτει ἀ­πὸ τὸ ντου­λά­πι ἕ­να βά­ζο ζά­χα­ρη, κι ἐ­κρή­γνυ­ται. Ἐ­λατ­τω­μα­τι­κὸς ὁ θερ­μο­στά­της. Συμ­βαί­νει… στὴν κου­ζί­να ἑ­δρεύ­ουν ὅ­λα τὰ ἐ­νερ­γεια­κὰ βαμ­πίρ.

        Μὴν μπαί­νεις ἐ­κεῖ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου.

        Ἂν εἶ­ναι ἄ­σχη­μη ἡ­μέ­ρα, ἂν ἡ κα­κιὰ στιγ­μὴ μὲ τὰ βα­ριά της παν­τε­λό­νια μπῆ­κε νὰ πά­ρει μυ­ρω­διὰ τί μα­γει­ρεύ­ε­ται ἐ­κεῖ μέ­σα, φό­ρα καὶ σω­σί­βιο.

      Κι ὅ­ταν κο­πά­σει ἡ μπό­ρα, μὴν ξε­χά­σεις νὰ πε­τά­ξεις τὰ σκου­πί­δια.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.



		

	

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς: Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


ΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ τρέ­κλι­ζε σ’ ὅ­λο το σπί­τι ἡ μο­να­ξιά. Στὰ κλά­μα­τα τῶν ἐ­νοί­κων συ­ναν­τοῦ­σε τὸν ρο­λο­γὰ ποὺ ἔ­ψα­χνε τὶς σαρ­κο­φά­γους τοῦ χρό­νου. Τὸ τώ­ρα κούρ­δι­ζε μὲ ρή­μα­τα αἰ­ω­νι­ό­τη­τας ἀ­λα­φι­α­σμέ­νες τὶς στιγ­μές. Τὰ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κεί­ας στὸ ἀν­τρι­λί­κι τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ καρ­φιὰ στὰ ξύ­λα τῆς πόρ­τας μί­σχοι ξε­νι­τειᾶς. Τὸ πρό­σω­πο τῆς μά­νας ἔ­στα­ζε ἱ­δρώ­τα μ’ ἕ­να τζά­μι στὸ λα­ρύγ­γι καρ­φω­μέ­νο. Εἰ­κο­νο­στά­σια ἱ­στο­ρη­μέ­να στὶς βι­ο­γρα­φί­ες τῆς παν­δη­μί­ας. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στοῦ δρά­κου κα­θρέ­πτη τὰ γη­ρα­τειά, ζη­τι­ά­νευ­ε μπα­ρού­τι ὁ θά­να­τος τὰ πε­ρα­σμέ­να ν’ ἀ­να­στή­σει. Τὰ πιά­τα ἄ­πλυ­τα στὰ ἐ­ρεί­πια τοῦ νε­ρο­χύ­τη. Νε­κρι­κὴ ἡ­συ­χί­α στὴν ἀ­νέλ­πι­στη ἀ­σά­φεια τοῦ τέ­λους. Ἐ­νο­χές, ψεύ­δη τῆς ἔ­σχα­της στιγ­μῆς γιὰ τὴν πτώ­ση. Τὰ ἔ­πι­πλα γε­μά­τα σκό­νη. Χαλ­κο­μα­νί­ες μὲ ἀ­φι­ε­ρώ­σεις γιὰ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὅ­πως στὸ πα­τά­ρι ποὺ ἔ­βγα­λε γρα­φὴ φρί­κης ἡ νε­α­ρὴ κο­ρα­σί­δα Ἄν­να Φράνκ, ὁ­ρί­ζουν τὸ ποί­η­μα καὶ τὸν ποι­η­τή. Τὸν ἔγ­κλει­στο ποι­η­τή, τὸν ἀ­νέ­στιο, στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς χλω­μῆς ζω­ῆς, τὴν ἄ­δεια πι­σί­να τῶν λέ­ξε­ων, τῶν τη­λε­φω­νι­κῶν κα­τα­λό­γων μὲ ὀ­νό­μα­τα νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­πό­τι­στο λα­χα­νό­κη­πο καὶ τ’ ἁ­πλω­μέ­να ροῦ­χα τῆς βε­ράν­τας στὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Νώντας Τσίγκας: Ὁ Μῆ­τσος


Νών­τας Τσίγ­κας


Ὁ Μῆ­τσος

(Lacrymosa)


ΟΝ ΑΚΟΥΩ ἀπὸ τὸν φω­τα­γω­γό. Ἡ φω­νή του ἀ­νε­βαί­νει ὡς μα­θη­τευ­ό­με­νου ψαλ­μω­δοῦ ἔν­ρι­νη καὶ βα­θιά, ἑ­σπε­ρι­νὴ συ­νή­θως, σὰν ἀ­πὸ χω­νὶ πε­ρα­σμέ­νη, κά­πως ἠ­λε­κτρο­νι­κή. Μα­ζί της ἀ­να­δύ­ε­ται σχε­δὸν πάν­το­τε μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ πρό­χει­ρο φαῒ ἴ­σως τη­γα­νη­τὲς πα­τά­τες καὶ αὐ­γὰ μά­τια. Προ­σπα­θεῖ νὰ ἀγ­γί­ξει κά­ποι­ον λυγ­μι­κὸ λα­ϊ­κὸ τρα­γου­δι­στὴ στὶς κο­ρῶ­νες. Ἕ­νας μο­να­χι­κὸς ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὁ Μῆ­τσος ποὺ μέ­νει ἐ­κεῖ κά­τω. Πό­σο κά­τω; «Στὸ μεῖ­ον δύ­ο». Ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν πιά­νει οὔ­τε τὴ βά­ση στὰ κοι­νω­νι­κά. Δη­λο­νό­τι στὸν μεῖ­ον δύ­ο ὄ­ρο­φο ἔ­χου­με —ἕ­ξι του­λά­χι­στο— μέ­τρα κά­τω ἀ­πὸ τὴ ἐ­πι­φά­νεια τῆς γῆς. Πιὸ κά­τω κι ἀ­πὸ τοὺς πε­θα­μέ­νους τὸν θά­να­το τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὡ­στό­σο στὰ θε­τι­κά τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως θὰ πρέ­πει νὰ λο­γί­ζε­ται ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­ρά­θυ­ρο ποὺ κοι­τά­ζει στὸ ρέ­μα, στὸ χῶ­ρο δη­λα­δὴ ἀ­πο­βο­λῆς ἀ­νε­πι­θύ­μη­των ὑ­γρῶν λυ­μά­των καὶ σα­βού­ρας πά­σης φύ­σε­ως ἀ­πὸ τοὺς σκυ­θρω­ποὺς χω­ριά­τες ποὺ κα­τοι­κοῦν αὐ­τὴ τὴν πό­λη.

        Ἡ γυ­ναί­κα πο­τὲ δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­πῆρ­ξε στὴ ζω­ή του. Συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λοι μά­κρυ­ναν πιά. Δου­λεύ­ει ἀ­πὸ τὰ χα­ρά­μα­τα μέ­χρι ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα στὴ βι­ο­τε­χνί­α κι ἔρ­χε­ται νὰ ζα­ρώ­σει στὸ ὑ­πό­γει­ό του. Βγαί­νει σπα­νί­ως ἀ­πὸ δῶ σὰν ἀ­ρά­χνη ἢ σα­ραν­τα­πο­δα­ρού­σα, μπο­ρεῖ καὶ σὰν πον­τι­κὸς ἢ ἀ­πο­τρό­παι­α κα­τσα­ρί­δα. Ἕ­να ἐ­νο­χλη­τι­κὸ ἀ­πό­βλη­το τῆς λαμ­πρῆς καὶ ἀ­ει­φό­ρου κοι­νω­νί­ας ποὺ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἐ­δῶ κά­τω. Ἐ­δῶ ὁ Μῆ­τσος κρα­τᾶ μα­ζί του θαμ­μέ­νες μιᾶς ζω­ῆς τὶς μα­ται­ώ­σεις καὶ τὰ δι­α­κυ­βεύ­μα­τα – ὅ­σα ἀ­π’ αὐ­τὰ δη­λα­δὴ πράγ­μα­τι ὑ­πῆρ­ξαν.

        Τὰ φυ­λά­γει σὰν πα­λι­ὲς φω­το­γρα­φί­ες, δρο­σε­ρὲς καὶ στη­μέ­νες στιγ­μὲς τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Μνῆ­μες τσι­τω­μέ­νες σὰν ρό­γες παρ­θε­νι­κὲς μπρο­στὰ στὴν ἡ­δο­νή. Κι ὅ­ταν βρί­σκε­ται τὴν κου­ζί­να ἢ τὸ μπά­νιο δὲν πα­ρα­λεί­πει νὰ τρα­γου­δή­σει σί­γου­ρος πὼς ὅ­λοι ἀ­κοῦ­νε ἀ­πὸ τὸ φω­τα­γω­γὸ ν’ ἀ­νε­βαί­νει τὸ ἀ­πέ­ραν­το πα­ρά­πο­νο μο­νά­χο του χω­ρὶς τὶς αἰ­τί­ες ποὺ τὸ ἔ­συ­ραν μέ­χρι σ’ αὐ­τὲς τὶς ὄ­χθες τῶν λυγ­μῶν.

        Στὸ κά­λε­σμα τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου ποὺ περ­νοῦ­σε πῶς νὰ μὴ βγεῖ; Μὲ τό­σα θαμ­μέ­να καὶ ἄ­δο­ξα πα­ρα­τη­μέ­να ἐν­τός του, σα­θρὰ καὶ ξε­φτι­σμέ­να κει­μή­λια μιᾶς ζω­ῆς ὁ­λό­κλη­ρης, ἀ­νά­με­σα στ’ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κα νε­κρο­λού­λου­δα…

        Στά­θη­κε ἀ­νύ­πο­πτος δί­πλα στὸν Νί­κο Κα­ροῦ­ζο καὶ κά­ποι­ον ἄλ­λον στὸ πε­ζο­δρό­μιο ἐ­κεῖ­νο.



Πη­γή: Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἐ­πο­χια­κὸς Δι­α­νο­μέ­ας (ἐκδ. «Πα­νο­πτι­κόν», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2013).

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμου­ς (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι«Δι­­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­α­ς (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ό δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙἩ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.


Εἰκόνα: στὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὴν Ἐλευσίνα. Μεγάλη Παρασκευή, 14 Ἀπριλίου 2023. Φωτό: Γιάννης Πατίλης.