Δώρα Κασκάλη: Μικρὸ ἐρωτικό

 

 

Δώρα Κα­σκά­λη

 

Μι­κρὸ ἐρω­τι­κό

 

Ο ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΔΥ τὸ ἄσπρο που­κά­μι­σο βγαί­νει ἀπὸ τὴ χάρ­τι­νη θή­κη του καὶ παίρ­νει θέ­ση ἀπέ­να­ντι ἀπὸ τὸ κρε­βά­τι της. Τὸ ἁπλώ­νει πά­νω στὴν πο­λυ­θρό­να καὶ τὸ πα­ρα­τη­ρεῖ νὰ γε­μί­ζει στα­δια­κὰ ἀπὸ τὴ σάρ­κα τοῦ σκο­τα­διοῦ, ὅσο μι­λά­ει ξα­πλω­μέ­νη στὸ τη­λέ­φω­νο μὲ τὸν ἄντρα της γιὰ τὶς ἐντυ­πώ­σεις ἀπὸ τὸ σε­μι­νά­ριο, τὶς ἡμε­ρή­σιες ἐπι­δό­σεις τῶν παι­διῶν στὸ σχο­λεῖο καὶ τὰ αὐρια­νὰ ψώ­νια. Ἀργό­τε­ρα, ἀφοῦ θὰ ἔχει σβή­σει τὸ πορ­τα­τὶφ καὶ ἡ εἰκό­να τῆς ἐργα­ζό­με­νης μη­τέ­ρας καὶ συ­ζύ­γου θὰ ἐξαϋλώ­νε­ται πά­νω στὰ ρι­γὲ σε­ντό­νια, μπο­ρεῖ νὰ φα­ντα­σιω­θεῖ, μέ­χρι τὴν τρο­μώ­δη κα­τα­βύ­θι­ση στὸν πρῶτο ὕπνο, τὸ φί­νο λευ­κὸ ὕφα­σμα φο­ρε­μέ­νο πά­νω στὸ κορ­μί του. Πρὸς τὸ πα­ρόν, μέ­σα στὴν πη­χτὴ νύ­χτα ποὺ μπαί­νει ἀπὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρό της καὶ ἤδη κα­τα­τρώει τὸ φω­τι­σμέ­νο κύ­κλο τῆς λά­μπας, λι­γο­στεύο­ντάς τον στὸ ζω­τι­κὸ χῶρο του γύ­ρω ἀπὸ τὸ κο­μο­δί­νο, σχη­μα­τί­ζε­ται στὶς ἄκρες τῶν χει­λιῶν της ἕνα φευ­γα­λέο χα­μό­γε­λο, στὴ σκέ­ψη ὅτι κά­τι τέ­τοια ἄσπρα που­κά­μι­σα εἶναι φτιαγ­μέ­να γιὰ νὰ τὰ ἀπο­χω­ρί­ζε­ται κα­νεὶς βίαια, συ­σκευὲς ἡδο­νῆς ποὺ ἔχουν ἐφευ­ρε­θεῖ μό­νο γιὰ νὰ ἀπο­θεώ­νο­νται τὰ σώ­μα­τα.

       Τὸ ἑπό­με­νο πρωί, τὸ δι­πλώ­νει προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ σφα­λί­ζει μέ­σα στὸ κου­τί του μὲ τὶς ἴδιες αὐτο­μα­το­ποιη­μέ­νες κι­νή­σεις, μὲ τὶς ὁποῖες δι­πλώ­νει καὶ τα­κτο­ποιεῖ μέ­σα στὴ συρ­τα­ριέ­ρα τὰ φα­νε­λά­κια τῶν παι­διῶν καὶ τὰ ἐσώ­ρου­χα τοῦ ἄντρα της.

      Τὸ δεύ­τε­ρο βρά­δυ, τὸ στρώ­νει πά­νω στὸ κρε­βά­τι της, ἀφοῦ πρῶτα τὸ ἀρω­μα­τί­σει μ’ ἕνα γαλ­λι­κὸ ἀνδρι­κὸ ἄρω­μα —ση­με­ρι­νὸ ἀπό­κτη­μα— ποὺ παί­ζει χη­μι­κὰ μὲ τοὺς τό­νους τοῦ περ­γα­μό­ντου καὶ τῆς κα­νέ­λας. Τὸ τη­λε­φώ­νη­μα αὐτὴ τὴ φο­ρὰ εἶναι πιὸ σύ­ντο­μο· ἔχει μιὰ ἀνε­ξή­γη­τη ἀνυ­πο­μο­νη­σία νὰ τε­λειώ­νει μὲ τὰ τυ­πι­κὰ γι’ αὐτὸ μι­λά­ει βια­στι­κά, κά­νο­ντας κο­φτὲς δια­δρο­μὲς πά­νω στὴν πρά­σι­νη μο­κέ­τα. Ὅταν κλεί­νει τὸ τη­λέ­φω­νο, ξα­πλώ­νει πά­νω του, στὸ κέ­ντρο του, βου­λιά­ζο­ντας τὴ δα­ντε­λέ­νια νυ­χτι­κιά της μέ­σα στὶς νε­ο­α­πο­κτη­θεῖσες τσα­λά­κες του. Πά­νω στὴν ὀθό­νη τῶν μα­τιῶν της ξα­να­ζεῖ τὴ μέ­ρα ποὺ τε­λειώ­νει, προ­σπα­θεῖ νὰ δώ­σει ἕνα νέο νό­η­μα στὶς τυ­χαῖες κι­νή­σεις του —ἕνα βλε­φά­ρι­σμα, ἕνα φευ­γα­λέο ἀκού­μπη­μα τῆς πα­λά­μης του πά­νω στὰ δι­κά της χέ­ρια ποὺ πληκ­τρο­λο­γοῦν ἀβέ­βαια—, προ­βά­ρει τὰ λό­για της πού, ἴσως αὔριο, κα­τα­φέ­ρουν νὰ γί­νουν ὁ ση­μα­τω­ρὸς τῆς ἐπι­θυ­μίας της. Τὴν ἴδια ὥρα, ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ ἱδρώ­τα της ἀγω­νί­ζε­ται νὰ ἑνω­θεῖ μὲ τὴ σκλη­ρὴ ὑφὴ τῆς κόλ­λας τοῦ ἀφό­ρε­του ρού­χου καὶ τὴ γαλ­λι­κὴ ἐσὰνς τοῦ κορ­μιοῦ του ποὺ ὅλο τὸ πρωὶ τῆς πό­τι­ζε τὴ μύ­τη.

      Νω­ρίς, στὸ ἔμπα τοῦ λυ­καυ­γοῦς, με­τὰ ἀπὸ μιὰ ἄγρυ­πνη νύ­χτα, ἀπο­φα­σί­ζει νὰ ζη­τή­σει ἀπὸ τὸν αἰνιγ­μα­τι­κὰ φι­λι­κὸ ἐκπαι­δευ­τή της νὰ βγοῦνε γιὰ φα­γη­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖο βρά­δυ της στὴν πρω­τεύου­σα.

      Τὸ τρί­το βρά­δυ, τὸ ἄσπρο που­κά­μι­σο πα­ρα­μέ­νει τσου­βα­λια­σμέ­νο στὸ χάρ­τι­νο κι­βού­ρι του. Ἐνώ­πιος ἐνω­πίῳ γιὰ μιὰ ἀκό­μη νύ­χτα: αὐτὴ στὴν πο­λυ­θρό­να, ἐκεῖνο πά­νω στὸ στρω­μέ­νο κρε­βά­τι της. Τώ­ρα πιὰ τὸ βλέ­πει ἀπὸ μα­κριὰ καὶ τὸ πε­ρι­γε­λᾶ. Σκέ­φτε­ται ὅτι αὐτὸς ὁ ἀμή­χα­νος νε­α­ρὸς οὔτε στὰ ὄνει­ρά του δὲν θὰ ἀγό­ρα­ζε ἕνα τό­σο ἀκρι­βὸ ὕφα­σμα. Ἂν θυ­μᾶται κα­λά, τὸ ἄσπρο που­κά­μι­σο ποὺ φό­ρε­σε τὴν πρώ­τη μέ­ρα τοῦ σε­μι­να­ρίου ἦταν λι­γά­κι γα­ρια­σμέ­νο καὶ φθαρ­μέ­νο στὶς μαν­σέ­τες. Τὸ ἔμπει­ρο μά­τι τῆς νοι­κο­κυ­ρᾶς θὰ τὰ ἔπια­νε κά­τι τέ­τοια μὲ τὴν πρώ­τη καὶ θὰ ἔβγα­ζε καὶ πολ­λὰ ἄλλα συ­μπε­ρά­σμα­τα. Ἀλλά, γιὰ μιὰ βδο­μά­δα ἀπο­φά­σι­σε νὰ ἀφή­σει αὐτὴ τὴ διεισ­δυ­τι­κὴ καὶ σω­τή­ρια μα­τιὰ μα­ζὶ μὲ τὶς ἀπο­σκευές της στὸ δω­μά­τιο τοῦ ξε­νο­δο­χείου. Κρά­τη­σε μό­νο τὴ θο­λὴ ὅρα­ση τῆς γυ­ναί­κας ποὺ θέ­λει νὰ γο­η­τεύ­σει καὶ νὰ γο­η­τευ­θεῖ.

      Φεύ­γει ἀπ’ τὸ δω­μά­τιό της ἀγκα­λιὰ μὲ τὸ που­κά­μι­σο. Δὲν ξέ­ρει για­τὶ ἀγό­ρα­σε αὐτὸ τὸ φι­νε­τσά­το ροῦχο. Δὲν ὑπῆρχε πε­ρί­πτω­ση νὰ τοῦ τὸ χα­ρί­σει, δὲν θὰ ἔφτα­νε τό­σο μα­κριά. Οὔτε καὶ σκο­πεύει νὰ τὸ πά­ρει μα­ζί της, δῶρο συ­ζυ­γι­κό, φθη­νὴ ἐξα­γο­ρὰ τῶν ἀμφί­βο­λων ἐνο­χῶν της. Στὸ ἀσαν­σέ­ρ, τσα­κί­ζει τὶς ἄκρες τῆς θή­κης του καὶ μέ­σα ἀπὸ τὸ σε­λο­φὰν προ­σπα­θεῖ νὰ δια­κρί­νει τὸ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο ροῦχο ποὺ περ­νά­ει δύ­σκο­λα στὰ χέ­ρια της. Δὲν θέ­λει πιὰ νὰ θυ­μᾶται τὸ ἔκπλη­κτο βλέμ­μα του, ὅταν ἐκεί­νη βρῆκε τὸ κου­ρά­γιο νὰ τοῦ κά­νει τε­λι­κὰ τὴν πρό­τα­ση. «Ἔκπλη­κτο», αὐτὴ ἡ ἀνά­γνω­ση τῆς ἀρκεῖ καὶ δὲν ἐπι­θυ­μεῖ ἄλλα πά­ρε-δῶσε μὲ ἕνα πρό­σω­πο ποὺ θὰ ἔχει ξε­χά­σει μό­λις αὔριο.

      Στὸν κά­δο τῆς γω­νίας ἀπέ­να­ντι ἀπὸ τὸ ξε­νο­δο­χεῖο της, ξε­φορ­τώ­νε­ται τὸ που­κά­μι­σο ποὺ ἔχει χά­σει τὴν αἴγλη τοῦ και­νούρ­γιου καὶ ἀλα­φρω­μέ­νη ἀπὸ κά­θε λο­γῆς ροῦχα καὶ αἰσθή­μα­τα ἀπὸ δεύ­τε­ρο χέ­ρι βα­δί­ζει νω­χε­λι­κὰ πρὸς ἕνα μι­σο­φω­τι­σμέ­νο μπα­ρά­κι, σ’ ἕναν δι­πλα­νὸ πα­ρά­δρο­μο, ἀπο­φα­σι­σμέ­νη νὰ ἀνα­κα­τευ­τεῖ μὲ τοὺς κα­πνούς του, μὲ τὴν ταγ­γι­σμέ­νη μυ­ρω­διὰ ἀπὸ τὰ πει­ραγ­μέ­να οὐί­σκια του καὶ τοὺς σκο­τει­νοὺς τύ­πους του ποὺ ἔχουν ξε­χά­σει ἀπὸ χρό­νια τὰ λευ­κὰ χα­μό­γε­λα καὶ τὰ βαμ­βα­κε­ρὰ βλέμ­μα­τα.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Δώρα Κασκάλη (Σέρ­ρες, 1969). Σπού­δα­σε Ἑλλη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γία στὸ Ἀρι­στο­τέ­λειο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἔκα­νε με­τα­πτυ­χια­κὸ γιὰ τὴν ποίη­ση τοῦ Γιώρ­γου Θε­ο­το­κᾶ. Εἶναι ὑπάλ­λη­λος τοῦ Ὑπουρ­γείου Δι­καιο­σύ­νης. Ἔχει δη­μο­σιεύ­σει διη­γή­μα­τά της στὰ πε­ριο­δι­κὰ Ἐξώ­πο­λις, Ναύ­δε­το, Πλα­νό­διον, Πα­ρέμ­βα­ση καὶ στὸ ἠλεκ­τρο­νι­κὸ πε­ριο­δι­κὸ Στά­χτες. Τὸ 2010 κυ­κλο­φό­ρη­σε συλ­λο­γὴ ὀχτὼ διη­γη­μά­των της μὲ τίτ­λο Στὸ τρέ­νο ἀπὸ τὶς ἐκδό­σεις Γα­βριη­λί­δης.