Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.


Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Λαθροβίωση



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Λαθροβίωση


ΠΕΡΑΣΑΝ χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε, ἀλ­λὰ ἡ εἰ­κό­να της μὲ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται συ­χνά. Ἦ­ταν τὸ πρῶ­το μου τα­ξί­δι στὴν Ἀγγλία. Σὲ μιὰ ἐ­παρ­χια­κὴ πό­λη τοῦ Νό­του, ὄ­μορ­φη, λαμ­πε­ρὴ καὶ ἀλ­λό­κο­τη μιὰ κο­πέ­λα στε­κό­ταν στὴν εἴ­σο­δο τῆς ἀ­νοι­χτῆς ἀ­γο­ρᾶς. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν ἂν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κή —πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πα πάνκ—, μαλ­λιὰ μι­σὰ μώβ, μι­σὰ πρά­σι­να, χτε­νι­σμέ­να σὰν λο­φί­ο, ροῦ­χα πα­ρά­ται­ρα, ἁ­λυ­σί­δες, πα­πού­τσια ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να.

       Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­κολ­λή­σω τὸ βλέμ­μα μου ἀ­πὸ πά­νω της. Τὴν πλη­σί­α­σα προ­σπα­θών­τας νὰ ἀρ­θρώ­σω τὰ σα­στι­σμέ­να ἀγ­γλι­κά μου:

       «Δὲν ἔ­χω δεῖ πιὸ ὄ­μορ­φο κο­ρί­τσι. Για­τί κά­νεις ὅ,τι μπο­ρεῖς γιὰ νὰ χα­λά­σεις τὸ δῶ­ρο ποὺ σοῦ ἔ­δω­σε ἡ φύ­ση;»

       «Βλέ­πεις τί­πο­τε ὄ­μορ­φο σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο; Παν­τοῦ ἀ­σχή­μια… Δὲν θέ­λω νὰ ξε­χω­ρί­ζω.»

       Καὶ ρού­φη­ξε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸ τσι­γά­ρο της.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος: Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος


Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


 ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ἄλ­λος ἕ­νας ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο. Φύ­ση καλ­λι­τε­χνι­κή, ἔ­φτια­χνε πε­ρί­τε­χνες ἀν­θο­δέ­σμες γά­μου καὶ στό­λι­ζε τὸν ἐ­πι­τά­φιο θε­ά­ρε­στα. Τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του ἔπια­νε τὰ μο­λύ­βια καὶ σχε­δί­α­ζε ἀν­θρώ­πους ἢ ἀν­τι­κεί­με­να. Μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­ση­κώ­σει μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­ποι­α εἰ­κό­να ἔ­βλε­πε.

        Αὐ­τὸς ἦ­ταν ποὺ –τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ ἑ­νὸς κει­μέ­νου ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ σχέ­δια– ζω­γρά­φι­ζε στὰ μα­θη­τι­κὰ τε­τρά­δια σχο­λι­α­ρό­παι­δων συγ­γε­νῶν του, ἀ­φοῦ, ἀ­νύ­παν­τρος, δὲν εἶ­χε παι­διὰ δι­κά του. Οἱ δά­σκα­λοι, κα­τα­λα­βαί­νον­τας, ἀ­σφα­λῶς, πὼς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­παν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μα­θη­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α, τὸ πα­ρά­βλε­παν. Τὰ σχέ­δια τοῦ Τα­ξιά­ρχη ἦ­ταν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν. Ἕ­νας δά­σκα­λος, μά­λι­στα, εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο νὰ βαθ­μο­λο­γή­σει μὲ ἄ­ρι­στα καὶ τὴν εἰ­κό­να!

        Στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο, στὴν πλα­τεί­α Δα­βά­κη, ἦ­ταν πε­ρι­ζή­τη­τος. Τὸν Τα­ξιά­ρχη γύ­ρευ­αν οἱ πε­λά­τες γιὰ τὶς χα­ρὲς ἢ τὶς λύ­πες τους. Αὐ­τὸν ἤ­θε­λαν νὰ στο­λί­ζει τὴν ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴ γα­μή­λια τε­λε­τή, καὶ τὰ στε­φά­νια του ξε­χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὶς μοι­ραῖ­ες ἀ­πο­δη­μί­ες. Τό­τε τὰ ἄν­θη μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.

        Κά­πο­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης ὑ­πῆρ­ξε ἄν­θρω­πος εὔ­θυ­μος καὶ πρό­σχα­ρος· ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­χε τὴν ἀ­ρε­τὴ νὰ με­τα­δί­δει τὴν εὐ­δι­α­θε­σί­α καὶ στὴν πα­ρέ­α του. Σή­με­ρα ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­γέ­λα­στος, μο­να­χι­κός. Μιὰ χρό­νια ψυ­χι­κὴ νό­σος, συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, τὸν εἶ­χε κά­νει λι­γο­μί­λη­το. Σχε­δὸν ἀ­μί­λη­το. Ἔ­κα­νε τὸ ὀ­κτά­ω­ρό του στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ὧ­ρες τὶς περ­νοῦ­σε στὸ σπί­τι. Δὲν ἔ­βγαι­νε πο­τέ, μό­νο κά­πνι­ζε τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο.

        Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε στὴν Κα­το­χή. Τό­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης δού­λευ­ε σ’ ἕ­να ἀν­θο­πω­λεῖ­ο στὰ Ἀ­νά­κτο­ρα. Ὁ Σπή­λιος, ἰ­δι­ο­κτή­της γει­το­νι­κοῦ μα­γα­ζιοῦ, τὸν φθο­νοῦ­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χω­νέ­ψει τὸ χά­ρι­σμα τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ὁ Σπή­λιος κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲν εἶ­χαν ἔρ­θει στὸ φῶς πο­τὲ οἱ δο­σο­λη­ψί­ες ποὺ ἔ­κα­νε στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­σπα­γε τὸ κε­φά­λι του τί νὰ κά­νει ὥ­στε νὰ χαν­τα­κώ­σει τὸν Τα­ξιά­ρχη ὁ­ρι­στι­κά. Σκε­φτό­ταν τὸ ἕ­να, σκε­φτό­ταν τὸ ἄλ­λο, τί­πο­τε δὲν τοῦ φαι­νό­ταν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ὥ­σπου τὸ βρῆ­κε. Κα­τέ­δω­σε τὸν Τα­ξιά­ρχη ὅ­τι τά­χα πού­λη­σε τὴ Λά­ρι­σα στοὺς Ἐ­λα­σί­τες. Τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο ἦ­ταν εὔ­κο­λες τέ­τοι­ες συ­κο­φαν­τί­ες κι ὁ Σπή­λιος ἤ­ξε­ρε κα­λὰ ἀ­π’ αὐ­τά.

        Τὰ βα­σα­νι­στή­ρια κα­τέ­στρε­ψαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ἔ­χα­σε τὴ δου­λειά του, ἀλ­λὰ ὅ­ταν πέ­ρα­σε ἡ φουρ­τού­να δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κε νὰ βρεῖ ἄλ­λη. Ἐν­τού­τοις ἡ δει­νό­τη­τά του δὲν χά­θη­κε. Δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν μέ­σα του μὲ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες του –δὲν τὸ ἔ­δει­χνε–, πάν­τως ὁ Σπή­λιος δὲν ἔ­πα­ψε νὰ τὸν ζη­λεύ­ει καὶ νὰ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ προ­τε­ρή­μα­τά του.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος (Ἀ­θή­να, 1962). Ἐκ­δί­δει, κυ­ρί­ως, πε­ζο­γρα­φί­α. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Γε­ρά­σι­μος Βῶ­κος. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του. Ἡ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ (1886–2020). Στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο ἐκ­πό­νη­σε τὴ Με­τα­πτυ­χια­κὴ Δι­πλω­μα­τι­κὴ Ἐρ­γα­σί­α μὲ θέ­μα: «Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὸ συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Φώ­τη Κόν­το­γλου».


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]: Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]


Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

[La realidad]


«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μα­μά, κοί­τα πώς βρέ­χει!»

            Ἀ­να­φω­νεῖ γε­λών­τας ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, ποὺ περ­πα­τᾶ πι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τῆς μη­τέ­ρας της. Γιὰ νὰ εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς, δὲν μᾶς πο­λυ­α­ρέ­σει τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι. Ὅ­μως ἔ­τσι τὴν ἕν­τυ­σε ἡ μη­τέ­ρα της, καὶ ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­κρί­νει κα­νεὶς τὶς ἐν­δυ­μα­το­λο­γι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς τῶν ἄλ­λων, πό­σο μᾶλ­λον μιᾶς τό­σο χα­ρι­τω­μέ­νης μι­κρῆς, ἂς κοι­τά­ζει κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα.

            Κι ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, γε­λών­τας χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, τρα­βά­ει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τὴ μη­τέ­ρα της: μιὰ γυ­ναί­κα μὲ σο­βα­ρὸ πα­ρου­σι­α­στι­κὸ καὶ κά­πως ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἢ κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς κό­ρης της. Αὐ­τὸ μᾶς τὴν κά­νει λι­γό­τε­ρο συμ­πα­θη­τι­κή, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­θέ­νας ἀ­να­τρέ­φει τὰ βλα­στά­ρια του ὅ­πως νο­μί­ζει, καὶ κα­λύ­τε­ρα νὰ κοι­τά­ζει τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα καὶ τὰ λοι­πά, καὶ τὰ λοι­πά. Ἃς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω κυ­ρί­α δι­α­θέ­τει ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς ἀ­στρα­γά­λους. Περ­πα­τᾶ στη­τὴ σὰν βα­σί­λισ­σα. Τὰ τα­κού­νια της, τὰκ τούκ.

            «Μα­μὰ βρέ­χει! Κοί­τα πῶς βρέ­χει!», ἐ­πι­μέ­νει ἡ μι­κρή.

            Ἡ κυ­ρί­α πα­τά­ει φρέ­νο στε­γνά, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μι­λών­τας, καὶ τῆς ρί­χνει ἕ­να βλέμ­μα πού, ἂν κά­ποι­ος δὲν εἶ­χε πολ­λὰ στὸ κε­φά­λι του καὶ τὰ λοι­πά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει ἄ­δι­κο, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­παί­σιο. Ἀ­φή­νει τὸ χέ­ρι τῆς κό­ρης της. Κοι­τά­ζει μὲ δα­σκα­λί­στι­κο ζῆ­λο πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­που ὑ­ψώ­νον­ται σει­ρὲς ἀ­πὸ λου­λου­δι­α­σμέ­να μπαλ­κό­νια, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­θά­ριο, κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό. Ὕ­στε­ρα ξα­να­κοι­τά­ζει τὴ μι­κρὴ καὶ βά­ζει τὰ χέ­ρια της στὴ μέ­ση.

            «Βρέ­χει, μα­μά, βρέ­χει!»

            Ἡ μι­κρὴ γε­λά­ει, ὅ­λο γε­λά­ει. Χο­ρο­πη­δά­ει γύ­ρω-γύ­ρω, τι­νά­ζον­τας τοὺς μου­σκε­μέ­νους ὤ­μους της. Ἡ μη­τέ­ρα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της καὶ ξε­φυ­σά­ει φου­σκώ­νον­τας τὰ κα­λο­βαμ­μέ­να χεί­λη της.

            «Βρέ­χει! Βρέ­χει…!»

            Ὅ­μως με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὰ προ­φα­νῆ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου προ­φα­νῆ: ἡ αὐ­στη­ρὴ κυ­ρί­α στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τῆς κό­ρη της, σὰν κά­ποι­ος ποὺ βά­ζει τὸ δά­χτυ­λο πά­νω σε μιὰ σβού­ρα, πι­έ­ζει τὸ λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πά­κι καὶ σκύ­βει μι­λών­τας της στὸ ἀ­φτί:

            «Ἄλ­μπα, κο­ρί­τσι μου, ἄ­κου. Μὴ λὲς χα­ζο­μά­ρες. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι τὸ νε­ρὸ πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια;»

            Ἡ Ἄλ­μπα γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ πρό­σω­πό της, χα­μη­λώ­νει γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ βλέμ­μα. Ὕ­στε­ρα πλα­τα­γί­ζει τὴ γλώσ­σα της ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δεί­ξει ὑ­πο­μο­νὴ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Ἀ­παν­τά­ει πο­λὺ ἀρ­γά, το­νί­ζον­τας κά­θε συλ­λα­βή:

            «Τὸ ξέ­ρω, βρὲ μα­μά: τὰ μπαλ­κό­νια. Φυ­σι­κά. Μά… κοί­τα, μα­νού­λα, κοί­τα πώς βρέ­χει! Τί ὄ­μορ­φη, τί πα­νέ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ βρο­χή!»

            Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­σα εἶ­χε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλ­μπα ἐ­πι­στρέ­φει εὐ­θὺς στὴ χα­ρὰ καὶ στὰ χο­ρο­πη­δη­τά της, κά­νον­τας νὰ ἀ­νε­μί­ζει τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι της, ποὺ δὲν θὰ σχο­λι­ά­σου­με ἄλ­λο πιά.



Πη­γή: Alumbramiento (Páginas de Espuma, 2016)

Ὁ Ἀν­τρὲς Νέου­μαν (Andrés Neuman) γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἅ­ι­ρες τὸ 1977, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἐ­τῶν ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Γρα­νά­δα. Ἔ­χει γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους σύγ­χρο­νους ἱ­σπα­νό­φω­νους μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Ἡ πα­ρού­σα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2023/24, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἰ­ά­σων Βα­ὴς Στερ­γιά­δης, Ἀ­λέ­σια Γκο­λέ­μι, Κων­σταν­τί­να Δρά­τσα, Μα­ρί­α Λα­ζα­ρί­δου, Ἀ­να­στα­σί­α Μπο­ζί­νου, Βί­κυ Πα­πα­κώ­στα, Δη­μή­τριος Σα­λο­νι­κί­δης, Ἐ­λε­ούσα-Ἐ­λευ­θε­ρί­α Σαρ­ρή, Χρι­στό­φο­ρος-Γε­ρά­σι­μος Σκλα­βοῦ­νος, Ἔ­λε­να Τά­που, Λί­να Χα­ρι­στού, Αἰ­μί­λιος Χρυ­σι­κό­που­λος.

 

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση: Με­τὰ τὴ βρο­χὴ

 

 

 


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χὴ


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.



		

	

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς: Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


ΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ τρέ­κλι­ζε σ’ ὅ­λο το σπί­τι ἡ μο­να­ξιά. Στὰ κλά­μα­τα τῶν ἐ­νοί­κων συ­ναν­τοῦ­σε τὸν ρο­λο­γὰ ποὺ ἔ­ψα­χνε τὶς σαρ­κο­φά­γους τοῦ χρό­νου. Τὸ τώ­ρα κούρ­δι­ζε μὲ ρή­μα­τα αἰ­ω­νι­ό­τη­τας ἀ­λα­φι­α­σμέ­νες τὶς στιγ­μές. Τὰ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κεί­ας στὸ ἀν­τρι­λί­κι τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ καρ­φιὰ στὰ ξύ­λα τῆς πόρ­τας μί­σχοι ξε­νι­τειᾶς. Τὸ πρό­σω­πο τῆς μά­νας ἔ­στα­ζε ἱ­δρώ­τα μ’ ἕ­να τζά­μι στὸ λα­ρύγ­γι καρ­φω­μέ­νο. Εἰ­κο­νο­στά­σια ἱ­στο­ρη­μέ­να στὶς βι­ο­γρα­φί­ες τῆς παν­δη­μί­ας. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στοῦ δρά­κου κα­θρέ­πτη τὰ γη­ρα­τειά, ζη­τι­ά­νευ­ε μπα­ρού­τι ὁ θά­να­τος τὰ πε­ρα­σμέ­να ν’ ἀ­να­στή­σει. Τὰ πιά­τα ἄ­πλυ­τα στὰ ἐ­ρεί­πια τοῦ νε­ρο­χύ­τη. Νε­κρι­κὴ ἡ­συ­χί­α στὴν ἀ­νέλ­πι­στη ἀ­σά­φεια τοῦ τέ­λους. Ἐ­νο­χές, ψεύ­δη τῆς ἔ­σχα­της στιγ­μῆς γιὰ τὴν πτώ­ση. Τὰ ἔ­πι­πλα γε­μά­τα σκό­νη. Χαλ­κο­μα­νί­ες μὲ ἀ­φι­ε­ρώ­σεις γιὰ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὅ­πως στὸ πα­τά­ρι ποὺ ἔ­βγα­λε γρα­φὴ φρί­κης ἡ νε­α­ρὴ κο­ρα­σί­δα Ἄν­να Φράνκ, ὁ­ρί­ζουν τὸ ποί­η­μα καὶ τὸν ποι­η­τή. Τὸν ἔγ­κλει­στο ποι­η­τή, τὸν ἀ­νέ­στιο, στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς χλω­μῆς ζω­ῆς, τὴν ἄ­δεια πι­σί­να τῶν λέ­ξε­ων, τῶν τη­λε­φω­νι­κῶν κα­τα­λό­γων μὲ ὀ­νό­μα­τα νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­πό­τι­στο λα­χα­νό­κη­πο καὶ τ’ ἁ­πλω­μέ­να ροῦ­χα τῆς βε­ράν­τας στὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Τζί­μης Πα­νού­σης: Γράμμα ἀπὸ τὸ μέτωπο



Τζί­μης Πα­νού­σης (ἀφιέρωμα, 6/6)


Γράμ­μα ἀ­πὸ τὸ μέ­τω­πο


ΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ τὴν Ἀγ­γλί­α, ἀ­πὸ τὴν πρω­τεύ­ου­σα τῆς ἀ­σχή­μιας, για­τί τὸ Ἀγ­γλί­α βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ ἄγ­γλι, ποὺ ση­μαί­νει ἄ­σχη­μο. Δὲν ἔ­χει σχῆ­μα, δη­λα­δή, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ δι­κό μας τὸ λε­κα­νο­πέ­διο ποὺ ἔ­χει τὸ σχῆ­μα τῆς λε­κά­νης —τῆς παι­δι­κῆς λε­κά­νης, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πιὸ σα­φεῖς—, τὸ γνω­στὸ γκιὸ-γκιὸ, γι­ο­μά­το μὲ ἀ­χνι­στὰ παι­δι­κὰ κό­πρα­να. Ἔ­χου­με καὶ κα­ζα­νά­κι χα­λα­σμέ­νο ἀ­πὸ πά­νω μας στὸ βρά­χο τῆς Ἀ­κρό­πο­λης, ποὺ φαν­τά­ζει πα­ρά­ται­ρο ἐ­ξάμ­βλω­μα κα­τα­με­σῆς της ἄ­ναρ­χης δό­μη­σης τῶν ἐρ­γο­λά­βων τοῦ Κα­ρα­μαν­λῆ. Εὐ­τυ­χῶς ποὺ βά­λα­νε τὶς σκα­λω­σι­ὲς γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν να­ὸ τῆς παρ­θέ­νας νο­νᾶς καὶ δὲν κλο­τσά­ει τό­σο κραυ­γα­λέ­α το ἀρ­χαῖ­ο μνη­μεῖ­ο τῆς ἀ­γά­μη­της πνευ­μα­τι­κῆς μας μη­τέ­ρας. Δὲν εἶ­ναι μύ­θος, ἀ­ρά­πη μου, εἶ­ναι γε­γο­νός! Τὰ που­λιὰ δὲν πε­τᾶ­νε πά­νω ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κρό­πο­λη, τὴν πα­ρα­κάμ­πτου­νε ἀ­πὸ σε­βα­σμό, ἐ­νῶ τὴ Βου­λή, ἂς ποῦ­με, τὴν ἔ­χου­νε πνί­ξει στὴν κου­τσου­λιά. Ὁ­τι­δή­πο­τε φύ­γει ἀ­πὸ ἐ­δῶ, πά­ει ἔ­ξω καὶ μᾶς ξα­νάρ­θει, τὸ ἴ­διο πράγ­μα, φαν­τά­ζει ἀλ­λι­ῶς, γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λοι ψά­χνον­ται με­τὰ μα­νί­ας γιὰ δι­ε­θνῆ κα­μα­ρι­έ­ρα. Ἀ­πὸ φι­λιπ­πι­νέ­ζα μά­να καὶ ἀλ­βα­νὸ πα­τέ­ρα ὁ νέ­ος μεσ­σί­ας, μὲ σχι­στὰ μά­τια καὶ μα­κριὰ χέ­ρια, θὰ κλέ­ψει τὶς καρ­δι­ὲς τῶν νέ­ων Ἑλ­λή­νων στὸν με­τα­ο­λυμ­πια­κὸ χει­μώ­να μὲ τὶς ἄ­χρη­στες ἀ­νι­σό­πε­δες καὶ τὰ γή­πε­δα τοῦ ράγ­κμπι.

       Μαύ­ρη δι­α­σκέ­δα­ση, μαύ­ρη κω­μω­δί­α, εἶ­ναι ὅ­λα μαῦ­ρα ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ κα­τά­λευ­κο δι­κό σου ση­μαιά­κι, τῆς ἄ­νευ ὅ­ρων πα­ρά­δο­σης, ποὺ προσ­δί­δει τὸ ἄλ­λο χρῶ­μα στὴν ἀ­σπρό­μαυ­ρη ζω­ή μας. Πά­ρε χαρ­τὶ καὶ μο­λύ­βι καὶ ση­μεί­ω­νε: Ἀγ­γε­λό­που­λος, Μι­χα­λό­που­λος, Τρι­αν­τα­φυλ­λό­που­λος, ὅ­λοι σὲ -ό­που­λος.


Κα­κούρ­γα. Πε­λο­πόν­νη­σος,

μιὰ μούν­τζα εἶ­σαι στὸ χάρ­τη,

ὁ δι­ά­ο­λος σ’ τὴν ἔ­ρι­ξε,

κι ἐ­σύ, Ἑλ­λά­δα, πά­ρ’ τη.


Γιὰ νὰ τὰ πι­ά­σου­με ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή, ἡ Πε­λο­πόν­νη­σος, μὲ ἐ­πέμ­βα­ση τῶν βυ­ζαν­τι­νῶν χρι­στι­α­νι­κῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων ἔ­μει­νε ἀ­κα­τοί­κη­τη γιὰ πολ­λὰ χρό­νια, ἀ­φοῦ ἔ­στει­λαν τὸν βάρ­βα­ρο Ἀ­λά­ρι­χο νὰ ἀ­φα­νί­σει ὅ,τι ἀ­να­πνέ­ει. Με­τά, κά­ποι­α στιγ­μὴ (τὰ γρά­φω γρή­γο­ρα νὰ μὴ σὲ κου­ρά­ζω), φέ­ρα­νε ἐ­ποί­κους, τοῦ φυ­ρά­μα­τος τῶν κα­τα­δί­κων ποὺ ἐ­ποί­κη­σαν τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο καὶ τὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες. Τουρ­καλ­βα­νούς, κυ­ρί­ως, ἀ­εκ­τζῆ­δες, κολ­λη­μέ­να μυα­λά, χα­νού­μια, βά­ζε­λους, γαύ­ρους, χα­σι­σέμ­πο­ρους, ντα­βα­τζῆ­δες, δη­μο­σι­ο­γρά­φους, μπά­τσους, ὑ­πουρ­γούς, τὸν Πα­πα­δό­που­λο, τὸν Πα­παν­δρέ­ου, τοὺς πα­πά­δες… καὶ φτά­σα­με σ’ αὐ­τὸ τὸ χά­λι. Ἕ­να εἶ­ναι τὸ πρό­σω­πο ποὺ ξε­χω­ρί­ζει ἀ­π’ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν πε­λο­πον­νη­σια­κὴ λέ­ρα. Ὁ μο­να­χὸς Πα­που­λά­κος! Ποι­οὶ σκο­τει­νοὶ κύ­κλοι φρε­νά­ρουν τὴν ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου; Ὁ ἕλ­λη­νας πι­στὸς φο­ρο­λο­γού­με­νος δὲν μα­σά­ει. Ἀ­νή­κει σὲ ἄλ­λη φυ­λή, κά­τι σὰν πα­πού­α, μὲ τὸν ἅ­γιο Πα­που­λά­κο σὲ εἰ­κό­νι­σμα στὸ καν­τράν. Ντρέ­πο­μαι ποὺ τὸ λέ­ω, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ εἶ­μαι ὑ­πὲρ τῆς ἁ­γι­ο­ποί­η­σης τοῦ Πρό­δρο­μου Τσα­ου­σά­κη.

       Τὴν ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου ὑ­πο­στη­ρί­ζει ἐν­θέρ­μως καὶ ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος. Ἡ Μπέμ­πα δὲν ἔ­χει τσί­πα. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἁ­γι­ο­ποί­η­ση ποὺ ἔ­κα­με ἡ ἐκ­κλη­σί­α μας, εἶ­ναι αὐ­τὴ τοῦ Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ, μὲ τὶς πρω­το­πο­ρια­κὲς ἰ­δέ­ες σὲ σχέ­ση μὲ τὶς σε­ξου­α­λι­κὲς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ἕ­να βῆ­μα μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­ευ­νου­χι­σμὸ τοῦ πα­τέ­ρα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας, χαλ­κέν­τε­ρου Ὠ­ρι­γέ­νη. Ὅ,τι εἶ­ναι ὁ Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς γιὰ τὴ Βό­ρεια Ἑλ­λά­δα, Μα­κε­δο­νί­α, Σκό­πια, Ἀλ­βα­νι­κὴ Ἤ­πει­ρο, εἶ­ναι κι ὁ Πα­που­λά­κος ποὺ ἔ­δρα­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Κα­λα­βρύ­των καὶ προ­φή­τε­ψε τὰ ἀ­ε­ρο­πλά­να καὶ τὰ στα­θε­ρὰ τη­λέ­φω­να. Ὁ Πα­που­λά­κος εἶ­πε πρῶ­τος γιὰ τὰ ἱ­πτά­με­να μαῦ­ρα κο­ρά­κια καὶ γιὰ τὸ πε­ρί­φη­μο σύρ­μα ποὺ θὰ πε­ρι­κυ­κλώ­σει ὅ­λα τα κρά­τη καὶ τὰ σύμ­παν­τα.

       Για­τί κω­λυ­σι­ερ­γεῖ, ἑ­πο­μέ­νως, ἡ ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου; Ποι­οί ἑ­βραῖ­οι ἔ­χου­νε συμ­φέ­ρον νὰ μὴ γί­νει ἅ­γιος ὁ Πα­που­λά­κος;

       Μὲ τὸ ποὺ θ’ ἀ­νοί­ξει τὸ πα­γα­νι­στι­κὸ καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ τρι­ώ­διο, σὲ κα­λῶ, ἀ­ρά­πη μου, νὰ καυ­λώ­σου­με ποῦλ­μαν καὶ νὰ πᾶ­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς, οἱ ὀ­πα­δοὶ τῆς ἁ­γι­ο­ποί­η­σης Πα­που­λά­κου, στὸ χι­ο­νο­δρο­μι­κὸ στὰ Κα­λά­βρυ­τα καὶ νὰ κά­νου­με συμ­βο­λι­κὴ κα­τά­λη­ψη στὶς πί­στες. Ἐμ­πρὸς νὰ στε­ρή­σου­με ἀ­πὸ τὸν Ἕλ­λη­να τὸ σκί. Κι ὁ ἅ­γιος, φο­βέ­ρα θέ­λει!



Πη­γή: Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Ὁ Παπουλᾶκος (1770-1861) στὴ μοναδική του φωτογραφία. Βλ. καὶ ἄρθρο τῆς Μαίρης Παπαγιαννίδου στὸ Βῆμα:

https://www.tovima.gr/2009/12/20/books-ideas/agios-i-diabolos/



		

	

Δημήτρης Τούλιος: Τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας υἱ­ό, ἀ­δελ­φό, θεῖ­ο καὶ κου­νιά­δο


Δη­μή­τρης Τού­λιος


Τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας υἱ­ό, ἀ­δελ­φό, θεῖ­ο καὶ κου­νιά­δο


ΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ἀν­τι­λη­πτὸ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ἕ­να νευ­ρό­σπα­στο πιά. Ὁ γαμ­πρός του καὶ τ’ ἀ­νί­ψια του, μὰ προ­πάν­των ἡ ἀ­δερ­φή του βρί­σκον­ταν κα­θη­με­ρι­νὰ στὸ στό­χα­στρο. Κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ κά­νει τὴν πα­ρα­μι­κρὴ κί­νη­ση δί­χως νὰ νι­ώ­σει τὸ βα­ρύ του πά­τη­μα πί­σω του. Τὸ ἀ­νά­θε­μά του δὲν ἀρ­γοῦ­σε νὰ πέ­σει πά­νω τους μὲ ἐ­κεί­νη τὴ μπά­σα ὅ­λο γρύ­λι­σμα, φω­νή του: Πῶς κό­βεις ἔ­τσι τὸ καρ­πού­ζι; Πυ­ρα­μι­δω­τό, πρέ­πει, μά­λω­νε τὴν ἀ­δελ­φή του. Για­τί ξέ­χα­σες τὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἀ­νοι­χτή; στὸ γαμ­πρό. Σύ­ρε νὰ φέ­ρεις νε­ρὸ στὴ για­γιά, κο­πρό­σκυ­λο, στὸν ἀ­νι­ψιό. Πῶς ντύ­θη­κες ἔ­τσι σὰν Κα­ραγ­κι­ό­ζω; Θὰ μὲ κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν ὄ­ξω στὰ κα­φε­νεῖ­α, σύ­ρε σπί­τι σου νὰ κά­νεις μα­σκαρ­λί­κια, τὸ τερ­μά­τι­σε μὲ τὴ μι­κρὴ ἀ­νι­ψιά του.

        Κα­νεὶς δὲν ἀν­τι­δροῦ­σε, ἦ­ταν ἡ για­γιὰ στὴ μέ­ση, μὴν τὴ στε­νο­χω­ρή­σουν. Κα­θό­τι ὁ Σω­τή­ρης ἀ­νύ­παν­τρος ἐ­ξην­τά­ρι­ζε καὶ τό ‘­χε κα­η­μό, τώ­ρα πιά, τί κα­η­μό, εἶ­χε κα­εῖ ὁ­λό­κλη­ρη, νὰ παν­τρευ­τεῖ κά­ποι­α μέ­ρα.

        Μέ­χρι ποὺ ὁ Σω­τή­ρης ἔ­πα­θε μι­κρὸ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ ἐ­πα­νῆλ­θε. Κι ἐ­κεῖ ποὺ ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν μπὰς κι ἀλ­λά­ξει στά­ση ζω­ῆς, ἐ­κεῖ, ὁ Σω­τή­ρης, ἀ­με­τα­κί­νη­τος. Καὶ ὁ­λο­έ­να πιὸ συν­τη­ρη­τι­κός. Ἔ­χω ἀρ­χὲς ἐ­γώ, τί τὸ πέ­ρα­σες ἀ­δελ­φή; Εἶ­στε φι­λο­ξε­νού­με­νοι ἐ­δῶ! Μα­ζέψ­τε τὰ μπο­γα­λά­κια σας καὶ δρό­μο, ἂν δὲν σᾶς ἀ­ρέ­γει!

        Τε­λευ­ταί­α του ἐ­πι­τυ­χί­α, ὅ­ταν τοὺς ἔ­φε­ρε «τὴν κα­λύ­τε­ρη πί­τσα τῆς χώ­ρας!» καὶ τοὺς τὴ μοί­ρα­ζε κομ­μά­τι-κομ­μά­τι μέ­σα ἀ­πὸ κλει­στὰ κου­τιά. Ἐ­σὺ δι­και­οῦ­σαι αὐ­τό, ἐ­σὺ ἐ­κεῖ­νο. Τοὺς ἔ­κα­νε νὰ χά­σκουν σὰ σκυ­λά­κια. Μὲ τὸ στα­γο­νό­με­τρο. Ξε­φτί­λα, σα­δι­σμός. Ἔτσι ξε­χεί­λι­σε τὸ πο­τή­ρι καὶ χώ­ρι­σαν οἱ δρό­μοι τους. «Σω­τή­ρη, φεύ­γου­με, ἔ­τσι ποὺ τά ‘κά­νες» τοῦ δή­λω­σε ἡ ἀ­δελ­φή του τὴν ἑ­πο­μέ­νη.

        Ὁ Σω­τή­ρης μῆ­τε ποὺ τοὺς χαι­ρέ­τη­σε. Νὰ φύ­γε­τε! Γά­βγι­σε. Συ­νέ­χι­σε ἀ­κά­θε­κτος πρὸς τὸ χω­ρά­φι νὰ πά­ει νὰ κλεί­σει τὶς κό­τες, νὰ τα­ΐ­σει τὸ σκύ­λο καὶ νὰ κα­μα­ρώ­σει τὶς πορ­το­κα­λι­ές. Δώ­δε­κα στρέμ­μα­τα ἦ­ταν αὐ­τά, τοῦ τὰ ἔ­γρα­ψε ὅ­λα ὁ πα­τέ­ρας του μπὰς καὶ παν­τρευ­τεῖ καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τί­πο­τα. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε νὰ τὰ φά­ει ὅ­λα, ἔ­θι­μο, λέ­ει, τὸ παι­δὶ ὅ­λα, τὸ κο­ρί­τσι τί­πο­τα. Ὁ γαμ­πρός του σι­χτί­ρι­ζε σὲ ὅ­λο το δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ἀλ­λὰ κι εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν ἀ­να­κου­φι­σμέ­νος ποὺ τε­λεί­ω­σε μὲ τὸν φα­τα­ού­λα.

        Ὁ Σω­τή­ρης ἀγ­κά­λια­σε τὸ σκύ­λο κλαί­γον­τας καὶ βλα­στη­μών­τας. Δὲν ἔ­πρε­πε κα­νεὶς νὰ τὸν δεῖ καὶ πρὸς Θε­οῦ, νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἔ­χει εὐ­αι­σθη­σί­ες γυ­ναι­κου­λί­στι­κες καὶ τέ­τοι­α. Στοὺς βα­τρα­χαν­θρώ­πους ὑ­πη­ρέ­τη­σε!

        Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε πο­τὸ στὴ γνω­στὴ κα­φε­τέ­ρια μὲ τὸ φί­λο του ποὺ τὸν κα­τα­λά­βαι­νε: Κα­λά τοὺς ἔ­κα­νες, μάγ­κα! Πά­λι τοὺς ἔ­φται­γαν οἱ με­τα­νά­στες καὶ οἱ ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι. Με­θυ­σμέ­νος γύ­ρι­σε νὰ πι­εῖ καὶ τὰ χά­πια του. Αὐ­τὰ δὲν χω­νεύ­ον­ταν μὲ τί­πο­τα, ὅ­πως κι ἐ­κεῖ­νος ὁ πα­λι­ο­τεμ­πέ­λα­ρος, ὁ γαμ­πρός του ποὺ ἤ­θε­λε νὰ τρώ­ει καὶ νὰ πί­νει τζάμ­πα στὸ χω­ριὸ καὶ νὰ κά­θε­ται νὰ δι­α­βά­ζει δῆ­θεν μὲ τὶς ὧ­ρες βι­βλί­α. Κι ἔ­σβη­σε τὴν ἀ­δελ­φή του ἀ­πὸ τὶς ἐ­πα­φές, σὰν νὰ ἦ­ταν κε­ρά­κι ἀ­νά­βον­τας ταυ­τό­χρο­να τὴν τη­λε­ό­ρα­ση.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Δη­μή­τρης Τού­λιος (Πά­τρα, 1966). Ἐρ­γά­ζεται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός.Ἔ­χει συμ­με­τάσχει σὲ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα ποί­η­σης καὶ δι­η­γή­μα­τος. Πρῶτο του βι­βλίο Πα­θη­τι­κὸ κά­θι­σμα (ποί­η­ση, Χα­ρα­μά­δα, 2018).