Μικρὰ Πατερικά
Γιὰ τὸν Σαραπίωνα
τὸν ἐπιλεγόμενο Σεντονάκια
ΠΗΡΧΕ καὶ κάποιος ἄλλος Σαραπίων, ποὺ τοῦ δώσανε τὸ παρατσούκλι «σεντονάκιας», γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ σεντόνι τίποτ’ ἄλλο ποτέ του δὲν φόρεσε. Αὐτός, λοιπόν, πολλὴν ἐξήσκησεν ἀκτημοσύνην· ἐπιπλέον, ἐπειδὴ ἦταν καὶ γραμματιζούμενος, ἀποστήθιζε ὅλες τὶς Γραφές. Καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὴ μεγάλη του ἀκτημοσύνη σὲ κελλὶ δὲν κατάφερε νὰ ἡσυχάσει —κι ὄχι βέβαια γιατὶ τὸν περισποῦσαν τὰ «ὑλικά»— γι’ αὐτὸ τὴν ἀρετή του αὐτὴ τὴν ἀνέδειξε γυροφέρνοντας τὴν Οἰκουμένη. Γιατὶ ἔτσι ἦταν καὶ τὸ φυσικό του. Διαφορὲς στοὺς χαρακτῆρες ὑπάρχουν πολλές, ἡ οὐσία ὅμως εἶναι μία.
Διηγόντουσαν, λοιπόν, οἱ πατέρες, πὼς ἀφοῦ πῆρε κάποιον ἀσκητὴ μαζί του ὡς συμπαίκτη, πούλησε τὸν ἑαυτό του, γιὰ εἴκοσι νομίσματα, σὲ κάποιους εἰδωλολάτρες ἠθοποιοὺς μιᾶς πόλης. Κι ἀφοῦ σφράγισε τὰ λεφτὰ τὰ ἔκρυψε πάνω του. Ἔμεινε, λοιπόν, μαζὶ μὲ τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ τὸν ἀγόρασαν καὶ ποὺ τοὺς ὑπηρέτησε πιστά, τόσο καιρό, ὅσο χρειάστηκε καὶ χριστιανοὺς νὰ τοὺς κάνει καὶ ἀπὸ τὸ θέατρο νὰ τοὺς τραβήξει. Στὸν πολὺ καιρὸ ποὺ ἔζησε μαζί τους πρῶτος μπῆκε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ ὁ ἠθοποιός, μετὰ ἡ γυναίκα του καὶ ἔπειτα ὅλο του τὸ σπίτι. Λέγανε, μάλιστα, ὅτι, ὅσο καιρὸ ἀγνοοῦσαν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸς τοὺς ἔπλενε καὶ τῶν δυονῶ τὰ πόδια. Ἀφοῦ, λοιπόν, βαφτίστηκαν καὶ οἱ δυό τους, καὶ ἀπέστησαν τοῦ θεατρίζειν, ἐπιστρέφοντας στὴ σεμνὴ καὶ θεοφοβούμενη ζωή, λένε στὸν ἅγιο, ποὺ κατόρθωσε νὰ κλέψει τὸν ἀπέραντο σεβασμό τους: «Ἔλα, ἀδελφέ μας, νὰ σ’ ἐλευθερώσουμε γιατὶ καὶ σὺ ἀπὸ αἰσχρὴ σκλαβιὰ μᾶς ἐλευθέρωσες.» Καὶ ‘κεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «Ἐπειδὴ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ σώθηκε ἡ ψυχή σας, θὰ σᾶς πῶ τὸ μυστικό μου· ἐγώ, λοιπόν, ἐπειδὴ σᾶς πόνεσα, ἂν καὶ ἤμουν ἀσκητὴς ἐλεύθερος, αἰγυπτιακῆς καταγωγῆς, γιὰ τὸ χατήϡρι σας πούλησα τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ σᾶς σώσω. Κ’ ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἔργο τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλησε μὲ τὴν δική μου τὴν ταπείνωση νὰ σώσει τὴν ψυχή σας, πάρτε τώρα τὸ χρυσάφι σας γιὰ νὰ φύγω κι ἄλλους μὲ τὴ σειρὰ νὰ βοηθήσω.» Κ’ ἐκεῖνοι ἀφοῦ πολλὰ τὸν παρακάλεσαν καὶ τὸν βεβαίωναν, λέγοντας, πώς: «σὰν πατέρα θὰ σ’ ἔχουμε καὶ κύριο, μόνο μεῖνε μαζί μας», δὲν κατάφεραν, τελικά, νὰ τὸν πείσουν. Τότε τοῦ εἶπαν: «Δῶσ’ τὸ χρυσάφι στοὺς φτωχοόυς, γιὰ μᾶς ἔγινε ἀρραβὼν σωτηρίας· μόνο νά ‘ρχεσαι, μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, νὰ μᾶς βλέπεις…»
Αὐτός, λοιπόν, μὲ τὰ πολλά του ταξίδια ἔφτασε κάποτε στὴν Ἑλλάδα. Τρεῖς μέρες ἔμεινε στὴν Ἀθήνα, κ’ ἕνα κομμάτι ψωμὶ δὲν ἀξιώθηκε ἀπὸ κανένα. Αὐτὸς ὁ ἴδιος οὔτε κέρμα δὲν κράταγε, οὔτε σακκούλι, οὔτε προβειά, οὔτε τίποτα. Τὴν τέταρτη μέρα τὸν ἔκοψ’ ἡ πείνα. Πείνα φοβερή. Ἀκούσια. Ἀπὸ ‘κεῖνες ποὺ σπρώχνουν στὴν ἀπιστία. Στάθηκε, τότε, σ’ ἕνα λόφο τῆς πόλης —ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄρχοντες ἦσαν μαζεμένοι— καὶ ἄρχισε δυνατὰ νὰ θρηνεῖ, χτυπώντας μὲ κρότο τὰ χέρια του, καὶ νὰ κράζει: «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βοηθᾶτε!». Κι ἀφοῦ τρέξανε ὅλοι κοντά του —φιλοσόφοι κι ἀρχόντοι— τὸν ρωτᾶνε: «Τί ἔχεις; κι ἀπὸ ποῦ ‘σαι καὶ τί πάσχεις;». Καὶ ‘κεῖνος τοὺς λέει: «Ὅσο γιὰ τὴν καταγωγή μου, εἶμαι Αἰγύπτιος· ἀπὸ τὴν μέρα ποὺ ἄφησα τὴν πατρίδα μου σὲ τρεῖς δανειστὲς ἔπεσα· κι ἀπ’ τοὺς δυὸ γλύτωσα, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς πλήρωσα καὶ τὸ χρέος ξόφλησα καὶ τίποτα πιὰ δὲν τοὺς δένει μαζί μου· ἀπ’ τὸν τρίτο δὲν μπόρεσα νὰ ξεφύγω…» Καὶ ‘κεῖνοι προσπαθώντας, γεμάτοι περιέργεια, νὰ μάθουν γιὰ τοὺς δανειστές, νὰ τοὺς καθησυχάσουν, τὸν ρωτοῦσαν: «Ποῦ βρίσκονται καὶ ποιοὶ εἶναι; ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σ’ ἐνοχλεῖ; δεῖξέ τον μας, νὰ σὲ βοηθήσουμε.» Τότε τοὺς εἶπε: «Μ’ ἐνόχλησαν ἀπὸ τὰ νιάτα μου φιλαργυρία καὶ γαστριμαργία καὶ πορνεία· κι ἀπὸ τὶς δύο γλύτωσα – φιλαργυρία καὶ πορνεία πιὰ δὲν μ’ ἐνοχλοῦνε. Ἀλλ’ ἀπ’ τὴν πείνα νὰ ξεφύγω δὲν μπορῶ. Τέταρτη μέρα σήμερα καὶ παραμένει μοι ὀχλοῦσα ἡ γαστήρ· ζητᾶ τὸ καθημερινό της – δίχως αὐτὸ δὲν γίνεται νὰ ζήσω.» Τότε κάποιοι φιλόσοφοι, ποὺ νόμιζαν πὼς βλέπανε θεατρικὴ παράσταση, τοῦ δῶσαν ἕνα νόμισμα. Αὐτὸς τὸ πῆρε, τὸ κατέθεσε ὁλόκληρο στὸν φοῦρνο, πῆρε ἕνα ψωμὶ καὶ δίχως νὰ σταθεῖ στιγμή, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πόλη. Πίσω δὲν ξαναγύρισε. Κατάλαβαν, τότε, οἱ φιλόσοφοι, πὼς ἦταν ἀλήθεια ἐνάρετος ἄνθρωπος κι ἀφοῦ πλήρωσαν στὸν φούρναρη τὴν ἀξία τοῦ ψωμιοῦ, πῆραν πίσω τὸ πολὺ ἀκριβότερο νόμισμα.
Κάποτε, πάλι, ἐπιβιβάστηκε σ’ ἕνα πλοῖο ποὺ ἔφευγε γιὰ τὴν Ρώμη, παριστάνοντας τὸν ταξιδιώτη. Οἱ ναυτικοὶ ποὺ νόμιζαν ὅτι εἶχε ἀνεβάσει πρωτύτερα τὰ τρόφιμα ποὺ θὰ τοῦ χρειάζονταν στὸ ταξίδι, ἢ ὅτι θά ‘χε μαζί του χρήματα ν’ ἀγοράσει, τὸν δέχτηκαν χωρὶς ὑποψίες. Ὁ καθένας νόμιζε πὼς κάποιος ἄλλος ἀνέβασε τὶς ἀποσκευές του. Ἀφοῦ, λοιπόν, σαλπάρανε καὶ θά ‘χαν φτάσει πεντακόσια στάδια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια – ἐκεῖ στὴν δύση τοῦ ἡλίου, οἱ ἐπιβάτες ἄρχισαν νὰ τρῶνε. Τὸ πλήρωμα εἶχε φάει νωρίτερα. Εἶδαν τὴν πρώτη μέρα νὰ μὴν τρώει καὶ εἶπαν πὼς τὸν πείραξε ἡ θάλασσα· τὸν βλέπουνε τὴν δεύτερη, τὴν τρίτη καὶ τὴν τέταρτη τὸ ἴδιο. Τὸν βλέπουνε τὴν πέμπτη μέρα, νὰ κάθεται ἥσυχα, τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι τρώγανε καὶ τοῦ λένε: «Διὰ τί οὐκ ἐσθίεις, ἄνθρωπε;» Τοὺς λέει: «Γιατὶ δὲν ἔχω.» Τότε, ἄρχισε ὁ ἕνας νὰ ρωτᾶ τὸν ἄλλο: «Ποιός παρέλαβε τὰ τρόφιμα καὶ τὶς ἀποσκευές του;», καὶ ὅταν διαπίστωσαν πὼς δὲν τά ‘χε παραλάβει κανείς, ἄρχισαν νὰ τσακώνονται μαζί του καὶ νὰ τοῦ λένε: «Πῶς μπῆκες χωρὶς τρόφιμα· ἀπὸ ποῦ θὰ μᾶς δώσεις τὰ ναῦλα· ἀπὸ ποῦ θὰ τρῶς;». Τοὺς λέει: «Ἐγὼ δὲν ἔχω μία πηγαίνετε καὶ ρίξτε με ὅπου μὲ βρήκατε.» Ἐκεῖνοι, ποὺ οὔτε γιὰ ἑκατὸ χρυσὰ δὲν θὰ σταματοῦσαν τὸ ταξίδι τους, τράβηξαν στὸ σκοπό τους. Ἔτσι παρέμεινε στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα τὸν τρέφανε ὥσπου νὰ φτάσουν στὴν Ρώμη.
Ὅταν, λοιπόν, ἔφτασε στὴν Ρώμη, ἐξέταζε προσεκτικά, ἂν καὶ κατὰ πόσον βρισκόταν ἐκεῖ κάποιος μεγάλος ἀσκητὴς ἢ ἀσκήτρια. Μεταξὺ τῶν ἄλλων συνάντησε καὶ τὸν μαθητὴ τοῦ Ὠριγένη Δομνίνο, ποὺ τὸ κρεββάτι του, μετὰ τὸν θάνατό του θεράπευε ἀσθενεῖς. Σχετίστηκε, λοιπόν, μαζί του, πράγμα ποὺ ἄλλωστε τὸν ὀφέλησε – γιατὶ ἦταν ἄνθρωπος τετορνευμένος σὲ ἦθος καὶ γνώσεις. Ἀπὸ αὐτὸν ἔμαθε γιὰ ἀσκητὲς καὶ ἀσκήτριες ποὺ μόναζαν ἐκεῖ καί, μάλιστα, γιὰ κάποια παρθένο ποὺ ζοῦσε ἀπομονωμένη, χωρὶς νὰ βλέπει ἄνθρωπο. Πληροφορήθηκε ποῦ μένει, πάει καὶ λέει στὴν γερόντισσα ποὺ τὴν φρόντιζε: «Πὲς στὴν παρθένο πὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴν συναντήσω· ὁ Θεὸς μὲ στέλνει.» Ἀφοῦ, λοιπόν, περίμενε ἐκεῖ κοντὰ δυὸ-τρεῖς μέρες τὴ συναντᾶ καὶ τῆς λέει:
— Τί κάθεσαι;
— Δὲν κάθομαι, τοῦ ἀπαντᾶ, ὁδεύω.
— Ποῦ ὁδεύεις;
— Πρὸς τὸν Θεό.
— Ζεῖς ἢ ἔχεις πεθάνει;
— Ἂν πιστεύω στὸν Θεὸ εἶναι γιατὶ πέθανα· ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ σαρκικὰ δὲν θὰ πορευθεῖ.
— Βεβαίωσέ με, λοιπόν, ὅτι πέθανες κάνοντας ὅ,τι κάνω.
— Πράγματα ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν πές μου καὶ θὰ τὰ κάνω.
— Γιὰ τὸν νεκρὸ ὅλα εἶναι δυνατά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀσέβεια. Βγὲς ἔξω καὶ προχώρα!
— Εἰκοσιπέντε χρόνια ἐδῶ μέσα καὶ δὲν βγῆκα· τώρα γιατί νὰ βγῶ;
— Ἐὰν γιὰ τὸν κόσμο πέθανες κι ὁ κόσμος γιὰ σένα, τὸ ἴδιο σοῦ κάνει νὰ βγεῖς καὶ νὰ μὴ βγεῖς· προχώρα λοιπόν!
Καὶ προχώρησε· καὶ ἀφοῦ βγῆκε κ’ ἔφτασε σὲ κάποια ἐκκλησιὰ τῆς λέει:
— Ἂν θέλεις, λοιπόν, νὰ μὲ βεβαιώσεις ὅτι πέθανες καὶ δὲν ζεῖς πιὰ γιὰ ν’ ἀρέσεις στοὺς ἀνθρώπους, κάνε ὅ,τι κάνω, καὶ τότε θὰ καταλάβω, πράγματι, πὼς πέθανες· βγάλε, ὅπως ἐγώ, ὅλα σου τὰ ροῦχα καὶ ρίξε τα στὸν ὦμο καὶ ὕστερα βάδισε στὸ μέσον τῆς πόλης· ἐγὼ θὰ πηγαίνω μπροστὰ τὸ ἴδιο γυμνός.
— Πολλοὺς θὰ σκανδαλίζω μ’ αὐτὴ τὴν ἀσχήμια, τοῦ ἀπαντᾶ, καὶ θά ‘χουν νὰ λένε πὼς αὐτὴ τρελλάθηκε κ’ εἶναι δαιμονισμένη.
— Καὶ τί σὲ νοιάζει ἂν ποῦν ὅτι Ἐξέστη καὶ δαιμονιῶσά ἐστιν· ἐσὺ γι’ αὐτοὺς εἶσαι πεθαμένη.
— Ὅ,τι ἄλλο θέλεις τὸ κάνω· τέτοια ἀναμέτρηση νὰ μοῦ λείπει.
— Πρόσεξε, λοιπόν, μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου μὴν ἔχεις πιά: πὼς εἶσαι, τάχα, πάντων εὐλαβεστέρα καὶ ἀποθανοῦσα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ ἀπὸ σένα εἶμαι πιὸ νεκρὸς καὶ μ’ ἔργα δείχνω πὼς πέθανα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· ἐγὼ χωρὶς πάθος ἢ ντροπὴ αὐτὸ τὸ κάνω.
Κι ἀφοῦ τῆς τσάκισε τὸν ἐγωισμὸ ἀναχώρησε ἀφήνοντάς την ταπεινωμένη.
Ἔκανε καὶ ἄλλα πολλὰ ἀξιοθαύμαστα πράγματα, ἀπὸ τὰ συντείνοντα εἰς ἀπάθειαν. Πέθανε ἑξήντα χρονῶν καὶ μέσα στὴν Ρώμη τὸν θάψαν.
Πηγή: περ. Κριτικὴ καὶ Κείμενα, ἀρ. 1, Χειμώνας 1984, μτφ. Γιάννης Πατίλης, ἀπὸ Παλλαδίου Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, Κείμενο. Μετάφρασις – εἰσαγωγὴ – σχόλια ὑπὸ Ν. Θ. Μπουγάτσου – Δ. Μ. Μπατιστάτου, Ὀργανισμὸς Κλασσικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθῆναι, 1970, σελ. 198-209.
Μικρὰ Πατερικά: ἐπιμέλεια: Ἄγγελος Καλογερόπουλος καὶ Γιάννης Πατίλης. [Βλ. Εἰσαγωγικὸ κείμενο καὶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’, ἐγγραφὴ 25.11.2019.]
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Διδακτισμός,Ελληνικά,Μικρά Πατερικά,Φύλα,Ψυχή | Τὰ σχόλια στὸ Μικρὰ Πατερικά: Γιὰ τὸν Σαραπίωνα τὸν ἐπιλεγόμενο Σεντονάκια ἔχουν κλείσει