Ραφαέλε Λὰ Κάπρια (Raffaele La Capria): Ἰαπωνικὰ ἄνθη

 

 

Ρα­φα­έ­λε Λὰ Κά­πρια (Raffaele La Capria)

 

Ἰ­α­πω­νι­κὰ ἄν­θη

(Fiori giapponesi)

 

ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «Φαν­τα­σί­α ἀ­πὸ Χαρ­τὶ» πω­λοῦν­ταν χι­λιά­δες πράγ­μα­τα φτι­αγ­μέ­να ἀ­πὸ χαρ­τί, κου­τιὰ κά­θε χρώ­μα­τος καὶ δι­ά­στα­σης, τε­τρά­δια μὲ  φαν­τα­χτε­ρὰ ἐ­ξώ­φυλ­λα, πό­στερ ὑ­πέ­ρο­χα ποὺ κρε­μιοῦν­ται στὸν τοῖ­χο, κα­πέ­λα, φο­ρε­σι­ές, χαρ­τα­ε­τοί, μά­σκες, καρ­να­βα­λί­στι­κες ντουν­τοῦ­κες κι οἱ ἐκ­πλή­ξεις δὲν τε­λει­ώ­νουν πο­τέ. Σὲ κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς πάγ­κους ἕ­νας ἄν­τρας μὲ τὰ μά­τια τρα­βηγ­μέ­να πρὸς τὰ πά­νω σὰν δυ­ὸ μαῦ­ρα εἰ­σα­γω­γι­κὰ κά­νει νό­η­μα στὸ κο­ρι­τσά­κι νὰ πλη­σιά­σει. Ἐ­κεί­νη σφίγ­γον­τας τὸ χέ­ρι τοῦ πα­τέ­ρα προ­σεγ­γί­ζει δι­στα­κτι­κὰ στὸν πάγ­κο. Ὁ ἄν­τρας τῆς δεί­χνει τρί­α μι­κρὰ κο­χύ­λια πού ’­χουν τὰ χεί­λη σφρα­γι­σμέ­να κι ἔ­πει­τα τῆς λέ­ει «Κοί­τα!» καὶ τ’ ἀ­φή­νει νὰ πέ­σουν σὲ ἕ­να πο­τή­ρι ποὺ ξε­χει­λί­ζει ἀ­πὸ νε­ρό. Βυ­θι­σμέ­να στὸ νε­ρὸ τὰ κο­χύ­λια ἀ­νοί­γουν σι­γὰ-σι­γὰ τὰ χεί­λη τους, κά­τι σὰν νὰ τὰ σπρώ­χνει ἀ­πὸ μέ­σα, ἀ­νοί­γουν δι­ά­πλα­τα καὶ νά­ ‘το ἀ­να­δύ­ε­ται ἕ­να ἄν­θος ζων­τα­νὸ ποὺ ἀ­πορ­ρο­φών­τας ἀ­νοί­γει καὶ δι­α­στέ­λ­λε­ται, ἀ­να­πτύσ­σε­ται ἐ­πά­νω στὸ μί­σχο, ἐ­νῶ τὰ πέ­τα­λα ἀ­νοί­γουν κι ἁ­πλώ­νον­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, μέ­χρι ποὺ κα­τα­λαμ­βά­νουν ὁ­λό­κλη­ρο τὸ πο­τή­ρι. Ἡ μι­κρού­λα μα­γεύ­τη­κε. «Μα τί εἶ­ναι;»

         «Ἰ­α­πω­νι­κ ἄν­θη»

         «Ἰ­α­πω­νι­κ ἄν­θη; Τί ὄ­μορ­φα ποὺ εἶ­ναι!»

         «Δν τὰ κα­τα­φέρ­νουν ν’ ἀ­νοί­ξουν ὅ­λα, βλέ­πεις;»

         «Για­τί;»

         «Ποις ξέ­ρει. Εἶ­ναι λου­λού­δια ἀ­πὸ χαρ­τί. Κά­ποι­ο ἔρ­χε­ται στὴν ἐ­πι­φά­νεια, κά­ποι­ο ὄ­χι.»

         «Α­τ ἐ­δῶ φαί­νε­ται ἀ­λη­θι­νό!»

         «Κι ἀ­νοί­γουν γιὰ σέ­να.»

         «Γι μέ­να;»

         «Α­νοί­γουν γιὰ τὸν κα­θέ­να μὲ τρό­πο δι­α­φο­ρε­τι­κό, σὰν νὰ εἶ­ναι ὁ κα­θέ­νας τὸ νε­ρὸ ποὺ τὰ πε­ρι­έ­χει.»

         «Τ θέ­λω! Μοῦ τ’ ἀ­γο­ρά­ζεις μπαμ­πὰ τὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ ἄν­θη;»

         «Πά­ρ’­ τα καὶ βά­λ’­ τα στὸ δω­μά­τιό σου καὶ θὰ δεῖς ποὺ ἀ­πό­ψε τὴ νύ­χτα θ’ ἀν­θί­σουν.»

         «Λοι­πόν, θὰ μοῦ τὰ πά­ρεις;»

         Τὰ κοι­τά­ζει κι ὁ πα­τέ­ρας, ἀλ­λὰ μὲ μιὰ ἀ­νη­συ­χί­α ποὺ δὲν κα­τα­φέρ­νει νὰ συγ­κρα­τή­σει. Σή­με­ρα τὸ βρά­δυ ἡ μι­κρού­λα ξύ­πνη­σε ἀ­πὸ τὸν ὕ­πνο οὐρ­λι­ά­ζον­τας. Ἐ­κεῖ­νος ξέ­ρει τί τῆς συμ­βαί­νει ὅ­ταν σπα­ρά­ζει ἔ­τσι. Συ­νέ­βαι­νε καὶ σὲ κεῖ­νον, τὴ στιγ­μὴ ποὺ κά­θε ἀ­κίν­δυ­νο ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς κά­μα­ρης ὅ­που κοι­μό­ταν, ἔ­μοια­ζε νὰ φου­σκώ­νει. Καὶ  με­γά­λω­νε μέ­σα του σὰν ἰ­α­πω­νι­κὸ ἄν­θος, τὸ Ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο Πράγ­μα, τὸ ὑ­περ­βο­λι­κό, χω­ρὶς πο­τὲ νὰ βρί­σκει τὸν ἀ­παι­τού­με­νο χῶ­ρο, πο­τέ, μή­τε καὶ μέ­σα στὴ φαν­τα­σί­α. Κι ἔ­τσι σπρώ­χνο­ν­τας τὸ ἀ­πέ­βαλ­λε ἀ­πὸ μέ­σα του ρί­χνον­τάς το στὴν ἄ­βυσ­σο, σβῶ­λος ἀ­πὸ σκο­τά­δι στὸ σκο­τά­δι, κα­θὼς ἕ­να οὐρ­λια­χτὸ ζων­τά­νευ­ε, ἀ­γνώ­ρι­στο, θη­ρι­ῶ­δες, τὸ οὐρ­λια­χτό του, τὸ τε­λευ­ταῖ­ο του ἅρ­παγ­μα. Μέ­χρι ποὺ κά­ποι­ος ἔ­τρε­χε θο­ρυ­βη­μέ­νος, προ­λα­βαί­νον­τας ἴ­σα-ἴ­σα νὰ τὸν σώ­σει, κι ἄ­να­βε τὸ πορ­τα­τὶφ στὸ κο­μο­δί­νο. Τὸ με­τρη­μέ­νο φῶς τῆς λάμ­πας δι­έ­λυ­ε τὸ σκο­τά­δι δη­μι­ουρ­γών­τας κα­τα­πρα­ϋν­τι­κὲς σκι­ὲς γύ­ρω ἀ­π’ τὸ κρεβ­βά­τι. Τὸ κα­λὸ καὶ δί­και­ο φῶς ποὺ τοῦ ἀρ­κοῦ­σε γιὰ νὰ δεῖ ποῦ κα­τα­λή­γουν τὰ μπρά­τσα καὶ τὰ πό­δια, ν’ ἀ­να­γνω­ρί­σει σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα ἢ ἕ­να τρα­πέ­ζι τὰ ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς ποὺ τὸν ἐ­πα­νέ­φε­ραν στὴ θέ­ση του στὸν κό­σμο.

         Ὅ­λα αὐ­τὰ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ τοῦ πα­τέ­ρα γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἐ­νῶ ἡ μι­κρού­λα τὸν ρώ­τα­γε «Λοι­πὸν θὰ μοῦ τὰ πά­ρεις;» Κι ἐ­κεῖ­νος ψά­χνει στὰ μά­τια τῆς κό­ρης ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κεί­νη τὴ λα­θραί­α κι ἄ­πια­στη νυ­χτε­ρι­νὴ ζω­ή, ὁ­πό­ταν κι αὐ­τὴ αἰ­σθά­νε­ται ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα μό­νη. Μὰ τί­πο­τα δὲν φα­νε­ρώ­νει ­κεῖ­νο τὸ βλέμ­μα ἀ­πὸ ὑ­γρὸ κε­χριμ­πά­ρι, θαμ­πὸ καὶ μα­ζὶ ἰλ­λιγ­γι­ῶ­δες, μα­γε­μέ­νο μπρο­στὰ σὲ τοῦ­τα τὰ λου­λού­δια ποὺ ἀν­θί­ζουν μὲ τρό­πο δια­φο­ρε­τι­κὸ γιὰ τὸν κα­θέ­ναν.

 

  

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο Raffaele La Capria, Fiori giapponezi (1979).

 

Raffaele La Capria (Νά­πο­λη τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1922). Ἰ­τα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας, γνω­στὸς ἰ­δι­αί­τε­ρα γιὰ τὰ τρί­α μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του ποὺ συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὑ­πὸ τὸν τίτ­λο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1974). Σπού­δα­σε φω­το­γρα­φί­α καὶ συν­τή­ρη­ση ἔρ­γων τέ­χνης. Δη­μο­σί­ευ­σε δι­η­γή­μα­τά της στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Νὰ ἕ­να μῆ­λο, Συμ­παν­τι­κὲς δι­α­δρο­μὲς καὶ Ὥ­ς3. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα.

 

Raffaele La Capria: Φτωχή μου Κουκουβάγια

 

 

Ρα­φα­έ­λε Λὰ Κά­πρια (Raffaele La Capria) 

 

Φτω­χή μου Κου­κου­βά­για

(La civettina)

 

ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ποὺ ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα ἐ­ξέ­πεμ­πε τὸ ἐ­ρω­τι­κό της κά­λε­σμα δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ξέ­ρει ὅ­τι ἡ ἀ­κα­τα­νί­κη­τη ἐ­πί­κλη­ση μὲ τὴν ὁ­ποί­α δι­α­τυμ­πά­νι­ζε σ’ ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη, «Εμ-αι-δῶ! Εμ-αι-δῶ!», ἀν­τη­χοῦ­σε στ’ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ τοῦ χω­ρι­κοῦ ποὺ κοι­μό­ταν στὴν κα­λύ­βα πιὸ κά­τω, σὲ μι­κρὴ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο ὅ­που ἐ­κεί­νη κούρ­νια­ζε. Τὸ χα­λά­ζι ποὺ εἶ­χε πέ­σει μπό­λι­κο τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα εἶ­χε κα­τα­στρέ­ψει ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τῶν ἀμ­πε­λώ­νων, ὁ και­ρὸς δὲν φαι­νό­ταν νὰ ὑ­πό­σχε­ται τί­πο­τε κα­λύ­τε­ρο —ἤ­τα­νε συ­νε­χό­με­να ἀ­στα­θής— καὶ τώ­ρα ἐ­κεί­νη ἡ φω­νὴ προ­μή­νυ­ε λὲς κι ἄλ­λες ζη­μι­ές. Ὁ χω­ρι­κὸς κόλ­λη­σε τὸ πρό­σω­πο στὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­δε τὴ με­γά­λη σκού­ρα μά­ζα πά­νω στὴν κα­ρυ­διὰ ποὺ ὀρ­θω­νό­ταν μπρο­στὰ στὸ σπί­τι κι ἀ­πὸ κεῖ τοῦ ξα­νάρ­θε τὸ κά­λε­σμα τῆς κου­κου­βά­γιας. Εἶ­χε δι­α­λέ­ξει βλέ­πεις δαῦ­τον κεῖ­νο τὸ δυ­σοί­ω­νο που­λί, σὰν νὰ μὴν εἶ­χαν ἤ­δη πέ­σει τό­σες συμ­φο­ρὲς στὸ σπι­τι­κό του, λὲς καὶ δὲν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ μί­ζε­ρη ἡ ζω­ὴ ποὺ περ­νοῦ­σε, σὰ νὰ μὴν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ σκλη­ρὸ τὸ χα­λά­ζι τῆς προ­η­γού­με­νης. Τὸ πα­λιὸ ἔ­θι­μο, γιὰ νὰ στα­μα­τή­σεις τὸ κα­κὸ μά­τι, ὁ χω­ρι­κὸς τὸ γνώ­ρι­ζε κα­λά, κι ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῶν χρό­νων τοῦ ἔ­φτα­νε ἡ ἐν­το­λὴ ποὺ ὁ ἴ­διος μὲ ἀ­κρί­βεια θὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε. Πῆ­ρε τὸ κυ­νη­γε­τι­κὸ του­φέ­κι ποὺ κρε­μό­ταν στὸν τοῖ­χο κι ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν μὲ τὸ σώ­βρα­κο κα­τέ­βη­κε πα­τών­τας στὶς μύ­τες τῶν γυ­μνῶν του πο­δι­ῶν καὶ δί­χως νὰ κά­νει κα­θό­λου θό­ρυ­βο στὸ χορ­τά­ρι κρύ­φτη­κε πί­σω ἀ­πὸ τὸ θά­μνο, ἐ­κεῖ ὅ­που τὸ σκο­τά­δι ἦ­ταν πιὸ πα­χύ. Στὴν ἡ­συ­χί­α τῆς νύ­χτας στά­θη­κε μὲ τὸ αὐ­τὶ τεν­τω­μέ­νο, ὅ­μοι­ο μὲ ζώ­ου τοῦ δά­σους, ὥ­στε νὰ ἐν­το­πί­σει ἀ­πὸ ποι­ὸ ση­μεῖ­ο ἀ­κρι­βῶς προ­ερ­χό­ταν τὸ σκού­ξι­μο τῆς κου­κου­βά­γιας. Κι ἐ­κεί­νη νὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει σὲ ὅ­λο τὸ ἔ­να­στρο σύμ­παν ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ τὸ κά­λε­σμα ἐ­κεῖ­νο τοῦ ἔ­ρω­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ συγ­κρα­τή­σει, «Εμ-αι-δῶ! Εμ-αι-δῶ!» Ἐ­κεῖ εἶ­σαι, ἔ; Μιὰ του­φε­κιὰ λαμ­πά­δια­σε στὸ σκο­τά­δι καὶ νά, ἡ φτω­χὴ κου­κου­βά­για πέ­φτει κά­τω χτυ­πη­μέ­νη στὴ φτε­ρού­γα.

         Γιὰ ἕ­να χω­ρι­κὸ ποὺ ὑ­πα­κού­ει σὲ μιὰ μοι­ρο­λα­τρι­κὴ ἐ­πι­τα­γή, γιὰ ἕ­ναν μί­ζε­ρο χω­ρι­κὸ μα­θη­μέ­νο νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὴν βί­αι­η δύ­να­μη τοῦ κα­κοῦ καὶ τὰ σκο­τει­νά της μη­νύ­μα­τα μὲ μο­να­δι­κὰ ὅ­πλα ἐ­κεῖ­να ποὺ ἡ ὠ­μὴ γνώ­ση τῶν αἰ­ώ­νων τὸν ἐ­φο­δί­α­σε, δὲν εἶ­ναι ἀ­παν­θρω­πιά, πα­ρὰ μό­νο ἕ­να τε­λε­τουρ­γι­κὸ ξόρ­κι νὰ καρ­φώ­σει ζων­τα­νὴ μιὰ κου­κου­βά­για στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἔ­τσι λοι­πὸν χω­ρὶς κα­θό­λου νὰ δι­στά­σει, ἤ­ρε­μα τὴν σταύ­ρω­σε τὴ φτω­χὴ κου­κου­βά­για κι ἐ­ξί­σου ἤ­ρε­μα χτύ­πη­σε καὶ ξα­να­χτύ­πη­σε τὰ καρ­φιὰ ποὺ τὴ στέ­ρι­ω­ναν μὲ τὰ φτε­ρὰ ἀ­νοιγ­μέ­να πά­νω στὸ ξύ­λο. Ἡ κου­κου­βά­για στὴ στιγ­μὴ τοῦ τε­τέ­λε­σται δί­πλω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­πὸ τὴ μιὰ πλευ­ρά, οὔρ­λια­ξε καὶ συ­σπά­στη­κε ἀ­π’ ἄ­κρη σ’ ἄ­κρη ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ φρι­χτοῦ πό­νου ποὺ τὴ δι­α­περ­νοῦ­σε, ὥ­σπου τὰ πυ­κνά της βλέ­φα­ρα, τό­σο ὅ­μοι­α μὲ τ’ ἀν­θρώ­πι­να, ἔ­κλει­σαν στὰ με­γά­λα ἀ­στρα­φτε­ρὰ μά­τια ποὺ σβή­να­νε ἀρ­γὰ στὸ ψυ­χορ­ρά­γη­μά της. Ὁ χω­ρι­κὸς κοί­τα­ξε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος τὴν δου­λειὰ τε­λει­ω­μέ­νη κι ἔ­τσι σί­γου­ρος πιὰ γύ­ρι­σε γιὰ ὕ­πνο στὸ κρε­βά­τι του. Τώ­ρα τὸ χα­λά­ζι θὰ ἀ­πέ­φευ­γε τὸ χω­ρά­φι του κι ἡ κου­κου­βά­για ποὺ προ­η­γου­μέ­νως μὲ τὸ κά­λε­σμά της τὸν ἀ­πει­λοῦ­σε, θὰ ξε­ραι­νό­ταν σι­γὰ σι­γὰ στὴν πόρ­τα του προ­στα­τεύ­ον­τάς τον ἀ­πὸ τὶς συμ­φο­ρὲς τοῦ κό­σμου.

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).

 

Raffaele La Capria (Νά­πο­λη τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1922). Ἰ­τα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας, γνω­στὸς ἰ­δι­αί­τε­ρα γιὰ τὰ τρί­α μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του ποὺ συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὑ­πὸ τὸν τίτ­λο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1974). Σπού­δα­σε φω­το­γρα­φί­α καὶ συν­τή­ρη­ση ἔρ­γων τέ­χνης. Δη­μο­σί­ευ­σε δι­η­γή­μα­τά της στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Νὰ ἕ­να μῆ­λο, Συμ­παν­τι­κὲς δι­α­δρο­μὲς καὶ Ὥ­ς3. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα.

 

Rafaelle La Capria: Στὸ τραῖνο

 

 

Ραφαέλε Λὰ Κάπρια (Raffaele La Capria)

 

Στὸ τραῖ­νο

(In treno)

 

ΗΚΩΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε καὶ τὰ ἐ­να­πό­θε­σε στὸν κα­θι­σμέ­νο ἄν­δρα μπρο­στά του. Ἤ­τα­νε μό­νοι στὸ κου­πὲ τοῦ τραί­νου. Τὸν πα­ρα­τή­ρη­σε ἤ­ρε­μα. Πα­ρα­δο­μέ­νος στὸν ὕ­πνο κι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στος κά­τω ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα του ἦ­ταν ἐ­πιρ­ρε­πὴς στὴν ἐ­ξέ­τα­ση. Οὔ­τε ἐρ­γά­της, οὔ­τε με­σο­α­στός, σκέ­φτη­κε. Κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ μι­λών­τας ἦ­ταν ἕ­να φρι­χτὸ ὑ­βρί­διο ἐ­κεί­νης τῆς ἀ­να­δυ­ό­με­νης με­σαί­ας τά­ξης ποὺ ὁ ἴ­διος ἀ­πε­χθα­νό­ταν. Μπου­φὰν μὲ φερ­μου­άρ, κα­σκέ­το μὲ γεῖ­σο, ἄρ­βυ­λα μὲ τρα­χιὰ σό­λα, στὴ σκευ­ο­φό­ρο μέ­σα στὴ θή­κη, τὸ δί­καν­νο. Ἕ­νας κυ­νη­γὸς στὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τός του. Νεο-ι­τα­λι­κὴ ρά­τσα μὲ τ’ ὅ­πλο στὸ χέ­ρι, λα­ὸς τῆς ἀ­πά­της, ἀ­πα­γω­γεῖς καὶ κλέ­φτες, χω­ριά­τες ποὺ ἐκ­φυ­λί­στη­καν στὰ προ­ά­στια τῶν βι­ο­μη­χα­νι­κῶν πό­λε­ων, καὶ γίνανε μέ­σα σὲ λί­γα χρό­νια ἕ­να ἄλ­λο εἶ­δος, ὅ­μοι­ο μὲ κα­βού­ρια, γε­μά­το ἀ­πὸ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τες ἐ­πι­θυ­μί­ες κι ἀρ­χέ­γο­νες ὅ­σο ἡ πεί­να, μὲ ψω­μω­μέ­νες δαγ­κά­νες, ἀ­νοι­χτές, πα­ρα­τε­τα­μέ­νες γιὰ νὰ τσα­κώ­σουν καὶ νὰ ἁρ­πά­ξουν μὲ ἀ­πλη­στί­α.

         Κι ἔ­πει­τα ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴ ρα­γδαί­α κι ἄ­σπλα­χνη “κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὴ” ἐ­ξέ­τα­ση, γύ­ρι­σε στὸ βι­βλί­ο του —ἕ­να σπου­δαῖ­ο βι­βλί­ο, Οἱ ἀ­δερ­φοὶ Κα­ρα­μα­ζώφ— καὶ ξα­νά­πια­σε νὰ δι­α­βά­ζει. Πό­σο ὡ­ραῖ­ος, ἔ­ξυ­πνος, γλυ­κὸς κι ἀν­θρώ­πι­νος ἦ­ταν ὁ Ἀ­λι­ό­σα Κα­ρα­μα­ζώφ! Πό­σο θὰ ἤ­θε­λε ὁ κα­θέ­νας ἀλ­λὰ κι ὁ ἴ­διος νὰ τοῦ μοιά­ζει ἔ­στω καὶ λί­γο!

        Ὁ ἄν­δρας ποὺ κα­θό­ταν μπρο­στά του εἶ­χε βαλ­θεῖ νὰ ρο­χα­λί­ζει, κι ἐ­κεῖ­νος συ­νά­μα μὲ τὸν ἦ­χο σή­κω­σε πά­λι τὰ μά­τια καὶ τὸν κάρ­φω­σε. Ρο­χά­λι­ζε μὲ τὸ στό­μα μι­σά­νοι­χτο καὶ τὸ σά­λιο του ἔ­στα­ζε ἀ­πὸ τὴ γω­νί­α τῶν χει­λι­ῶν. Κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἀ­η­δί­α, σκέ­φτη­κε.

        «Ἐ­γὼ θὰ τὸν ἀ­γα­πού­σα» τὸν προ­κά­λε­σε ὁ Ἀ­λιό­σα ἀ­π’ τὸ βι­βλί­ο.

        «Ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι;»

        «Ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς.»

        «Χω­ρὶς νὰ θε­λή­σεις μή­τε νὰ τὸν ἀλ­λά­ξεις;»

        «Γιὰ νὰ ἀλ­λά­ξεις, πρέ­πει πρῶ­τα ν’ ἀ­γα­πή­σεις.»

        Στὸ τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου κοί­τα­ξε τὴ μορ­φή του καὶ τὴν πα­ρα­τή­ρη­σε χω­ρὶς κα­μί­α συμ­πά­θεια.

        «Θὰ μὲ ἀ­γα­ποῦ­σες κι ἐ­μέ­να;»

        «Για­τί ὄ­χι;»

        «Για­τί ναί;»

        «Δο­κί­μα­σε νὰ ἀ­γα­πή­σεις κι ἐ­σὺ λι­γά­κι τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ θὰ κα­τα­λά­βεις.»

        Ἔ­κα­νε ὅ­πως εἶ­πε ὁ Ἀ­λι­ό­σα, προ­σπά­θη­σε νὰ ἀ­γα­πή­σει κά­πως τὸν ἑ­αυ­τό του κι ἴ­σως γιὰ λί­γο τὰ κα­τά­φε­ρε, για­τὶ τὸ βλέμ­μα του, ὅ­ταν στα­μά­τη­σε στὸν ἄν­δρα ποὺ κοι­μό­ταν δὲν ἦ­ταν πιὰ τὸ ἴ­διο, σὰν νὰ ἦ­ταν πιὸ ἀν­θρώ­πι­νο. Πα­ρα­δέ­χτη­κε πὼς ἡ ἀ­νά­λυ­σή του ὑ­πῆρ­ξε ἀ­νε­λέ­η­τη, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι κα­βού­ρι, δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι κα­βού­ρι. Μό­λις ξυ­πνή­σει θὰ τοῦ μι­λή­σω, ὁρ­κί­στη­κε.

        Ἔ­πει­τα, συγ­κι­νη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ τὰ εὐ­γε­νῆ καὶ ὑ­ψη­λά του αἰ­σθή­μα­τα, τοῦ φά­νη­κε νά ’­ναι ὡ­ραῖ­ος, ἔ­ξυ­πνος, γλυ­κὸς κι ἀν­θρώ­πι­νος, ὅ­σο κι ὁ Ἀ­λι­ό­σα Κα­ρα­μα­ζόφ. Καὶ βυ­θί­στη­κε τό­σο ἀ­πύθ­με­να στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ βι­βλί­ου, ποὺ οὔ­τε ποὺ πῆ­ρε εἴ­δη­ση πὼς ὁ ἄν­δρας στὸ με­τα­ξὺ εἶ­χε ξυ­πνή­σει, εἶ­χε μα­ζέ­ψει τὰ πράγ­μα­τά του, εἶ­χε κα­τέ­βει ἀ­π’ τὸ τραῖ­νο κι εἶ­χε χα­θεῖ γιὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὴ ζω­ή του.

 

 

Πη­γή: Ἀπὸ τὸν τόμο Raffaele La Capria, Fiori giapponezi (1979).

 

Raffaele La Capria (Νάπολη τῆς Ἰταλίας, 1922). Ἰταλὸς συγ­γρα­φέ­ας, γνω­στὸς ἰ­δι­αί­τερα γιὰ τὰ τρία μυθιστορήματά του ποὺ συγ­κεν­τρώ­θηκαν ὑπὸ τὸν τίτλο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φω­το­γρα­φία καὶ συντήρηση ἔρ­γων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς δι­α­δρο­μὲς καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.