Βσιέβολοντ Γκάρσιν: [Ἦταν χαριτωμένη…]

 

 

Βσι­έ­βο­λοντ Γκάρ­σιν (Всеволод Гаршин)

 

[Ἦ­ταν χα­ρι­τω­μέ­νη…]

( [Она была милая девушка…] )

 

ΤΑΝ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ, κα­λὴ καὶ ὀ­μορ­φού­λα. Γιὰ τὸ χα­τί­ρι της ἄ­ξι­ζε νὰ πα­ρα­μεί­νει κα­νεὶς στὴ ζω­ή.

         Ὅ­μως αὐ­τὸς ἦ­ταν πει­σμα­τά­ρης. Στὸ στῆ­θος του εἶ­χε μιὰ βα­ρειὰ πέ­τρα, ποὺ πί­ε­ζε τὴ φτω­χή του τὴν καρ­διὰ καὶ ἐ­ξα­νάγ­κα­ζε τὸν σπου­δαῖ­ο αὐ­τὸν ἄν­θρω­πο νὰ στε­νά­ζει ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Σκε­φτό­ταν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον ν’ ἀ­γα­πή­σει καὶ ν’ ἀ­γα­πη­θεῖ: ἡ πέ­τρα πί­ε­ζε τὴν καρ­διά του καὶ τὸν ὑ­πο­χρέ­ω­νε νὰ σκέ­φτε­ται τὸν θά­να­το. Ὁ ἀ­δερ­φὸς του ἦ­ταν ἕ­νας ἐ­ξαί­ρε­τος νέ­ος, μὲ τολ­μη­ρά, εἰ­λι­κρι­νῆ μά­τια καὶ ρω­μα­λέ­α χέ­ρια. Ὁ με­γά­λος ἀ­δερ­φὸς ἤ­θε­λε ἀ­πὸ τὴ μί­α νὰ συ­νε­χί­σει νὰ τὸν πα­ρα­τη­ρεῖ, γιὰ νὰ δεῖ πῶς τε­λι­κὰ τὰ μά­τια αὐ­τὰ θὰ ἀν­τί­κρι­ζαν κα­τὰ πρό­σω­πο τὸν θά­να­το· γιὰ νὰ δεῖ πῶς τοῦ­τα τὰ χέ­ρια θὰ κρα­τοῦ­σαν ὅ­πλο πρὸς ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὅ­μως στὴν οὐ­σί­α δὲν πί­στευ­ε ὅ­τι κά­τι τέ­τοι­ο θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βεῖ, καὶ ἤ­θε­λε νὰ πε­θά­νει.

        Αὐ­τὴ ἦ­ταν μιὰ ὑ­πέ­ρο­χη μά­να. Ἀ­γα­ποῦ­σε τὰ παι­διά της πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια της τὴ ζω­ή, ὅ­μως τὰ προ­ό­ρι­ζε μέ­σα της γιὰ θυ­σί­α καὶ δὲν θὰ τὰ λυ­πό­ταν, ἐ­ὰν πέ­θαι­ναν μ’ ἕ­ναν ἔν­δο­ξο θά­να­το. Προσ­δο­κοῦ­σε τὸν θά­να­τό τους ἢ τὴ νί­κη τους καὶ ἔλ­πι­ζε ὅ­τι οἱ γιοί της θὰ κα­τα­θέ­σουν κά­πο­τε στὰ πό­δια της τὰ δάφ­νι­να στε­φά­νια τους. Ὅ­μως ὁ με­γά­λος της γιὸς  δὲν πί­στευ­ε σὲ τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Ἡ πέ­τρα πί­ε­ζε τὴν καρ­διά του κι αὐ­τὸς ἤ­θε­λε νὰ πε­θά­νει.

        Ὑ­πῆρ­χε ἐ­πί­σης ὁ με­γά­λος καὶ δυ­στυ­χὴς λα­ός, ὁ λα­ὸς μέ­σα στὰ σπλά­χνα τοῦ ὁ­ποί­ου γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε. Οἱ φί­λοι του ἔλ­πι­ζαν νὰ γλι­τώ­σουν τοῦ­τον τὸν λα­ὸ ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι καὶ τὴ σκλα­βιὰ καὶ νὰ τὸν ὁ­δη­γή­σουν στὸν δρό­μο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Γιὰ τὸν σκο­πὸ μά­λι­στα αὐ­τὸν κά­λε­σαν σὲ βο­ή­θεια καὶ τὸν φί­λο τους, ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος δὲν πί­στευ­ε στὶς ἐλ­πί­δες τους, συλ­λο­γι­ζό­ταν τὰ ἰ­σό­βια βά­σα­να, τὴν αἰ­ώ­νια σκλα­βιά, τὸ αἰ­ώ­νιο σκο­τά­δι, στὰ ὁ­ποῖ­α ὁ λα­ὸς του ἦ­ταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ ζεῖ. Κι αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ πέ­τρα του, ποὺ πί­ε­ζε τὴν καρ­διά του, καὶ τε­λι­κὰ ἡ καρ­διὰ δὲν ἄν­τε­ξε – ὁ νέ­ος πέ­θα­νε.

        Οἱ φί­λοι του τὸν ἔ­θα­ψαν στὴν ἀν­θι­σμέ­νη στέ­πα τῆς γε­νέ­τει­ράς του. Ὁ ἥ­λιος ἔ­λου­ζε μὲ τὴν ἁ­πα­λή του λάμ­ψη τὸν τά­φο του, κα­θὼς καὶ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ στέ­πα. Πά­νω ἀ­πὸ τὸν τά­φο τὰ ἀ­γρι­ο­λού­λου­δα τῆς στέ­πας λί­κνι­ζαν τὰ ἀν­θι­σμέ­να τους κε­φα­λά­κια, ἐ­νῶ ὁ κο­ρυ­δαλ­λὸς τρα­γου­δοῦ­σε τὸ τρα­γού­δι τῆς ἀ­νά­στα­σης, τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τας καὶ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας… Κι ἂν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ κα­κό­μοι­ρος τοῦ­τος ἄν­θρω­πος μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­κού­σει τὸ τρα­γού­δι τοῦ κο­ρυ­δαλ­λοῦ, τό­τε εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι θὰ τὸ πί­στευ­ε. Ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ ἀ­κού­σει, δι­ό­τι ἀ­π’ αὐ­τὸν εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει μό­νο ὁ σκε­λε­τός, μ’ ἕ­να αἰ­ώ­νιο καὶ τρο­μα­κτι­κὸ μει­δί­α­μα ἀ­φη­μέ­νο στὸ κρα­νί­ο.

    (1875)

 

Πη­γή: Ἱ­στό­το­πος В­А­В­И­Л­ОН: С­о­в­р­е­м­е­н­н­ая м­а­л­ая п­р­о­за-В с­т­о­р­о­ну а­н­т­о­л­о­г­ии. (Ἱ­στό­το­πος ΒΑ­ΒΥ­ΛΩΝ: Σύγ­χρο­νη μι­κρὴ πρό­ζα-Προ­σπά­θεια ἀν­θο­λό­γη­σης).

 

Βσι­έ­βο­λοντ Μι­χά­η­λο­βιτς Γκάρ­σιν (­В­с­е­в­о­л­од М­и­х­а­й­л­о­в­ич Г­а­р­ш­ин) (Αἰ­κα­τε­ρι­νοσ­λάβκ, 1855-Ἁ­γί­α Πε­τρού­πο­λη, 1888). Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς σύν­το­μης ζω­ῆς του ἔ­γρα­ψε πε­ρί­που δε­κα­πέν­τε δι­η­γή­μα­τα καὶ νου­βέ­λες, πα­ρα­μύ­θια, με­ρι­κὰ ποι­ή­μα­τα καὶ ὁ­ρι­σμέ­νες σύν­το­μες με­λέ­τες γιὰ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Με­τέ­φρα­σε ἐ­πί­σης τὴ νου­βέ­λα τοῦ Προ­σπὲρ Με­ρι­μὲ Κο­λόμ­πα. Αὐ­το­κτό­νη­σε τὸν Μάρ­τιο τοῦ 1888, πέ­φτον­τας ἀ­πὸ τὸ κε­φα­λό­σκα­λο τοῦ σπι­τιοῦ του.

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ρω­σι­κά:

Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007).

 

Εἰκόνα: Βσι­έ­βο­λοντ Μι­χά­η­λο­βιτς Γκάρ­σιν, 1884. Πίνακας τοῦ Ἰλία Ρέπιν.