Βίκτορ Ἐροφέγιεφ (Виктор Ерофеев)
Λευκὸς εὐνουχισμένος γάτος μὲ μάτια καλλονῆς
(Белый кастрированный кот с глазами красавицы)
ΠΟ ΤΗ ΝΕΥΡΙΚΗ ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΗ δύσκολα διέκρινα τὶς ἐπωμίδες καὶ τὰ γαλόνια τῶν στρατοδικῶν, μοῦ φαινόταν ὅμως πὼς ἡ ὑπόθεση διεξαγόταν σὲ ἄλλη ἐποχή, κατὰ τὴν περίοδο τοῦ τσαρισμοῦ ἢ σὲ ἄλλο τόπο, πράγμα ποὺ δὲν ἀναιροῦσε τὴν οὐσία τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης πού μοῦ ἀνακοινώθηκε.
Τότε πήδηξα, ἔμπηξα τὶς φωνὲς καί, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸ πολεμικο-δικαστικὸ νεφέλωμα, εἶπα ὅτι ἔκαναν λάθος, ὅτι ἦταν ἄτιμο νὰ φέρουν ἐμένα καὶ αὐτοὺς σὲ τέτοια ἐξωφρενικὴ κατάσταση καὶ συνέχισα οὐρλιάζοντας: πρῶτον, ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε κοινὸ μὲ τὸ στρατὸ καὶ ἀκόμα περισσότερο μὲ τὸ στρατοδικεῖο. Δεύτερον, εἶμαι ἐναντίον τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἑπομένως αὐτὴ ἡ ἀπόφαση φαίνεται σὰν ἕνας ἐπιπλέον ἐμπαιγμὸς καὶ ἀκόμα περισσότερο σὰν ἕνας διαβολικὸς χλευασμός. Τρίτον, ἀγαπῶ τὴ γυναίκα μου ποὺ δὲν θὰ ξεπεράσει ποτὲ τὸ θάνατό μου. Ἢ θὰ κρεμαστεῖ ἢ θὰ δηλητηριαστεῖ ἢ θὰ πέσει ἀπὸ τὸ παράθυρο ἢ θὰ πνιγεῖ καὶ ὁ γιός μου θὰ μείνει πεντάρφανος καὶ αὐτὴ ποτὲ δὲν θὰ σᾶς συγχωρήσει. Τέταρτον, μὲ ὅλο αὐτὸ τὸ ἀναρίθμητες φορὲς εἰπωμένο καὶ χιλιοπαιγμένο σκηνικὸ ποὺ καταντάει τόσο μπανάλ, ἀπὸ ἔνοχο συνείδησης —ἰδιότητα ποὺ δὲν διαθέτω— μὲ κάνετε δημιουργὸ αὐτοῦ τοῦ γελοίου ἔργου, πράγμα ποὺ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, δὲν ἐπιθυμῶ. Πέμπτον, ἐσεῖς ἐκμεταλλευόμενοι τὴ λειτουργία τοῦ ἐπαγγέλματός σας, παίρνετε πολὺ στὰ σοβαρὰ τὸν ἑαυτό σας μὲ τὸ νὰ ἐπεμβαίνετε στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων σὲ ἀκραῖο βαθμὸ καί, ἐνῶ δὲν μπορῶ νὰ ὑποχρεώσω τὸν ἑαυτό μου νὰ ἀγαπήσει τοὺς ἀστυνομικούς —ποτὲ δὲν μοῦ ἄρεσαν—, γνώρισα τὴ σχετική τους ὠφελιμότητα, ὅταν μοῦ κλέψανε τὶς ρόδες τοῦ αὐτοκινήτου μου καὶ πέρασα ἀπὸ τὸ τμῆμα. Κι ἐκεῖ μὲ ἄκουσαν μὲ προσοχή, ἀλλὰ τὶς ρόδες μέχρι σήμερα ποτὲ δὲν τὶς βρήκανε.
Συνῆλθα στὸ κελὶ ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τῆς ἀμμωνίας. Μπροστά μου καθόταν ἀνακούρκουδα ὁ συνταγματάρχης Ντιαμάντ, διευθυντὴς τῆς ἕδρας πολέμου τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μόσχας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποφοίτησα πρὶν ἀπὸ δέκα ἑπτὰ χρόνια. Τὸν ἀναγνώρισα ἀμέσως ἀπὸ τὶς ξανθὲς μποῦκλες καὶ τὸ ἔντονα ἐκφραστικὸ σλαβικὸ πρόσωπό του. Κάποτε ὑπέφερα πολὺ ἀπὸ αὐτόν.
— Μὰ ἐσύ, νεαρέ, ἔγινες λιῶμα, – εἶπε ἀποδοκιμαστικὰ ὁ Ντιαμὰντ ὄχι χωρὶς πατρικὰ συναισθήματα καί, γιὰ πλάκα, μύρισε τὴν ἀμμωνία, πρὶν κλείσει τὸ μπουκαλάκι. — Τί λές; Δὲν θέλεις νὰ πεθάνεις;
— Σὲ τίποτα δὲν εἶμαι ἔνοχος ἐγώ, σύντροφε συνταγματάρχα – τοῦ ἐξήγησα μὲ ἀδύναμη φωνή.
— Εἶσαι ἔνοχος – εἶπε σκληρὰ ὁ συνταγματάρχης.
Ἦταν ἕνας παχουλὸς ἄνδρας, μὲ παλικαρίσια ὄψη καὶ μικρὰ σφιχτὰ χείλη. Αἰσθανόμουν πὼς ἡ ἐνεργητικότητά του ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ δική μου, ἦταν ἐνεργητικότητα ἑνὸς πενηντάρη ποὺ εἶχε γευθεῖ τὴν ἐξουσία, ἐγὼ ποτὲ δὲ μποροῦσα νὰ τὰ βρῶ μὲ τέτοιους ἀνθρώπους σὲ ἀνοιχτὴ σύγκρουση, τὰ ἔχανα, ἄρχιζα νὰ συμφωνῶ σὲ ὅλα καὶ τοὺς μισοῦσα.
— Ἐσένα αὔριο τὸ πρωὶ μπάμ-μπάμ – τοῦ γνωστοποίησε ἐμπιστευτικὰ ὁ Ντιαμάντ.
— Αὔριο κιόλας! – οἱ λέξεις δραπέτευσαν ἄθελά μου.
— Στὶς 7.00΄ – διευκρίνησε ὁ συνταγματάρχης, ρίχνοντας ματιὲς στὸ ρολόι. — Ἔχεις πολὺ χρόνο. Θὰ γράψεις;
— Ἔφεση; – ἀνασκίρτησα ἐγώ.
— Γιατί; – ἐξεπλάγη. Κάτι καλλιτεχνικό. Καμιὰ προκήρυξη.
Ἐγὼ σκεφτόμουνα.
— Ὄχι – εἶπα. Δὲν ἔχω τίποτα ἀπολύτως νὰ πῶ. Νὰ γράψω καλύτερα ἕνα σημειωματάκι στὴ γυναίκα μου;
— Μάταιο, – εἶπε ὁ συνταγματάρχης.
— Κάνετε λάθος, – εἶπα ἐγώ. Πιὸ πολὺ ἄπ΄ ὅλα στὸν κόσμο ἀγαποῦσα τὴ γυναίκα μου. Καὶ ἔσκυψα τὸ κεφάλι ἔχοντας ἀντιληφθεῖ ὅτι μιλοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου σὲ παρελθόντα χρόνο.
— Λὲς ψέματα, – δὲν τὸν πίστεψε ὁ συνταγματάρχης.
— Κάποτε, πρὶν πολλὰ χρόνια, ὅταν ἀκόμη δὲν εἴχαμε παντρευτεῖ, καὶ ἐνῶ τὴν ἀποχωριζόμουν γιὰ τὸ καλοκαίρι, πέρασα τρεῖς ὧρες στὸν παραστάτη τῆς πόρτας. Στὴ ζωὴ μπορεῖ ν΄ ἀγαπήσεις σοβαρὰ μόνο μιὰ φορά.
— Γι’ αὐτὸ νὰ γράψεις – πρότεινε ὁ συνταγματάρχης.
— Γι’ αὐτὸ δὲν γίνεται νὰ γράφεις, – εἶπα ἐγὼ αὐστηρὰ καὶ θλιμμένα.
— Μαυροῦλες (1) δὲν εἶχες;
— Καὶ μαυροῦλες δὲν εἶχα, καὶ τὴν πατρίδα δὲν τὴν πρόδωσα, – ξεφύσηξα ἐγώ.
— Τὴν πρόδωσες, – εἶπε σκληρὰ ὁ Ντιαμάντ. Ξέρεις τί μοῦ ἀρέσει σὲ σένα, – καὶ σιωπώντας γιὰ λίγο ὁ συνταγματάρχης συνέχισε. Δὲν φορᾶς βέρα. Ὁ πραγματικὸς ἄνδρας δὲν φοράει βέρα.
Σκεφτόμασταν. Ὁ καθένας τὰ δικά του.
— Θέλεις νὰ μάθεις τὸ μυστικό μου; – ρώτησα, πλησιάζοντας στὸ πρόσωπό του.
— Ἔλα, – σφίχτηκε ὁλόκληρος καὶ κοκάλωσε, ἔγινε σκουροκόκκινος.
— Ἐγὼ ἀπὸ τὴ φύση μου εἶμαι ρομαντικός… Νά! Ἄκου! Τί ἡσυχία! Ὅπως στὸ χωριό!… Μόνο σκυλιὰ δὲν γαβγίζουν. Ἐγὼ εἶμαι κρυφορομαντικός, συνταγματάρχα.
— Δέ μᾶς χέζεις! Ἀγρίεψε ὁ συνταγματάρχης καὶ ἔφτυσε μὲ κακία στὸ πάτωμα.
— Καὶ δὲ ντρέπεσαι νὰ φτύνεις σὲ κελὶ μελλοθανάτου; – τὸν μάλωσα.
— Μὲ συγχωρεῖς. Ἄθελά μου, – ντράπηκε ὁ συνταγματάρχης καὶ ἔτριψε τὴ φτυσιά του μὲ τὴ μπότα.
— Ἔχεις μᾶλλον γυναίκα γριὰ στρίγκλα.
Ὁ Ντιαμὰντ ἔγνεψε σκυφτά.
— Ὅμως ἡ δικιά μου εἶναι λευκὸς ἄγγελος μὲ λευκὰ φτερά!
— Τί εἶναι, ἀθλήτρια; – ρώτησε ὁ Ντιαμάντ.
— Ἄπ΄ ὅ,τι ξέρω ὄχι… – εἶπα καὶ ἄρχισα νὰ περπατάω στὸ κελὶ πέρα-δῶθε σὰν ἐκκρεμές, καὶ μὲ χωμένα τὰ χέρια στὶς τσέπες σκεφτόμουν τὴ γυναίκα μου. Μήπως καὶ δὲν μὲ τουφεκίσουν; Ἴσως μὲ τρομάξουν μόνο σὰν τὸν Ντοστογιέφσκι καὶ μὲ ἐξορίσουν. Καὶ θὰ ἀνάβω τὴ σόμπα καὶ θὰ γράφω μυθιστορήματα. Ἀφοῦ τί θὰ ἦταν ὁ Ντοστογιέφσκι, ἂν δὲν τὸν εἶχαν στείλει γιὰ ἐκτέλεση;
— Ὁ διάολος ξέρει! – εἶπε μὲ ἀμηχανία ὁ Ντιαμάντ.
— Θὰ ἔμενε σὰν τὸν Τσερνισέφσκι, κατάλαβες; Ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Τσερνισέφσκι ἔφαγε τόσα χρόνια στὴ Σιβηρία καὶ δὲν ἔγινε τίποτε, ἔμεινε ὁ Τσερνισέφσκι.
— Καὶ καλὰ ἔκανε, ἐπιδοκίμασε ὁ Ντιαμάντ.
— Κάπως φλυάρησα, – συνῆλθα ἐγώ. — Εγώ περισσότερο ἀπ΄ ὅλα ὑπέφερα στὴ ζωή μου, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ δὲν ἦταν σὲ ἀκολουθία μὲ τὸ ἰδανικό μου. Στὸ σχολεῖο εἶχα μιὰ δασκάλα ἱστορίας, τὴ Σίλια Σαμοΐλοβνα Πάλτσικ. Τί ἐπίθετο! – Πάλτσικ! Δαχτυλάκι! – Ἔδειξα στὸν Ντιαμὰντ τὸ δείχτη μου. Χαχανίσαμε φιλικά.
— Ἔ πιά, παράτα με, – εἶπε κάνοντας τὴν ἴδια κίνηση ὁ Ντιαμὰντ καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ γέλια.
— Ὑπάρχει κάτι νὰ χλαπακιάσουμε;
— Ἔχω σοκολάτα βουτύρου. Θέλεις;
— Δὲν πειράζει νὰ σοῦ μιλῶ μὲ τὸ «σύ»; Γιατὶ τί νόημα ἔχει ποὺ εἶσαι συνταγματάρχης, ἀφοῦ ὅλα θὰ τελειώσουν αὔριο.
— Κάπου τὴ διάβασα αὐτὴ τὴ σκέψη, – σκέφθηκε ὁ Ντιαμάντ. Ἄ! τώρα ποὺ εἴπαμε γιὰ σκέψεις. – Γλίστρησε τὸ χέρι μέσα στὴ τσάντα κι ἔβγαλε ἕνα ἄλμπουμ ζωγραφικῆς. — Βλέπεις, ἔχω ἄλμπουμ. Συλλέγω σκέψεις. Αὐτῶν ποὺ ἐμεῖς κάνουμε μπάμ-μπάμ. Γράψε κάτι. Καὶ θὰ τὸ φυλάξω, καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ θὰ τὸ ξαναδιαβάζω.
— Ὅμως οἱ ἄλλοι τί γράφουν; Μπορῶ νὰ ρίξω μιὰ ματιά;
— Περίμενε, γράψε πρῶτα ἐσύ, διαφορετικὰ δὲν θὰ ἔχει ἐνδιαφέρον.
— Ἄντε, ἔλα! – συμφώνησα ἐγώ.
— Ἔξοχα! – ἔλαμψε ὁ συνταγματάρχης καὶ ἄνοιξε τὸ ἄλμπουμ σὲ μιὰ καθαρὴ σελίδα. Νὰ πάρε στυλό. Κι ἐγὼ θὰ κάτσω. Θὰ καπνίσω.
Ἔβαλα τὸ ἕνα πόδι πάνω στὸ ἄλλο καὶ συλλογιζόμουν. Σκεφτόμουν γιὰ πολὺ τί νὰ γράψω.
— Μόνο, σὲ παρακαλῶ πολύ, νὰ εἶναι εὐανάγνωστο, – ἐκλιπάρησε μὲ χαμηλὴ φωνὴ ὁ Ντιαμάντ.
Κάπνισε ἕνα τσιγάρο, δεύτερο, τρίτο. Στὸ τέλος συγκεντρώθηκα στὶς σκέψεις μου. Τὰ χέρια μου ἦταν ὑγρὰ καὶ κρύα. Μὴ ἀναγνωρίζοντας τὸ γραφικό μου χαρακτήρα κατάφερα νὰ βγάλω μερικὲς λέξεις.
Ὁ Ντιαμάντ μοῦ ἅρπαξε τὸ ἄλμπουμ, φόρεσε τὰ χρυσὰ γυαλιὰ καὶ διάβασε συλλογισμένα, δυνατά:
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ.
— Πῶς τὸ βλέπεις; – τὸν ρώτησα.
Εἶχε κιόλας πνιγεῖ ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ γιὰ πολὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀρθρώσει οὔτε μιὰ λέξη. Κοίταγε μιὰ ἐμένα, μιὰ τὸ ἄλμπουμ.
— Ἐσὺ μόνος σου τὸ ἐπινόησες αὐτό; – ρώτησε τελικὰ ὁ Ντιαμάντ.
— Μόνος μου, – ἀπάντησα σεμνὰ ἐγώ, μὴ κρύβοντας παράλληλα ἕνα χαμόγελο ὑπερηφάνειας.
— Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς σὰν ὕμνος! – ἐνθουσιάστηκε ὁ Ντιαμάντ, λάμποντας. — Μεγαλοφυῆ λόγια.
Μ΄ ἀγκάλιασε κιόλας.
— Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, γλυκέ μου!
— Ναί, ἐντάξει… – καμώθηκα.
Κοίτα τώρα τί θὰ σοῦ πῶ, ψιθύρισε ἐνθουσιασμένος ὁ Ντιαμάντ, σκυμμένος στὸ αὐτί μου. — Γιὰ τέτοια λόγια… Γιὰ τέτοια λόγια… Ἄντε, θὰ πάω νὰ τὸ ἀναφέρω στὴ διοίκηση. Γιὰ τέτοια λόγια μπορεῖ νὰ σὲ ἀθωώσουν!
— Τί; – πετάχτηκα ἀπὸ τὴ θέση μου.
— Τί ὥρα εἶναι τώρα; 4.30’; Ἄντε, φεύγω! Μπορεῖ καὶ νὰ προλάβω.
— Δῶστε μου κι ἄλλη σοκολάτα! – παρακάλεσα.
— Νά, πάρε ἕνα ὁλόκληρο πλακάκι. – Ἔβγαλε βιαστικὰ τὴ σοκολάτα ἀπὸ τὴν τσάντα, ἅρπαξε τὸ ἄλμπουμ καὶ κλείνοντάς μου τὸ μάτι ἐξαφανίστηκε.
Φαντάστηκα πὼς φοράει βιαστικὰ τὴ χλαίνη καὶ τὸ γούνινο καπέλο, βγαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα, βρίσκει ταξί, τὸ αὐτοκίνητο σταματάει, ὁ νυχτερινὸς ταξιτζῆς βάζει μπρὸς τὸ μετρητή, πηγαίνουν μέσα ἀπὸ τὴν πόλη ἀφήνοντας σημάδια τροχῶν στὸ φρέσκο χιόνι, στὸ αὐτοκίνητο εἶναι ζεστὰ καὶ βολικά, ὁ ὁδηγὸς εἶναι σιωπηλός, ὁ συνταγματάρχης ρίχνει ματιὲς στὸ ρολόι, τὸ αὐτοκίνητο πετιέται στὸν παρόχθιο δρόμο καὶ ἐπιταχύνει, φωτίζουν τὰ κίτρινα φανάρια, ἐγὼ τρώω σοκολάτα καὶ κοιτάζω πῶς ἁπλώνεται τὸ χιόνι στὰ μαῦρα νερὰ τοῦ Μόσχοβα, τὸ αὐτοκίνητο φρενάρει κοντὰ σὲ ἕνα πολυώροφο σπίτι ποὺ μοιάζει μὲ γαμήλια τούρτα, μὲ καταλαμβάνει ἀγάπη γι’ αὐτὴ τὴν τούρτα, βλέπω τὸν συνταγματάρχη ποὺ χτυπάει τὴ σκαλιστὴ ἐξώπορτα, τὴν ἀγουροξυπνημένη ὑπάλληλο τοῦ ἀσανσὲρ μὲ τὸ μαντήλι ποὺ χασομεράει μὲ τὴν ἀσφάλεια τῆς κλειστῆς πόρτας, τὸ τεράστιο χὸλ μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἀσανσέρ, τὸν μεγαλοπρεπῆ θάλαμο τοῦ ἀσανσὲρ μὲ τοὺς μεγάλους καθρέφτες ποὺ καθρεφτίζουν τὸ συνταγματάρχη, ὁ ὁποῖος πετάει ἀπὸ πάνω του τὸ χιόνι, καὶ ἐπιτέλους ἡ πολυπόθητη πόρτα: σύντομο κουδούνισμα – ἡσυχία. Δεύτερο, τρίτο κουδούνισμα – καὶ νά! ἀπὸ τὸ μακρινὸ βάθος τοῦ διαμερίσματος ἀκούγονται βήματα, ὄχι τῆς οἰκοδέσποινας, τῆς ὑπηρέτριας, ἀκούγεται πολὺ κοντὰ ὁ (γνωστός) μοσχοβίτικος ἦχος τῆς ἁλυσίδας καὶ τὸ τρίξιμο τῆς κλειδαριᾶς, ἡ πόρτα ἀνοίγει. —Χαίρετε, Ντούσια! — Χαίρετε, λέει μὲ ἔκπληξη, Σεμιὸν Γιακόβλεβιτς! — Καὶ ὁ Πάβελ Πετρόβιτς; Κοιμᾶται; — Φαίνεται ὅτι ἀκόμα δὲν ξάπλωσαν. Ἐργάζονται. Ἐλᾶτε, νὰ κρεμάσω τὴ χλαίνη. Διάδρομος. Χαραμάδα φωτός. Ἡ φωνὴ τοῦ οἰκοδεσπότη. Ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ γραφείου, λυγίζοντας τὴ μακριά του ράχη, βγαίνει ἕνας λευκὸς εὐνουχισμένος γάτος μὲ μάτια καλλονῆς.
— Μὰ τί ἔγινε; – φώναξα ἐγώ.
Ὁ συνταγματάρχης Ντιαμὰντ μὲ ἀνήσυχη τὴν πρωινή του ὄψη σταμάτησε καταμεσῆς τοῦ κελιοῦ.
— Μὲ συγχωρεῖς, νεαρέ, – εἶπε ἀδιάφορα ἀλλὰ μὲ πόνο στὴ ψυχὴ καί, κατὰ τὸ ρωσικὸ στύλ, μὴ κοιτώντας στὰ μάτια, ἄρχισε νὰ ἀνοίγει τὴ θήκη τοῦ ρεβόλβερ.
(1) Σ.τ.μ.: Ἐννοεῖ ἐξωτικὲς φιλενάδες.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἀνθολογία И.И. Яценко: Русская «нетрадиционная» проза конца ХХ века», Санкт-Петербург, «Златоуст», 2004 (Σύγχρονη ρωσικὴ πεζογραφία τοῦ τέλους τοῦ 20οῦ αἰ., Ἁγία Πετρούπολη, ἐκδόσεις Ζλαταούστ, 2004).
Βίκτορ Ἐροφέγιεφ (Виктор Ерофеев) (Μόσχα, 1947). Πεζογράφος καὶ εἰδικὸς σὲ ζητήματα Φιλολογίας, Κριτικῆς καὶ Ἱστορίας τῆς Φιλολογίας. Σπούδασε στὴ Φιλολογικὴ Σχολὴ τοῦ Κρατικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μόσχας. Ζεῖ στὴ Μόσχα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά:
Ἑλένη Κατσιώλη (Ζωγράφος, 1943). Μουσικός. Σπούδασε ρωσικὰ στὸ Ἰνστιτοῦτο Πούσκιν καὶ στὸ Κέντρο Ρωσικῶν Σπουδῶν Μίρ. Πῆρε τὸ β΄ βραβεῖο μετάφρασης στὸν 1ο διαγωνισμὸ λογοτεχνικῆς μετάφρασης «Ἄντον Τσέχωφ 2010».
Filed under: Εροφέγιεφ Βίκτορ,Ιστορία,Κωμικό,Κατσιώλη Ελένη,Κοινωνικοί κώδικες,Ρωσικά | Tagged: Βίκτορ Εροφέγιεφ,Ελένη Κατσιώλη,Λογοτεχνία,Ολοκληρωτισμός,Ρωσικό διήγημα | Τὰ σχόλια στὸ Βίκτορ Ἐροφέγιεφ: Λευκὸς εὐνουχισμένος γάτος μὲ μάτια καλλονῆς ἔχουν κλείσει