Βίκτορ Ἐροφέγιεφ: Λευκὸς εὐνουχισμένος γάτος μὲ μάτια καλλονῆς

 

 

Βί­κτορ Ἐ­ρο­φέ­γι­εφ (Виктор Ерофеев)

 

Λευ­κὸς εὐ­νου­χι­σμέ­νος γά­τος μὲ μά­τια καλ­λο­νῆς

(Белый кастрированный кот с глазами красавицы)

 

ΠΟ ΤΗ ΝΕΥΡΙΚΗ ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΗ δύ­σκο­λα δι­έ­κρι­να τὶς ἐ­πω­μί­δες καὶ τὰ γα­λό­νια τῶν στρα­το­δι­κῶν, μοῦ φαι­νό­ταν ὅ­μως πὼς ἡ ὑ­πό­θε­ση δι­ε­ξα­γό­ταν σὲ ἄλ­λη ἐ­πο­χή, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ τσα­ρι­σμοῦ ἢ σὲ ἄλ­λο τό­πο, πράγ­μα ποὺ δὲν ἀ­ναι­ροῦ­σε τὴν οὐ­σί­α τῆς κα­τα­δι­κα­στι­κῆς ἀ­πό­φα­σης πού μοῦ ἀ­να­κοι­νώ­θη­κε.

         Τό­τε πή­δη­ξα, ἔμ­πη­ξα τὶς φω­νὲς καί, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τὸ πο­λε­μι­κο-δι­κα­στι­κὸ νε­φέ­λω­μα, εἶ­πα ὅ­τι ἔ­κα­ναν λά­θος, ὅ­τι ἦ­ταν ἄ­τι­μο νὰ φέ­ρουν ἐ­μέ­να καὶ αὐ­τοὺς σὲ τέ­τοι­α ἐ­ξω­φρε­νι­κὴ κα­τά­στα­ση καὶ συ­νέ­χι­σα οὐρ­λι­ά­ζον­τας: πρῶ­τον, ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω τί­πο­τε κοι­νὸ μὲ τὸ στρα­τὸ καὶ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ στρα­το­δι­κεῖ­ο. Δεύ­τε­ρον, εἶ­μαι ἐ­ναν­τί­ον τῆς θα­να­τι­κῆς ποι­νῆς, ἑ­πο­μέ­νως αὐ­τὴ ἡ ἀ­πό­φα­ση φαί­νε­ται σὰν ἕ­νας ἐ­πι­πλέ­ον ἐμ­παιγ­μὸς καὶ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο σὰν ἕ­νας δι­α­βο­λι­κὸς χλευα­σμός. Τρί­τον, ἀ­γα­πῶ τὴ γυ­ναί­κα μου ποὺ δὲν θὰ ξε­πε­ρά­σει πο­τὲ τὸ θά­να­τό μου. Ἢ θὰ κρε­μα­στεῖ ἢ θὰ δη­λη­τη­ρια­στεῖ ἢ θὰ πέ­σει ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἢ θὰ πνι­γεῖ καὶ ὁ γιός μου θὰ μεί­νει πεν­τάρ­φα­νος καὶ αὐ­τὴ πο­τὲ δὲν θὰ σᾶς συγ­χω­ρή­σει. Τέ­ταρ­τον, μὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ ἀ­να­ρίθ­μη­τες φο­ρὲς εἰ­πω­μέ­νο καὶ χι­λι­ο­παιγ­μέ­νο σκη­νι­κὸ ποὺ κα­ταν­τά­ει τό­σο μπα­νάλ, ἀ­πὸ ἔ­νο­χο συ­νεί­δη­σης —ἰ­δι­ό­τη­τα ποὺ δὲν δι­α­θέ­τω— μὲ κά­νε­τε δη­μι­ουρ­γὸ αὐ­τοῦ τοῦ γε­λοί­ου ἔρ­γου, πράγ­μα ποὺ ἐ­γὼ ὡς ἄν­θρω­πος τῶν γραμ­μά­των, μὲ κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὸ τρό­πο, δὲν ἐ­πι­θυ­μῶ. Πέμ­πτον, ἐ­σεῖς ἐ­κμε­ταλ­λευ­ό­με­νοι τὴ λει­τουρ­γί­α τοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τός σας, παίρ­νε­τε πο­λὺ στὰ σο­βα­ρὰ τὸν ἑ­αυ­τό σας μὲ τὸ νὰ ἐ­πεμ­βαί­νε­τε στὴ ζω­ὴ τῶν ἄλ­λων σὲ ἀ­κραῖ­ο βαθ­μὸ καί, ἐ­νῶ δὲν μπο­ρῶ νὰ ὑ­πο­χρε­ώ­σω τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ ἀ­γα­πή­σει τοὺς ἀ­στυ­νο­μι­κούς —πο­τὲ δὲν μοῦ ἄ­ρε­σαν—, γνώ­ρι­σα τὴ σχε­τι­κή τους ὠ­φε­λι­μό­τη­τα, ὅ­ταν μοῦ κλέ­ψα­νε τὶς ρό­δες τοῦ αὐ­το­κι­νή­του μου καὶ πέ­ρα­σα ἀ­πὸ τὸ τμῆ­μα. Κι ἐ­κεῖ μὲ ἄ­κου­σαν μὲ προ­σο­χή, ἀλ­λὰ τὶς ρό­δες μέ­χρι σή­με­ρα πο­τὲ δὲν τὶς βρή­κα­νε.

        Συ­νῆλ­θα στὸ κε­λὶ ἀ­πὸ τὴ μυ­ρω­διὰ τῆς ἀμ­μω­νί­ας. Μπρο­στά μου κα­θό­ταν ἀ­να­κούρ­κου­δα ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης Ντια­μάντ, δι­ευ­θυν­τὴς τῆς ἕ­δρας πο­λέ­μου τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μό­σχας, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­φοί­τη­σα πρὶν ἀ­πὸ δέ­κα ἑ­πτὰ χρό­νια. Τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σα ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὶς ξαν­θὲς μποῦ­κλες καὶ τὸ ἔν­το­να ἐκ­φρα­στι­κὸ σλα­βι­κὸ πρό­σω­πό του. Κά­πο­τε ὑ­πέ­φε­ρα πο­λὺ ἀ­πὸ αὐ­τόν.

        — Μὰ ἐ­σύ, νε­α­ρέ, ἔ­γι­νες λι­ῶ­μα, – εἶ­πε ἀ­πο­δο­κι­μα­στι­κὰ ὁ Ντια­μὰντ ὄ­χι χω­ρὶς πα­τρι­κὰ συ­ναι­σθή­μα­τα καί, γιὰ πλά­κα, μύ­ρι­σε τὴν ἀμ­μω­νί­α, πρὶν κλεί­σει τὸ μπου­κα­λά­κι. — Τί λές; Δὲν θέ­λεις νὰ πε­θά­νεις;

        — Σὲ τί­πο­τα δὲν εἶ­μαι ἔ­νο­χος ἐ­γώ, σύν­τρο­φε συν­ταγ­μα­τάρ­χα – τοῦ ἐ­ξή­γη­σα μὲ ἀ­δύ­να­μη φω­νή.

        — Εἶ­σαι ἔ­νο­χος – εἶ­πε σκλη­ρὰ ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης.

        Ἦ­ταν ἕ­νας πα­χου­λὸς ἄν­δρας, μὲ πα­λι­κα­ρί­σια ὄ­ψη καὶ μι­κρὰ σφι­χτὰ χεί­λη. Αἰ­σθα­νό­μουν πὼς ἡ ἐ­νερ­γη­τι­κό­τη­τά του ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ δι­κή μου, ἦ­ταν ἐ­νερ­γη­τι­κό­τη­τα ἑ­νὸς πε­νην­τά­ρη ποὺ εἶ­χε γευ­θεῖ τὴν ἐ­ξου­σί­α, ἐ­γὼ πο­τὲ δὲ μπο­ροῦ­σα νὰ τὰ βρῶ μὲ τέ­τοι­ους ἀν­θρώ­πους σὲ ἀ­νοι­χτὴ σύγ­κρου­ση, τὰ ἔ­χα­να, ἄρ­χι­ζα νὰ συμ­φω­νῶ σὲ ὅ­λα καὶ τοὺς μι­σοῦ­σα.

        — Ἐ­σέ­να αὔ­ριο τὸ πρω­ὶ μπάμ-μπάμ – τοῦ γνω­στο­ποί­η­σε ἐμ­πι­στευ­τι­κὰ ὁ Ντια­μάντ.

        — Αὔ­ριο κι­ό­λας! – οἱ λέ­ξεις δρα­πέ­τευ­σαν ἄ­θε­λά μου.

        — Στὶς 7.00΄ – δι­ευ­κρί­νη­σε ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης, ρί­χνον­τας μα­τι­ὲς στὸ ρο­λό­ι. — Ἔ­χεις πο­λὺ χρό­νο. Θὰ γρά­ψεις;

        — Ἔ­φε­ση; – ἀ­να­σκίρ­τη­σα ἐ­γώ.

        — Για­τί; – ἐ­ξε­πλά­γη. Κά­τι καλ­λι­τε­χνι­κό. Κα­μιὰ προ­κή­ρυ­ξη.

        Ἐ­γὼ σκε­φτό­μου­να.

        — Ὄ­χι – εἶ­πα. Δὲν ἔ­χω τί­πο­τα ἀ­πο­λύ­τως νὰ πῶ. Νὰ γρά­ψω κα­λύ­τε­ρα ἕ­να ση­μει­ω­μα­τά­κι στὴ γυ­ναί­κα μου;

        — Μά­ται­ο, – εἶ­πε ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης.

        — Κά­νε­τε λά­θος, – εἶ­πα ἐ­γώ. Πιὸ πο­λὺ ἄπ΄ ὅ­λα στὸν κό­σμο ἀ­γα­ποῦ­σα τὴ γυ­ναί­κα μου. Καὶ ἔ­σκυ­ψα τὸ κε­φά­λι ἔ­χον­τας ἀν­τι­λη­φθεῖ ὅ­τι μι­λοῦ­σα γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου σὲ πα­ρελ­θόν­τα χρό­νο.

        — Λὲς ψέ­μα­τα, – δὲν τὸν πί­στε­ψε ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης.

        — Κά­πο­τε, πρὶν πολ­λὰ χρό­νια, ὅ­ταν ἀ­κό­μη δὲν εἴ­χα­με παν­τρευ­τεῖ, καὶ ἐ­νῶ τὴν ἀ­πο­χω­ρι­ζό­μουν γιὰ τὸ κα­λο­καί­ρι, πέ­ρα­σα τρεῖς ὧ­ρες στὸν πα­ρα­στά­τη τῆς πόρ­τας. Στὴ ζω­ὴ μπο­ρεῖ ν΄ ἀ­γα­πή­σεις σο­βα­ρὰ μό­νο μιὰ φο­ρά.

        — Γι’ αὐ­τὸ νὰ γρά­ψεις – πρό­τει­νε ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης.

        — Γι’ αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται νὰ γρά­φεις, – εἶ­πα ἐ­γὼ αὐ­στη­ρὰ καὶ θλιμ­μέ­να.

        — Μαυ­ροῦ­λες (1) δὲν εἶ­χες;

        — Καὶ μαυ­ροῦ­λες δὲν εἶ­χα, καὶ τὴν πα­τρί­δα δὲν τὴν πρό­δω­σα, – ξε­φύ­ση­ξα ἐ­γώ.

        — Τὴν πρό­δω­σες, – εἶ­πε σκλη­ρὰ ὁ Ντια­μάντ. Ξέ­ρεις τί μοῦ ἀ­ρέ­σει σὲ σέ­να, – καὶ σι­ω­πών­τας γιὰ λί­γο ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης συ­νέ­χι­σε. Δὲν φο­ρᾶς βέ­ρα. Ὁ πραγ­μα­τι­κὸς ἄν­δρας δὲν φο­ρά­ει βέ­ρα.

        Σκε­φτό­μα­σταν. Ὁ κα­θέ­νας τὰ δι­κά του.

        — Θέ­λεις νὰ μά­θεις τὸ μυ­στι­κό μου; – ρώ­τη­σα, πλη­σι­ά­ζον­τας στὸ πρό­σω­πό του.

        — Ἔ­λα, – σφί­χτη­κε ὁ­λό­κλη­ρος καὶ κο­κά­λω­σε, ἔ­γι­νε σκου­ρο­κόκ­κι­νος.

        — Ἐ­γὼ ἀ­πὸ τὴ φύ­ση μου εἶ­μαι ρο­μαν­τι­κός… Νά! Ἄ­κου! Τί ἡ­συ­χί­α! Ὅ­πως στὸ χω­ριό!… Μό­νο σκυ­λιὰ δὲν γα­βγί­ζουν. Ἐ­γὼ εἶ­μαι κρυ­φο­ρο­μαν­τι­κός, συν­ταγ­μα­τάρ­χα.

        — Δέ μᾶς χέ­ζεις! Ἀ­γρί­ε­ψε ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης καὶ ἔ­φτυ­σε μὲ κα­κί­α στὸ πά­τω­μα.

        — Καὶ δὲ ντρέ­πε­σαι νὰ φτύ­νεις σὲ κε­λὶ μελ­λο­θα­νά­του; – τὸν μά­λω­σα.

        — Μὲ συγ­χω­ρεῖς. Ἄ­θε­λά μου, – ντρά­πη­κε ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης καὶ ἔ­τρι­ψε τὴ φτυ­σιά του μὲ τὴ μπό­τα.

        — Ἔ­χεις μᾶλ­λον γυ­ναί­κα γριὰ στρίγ­κλα.

        Ὁ Ντια­μὰντ ἔ­γνε­ψε σκυ­φτά.

        — Ὅ­μως ἡ δι­κιά μου εἶ­ναι λευ­κὸς ἄγ­γε­λος μὲ λευ­κὰ φτε­ρά!

        — Τί εἶ­ναι, ἀ­θλή­τρια; – ρώ­τη­σε ὁ Ντια­μάντ.

        — Ἄπ΄ ὅ­,τι ξέ­ρω ὄ­χι… – εἶ­πα καὶ ἄρ­χι­σα νὰ περ­πα­τά­ω στὸ κε­λὶ πέ­ρα-δῶ­θε σὰν ἐκ­κρε­μές, καὶ μὲ χω­μέ­να τὰ χέ­ρια στὶς τσέ­πες σκε­φτό­μουν τὴ γυ­ναί­κα μου. Μή­πως καὶ δὲν μὲ του­φε­κί­σουν; Ἴ­σως μὲ τρο­μά­ξουν μό­νο σὰν τὸν Ντο­στο­γι­έφ­σκι καὶ μὲ ἐ­ξο­ρί­σουν. Καὶ θὰ ἀ­νά­βω τὴ σόμ­πα καὶ θὰ γρά­φω μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ἀ­φοῦ τί θὰ ἦ­ταν ὁ Ντο­στο­γι­έφ­σκι, ἂν δὲν τὸν εἶ­χαν στεί­λει γιὰ ἐ­κτέ­λε­ση;

        — Ὁ δι­ά­ο­λος ξέ­ρει! – εἶ­πε μὲ ἀ­μη­χα­νί­α ὁ Ντια­μάντ.

        — Θὰ ἔ­με­νε σὰν τὸν Τσερ­νι­σέφ­σκι, κα­τά­λα­βες; Ἀ­λή­θεια, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ὁ Τσερ­νι­σέφ­σκι ἔ­φα­γε τό­σα χρό­νια στὴ Σι­βη­ρί­α καὶ δὲν ἔ­γι­νε τί­πο­τε, ἔ­μει­νε ὁ Τσερ­νι­σέφ­σκι.

        — Καὶ κα­λὰ ἔ­κα­νε, ἐ­πι­δο­κί­μα­σε ὁ Ντια­μάντ.

        — Κά­πως φλυ­ά­ρη­σα, – συ­νῆλ­θα ἐ­γώ. — Ε­γώ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ΄ ὅ­λα ὑ­πέ­φε­ρα στὴ ζω­ή μου, ἐ­πει­δὴ ἡ ζω­ὴ δὲν ἦ­ταν σὲ ἀ­κο­λου­θί­α μὲ τὸ ἰ­δα­νι­κό μου. Στὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χα μιὰ δα­σκά­λα ἱ­στο­ρί­ας, τὴ Σί­λια Σα­μοΐ­λοβ­να Πάλ­τσικ. Τί ἐ­πί­θε­το! – Πάλ­τσικ! Δα­χτυ­λά­κι! – Ἔ­δει­ξα στὸν Ντια­μὰντ τὸ δεί­χτη μου. Χα­χα­νί­σα­με φι­λι­κά.

        — Ἔ πιά, πα­ρά­τα με, – εἶ­πε κά­νον­τας τὴν ἴ­δια κί­νη­ση ὁ Ντια­μὰντ καὶ σκου­πί­ζον­τας τὰ δά­κρυα ἀ­πὸ τὰ γέ­λια.

        — Ὑ­πάρ­χει κά­τι νὰ χλα­πα­κι­ά­σου­με;

        — Ἔ­χω σο­κο­λά­τα βου­τύ­ρου. Θέ­λεις;

        — Δὲν πει­ρά­ζει νὰ σοῦ μι­λῶ μὲ τὸ «σύ»; Για­τὶ τί νό­η­μα ἔ­χει ποὺ εἶ­σαι συν­ταγ­μα­τάρ­χης, ἀ­φοῦ ὅ­λα θὰ τε­λει­ώ­σουν αὔ­ριο.

        — Κά­που τὴ δι­ά­βα­σα αὐ­τὴ τὴ σκέ­ψη, – σκέ­φθη­κε ὁ Ντια­μάντ. Ἄ! τώ­ρα ποὺ εἴ­πα­με γιὰ σκέ­ψεις. – Γλί­στρη­σε τὸ χέ­ρι μέ­σα στὴ τσάν­τα κι ἔ­βγα­λε ἕ­να ἄλ­μπουμ ζω­γρα­φι­κῆς. — Βλέ­πεις, ἔ­χω ἄλ­μπουμ. Συλ­λέ­γω σκέ­ψεις. Αὐ­τῶν ποὺ ἐ­μεῖς κά­νου­με μπάμ-μπάμ. Γρά­ψε κά­τι. Καὶ θὰ τὸ φυ­λά­ξω, καὶ ἀ­πὸ και­ρὸ σὲ και­ρὸ θὰ τὸ ξα­να­δι­α­βά­ζω.

        — Ὅ­μως οἱ ἄλ­λοι τί γρά­φουν; Μπο­ρῶ νὰ ρί­ξω μιὰ μα­τιά;

        — Πε­ρί­με­νε, γρά­ψε πρῶ­τα ἐ­σύ, δι­α­φο­ρε­τι­κὰ δὲν θὰ ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον.

        — Ἄν­τε, ἔ­λα! – συμ­φώ­νη­σα ἐ­γώ.

        — Ἔ­ξο­χα! – ἔ­λαμ­ψε ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης καὶ ἄ­νοι­ξε τὸ ἄλ­μπουμ σὲ μιὰ κα­θα­ρὴ σε­λί­δα. Νὰ πά­ρε στυ­λό. Κι ἐ­γὼ θὰ κά­τσω. Θὰ κα­πνί­σω.

        Ἔ­βα­λα τὸ ἕ­να πό­δι πά­νω στὸ ἄλ­λο καὶ συλ­λο­γι­ζό­μουν. Σκε­φτό­μουν γιὰ πο­λὺ τί νὰ γρά­ψω.

        — Μό­νο, σὲ πα­ρα­κα­λῶ πο­λύ, νὰ εἶ­ναι εὐ­α­νά­γνω­στο, – ἐ­κλι­πά­ρη­σε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ ὁ Ντια­μάντ.

        Κά­πνι­σε ἕ­να τσι­γά­ρο, δεύ­τε­ρο, τρί­το. Στὸ τέ­λος συγ­κεν­τρώ­θη­κα στὶς σκέ­ψεις μου. Τὰ χέ­ρια μου ἦ­ταν ὑ­γρὰ καὶ κρύ­α. Μὴ ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας τὸ γρα­φι­κό μου χα­ρα­κτή­ρα κα­τά­φε­ρα νὰ βγά­λω με­ρι­κὲς λέ­ξεις.

        Ὁ Ντια­μάντ μοῦ ἅρ­πα­ξε τὸ ἄλ­μπουμ, φό­ρε­σε τὰ χρυ­σὰ γυα­λιὰ καὶ δι­ά­βα­σε συλ­λο­γι­σμέ­να, δυ­να­τά:

        Ο ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟΣ ΓΕΝ­ΝΗ­ΘΗ­ΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥ­ΤΥ­ΧΙ­Α, Ο­ΠΩΣ ΤΟ ΠΟΥ­ΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕ­ΤΑΓ­ΜΑ.

        — Πῶς τὸ βλέ­πεις; – τὸν ρώ­τη­σα.

        Εἶ­χε κι­ό­λας πνι­γεῖ ἀ­πὸ τὴ συγ­κί­νη­ση καὶ γιὰ πο­λὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀρ­θρώ­σει οὔ­τε μιὰ λέ­ξη. Κοί­τα­γε μιὰ ἐ­μέ­να, μιὰ τὸ ἄλ­μπουμ.

        — Ἐ­σὺ μό­νος σου τὸ ἐ­πι­νό­η­σες αὐ­τό; – ρώ­τη­σε τε­λι­κὰ ὁ Ντια­μάντ.

        — Μό­νος μου, – ἀ­πάν­τη­σα σε­μνὰ ἐ­γώ, μὴ κρύ­βον­τας πα­ράλ­λη­λα ἕ­να χα­μό­γε­λο ὑ­πε­ρη­φά­νειας.

        — Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς σὰν ὕ­μνος! – ἐν­θου­σι­ά­στη­κε ὁ Ντια­μάντ, λάμ­πον­τας. — Με­γα­λο­φυ­ῆ λό­για.

        Μ΄ ἀγ­κά­λια­σε κι­ό­λας.

        — Εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, γλυ­κέ μου!

        — Ναί, ἐν­τά­ξει… – κα­μώ­θη­κα.

        Κοί­τα τώ­ρα τί θὰ σοῦ πῶ, ψι­θύ­ρι­σε ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος ὁ Ντια­μάντ, σκυμ­μέ­νος στὸ αὐ­τί μου. — Γιὰ τέ­τοι­α λό­για… Γιὰ τέ­τοι­α λό­για… Ἄν­τε, θὰ πά­ω νὰ τὸ ἀ­να­φέ­ρω στὴ δι­οί­κη­ση. Γιὰ τέ­τοι­α λό­για μπο­ρεῖ νὰ σὲ ἀ­θω­ώ­σουν!

        — Τί; – πε­τά­χτη­κα ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου.

        — Τί ὥ­ρα εἶ­ναι τώ­ρα; 4.30’; Ἄν­τε, φεύ­γω! Μπο­ρεῖ καὶ νὰ προ­λά­βω.

        — Δῶ­στε μου κι ἄλ­λη σο­κο­λά­τα! – πα­ρα­κά­λε­σα.

        — Νά, πά­ρε ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο πλα­κά­κι. – Ἔ­βγα­λε βι­α­στι­κὰ τὴ σο­κο­λά­τα ἀ­πὸ τὴν τσάν­τα, ἅρ­πα­ξε τὸ ἄλ­μπουμ καὶ κλεί­νον­τάς μου τὸ μά­τι ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε.

        Φαν­τά­στη­κα πὼς φο­ρά­ει βι­α­στι­κὰ τὴ χλαί­νη καὶ τὸ γού­νι­νο κα­πέ­λο, βγαί­νει ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα, βρί­σκει τα­ξί, τὸ αὐ­το­κί­νη­το στα­μα­τά­ει, ὁ νυ­χτε­ρι­νὸς τα­ξιτ­ζῆς βά­ζει μπρὸς τὸ με­τρη­τή, πη­γαί­νουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἀ­φή­νον­τας ση­μά­δια τρο­χῶν στὸ φρέ­σκο χι­ό­νι, στὸ αὐ­το­κί­νη­το εἶ­ναι ζε­στὰ καὶ βο­λι­κά, ὁ ὁ­δη­γὸς εἶ­ναι σι­ω­πη­λός, ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης ρί­χνει μα­τι­ὲς στὸ ρο­λό­ι, τὸ αὐ­το­κί­νη­το πε­τι­έ­ται στὸν πα­ρό­χθιο δρό­μο καὶ ἐ­πι­τα­χύ­νει, φω­τί­ζουν τὰ κί­τρι­να φα­νά­ρια, ἐ­γὼ τρώ­ω σο­κο­λά­τα καὶ κοι­τά­ζω πῶς ἁ­πλώ­νε­ται τὸ χι­ό­νι στὰ μαῦ­ρα νε­ρὰ τοῦ Μό­σχο­βα, τὸ αὐ­το­κί­νη­το φρε­νά­ρει κον­τὰ σὲ ἕ­να πο­λυ­ώ­ρο­φο σπί­τι ποὺ μοιά­ζει μὲ γα­μή­λια τούρ­τα, μὲ κα­τα­λαμ­βά­νει ἀ­γά­πη γι’ αὐ­τὴ τὴν τούρ­τα, βλέ­πω τὸν συν­ταγ­μα­τάρ­χη ποὺ χτυ­πά­ει τὴ σκα­λι­στὴ ἐ­ξώ­πορ­τα, τὴν ἀ­γου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λο τοῦ ἀ­σαν­σὲρ μὲ τὸ μαν­τή­λι ποὺ χα­σο­με­ρά­ει μὲ τὴν ἀ­σφά­λεια τῆς κλει­στῆς πόρ­τας, τὸ τε­ρά­στιο χὸλ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἀ­σαν­σέρ, τὸν με­γα­λο­πρε­πῆ θά­λα­μο τοῦ ἀ­σαν­σὲρ μὲ τοὺς με­γά­λους κα­θρέ­φτες ποὺ κα­θρε­φτί­ζουν τὸ συν­ταγ­μα­τάρ­χη, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­τά­ει ἀ­πὸ πά­νω του τὸ χι­ό­νι, καὶ ἐ­πι­τέ­λους ἡ πο­λυ­πό­θη­τη πόρ­τα: σύν­το­μο κου­δού­νι­σμα – ἡ­συ­χί­α. Δεύ­τε­ρο, τρί­το κου­δού­νι­σμα – καὶ νά! ἀ­πὸ τὸ μα­κρι­νὸ βά­θος τοῦ δι­α­με­ρί­σμα­τος ἀ­κού­γον­ται βή­μα­τα, ὄ­χι τῆς οἰ­κο­δέ­σποι­νας, τῆς ὑ­πη­ρέ­τριας, ἀ­κού­γε­ται πο­λὺ κον­τὰ ὁ (γνω­στός) μο­σχο­βί­τι­κος ἦ­χος τῆς ἁ­λυ­σί­δας καὶ τὸ τρί­ξι­μο τῆς κλει­δα­ριᾶς, ἡ πόρ­τα ἀ­νοί­γει. —Χαί­ρε­τε, Ντού­σια! — Χαί­ρε­τε, λέ­ει μὲ ἔκ­πλη­ξη, Σε­μιὸν Γι­α­κό­βλε­βιτς! — Καὶ ὁ Πά­βελ Πε­τρό­βιτς; Κοι­μᾶ­ται; — Φαί­νε­ται ὅ­τι ἀ­κό­μα δὲν ξά­πλω­σαν. Ἐρ­γά­ζον­ται. Ἐ­λᾶ­τε, νὰ κρε­μά­σω τὴ χλαί­νη. Δι­ά­δρο­μος. Χα­ρα­μά­δα φω­τός. Ἡ φω­νὴ τοῦ οἰ­κο­δε­σπό­τη. Ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ γρα­φεί­ου, λυ­γί­ζον­τας τὴ μα­κριά του ρά­χη, βγαί­νει ἕ­νας λευ­κὸς εὐ­νου­χι­σμέ­νος γά­τος μὲ μά­τια καλ­λο­νῆς.

 

        — Μὰ τί ἔ­γι­νε; – φώ­να­ξα ἐ­γώ.

        Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης Ντια­μὰντ μὲ ἀ­νή­συ­χη τὴν πρω­ι­νή του ὄ­ψη στα­μά­τη­σε κα­τα­με­σῆς τοῦ κε­λιοῦ.

        — Μὲ συγ­χω­ρεῖς, νε­α­ρέ, – εἶ­πε ἀ­δι­ά­φο­ρα ἀλ­λὰ μὲ πό­νο στὴ ψυ­χὴ καί, κα­τὰ τὸ ρω­σι­κὸ στύλ, μὴ κοι­τών­τας στὰ μά­τια, ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­νοί­γει τὴ θή­κη τοῦ ρε­βόλ­βερ.

 

 

(1) Σ.τ.μ.: Ἐννοεῖ ἐξωτικὲς φιλενάδες.

 

 Πηγή: Ἀ­πὸ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α И.И. Яценко: Русская «нетрадиционная» проза конца ХХ века», Санкт-Петербург, «Златоуст», 2004 (Σύγχρονη ρωσικὴ πεζογραφία τοῦ τέλους τοῦ 20οῦ αἰ., Ἁγία Πετρούπολη, ἐκδόσεις Ζλαταούστ, 2004).

 

Βίκτορ Ἐροφέγιεφ (Виктор Ерофеев) (Μόσχα, 1947). Πεζογράφος καὶ εἰδικὸς σὲ ζητήματα Φιλολογίας, Κριτικῆς καὶ Ἱστορίας τῆς Φιλολογίας. Σπούδασε στὴ Φιλολογικὴ Σχολὴ τοῦ Κρατικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μόσχας. Ζεῖ στὴ Μόσχα.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά:

Ἑλένη Κατσιώλη (Ζωγράφος, 1943). Μουσικός. Σπούδασε ρωσικὰ στὸ Ἰνστιτοῦτο Πούσκιν καὶ στὸ Κέντρο Ρωσικῶν Σπουδῶν Μίρ. Πῆρε τὸ β΄ βραβεῖο μετάφρασης στὸν 1ο διαγωνισμὸ λογοτεχνικῆς μετάφρασης «Ἄντον Τσέχωφ 2010».