Μάρτιν Βάλζερ (Martin Walser)
Τὰ παράπονα γιὰ τὶς μεθόδους μου συσσωρεύονται
(Die Klagen über meine Methoden häufen sich)
Ο ΘΑΡΡΟΣ ποὺ χρειάζεται κανείς. Γιὰ νὰ γίνει κανεὶς ληστὴς τραπεζῶν, νὰ εἰσβάλει στὸ καθαρὸ πάτωμα τῆς ὁλόφωτης αἴθουσας τῶν ταμείων, τὸ θάρρος αὐτὸ μοῦ ἔλειπε, σὰν βάλθηκαν οἱ παιδαγωγοί μου νὰ μὲ πιέζουν νὰ διαλέξω σώνει καὶ καλὰ κάποιο ἐπάγγελμα. Εὐχαρίστως θὰ γινόμουν δασοφύλακας, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα χρειάζεται κανεὶς –ἔτσι τουλάχιστόν μοῦ φαινόταν– τὸ θάρρος ἑνὸς ληστῆ τραπεζῶν. Ἂν τὸ ἐξετάσει κανεὶς προσεκτικά, παρατηρεῖ ὅτι γιὰ σχεδὸν ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα εἶναι ἀπαραίτητο τὸ θάρρος ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ εἰσβάλλει στὸ χῶρο τῶν ταμείων, τρομάζει τοὺς πάντες ἀπειλώντας τους μὲ ἕνα γεμάτο ἢ πολλὲς φορὲς ἀκόμα κι ἄδειο περίστροφο μέχρι ν’ ἀποκτήσει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ, γιὰ νὰ ἐξαφανιστεῖ τέλος πισωπατώντας, μὲ ἕνα εἰρωνικὸ γελάκι στὸ πρόσωπο.
Τελικά, ἀποφάσισα νὰ γίνω θυρωρός. Καὶ μάλιστα θυρωρὸς σὲ ἕνα ἐργοστάσιο κατασκευῆς παιχνιδιῶν. Μπορῶ νὰ φανταστῶ ὅτι πολλοὺς ἀπ’ τοὺς συναδέλφους μου ἡ δουλειὰ αὐτὴ τοὺς κάνει ὑπερόπτες, ὥστε φεύγοντας τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ δουλειὰ νὰ περιφέρονται μὲ τὸ ἀτσάλινο ὕφος τους, σκορπώντας τριγύρω τὶς περιφρονητικὲς χειρονομίες τους. Προσωπικὰ δὲν ἔφτασα σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἂν καὶ καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια νὰ ἐκτελῶ καθημερινὰ τὰ καθήκοντά μου κατὰ τρόπο ἀνηλεῆ. Στὸ γυάλινο θόλο μου μέσα, αἰσθάνθηκα ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ σὰν στὸ σπίτι μου. Τὰ κουμπιά, μὲ τὰ ὁποῖα μπορῶ ν’ ἀνοίγω τὶς πλέον γνώριμες πόρτες, χρειάστηκε νὰ μοῦ τὰ δείξουν μία μόνο φορά. Τά ‘πιασα ὅλα μὲ τὴν πρώτη. Τὴ δὲ λίστα τῶν ἐσωτερικῶν τηλεφωνικῶν γραμμῶν τὴν ἤξερα ἀπ’ ἔξω ἤδη μετὰ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὴ διάβασα. Μὲ τοὺς πρώτους ἐπισκέπτες ὑπῆρξα –τὸ ὁμολογῶ– λιγάκι ντροπαλός. Φοβόμουν τὶς ἐρωτήσεις, στὶς ὁποῖες ἴσως δὲ θὰ εἶχα ἀπάντηση, καὶ δὲν ἤμουν σίγουρος γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῶν ἐκφράσεων ποὺ χρησιμοποιοῦσα ἀνὰ πάσα στιγμὴ προσφέροντας πληροφορίες, ὅπως ὀρθῶς θ’ ἀνέμενε ὁ ἐπισκέπτης ἀπέναντί μου. Πόσο εὔκολο εἶναι ν’ ἀποτύχει ἕνας δύσμοιρος θυρωρὸς στὰ καθήκοντά του! Νὰ ἔρχονται στὸ ἐργοστάσιο ἄνθρωποι τῆς καλύτερης πάστας, κι ὅμως ὁ καημένος ὁ θυρωρὸς ν’ ἀγνοεῖ ἂν ὁ προϊστάμενός του ἐπιθυμεῖ νὰ δεχτεῖ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο τὴ δεδομένη στιγμή. Ἄλλο πάλι ποὺ καθένας στὸ ἐργοστάσιο θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του προϊστάμενο τοῦ θυρωροῦ. Ὁ θυρωρὸς στερεῖται συνεργατῶν, διαθέτει ὅμως πλῆθος προϊσταμένων. Κι ἐπιπλέον, πρέπει νὰ τοὺς εὐχαριστεῖ ὅλους. Τώρα θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δουλειὰ τοῦ θυρωροῦ εἶναι ἁπλῶς νὰ πιάνει τὸ ἀκουστικό, νὰ καλεῖ τὸ ἀνάλογο γραφεῖο καὶ νὰ ρωτᾶ ἂν τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο ἐμπρὸς του εἶναι εὐπρόσδεκτο ἢ ὄχι. Ὡστόσο, οἱ κύριοι στὰ γραφεῖα εἶναι τόσο εὐαίσθητοι, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται πολὺ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει ἕνα τέτοιο ἀθῶο ἐρώτημα σὲ μιὰ φοβερὴ ἔκρηξη θυμοῦ. Καὶ τότε κραυγάζουν στὸ ἀκουστικὸ στ’ ἀφτὶ τοῦ θυρωροῦ κι ἐκεῖνος μετὰ κόπου καταφέρνει νὰ συγκρατηθεῖ καὶ νὰ μὴν ξεσπάσει σὲ κλάματα. Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν δὲ ἀπαράδεκτο νὰ συμβεῖ μπροστὰ στὸν ἐπισκέπτη, ὁ ὁποῖος ἔχει κολλημένο τὸ κεφάλι πάνω στὸ τζάμι κι ὅλη τὴν προσοχὴ του πάνω στὸ θυρωρό, περιμένοντας μιὰν ἀπάντησή του. Ἡ ἀπάντηση μάλιστα τοῦ θυρωροῦ δὲν πρέπει σὲ καμία περίπτωση νὰ μαρτυρεῖ τὶς κραυγὲς ποὺ ὁ ἑκάστοτε εὐέξαπτος καὶ ὑψηλὰ ἀμοιβόμενος ὑπάλληλος τοῦ γραφείου κατευθύνει στὸ ἀφτὶ τοῦ θυρωροῦ. Ὄχι. Δουλειὰ τοῦ θυρωροῦ εἶναι ἀντιθέτως νὰ μεταφράζει αὐτὲς τὶς κραυγὲς σ’ ἕνα πικραμένο χαμόγελο καὶ μιὰ εὐγενικὴ χειρονομία ποὺ παρηγοροῦν τόσο τὸν ἐπισκέπτη, ὥστε βγαίνοντας ἀπ’ τὴν πόρτα τοῦ ἐργοστασίου νὰ ξεχνᾶ ὅτι στὴν πραγματικότητα τοῦ τὴν ἔκλεισαν στὰ μοῦτρα. Καὶ τέτοιου εἴδους διερμηνεία πρέπει κανεὶς πρῶτα νὰ τὴ μάθει, πιστέψτε με. Καὶ σὰ νὰ μὴ φτάνει αὐτό, πολλὲς φορὲς χρειάζεται ν’ ἀπομακρυνθῶ μὲ τ’ ἀκουστικὸ καὶ ν’ ἀναζητήσω καταφύγιο στὴν ἠχομονωτικὴ φόδρα τοῦ παλτό μου ποὺ κρέμεται πίσω μου, ὥστε νὰ κρύψω ἀπ’ τὰ ἀφτιὰ τοῦ ἐπισκέπτη τὴν ἔξαλλη φωνὴ τοῦ ὑπαλλήλου. Κι αὐτὸ γιατί ὑπάρχει μιὰ ὁδηγία τῆς διεύθυνσης, δηλαδὴ τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ ἐργοστασίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταχειρίζεται κανεὶς κανέναν ἐπισκέπτη –ὅποιος καὶ νὰ ‘ναι αὐτός– κατὰ τρόπο ἀνάρμοστο. Παρόλο ποὺ ἡ ὁδηγία αὐτὴ ἀφορᾶ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ ἐργοστασίου, ὁ θυρωρὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ στὴν πράξη ἀναλαμβάνει νὰ τὴ φέρει εἰς πέρας. Κι ἐγὼ ἐκπλήρωνα πάντα μ’ εὐχαρίστηση αὐτό μου τὸ καθῆκον, καθὼς σεβόμουν τὴ συγκεκριμένη ὁδηγία περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο κανονισμὸ τοῦ ἐργοστασίου.
Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ ἔμαθα νὰ καταφεύγω στὸ τηλέφωνο ὅσο τὸ δυνατὸν σπανιότερα γίνεται. Ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐξετάζω τὸν ἐπισκέπτη κι ἀποφασίζω ἂν δικαίως ἀπαιτεῖ νὰ μιλήσει μὲ τὸ διευθυντὴ ἐφοδιασμοῦ, τὸ λογιστή, τὸ διευθυντὴ σχεδιασμοῦ, τὴ νοικάρισσα τοῦ κυλικείου ἢ ἀκόμα καὶ τὸ διοικητὴ ἢ τὸ διευθυντὴ προσωπικοῦ.
Μπορεῖ ν’ ἀληθεύει ὅτι στὴν ἀρχὴ ἔδιωχνα κάποιους πολὺ γρήγορα. Σταδιακὰ ὅμως ἀπέκτησα τὴ δεξιότητα ἐκείνη πού μοῦ ἐπέτρεπε νὰ ρωτάω κάποιον σχολαστικὰ καὶ μὲ τὴν πλέον μεγάλη φυσικότητα, σὲ καμία περίπτωση σὰν ἀνακριτὴς ἢ ἰδιωτικὸς πράκτορας, σχεδὸν τυχαῖα θὰ ἔλεγα, στὰ πλαίσια μιᾶς καὶ γιὰ τὶς δυὸ πλευρὲς ἀπολαυστικῆς συζήτησης, ὡστόσο μὲ τὴν καθ’ ὅλα χρήσιμη ἐμβρίθεια. Ἔτσι, στὸ τέλος τῆς συζήτησης αὐτῆς εἶμαι πλήρως ἐνημερωμένος ὡς πρὸς τὸ βαθμὸ σπουδαιότητας τῆς συγκεκριμένης ἐπίσκεψης, ὥστε νὰ μπορῶ ν’ ἀποφασίσω ἐγώ, μὲ τὴ συνείδησή μου ἥσυχη, ἂν πρέπει νὰ ἐπιτρέψω στὸν ἐπισκέπτη τὴν εἴσοδο ἢ ὄχι. Ὅταν δὲ ἀποπέμπω κάποιον, πράγμα ποὺ συμβαίνει μὲ τοὺς περισσότερους, ἔχω τὸν τρόπο νὰ τὸν πείσω κατὰ τὴ διάρκεια τῆς συζήτησής μας, γιὰ ποιὸ λόγο θὰ ἦταν ἄσκοπο νὰ μιλήσει προσωπικὰ μὲ τὸν ὑπάλληλο τοῦ ἐργοστασίου, τὸν ὁποῖο ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ νὰ συναντήσει. Στὸ μεταξὺ ἔχω ἀποκτήσει τόσες γνώσεις, σὲ ὅλες τὶς εἰδικότητες τὶς σχετικὲς μὲ τὸ ἐργοστάσιο, ποὺ εἶμαι σὲ θέση νὰ ἀπαντήσω σὲ ἕναν ἀντιπρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ ἐργοστάσιο γιὰ νὰ συναντήσει τὸ διευθυντὴ ἐφοδιασμοῦ ἐν ὄψει παράδοσης λευκοσιδήρου, ἂν οἱ προτάσεις του ἔχουν προοπτικὴ ἐπιτυχίας ἢ ὄχι. Ἐξίσου ἔχω μάθει νὰ παρηγορῶ ἐμπόρους λιανικῆς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ συναντήσουν τὸ διευθυντὴ πωλήσεων ἢ ἀγρότες ποὺ θέλουν νὰ ἐφοδιάζουν τὸ κυλικεῖο μας ἢ ἀναιμικοὺς ἐφευρέτες ποὺ καταφθάνουν σὲ ἀγέλες τῶν τριῶν ἢ τεσσάρων ἀτόμων ἐπιθυμώντας νὰ μιλήσουν μὲ τὸ διευθυντὴ σχεδιασμοῦ, προκειμένου νὰ τὸν πείσουν γιὰ τὴ μοναδικότητα τῶν ἀνεκτίμητων ἐφευρέσεών τους. Ἀκόμα κι ἀποφασιστικοὺς συγγραφεῖς μὲ πεισμωμένο βλέμμα καὶ ζωγράφους πρέπει ν’ ἀποθαρρύνω ποὺ ἔρχονται γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸ διευθυντὴ μάρκετιγκ ἐπειδὴ ἀπέρριψε τὶς δουλειές τους. Καὶ ἰδίως οἱ συγγραφεῖς καὶ οἱ ζωγράφοι –καὶ τὸ λέω αὐτὸ πρὸς τιμὴν τῶν ἀγροτῶν καὶ τῶν ἀντιπροσώπων– εἶναι ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους πείθει κανεὶς δυσκολότερα χρησιμοποιώντας τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ τὰ λόγια τὰ συνετά. Ἔτσι λοιπὸν ἐκπροσωπῶ ἐγὼ ἀπ΄ τὸ θυρωρεῖο μου –γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια– ὅλα τὰ διευθυντικὰ στελέχη τοῦ ἐργοστασίου. Κι ἂν τὰ κέρδη τῆς ἐπιχείρησης αὐξάνονται, αὐτὸ δὲν παύει νὰ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι προστατεύω τοὺς διευθυντὲς τῆς ἐπιχείρησης –γιατί πρόκειται γιὰ εὔθραυστες προσωπικότητες– ἀπὸ ἀνεπιθύμητες ἐπισκέψεις. Δυστυχῶς, αὐτή μου ἡ προσφορὰ περνᾶ ἀπαρατήρητη ἄπ΄τοὺς ἴδιους αὐτοὺς τοὺς κυρίους τοῦ ἐργοστασίου. Πάνω ἀπ’ ὅλα, οἱ κύριοι αὐτοὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ καταλάβουν ὅτι χρειάζομαι χρόνο προκειμένου νὰ πείσω κάθε ἐπισκέπτη χωριστά, χωρὶς νὰ τὸν χειριστῶ ἀνάρμοστα, γιὰ τὸ μάταιον τῆς ἐπίσκεψής του. Οἱ μακρόπνοες συζητήσεις, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ πραγματοποιῶ στὸ θυρωρεῖο μου μ’ ἕνα σωρὸ ἐπισκέπτες, ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ σχηματίζεται κάθε πρωί, μισὴ ὤρα μετὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἐργοστασίου, μιὰ ἀπὸ λεπτὸ σὲ λεπτὸ μακρύτερη οὐρὰ ἐμπρὸς στὸ γκισέ μου. Θέλεις, τώρα, νὰ ὑπῆρξε κάποιος ἀρκετὰ ἀνάγωγος ποὺ ἐκμεταλλεύτηκε τὸ χάος τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους, ὥστε νὰ ξεγλιστρήσει καὶ νὰ μπεῖ στὸ ἐργοστάσιο χωρὶς ἀναγγελία; Θέλεις νὰ βιαζόταν κάποια φορὰ κάποιο διευθυντικὸ στέλεχος νὰ φύγει ἀπ’ τὸ ἐργοστάσιο καὶ νὰ ‘χάσε ἕνα ὁλόκληρο λεπτὸ περνώντας ἀπ’ τὴν οὐρὰ τῶν συγκεντρωμένων; Πάντως, συσσωρεύονται στὸ ἐργοστάσιο τὰ παράπονα γιὰ τὶς μεθόδους μου, ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ μεταχειρίζομαι τοὺς ἐπισκέπτες. Δουλεύω, λέει, ὑπερβολικὰ ἀργά, χωρὶς καμία ἀπολύτως διάθεση καὶ μὲ ἐλάχιστη πρακτικότητα… Αὐτὰ πρέπει ν’ ἀκούω κι ἀπὸ πάνω! Τόσο κοντόφθαλμες εἶναι αὐτὲς οἱ κατηγορίες καὶ τὰ παράπονα, τόσο λίγη γνώση ἐπιδεικνύουν τῆς δουλειᾶς μου, ποὺ στὴν πραγματικότητα οὔτε κὰν μπορῶ νὰ ὑπερασπιστῶ τὸν ἑαυτό μου. Θά ‘θελα νὰ δῶ τί θὰ γινόταν, ἂν ξέκανα τοὺς ἐπισκέπτες μιὰ κι ἔξω! Τότε, θὰ ἦταν μὲν ἡ εἴσοδος πάντα ἄδεια, ἀλλὰ τὰ τηλέφωνα μὲ τὰ παράπονα στὴ διεύθυνση δὲ θά ‘χαν σταματημό, ἡ φήμη τῆς ἐπιχείρησης θὰ δεχόταν μεγάλο πλῆγμα καὶ ὁ τζίρος θὰ πήγαινε περίπατο. Δὲν εἶναι δὰ τυχαία ἡ ὁδηγία ποὺ ἀπαγορεύει στοὺς ὑπαλλήλους νὰ πιάνουν τοὺς ἐπισκέπτες ἀπ’ τὰ μοῦτρα. Καὶ φυσικά, δὲν μπορῶ νὰ τρέξω στὸ διοικητὴ καὶ νὰ τοῦ ζητήσω νὰ κλείσει τὸ στόμα ὅσων παραπονιοῦνται καὶ βάλλουν ἐναντίον μου. Θὰ μοῦ ἔλεγε τότε ἐκεῖνος καὶ τοῦτο ποιείν, κακεῖνο μὴ ἀφιέναι. Πῶς γίνεται ὅμως νὰ πείσω εὐγενικὰ τοὺς ἐπισκέπτες ὅτι δὲν εἶναι ἐπιθυμητοὶ στὴν ἐπιχειρήση, ὅταν πρέπει νὰ τοὺς ξεκάνω στὰ γρήγορα ταυτοχρόνως; Τὸ νὰ πείσεις κάποιον ὅτι κέρδισες τὸ λαχεῖο δὲν εἶναι δύσκολο, δὲ χρειάζεται παρὰ μία καὶ μόνο πρόταση. Τὸ νὰ ἐξηγήσεις ὅμως πραγματικὰ σὲ κάποιον ὅτι ἡ ἐφεύρεσή του, τὸ διαφημιστικό του κείμενο, ὁ λευκοσίδηρός του ἢ τὰ λαχανικά του δὲν ἐνδείκνυνται γιὰ τὴν ἐπιχείρηση, καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ποὺ ἀφήνοντας πίσω του τὴν ἐπιχείρηση νὰ τὴν ἐξυμνεῖ κιόλας, ἔ, αὐτὸ πρέπει νὰ μοῦ τὸ δείξει κάποιος νὰ γίνεται μέσα σὲ δυὸ λεπτά! Τί νὰ κάνω ὅμως; Ἡ οὐρὰ μπροστὰ στὸ θυρωρεῖο μου γίνεται καθημερινὰ ὅλο καὶ μεγαλύτερη. Καθὼς μάλιστα γνωρίζω πλέον τοὺς κινδύνους ποὺ ἐλλοχεύουν, ἡ οὐρὰ αὐτὴ μὲ φέρνει σὲ ἀμηχανία, μὲ κάνει ἀβέβαιο, τὰ λόγια μου δὲ ρέουν πιὰ ὅπως πρῶτα, ἱδρώνω, τραυλίζω, καθυστερῶ ἀκόμα περισσότερο καὶ δὲ φτάνω ποτὲ πιὰ τὸ βαθμὸ παρηγόρησης ποὺ ἔφτανα πρωτύτερα. Ἤδη ὑπάρχουν φορὲς ποὺ κάποιοι μοῦ πετοῦν κατάμουτρα μιὰ βρισιά, μοῦ κλείνουν ὁμοίως τὴν πόρτα καὶ ξεχύνονται στὸ δρόμο ἔξαλλοι. Τί νὰ κάνω; Τίποτα δὲν μπορῶ πιὰ ν’ ἀλλάξω. Ἐπιτέλους, πρέπει νὰ ὁμολογήσω τὸ λόγο ποὺ περιγράφω μὲ τόση λεπτομέρεια τὴν πορεία μου στὸ ἐπάγγελμα ποὺ διάλεξα. Ὁ λόγος δὲν εἶναι ἄλλος, ἀπὸ τὴν προσπάθεια ὑπεράσπισής μου καὶ τὴν ἀναζήτηση κατανόησης κάπου ἐκεῖ ἔξω γιατί αὔριο μὲ περιμένει ὁ διευθυντὴς προσωπικοῦ στὸ γραφεῖο του. Ἀρχικὰ σκέφτηκα ὅτι ἴσως πρόκειται γιὰ μία ἁπλὴ παρατήρηση, μιὰ προειδοποίηση. Δὲν τὸ πιστεύω πιά. Στὴ χθεσινὴ οὐρὰ μπροστὰ στὸ θυρωρεῖο μου περίμενε ἕνας, χοντράνθρωπος, μ’ ἕνα στόμα δίχως χείλη καὶ μοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀναγγείλω στὸ διευθυντὴ προσωπικοῦ ποὺ τὸν εἶχε, λέει, ζητήσει. Ἐπιλέγοντας ἤδη μὲ τὸ δάχτυλο τὸν ἀριθμὸ στὸ καντράν, τὸν ρώτησα περὶ τίνος πρόκειται. Εἶχε ἔρθει, λέει, γιὰ συνέντευξη γιὰ τὴν κενὴ θέση θυρωροῦ.
Ἐπέλεξα σωστὰ καὶ μὲ τὴν πρώτη τὸν ἀριθμὸ τοῦ διευθυντῆ προσωπικοῦ κι ἀνήγγειλα τὸν κύριο, ὡστόσο ὁ δείκτης μου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχα ἐπιλέξει τὸν ἀριθμὸ στὸ καντράν, εἶχε κρυσταλλώσει. Ὁ ἄνδρας εἰσῆλθε στὸ κτίριο καὶ μισὴ ὥρα μετὰ ἐξῆλθε εὔθυμος. Μέχρι ποὺ σφύριζε κιόλας. Ἔμεινα νὰ κοιτάζω γεμάτος θαυμασμό. Αὐτὸ θὰ πεῖ θάρρος, σκέφτηκα. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ μετὰ αἰσθανόμουν κάποια ντροπὴ ποὺ εἶχα ἀφελῶς ἐπιλέξει νὰ γίνω θυρωρός. Μόλις τώρα διαπίστωνα ὅτι ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὸ χρειάζεται κανεὶς τὸ θάρρος ληστὴ τραπεζῶν. Ἐκεῖνο τὸ θάρρος δηλαδὴ ποὺ μάταια ἀκόμα ψάχνω μέσα μου νὰ βρῶ.
Πηγή: Kurzgeschichten für den Deutsch-Unterricht.
Martin Walser (Βάσερμπουρκ στὴ λίμνη τῆς Κωνσταντίας, Γερμανία, 24 Μαρτίου 1927). Καταξιωμένος Γερμανὸς συγγραφέας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀποτύπωση τῶν ἐσωτερικῶν συγκρούσεων τῶν «ἀντιηρώων» του.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Ἕλενα Σταγκουράκη (Χανιά, 1984): Σπούδασε μετάφραση στὸ Ἰόνιο Πανεπιστήμιο καὶ ὁλοκλήρωσε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς μὲ ὑποτροφία τοῦ γερμανικοῦ κράτους στὴ Χαϊλδελβέργη τῆς Γερμανίας. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικά, τὰ γερμανικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά.
Filed under: Γερμανικά,Κωμικό,Κοινωνικοί κώδικες,Μονόλογος,Σταγκουράκη Έλενα,Walser Martin | Tagged: Έλενα Σταγκουράκη,Γερμανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Martin Walser | Leave a comment »