Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Ὁ Γκορ­μπα­τσὼφ εἶ­ναι, λέ­νε, σὲ δι­α­κο­πές…]


- TO GO WITH AFP STORIES : RUSSIA-POLITICS-HISTORY - People buy newspapers on which is written a "Statement to the Soviet People" by leaders of the coup in Moscow on August 20, 1991. Russia marks on August 19-22, 2011, the 20th anniversary of the abortive 1991 coup against then Soviet president Mikhail Gorbachev. Tanks rolled through Moscow towards the Russian White House, where Boris Yeltsin, leader of the Soviet-era Russian republic at the time, gathered his supporters after denouncing the coup from the roof of a tank, which resulted later in the collapse of the Soviet empire. AFP PHOTO/ ALEXANDER NEMENOV

– TO GO WITH AFP STORIES : RUSSIA-POLITICS-HISTORY – People buy newspapers on which is written a “Statement to the Soviet People” by leaders of the coup in Moscow on August 20, 1991. Russia marks on August 19-22, 2011, the 20th anniversary of the abortive 1991 coup against then Soviet president Mikhail Gorbachev. Tanks rolled through Moscow towards the Russian White House, where Boris Yeltsin, leader of the Soviet-era Russian republic at the time, gathered his supporters after denouncing the coup from the roof of a tank, which resulted later in the collapse of the Soviet empire. AFP PHOTO/ ALEXANDER NEMENOV


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[ Γκορ­μπα­τσὼφ εἶ­ναι, λέ­νε, σὲ δι­α­κο­πές]

[Gorbatschow sei im Urlaub…]


05-OmikronΓΚΟΡΜΠΑΤΣΩΦ εἶ­ναι, λέ­νε, σὲ δι­α­κο­πὲς δῆ­θεν ἄρ­ρω­στος καὶ οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί του πιά­νουν κι­ό­λας δου­λειά! Συ­νά­μα κη­ρύσ­σε­ται γιὰ ἕ­ξι ἑ­βδο­μά­δες κα­τά­στα­ση ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης. Πρα­ξι­κό­πη­μα; Ὁ ἐ­χι­νό­κα­κτος ἀν­θί­ζει πά­λι. Ἀ­κού­ω NDR 4. Εἰ­δι­κὲς ἐκ­πομ­πὲς μὲ εἰ­κα­σί­ες ἁ­πλῶς. Ὁ Μποὺς πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα παί­ζον­τας τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του γκόλφ. Τὰν­κς φέ­ρον­ται νὰ κα­τευ­θύ­νον­ται στὴν Μό­σχα. Πτώ­ση στὸ Χρη­μα­τι­στή­ριο. Ὁ Γι­έλ­τσιν κα­λεῖ σὲ δι­α­δή­λω­ση. Ὁ Μω­ϋ­σὴς θέ­λει νὰ πά­ει στὴν Βαλ­τι­κή. Ἐ­γὼ μέ­νω ἐ­δῶ. Ἀ­κού­ω μα­γε­μέ­νη ρα­δι­ό­φω­νο σὰν ἔκ­πλη­κτο κά­πο­τε παι­δὶ τοῦ κα­ταρ­ρέ­ον­τος ἀ­να­το­λι­κοῦ μπλόκ. Ὁ Γκορ­μπα­τσὼφ συ­νε­λή­φθη στὸ κα­τα­φύ­γιό του. Στὴν TV ὁ Γι­έλ­τσιν μι­λᾶ ὄρ­θιος πά­νω σ’ ἕ­να τάνκ. Νέ­οι συ­ζη­τοῦν μὲ στρα­τι­ῶ­τες. Ἄ­γριοι και­ροὶ τοῦ ‘91. Ὁ Κὸλ ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται ζω­η­ρὰ γιὰ τὸν φί­λο του: «Ἐλ­πί­ζου­με ὅ­τι ἡ προ­σω­πι­κὴ ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τοῦ Μι­χα­ὴλ Γκορ­μπα­τσὼφ εἶ­ναι ἐγ­γυ­η­μέ­νη.» Ὅ­λες οἱ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐκ­πομ­πὲς ποὺ πα­ρα­κα­λου­θῶ, μα­ται­ώ­νον­ται γιὰ σή­με­ρα. Προ­σε­χῶς πο­λι­τι­κὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Αὔ­ριο πρό­κει­ται νὰ ὑ­πο­γρα­φεῖ πα­νε­νω­σια­κὴ συμ­φω­νί­α στὴν Μό­σχα. Δυ­σω­δί­α ἀ­πὸ τὰ ἀ­νά­κτο­ρα. [77-78]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.


			

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Πά­χνη ξα­νὰ στὰ λει­βά­δια…]


Three years after the Chernobyl accident, on Sept. 15, 1989, dolls are stacked on empty beds in a kindergarten of Pripyat after people were evacuated from the town 5 km from the Chernobyl nuclear power plant in Ukraine. On April 26, 1986, an accident at the Chernobyl nuclear power plant became one of the largest ecological catastrophes ever. Pripyat was a young town with many children--the average age of the population was 26 years old.

Three years after the Chernobyl accident, on Sept. 15, 1989, dolls are stacked on empty beds in a kindergarten of Pripyat after people were evacuated from the town 5 km from the Chernobyl nuclear power plant in Ukraine. On April 26, 1986, an accident at the Chernobyl nuclear power plant became one of the largest ecological catastrophes ever. Pripyat was a young town with many children–the average age of the population was 26 years old.


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Πά­χνη ξα­νὰ στὰ λει­βά­δια]

[Wieder Reif auf den Wiesen…]


02-PiΑΧΝΗ ξα­νὰ στὰ λει­βά­δια. Τί κα­κὸ μ’ αὐ­τὴ τὴν Ἄ­νοι­ξη! Σφα­γὲς παν­τοῦ. Αὔ­ριο ἡ Ἡ­μέ­ρα Τσερ­νόμ­πιλ. Πε­θαί­νουν ἐ­κεῖ σὰν τὶς μύ­γες. Μό­λις ποὺ προ­λα­βαί­νει νὰ μυ­η­θεῖ κα­νεὶς ἐγ­καί­ρως. Στὸ με­τα­ξύ, τη­λε­ο­πτι­κὲς εἰ­κό­νες ἀ­πὸ τὰ γυ­μνω­μέ­να χω­ριά. Δὲν εἶ­ναι πο­τὲ ἀρ­κε­τὰ αὐ­τὰ ποὺ βλέ­πω. Ἡ ἐ­σπευ­σμέ­νη ἐκ­κέ­νω­ση φέρ­νει μιὰ μα­γεί­α μα­ζί της. Ἐν­τύ­πω­ση Μα­γε­μέ­νης Βα­σι­λο­πού­λας. Τὰ ροῦ­χα κρέ­μον­ται βρεγ­μέ­να πά­νω ἀ­πὸ τὴ σκά­φη. Τὰ γυ­ά­λι­να δο­χεῖ­α βαλ­μέ­να στὴ σα­νί­δα τοῦ φρά­χτη γιὰ στέ­γνω­μα, ἥ­λιος στὰ πα­ρά­θυ­ρα μὲ τὰ γα­λα­νὰ κου­φώ­μα­τα. Πα­ρά­λο­γη αἰ­σθη­τι­κή, ὅ­πως τὴν δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ τη­λε­ό­ρα­ση. Ἢ με­ρι­κοὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι ἐ­πι­στρέ­φουν κρυ­φὰ στὰ μο­λυ­σμέ­να ἀ­πὸ ρα­δι­ε­νέρ­γεια χω­ριά τους. Αὐ­τὸ ἐ­δῶ ἦ­ταν τὸ σχο­λεῖ­ο. Ὁ ἄ­νε­μος ξε­φυλ­λί­ζει ἀλ­φα­βη­τά­ρια. Παι­δι­κὲς ζω­γρα­φι­ὲς γιὰ τὴν Ἄ­νοι­ξη στοὺς τοί­χους. Τὰ παι­διὰ ἔ­χουν μό­λις ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴν τά­ξη. Με­γά­λο δι­ά­λειμ­μα. Πομ­πη­ΐ­α. Ἡ πε­ρι­ο­χὴ θὰ εἶ­ναι πά­λι κα­τοι­κή­σι­μη τὸ νω­ρί­τε­ρο με­τὰ ἀ­πὸ τρι­α­κό­σια χρό­νια. Τὰ πλοῖ­α ἐ­κεῖ στὰ πο­τά­μια εἶ­ναι σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ μο­λυ­σμέ­να ποὺ ἡ ρα­δι­ε­νέρ­γεια τοῦ νε­ροῦ δια­ρκῶς αὐ­ξά­νε­ται. Ἀ­θό­ρυ­βες πε­ρι­ο­χὲς ἐ­κεῖ. Τὰ φυλ­λο­βό­λα δέν­τρα νε­κρά, τὰ κω­νο­φό­ρα, ἀν­τι­θέ­τως, ἀ­πί­θα­να πρά­σι­να. Ὅ­λα Science-Fiction-Προ­γράμ­μα­τα. [56]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Τί βγά­ζει, ἀ­λή­θεια, ἡ πέν­να μου, ὅ­ταν ἀ­κού­ω ρα­δι­ό­φω­νο:…]


08-kirschsarah-tibgazeialitheia-eikona-02


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Τί βγά­ζει, ­λή­θεια, πέν­να μου,

­ταν ­κού­ω ρα­δι­ό­φω­νο:…]

[Was mir so aus der Feder kriecht wenn ich Radio höre:…]


ΤΙ ΒΓΑΖΕΙ, ἀ­λή­θεια, ἡ πέν­να μου, ὅ­ταν ἀ­κού­ω ρα­δι­ό­φω­νο:


       Κα­λη­μέ­ρα!


      Εἶ­χα τὴν τύ­χη νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω ζων­τα­νὸς ἀ­πὸ τὸ Ντά­χα­ου. Θέ­λω νὰ ἱ­στο­ρή­σω αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη τύ­χη. Οἱ χω­ρι­κοὶ μοῦ δώ­σα­νε ψω­μὶ καὶ μέ­λι. Τὸ βρά­δυ οἱ να­ζι­στὲς ἄρ­χι­σαν νὰ ἐ­κτε­λοῦν Ρώ­σους. Παρ­τι­ζά­νους, Ἑ­βραί­ους καὶ στε­λέ­χη. Χω­ρὶς δί­κη. Κα­τό­πιν ἄρ­χι­σε ἡ προ­έ­λα­ση πρὸς τὴν Μό­σχα. Ἕ­νας ἀ­γρό­της ἀ­πὸ τὸ Münsterland εἶ­πε, ἂν ὑ­πάρ­χει Θε­ός, πρέ­πει νὰ χά­σου­με γρή­γο­ρα αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο. Τὸ σα­ράν­τα ἕ­να, σα­ράν­τα δύ­ο εἴ­μα­σταν ἐγ­κλω­βι­σμέ­νοι. Μὲ πλη­σί­α­σε κά­ποι­ος: Στὸ στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης εἶ­χα δώ­σει στὴν ἀ­δελ­φή του νὰ φά­ει. Αὐ­τὸς ἦ­ταν ἡ σω­τη­ρί­α μου. Μό­λις ποὺ μπο­ροῦ­σα ἀ­κό­μη νὰ κι­νοῦ­μαι, ἔ­βλε­πα καὶ ἄ­κου­γα κι­ό­λας ἀγ­γέ­λους. Φω­νὲς σὰν νε­ρο­πη­γές. Ἕ­να ἄ­λο­γο κον­τά μου, ἔ­τσι ἦρ­θε ἡ Ἄ­νοι­ξη. Κά­θε­τοι ἀ­νέ­μοι, κρώ­ξι­μο γε­ρα­νῶν. Σ’ ἕ­να δι­ά­τρη­το ἀ­πὸ σφαῖ­ρες σπί­τι στὸ Witebsk* ὁ Hans ἔ­παι­ξε σα­ραμ­πάν­τες τοῦ Μπάχ. Τέσ­σε­ρεις ἑ­βδο­μά­δες ἀρ­γό­τε­ρα σκο­τώ­θη­κε. Ἐ­γὼ κα­τόρ­θω­σα νὰ δι­α­φύ­γω. [54-55]


* Πό­λη τῆς Λευ­κο­ρω­σί­ας, γε­νέ­τει­ρα τοῦ Marc Chagall.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Δό­ξα τῷ Θε­ῷ!…]


07-kirschsarah-doksatotheo-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Δό­ξα τῷ Θε­!…]

[Gottlob!…]

 

01-DeltaΟΞΑ τῷ Θε­ῷ! Ξα­νὰ ἐ­δῶ. Χτὲς ἦ­ταν μιὰ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη μέ­ρα, ἀλ­λὰ σὲ μιὰ με­γά­λη πό­λη ὅ­λα λει­τουρ­γοῦν δι­α­στρο­φι­κά. Τὸ ἀ­να­το­λι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο εἶ­ναι πρὸς τὸ πα­ρὸν ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πο­κρου­στι­κό. Στὴν Unter den Linden*, ἂν πά­ει κα­νεὶς ἐ­κεῖ, κά­θε δι­α­κό­σια μέ­τρα ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το χτυ­πη­μέ­νο καὶ πα­ρα­τη­μέ­νο γιὰ πα­λι­ο­σί­δε­ρα στὴ με­σαί­α λω­ρί­δα. Μπο­ρεῖ κα­νέ­νας θαρ­ρα­λέ­ος νὰ πε­ρι­μέ­νει ἐ­κεῖ νὰ δεῖ κά­τι τέ­τοι­ο ἐν τῇ γε­νέ­σει του. Μέ­σα σὲ λί­γη ὥ­ρα εἶ­δα τέσ­σε­ρα ἀ­τυ­χή­μα­τα. Ἡ ἀ­νά­γνω­ση στὸ Deutsches Theater (ἡ Christa Wolf: Τί ἄλ­λο θέ­λει τέ­λος πάν­των αὐ­τή; Ἔ­χει δι­καί­ω­μα νὰ μπαί­νει στὸ Deutsches Theater!) ἦ­ταν δι­α­σκε­δα­στι­κὴ με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια. Ἡ Elke** μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι μί­α κυ­ρί­α ἔ­χυ­νε δά­κρυ­α ὅ­λη τὴν ὥ­ρα. Τέ­τοι­ες πι­έ­νες γνω­ρί­ζουν μό­νο ἀ­να­το­λι­κο­γερ­μα­νι­κὰ ἀμ­φί­βια. [51]


* Τὸ γνω­στὸ βου­λε­βάρ­το τοῦ Βε­ρο­λί­νου «Ὑ­πὸ τὰς φι­λύ­ρας», ὅ­πως ἀ­πο­δό­θη­κε στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸ ὁ­μό­τι­τλο ρο­μάν­τσο τοῦ Ἀλ­φόν­σου Κάρ (Sous les Tilleuls, 1832). Μὲ τὸν ἴ­διο τί­τλο ποί­η­μα τοῦ γερ­μα­νοῦ ποι­η­τῆ τοῦ Με­σαί­ω­να Walther von der Vogelweide καὶ σπον­δυ­λω­τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα τῆς Christa Wolf (1969/1974).
** Ἡ γερ­μα­νί­δα ποι­ή­τρια Elke Elbe (1938).

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Τὴ με­γα­λύ­τε­ρη μά­χη τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων…]


06-kirschsarah-timegalyterimachi-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Τὴ με­γα­λύ­τε­ρη μά­χη τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων]

[Die größte Panzerschlacht…]


10-hΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΑΧΗ τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων με­τὰ τὸν Β’ Παγ­κό­σμιο πό­λε­μο λέ­νε οἱ στρα­τι­ω­τι­κοὶ ὅ­τι ἔ­χουν δώ­σει ἐ­ναν­τί­ον τῆς Φρου­ρᾶς τοῦ Χουσ­σε­ΐν. Ὑ­πὸ κα­ταρ­ρα­κτώ­δη βρο­χή. Σή­με­ρα πρέ­πει νὰ πε­ρά­σω στὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­νο­ή­τως εἶ­μαι πο­λὺ νω­ρὶς στὸ πό­δι, με­σά­νυ­χτα, καὶ τὸ βρά­δυ, ὅ­ταν πρέ­πει νὰ δι­α­βά­σω τὸ κεί­με­νο τοῦ Meister* στὴν Ἔκ­θε­ση-Πέ­τερ Βά­ϊς, εἶ­μαι ἀ­πο­κα­μω­μέ­νη. Θὰ τὸ κοι­τά­ξω στὸ τραῖ­νο. Ἕ­να προ­σχέ­διο τοῦ «Ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας τοὺς γο­νεῖς». Ἄχ, ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χω ἀ­κού­σει τὴν κό­ρη μου. Νὰ μὴν ἐ­κτε­θῶ σὲ αὐ­τὸ τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα. Ἐ­πει­δὴ στὴν Ἑ­ται­ρεί­α-Πέ­τερ Βά­ϊς πρό­κει­ται γιὰ συ­νά­θροι­ση ἐ­πι­κίν­δυ­νων γιὰ μέ­να ὑ­πο­λειμ­μά­των ἀ­ρι­στε­ρῶν ἀν­θρώ­πων. Ἀλ­λὰ βρί­σκο­μαι ἀ­κό­μη στὸ Τ.** Στὸ Τ. τί­πο­τε δὲν μὲ στε­νο­χω­ρεῖ. Πρέ­πει νὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν χάρ­τη τῆς πό­λης, ἔ­χω ξε­χά­σει τὶς πε­ρι­ο­χές. Τρά­βη­ξα ἕ­ναν ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή μας. Γρά­φει «Βε­ρο­λῖ­νο» ἐ­πά­νω, κα­τό­πιν «εἶ­ναι ὡ­στό­σο ἁ­πλῶς πρω­τεύ­ου­σα». Τῆς Γερ­μα­νι­κῆς Λα­ϊ­κῆς ΓΛΛΔ.*** Πρέ­πει νὰ κοι­τά­ξω ἕ­ναν ἄλ­λο. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ εἶ­ναι ἕ­νας δι­α­λυ­μέ­νος χάρ­της. Ὁ Schumann ἀ­πο­ρεῖ ποὺ σκα­λί­ζω τὸ ρά­φι. Ἀ­γνο­εῖ τί ἦ­ταν κά­πο­τε γιὰ μέ­να τὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Τώ­ρα εἶ­μαι μιὰ χω­ριά­τα ὅ­πως αὐ­τὸς καὶ εὐ­τυ­χὴς γι’ αὐ­τό. [49]


* Ἐν­νο­εῖ τὸν γερ­μα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Peter Weiss (1916-1982) καὶ τὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κό του ἀ­φή­γη­μα Abschied von den Eltern (1961).
** Tielenhemme.
*** Στὸ κεί­με­νο «DDDR». Ἂν δὲν με­τα­φέ­ρει τυ­πο­γρα­φι­κὸ σφάλ­μα τοῦ χάρ­τη ἢ δὲν εἰ­ρω­νεύ­ε­ται τὸν δη­μο­κρα­τι­κὸ/λα­ϊ­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμὸ τοῦ κρά­τους μὲ τὴν ἐμ­φα­τι­κὴ ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ «D», ἡ Kirsch παί­ζει μὲ τὰ ἀ­κρω­νύ­μια τῆς Λα­ϊ­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας τῆς Γερ­μα­νί­ας (DDR) καὶ τοῦ νέ­ας τε­χνο­λο­γί­ας δι­πλο­ε­στια­κοῦ βη­μα­το­δό­τη «DDDR».

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Κρε­μι­έ­μαι συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο…]


05-kirschsarah-kremiemaisynechos-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Κρε­μι­έ­μαι συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο]

[Dauernd häng ich am Radio…]


07-Kappa-471px-T2JB159_-_Jungle_Book_capital_KΡΕΜΙΕΜΑΙ συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ ἀ­κού­ω εἰ­δή­σεις καὶ σχό­λια. Πο­λε­μι­κὲς οἰ­μω­γές. Εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κὸ πό­σο λο­γι­κὰ τὰ βρί­σκουν ὅ­λα οἱ λε­γό­με­νοι εἰ­δι­κοί. Ὅ­σο πιὸ γρή­γο­ρα ξε­σπά­σει ὁ πό­λε­μος, λέ­νε, τό­σο πιὸ εὐ­νο­ϊ­κὰ θὰ ἐ­ξε­λι­χθεῖ. Στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ τὸ Ἰσ­ρα­ὴλ ὀρ­γα­νώ­νον­ται πάρ­τυ γιὰ τὴ δύ­ση τοῦ κό­σμου. Τὰ ξε­νο­δο­χεῖ­α προ­σφέ­ρουν σαμ­πά­νια σὲ ὅ­ποι­ον νοι­κιά­σει δω­μά­τιο. Ἢ τοῦ προ­σφέ­ρουν ἀ­μέ­σως γιὰ τὸ κου­ρά­γιο του σου­ΐ­τα. Πρέ­πει νὰ φύ­γου­με γρή­γο­ρα. Πα­γο­δρο­μί­α μὲ τὸ χά­ρα­μα. Μεῖ­ον τέσ­σε­ρεις βαθ­μοί, ὅ­λα μιὰ πά­χνη. Στὴ μι­ση­τὴ πο­λί­χνη, ὅ­που ξα­να­ῆρ­θα στὸν κομ­μω­τὴ καὶ γιὰ ν’ ἀ­γο­ρά­σω εἰ­σι­τή­ρια, ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἀ­θυ­μί­α. Ἤ­μουν σχε­δὸν μιὰ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὴ ἐγ­κάρ­σια το­μὴ γιὰ τὸν κομ­μω­τή μου. Τό­σο ἀ­νή­συ­χους εἶ­χα νὰ δῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Τσερ­νόμ­πιλ. Ἡ εἰ­κό­να μ’ ἔ­βρι­σκε ὣς τὴν καρ­διά. Ἄν­θρω­ποι σχε­δὸν συμ­πα­θη­τι­κοὶ μέ­σα στὴν ἀ­νημ­πό­ρια τους. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἔρ­χον­ται ἡ ζω­γρά­φος μας καὶ ὁ Isegrim ποὺ σὲ τέ­τοι­ους και­ροὺς ἐ­πι­μέ­νουν νὰ πᾶ­νε στὴν Κο­ρέ­α. Ὁ Isegrim με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­πέμ­βα­ση στὸ σα­γό­νι, ποὺ τὸν κά­νει γιὰ τὰ κα­λὰ γκρι­νιά­ρη. Βλέμ­μα χτυ­πη­μέ­νου λι­ον­τα­ριοῦ. [39]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Ἦ­ταν μά­λι­στα τὸ τα­ξί­δι ἀ­νά­γνω­σης τὴν Ἄ­νοι­ξη…]


04-kirschsarah-itanmalista-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[­ταν μά­λι­στα τὸ τα­ξί­δι ­νά­γνω­σης τὴν ­νοι­ξη]

[Ja es gab sie die Lesereise im Frühjahr…]


03-HttaΤΑΝ μά­λι­στα τὸ τα­ξί­δι ἀ­νά­γνω­σης τὴν Ἄ­νοι­ξη, κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δέ­σπο­ζαν ἕ­να που­λὶ καὶ πόρ­τες ἀ­νοι­χτές. Κά­θε βρά­δυ, σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ θέ­ση, καὶ ἄλ­λα που­λιά, ἄλ­λες πόρ­τες ἀ­νοι­χτές, καὶ μα­ζὶ τὸ δι­κό μου ποί­η­μα γιὰ τὴν ἀ­στα­μά­τη­τη βρο­χή, τὸ ἀν­τί­στοι­χο που­λί, τὴν πόρ­τα ποὺ χτυ­πᾶ ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, καὶ πό­σο συ­ναρ­πα­στι­κὸ ἦ­ταν κά­θε ποὺ συ­νέ­πι­πταν τὸ ποί­η­μα καὶ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐ­νῶ ἐ­γὼ δι­ά­βα­ζα αὐ­τὸ τὸ κεί­με­νο δυ­να­τά, μπρο­στὰ σὲ ἕ­να κοι­νὸ ὅ­πως ἕ­να εἶ­στε τώ­ρα Ἐ­σεῖς, ἄ­κου­γα τὴ φω­νή μου ὅ­πως μπο­ρῶ τώ­ρα νὰ τὴν ἀ­κού­ω στὸν χῶ­ρο αὐ­τὸ τοῦ σή­με­ρα, ἄ­κου­γα τὴν ἀ­στα­μά­τη­τη βρο­χὴ ὅ­πως πρω­τύ­τε­ρα τὸ κο­τσύ­φι, καὶ ἡ πόρ­τα, ἡ πραγ­μα­τι­κὰ δι­α­θέ­σι­μη, ἡ πρὸς τὰ ἔ­ξω ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα, χτύ­πη­σε στὴ θέ­ση τῆς πόρ­τας ποὺ χτυ­ποῦ­σε ‘δῶ κι ἐ­κεῖ κι ἐ­γὼ δι­ά­βα­ζα γιὰ τὸ κοι­νό, γιὰ ἕ­να κοι­νὸ ὅ­πως εἶ­στε τώ­ρα Ἐ­σεῖς, καὶ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ τρα­βή­ξω ὅ­σο κρα­τοῦ­σε ἡ σύν­δε­ση μὲ τὸν ἔ­ξω κό­σμο, ἡ πόρ­τα ἡ ὄν­τως ἀ­νοι­χτὴ χτυ­πών­τας ’­δῶ κι ἐ­κεῖ καὶ ἡ βρο­χὴ καὶ τὸ κο­τσύ­φι ἢ ὁ τρυ­πο­φρά­κτης ἡ τουρ­λί­δα καὶ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μοῦ εἶ­ναι τὸ πιὸ ἀ­γα­πη­τό. [24-25]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Τὸ με­λαγ­χο­λι­κὸ δί­χως ἀ­κτὴ νη­σί…]


03-kirschsarah-tomelancholiko-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Τὸ με­λαγ­χο­λι­κὸ δί­χως ­κτὴ νη­σί]

[Die düstere strandlose Insel…]


10-Taph-Chronica_Polonorum_TΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ δί­χως ἀ­κτὴ νη­σὶ εἶ­ναι ἐ­πί­σης τώ­ρα ἕ­να ἀ­πὸ τὰ οὐ­ρά­νια τό­ξα αὐ­τὴ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου. Ἀ­π’ ὅ­ποι­ο πα­ρά­θυ­ρο κι ἂν τὸ κοι­τά­ξεις, κι ἐ­μεῖς ἔ­χου­με τέ­τοι­α καὶ στὰ ὀ­χτὼ ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα, βλέ­πεις τὰ βα­θυ­σκό­τει­να σύν­νε­φα τοῦ νη­σιοῦ κι ἐ­πά­νω τους κεν­τη­μέ­να τὰ συ­νή­θως δι­πλὰ οὐ­ρά­νια τό­ξα. Δρό­μοι μα­κρι­νοὶ μέ­σα στὴ θύ­ελ­λα: τὰ πό­δια μι­λοῦν γι’ αὐ­τὸ καὶ ἀ­να­στε­νά­ζουν. Ἡ βρε­τα­νι­κὴ θά­λασ­σα, γλά­ροι, μαυ­ρό­χη­νες καὶ πά­πι­ες τοῦ πο­τα­μοῦ Eyder. Νε­κρὲς μὲ ὑ­δά­τι­να μαρ­γα­ρι­τά­ρια στὰ ὄ­μορ­φα φτε­ρά. Ράμ­φη σφη­νο­ει­δῆ μὲ χρῶ­μα πρά­σι­νο τῆς ἐ­λιᾶς καὶ με­γά­λα ρου­θού­νια, ἀ­νοι­χτο­πρά­σι­να μά­γου­λα, φτέ­ρω­μα στὸ στῆ­θος ρο­δα­λό. Ἕ­να τό­σο εὐ­γε­νι­κὸ ἀ­σπρό­μαυ­ρο ροῦ­χο φτε­ρω­τό. Δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νες ἀ­πὸ πε­τρέ­λαι­ο. Πλά­ϊ στὴ νε­κρὴ ἀρ­σε­νι­κὴ πά­πια φτε­ρού­γι­ζε πεν­θών­τας την μιὰ θη­λυ­κιά. Ἔ­δει­χνε κι­ό­λας ἀρ­ρω­στη­μέ­νη. Τέ­τοι­ες στιγ­μὲς μοῦ προ­κα­λοῦν ἀ­νεί­πω­τη ὀρ­γὴ ὁ ἀν­θρώ­πι­νος πα­ρα­σι­τι­σμὸς καὶ ἡ κα­τά­στα­ση στὸν πλα­νή­τη, ὀ­λι­σθη­ρὴ καὶ πά­ει λέ­γον­τας. [23-24]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σάρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Στὸ Μίνσκ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας…]


02-kirschsarah-stominskdiadiloseisdiamartyrias-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Στὸ Μίνσκ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας]

[In Minsk Protestdemonstrationen…]


06-sΤΟ ΜΙΝΣΚ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πάρ­χουν τσι­γά­ρα. Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸς στό­λος με­γά­λης ἔ­κτα­σης μὲ ἀ­ε­ρο­πλα­νο­φό­ρα κα­τευ­θύ­νε­ται πρὸς τὴν Σα­ου­δι­κὴ Ἀ­ρα­βί­α. Ἐλ­πί­ζω νὰ ξέ­ρουν τί κά­νουν. Μί­α ἡ­μέ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται Δι­ε­θνεῖς Στρα­τι­ω­τι­κὲς Ἀ­πο­στο­λές. Δὲν ἀ­στει­εύ­ον­ται μὲ τὸ πε­τρέ­λαι­ο. Φτιά­χνω κα­φέ. Ἐ­λα­φρῶς χα­μη­λὴ ἀ­τμο­σφαι­ρι­κὴ πί­ε­ση στὶς Ἑ­βρί­δες. Ἐ­κεῖ θὰ ἤ­θε­λα νὰ πά­ω. Σὰν πέ­τρα ἀ­νά­με­σα σὲ πέ­τρες. Μά­λι­στα αὔ­ριο ἔ­χει γε­νέ­θλια ὁ Πέ­τρος Πε­τρο­νάρ­ρος.* Ἀ­γα­πη­μέ­νος ποι­η­τής. Ἀλ­λὰ τί γί­νε­ται στὸ Mariehamn;** Βορ­ρὰς ἕ­να, ὁ­μί­χλη, ἐν­νέ­α βαθ­μοί, χί­λια δε­κα­τέσ­σε­ρα ἑ­κτο­πα­σκάλ. Τὸ τσο­πα­νό­σκυ­λο καὶ ἡ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη πη­γαί­νουν σή­με­ρα μέ­χρι τοὺς βρά­χους. Ἐ­κεῖ ποὺ ἀν­θί­ζουν βα­τό­μου­ρα. Βλέ­πει κα­νεὶς τὰ πα­λιὰ καὶ τὰ και­νούρ­για πλοῖ­α στὴν ἀ­πό­κρη­μνη ἀ­κτή. Σή­με­ρα εἶ­ναι Κυ­ρια­κή, ἔρ­χον­ται οἱ Σου­η­δοὶ με­θο­κό­ποι. Φο­ρᾶ­νε ἄ­σπρα σκου­φιὰ μὲ τὸ ὄ­νο­μα τῆς λέμ­βου. Γιὰ νὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς τὸ βρά­δυ, σὲ πε­ρί­πτω­ση ἀ­νάγ­κης, νὰ τοὺς πε­τά­ξει πά­λι ἐ­κεῖ. Στὰ βρά­χια δὲν ἔ­πε­σαν πο­τέ. Αὐ­τὸ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν τὸ ζή­σα­με ἀ­κό­μη, λέ­ει τὸ τσο­πα­νό­σκυ­λο. [11]


* Στὸ κεί­με­νο «Stein Steinarr» (1908-1958), ὁ θε­ω­ρού­με­νος σπου­δαι­ό­τε­ρος ποι­η­τὴς τῆς Ἰσ­λαν­δί­ας. Τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο με­τα­φρά­ζε­ται κα­τὰ προ­σέγ­γι­ση, γιὰ νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ λο­γο­παί­γνιο.

** Πρω­τεύ­ου­σα τῶν νή­σων Âland, αὐ­τό­νο­μης πε­ρι­ο­χῆς τῆς Φι­λαν­δί­ας.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ: Σά­ρα Κίρς: Ἡ ἁ­πλὴ ζω­ή


4.1.1

.

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ

.

Σά­ρα Κίρς:

Ἡ ἁ­πλὴ ζω­ή

.

Präludium γιὰ τὴν Sarah Kirsch

.

«KIRSCH» ση­μαί­νει πο­τὸ ἀ­πὸ κε­ρά­σι. Πο­τὸ ἁ­ψὺ μὲ ἔν­το­νη γεύ­ση καὶ ἔν­το­νο χρῶ­μα, ἢ μᾶλ­λον σύμ­φυρ­ση πολ­λῶν ἔν­το­νων χρω­μά­των, ὅ­πως ἡ ποί­η­ση, ἡ γρα­φὴ τῆς Sarah Kirsch (Σά­ρα Κίρς, 1935-2013). Εἶ­ναι ἀ­κό­μη τὸ ἐ­πώ­νυ­μο τοῦ συ­ζύ­γου της, τοῦ ποι­η­τῆ Rainer Kirsch, τὸ ὁ­ποῖ­ο (γεν­νη­μέ­νη Bernstein) κρά­τη­σε με­τὰ ἀ­πὸ τὸν χω­ρι­σμό τους, τὸ 1968. Ψευ­δω­νυ­μι­κὸ εἶ­ναι καὶ τὸ «Sarah», στὴ θέ­ση τοῦ «Ingrid», στὴ μνή­μη τῶν Ἑ­βραί­ων, τῶν θυ­μά­των τοῦ Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος· ἀν­τί­δρα­ση καὶ στὸ ἀν­τι­ση­μι­τι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον, ὅ­που με­γά­λω­σε. Τὴν πα­ρα­τη­ρῶ, τὴν δι­α­βά­ζω καρ­κι­νι­κά, ἀ­πὸ τὸ τέ­λος πρὸς τὴν ἀρ­χή, καὶ δι­α­πι­στώ­νω ὅ­τι ὅ­λα στὴ γρα­φή της προ­οι­κο­νο­μοῦν­ται ἢ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­ται, χω­ρὶς τέ­λος καὶ χω­ρὶς ἀρ­χή. Χῶ­ρος καὶ χρό­νος ἑ­νο­ποι­οῦν­ται καὶ ἀλ­λη­λο­κα­ταρ­γοῦν­ται. Ἂς τὸ πῶ συγ­κε­κρι­μέ­να.

       Ὡ­ρί­μα­σε ὡς ποι­ή­τρια στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ πλευ­ρὰ τοῦ Τεί­χους τοῦ Βε­ρο­λί­νου, ὅ­που ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε τὸ 1968. Μί­α δε­κα­ε­τί­α ἀρ­γό­τε­ρα, με­τὰ ἀ­πὸ τὴν «ὑ­πό­θε­ση Biermann», ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὶς Ἀρ­χὲς τὴν ἄ­δεια νὰ πε­ρά­σει στὴν «ἀ­πέ­ναν­τι» πλευ­ρά. Ἡ ἀ­πό­δρα­σή της, τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν γε­νε­θλί­ων τοῦ Goethe, ἀ­πὸ τὸν ἱ­στο­ρι­κὸ καὶ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὸ χῶ­ρο ποὺ τὴν ἔ­θρε­ψε, ἔ­χει ἕ­να ἀ­πο­λύ­τως δι­ευ­ρυ­μέ­νο πο­λι­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Ἐ­χθρός της δὲν εἶ­ναι ὁ κά­θε λο­γῆς –ι­σμός, τό­κος τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ, ἀλ­λά, miserabile dictu, ὁ ἴ­διος ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ ἀ­πε­ρί­σκε­πτος, κου­φό­νους λή­σταρ­χος τοῦ οἴ­κου του. Νέ­ο τεῖ­χος, ἀ­πόρ­θη­το, ἀ­δι­ά­τρη­το. Ἀ­πέ­ναν­τι στὸ κα­τὰ συρ­ρο­ὴν φο­νι­κὸ ἔ­χει καὶ ἡ Kirsch, ἡ ἔλ­λο­γη ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σιά, τὰ δι­κά της ὅ­πλα, τὴν ὑ­πέ­ρυ­θρη γρα­φὴ ποὺ τρυ­πᾶ καὶ κα­τα­λύ­ει τὰ σκο­τά­δια. Τὸ 1993, στὴν ἀ­πο­νο­μὴ λο­γο­τε­χνι­κοῦ βρα­βεί­ου στὸ Goethehaus στὴν Βα­ϊ­μά­ρη, εἶ­πε, ἀν­τὶ εὐ­χα­ρι­στή­ριας ὁ­μι­λί­ας, ὅ­τι τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κά­νει, εἶ­ναι νὰ γρά­φει ποι­ή­μα­τα καί, κα­τὰ βά­ση, «kleine Prosa», «μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα». Ἡ σύ­νο­ψη τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας της συ­να­ριθ­μεῖ 736 σε­λί­δες, ἰ­σά­ριθ­μη μὲ τοὺς δε­κά­δες ποι­η­τι­κοὺς κύ­κλους. Ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση ποί­η­σης καὶ πρό­ζας. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἰ­πώ­θη­κε ἄ­κρως συ­νο­πτι­κά: Der «Sarah-Sound». Ἀ­πὸ τί συ­νί­στα­ται αὐ­τὸς ὁ «ἦ­χος»; Ἀ­πὸ «στί­χους καὶ θαύ­μα­τα»: βο­ρει­ο­γερ­μα­νι­κὴ δι­ά­λε­κτος, ἀρ­χα­ϊ­κὲς ἐκ­φρά­σεις, ἱ­στο­ρι­κοὶ καὶ πα­ρα­μυ­θη­τι­κοὶ ραν­τι­σμοί· ἀ­πο­στρο­φές, γλωσ­σι­κὰ παι­γνί­δια καὶ πί­να­κες. Λέ­ξεις ὑ­δά­τι­νες, λέ­ξεις γογ­γυ­σμοί, πα­φλα­σμοὶ κυ­μά­των, τι­τι­βί­σμα­τα καὶ ψι­θυ­ρι­σμοὶ μὲ ἐ­νερ­γεια­κὴ δύ­να­μη ἡ­φαι­στεί­ου ἢ κυ­κλώ­να ποὺ δὲν θὰ ξε­σπά­σουν. Οἱ ἐ­κρή­ξεις γί­νον­ταν τό­τε ποὺ πολ­λοὶ σι­ω­ποῦ­σαν ἢ μι­λοῦ­σαν ἀλ­λη­γο­ρι­κά, στὸ πε­ρί­κλει­στο Τεῖ­χος. Τὸ 1974 ἐ­ξέ­δω­σε τὸ Pantherfrau (Γυ­ναί­κα πάν­θη­ρας). Ἐ­κεῖ πα­ρα­τη­ρεῖ τὸ ἐ­λεύ­θε­ρο πέ­ταγ­μα τῶν γλά­ρων καὶ βρυ­χᾶ­ται σὰν τί­γρη, βέ­βαι­η ὅ­τι οἱ γλά­ροι κα­τα­λα­βαί­νουν τὸν βρυ­χηθ­μό. Τό­τε αἰ­σθα­νό­ταν μό­νη, ἀλ­λὰ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ὁ βρυ­χηθ­μὸς τῆς ἐ­ξό­δου ἔ­γι­νε ὁ­μα­δι­κός: Wolf Biermann, Reiner Kunze, Günter Kunert, Sarah Kirsch, Jurek Becker, Erich Loest, Thomas Brasch. Ἡ με­τα­φύ­τευ­ση τῆς ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σιᾶς.

       Ἡ ἀ­πό­λυ­τη συ­νέ­πεια στὴ θε­ω­ρί­α καὶ τὴν πρά­ξη. Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle κι ἔ­γρα­ψε «βι­ο­λο­γι­κὰ» ποι­ή­μα­τα καὶ μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα μὲ με­λά­νι σέ­πια (σου­πιᾶς) καὶ πα­λαι­ο­μο­δί­τι­κη πέν­να. Ἀ­φή­γη­ση κου­βεν­τια­στή, ὅ­πως ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ κα­νεὶς μὲ τὰ που­λιά, τὰ κα­τοι­κί­δια καὶ τὰ ζῶ­α τοῦ δά­σους. Ἔ­τσι συ­νέ­θε­σε, ὅ­πως πε­ρι­γρά­φει ὡς θαυ­μα­στὸ ἐ­πί­τευγ­μα, ὁ Beethoven τὴν «Ποι­με­νι­κὴ Συμ­φω­νί­α» του: «Δὲν τὴν ἔ­γρα­ψα ἐ­γώ, ἀλ­λὰ τὰ που­λιά.» Πε­ρί­που ὅ,τι συμ­βαί­νει στὸν κύ­κλο Erdreich (Βα­σί­λει­ο τῆς γῆς, DVA 1982, 80):


Εἶ­δα στὸν ὕ­πνο μου ἕ­να που­λὶ δυ­ὸ πό­δια ψη­λό

Κα­θό­ταν στὸν δε­ξιὸ στῦ­λο

Τῆς δί­φυλ­λης πόρ­τας

Στὸ δι­α­λυ­μέ­νο ἀ­πὸ και­ρὸ ὑ­πο­στα­τι­κὸ

Τοῦ μυ­στα­κο­φό­ρου σὰν τὴ φώ­κια παπ­ποῦ μου.

Βλέ­πεις! μοῦ εἶ­πε κα­θὼς βγῆ­κα

Καὶ ἤ­χη­σε κά­πως ἐ­πι­τι­μη­τι­κά

Ἐ­νῶ ἐ­γὼ ἤ­μουν χα­ρού­με­νη ποὺ εἶ­δα καὶ κα­τά­λα­βα.

                  («Ablösung», «Ἀ­πο­κο­πή», σελ. 80)


Οἱ τί­τλοι τῶν κυ­ρι­ό­τε­ρων ἔρ­γων της εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κοὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ της: Landaufenthalt (Ὑ­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), Rückenwind (Νω­τια­ῖος ἄ­νε­μος, 1976), Wintergedichte (Χει­μω­νι­ά­τι­κα ποι­ή­μα­τα, 1978), Schneewärme (Θέρ­μη χι­ο­νιοῦ, 1989), Das simple Leben (Ἡ ἁ­πλὴ ζω­ή, 1994), Schwanenliebe (Κύ­κνει­ος ἔ­ρως, 2001). Ἔ­δω­σε πί­σω στὸν κό­σμο τὸν χα­μέ­νο ρυθ­μό. Καὶ ἂν αὐ­τὸ ἀ­κού­γε­ται ὑ­περ­βο­λι­κό, ἂς πι­στω­θεῖ στὸν προ­ο­ρι­σμὸ τοῦ ποι­η­τῆ, στὸν Friedrich Hölderlin, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, στὸν ὁ­ποῖ­ο χρω­στοῦν ὅ­λοι. Συλ­λέ­κτρια, για­τί ὄ­χι, θραυ­σμά­των τῆς γλώσ­σας, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμὸς ὅ­λων τῶν ἀ­λη­θι­νῶν ποι­η­τῶν. Κά­πως ἔ­τσι ἐν­νό­η­σε ὁ ρο­μαν­τι­κὸς Heinrich von Kleist τὴν Σπα­σμέ­νη στά­μνα (Der zerbrochne Krug, 1811). Ἕ­να θρυμ­μα­τι­σμέ­νο καὶ ριγ­μέ­νο σὲ κομ­μά­τια στὰ πέ­ρα­τα τῆς Γῆς ἀγ­γεῖ­ο. Ὁ ποι­η­τὴς εἶ­ναι γέν­νη­μα τῆς με­τὰ τὴν Βα­βὲλ ἐ­πο­χῆς, ποὺ δὲν μπό­ρε­σε ὡ­στό­σο νὰ ἐμ­πο­δί­σει κα­μί­α κα­τα­στρο­φή. Σὲ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν πλή­ρη ἀ­δυ­να­μί­α του, στὴν πε­ριτ­το­λο­γί­α τοῦ φαι­νο­μέ­νου ποὺ λέ­γε­ται γρα­φή, κρύ­βε­ται πα­ρα­δό­ξως ἕ­να πο­λύ­τι­μος προ­ο­ρι­σμός. Ἡ Kirsch αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «νη­φά­λια χρο­νι­κο­γρά­φος τοῦ τέ­λους τῆς ἱ­στο­ρί­ας». Οἱ λοι­πὲς δι­α­κη­ρύ­ξεις εἶ­ναι «στά­χτη στὰ μά­τια τοῦ κό­σμου». Ὅ­μως, αὐ­τὸ τὸ «τί­πο­τε» εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τοῦ πο­λι­τι­κοῦ λό­γου. Ἐ­κεῖ κα­τοι­κεῖ τὸ «politikon zoon», χω­ρὶς νὰ μοι­ρά­ζε­ται σὲ πρό­σω­πο καὶ ἄ­το­μο, ἄν­θρω­πο καὶ πο­λί­τη. Ὁ κό­σμος τό­τε μπο­ρεῖ νὰ φω­λιά­σει σὲ ἕ­ναν στί­χο, ὅ­πως χώ­ρε­σαν σὲ ἕ­να χο­ρι­κὸ τοῦ Σο­φο­κλῆ ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης πο­ρεί­ας καὶ τὸ «δει­νόν», με­τὰ τὰ φυ­σι­κά, ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Τὸ ἐ­πι­κὸ ποί­η­μα ἢ πε­ζο­τρά­γου­δο τοῦ W.G. Sebald Nach der Natur (Ἐκ τοῦ φυ­σι­κοῦ, 1988) θέ­τει τοὺς ἴ­διους ὅ­ρους εὐ­θύ­νης τοῦ πο­λί­τη καὶ δη­μι­ουρ­γοῦ. Ἡ Sarah Kirsch τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ Friedrich-Hölderlin-Preis (1984) καὶ Georg-Büchner-Preis (1996), ἀ­πὸ τὰ σπου­δαι­ό­τε­ρα λο­γο­τε­χνι­κὰ βρα­βεῖ­α στὸν γερ­μα­νό­φω­νο χῶ­ρο.

 

Das simple Leben. Μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα με­τα­ξὺ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας


Τὸ σύν­το­μο ἀ­φή­γη­μα ὡς ἐ­πεί­γου­σα δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κὴ εἴ­δη­ση σὲ μορ­φὴ ἡ­με­ρο­λο­για­κή, χρο­νο­λο­γι­κή: «θε­ω­ρί­α τοῦ Χά­ους», ὅ­πως τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἡ Kirsch. Στὸ χά­ος ὁ­δη­γεῖ, λό­γου χά­ρη, τὸ τρο­μο­κρα­τι­κὸ χτύ­πη­μα στὴν Χά­ϊ­φα, στὶς 4 Ὀ­κτω­βρί­ου 2003, ὅ­που ἔ­χα­σαν τὴ ζω­ή τους δέ­κα ἄν­θρω­ποι. Ἡ 4η Ὀ­κτω­βρί­ου ἑ­ορ­τά­ζε­ται ὡς Ἡ­μέ­ρα Συμ­φι­λί­ω­σης (Versöhnungstag). Τὸ 2002, δέ­κα τρί­α χρό­νια με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πτώ­ση τοῦ Τεί­χους, γρά­φει σὲ ἕ­να ποι­η­τι­κὸ χρο­νι­κό, δο­μη­μέ­νο ὡς ται­νί­α ἐ­πει­σο­δί­ων, γιὰ ἕ­ναν ἐ­πι­δέ­ξιο Νο­έμ­βρη ποὺ φύ­ση­ξε καὶ σή­κω­σε τὸ Τεῖ­χος, ἀ­φοῦ οἱ «Machthaber», οἱ ἔ­χον­τες τὴν ἐ­ξου­σί­α, «ἦ­ταν ἀ­νί­κα­νοι νὰ δι­α­τυ­πώ­σουν κά­τι», δηλ. μί­α ἁ­πλὴ συν­τα­κτι­κὰ πρό­τα­ση πα­ρα­δο­χῆς τοῦ τέ­λους. Τὸ τεῖ­χος «πέ­τα­ξε» μὲ τοὺς γλά­ρους, κα­ταρ­γών­τας ὅ­λους τοὺς νό­μους τῆς ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς βα­ρύ­τη­τας. Στὸν κύ­κλο σύν­το­μων ἀ­φη­γη­μά­των μὲ τί­τλο Φλη­να­φή­μα­τα κο­ρά­κων (Krähengeschwätz, 2010) ἡ Kirsch δι­α­τυ­πώ­νει πο­λι­τι­κὲς πα­ρα­τη­ρή­σεις ὡς συ­ναί­σθη­ση ποι­η­τι­κή. Τὰ φλη­να­φή­μα­τα τῶν κο­ρά­κων δὲν εἶ­ναι κά­ποι­α ἀ­με­λη­τέ­α πο­λυ­λο­γί­α· στο­χεύ­ουν, ὑ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ κό­ρα­κος ὡς ἀρ­χαί­ου καὶ χρι­στι­α­νι­κοῦ συμ­βό­λου τῆς φω­τιᾶς καὶ τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας, στὶς κα­λὲς καὶ ἄ­σχη­μες ὄ­ψεις τῆς φύ­σης (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης). «Οἱ με­γα­λο­φυ­ΐ­ες», λέ­ει ἡ Kirsch, «ἔ­χουν συ­χνὰ κα­κὴ μνή­μη» (Michael Braun, «”Alles ist auffindbar in meinen Spuren” Zum 75. Geburtstag der Dichterin Sarah Kirsch». Περ. Die politische Meinung, 485, 2010, 69-72). Αὐ­τὴ ἡ σύν­το­μη γρα­φή, μὲ τὴν ἐ­κρη­κτι­κό­τη­τα τῆς πυ­κνῆς γό­μω­σης, ὄ­χι μό­νο συν­τη­ρεῖ τὴ μνή­μη, ἀλ­λὰ τὴν προ­οι­κο­νο­μεῖ στὴν ἐ­περ­χό­με­νη δεί­νω­ση τοῦ κό­σμου. Ὅ­πως τὸ «ἔσ­σε­τ’ ἦ­μαρ…» τοῦ Ὁ­μή­ρου.


Στὴν ἄκρη τοῦ δάσους: ἡ Sarah Kirsch τὸ Καλοκαίρι τοῦ 1999 στὴ γενέτειρά της στὸ Limlingerode. Φωτογραφία: Federico Gambarini.

Στὴν ἄκρη τοῦ δάσους: ἡ Sarah Kirsch τὸ Καλοκαίρι τοῦ 1999 στὴ γενέτειρά της στὸ Limlingerode. Φωτογραφία: Federico Gambarini.

Das simple Leben. Τί­τλος ἁ­πλός, κα­θη­με­ρι­νὸς ὅ­σο καὶ ἀ­με­τά­φρα­στος, συγ­γε­νι­κὸς πάν­τως μὲ αὐ­τὸν τοῦ Sebald. Χω­ρὶς εἰ­δο­λο­γι­κὴ ἔν­δει­ξη: προ­σω­πι­κὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, χρο­νο­γρά­φη­μα, κε­κα­λυμ­μέ­νη πρό­ζα ἢ ποί­η­ση. «Ἁ­πλή», τρό­πος τοῦ λέ­γειν, εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ τῆς Kirsch με­τὰ ἀ­πὸ τὸν «ἐκ­πα­τρι­σμό» της τὸ 1977. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme, στὶς ὄ­χθες τῶν πο­τα­μῶν Eyder (Eider) καὶ Tielenau, τοῦ κρα­τι­δί­ου Schleswig-Holstein στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Μα­ζί της εἶ­χε τὸν γιό της Μω­ϋ­σή (1969), τὸν φί­λο της Ἀμ­βρό­σιο, συν­θέ­τη, τὴ γά­τα Anna Blume, τὸν γα­ϊ­δα­ρά­κο Bosch, τὸν σκύ­λο Schumann, τὸν Jonathan, τὸ πρό­βα­το, χω­ρὶς νὰ ἐ­ξαι­ροῦν­ται τὰ που­λιά, καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Συ­νεκ­δο­χὴ τῆς Κι­βω­τοῦ τοῦ Νῶ­ε. Σὰν βι­βλι­κὴ ἐ­πα­νεγ­γρα­φὴ καὶ προ­α­ναγ­γε­λί­α ἑ­νὸς τέ­λους. Ἐ­κεῖ, λέ­ει ἡ Kirsch, δὲν θὰ εἶ­χαν θέ­ση ὁ Günter Grass, ὁ Peter Handke, ἡ Christa Wolf.

       Ἠ­θε­λη­μέ­νη ἀ­πο­μό­νω­ση ἀλ­λὰ καὶ μά­τι ἄ­γρυ­πνο ποὺ πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ «γυ­ά­λι­νο μοῦ­τρο» σχο­λι­ά­ζον­τας μὲ πέν­να λε­πτὴ ὅ­σο καὶ εὐ­αί­σθη­τη, δη­λα­δὴ ποι­η­τι­κὴ δι­ά­θε­ση εὐ­ε­ρέ­θι­στη, τὰ γε­γο­νό­τα σὲ ὅ­λον τὸν πλα­νή­τη. Ἀ­πὸ τὴν εἰ­δη­σε­ο­γρα­φί­α ποὺ τρο­φο­δο­τεῖ τὸ βι­βλί­ο, συμ­πε­ραί­νου­με ὅ­τι γρά­φε­ται πρὸς τὸ τέ­λος τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ὀ­γδόν­τα καὶ φθά­νει πε­ρί­που στὸ 1992: Οἱ τα­ρα­χὲς στὸ Μὶνσκ τῆς Λευ­κο­ρω­σί­ας, ὁ πό­λε­μος τοῦ K­όλ­που, ἡ πυ­ρη­νι­κὴ ἔ­κρη­ξη στὸ Τσερ­νόμ­πιλ, ἡ ἀ­να­τα­ρα­χὴ στὰ Βαλ­κά­νια, ἡ πε­ρε­στρό­ϊ­κα, τὸ πρα­ξι­κό­πη­μα-ὀ­πε­ρέτ­τα κα­τὰ τοῦ Γκορ­μπα­τσὼφ στὴν Ρω­σί­α. Κα­τα­λυ­τι­κὴ στὴ σκέ­ψη τῆς Kirsch, ἔ­στω καὶ ἂν δὲν λέ­γε­ται εὐ­θέ­ως στὸν κύ­κλο αὐ­τό, ἡ πτώ­ση τοῦ Τεί­χους καὶ ἡ ἁ­λυ­σι­δω­τὴ κα­τάρ­ρευ­ση τοῦ Ostblock. Ἔ­χει στὰ χέ­ρια της τὸν φά­κε­λό της ἀ­πὸ τὰ ἀρ­χεῖ­α τῆς Stasi. Δὲν τὴν ἀ­πελ­πί­ζει ἡ προ­δο­σί­α τῶν κον­τι­νῶν φί­λων καὶ τῶν ὁ­μο­τέ­χνων, ἀλ­λὰ ὁ μο­λυ­σμέ­νος ἄν­θρω­πος τοῦ πλα­νή­τη, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ πλη­ρο­φο­ρι­ο­δό­της τῆς Κρα­τι­κῆς Ἀ­σφά­λειας εἶ­ναι ἕ­να ἥσ­σο­νος ση­μα­σί­ας καὶ διά­ρκειας πε­ρι­στα­τι­κό. Ὅ­ταν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τὸ πρώ­ην ἀ­να­το­λι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο, τὸ βρί­σκει ἀ­κό­μη ἄ­σχη­μο. Εἶ­ναι ἡ ἀ­σχή­μια τῆς Christa Wolf ποὺ ἐ­νο­χλεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α της ἐ­κεῖ. Ὁ Ἔ­ριχ Χό­νε­κερ, ὁ ἀρ­χι­μη­χα­νι­κὸς τοῦ Τεί­χους, πε­ρι­φέ­ρε­ται στὴν Μό­σχα καὶ τὸ Βε­ρο­λῖ­νο ζη­τών­τας πο­λι­τι­κὸ ἄ­συ­λο. Πῶς ἐ­ξαρ­γυ­ρώ­νε­ται τώ­ρα ὁ θερ­μὸς ἀλ­λη­λο­α­σπα­σμός, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ «τὸ φι­λί», μὲ τὸν Μπρέζ­νι­εφ; Ὁ κρα­ται­ὸς κά­πο­τε Γκορ­μπα­τσὼφ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ τὸν προ­στα­τεύ­σει. «Ἔ­χει ὁ ἴ­διος προ­βλή­μα­τα». Γε­γο­νό­τα-πα­ρω­δί­ες τῆς ἱ­στο­ρί­ας, σὰν ἕ­να τέ­λος ποὺ τεί­νει νὰ ἀγ­κα­λιά­σει ὁ­λό­κλη­ρον τὸν πλα­νή­τη. Και­ρὸς μιᾶς Κι­βω­τοῦ τῆς μι­κρῆς πρό­ζας.

       Τὸ δι­α­με­λι­σμέ­νο σὲ μι­κρὰ θραύ­σμα­τα ἡ­με­ρο­λο­για­κὸ δο­κί­μιο, σύμ­φω­νο καὶ μὲ τὴ θε­ω­ρί­α τοῦ Χά­ους, συμ­πλέ­κει, ὅ­πως εἰ­πώ­θη­κε κα­τὰ κό­ρον, τὴ μα­κρο­ϊ­στο­ρί­α μὲ τὴ μι­κρο­ϊ­στο­ρί­α, τοὺς ἐκ­κω­φαν­τι­κοὺς βομ­βαρ­δι­σμοὺς καὶ τὸ τι­τί­βι­σμα τῶν που­λι­ῶν, τὴν πο­λε­μι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ καὶ τὴ βόλ­τα τοῦ Μω­ϋ­σῆ μὲ τὸ πο­δή­λα­το. Ἡ πα­ρά­δο­ξη, προ­κλη­τι­κὴ σύ­ζευ­ξη πα­ρερ­μη­νεύ­θη­κε ὡς ἄ­σκο­πη αὐ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τα καὶ αὐ­το­προ­βο­λή (Cora Schenberg, «Sarah Kirsch: Das simple Leben». GDR Bulletin, Vol. 21, Iss. 2, 26). Ὅ­μως, ἄ­σκο­πη καὶ ἄ­και­ρη εἶ­ναι ἡ κρι­τι­κὴ ποὺ δι­α­βά­ζει τὴν Kirsch μὲ ὅ­ρους πο­λι­τι­κοὺς ἢ του­λά­χι­στον δί­νει προ­τε­ραι­ό­τη­τα σὲ αὐ­τούς. Ἡ θε­μα­τι­κὴ τοῦ βι­βλί­ου ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴ γλώσ­σα, τὴν εἰ­κό­να τῆς γλώσ­σας, τὴν ἐλ­λει­πτι­κὴ στί­ξη, τοὺς ἰ­δι­ω­μα­τι­σμούς, τὰ ἠ­χη­τι­κὰ ξε­νί­σμα­τα. Ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα δὲν πε­ρι­μέ­νει ἀ­πὸ τοὺς ποι­η­τὲς νὰ πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ γιὰ τὴν κα­τάν­τια τοῦ σο­σι­α­λι­στι­κοῦ ὀ­νεί­ρου, ἔ­στω καὶ ἂν αὐ­τοὶ τὴν ἔ­χουν προ­φη­τέ­ψει. Ἡ πο­λι­τι­κή τους στά­ση εἶ­ναι κυ­ρί­ως αἰ­σθη­τι­κῆς τά­ξε­ως.

       Ἡ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση εἶ­ναι στά­ση πο­λι­τι­κή. Καὶ ὁ τί­τλος τοῦ βι­βλί­ου, ἄ­κρως ὑ­πε­ρα­πλου­στευ­τι­κός, δη­λώ­νει τὴ νη­φά­λια ἐ­ξει­κό­νι­ση τοῦ Ἐ­γὼ ὡς ἀν­θρώ­πι­νου χα­ρα­κτή­ρα καὶ τύ­που, μὲ τὴ γρα­φή του ση­μα­δε­μέ­νη ἀ­νε­ξί­τη­λα ἐ­πά­νω του. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι τὸ ἔρ­γο προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀ­νά­γνω­ση προ­η­γού­με­νων βι­βλί­ων τῆς Kirsch, ὅ­πως τὰ Schwingrasen (Φτε­ρω­μέ­νο γρα­σί­δι,* πρό­ζα), Spreu (Σκύ­βα­λο, ἡ­με­ρο­λό­γιο), Erlkönigstochter (Ἡ κό­ρη τοῦ Erlkönig, ποι­ή­μα­τα). Μέ­ρος κι αὐ­τὸ ἑ­νὸς ἔρ­γου ἐν προ­ό­δῳ, ἕ­να μι­κρο­α­φή­γη­μα, δη­λα­δή, μέ­σα στὸ με­γά­λο ἀ­φή­γη­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Sarah Kirsch συ­νο­ψί­ζει στὸ λο­γο­παί­γνιο «Gedichte, Berichte, Gesichte» («Ποι­ή­μα­τα, ἐ­ξι­στο­ρή­σεις, πρό­σω­πα»).


* Εἶ­ναι τὸ γρα­σί­δι ποὺ ἀ­να­πτύσ­σε­ται ἐ­πά­νω στὸ ἕ­λος καὶ κλο­νί­ζει τὸ βῆ­μα τοῦ πε­ρι­πα­τη­τῆ. Ἀν­τί­στοι­χο στὸν ὅ­ρο Holzweg, τὸν δρό­μο τῶν ξυ­λο­κό­πων.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.