Γκύντερ Κοῦνερτ (Günter Kunert): Ὁ Μαρξ καὶ ὁ Φρόυντ


Γκύντερ Κοῦνερτ (Günter Kunert)

 

Ὁ Μὰρξ καὶ ὁ Φρό­υντ

(M­a­rx u­nd F­r­e­ud)


ΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, τοὐ­τέ­στιν Ἑ­βραί­ων, καὶ λι­γό­τε­ρο ἀν­τί­θε­τοι ὁ ἕ­νας μὲ τὸν ἄλ­λον ἀ­π’ ὅ τι θέ­λου­με νὰ πι­στεύ­ου­με. Ἐ­κεῖ ποὺ σχε­δὸν ταυ­τί­ζον­ται οἱ δύ­ο δη­μι­ουρ­γοὶ θε­ω­ρι­ῶν κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση ἀλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­νων, εἶ­ναι ἡ ψυ­χι­κή τους ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα ποὺ πη­γά­ζει ἀ­π’ τὴν κα­τα­γω­γή τους: κοι­νω­νι­κὰ καὶ ψυ­χι­κὰ εὐ­αί­σθη­τοι, γεν­νη­μέ­νοι σὲ μιὰ μει­ο­νό­τη­τα αἰ­ω­νί­ως κα­τα­δι­ωγ­μέ­νων, ἀ­δι­κη­μέ­νων, ἀ­πο­κλει­σμέ­νων, καὶ ἔ­χον­τας πλή­ρη συ­νεί­δη­ση αὐ­τῆς τῆς κα­τά­στα­σης, ἔ­γι­ναν ἰ­δι­αι­τέ­ρως εὐ­αί­σθη­τοι ἀ­πέ­ναν­τι σὲ κά­θε εἴ­δους κα­τα­πί­ε­ση καὶ κα­κό­τη­τα. Ἦ­ταν ἐ­παρ­κῶς καλ­λι­ερ­γη­μέ­νοι, ὥ­στε νὰ δι­ε­ρευ­νή­σουν ἀ­να­λυ­τι­κὰ καὶ νὰ συλ­λά­βουν τὶς αἰ­τί­ες γι’ αὐ­τά. Μιὰ συγ­κυ­ρί­α μο­να­δι­κὴ ποὺ δὲν πρό­κει­ται πο­τὲ ν’ ἀ­να­δυ­θεῖ ξα­νὰ πί­σω ἀπ’ τοὺς σω­ροὺς τῶν πτω­μά­των τῆς «τε­λι­κῆς λύ­σης».

         Ἂν δε­χτοῦ­με τὴν ἄ­πο­ψη ὅ­τι χω­ρὶς τέ­τοι­α ἄ­κρως ἀ­νε­πτυγ­μέ­να καὶ δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­να ἄ­το­μα κα­μιὰ αὐ­θεν­τι­κὴ δρο­μο­λό­γη­ση γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­π’ αὐ­τοὺς τοὺς ἴ­διους δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει, τό­τε δὲν μᾶς ἀ­πο­μέ­νει πα­ρὰ μιὰ ἀ­να­λαμ­πὴ ἐλ­πί­δας ὅ­τι στὸν κύ­κλο τῆς κα­τα­πι­ε­σμέ­νης εὐ­φυ­ΐ­ας σή­με­ρα ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κή μας ὑ­γεί­α θὰ με­λε­τη­θοῦν ἐκ νέ­ου.

         Ὅ­μως, τὸ ἔρ­γο τῶν δύ­ο κλα­σι­κῶν, θῦ­μα κα­τα­χρα­στῶν, ἐ­πι­τη­δεί­ων ἐ­ξου­σια­στῶν καὶ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­ῶν τοῦ κα­κοῦ, ἔ­χει στρα­φεῖ ἐ­ναν­τί­ον ἐ­κεί­νων, γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ὁ­ποί­ων σχε­δι­ά­στη­κε.



Πηγή: Günter Kunert, Kurze Beschreibung eines Momentes der Ewigkeit [Σύν­το­μη περιγραφὴ μιᾶς στιγμῆς τῆς αἰωνιότητας], Reclam, Leipzig 1980, σελ. 26.

Γκύντερ Κοῦνερτ (Günter Kunert) (Βε­ρο­λῖ­νο, 1929). Πο­λυ­γρα­φό­τα­τος γερ­μα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἡ ἑ­βρα­ϊ­κὴ κα­τα­γω­γή του καὶ ὁ πό­λε­μος δὲν τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὶς σπου­δές του στὶς Γρα­φι­κὲς Τέ­χνες. T­ὸ 1948 προ­σχώ­ρη­σε στὸ Κομ­μου­νι­στι­κὸ κόμ­μα (S­ED), ὅ­που γνω­ρί­στη­κε μὲ τὸν B­r­e­c­ht, ἀ­π’ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε βα­θιά. Τὸ 1976 ὑ­πέ­γρα­ψε με­τα­ξὺ τῶν πρώ­των τὴν γνω­στὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴν δί­ω­ξη τοῦ Wo­lf Bier­mann. Τὸ 1979 κα­τέ­φυ­γε μὲ τὴν σύ­ζυ­γό του στὴν Ὁ­μο­σπον­δια­κὴ Δη­μο­κρα­τί­α τῆς Γερ­μα­νί­ας. Ἐκ­δί­δει βι­βλί­α ἀ­δι­α­λεί­πτως καὶ μὲ τα­χύ­τα­τους ρυθ­μοὺς ἀ­πὸ τὸ 1950 (οἱ τίτ­λοι ὑ­περ­βαί­νουν τοὺς ἑ­κα­τό). Ἡ γρα­φή του εἶ­ναι μιὰ πο­λυ­σχι­δὴς πε­ρι­πλά­νη­ση, κα­τα­βύ­θι­ση ὅ­σο καὶ ἀ­νά­λα­φρη ἐ­πί­σκε­ψη στὴν με­τα­πο­λε­μι­κὴ πό­λη, ἐν προ­κει­μέ­νῳ τὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Καλ­λι­ερ­γεῖ μὲ ἐ­πι­μο­νὴ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα (klei­ne Pro­sa) ἐ­κλε­πτύ­νον­τάς το μέ­χρι τὸν ἀ­φο­ρι­σμό. Ἐν­δει­κτι­κοὶ τίτ­λοι: Kur­ze Besch­reibung ei­nes Mo­men­tes d­er E­wig­keit (Σύν­το­μη πε­ρι­γρα­φὴ μιᾶς στιγ­μῆς τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας), Ca­me­ra οb­scu­ra, Vers­pä­te­te Mo­no­lo­ge (Κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι μο­νό­λο­γοι), Tag­traü­me in Ber­lin u­nd ander­norts (Ὀ­νει­ρο­πο­λή­μα­τα στὸ Βε­ρο­λῖ­νο καὶ κά­που ἀλ­λοῦ). Βλ. καὶ τὸ ἀφιέρωμα τοῦ ἱστολογίου μας στὸν G­ü­n­t­er K­u­n­e­rt ἐδῶ.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Ὁ Γκορ­μπα­τσὼφ εἶ­ναι, λέ­νε, σὲ δι­α­κο­πές…]


- TO GO WITH AFP STORIES : RUSSIA-POLITICS-HISTORY - People buy newspapers on which is written a "Statement to the Soviet People" by leaders of the coup in Moscow on August 20, 1991. Russia marks on August 19-22, 2011, the 20th anniversary of the abortive 1991 coup against then Soviet president Mikhail Gorbachev. Tanks rolled through Moscow towards the Russian White House, where Boris Yeltsin, leader of the Soviet-era Russian republic at the time, gathered his supporters after denouncing the coup from the roof of a tank, which resulted later in the collapse of the Soviet empire. AFP PHOTO/ ALEXANDER NEMENOV

– TO GO WITH AFP STORIES : RUSSIA-POLITICS-HISTORY – People buy newspapers on which is written a “Statement to the Soviet People” by leaders of the coup in Moscow on August 20, 1991. Russia marks on August 19-22, 2011, the 20th anniversary of the abortive 1991 coup against then Soviet president Mikhail Gorbachev. Tanks rolled through Moscow towards the Russian White House, where Boris Yeltsin, leader of the Soviet-era Russian republic at the time, gathered his supporters after denouncing the coup from the roof of a tank, which resulted later in the collapse of the Soviet empire. AFP PHOTO/ ALEXANDER NEMENOV


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[ Γκορ­μπα­τσὼφ εἶ­ναι, λέ­νε, σὲ δι­α­κο­πές]

[Gorbatschow sei im Urlaub…]


05-OmikronΓΚΟΡΜΠΑΤΣΩΦ εἶ­ναι, λέ­νε, σὲ δι­α­κο­πὲς δῆ­θεν ἄρ­ρω­στος καὶ οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί του πιά­νουν κι­ό­λας δου­λειά! Συ­νά­μα κη­ρύσ­σε­ται γιὰ ἕ­ξι ἑ­βδο­μά­δες κα­τά­στα­ση ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης. Πρα­ξι­κό­πη­μα; Ὁ ἐ­χι­νό­κα­κτος ἀν­θί­ζει πά­λι. Ἀ­κού­ω NDR 4. Εἰ­δι­κὲς ἐκ­πομ­πὲς μὲ εἰ­κα­σί­ες ἁ­πλῶς. Ὁ Μποὺς πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα παί­ζον­τας τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του γκόλφ. Τὰν­κς φέ­ρον­ται νὰ κα­τευ­θύ­νον­ται στὴν Μό­σχα. Πτώ­ση στὸ Χρη­μα­τι­στή­ριο. Ὁ Γι­έλ­τσιν κα­λεῖ σὲ δι­α­δή­λω­ση. Ὁ Μω­ϋ­σὴς θέ­λει νὰ πά­ει στὴν Βαλ­τι­κή. Ἐ­γὼ μέ­νω ἐ­δῶ. Ἀ­κού­ω μα­γε­μέ­νη ρα­δι­ό­φω­νο σὰν ἔκ­πλη­κτο κά­πο­τε παι­δὶ τοῦ κα­ταρ­ρέ­ον­τος ἀ­να­το­λι­κοῦ μπλόκ. Ὁ Γκορ­μπα­τσὼφ συ­νε­λή­φθη στὸ κα­τα­φύ­γιό του. Στὴν TV ὁ Γι­έλ­τσιν μι­λᾶ ὄρ­θιος πά­νω σ’ ἕ­να τάνκ. Νέ­οι συ­ζη­τοῦν μὲ στρα­τι­ῶ­τες. Ἄ­γριοι και­ροὶ τοῦ ‘91. Ὁ Κὸλ ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται ζω­η­ρὰ γιὰ τὸν φί­λο του: «Ἐλ­πί­ζου­με ὅ­τι ἡ προ­σω­πι­κὴ ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τοῦ Μι­χα­ὴλ Γκορ­μπα­τσὼφ εἶ­ναι ἐγ­γυ­η­μέ­νη.» Ὅ­λες οἱ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐκ­πομ­πὲς ποὺ πα­ρα­κα­λου­θῶ, μα­ται­ώ­νον­ται γιὰ σή­με­ρα. Προ­σε­χῶς πο­λι­τι­κὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Αὔ­ριο πρό­κει­ται νὰ ὑ­πο­γρα­φεῖ πα­νε­νω­σια­κὴ συμ­φω­νί­α στὴν Μό­σχα. Δυ­σω­δί­α ἀ­πὸ τὰ ἀ­νά­κτο­ρα. [77-78]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Δρο­σε­ρὰ καὶ χρυ­σο­πρά­σι­να εἶ­ναι ὅ­λα ἐ­δῶ…]


10-kirschsarah-drosera-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Δρο­σε­ρὰ καὶ χρυ­σο­πρά­σι­να εἶ­ναι ὅ­λα ἐ­δῶ…]

[Kühl und goldgrün ist alles hier…]


04-Delta-590px-Dilluminated_svgΡΟΣΕΡΑ καὶ χρυ­σο­πρά­σι­να εἶ­ναι ὅ­λα ἐ­δῶ. Οἱ πλα­νῆ­τες κά­θον­ται μα­ζὶ τὸ βρά­δυ ὀ­κλα­δὸν στὸν δυ­τι­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα, ἡ Ἀ­φρο­δί­τη, ὁ Δί­ας, ὁ Ἄ­ρης. Χον­τροὶ τρο­μα­κτι­κοὶ σβῶ­­λοι, ὅ­πως τοὺς εἶ­δα. Τὸ με­ση­μέ­ρι ἀ­κού­σα­με τὴ «Μου­σι­κὴ τοῦ κο­ρυ­δα­λοῦ» τοῦ Pan Górecki.* Πα­ρα­φρο­σύ­νη σὲ τρί­α ὄρ­γα­να. Μί­α συμ­πε­ρί­λη­ψη ὅ­πως στὴν ἐ­πο­χή του ὁ Μά­λερ. Νὰ βι­ώ­νεις ταυ­τό­χρο­να τὸν Μπε­τό­βεν καὶ τὸν Μπό­ρις Γκουν­τού­νωφ. Ὁ κο­ρυ­δα­λὸς χά­νε­ται ἀ­νε­πί­στρε­πτα. Στὸ δεύ­τε­ρο μέ­ρος. Τὸ φι­νά­λε τοῦ τρί­του εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἡ ὑ­πό­μνη­ση ὅ­τι σὲ γνώ­ρι­ζαν ἢ κά­τι πα­ρό­μοι­ο. Δύ­σκο­λα ν’ ἀν­τέ­ξεις αὐ­τὸ τὸ θαυ­μα­στὸ φο­βε­ρὸ κομ­μά­τι. Τὸ κλα­ρι­νέτ­το ποὺ πνί­γε­ται στὸ δεύ­τε­ρο μέ­ρος, ἐ­πει­δὴ χρει­ά­ζε­ται τὴν ἀ­να­πνο­ὴ ὅ­πως ἕ­νας ἄν­θρω­πος. Τὸ κα­θη­συ­χα­στι­κὸ γόγ­γυ­σμα τοῦ βι­ο­λον­τσέ­λου. Στὸν ὄ­μορ­φο, θη­ρι­ώ­δη κό­σμο. Ἡ μου­σι­κὴ ἔ­χει μιὰ σπά­νια συγ­γέ­νεια μὲ τὴν τέ­φρι­νη βρο­χή, τὶς εἰ­κό­νες τῶν ἀ­τμῶν ἀ­πὸ τὴν ἡ­φαι­στια­κὴ ἔ­κρη­ξη στὶς Φι­λιπ­πί­νες. Μέ­σα στὸ και­νούρ­γιο γυ­ά­λι­νο μοῦ­τρο. Θέ­λω νὰ πῶ μὲ τέ­τοι­α συ­σκευ­ὴ ὁ πό­λε­μος τοῦ Κόλ­που θὰ ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χος. Θέ μου! Οἱ πε­τρε­λαι­ο­πη­γὲς καί­γον­ται ἀ­κό­μα. Στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ γι­ορ­τά­ζουν τὰ ἐ­πι­νί­κια. Τὸ γε­ρά­κι μου κοί­τα­ξε κι­ό­λας πρὸς τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὰ πε­ρι­στέ­ρια δὲν ἔρ­χον­ται τό­σο κον­τά. Ὁ Μω­ϋ­σὴς κω­πη­λα­τεῖ στὸν Eyder. Πλῆ­θος λευ­κὰ ἔν­το­μα στρι­φο­γυ­ρί­ζουν σὰν ὕ­λη στὸ δει­λι­νό. [64]


* Henryk Górecki (Χ. Γκο­ρέ­τσκι, 1933- 2010). Πο­λω­νὸς συν­θέ­της.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Πά­χνη ξα­νὰ στὰ λει­βά­δια…]


Three years after the Chernobyl accident, on Sept. 15, 1989, dolls are stacked on empty beds in a kindergarten of Pripyat after people were evacuated from the town 5 km from the Chernobyl nuclear power plant in Ukraine. On April 26, 1986, an accident at the Chernobyl nuclear power plant became one of the largest ecological catastrophes ever. Pripyat was a young town with many children--the average age of the population was 26 years old.

Three years after the Chernobyl accident, on Sept. 15, 1989, dolls are stacked on empty beds in a kindergarten of Pripyat after people were evacuated from the town 5 km from the Chernobyl nuclear power plant in Ukraine. On April 26, 1986, an accident at the Chernobyl nuclear power plant became one of the largest ecological catastrophes ever. Pripyat was a young town with many children–the average age of the population was 26 years old.


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Πά­χνη ξα­νὰ στὰ λει­βά­δια]

[Wieder Reif auf den Wiesen…]


02-PiΑΧΝΗ ξα­νὰ στὰ λει­βά­δια. Τί κα­κὸ μ’ αὐ­τὴ τὴν Ἄ­νοι­ξη! Σφα­γὲς παν­τοῦ. Αὔ­ριο ἡ Ἡ­μέ­ρα Τσερ­νόμ­πιλ. Πε­θαί­νουν ἐ­κεῖ σὰν τὶς μύ­γες. Μό­λις ποὺ προ­λα­βαί­νει νὰ μυ­η­θεῖ κα­νεὶς ἐγ­καί­ρως. Στὸ με­τα­ξύ, τη­λε­ο­πτι­κὲς εἰ­κό­νες ἀ­πὸ τὰ γυ­μνω­μέ­να χω­ριά. Δὲν εἶ­ναι πο­τὲ ἀρ­κε­τὰ αὐ­τὰ ποὺ βλέ­πω. Ἡ ἐ­σπευ­σμέ­νη ἐκ­κέ­νω­ση φέρ­νει μιὰ μα­γεί­α μα­ζί της. Ἐν­τύ­πω­ση Μα­γε­μέ­νης Βα­σι­λο­πού­λας. Τὰ ροῦ­χα κρέ­μον­ται βρεγ­μέ­να πά­νω ἀ­πὸ τὴ σκά­φη. Τὰ γυ­ά­λι­να δο­χεῖ­α βαλ­μέ­να στὴ σα­νί­δα τοῦ φρά­χτη γιὰ στέ­γνω­μα, ἥ­λιος στὰ πα­ρά­θυ­ρα μὲ τὰ γα­λα­νὰ κου­φώ­μα­τα. Πα­ρά­λο­γη αἰ­σθη­τι­κή, ὅ­πως τὴν δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ τη­λε­ό­ρα­ση. Ἢ με­ρι­κοὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι ἐ­πι­στρέ­φουν κρυ­φὰ στὰ μο­λυ­σμέ­να ἀ­πὸ ρα­δι­ε­νέρ­γεια χω­ριά τους. Αὐ­τὸ ἐ­δῶ ἦ­ταν τὸ σχο­λεῖ­ο. Ὁ ἄ­νε­μος ξε­φυλ­λί­ζει ἀλ­φα­βη­τά­ρια. Παι­δι­κὲς ζω­γρα­φι­ὲς γιὰ τὴν Ἄ­νοι­ξη στοὺς τοί­χους. Τὰ παι­διὰ ἔ­χουν μό­λις ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴν τά­ξη. Με­γά­λο δι­ά­λειμ­μα. Πομ­πη­ΐ­α. Ἡ πε­ρι­ο­χὴ θὰ εἶ­ναι πά­λι κα­τοι­κή­σι­μη τὸ νω­ρί­τε­ρο με­τὰ ἀ­πὸ τρι­α­κό­σια χρό­νια. Τὰ πλοῖ­α ἐ­κεῖ στὰ πο­τά­μια εἶ­ναι σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ μο­λυ­σμέ­να ποὺ ἡ ρα­δι­ε­νέρ­γεια τοῦ νε­ροῦ δια­ρκῶς αὐ­ξά­νε­ται. Ἀ­θό­ρυ­βες πε­ρι­ο­χὲς ἐ­κεῖ. Τὰ φυλ­λο­βό­λα δέν­τρα νε­κρά, τὰ κω­νο­φό­ρα, ἀν­τι­θέ­τως, ἀ­πί­θα­να πρά­σι­να. Ὅ­λα Science-Fiction-Προ­γράμ­μα­τα. [56]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Τί βγά­ζει, ἀ­λή­θεια, ἡ πέν­να μου, ὅ­ταν ἀ­κού­ω ρα­δι­ό­φω­νο:…]


08-kirschsarah-tibgazeialitheia-eikona-02


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Τί βγά­ζει, ­λή­θεια, πέν­να μου,

­ταν ­κού­ω ρα­δι­ό­φω­νο:…]

[Was mir so aus der Feder kriecht wenn ich Radio höre:…]


ΤΙ ΒΓΑΖΕΙ, ἀ­λή­θεια, ἡ πέν­να μου, ὅ­ταν ἀ­κού­ω ρα­δι­ό­φω­νο:


       Κα­λη­μέ­ρα!


      Εἶ­χα τὴν τύ­χη νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω ζων­τα­νὸς ἀ­πὸ τὸ Ντά­χα­ου. Θέ­λω νὰ ἱ­στο­ρή­σω αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη τύ­χη. Οἱ χω­ρι­κοὶ μοῦ δώ­σα­νε ψω­μὶ καὶ μέ­λι. Τὸ βρά­δυ οἱ να­ζι­στὲς ἄρ­χι­σαν νὰ ἐ­κτε­λοῦν Ρώ­σους. Παρ­τι­ζά­νους, Ἑ­βραί­ους καὶ στε­λέ­χη. Χω­ρὶς δί­κη. Κα­τό­πιν ἄρ­χι­σε ἡ προ­έ­λα­ση πρὸς τὴν Μό­σχα. Ἕ­νας ἀ­γρό­της ἀ­πὸ τὸ Münsterland εἶ­πε, ἂν ὑ­πάρ­χει Θε­ός, πρέ­πει νὰ χά­σου­με γρή­γο­ρα αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο. Τὸ σα­ράν­τα ἕ­να, σα­ράν­τα δύ­ο εἴ­μα­σταν ἐγ­κλω­βι­σμέ­νοι. Μὲ πλη­σί­α­σε κά­ποι­ος: Στὸ στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης εἶ­χα δώ­σει στὴν ἀ­δελ­φή του νὰ φά­ει. Αὐ­τὸς ἦ­ταν ἡ σω­τη­ρί­α μου. Μό­λις ποὺ μπο­ροῦ­σα ἀ­κό­μη νὰ κι­νοῦ­μαι, ἔ­βλε­πα καὶ ἄ­κου­γα κι­ό­λας ἀγ­γέ­λους. Φω­νὲς σὰν νε­ρο­πη­γές. Ἕ­να ἄ­λο­γο κον­τά μου, ἔ­τσι ἦρ­θε ἡ Ἄ­νοι­ξη. Κά­θε­τοι ἀ­νέ­μοι, κρώ­ξι­μο γε­ρα­νῶν. Σ’ ἕ­να δι­ά­τρη­το ἀ­πὸ σφαῖ­ρες σπί­τι στὸ Witebsk* ὁ Hans ἔ­παι­ξε σα­ραμ­πάν­τες τοῦ Μπάχ. Τέσ­σε­ρεις ἑ­βδο­μά­δες ἀρ­γό­τε­ρα σκο­τώ­θη­κε. Ἐ­γὼ κα­τόρ­θω­σα νὰ δι­α­φύ­γω. [54-55]


* Πό­λη τῆς Λευ­κο­ρω­σί­ας, γε­νέ­τει­ρα τοῦ Marc Chagall.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Δό­ξα τῷ Θε­ῷ!…]


07-kirschsarah-doksatotheo-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Δό­ξα τῷ Θε­!…]

[Gottlob!…]

 

01-DeltaΟΞΑ τῷ Θε­ῷ! Ξα­νὰ ἐ­δῶ. Χτὲς ἦ­ταν μιὰ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη μέ­ρα, ἀλ­λὰ σὲ μιὰ με­γά­λη πό­λη ὅ­λα λει­τουρ­γοῦν δι­α­στρο­φι­κά. Τὸ ἀ­να­το­λι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο εἶ­ναι πρὸς τὸ πα­ρὸν ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πο­κρου­στι­κό. Στὴν Unter den Linden*, ἂν πά­ει κα­νεὶς ἐ­κεῖ, κά­θε δι­α­κό­σια μέ­τρα ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το χτυ­πη­μέ­νο καὶ πα­ρα­τη­μέ­νο γιὰ πα­λι­ο­σί­δε­ρα στὴ με­σαί­α λω­ρί­δα. Μπο­ρεῖ κα­νέ­νας θαρ­ρα­λέ­ος νὰ πε­ρι­μέ­νει ἐ­κεῖ νὰ δεῖ κά­τι τέ­τοι­ο ἐν τῇ γε­νέ­σει του. Μέ­σα σὲ λί­γη ὥ­ρα εἶ­δα τέσ­σε­ρα ἀ­τυ­χή­μα­τα. Ἡ ἀ­νά­γνω­ση στὸ Deutsches Theater (ἡ Christa Wolf: Τί ἄλ­λο θέ­λει τέ­λος πάν­των αὐ­τή; Ἔ­χει δι­καί­ω­μα νὰ μπαί­νει στὸ Deutsches Theater!) ἦ­ταν δι­α­σκε­δα­στι­κὴ με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια. Ἡ Elke** μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι μί­α κυ­ρί­α ἔ­χυ­νε δά­κρυ­α ὅ­λη τὴν ὥ­ρα. Τέ­τοι­ες πι­έ­νες γνω­ρί­ζουν μό­νο ἀ­να­το­λι­κο­γερ­μα­νι­κὰ ἀμ­φί­βια. [51]


* Τὸ γνω­στὸ βου­λε­βάρ­το τοῦ Βε­ρο­λί­νου «Ὑ­πὸ τὰς φι­λύ­ρας», ὅ­πως ἀ­πο­δό­θη­κε στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸ ὁ­μό­τι­τλο ρο­μάν­τσο τοῦ Ἀλ­φόν­σου Κάρ (Sous les Tilleuls, 1832). Μὲ τὸν ἴ­διο τί­τλο ποί­η­μα τοῦ γερ­μα­νοῦ ποι­η­τῆ τοῦ Με­σαί­ω­να Walther von der Vogelweide καὶ σπον­δυ­λω­τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα τῆς Christa Wolf (1969/1974).
** Ἡ γερ­μα­νί­δα ποι­ή­τρια Elke Elbe (1938).

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Τὴ με­γα­λύ­τε­ρη μά­χη τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων…]


06-kirschsarah-timegalyterimachi-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Τὴ με­γα­λύ­τε­ρη μά­χη τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων]

[Die größte Panzerschlacht…]


10-hΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΑΧΗ τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων με­τὰ τὸν Β’ Παγ­κό­σμιο πό­λε­μο λέ­νε οἱ στρα­τι­ω­τι­κοὶ ὅ­τι ἔ­χουν δώ­σει ἐ­ναν­τί­ον τῆς Φρου­ρᾶς τοῦ Χουσ­σε­ΐν. Ὑ­πὸ κα­ταρ­ρα­κτώ­δη βρο­χή. Σή­με­ρα πρέ­πει νὰ πε­ρά­σω στὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­νο­ή­τως εἶ­μαι πο­λὺ νω­ρὶς στὸ πό­δι, με­σά­νυ­χτα, καὶ τὸ βρά­δυ, ὅ­ταν πρέ­πει νὰ δι­α­βά­σω τὸ κεί­με­νο τοῦ Meister* στὴν Ἔκ­θε­ση-Πέ­τερ Βά­ϊς, εἶ­μαι ἀ­πο­κα­μω­μέ­νη. Θὰ τὸ κοι­τά­ξω στὸ τραῖ­νο. Ἕ­να προ­σχέ­διο τοῦ «Ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας τοὺς γο­νεῖς». Ἄχ, ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χω ἀ­κού­σει τὴν κό­ρη μου. Νὰ μὴν ἐ­κτε­θῶ σὲ αὐ­τὸ τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα. Ἐ­πει­δὴ στὴν Ἑ­ται­ρεί­α-Πέ­τερ Βά­ϊς πρό­κει­ται γιὰ συ­νά­θροι­ση ἐ­πι­κίν­δυ­νων γιὰ μέ­να ὑ­πο­λειμ­μά­των ἀ­ρι­στε­ρῶν ἀν­θρώ­πων. Ἀλ­λὰ βρί­σκο­μαι ἀ­κό­μη στὸ Τ.** Στὸ Τ. τί­πο­τε δὲν μὲ στε­νο­χω­ρεῖ. Πρέ­πει νὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν χάρ­τη τῆς πό­λης, ἔ­χω ξε­χά­σει τὶς πε­ρι­ο­χές. Τρά­βη­ξα ἕ­ναν ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή μας. Γρά­φει «Βε­ρο­λῖ­νο» ἐ­πά­νω, κα­τό­πιν «εἶ­ναι ὡ­στό­σο ἁ­πλῶς πρω­τεύ­ου­σα». Τῆς Γερ­μα­νι­κῆς Λα­ϊ­κῆς ΓΛΛΔ.*** Πρέ­πει νὰ κοι­τά­ξω ἕ­ναν ἄλ­λο. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ εἶ­ναι ἕ­νας δι­α­λυ­μέ­νος χάρ­της. Ὁ Schumann ἀ­πο­ρεῖ ποὺ σκα­λί­ζω τὸ ρά­φι. Ἀ­γνο­εῖ τί ἦ­ταν κά­πο­τε γιὰ μέ­να τὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Τώ­ρα εἶ­μαι μιὰ χω­ριά­τα ὅ­πως αὐ­τὸς καὶ εὐ­τυ­χὴς γι’ αὐ­τό. [49]


* Ἐν­νο­εῖ τὸν γερ­μα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Peter Weiss (1916-1982) καὶ τὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κό του ἀ­φή­γη­μα Abschied von den Eltern (1961).
** Tielenhemme.
*** Στὸ κεί­με­νο «DDDR». Ἂν δὲν με­τα­φέ­ρει τυ­πο­γρα­φι­κὸ σφάλ­μα τοῦ χάρ­τη ἢ δὲν εἰ­ρω­νεύ­ε­ται τὸν δη­μο­κρα­τι­κὸ/λα­ϊ­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμὸ τοῦ κρά­τους μὲ τὴν ἐμ­φα­τι­κὴ ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ «D», ἡ Kirsch παί­ζει μὲ τὰ ἀ­κρω­νύ­μια τῆς Λα­ϊ­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας τῆς Γερ­μα­νί­ας (DDR) καὶ τοῦ νέ­ας τε­χνο­λο­γί­ας δι­πλο­ε­στια­κοῦ βη­μα­το­δό­τη «DDDR».

Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Κρε­μι­έ­μαι συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο…]


05-kirschsarah-kremiemaisynechos-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Κρε­μι­έ­μαι συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο]

[Dauernd häng ich am Radio…]


07-Kappa-471px-T2JB159_-_Jungle_Book_capital_KΡΕΜΙΕΜΑΙ συ­νε­χῶς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ ἀ­κού­ω εἰ­δή­σεις καὶ σχό­λια. Πο­λε­μι­κὲς οἰ­μω­γές. Εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κὸ πό­σο λο­γι­κὰ τὰ βρί­σκουν ὅ­λα οἱ λε­γό­με­νοι εἰ­δι­κοί. Ὅ­σο πιὸ γρή­γο­ρα ξε­σπά­σει ὁ πό­λε­μος, λέ­νε, τό­σο πιὸ εὐ­νο­ϊ­κὰ θὰ ἐ­ξε­λι­χθεῖ. Στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ τὸ Ἰσ­ρα­ὴλ ὀρ­γα­νώ­νον­ται πάρ­τυ γιὰ τὴ δύ­ση τοῦ κό­σμου. Τὰ ξε­νο­δο­χεῖ­α προ­σφέ­ρουν σαμ­πά­νια σὲ ὅ­ποι­ον νοι­κιά­σει δω­μά­τιο. Ἢ τοῦ προ­σφέ­ρουν ἀ­μέ­σως γιὰ τὸ κου­ρά­γιο του σου­ΐ­τα. Πρέ­πει νὰ φύ­γου­με γρή­γο­ρα. Πα­γο­δρο­μί­α μὲ τὸ χά­ρα­μα. Μεῖ­ον τέσ­σε­ρεις βαθ­μοί, ὅ­λα μιὰ πά­χνη. Στὴ μι­ση­τὴ πο­λί­χνη, ὅ­που ξα­να­ῆρ­θα στὸν κομ­μω­τὴ καὶ γιὰ ν’ ἀ­γο­ρά­σω εἰ­σι­τή­ρια, ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἀ­θυ­μί­α. Ἤ­μουν σχε­δὸν μιὰ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὴ ἐγ­κάρ­σια το­μὴ γιὰ τὸν κομ­μω­τή μου. Τό­σο ἀ­νή­συ­χους εἶ­χα νὰ δῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Τσερ­νόμ­πιλ. Ἡ εἰ­κό­να μ’ ἔ­βρι­σκε ὣς τὴν καρ­διά. Ἄν­θρω­ποι σχε­δὸν συμ­πα­θη­τι­κοὶ μέ­σα στὴν ἀ­νημ­πό­ρια τους. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἔρ­χον­ται ἡ ζω­γρά­φος μας καὶ ὁ Isegrim ποὺ σὲ τέ­τοι­ους και­ροὺς ἐ­πι­μέ­νουν νὰ πᾶ­νε στὴν Κο­ρέ­α. Ὁ Isegrim με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­πέμ­βα­ση στὸ σα­γό­νι, ποὺ τὸν κά­νει γιὰ τὰ κα­λὰ γκρι­νιά­ρη. Βλέμ­μα χτυ­πη­μέ­νου λι­ον­τα­ριοῦ. [39]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Ἦ­ταν μά­λι­στα τὸ τα­ξί­δι ἀ­νά­γνω­σης τὴν Ἄ­νοι­ξη…]


04-kirschsarah-itanmalista-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[­ταν μά­λι­στα τὸ τα­ξί­δι ­νά­γνω­σης τὴν ­νοι­ξη]

[Ja es gab sie die Lesereise im Frühjahr…]


03-HttaΤΑΝ μά­λι­στα τὸ τα­ξί­δι ἀ­νά­γνω­σης τὴν Ἄ­νοι­ξη, κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δέ­σπο­ζαν ἕ­να που­λὶ καὶ πόρ­τες ἀ­νοι­χτές. Κά­θε βρά­δυ, σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ θέ­ση, καὶ ἄλ­λα που­λιά, ἄλ­λες πόρ­τες ἀ­νοι­χτές, καὶ μα­ζὶ τὸ δι­κό μου ποί­η­μα γιὰ τὴν ἀ­στα­μά­τη­τη βρο­χή, τὸ ἀν­τί­στοι­χο που­λί, τὴν πόρ­τα ποὺ χτυ­πᾶ ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, καὶ πό­σο συ­ναρ­πα­στι­κὸ ἦ­ταν κά­θε ποὺ συ­νέ­πι­πταν τὸ ποί­η­μα καὶ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐ­νῶ ἐ­γὼ δι­ά­βα­ζα αὐ­τὸ τὸ κεί­με­νο δυ­να­τά, μπρο­στὰ σὲ ἕ­να κοι­νὸ ὅ­πως ἕ­να εἶ­στε τώ­ρα Ἐ­σεῖς, ἄ­κου­γα τὴ φω­νή μου ὅ­πως μπο­ρῶ τώ­ρα νὰ τὴν ἀ­κού­ω στὸν χῶ­ρο αὐ­τὸ τοῦ σή­με­ρα, ἄ­κου­γα τὴν ἀ­στα­μά­τη­τη βρο­χὴ ὅ­πως πρω­τύ­τε­ρα τὸ κο­τσύ­φι, καὶ ἡ πόρ­τα, ἡ πραγ­μα­τι­κὰ δι­α­θέ­σι­μη, ἡ πρὸς τὰ ἔ­ξω ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα, χτύ­πη­σε στὴ θέ­ση τῆς πόρ­τας ποὺ χτυ­ποῦ­σε ‘δῶ κι ἐ­κεῖ κι ἐ­γὼ δι­ά­βα­ζα γιὰ τὸ κοι­νό, γιὰ ἕ­να κοι­νὸ ὅ­πως εἶ­στε τώ­ρα Ἐ­σεῖς, καὶ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ τρα­βή­ξω ὅ­σο κρα­τοῦ­σε ἡ σύν­δε­ση μὲ τὸν ἔ­ξω κό­σμο, ἡ πόρ­τα ἡ ὄν­τως ἀ­νοι­χτὴ χτυ­πών­τας ’­δῶ κι ἐ­κεῖ καὶ ἡ βρο­χὴ καὶ τὸ κο­τσύ­φι ἢ ὁ τρυ­πο­φρά­κτης ἡ τουρ­λί­δα καὶ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μοῦ εἶ­ναι τὸ πιὸ ἀ­γα­πη­τό. [24-25]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.



		

	

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Τὸ με­λαγ­χο­λι­κὸ δί­χως ἀ­κτὴ νη­σί…]


03-kirschsarah-tomelancholiko-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Τὸ με­λαγ­χο­λι­κὸ δί­χως ­κτὴ νη­σί]

[Die düstere strandlose Insel…]


10-Taph-Chronica_Polonorum_TΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ δί­χως ἀ­κτὴ νη­σὶ εἶ­ναι ἐ­πί­σης τώ­ρα ἕ­να ἀ­πὸ τὰ οὐ­ρά­νια τό­ξα αὐ­τὴ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου. Ἀ­π’ ὅ­ποι­ο πα­ρά­θυ­ρο κι ἂν τὸ κοι­τά­ξεις, κι ἐ­μεῖς ἔ­χου­με τέ­τοι­α καὶ στὰ ὀ­χτὼ ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα, βλέ­πεις τὰ βα­θυ­σκό­τει­να σύν­νε­φα τοῦ νη­σιοῦ κι ἐ­πά­νω τους κεν­τη­μέ­να τὰ συ­νή­θως δι­πλὰ οὐ­ρά­νια τό­ξα. Δρό­μοι μα­κρι­νοὶ μέ­σα στὴ θύ­ελ­λα: τὰ πό­δια μι­λοῦν γι’ αὐ­τὸ καὶ ἀ­να­στε­νά­ζουν. Ἡ βρε­τα­νι­κὴ θά­λασ­σα, γλά­ροι, μαυ­ρό­χη­νες καὶ πά­πι­ες τοῦ πο­τα­μοῦ Eyder. Νε­κρὲς μὲ ὑ­δά­τι­να μαρ­γα­ρι­τά­ρια στὰ ὄ­μορ­φα φτε­ρά. Ράμ­φη σφη­νο­ει­δῆ μὲ χρῶ­μα πρά­σι­νο τῆς ἐ­λιᾶς καὶ με­γά­λα ρου­θού­νια, ἀ­νοι­χτο­πρά­σι­να μά­γου­λα, φτέ­ρω­μα στὸ στῆ­θος ρο­δα­λό. Ἕ­να τό­σο εὐ­γε­νι­κὸ ἀ­σπρό­μαυ­ρο ροῦ­χο φτε­ρω­τό. Δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νες ἀ­πὸ πε­τρέ­λαι­ο. Πλά­ϊ στὴ νε­κρὴ ἀρ­σε­νι­κὴ πά­πια φτε­ρού­γι­ζε πεν­θών­τας την μιὰ θη­λυ­κιά. Ἔ­δει­χνε κι­ό­λας ἀρ­ρω­στη­μέ­νη. Τέ­τοι­ες στιγ­μὲς μοῦ προ­κα­λοῦν ἀ­νεί­πω­τη ὀρ­γὴ ὁ ἀν­θρώ­πι­νος πα­ρα­σι­τι­σμὸς καὶ ἡ κα­τά­στα­ση στὸν πλα­νή­τη, ὀ­λι­σθη­ρὴ καὶ πά­ει λέ­γον­τας. [23-24]


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.