ΛάνγκστονΧιούζ (Langston Hughes)
Eὐχαριστῶ, κυρία
(Thank you, M’am)
ΤΑΝ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΗ, μὲ μιὰ τεράστια τσάντα ποὺ μόνο σφυρὶ καὶ καρφιὰ δὲν εἶχε μέσα. Ἡ τσάντα εἶχε ἕνα μακρὺ λουρὶ καὶ ἡ γυναίκα τὴ φοροῦσε κρεμασμένη διαγώνια ἀπὸ τὸν ὦμο της. Ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕντεκα τὸ βράδυ, ἦταν σκοτεινὰ καὶ περπατοῦσε μόνη της· ξαφνικά, ἕνα ἀγόρι τὴν πλησίασε ἀπὸ πίσω τρέχοντας καὶ προσπάθησε νὰ τῆς ἁρπάξει τὴν τσάντα. Τὸ λουρὶ ἔσπασε μὲ τὴν πρώτη, ἔτσι ὅπως τὸ τράβηξε ἀπότομα τὸ ἀγόρι. Ὅμως, τὸ βάρος του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ βάρος τῆς τσάντας, τὸ ἔκανε νὰ χάσει τὴν ἰσορροπία του. Ἀντὶ νὰ φύγει μὲ τὰ πόδια στοὺς ὤμους, ὅπως ἤλπιζε, ἔπεσε φαρδὺς πλατὺς στὸ πεζοδρόμιο μὲ τὰ πόδια σηκωμένα στὸν ἀέρα. Ἡ μεγαλόσωμη γυναίκα ἔκανε ἁπλῶς μεταβολὴ καὶ τὸν κλότσησε ἴσα στὸν τυλιγμένο σ’ ἕνα μπλουτζὶν πισινό του. Μετά, ἔσκυψε, βούτηξε τὸ ἀγόρι ἀπὸ τὴ μπλούζα καὶ τὸ ταρακούνησε μέχρι ποὺ κροτάλισαν τὰ δόντια του.
Ὕστερα τοῦ εἶπε: «Πιάσε τὸ τσαντάκι μου, μικρέ, καὶ δῶσ’ τo μου.»
Τὸν κρατοῦσε ἀκόμα σφιχτά. Ἔσκυψε ὅμως ἀρκετὰ γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος νὰ γείρει μπροστὰ καὶ νὰ σηκώσει τὴν τσάντα της. Μετὰ τοῦ εἶπε: «Μὰ γιὰ πές μου, τσίπα δὲν ἔχεις πάνω σου;»
Τὸ ἀγόρι, ποὺ τὸν κρατοῦσε ἀκόμα σφιχτὰ ἀπὸ τὴ μπλούζα, εἶπε: «Ναί, κυρία.»
Ἡ γυναίκα εἶπε: «Γιατί τὸ ἔκανες αὐτό;»
Τὸ ἀγόρι εἶπε: «Δὲν τό ’θελα.»
Ἐκείνη τοῦ εἶπε: «Ψευταρά!»
Τοὺς εἶχαν ἤδη προσπεράσει δυὸ-τρεῖς ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν κοντοσταθεῖ καὶ εἶχαν γυρίσει νὰ δοῦν τί ἔτρεχε. Κάνα-δυὸ στέκονταν ἀκόμα καὶ τοὺς κοιτοῦσαν.
«Ἂν σ’ ἀφήσω, θὰ τὸ βάλεις στὰ πόδια;» ρώτησε ἡ γυναίκα.
«Ναί, κυρία», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Τότε δὲ σ’ ἀφήνω», εἶπε ἡ γυναίκα. Καὶ δὲν τὸν ἄφησε.
«Συγγνώμη, κυρία», ψιθύρισε τὸ ἀγόρι.
«Μάλιστα! Ἡ μούρη σου εἶναι βρόμικη. Ἔτσι μοῦ ’ρχεται νὰ σὲ βάλω κάτω καὶ νὰ σὲ πλύνω. Δὲν ἔχεις κανέναν σπίτι νὰ σοῦ πεῖ νὰ νιφτεῖς;»
«Ὄχι, κυρία», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Ἔ, τότε θὰ νιφτεῖς ἀπόψε», εἶπε ἡ γυναίκα, καὶ μιὰ καὶ δυὸ κίνησε στὸ δρόμο, σέρνοντας πίσω της τὸ τρομοκρατημένο ἀγόρι.
Φαινόταν καμιὰ δεκαπενταριὰ χρονῶν, ἦταν ἀδύνατο σὰν κλαράκι καὶ φοροῦσε ἐλβιέλες καὶ τζίν.
Ἡ γυναίκα τοῦ εἶπε: «Ἔπρεπε νὰ ἤσουν δικό μου παιδί. Θὰ σοῦ μάθαινα τί εἶναι σωστὸ καὶ τί ὄχι. Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ κάνω τώρα εἶναι νὰ σοῦ πλύνω τὴ μούρη. Πεινᾶς;»
«Ὄχι, κυρία», τῆς εἶπε τὸ ἀγόρι τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔσερνε. «Θέλω νὰ μὲ ἀφήσεις νὰ φύγω.»
«Σ’ ἐνοχλοῦσα ἔτσι ποὺ ἔστριβα τὴ γωνία;» ρώτησε ἡ γυναίκα.
«Ὄχι, κυρία.»
«Ναί, ἀλλὰ ἦρθες κοντά μου», εἶπε ἡ γυναίκα. «Ἂν νομίζεις ὅτι τώρα θὰ φύγεις ἔτσι εὔκολα, σὲ γελάσανε. Ὅταν ξεμπερδέψω μαζί σου, νεαρέ, ἡ κυρία Λουέλα Μπέιτς Γουάσινγκτον Τζόουνς θὰ σοῦ μείνει ἀξέχαστη.»
Ἱδρώτας κύλησε στὸ πρόσωπο τοῦ ἀγοριοῦ. Ἄρχισε νὰ ἀντιστέκεται. Ἡ κυρία Τζόουνς κοντοστάθηκε, τὸν ταρακούνησε, τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὸ λαιμὸ σὰν νὰ τοῦ ἔκανε κεφαλοκλείδωμα καὶ συνέχισε νὰ τὸν σέρνει στὸ δρόμο. Ὅταν ἔφτασαν στὴν πόρτα της, τὸν ἔχωσε μέσα καὶ τὸν ἔσυρε κατὰ μῆκος ἑνὸς χὸλ μέχρι ἕνα μεγάλο δωμάτιο μὲ κουζινάκι στὸ πίσω μέρος τοῦ σπιτιοῦ. Ἄναψε τὸ φῶς καὶ ἄφησε τὴν πόρτα ἀνοιχτή. Τὸ ἀγόρι ἄκουγε φωνὲς καὶ γέλια ἀπὸ ἄλλους ἐνοίκους τοῦ μεγάλου σπιτιοῦ. Κάποιες πόρτες ἦταν ἀνοιχτὲς καὶ ἔτσι ἤξερε ὅτι δὲν ἦταν μόνος του μὲ τὴ γυναίκα. Ἐκείνη τὸν κρατοῦσε ἀκόμα ἀπὸ τὸ λαιμό· στέκονταν στὴ μέση του δωματίου της.
«Πῶς σὲ λένε;» τὸν ρώτησε.
«Ρότζερ», ἀπάντησε τὸ ἀγόρι.
«Τότε, Ρότζερ, πήγαινε στὸ νεροχύτη καὶ πλύνε τὴ μούρη σου», τοῦ εἶπε καὶ ἐπιτέλους τὸν ἄφησε. Ὁ Ρότζερ κοίταξε τὴν πόρτα, κοίταξε τὴ γυναίκα, ξανακοίταξε τὴν πόρτα καὶ πῆγε στὸ νεροχύτη.
«Ἄσ’ τὸ νερὸ νὰ τρέξει μέχρι νὰ ζεσταθεῖ», τοῦ εἶπε. «Νά καὶ μιὰ καθαρὴ πετσέτα.»
«Θὰ μὲ πᾶς στὴ φυλακή;» ρώτησε τὸ ἀγόρι, σκυμμένο ὅπως ἦταν στὸ νεροχύτη.
«Ἔτσι ὅπως εἶναι ἡ μούρη σου, πουθενὰ δὲ σὲ πάω», τοῦ εἶπε. «Ὁρίστε μας, πηγαίνω ὄμορφα κι ὡραῖα στὸ σπίτι μου νὰ φτιάξω ἕνα φαῒ νὰ φάω καὶ μοῦ βουτᾶς τὸ τσαντάκι μου! Βρὲ μήπως οὔτε κι ἐσὺ δὲν ἔχεις πάει γιὰ φαγητό, κι ἂς εἶναι ἡ ὥρα περασμένη;»
«Στὸ σπίτι μου δὲν εἶναι κανείς», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Ἔ, τότε θὰ φᾶμε», εἶπε ἡ γυναίκα. «Μᾶλλον θὰ πεινᾶς, ἢ πεινοῦσες, γιὰ νὰ προσπαθήσεις νὰ μοῦ βουτήξεις τὸ τσαντάκι!»
«Θέλω ἕνα ζευγάρι μπλὲ σουὲτ παπούτσια», εἶπε τὸ ἀγόρι.
«Δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ μοῦ βουτήξεις τὸ τσαντάκι γιὰ νὰ πάρεις σουὲτ παπούτσια», εἶπε ἡ κυρία Λουέλα Μπέιτς Γουάσινγκτον Τζόουνς. «Ἂς μοῦ τὰ ζητοῦσες.»
«Τί;»
Τὸ ἀγόρι τὴν κοίταξε, μὲ τὸ νερὸ νὰ στάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ἔγινε μιὰ παύση. Μιὰ πολὺ μεγάλη παύση. Σκούπισε τὸ πρόσωπό του καί, μὴν ξέροντας τί νὰ κάνει, τὸ ξανασκούπισε καὶ ἔκανε μεταβολή, ἐνῶ ἀναρωτιόταν τί τὸν περίμενε. Ἡ πόρτα ἦταν ἀνοιχτή. Μποροῦσε νὰ τὸ βάλει στὰ πόδια. Μποροῦσε νὰ φύγει τρέχοντας, τρέχοντας ἀσταμάτητα!
Ἡ γυναίκα καθόταν στὸ ντιβάνι. Μετὰ ἀπὸ λίγο εἶπε: «Κι ἐγὼ ἤμουν κάποτε μικρὴ καὶ ἤθελα πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἔχω.»
Ἔγινε ἄλλη μιὰ μεγάλη παύση. Τὸ ἀγόρι ἄνοιξε τὸ στόμα του. Μετὰ συνοφρυώθηκε, ἀσυναίσθητα.
Ἡ γυναίκα εἶπε: «Γιὰ δές! Νόμισες ὅτι θὰ ἔλεγα “ἀλλά”, ἔτσι δὲν εἶναι; Νόμισες ὅτι θὰ ἔλεγα ὅμως ἐγὼ δὲ βουτοῦσα τὰ τσαντάκια τοῦ κόσμου. Ἒ λοιπόν, δὲ θὰ ἔλεγα αὐτό.» Παύση. Σιωπή. «Ἔχω κάνει κι ἐγὼ πράγματα ποὺ δὲ θὰ σοῦ τὰ ἔλεγα ποτέ, παιδί μου – οὔτε στὸ Θεὸ δὲ θὰ τὰ ἔλεγα, ἂν δὲν τὰ ἤξερε ἤδη. Ὅλοι ἔχουμε κάτι κοινὸ μὲ τοὺς ἄλλους. Κάτσε κάτω λοιπὸν μέχρι νὰ φτιάξω κάτι νὰ φᾶμε. Ἂν θές, πάρε τὴν τσατσάρα ἀπὸ ἐκεῖ καὶ χτένισε τὰ μαλλιά σου, νὰ βλέπονται.»
Σὲ μιὰ ἄλλη γωνιὰ τοῦ δωματίου, πίσω ἀπὸ ἕνα παραβάν, ἦταν μιὰ κουζινίτσα μὲ γκάζι καὶ μιὰ παγωνιέρα. Ἡ κυρία Τζόουνς σηκώθηκε καὶ πῆγε πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν. Δὲν πρόσεχε τὸ ἀγόρι νὰ δεῖ ἂν θὰ τὸ ἔσκαγε, οὔτε τὴν τσάντα της, ποὺ τὴν εἶχε ἀφήσει στὸ ντιβάνι. Τὸ ἀγόρι ὅμως φρόντισε νὰ κάτσει στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου, μακριὰ ἀπὸ τὴν τσάντα, ἐκεῖ ποὺ νόμιζε ὅτι μποροῦσε νὰ τὸν βλέπει εὔκολα ἡ γυναίκα μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ της, ἂν ἤθελε. Δὲν περίμενε νὰ μὴν τὸν ἐμπιστευτεῖ ἡ γυναίκα. Καὶ δὲν ἤθελε νὰ μὴν τὸν ἐμπιστεύονται τέτοια ὥρα.
«Θέλεις κανέναν νὰ πάει γιὰ ψώνια;» τὴ ρώτησε. «Γιὰ νὰ πάρει γάλα, ἢ κάτι τέτοιο;»
«Μπά», εἶπε ἡ γυναίκα. «Ἐκτὸς κι ἂν θὲς ἐσὺ φρέσκο γάλα. Ἔλεγα νὰ φτιάξω ἕνα κακάο μὲ τοῦτο τὸ γάλα τοῦ κουτιοῦ.»
«Ὡραῖα», εἶπε τὸ ἀγόρι.
Ἡ γυναίκα ζέστανε φασόλια καὶ χοιρομέρι ἀπὸ τὴν παγωνιέρα της, ἔφτιαξε τὸ κακάο καὶ ἔβαλε τραπέζι. Δὲ ρώτησε τὸ ἀγόρι τίποτα: οὔτε ποῦ ἔμενε, οὔτε γιὰ τοὺς γονεῖς του, οὔτε κάτι ἄλλο ποὺ θὰ τὸ ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση. Ἀντὶ γι’ αὐτό, ὅσο ἔτρωγαν, τοῦ μίλησε γιὰ τὴ δουλειά της στὸ κέντρο αἰσθητικῆς ἑνὸς ξενοδοχείου ποὺ ἔμενε ἀνοιχτὸ ὣς ἀργά, τοῦ περιέγραψε τί ἔκανε καὶ τοῦ μίλησε γιὰ τὶς λογιῶν λογιῶν γυναῖκες ποὺ μπαινόβγαιναν, ξανθιές, κοκκινομάλλες καὶ Σπανιόλες. Μετά, τοῦ ἔκοψε τὸ μισὸ ἀπὸ τὸ κέικ της.
«Φάε λίγο ἀκόμα, παιδί μου», τοῦ εἶπε.
Ὅταν τέλειωσαν τὸ φαγητό τους, σηκώθηκε καὶ τοῦ εἶπε: «Λοιπόν, πάρε τοῦτα ’δῶ τὰ δέκα δολάρια καὶ πήγαινε νὰ ἀγοράσεις μπλὲ σουὲτ παπούτσια. Καὶ ἄλλη φορὰ μὴν τυχὸν καὶ πᾶς νὰ μοῦ ξαναβουτήξεις τὴν τσάντα —οὔτε καὶ κανενὸς ἄλλου— γιατί τὰ παπούτσια ποὺ ἀποκτᾶς μὲ κόλπα τοῦ διαβόλου σοῦ καῖνε τὰ πόδια. Ἄντε, πρέπει νὰ ξεκουραστῶ τώρα. Ἐλπίζω ὅμως ὅτι ἀπὸ ’δῶ καὶ μπρός, παιδί μου, θὰ εἶσαι φρόνιμος.»
Διέσχισαν μαζὶ τὸ χόλ, τὸν πῆγε ὣς τὴν ἐξώπορτα καὶ τὴν ἄνοιξε. «Καληνύχτα! Καὶ φρόνιμα, μικρέ!» εἶπε, κοιτάζοντας ἔξω, στὸ δρόμο, τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἀγόρι κατέβαινε τὰ σκαλιά.
Τὸ ἀγόρι ἤθελε νὰ πεῖ κάτι ἄλλο ἀπὸ ἕνα σκέτο «Εὐχαριστῶ, κυρία» στὴν κυρία Λουέλα Μπέιτς Γουάσινγκτον Τζόουνς, ἀλλά, παρόλο ποὺ τὰ χείλια του κουνιοῦνταν, οὔτε αὐτὸ δὲν μπόρεσε νὰ πεῖ, καθὼς γύρισε στὸ πλατύσκαλο καὶ σήκωσε τὸ βλέμμα στὴ μεγαλόσωμη γυναίκα ποὺ στεκόταν στὴν εἴσοδο. Μετά, ἐκείνη ἔκλεισε τὴν πόρτα.
Δεῖτε τὶς παρακάτω δύο δραματοποιήσεις:
(1) Ἀπόσπασμα 1’48’’ ἀπὸ δωδεκάλεπτη παραγωγὴ τῶν Andrew Sugerman καὶ τῆς Barbara Bryant ποὺ διακρίθηκε ἀπὸ τὸ «Ἀμερικανικὸ Κινηματογραφικὸ Φεστιβάλ», τὴν «Ἀμερικανικὴ Ἕνωση Βιβλιοθηκῶν» καὶ τὸ «Παιδικὸ Κινηματογραφικὸ Φεστιβάλ».
(2) Πολὺ ἐνδιαφέρουσα (ἂν καὶ ἀποσπασματική) σύνθεση τοῦ δασκάλου καὶ κινηματογραφιστῆ Larry Baskey, βασισμένη στὰ πλάνα τραβηγμάτων τοῦ 1980 σὲ super 8 ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀφαιρέθηκε ὁ ἦχος καὶ προστέθηκε μουσικὴ ἀπὸ τὸ κουαρτέτο ἐγχόρδων τοῦ Reza Vali μὲ τίτλο: «Δημοτικὰ τραγούδια γιὰ κουαρτέτο ἐγχόρδων: Δημοτικοὶ χοροί». Ὅπως σημειώνει ὁ κινηματογραφιστὴς «τὸ καινούργιο κομμάτι ἔχει διαφορετικὲς συνδηλώσεις ἀπ’ ἐκεῖνες πάνω στὶς ὁποῖες εἶχε στηριχτεῖ ἀρχικὰ ἡ ταινία, ἀλλὰ μοιάζει νὰ στέκει ἀπὸ μόνη της σὰν ἕνα νέο καὶ διαφορετικὸ ἔργο».
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories,Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986.
Λάνγκστον Χιοὺζ (LangstonHughes) (Τζόπλιν, Μιζούρι, 1902-Νέα Ὑόρκη, 1967). Θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους μαύρους ποιητὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ὑπῆρξε πολὺ παραγωγικὸς συγγραφέας καὶ ἀγωνίστηκε μὲ τὴν ποίηση, τὰ διηγήματα τὰ θεατρικὰ ἔργα καὶ τὰ δοκίμιά του γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν μαύρων, ἐνῶ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὴ λογοτεχνία. Πέθανε τὸ 1967, νικημένος ἀπὸ τὸν καρκίνο.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἄγγλικά:
Μάτα Σαλογιάννη. Σπούδασε μετάφραση στὸ Ἰόνιο Πανεπιστήμιο. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικά, τὰ γαλλικά, τὰ ἰταλικά, τὰ πορτογαλικὰ καὶ τὰ τουρκικὰ καὶ ἀσχολεῖται ἐπαγγελματικὰ μὲ τὴ λογοτεχνικὴ μετάφραση ἀπὸ τὸ 2005.
Εἰκόνα: Langston Hughes, παστὲλ τοῦ Winold Reiss (περ. 1925).
Filed under: Hughes Langston,Αγγλικά,ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ,Ηλικίες,Παραβατικότητα,Ρεαλισμός,Σαλογιάννη Μάτα | Tagged: Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μάτα Σαλογιάννη,Langston Hughes | Τὰ σχόλια στὸ Λάνγκστον Χιούζ (Langston Hughes): Εὐχαριστῶ, κυρία ἔχουν κλείσει