Λάνγκστον Χιούζ (Langston Hughes): Εὐχαριστῶ, κυρία

 

 

ΛάνγκστονΧιούζ (Langston Hughes)

 

Eὐχαριστῶ, κυρία

(Thank you, M’am)

 

­ΤΑΝ ΜΙΑ ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ ΜΕ­ΓΑ­ΛΟ­ΣΩ­ΜΗ, μὲ μιὰ τε­ρά­στια τσάν­τα ποὺ μό­νο σφυ­ρὶ καὶ καρ­φιὰ δὲν εἶ­χε μέ­σα. Ἡ τσάν­τα εἶ­χε ἕ­να μα­κρὺ λου­ρὶ καὶ ἡ γυ­ναί­κα τὴ φο­ροῦ­σε κρε­μα­σμέ­νη δι­α­γώ­νια ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο της. Ἡ ὥ­ρα ἦ­ταν πε­ρί­που ἕν­τε­κα τὸ βρά­δυ, ἦ­ταν σκο­τει­νὰ καὶ περ­πα­τοῦ­σε μό­νη της· ξαφ­νι­κά, ἕ­να ἀ­γό­ρι τὴν πλη­σί­α­σε ἀ­πὸ πί­σω τρέ­χον­τας καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ τῆς ἁρ­πά­ξει τὴν τσάν­τα. Τὸ λου­ρὶ ἔ­σπα­σε μὲ τὴν πρώ­τη, ἔ­τσι ὅ­πως τὸ τρά­βη­ξε ἀ­πό­το­μα τὸ ἀ­γό­ρι. Ὅ­μως, τὸ βά­ρος του, σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὸ βά­ρος τῆς τσάν­τας, τὸ ἔ­κα­νε νὰ χά­σει τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α του. Ἀν­τὶ νὰ φύ­γει μὲ τὰ πό­δια στοὺς ὤ­μους, ὅ­πως ἤλ­πι­ζε, ἔ­πε­σε φαρ­δὺς πλα­τὺς στὸ πε­ζο­δρό­μιο μὲ τὰ πό­δια ση­κω­μέ­να στὸν ἀ­έ­ρα. Ἡ με­γα­λό­σω­μη γυ­ναί­κα ἔ­κα­νε ἁ­πλῶς με­τα­βο­λὴ καὶ τὸν κλό­τση­σε ἴ­σα στὸν τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ἕ­να μπλουτ­ζὶν πι­σι­νό του. Με­τά, ἔ­σκυ­ψε, βού­τη­ξε τὸ ἀ­γό­ρι ἀ­πὸ τὴ μπλού­ζα καὶ τὸ τα­ρα­κού­νη­σε μέ­χρι ποὺ κρο­τά­λι­σαν τὰ δόν­τια του.

       Ὕ­στε­ρα τοῦ εἶ­πε: «Πιά­σε τὸ τσαν­τά­κι μου, μι­κρέ, καὶ δῶ­σ’ τo μου.»

       Τὸν κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μα σφι­χτά. Ἔ­σκυ­ψε ὅ­μως ἀρ­κε­τὰ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἐ­κεῖ­νος νὰ γεί­ρει μπρο­στὰ καὶ νὰ ση­κώ­σει τὴν τσάν­τα της. Με­τὰ τοῦ εἶ­πε: «Μὰ γιὰ πές μου, τσί­πα δὲν ἔ­χεις πά­νω σου;»

       Τὸ ἀ­γό­ρι, ποὺ τὸν κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μα σφι­χτὰ ἀ­πὸ τὴ μπλού­ζα, εἶ­πε: «Ναί, κυ­ρί­α.»

       Ἡ γυ­ναί­κα εἶ­πε: «Για­τί τὸ ἔ­κα­νες αὐ­τό;»

       Τὸ ἀ­γό­ρι εἶ­πε: «Δὲν τό ’­θε­λα.»

       Ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ψευ­τα­ρά!»

       Τοὺς εἶ­χαν ἤ­δη προ­σπε­ρά­σει δυ­ὸ-τρεῖς ἄν­θρω­ποι ποὺ εἶ­χαν κον­το­στα­θεῖ καὶ εἶ­χαν γυ­ρί­σει νὰ δοῦν τί ἔ­τρε­χε. Κά­να-δυ­ὸ στέ­κον­ταν ἀ­κό­μα καὶ τοὺς κοι­τοῦ­σαν.

       «Ἂν σ’ ἀ­φή­σω, θὰ τὸ βά­λεις στὰ πό­δια;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

       «Ναί, κυ­ρί­α», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Τό­τε δὲ σ’ ἀ­φή­νω», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. Καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­σε.

       «Συγ­γνώ­μη, κυ­ρί­α», ψι­θύ­ρι­σε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Μά­λι­στα! Ἡ μού­ρη σου εἶ­ναι βρό­μι­κη. Ἔ­τσι μοῦ ’ρ­χε­ται νὰ σὲ βά­λω κά­τω καὶ νὰ σὲ πλύ­νω. Δὲν ἔ­χεις κα­νέ­ναν σπί­τι νὰ σοῦ πεῖ νὰ νι­φτεῖς;»

       «Ὄ­χι, κυ­ρί­α», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Ἔ, τό­τε θὰ νι­φτεῖς ἀ­πό­ψε», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα, καὶ μιὰ καὶ δυ­ὸ κί­νη­σε στὸ δρό­μο, σέρ­νον­τας πί­σω της τὸ τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο ἀ­γό­ρι.

       Φαι­νό­ταν κα­μιὰ δε­κα­πεν­τα­ριὰ χρο­νῶν, ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το σὰν κλα­ρά­κι καὶ φο­ροῦ­σε ἐλ­βι­έ­λες καὶ τζίν.

       Ἡ γυ­ναί­κα τοῦ εἶ­πε: «Ἔ­πρε­πε νὰ ἤ­σουν δι­κό μου παι­δί. Θὰ σοῦ μά­θαι­να τί εἶ­ναι σω­στὸ καὶ τί ὄ­χι. Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρῶ νὰ κά­νω τώ­ρα εἶ­ναι νὰ σοῦ πλύ­νω τὴ μού­ρη. Πει­νᾶς;»

       «Ὄ­χι, κυ­ρί­α», τῆς εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ ἔ­σερ­νε. «Θέ­λω νὰ μὲ ἀ­φή­σεις νὰ φύ­γω.»

       «Σ’ ἐ­νο­χλοῦ­σα ἔ­τσι ποὺ ἔ­στρι­βα τὴ γω­νί­α;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

       «Ὄ­χι, κυ­ρί­α.»

       «Ναί, ἀλ­λὰ ἦρ­θες κον­τά μου», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. «Ἂν νο­μί­ζεις ὅ­τι τώ­ρα θὰ φύ­γεις ἔ­τσι εὔ­κο­λα, σὲ γε­λά­σα­νε. Ὅ­ταν ξεμ­περ­δέ­ψω μα­ζί σου, νε­α­ρέ, ἡ κυ­ρί­α Λου­έ­λα Μπέ­ιτς Γου­ά­σιν­γκτον Τζό­ουνς θὰ σοῦ μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη.»

       Ἱ­δρώ­τας κύ­λη­σε στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀ­γο­ριοῦ. Ἄρ­χι­σε νὰ ἀν­τι­στέ­κε­ται. Ἡ κυ­ρί­α Τζό­ουνς κον­το­στά­θη­κε, τὸν τα­ρα­κού­νη­σε, τὸν ἔ­πια­σε ἀ­π’ τὸ λαι­μὸ σὰν νὰ τοῦ ἔ­κα­νε κε­φα­λο­κλεί­δω­μα καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ τὸν σέρ­νει στὸ δρό­μο. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὴν πόρ­τα της, τὸν ἔ­χω­σε μέ­σα καὶ τὸν ἔ­συ­ρε κα­τὰ μῆ­κος ἑ­νὸς χὸλ μέ­χρι ἕ­να με­γά­λο δω­μά­τιο μὲ κου­ζι­νά­κι στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ σπι­τιοῦ. Ἄ­να­ψε τὸ φῶς καὶ ἄ­φη­σε τὴν πόρ­τα ἀ­νοι­χτή. Τὸ ἀ­γό­ρι ἄ­κου­γε φω­νὲς καὶ γέ­λια ἀ­πὸ ἄλ­λους ἐ­νοί­κους τοῦ με­γά­λου σπι­τιοῦ. Κά­ποι­ες πόρ­τες ἦ­ταν ἀ­νοι­χτὲς καὶ ἔ­τσι ἤ­ξε­ρε ὅ­τι δὲν ἦ­ταν μό­νος του μὲ τὴ γυ­ναί­κα. Ἐ­κεί­νη τὸν κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ λαι­μό· στέ­κον­ταν στὴ μέ­ση του δω­μα­τί­ου της.

       «Πῶς σὲ λέ­νε;» τὸν ρώ­τη­σε.

       «Ρότ­ζερ», ἀ­πάν­τη­σε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Τό­τε, Ρότ­ζερ, πή­γαι­νε στὸ νε­ρο­χύ­τη καὶ πλύ­νε τὴ μού­ρη σου», τοῦ εἶ­πε καὶ ἐ­πι­τέ­λους τὸν ἄ­φη­σε. Ὁ Ρότ­ζερ κοί­τα­ξε τὴν πόρ­τα, κοί­τα­ξε τὴ γυ­ναί­κα, ξα­να­κοί­τα­ξε τὴν πόρ­τα καὶ πῆ­γε στὸ νε­ρο­χύ­τη.

       «Ἄ­σ’ τὸ νε­ρὸ νὰ τρέ­ξει μέ­χρι νὰ ζε­στα­θεῖ», τοῦ εἶ­πε. «Νά καὶ μιὰ κα­θα­ρὴ πε­τσέ­τα.»

       «Θὰ μὲ πᾶς στὴ φυ­λα­κή;» ρώ­τη­σε τὸ ἀ­γό­ρι, σκυμ­μέ­νο ὅ­πως ἦ­ταν στὸ νε­ρο­χύ­τη.

       «Ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι ἡ μού­ρη σου, που­θε­νὰ δὲ σὲ πά­ω», τοῦ εἶ­πε. «Ὁ­ρί­στε μας, πη­γαί­νω ὄ­μορ­φα κι ὡ­ραῖ­α στὸ σπί­τι μου νὰ φτιά­ξω ἕ­να φαῒ νὰ φά­ω καὶ μοῦ βου­τᾶς τὸ τσαν­τά­κι μου! Βρὲ μή­πως οὔ­τε κι ἐ­σὺ δὲν ἔ­χεις πά­ει γιὰ φα­γη­τό, κι ἂς εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα πε­ρα­σμέ­νη;»

       «Στὸ σπί­τι μου δὲν εἶ­ναι κα­νείς», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Ἔ, τό­τε θὰ φᾶ­με», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. «Μᾶλ­λον θὰ πει­νᾶς, ἢ πει­νοῦ­σες, γιὰ νὰ προ­σπα­θή­σεις νὰ μοῦ βου­τή­ξεις τὸ τσαν­τά­κι!»

       «Θέ­λω ἕ­να ζευ­γά­ρι μπλὲ σου­ὲτ πα­πού­τσια», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       «Δὲν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νὰ μοῦ βου­τή­ξεις τὸ τσαν­τά­κι γιὰ νὰ πά­ρεις σου­ὲτ πα­πού­τσια», εἶ­πε ἡ κυ­ρί­α Λου­έ­λα Μπέ­ιτς Γου­ά­σιν­γκτον Τζό­ουνς. «Ἂς μοῦ τὰ ζη­τοῦ­σες.»

       «Τί;»

       Τὸ ἀ­γό­ρι τὴν κοί­τα­ξε, μὲ τὸ νε­ρὸ νὰ στά­ζει ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πό του. Ἔ­γι­νε μιὰ παύ­ση. Μιὰ πο­λὺ με­γά­λη παύ­ση. Σκού­πι­σε τὸ πρό­σω­πό του καί, μὴν ξέ­ρον­τας τί νὰ κά­νει, τὸ ξα­να­σκού­πι­σε καὶ ἔ­κα­νε με­τα­βο­λή, ἐ­νῶ ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν τί τὸν πε­ρί­με­νε. Ἡ πόρ­τα ἦ­ταν ἀ­νοι­χτή. Μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ βά­λει στὰ πό­δια. Μπο­ροῦ­σε νὰ φύ­γει τρέ­χον­τας, τρέ­χον­τας ἀ­στα­μά­τη­τα!

       Ἡ γυ­ναί­κα κα­θό­ταν στὸ ντι­βά­νι. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο εἶ­πε: «Κι ἐ­γὼ ἤ­μουν κά­πο­τε μι­κρὴ καὶ ἤ­θε­λα πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ἔ­χω.»

       Ἔ­γι­νε ἄλ­λη μιὰ με­γά­λη παύ­ση. Τὸ ἀ­γό­ρι ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα του. Με­τὰ συ­νο­φρυ­ώ­θη­κε, ἀ­συ­ναί­σθη­τα.

       Ἡ γυ­ναί­κα εἶ­πε: «Γιὰ δές! Νό­μι­σες ὅ­τι θὰ ἔ­λε­γα “ἀλ­λά”, ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι; Νό­μι­σες ὅ­τι θὰ ἔ­λε­γα ὅ­μως ἐ­γὼ δὲ βου­τοῦ­σα τὰ τσαν­τά­κια τοῦ κό­σμου. Ἒ λοι­πόν, δὲ θὰ ἔ­λε­γα αὐ­τό.» Παύ­ση. Σι­ω­πή. «Ἔ­χω κά­νει κι ἐ­γὼ πράγ­μα­τα ποὺ δὲ θὰ σοῦ τὰ ἔ­λε­γα πο­τέ, παι­δί μου – οὔ­τε στὸ Θε­ὸ δὲ θὰ τὰ ἔ­λε­γα, ἂν δὲν τὰ ἤ­ξε­ρε ἤ­δη. Ὅ­λοι ἔ­χου­με κά­τι κοι­νὸ μὲ τοὺς ἄλ­λους. Κά­τσε κά­τω λοι­πὸν μέ­χρι νὰ φτιά­ξω κά­τι νὰ φᾶ­με. Ἂν θές, πά­ρε τὴν τσα­τσά­ρα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ χτέ­νι­σε τὰ μαλ­λιά σου, νὰ βλέ­πον­ται.»

       Σὲ μιὰ ἄλ­λη γω­νιὰ τοῦ δω­μα­τί­ου, πί­σω ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρα­βάν, ἦ­ταν μιὰ κου­ζι­νί­τσα μὲ γκά­ζι καὶ μιὰ πα­γω­νι­έ­ρα. Ἡ κυ­ρί­α Τζό­ουνς ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε πί­σω ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­βάν. Δὲν πρό­σε­χε τὸ ἀ­γό­ρι νὰ δεῖ ἂν θὰ τὸ ἔ­σκα­γε, οὔ­τε τὴν τσάν­τα της, ποὺ τὴν εἶ­χε ἀ­φή­σει στὸ ντι­βά­νι. Τὸ ἀ­γό­ρι ὅ­μως φρόν­τι­σε νὰ κά­τσει στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου, μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν τσάν­τα, ἐ­κεῖ ποὺ νό­μι­ζε ὅ­τι μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν βλέ­πει εὔ­κο­λα ἡ γυ­ναί­κα μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της, ἂν ἤ­θε­λε. Δὲν πε­ρί­με­νε νὰ μὴν τὸν ἐμ­πι­στευ­τεῖ ἡ γυ­ναί­κα. Καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ μὴν τὸν ἐμ­πι­στεύ­ον­ται τέ­τοι­α ὥ­ρα.

       «Θέ­λεις κα­νέ­ναν νὰ πά­ει γιὰ ψώ­νια;» τὴ ρώ­τη­σε. «Γιὰ νὰ πά­ρει γά­λα, ἢ κά­τι τέ­τοι­ο;»

       «Μπά», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. «Ἐ­κτὸς κι ἂν θὲς ἐ­σὺ φρέ­σκο γά­λα. Ἔ­λε­γα νὰ φτιά­ξω ἕ­να κα­κά­ο μὲ τοῦ­το τὸ γά­λα τοῦ κου­τιοῦ.»

       «Ὡ­ραῖ­α», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.

       Ἡ γυ­ναί­κα ζέ­στα­νε φα­σό­λια καὶ χοι­ρο­μέ­ρι ἀ­πὸ τὴν πα­γω­νι­έ­ρα της, ἔ­φτια­ξε τὸ κα­κά­ο καὶ ἔ­βα­λε τρα­πέ­ζι. Δὲ ρώ­τη­σε τὸ ἀ­γό­ρι τί­πο­τα: οὔ­τε ποῦ ἔ­με­νε, οὔ­τε γιὰ τοὺς γο­νεῖς του, οὔ­τε κά­τι ἄλ­λο ποὺ θὰ τὸ ἔ­φερ­νε σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση. Ἀν­τὶ γι’ αὐ­τό, ὅ­σο ἔ­τρω­γαν, τοῦ μί­λη­σε γιὰ τὴ δου­λειά της στὸ κέν­τρο αἰ­σθη­τι­κῆς ἑ­νὸς ξε­νο­δο­χεί­ου ποὺ ἔ­με­νε ἀ­νοι­χτὸ ὣς ἀρ­γά, τοῦ πε­ρι­έ­γρα­ψε τί ἔ­κα­νε καὶ τοῦ μί­λη­σε γιὰ τὶς λο­γι­ῶν λο­γι­ῶν γυ­ναῖ­κες ποὺ μπαι­νό­βγαι­ναν, ξαν­θι­ές, κοκ­κι­νο­μάλ­λες καὶ Σπα­νι­ό­λες. Με­τά, τοῦ ἔ­κο­ψε τὸ μι­σὸ ἀ­πὸ τὸ κέ­ικ της.

       «Φά­ε λί­γο ἀ­κό­μα, παι­δί μου», τοῦ εἶ­πε.

       Ὅ­ταν τέ­λει­ω­σαν τὸ φα­γη­τό τους, ση­κώ­θη­κε καὶ τοῦ εἶ­πε: «Λοι­πόν, πά­ρε τοῦ­τα ’­δῶ τὰ δέ­κα δο­λά­ρια καὶ πή­γαι­νε νὰ ἀ­γο­ρά­σεις μπλὲ σου­ὲτ πα­πού­τσια. Καὶ ἄλ­λη φο­ρὰ μὴν τυ­χὸν καὶ πᾶς νὰ μοῦ ξα­να­βου­τή­ξεις τὴν τσάν­τα —οὔ­τε καὶ κα­νε­νὸς ἄλ­λου— για­τί τὰ πα­πού­τσια ποὺ ἀ­πο­κτᾶς μὲ κόλ­πα τοῦ δι­α­βό­λου σοῦ καῖ­νε τὰ πό­δια. Ἄν­τε, πρέ­πει νὰ ξε­κου­ρα­στῶ τώ­ρα. Ἐλ­πί­ζω ὅ­μως ὅ­τι ἀ­πὸ ’­δῶ καὶ μπρός, παι­δί μου, θὰ εἶ­σαι φρό­νι­μος.»

       Δι­έ­σχι­σαν μα­ζὶ τὸ χόλ, τὸν πῆ­γε ὣς τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα καὶ τὴν ἄ­νοι­ξε. «Κα­λη­νύ­χτα! Καὶ φρό­νι­μα, μι­κρέ!» εἶ­πε, κοι­τά­ζον­τας ἔ­ξω, στὸ δρό­μο, τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ ἀ­γό­ρι κα­τέ­βαι­νε τὰ σκα­λιά.

       Τὸ ἀ­γό­ρι ἤ­θε­λε νὰ πεῖ κά­τι ἄλ­λο ἀ­πὸ ἕ­να σκέ­το «Εὐ­χα­ρι­στῶ, κυ­ρί­α» στὴν κυ­ρί­α Λου­έ­λα Μπέ­ιτς Γου­ά­σιν­γκτον Τζό­ουνς, ἀλ­λά, πα­ρό­λο ποὺ τὰ χεί­λια του κου­νι­οῦν­ταν, οὔ­τε αὐ­τὸ δὲν μπό­ρε­σε νὰ πεῖ, κα­θὼς γύ­ρι­σε στὸ πλα­τύ­σκα­λο καὶ σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα στὴ με­γα­λό­σω­μη γυ­ναί­κα ποὺ στε­κό­ταν στὴν εἴ­σο­δο. Με­τά, ἐ­κεί­νη ἔ­κλει­σε τὴν πόρ­τα.

 

 

Δεῖτε τὶς πα­ρα­κά­τω δύ­ο δρα­μα­το­ποι­ή­σεις:

 

(1) Ἀπό­σπα­σμα 1’48’’ ἀπὸ δω­δε­κά­λε­πτη πα­ρα­γωγὴ τῶν Andrew Sugerman καὶ τῆς Barbara Bryant ποὺ δια­κρί­θη­κε ἀπὸ τὸ «Ἀμε­ρι­κα­νικὸ Κι­νη­μα­το­γρα­φικὸ Φε­στι­βάλ», τὴν «Ἀμε­ρικα­νικὴ Ἕνω­ση Βι­βλιο­θηκῶν» καὶ τὸ «Παι­δικὸ Κι­νη­μα­το­γρα­φικὸ Φε­στι­βάλ».

 

 

(2) Πολὺ ἐνδια­φέ­ρου­σα (ἂν καὶ ἀπο­σπα­σμα­τι­κή) σύν­θε­ση τοῦ δα­σκά­λου καὶ κι­νη­μα­τογρα­φι­στῆ Larry Baskey, βα­σι­σμέ­νη στὰ πλά­να τρα­βηγ­μά­των τοῦ 1980 σὲ super 8 ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀφαι­ρέθη­κε ὁ ἦχος καὶ προ­στέ­θηκε μου­σικὴ ἀπὸ τὸ κουαρ­τέ­το ἐγχόρ­δων τοῦ Reza Vali μὲ τί­τλο: «Δη­μο­τικὰ τρα­γού­δια γιὰ κουαρ­τέ­το ἐγχόρ­δων: Δη­μο­τι­κοὶ χοροί». Ὅπως ση­μειώ­νει ὁ κι­νη­μα­το­γρα­φι­στὴς «τὸ και­νούρ­γιο κομ­μά­τι ἔχει δια­φο­ρε­τικὲς συν­δη­λώ­σεις ἀπ’ ἐκεῖνες πά­νω στὶς ὁποῖες εἶχε στη­ρι­χτεῖ ἀρχικὰ ἡ ται­νί­α, ἀλλὰ μοιά­ζει νὰ στέ­κει ἀπὸ μό­νη της σὰν ἕνα νέ­ο καὶ δια­φο­ρε­τικὸ ἔργο».

 

  

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es,Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

 

Λάν­γκστ­ον Χι­οὺζ (L­a­n­g­s­t­onH­u­g­h­es) (Τζό­πλιν, Μι­ζού­ρι, 1902-Νέα Ὑόρ­κη, 1967). Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς σπου­δαι­ό­τε­ρους μαύ­ρους ποι­η­τὲς τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Ὑ­πῆρ­ξε πο­λὺ πα­ρα­γω­γι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ ἀ­γω­νί­στη­κε μὲ τὴν ποί­η­ση, τὰ δι­η­γή­μα­τα ­τὰ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ τὰ δο­κί­μιά του γιὰ τὰ δι­και­ώ­μα­τα τῶν μαύ­ρων, ἐ­νῶ εἶ­χε ἀ­φι­ε­ρώ­σει τὴ ζω­ή του στὴ λο­γο­τε­χνί­α. Πέ­θα­νε τὸ 1967, νι­κη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν καρ­κί­νο.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἄγγλικά:

Μά­τα Σα­λο­γιά­ννη. Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γαλ­λι­κά, τὰ ἰ­τα­λι­κά, τὰ πορ­το­γα­λι­κὰ καὶ τὰ τουρ­κι­κὰ καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὸ 2005.

 

Εἰκόνα: L­a­n­g­s­t­on H­u­g­h­es, παστὲλ τοῦ Winold Reiss (περ. 1925).