Κατερίνα Κοντοπούλου: Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βάλτου

 

Κατερίνα Κον­το­πού­λου


Οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ βάλ­του


ΟΙΤΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ στὸν κα­θρέ­φτη. Ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ καὶ ξα­νά. Ἀλ­λά­ζεις, δο­κι­μά­ζεις, ἐ­πι­στρέ­φεις στὰ πα­λιὰ ἢ πε­ρί­που στὰ πα­λιὰ ἢ πο­τὲ πί­σω στὰ πα­λιά. Ὅ­σο πιὸ νέ­ος τό­σο πιὸ πολ­λά τὰ πο­τὲ ξα­νά. Ἐλ­πί­ζεις γιὰ κά­ποι­α οὐ­ρα­νο­κα­τέ­βα­τη ἀλ­λα­γή, μιὰ κα­λυ­τέ­ρευ­ση, ἕ­να στοι­χεῖ­ο ποὺ θὰ σοῦ προσ­δώ­σει ἐν­δι­α­φέ­ρον. Κοι­τᾶς μέ­χρι νὰ βα­ρε­θεῖς νὰ κοι­τᾶς. Κου­βα­λᾶς εἴ­κο­σι, τριά­ντα χρό­νια καὶ βά­λε ἕ­να κορ­μὶ γε­μά­το πλη­γές, ἕλ­κη, ἐκ­δο­ρές, ἐκ­χυ­μώ­σεις, κιρ­σούς, κυτ­τα­ρί­τι­δα, ρα­γά­δες, ἐ­λι­ές, κοκ­κι­νί­λες, μαῦ­ρα στίγ­μα­τα, ἀλ­λοῦ λι­πα­ρό­τη­τα, ἀλ­λοῦ ξη­ρό­τη­τα – πάν­τα ἀ­νά­πο­δα ἀ­πὸ ὅ­που θὰ προ­τι­μοῦ­σες – πι­τυ­ρί­δα, ψω­ρί­α­ση, κο­ψί­μα­τα, ἐκ­ζέ­μα­τα, ἀλ­λοῦ πρη­ξί­μα­τα, ἀλ­λοῦ βα­θου­λώ­μα­τα – πάν­τα ἀ­νά­πο­δα ἀ­πὸ ὅ­που θὰ εὐ­χό­σουν – ἕ­να κα­τ’ ἐ­ξα­κο­λού­θη­ση ἀ­τε­λὲς σῶ­μα ἐ­νῶ οἱ γο­νεῖς σου ὁρ­κί­ζον­ταν τὸ ἀν­τί­θε­το, «ὅ­ταν με­γα­λώ­σεις, θά…».

        Ὁ­πό­τε με­ρι­κὲς φο­ρὲς πρέ­πει νὰ πά­ρεις τὴν κα­τά­στα­ση στὰ χέ­ρια σου. Παίρ­νεις ἀ­νά­σα καὶ κά­νεις βου­τιὰ στὴν ἰ­α­μα­τι­κὴ λά­σπη. Δὲν εἶ­ναι οὔ­τε ὄ­μορ­φο θέ­α­μα, οὔ­τε εὔ­κο­λη ἀ­πό­φα­ση. Ἕ­νας λάκ­κος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση μοιά­ζει μὲ λί­μνη γε­μά­τη ἀρ­γὸ τσι­μέν­το ποὺ ἀ­να­δί­δει θειά­φι. Ξε­χω­ρί­ζουν κε­φά­λια πα­σα­λειμ­μέ­να καὶ αὐ­τὰ μὲ τὴν λά­σπη στὰ μαλ­λιὰ καὶ στὸ πρό­σω­πο, μιὰ ἐκ­φυ­λι­σμέ­νη φυ­λὴ τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου, ἐ­λα­φρῶς ξαφ­νι­α­σμέ­νη ἀ­κό­μα, κα­θὼς κά­ποι­ος τυ­φώ­νας τὴν ξε­ρί­ζω­σε ἀ­πὸ τὸ Πε­ροὺ καὶ πέ­τα­ξε τοὺς ἄλ­λο­τε πο­λε­μι­στὲς στὴν Αἰ­δη­ψό, στὶς Κρη­νί­δες ἢ στὸ Κιλ­κὶς γιὰ λα­σπό­λου­τρα, χα­λα­ροὺς καὶ πα­ρο­πλι­σμέ­νους.

        Ἀ­κό­μα ἕ­να κε­φά­λι καὶ ἐ­σὺ μέ­σα στὴν βε­λου­τὲ σού­πα, συ­στή­νε­σαι βά­σει ἰ­α­τρι­κοῦ φα­κέ­λου: «Γρη­γό­ρης, πό­νο στὸν γο­φό», «Βα­σι­λι­κή, ρευ­μα­το­πά­θει­ες». Οἱ πα­θή­σεις σπᾶ­νε τὸν πά­γο, οἱ ὁ­μι­λοῦ­σες κε­φα­λὲς δὲν στα­μα­τᾶ­νε τὴν ψι­λο­κου­βέν­τα, ἡ συ­ζή­τη­ση γί­νε­ται κου­βέρ­τα, με­τα­τρέ­πει τὸν χῶ­ρο σὲ κα­φέ, σὲ ἑ­στι­α­τό­ριο, σὲ μπάρ, σὲ πε­ρί­γυ­ρο ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ­τι­δή­πο­τε γιὰ νὰ ξε­χά­σεις τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι κά­τω ἀ­πὸ τὸν πη­λὸ εἶ­σαι μα­ζὶ μὲ ἀ­γνώ­στους ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ γυ­μνὸς γιὰ ἰ­α­τρι­κοὺς σκο­πούς. Ἄ­ρα­γε τώ­ρα ποὺ μι­λᾶς γιὰ τὸ αὐ­χε­νι­κό σου σύν­δρο­μο κά­ποι­ο ζευ­γά­ρι κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­φά­νεια ἀγ­γί­ζε­ται;

       Κά­πο­τε, ἀ­φή­νε­σαι. Δὲν σὲ ἐ­νο­χλεῖ πιὰ τὸ θειά­φι στὰ ρου­θού­νια σου, δὲν τρα­βὰ ἡ λά­σπη τὸ δέρ­μα ὅ­σο ξε­ραί­νε­ται πά­νω σου, βρί­σκεις μιὰ ἐ­σο­χή, σκά­βεις τὰ μα­λα­κὰ τοι­χώ­μα­τα γιὰ νὰ στα­θεῖς πιὸ ἄ­νε­τα, φτιά­χνεις πη­γα­δά­κια στὴν ἰ­α­μα­τι­κὴ γούρ­να μὲ ὅ­σους συ­να­σθε­νεῖς μπο­ρεῖς νὰ ἀν­ταλ­λά­ξεις δυ­ὸ κου­βέν­τες πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ τυ­πι­κά, συ­νη­θί­ζεις τὴν  θερ­μο­κρα­σί­α, τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α τῶν ὁ­μοι­ό­μορ­φα κα­λυμ­μέ­νων σω­μά­των, τὴν γύ­μνια, τὴν λά­σπη νὰ γαρ­γα­λά­ει τὶς πα­τοῦ­σες. Ὁ πό­νος στοὺς γο­φοὺς μα­λα­κώ­νει, ὁ κνη­σμὸς φεύ­γει, οἱ ρυ­τί­δες λει­αί­νον­ται, οἱ οὐ­λὲς κλεί­νουν, τὰ ἐκ­ζέ­μα­τα ὑ­πο­χω­ροῦν. Ἀ­πο­τολ­μᾶς με­ρι­κὲς ἁ­πλω­τές. Κα­λω­σο­ρί­ζεις τοὺς και­νούρ­γιους στὸν λάκ­κο, ἀ­πο­κτᾶς τὸν ἀ­έ­ρα μιᾶς κά­ποι­ας ἐμ­πει­ρί­ας. Σχε­διά­ζεις στὸ γκρί­ζο πρό­σκαι­ρο δέρ­μα σου ἑ­λι­κο­ει­δῆ σχή­μα­τα, ψά­ρια, γε­ω­με­τρι­κὰ σχέ­δια, θυ­μᾶ­σαι τὶς σχο­λι­κὲς ζω­γρα­φι­ές σου καὶ τὶς πρῶ­τες κα­τα­σκευ­ὲς μὲ πλα­στε­λί­νη.

        Καὶ ὅ­ταν εἶ­σαι ἕ­τοι­μος, μὲ στέ­ρε­α βή­μα­τα ἀ­φή­νεις τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μά σου στὰ χα­λί­κια καὶ γυρ­νᾶς στὸ γνω­στό σου δω­μά­τιο, ἕ­να τέ­λει­ο, ἀ­ψε­γά­δια­στο ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὸ ἄ­γαλ­μα. Μέ­χρι νὰ ξε­πλύ­νεις τὴν ἰ­α­μα­τι­κὴ λά­σπη ἀ­πὸ πά­νω σου.  Καὶ πά­λι νὰ ἐ­πι­στρέ­φεις.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κα­τε­ρί­να Κον­το­πού­λου (Κα­βά­λα). Φοί­τη­σε στὸ τμῆ­μα Ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καὶ ΜΜΕ καὶ συ­νέ­χι­σε γιὰ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Ἀγ­γλί­α. Συ­νερ­γά­στη­κε γιὰ δύο χρό­νια μὲ τὸ πο­λι­τι­στι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ τοῦ δή­μου Μο­σχά­του ὡς συν­τά­κτρια τῆς στή­λης «Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Οὐ­ρα­νί­σκου» καὶ σή­με­ρα ἐρ­γά­ζε­ται στὸν δη­μό­σιο το­μέ­α.

 

Κατερίνα Κοντοπούλου: Τραπέζι στη λιακάδα

  

 

Κα­τε­ρί­να Κον­το­πού­λου

 

Τρα­πέ­ζι στὴ λι­α­κά­δα

 

Α ΠΙΑΣΤΗΚΕΣ μὲ τὶς δου­λει­ὲς καὶ ἄρ­γη­σες τό­σο νὰ ἔρ­θεις, εἰ­δι­κὰ σή­με­ρα. Ξε­κί­νη­σες νὰ φτιά­χνεις πρῶ­τα τὸ ρα­βα­νὶ γιὰ νὰ προ­λά­βει νὰ τρα­βή­ξει τὸ σι­ρό­πι του, με­τὰ τὸ ζυ­μω­τὸ ψω­μὶ καὶ τὴν χορ­τό­πι­τα καὶ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τὶς πα­τά­τες για­χνί. Ἐ­λι­ές, φέ­τα, ρα­δί­κια σα­λά­τα εἶ­ναι τῆς τε­λευ­ταί­ας στιγ­μῆς, τὰ ἄ­φη­σες γιὰ ἀ­νή­με­ρα. Κα­τέ­βα­σες καὶ τὸ κόκ­κι­νο κρα­σὶ τοῦ παπ­ποῦ καὶ δυ­ὸ πο­τή­ρια ἀ­πὸ τὰ κα­λὰ καὶ πῆ­ρες δρό­μο. Περ­νᾶς τὴν πύ­λη καὶ ὅ­λα εἶ­ναι τό­σο γνώ­ρι­μα. Μὲ κλει­στὰ μά­τια θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βρεῖς τὸν σω­στὸ δι­ά­δρο­μο. Δὲν τὰ κλεί­νεις, βέ­βαι­α. Αὐ­τὰ μό­νο ἐ­γὼ τὰ κά­νω γιὰ νὰ ἀ­κού­σω με­τὰ «Κό­ψε τὰ παι­δι­α­ρί­σμα­τα», ποὺ θὰ μοῦ ἔ­λε­γες αὐ­στη­ρά.

 

       Ἄρ­γη­σα σή­με­ρα μὲ τὶς δου­λει­ὲς καὶ ὁ ἥ­λιος πῆ­ρε νὰ πυ­ρώ­νει. Εὐ­τυ­χῶς ἐ­δῶ ἔ­χει σκιά. Ζε­στὴ ἄ­νοι­ξη θὰ ἔ­χου­νε φέ­τος. Δὲν ἔ­βρε­ξε κα­θό­λου αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες, Μάρ­της-γδάρ­της σοῦ λέ­νε με­τά. Κα­λύ­τε­ρα, θὰ εἶ­χα πε­ρισ­σό­τε­ρα νὰ συμ­μα­ζέ­ψω σή­με­ρα. Ἐ­νῶ τώ­ρα μό­νο ἕ­να σκού­πι­σμα θέ­λει τὸ μάρ­μα­ρο. Ἕ­τοι­μοι εἴ­μα­στε γιὰ τὸ φα­γη­τό. Γιὰ τὴν πιὸ ὡ­ραί­α ὥ­ρα τῆς ἡ­μέ­ρας. Τὴ μό­νη ὡ­ραί­α ὥ­ρα τῆς ἡ­μέ­ρας.

 

       Θὰ ἤ­θε­λα νὰ τεν­τω­θῶ σὲ τέ­τοι­α λι­α­κά­δα, ἀλ­λὰ μπο­ρῶ μό­νο νὰ σὲ βλέ­πω ποὺ βγά­ζεις τα­πε­ρά­κια καὶ τὰ στρώ­νεις. Τε­λευ­ταῖ­α μέ­νουν τὰ κο­λο­νά­τα κρυ­στάλ­λι­να πο­τή­ρια μὲ χά­ραγ­μα στὸ χέ­ρι ἀ­πὸ δι­α­μάν­τι. Δῶ­ρο τῆς για­γιᾶς Κων­σταν­τί­νας. Μὲ τὸ ποὺ τὰ στό­λι­σες γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸν μπου­φέ, ἔ­πε­σε ἕ­να πο­τή­ρι τοῦ κρα­σιοῦ πά­νω σὲ ἕ­να ἄλ­λο καὶ σπά­σα­νε καὶ τὰ δύο. «Γού­ρι», εἴ­πα­νε. Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ὁ μπαμ­πὰς ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, ἤ­σουν ἕ­τοι­μη νὰ σπά­σεις ἡ ἴ­δια τὸ τρί­το. Για­τί κρα­τή­θη­κες; Μὴ ξυ­πνή­σου­με ἀ­πὸ τὴ φα­σα­ρί­α; Τζάμ­πα κό­πος ρὲ μά­να, ὅ­λα τὰ ἀ­κού­γα­με. Στὶς ἑ­πό­με­νες γι­ορ­τὲς καὶ ὑ­πῆρ­ξαν πολ­λές, κρα­τοῦ­σες γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου τὸ πιὸ φτη­νό πο­τή­ρι ποὺ ἀ­ε­ρο­βα­φτί­στη­κε τοῦ κρα­σιοῦ. Τὸ γυ­ά­λι­νο κον­τὸ πο­τή­ρι ἀ­πὸ μί­α συ­σκευ­α­σί­α μου­στάρ­δας. Δὲν θυ­μᾶ­μαι πό­σες γι­ορ­τὲς κά­να­με ἀ­πὸ τό­τε, θυ­μᾶ­μαι ὅ­μως πὼς ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν κα­λε­σμέ­νων ἦ­ταν πάν­το­τε μο­νός. Σοῦ τό ‘χα πεῖ μιὰ μέ­ρα ὅ­τι τὸ ἔ­χω προ­σέ­ξει καὶ μὲ ἀγ­κά­λια­σες ἄ­γαρ­μπα, «τὸ δι­κό μου τὸ ἀ­γο­ρά­κι», εἶ­πες. Ἔ­τσι ἤ­μουν ἀ­πὸ μι­κρός, ὅ,τι δὲν κα­τα­λά­βαι­να καὶ ὅ,τι μὲ ἐ­νο­χλοῦ­σε τὸ ἀ­ριθ­μοῦ­σα καὶ τὸ ἔ­βα­ζα σὲ κου­τά­κια, σὰν τὰ τε­τρά­γω­να στὸ κου­τσὸ ποὺ παί­ζα­με στὴν πλα­τεί­α.

 

      Ὅ­λα μοῦ τὰ ξε­σή­κω­σες. Καὶ στὸ φα­γη­τό, ἴ­διοι. Θὰ ἤ­θε­λες νὰ τη­γα­νί­σω κε­φτε­δά­κια σή­με­ρα, πάν­τα κά­νω στὶς γι­ορ­τές, τὸ ξέ­ρω πό­σο σοῦ ἀ­ρέ­σουν μὰ δὲν πή­γαι­νε τὸ χέ­ρι μου νὰ πιά­σω κρέ­ας. Καὶ δὲν τὸ λέ­ω γιὰ τὴ νη­στεί­α, ποὺ ἔ­πε­σαν φέ­τος ὅ­λες οἱ γι­ορ­τὲς μέ­σα στὴν σα­ρα­κο­στή, ἂν ἤ­θε­λα θὰ ἔ­βρι­σκα τρό­πο, μὲ ξέ­ρεις. Μι­κρό, δὲ σὲ μπού­κω­να κρυ­φὰ με­ζέ­δες, γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α σου; Μπου­κιὰ τὴ μπου­κιὰ σὲ ἀ­νά­στη­σα καὶ ἔ­φτα­σες μέ­χρι καὶ στὸ πο­δό­σφαι­ρο νὰ σὲ πά­ρου­νε. Τὸν βά­ζω στὸ βίν­τε­ο τὸν ἀ­γώ­να σου ποὺ ἔ­γρα­ψε ὁ Βα­σί­λης κα­μιὰ φο­ρὰ νὰ νι­ώ­θω τὴν μα­τιά σου νὰ πέ­φτει ἐ­λα­φριὰ πά­νω μου. Νὰ σὲ βλέ­πω νὰ τρέ­χεις. Νὰ σὲ βλέ­πω ὄρ­θιο.

 

      Μοῦ ἔμ­πη­γες τὶς φω­νὲς ὅ­πο­τε μὲ πε­τύ­χαι­νες πί­σω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα ἕ­τοι­μο νὰ φύ­γω. «Καὶ στὴν κοι­λιὰ μέ­σα, ὄρ­θιος ἤ­σουν», ἔ­τσι δὲν μοῦ ἔ­λε­γες; Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι νὰ ἤ­μουν καὶ ἂς ἦ­ταν ὁ­που­δή­πο­τε. Ἔ­ξω. Νὰ μυ­ρί­ζω τὸ χῶ­μα. Φεύ­γεις; Στραγ­γί­ζεις λί­γο λά­δι, δυ­ὸ τρεῖς κόμ­πους ἀ­πὸ τὸ σι­ρό­πι, πί­νεις μί­α τε­λευ­ταῖ­α γου­λιὰ ἀ­πὸ τὸ κρα­σὶ καὶ ρί­χνεις τὸ ὑ­πό­λοι­πο στὸ χῶ­μα δί­πλα στὸ μάρ­μα­ρο ποὺ παίρ­νει τὸ χρῶ­μα τῶν μαύ­ρων στα­φυ­λι­ῶν ποὺ ἔ­βα­φαν τὰ ροῦ­χα μας ὅ­σο βο­η­θού­σα­με στὸ κτῆ­μα κά­θε Σε­πτέμ­βρη. Αὐ­τὴ ἡ κί­νη­ση εἶ­ναι τό­σο πα­λιά. Θυ­μᾶ­μαι νὰ τὴν κά­νει ὁ παπ­ποὺς τὴν Κυ­ρια­κὴ τῆς Λαμ­πρῆς, ὅ­σο ψή­να­νε στὴν αὐ­λὴ καὶ μι­σο­τρώ­γα­νε. Πρῶ­τα κοι­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό, σὰν νὰ εἶ­χαν μυ­στι­κὰ οἱ δυ­ό τους καὶ με­τὰ ἔ­χυ­νε τὸ κρα­σὶ στὴ γῆ.

 

      Φεύ­γω γιὰ τώ­ρα, μὰ θὰ ξα­νάρ­θω στὸ ὑ­πό­σχο­μαι. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ τρα­πέ­ζι κρα­τι­έ­μαι. Θὰ ξα­νάρ­θω. Κου­ρά­στη­κα νὰ σέρ­νω τὶς ἀ­να­μνή­σεις μου στὸ ξε­ρὸ χῶ­μα περ­νών­τας ἀ­πὸ τὴν μί­α κού­φια μέ­ρα στὴν ἑ­πό­με­νη, κου­ρά­στη­κα ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὶς φω­νές τους, κου­ρά­στη­κα νὰ πε­ρι­μέ­νω τὰ γη­ρα­τειὰ γιὰ νὰ στα­μα­τή­σω νὰ πο­νά­ω. Ἐ­δῶ πέ­ρα, πά­νω σὲ αὐ­τὰ τὰ λευ­κὰ νη­σά­κια, ὅ­λα εἶ­ναι λυ­μέ­να γιὰ πάν­τα.

 

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Κα­τε­ρί­να Κον­το­πού­λου (Κα­βά­λα). Φοί­τη­σε στὸ τμῆ­μα Ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καὶ ΜΜΕ καὶ συ­νέ­χι­σε γιὰ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Ἀγ­γλί­α. Συ­νερ­γά­στη­κε γιὰ δύο χρό­νια μὲ τὸ πο­λι­τι­στι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ τοῦ δή­μου Μο­σχά­του ὡς συν­τά­κτρια τῆς στή­λης «Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Οὐ­ρα­νί­σκου» καὶ σή­με­ρα ἐρ­γά­ζε­ται στὸν δη­μό­σιο το­μέ­α.