Stela Parasjá: ¿Cuánto cuesta un helado?



Stela Parasjá 


¿Cuánto cuesta un helado?


NO OCHENTA, abuela». Satisfecha de la respuesta siguió disfrutando del primer helado de aquel verano. Último día de agosto. Por los pelos. «Todo el verano pidiéndole a Yorgos que me traiga pero se le olvida». Yorgos era papá, me sentí mal, «si quieres algo más, abuela…», me atajó, «ya está, me lo comí y me quedé a gusto».

       Polo con baño de chocolate y crema de vainilla — la rica, esa que llaman vainilla de Madagascar. Viaje a la vida despreocupada — entonces… El fuerte cuerpo de la abuela trajinaba por Polijni. El apretado moño de pelo gris llegaba hasta la cintura cuando se lo soltaba. Lavar, trenzar, «rizado», decía, «como el tuyo».

       En el quiosco de la esquina me detuve, había un polo cero ca­lo­rí­as que fue rechazado de inmediato. Es tarde para mantener la línea, ¿eh, abuela?

       La abuela lleva encerrada en casa quién sabe cuántos años — no puede ya con las piernas. Imposible bajar las escaleras para dar un paseo por los portales, para regar las flores. Despacio y encorvada, realiza el recorrido sofá-balcón-cuarto de baño, ni hablar de más lejos. Permanente esfuerzo de todos que no se caiga. Al parecer no nos esforzamos lo suficiente, porque su narración preferida es la de las nueve caídas. Tres de ellas en la escalera, algunas en el baño, otras en el pasillo. Todas con el mismo más o menos desenlace. Fisura de cadera. Moretones. Dolor. Y lo peor, la insufrible espera de horas. Porque para que alguien se caiga no le hace falta ayuda, pero anda, ve y pregunta si es lo mismo a la hora de levantarse.

       «Qué casa tan mal hecha, no tenemos ni ascensor. Pura i­gno­ra­ncia. Con que no cabía en los planos…». El ascensor que el arquitecto olvidó incluir en el estudio de la casa de dos plantas tiene su parte de culpa. Si existiera, la abuela entonces podría evitar la empinada escalera para caminar a trancas y barrancas hasta la tienda de al final de la calleja. Ver a los chiquillos jugando a marro. Charlar con la vecina. Comprar un kilo de nectarinas de la carreta del frutero.

       La semana que robé para hacerle compañía rezumaba tristeza. La veía marchita acostarse, despertarse, comer sin regocijo. De vez en cuando la veía resoplar. «¿Qué quieres que te compre del súper, abuela?». La pared de enfrente nos hacía señas. «¿Helado, abuela? ¿Chocolate? ¿Galletas?». Su rostro se iluminó, «sí», asintió impaciente «me traes un helado, anda, un polo».

       La observaba comer, terrenal, como antaño. Sentí tanto placer que era como si me lo comiera yo. Ese polo era el único argumento eficaz contra la gris sucesión de días y noches vacíos de la nonagenaria anciana cuya sola preocupación es marcharse. Su cuerpo fuerte de entonces se ha achicado, de su larga trenza se deshizo de un tijeretazo. Entre tanto nosotros, monstruos de egoísmo, nos empeñamos en mantenerla a nuestro lado. Nos afanamos en engañar al barquero del río Aqueronte y a ella misma con un polo del quiosco de la esquina.



Fuente: Primera publicación blog Planodion – Historias Bonsái, 20 de enero de 2016.

Stela Parasjá estudió Teatro, Cine y Administración y Gestión Cultural. Recientes publicaciones suyas de estilo literario/poético se encuentran en las páginas web Ποι­εν, Θρά­καBibliotheque. Participa en la colección de cuentos  Πό­λη α­τ τ Νύ­χτα, editorial poema.

Tra­duc­ción: Equipo Proyecto Grequerías: I­lek­tra A­na­gno­stou, So­fía Fer­taki, The­oni Kabra, María Karalí, Eduardo Lucena, María Malakata, Alicia Manolá, Kon­­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, Jaralambos Theodosis, Anto­nia Vla­chou. La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2018 hasta abril de 2019, Konstanti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.


			

Στέλλα Παρασχᾶ: Πόσο κάνει ἕνα παγωτό;

Parascha,Stella-PosoKaneiEnaPagoto;-Eikona-05


Στέλ­λα Πα­ρα­σχᾶ


Πό­σο κά­νει ἕ­να πα­γω­τό;

 

01-EpsilonΝΑ ΚΑΙ ΟΓΔΟΝΤΑ ΓΙΑΓΙΑ.» Ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πάν­τη­ση, συ­νέ­χι­σε νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὸ πρῶ­το πα­γω­τὸ γιὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­λο­καί­ρι. Τε­λευ­ταί­α μέ­ρα τοῦ Αὐ­γού­στου. Ἴ­σα ποὺ πρό­λα­βε. «Ὁ­λό­κλη­ρο κα­λο­καί­ρι ζη­τάω ἀ­πὸ τὸν Γι­ῶρ­γο νὰ μοῦ φέ­ρει καὶ τὸ ξε­χνά­ει.» Γι­ῶρ­γος ἦ­ταν ὁ μπαμ­πάς, ἔ­νι­ω­σα ἄ­σχη­μα, «ὅ,τι ἄλ­λο θέ­λεις, για­γιά…», μὲ ἔ­κο­ψε, «ἐν­τά­ξει εἶ­μαι, τὸ ἔ­φα­γα καὶ ἡ­σύ­χα­σα».

       Πα­γω­τὸ ξυ­λά­κι μὲ ἐ­πι­κά­λυ­ψη σο­κο­λά­τας καὶ κρέ­μα βα­νί­λια – τὴ νό­στι­μη, αὐ­τὴ ποὺ τὴ λέ­νε βα­νί­λια Μα­γα­δα­σκά­ρης. Τα­ξί­δι στὴν ἀ­νε­με­λιά – τό­τε πού. Τὸ δυ­να­τὸ σῶ­μα τῆς για­γιᾶς ἁ­λώ­νι­ζε τὴν Πο­λί­χνη. Ὁ σφι­χτὸς κό­τσος ἀ­πὸ γκρί­ζα μαλ­λιὰ ἔ­φτα­νε ὣς τὴ μέ­ση ὅ­ταν τὸν ἔ­λυ­νε. Λού­σι­μο, πλέ­ξι­μο, «σγου­ρά», ἔ­λε­γε, «σὰν τὰ δι­κά σου».

       Στὸ πε­ρί­πτε­ρο τῆς γω­νί­ας χρει­ά­στη­κε νὰ κον­στο­στα­θῶ, ἦ­ταν κι ἕ­να ξυ­λά­κι μη­δὲν τοῖς ἑ­κα­τὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πορ­ρί­φθη­κε πά­ραυ­τα. Εἶ­ναι ἀρ­γὰ γιὰ δι­α­τή­ρη­ση τῆς φόρ­μας, ἔ, για­γιά;

       Ἡ για­γιὰ εἶ­ναι κλει­σμέ­νη στὸ σπί­τι ποι­ὸς ξέ­ρει πό­σα χρό­νια – τὰ πό­δια της δὲ τὴ βα­στᾶ­νε. Ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­τέ­βει τὶς σκά­λες γιὰ νὰ κά­νει μιὰ βόλ­τα στὴν πυ­λω­τή, νὰ πο­τί­σει τὰ λου­λού­δια. Ἀρ­γὰ καὶ καμ­που­ρι­α­σμέ­νη κά­νει τὴ δι­α­δρο­μὴ ντι­βά­νι-μπαλ­κό­νι-μπά­νιο, οὔ­τε λό­γος γιὰ πιὸ πέ­ρα. Μό­νι­μη προ­σπά­θεια ὅ­λων νὰ μὴν πέ­σει. Φαί­νε­ται δὲν προ­σπα­θοῦ­με ἀρ­κε­τά, για­τί ἡ ἀ­γα­πη­μέ­νη της ἐ­ξι­στό­ρη­ση εἶ­ναι τὰ ἐν­νιὰ πε­σί­μα­τα. Τρί­α ἀ­π’­αὐ­τὰ στὴ σκά­λα, κά­ποι­α στὸ μπά­νιο, ἄλ­λα στὸ δι­ά­δρο­μο. Ὅ­λα μὲ τὴν ἴ­δια πε­ρί­που κα­τά­λη­ξη. Ρά­γι­σμα ἰ­σχύ­ου. Μώ­λω­πες. Πό­νος. Μὲ χει­ρό­τε­ρη τὴ βα­σα­νι­στι­κή, πο­λύ­ω­ρη ἀ­να­μο­νή. Για­τὶ γιὰ νὰ πέ­σει κα­νεὶς δὲ χρει­ά­ζε­ται βο­ή­θεια, ἀλ­λὰ γιὰ ρώ­τα, ἰ­σχύ­ει τὸ ἴ­διο γιὰ νὰ ση­κω­θεῖ;

       «Τὸ χαν­τά­κω­σαν τὸ σπί­τι, οὔ­τε ἕ­να ἀ­σαν­σὲρ δὲν ἔ­χου­με. Τό­σο ξέ­ρα­με. Τά­χα δὲ χω­ροῦ­σε στὰ σχέ­δια.» Τὸ ἀ­σαν­σὲρ ποὺ ἀ­μέ­λη­σε ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας νὰ συμ­πε­ρι­λά­βει στὴ με­λέ­τη γιὰ τὸ δι­ώ­ρο­φο, ἔ­χει με­ρί­διο εὐ­θύ­νης. Ἂν ὑ­πῆρ­χε, τό­τε ἡ για­γιὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πα­ρα­κάμ­ψει τὴν ἀ­πό­το­μη σκά­λα καὶ νὰ περ­πα­τή­σει κού­τσα-κού­τσα μέ­χρι τὸ ψι­λι­κα­τζί­δι­κο στὸ τέ­λος τοῦ στε­νοῦ. Νὰ δεῖ τὰ παι­δά­κια νὰ παί­ζουν ἀμ­πά­ρι­ζα. Νὰ μι­λή­σει μὲ τὴ γει­τό­νισ­σα. Νὰ ἀ­γο­ρά­σει ἕ­να κι­λὸ νε­κτα­ρί­νια ἀ­πὸ τὸν μα­νά­βη μὲ τὴν κα­ρό­τσα.

       Ἡ ἑ­βδο­μά­δα ποὺ ξέ­κλε­ψα γιὰ νὰ τῆς κά­νω πα­ρέ­α ἄ­χνι­ζε θλί­ψη. Τὴν ἔ­βλε­πα μα­ρα­μέ­νη νὰ πέ­φτει γιὰ ὕ­πνο, νὰ ξυ­πνά­ει, νὰ τρώ­ει δί­χως νὰ εὐ­φραί­νε­ται. Ποὺ καὶ ποὺ νὰ ἀγ­γο­μα­χά­ει. «Τί θέ­λεις νὰ σοῦ πά­ρω ἀ­πὸ τὸ μάρ­κετ για­γιά;» Ὁ ἀ­πέ­ναν­τι τοῖ­χος μᾶς ἔ­γνε­φε. «Πα­γω­τό, για­γιά; Σο­κο­λά­τα; Μπι­σκό­τα;». Φω­τί­στη­κε τὸ πρό­σω­πό της, «ναί», συμ­φώ­νη­σε ἀ­νυ­πό­μο­να, «ἕ­να πα­γω­τὸ νὰ μοῦ φέ­ρεις, ξυ­λά­κι».

       Τὴν κοί­τα­ζα νὰ τρώ­ει, γή­ι­νη, ὅ­πως κά­πο­τε. Τό­ση εὐ­χα­ρί­στη­ση αἰ­σθάν­θη­κα, ποὺ ἦ­ταν σὰ νὰ τὸ ἔ­τρω­γα ἐ­γώ. Ἐ­τοῦ­το τὸ ξυ­λά­κι ἦ­ταν τὸ μό­νο ἱ­κα­νὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα ἐ­νάν­τια στὴ μουν­τὴ ἐ­ναλ­λα­γὴ τῶν ἀ­δει­ῶν με­ρό­νυ­χτων τῆς ἐν­νε­νην­τά­χρο­νης γη­ραι­ᾶς κυ­ρί­ας ποὺ μό­νο της μέ­λη­μα εἶ­ναι νὰ φύ­γει. Τὸ ἄλ­λο­τε δυ­να­τό της σῶ­μα ἔ­χει ζα­ρώ­σει, τὴ μα­κριὰ κο­τσί­δα της τὴν ξε­φορ­τώ­θη­κε μὲ μιὰ ψα­λι­διά. Ἐ­νῶ ἐ­μεῖς, τέ­ρα­τα ἐ­γω­ϊ­σμού, ἐ­πι­μέ­νου­με νὰ τὴν κρα­τᾶ­με κον­τά μας. Προ­σπα­θοῦ­με νὰ ξε­γε­λά­σου­με τὸ βαρ­κά­ρη τοῦ Ἀ­χέ­ρον­τα καὶ τὴν ἴ­δια μὲ πα­γω­τὸ ξυ­λά­κι ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­πτε­ρο τῆς γω­νί­ας.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Στέλ­λα Πα­ρα­σχᾶ. Σπού­δα­σε θέ­α­τρο, κι­νη­μα­το­γρά­φο καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση. Πρό­σφα­τες δη­μο­σι­εύ­σεις της λο­γο­τε­χνι­κῆς/ποι­η­τι­κῆς ὑ­φῆς βρί­σκονται στοὺς ἱ­στό­το­πους Ποι­εῖν, Θρά­κα, Bibliotheque. Συμ­με­τέ­χει στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ Πό­λη αὐ­τὴ τὴ Νύ­χτα, Τό­μος Α’ ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις poema.

Στέλλα Παρασχᾶ: Κακοκαιρία


Parascha,Stella-Kakokairia-Eikona-01


Στέλ­λα Πα­ρα­σχᾶ


Κα­κο­και­ρί­α


02-HttaΣΥΧΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ περ­πα­τοῦ­σε στὴν κεν­τρι­κὴ λε­ω­φό­ρο ἡ ὁ­μά­δα τοῦ φοῦτ­μπολ. Ἦ­ταν ντυ­μέ­νοι χον­τρά, σχε­δὸν φα­σκι­ω­μέ­νοι μὲ δι­πλὴ στρώ­ση πα­νω­φό­ρια, σκου­φιά, κα­σκὼλ καὶ γάν­τια. Ἄ­μα­θοι σὲ τέ­τοι­ο κρύ­ο —ἄλ­λω­στε δὲν ἦ­ταν ἀ­πὸ ’κεῖ— καὶ δὲ συ­νη­θί­ζε­ται, λέ­νε, τὸ βα­ρὺ κλί­μα μὲ τί­πο­τα. Σκέ­φτη­καν νὰ μὴ χά­σουν τὸν ἑ­βδο­μα­δια­ῖο φι­λι­κὸ ἀ­γώ­να. Ἤ­θε­λαν νὰ κρα­τι­οῦν­ται σὲ φόρ­μα, για­τὶ, τὸ μυα­λὸ δου­λεύ­ει κα­λύ­τε­ρα σὲ σῶ­μα ὅ­λο σφρί­γος, ἔ­τσι λέ­νε.

       Τουρ­του­ρί­ζον­τας πα­ρό­λη τὴ ζε­στὴ πα­νοπλί­α τους προ­χω­ροῦ­σαν δί­χως νὰ μι­λοῦν. Προ­σε­χτι­κά, για­τὶ οἱ δρό­μοι ἦ­ταν πα­γω­μέ­νοι. Ἀ­πὸ τὴ μέ­ση τοῦ ὁ­δο­στρώ­μα­τος – ἀ­πὸ ’κεῖ ποὺ ὁ δῆ­μος εἶ­χε προ­λά­βει νὰ ρί­ξει ἁ­λά­τι γιὰ νὰ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴν ἔ­λευ­ση τῶν ὀ­χη­μά­των. Τὰ βή­μα­τα συ­νο­δευ­ό­ταν ἀ­πὸ ἤ­χους κρυ­στάλ­λων ποὺ ἔ­σπα­ζαν. Σὲ με­ρι­κὲς με­ρι­ὲς γυ­ά­λι­ζε κιόλας ἡ πίσ­σα, λὲς καὶ ἦ­ταν στρω­μέ­νη μι­κρὰ δι­α­μάν­τια – ἦ­ταν ποὺ τὸ χον­τρὸ ἁ­λά­τι ἔ­με­νε ἀ­κό­μη ἀ­νέγ­γι­χτο, σί­γου­ρα θὰ εἶ­χε λι­ώ­σει με­τὰ τὸ πέ­ρας τοῦ ἀ­γώ­να.

       Ὁ ἀ­κρια­νός, ὁ πιὸ νέ­ος ποὺ εἶ­χε ξε­μεί­νει καὶ περ­πα­τοῦ­σε νω­χε­λι­κά, σχε­δὸν ὀ­νει­ρο­πό­λα, ἄ­νοι­ξε τὸ βῆ­μα του νὰ προ­φτά­σει τὸν πιὸ κον­τι­νό του. «Ἄ­κου, τοῦ εἶ­πε, τὸν ἦ­χο ποὺ κά­νει τὸ ἁ­λά­τι ποὺ σπά­ει, μοιά­ζει μὲ τὸν ἦ­χο ποὺ κά­νουν τὰ χα­λί­κια κά­τω ἀ­πὸ τὰ γυ­μνὰ πέλ­μα­τα. Μοιά­ζει σὰν ἦ­χος πά­λης τοῦ μπλὲ καὶ τοῦ γκρὶ ποὺ πι­τσι­λί­ζε­ται μὲ γα­λα­κτε­ροὺς τό­νους, ξέ­ρεις τί χρῶ­μα βγαί­νει τε­λι­κά; Ὄ­χι γκρί, ὅ­πως θὰ πε­ρί­με­νε κα­νείς, ἀλ­λὰ θα­λασ­σὶ σὲ ἀ­πο­χρώ­σεις ποὺ δὲν ἔ­χεις μα­τα­δεῖ.»

       Ὁ ἄλ­λος δὲν ἀ­πο­κρί­θη­κε. Ἴ­σως νὰ δυ­σκο­λευ­ό­ταν ν’­ἀ­κού­σει, ἔ­τσι ποὺ ἦ­ταν προ­στα­τευ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ μάλ­λι­νο σκου­φά­κι μὲ τὴ γού­νι­νη ἐ­πέν­δυ­ση. Ἡ ὑ­πό­λοι­πη ὁ­μά­δα συ­νέ­χι­ζε μὲ ἀ­μεί­ω­το ρυθ­μό, ἀ­νυ­πό­μο­να σχε­δόν, ἐ­πι­θυ­μών­τας νὰ φτά­σει τὸ συν­το­μό­τε­ρο στὴ θερ­μαι­νό­με­νη αἴ­θου­σα τοῦ συ­νοι­κια­κοῦ γυ­μνα­στη­ρί­ου. Τὸ νέ­ο ὅ­μως ἡ σι­γὴ δὲν τὸν πτό­η­σε δι­ό­λου: «Σ’ἐκείνη τὴν πα­ρα­λί­α γνώ­ρι­σα πέρ­σι μιὰ κο­πέ­λα μὲ ὄ­μορ­φα πρά­σι­να μά­τια. Εἶ­χε στή­σει τὸ κα­βα­λέ­το της καὶ ζω­γρά­φι­ζε τὸ νε­ρὸ νὰ ἀ­φρί­ζει ἀ­νά­με­σα στὰ χα­λί­κια. Τὸ χει­μώ­να προ­τι­μῶ νὰ στή­νω τὸ κα­βα­λέ­το στὸ μπαλ­κό­νι, μοῦ ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε. Μιὰ φο­ρὰ ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­βα­ζα τὸν οὐ­ρα­νὸ στὸν καμ­βὰ μὲ πλα­τι­ὲς πι­νε­λι­ές, χτύ­πη­σε τὸ τη­λέ­φω­νο. Τὰ νέ­α πού μοῦ μή­νυ­σαν ἦ­ταν μαῦ­ρα σὰ τὴ νύ­χτα, ἔ­φυ­γα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι βι­α­στι­κὰ καὶ ὅ­ταν γύ­ρι­σα με­τὰ ἀ­πὸ και­ρὸ ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ πέν­θος, βρῆ­κα τὸ μι­σὸ οὐ­ρα­νὸ νὰ στέ­κε­ται στὴ μέ­ση του μπαλ­κο­νιοῦ ἀ­γέ­ρω­χος. Ὁ και­ρὸς εἶ­χε χα­λά­σει μέ­σα μου κι ἦ­ταν τό­ση ἡ μα­νί­α νὰ ἐ­ξα­φα­νί­σω τὴ μπλὲ κα­λο­και­ρί­α, ποὺ ἄρ­χι­σα νὰ ξύ­νω τὸ χρῶ­μα μὲ μα­νί­α. Κι ἔ­τσι ὅ­πως ἄρ­χι­σε νὰ ξε­κολ­λά­ει καὶ νὰ πέ­φτει σὲ φαρ­δι­ὲς λω­ρί­δες γε­μί­ζον­τας τὸ μπαλ­κό­νι, αἰ­σθάν­θη­κα τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ πα­τή­σω ἐ­πά­νω της, μή­πως καὶ θυ­μη­θῶ τὶς μέ­ρες πρὶν τὸ κα­κό. Πῶς ἔ­τρι­ζε κα­θὼς θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἡ μπλὲ κα­λο­και­ρί­α! Ὁ ἦ­χος μὲ ἔ­κα­νε νὰ ἀ­να­τρι­χιά­σω, ἀλ­λὰ συ­νέ­χι­σα μὲ μα­νί­α νὰ πο­δο­πα­τά­ω τὶς μπλὲ φλοῦ­δες. Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ χρει­ά­στη­κε νὰ μου­λιά­σω πολ­λὴ ὥ­ρα τὰ πό­δια μου στὴν πλα­στι­κὴ λε­κα­νί­τσα γιὰ νὰ βγά­λω τὸ μπλὲ ἀ­πὸ πά­νω μου


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Στέλ­λα Πα­ρα­σχᾶ. Σπού­δα­σε θέ­α­τρο, κι­νη­μα­το­γρά­φο καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση. Πρό­σφα­τες δη­μο­σι­εύ­σεις της λο­γο­τε­χνι­κῆς/ποι­η­τι­κῆς ὑ­φῆς βρί­σκονται στοὺς ἱ­στό­το­πους Ποι­εῖν, Θρά­κα, Bibliotheque. Συμ­με­τέ­χει στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ Πό­λη αὐ­τὴ τὴ Νύ­χτα, Τό­μος Α’ ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις poema.